Με τη ψήφιση του νέου νόμου σχετικά με την καταπολέμηση της απάτης και της πλαστογραφίας μέσω πληρωμής πλην των μετρητών η Κυπριακή Δημοκρατία συμμορφώνεται με τις νέες Ευρωπαϊκές Οδηγίες αναβαθμίζοντας και αντικαθιστώντας προηγούμενους σχετικούς νόμους.
Αρχικά, όσον αφορά τους ορισμούς αξίζει να σημειωθεί πως συγκεκριμενοποιείται ο ορισμός της ”εγκληματικής οργάνωσης” καθώς <<σημαίνει την καθιδρυθείσα επί ένα χρονικό διάστημα και διαρθρωμένη ένωση περισσοτέρων των δύο (2) προσώπων τα οποία δρουν από κοινού προκειμένου να τελέσουν αξιόποινες πράξεις οι οποίες επισύρουν ποινή στερητική της ελευθερίας ή μέτρο ασφαλείας στερητικό της ελευθερίας μεγίστης διαρκείας τουλάχιστον τεσσάρων (4) ετών ή βαρύτερη ποινή, με σκοπό τον άμεσο ή έμμεσο προσπορισμό οικονομικού ή άλλου υλικού οφέλους, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 2 της πράξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Απόφαση – Πλαίσιο αριθ. 2008/841/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 24ης Οκτωβρίου 2008 για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος>>.
Οι χώρες της ΕΕ οφείλουν να διασφαλίζουν ότι οι ανακριτές και οι εισαγγελείς σοβαρών και οργανωμένων μορφών εγκλήματος διαθέτουν επαρκείς πόρους, να ενθαρρύνουν τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα και άλλα νομικά πρόσωπα, να αναφέρουν τυχόν υπόνοιες για απάτη, καθώς και να καταγράφουν, να παράγουν και να παρέχουν ανώνυμα στατιστικά στοιχεία όσον αφορά τα στάδια υποβολής αναφορών, έρευνας και δικαστικής διαδικασίας για διάφορα αδικήματα, και να μεταβιβάζουν ετησίως τα στοιχεία αυτά στην Επιτροπή. Επιπλέον η οδηγία καθιερώνει στήριξη και βοήθεια για τα θύματα απάτης όσον αφορά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.
Με την εφαρμογή της νέας οδηγίας ουσιαστικά διευκολύνεται ην ανταλλαγή πληροφοριών και η διασυνοριακή συνεργασία, διασφαλίζεται ότι οι συναλλαγές που πραγματοποιούνται με οποιοδήποτε μέσο πληρωμής πλην των μετρητών -είτε με υλική μορφή όπως τραπεζικές κάρτες είτε εικονικά όπως πληρωμές μέσω κινητών συσκευών- περιλαμβάνονται στο πεδίο των αδικημάτων ενισχύεται η αναφορά περιστατικών απάτης από τα χρηματοοικονομικά ιδρύματα και από άλλους ιδιωτικούς φορείς και τέλος, αποτρέπει παράνομες δραστηριότητες και διασφαλίζει ότι τα θύματα έχουν πρόσβαση σε συνδρομή και στήριξη.