Όλο και περισσότερα περιστατικά δολοφονημένων γυναικών από άτομα του περιβάλλοντός τους, από τους συζύγους ή τους συντρόφους τους φτάνουν στα αυτιά μας μέρα με τη μέρα. Συγκεκριμένα, 4 δολοφονημένες σε 4 μήνες. Όπως αναφέρει η εφέτης και μέλος του ΔΣ της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων Ελευθερία Κώνστα σύμφωνα με τις παγκόσμιες εκτιμήσεις που δημοσιεύθηκαν από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), περίπου 1 στις 3 (35%) γυναίκες παγκοσμίως έχουν βιώσει σωματική ή σεξουαλική βία από τον σύντροφό τους ή γενικά βία κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Στο άρθρο της παραθέτει και στοιχεία από έρευνα του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ για το 2014, η οποία έδειξε ότι μία στις τρεις γυναίκες έχει υποστεί σωματική βία, σεξουαλική βία, ή και τις δύο μορφές βίας από την ηλικία των 15 ετών και έπειτα. Το 55% των γυναικών έχουν βρεθεί αντιμέτωπες με μία ή περισσότερες μορφές σεξουαλικής παρενόχλησης, το 11% έχει υποστεί ψηφιακή παρενόχληση ενώ μία στις είκοσι έχει βιαστεί.
Στο άρθρο 3 περ. α της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης, το πρώτο διεθνώς νομικά δεσμευτικό κείμενο που προβλέπει ρυθμίσεις σχετικά με την πρόληψη της έμφυλης βίας, την προστασία των θυμάτων και την τιμωρία των αυτουργών, ορίζεται ότι ως «βία κατά των γυναικών» είναι κάθε παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και κάθε μορφή διάκρισης κατά των γυναικών, ενώ περιλαμβάνει όλες τις πράξεις βίας βάσει φύλου που έχουν ως αποτέλεσμα ή ενδέχεται να έχουν ως αποτέλεσμα σωματική, σεξουαλική, ψυχολογική ή οικονομική βλάβη ή πόνο σε γυναίκες, συμπεριλαμβανομένων απειλών, πράξεων εξαναγκασμού ή αυθαίρετης στέρησης της ελευθερίας. Το ίδιο άρθρο ορίζει ότι «βία λόγω φύλου» (άρθρο 3 περ.δ) σημαίνει βία που στρέφεται εναντίον μιας γυναίκας επειδή είναι γυναίκα ή αυτή που επηρεάζει δυσμενώς αυτή. Όπως σημείωσε η κα Κώνστα, είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι οι όροι «βία βάσει φύλου» και «βία κατά των γυναικών» χρησιμοποιούνται συχνά εναλλακτικά, λόγω του γεγονότος ότι η βία λόγω φύλου επηρεάζει κυρίως γυναίκες, ενώ τόνισε ότι για να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους έναντι της σύμβασης της Κωνσταντινούπολης, τα κράτη οφείλουν να επιδιώξουν να μεταμορφώσουν τους κοινωνικούς και πολιτιστικούς κανόνες που ρυθμίζουν τις σχέσεις εξουσίας μεταξύ γυναικών και ανδρών.
«Ειδικά το φαινόμενο της βίας κατά των γυναικών αποτελεί μια ακραία έκφραση ανισότητας λόγω φύλου και πρόκειται για παραβίαση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ενώ στις χειρότερες μορφές της μπορεί να εκδηλωθεί ως προσβολή του εννόμου αγαθού στη ζωή».
Η κα Κώνστα στο άρθρο της άγγιξε και το ζήτημα της ενδοοικογενειακής βίας, ως την πλέον διαδεδομένη μορφή βίας κατά των γυναικών τονίζοντας ότι τα κράτη της Σύμβασης πρέπει να δώσουν ιδιαίτερη προσοχή στις προσπάθειές τους για την καταπολέμηση της.
Ο βιασμός, η σεξουαλική παρενόχληση και οι λοιπές μορφές βίας πέραν του βιασμού, ως εγκλήματα κατά της ζωής, της τιμής, της αξιοπρέπειας και της γενετήσιας ελευθερίας χρήζουν πρωτίστως καίριας αναγνώρισης και η αναγνώριση αυτή είναι που αποσαφηνίζει τις δεσμευτικές υποχρεώσεις των κρατών για την πρόληψη, την εξάλειψη και την τιμωρία αυτής της βίας.
Η ευρωπαϊκή επιτροπή CEDAW στη γενική της σύσταση για τη βία κατά των γυναικών (αρ. 19) φρόντισε να διασφαλιστεί η αναγνώριση της βίας που βασίζεται στο φύλο κατά των γυναικών, ως μορφή διάκρισης που «αναστέλλει σοβαρά την ικανότητα των γυναικών να απολαμβάνουν δικαιώματα και ελευθερίες βάσει της ισότητας με τους άνδρες» (βλ. ΕΔΔΑ στην υπόθεση Opuz κατά Τουρκίας).
Ο πόνο, ο φόβος και η αγωνία των γυναικών-θυμάτων κάθε άλλο παρά συνεισφέρουν στην παραγωγικότητα που επιθυμούν και δύνανται να έχουν οι γυναίκες τον 21ο αιώνα. Σύμφωνα με την κα Κώνστα μια πρώτη προσέγγιση αντιμετώπισης του φαινομένου, θα ήταν η τροποποίηση του άρθρου 82Α του Ποινικού Κώδικα περί εγκλημάτων με ρατσιστικά χαρακτηριστικά, που ορίζει ότι εάν ο δράστης επέλεξε το θύμα λόγω μιας ιδιότητάς του, τότε το πλαίσιο της ποινής που μπορεί να του επιβληθεί αυξάνεται, ειδικά στα κακουργήματα το ελάχιστο όριο ποινής αυξάνεται κατά δύο έτη.
«Το φύλο ως λόγος διάκρισης όπως αναφέρεται στα διεθνή κείμενα που προαναφέρθηκαν, ανήκει στις ιδιότητες που μπορεί να περιλαμβάνονται στο άρθρο 82Α. Έτσι εάν ο δράστης ανθρωποκτονίας έχει επιλέξει το θύμα λόγω του φύλου του, να υπάρχει αυστηροποίηση ως προς την νομική του αντιμετώπιση και να μην μπορεί να του επιβληθεί ποινή κατώτερη των 12 ετών κάθειρξης.»
Η ουσιαστική πρόταση της Εφέτου εξαντλείται στην τροποποίηση του άρθρου 82Α του Ποινικού Κώδικα, ως ένα πρώτο βήμα να αποτάξουμε θεσμικά και οργανωμένα την ακραία έκφραση ανισότητας λόγω φύλου, ώστε να πάψει κάθε παραβίαση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας που στις χειρότερες μορφές της μπορεί να εκδηλωθεί ως προσβολή του εννόμου αγαθού στη ζωή.