No Result
View All Result
Φιlawσοφία
  • Αρχική
  • Συμβαίνει ΤώραΝΕΑ
    Υποχρεωτικός εμβολιασμός άνω των 60

    Υποχρεωτικός εμβολιασμός άνω των 60

    Ανάγκη για παράταση των προθεσμιών των αντικειμενικών αξιών

    Ανάγκη για παράταση των προθεσμιών των αντικειμενικών αξιών

    Ηλεκτρονικά πινάκια: Ένα βήμα πιο κοντά στην ψηφιοποιήση.

    Ηλεκτρονικά πινάκια: Ένα βήμα πιο κοντά στην ψηφιοποιήση.

    Ηλεκτρονικό εμπόριο και προστασία από απάτες

    Ηλεκτρονικό εμπόριο και προστασία από απάτες

    Πρακτικές λογοκρισίας του Facebook: Στις δικαστικές αίθουσες από Έλληνες Δημοσιογράφους

    Πρακτικές λογοκρισίας του Facebook: Στις δικαστικές αίθουσες από Έλληνες Δημοσιογράφους

    Όλα για τον Δακτύλιο: Ποιοι κυκλοφορούν ελεύθερα – Επιστολή Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών

    Όλα για τον Δακτύλιο: Ποιοι κυκλοφορούν ελεύθερα – Επιστολή Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών

    Οι ελληνικές startups και το σύστημα Εlevate Greece

    Οι ελληνικές startups και το σύστημα Εlevate Greece

  • Ιδιώτες
  • Επιχειρήσεις
  • Διαμεσολάβηση
  • Βιβλιοθήκη
    • Νομοθεσία
  • Αρχική
  • Συμβαίνει ΤώραΝΕΑ
    Υποχρεωτικός εμβολιασμός άνω των 60

    Υποχρεωτικός εμβολιασμός άνω των 60

    Ανάγκη για παράταση των προθεσμιών των αντικειμενικών αξιών

    Ανάγκη για παράταση των προθεσμιών των αντικειμενικών αξιών

    Ηλεκτρονικά πινάκια: Ένα βήμα πιο κοντά στην ψηφιοποιήση.

    Ηλεκτρονικά πινάκια: Ένα βήμα πιο κοντά στην ψηφιοποιήση.

    Ηλεκτρονικό εμπόριο και προστασία από απάτες

    Ηλεκτρονικό εμπόριο και προστασία από απάτες

    Πρακτικές λογοκρισίας του Facebook: Στις δικαστικές αίθουσες από Έλληνες Δημοσιογράφους

    Πρακτικές λογοκρισίας του Facebook: Στις δικαστικές αίθουσες από Έλληνες Δημοσιογράφους

    Όλα για τον Δακτύλιο: Ποιοι κυκλοφορούν ελεύθερα – Επιστολή Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών

    Όλα για τον Δακτύλιο: Ποιοι κυκλοφορούν ελεύθερα – Επιστολή Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών

    Οι ελληνικές startups και το σύστημα Εlevate Greece

    Οι ελληνικές startups και το σύστημα Εlevate Greece

  • Ιδιώτες
  • Επιχειρήσεις
  • Διαμεσολάβηση
  • Βιβλιοθήκη
    • Νομοθεσία
No Result
View All Result
Φιlawσοφία

Αστικός Κώδικας

Φιlawσοφία by Φιlawσοφία
07/10/2021
in Βιβλιοθήκη, Νομοθεσία
Σύνταγμα της Ελλάδος (2019)
Share on FacebookShare on TwitterShare on Mail

ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 456 ΦΕΚ Α’ 164/24.10.1984

ΑΣΤΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣ.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ

ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Έχοντας υπόψη:

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ
ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Οι κανόνες του δικαίου γενικά
Άρθρο 1
Πηγές του δικαίου

Οι  κανόνες  του  δικαίου περιλαμβάνονται στους νόμους και στα  έθιμα.

Άρθρο 2
Αναδρομική δύναμη του νόμου

Ο νόμος ορίζει για το μέλλον, δεν έχει αναδρομική δύναμη και διατηρεί την ισχύ του εφόσον άλλος κανόνας δικαίου δεν τον καταργήσει ρητά ή σιωπηρά.

 

Άρθρο 3
Κανόνες δημόσιας τάξης

Η ιδιωτική  βούληση  δεν  μπορεί  να  αποκλείσει  την  εφαρμογή κανόνων δημόσιας τάξης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Ιδιωτικό διεθνές δίκαιο
Άρθρο 4
Κατάσταση αλλοδαπών

Ο αλλοδαπός απολαμβάνει τα αστικά δικαιώματα του ημεδαπού.

Άρθρο 5
Ικανότητα δικαίου

 Η Ικανότητα δικαίου του φυσικού  προσώπου  ρυθμίζεται  από  το δίκαιο της ιθαγένειας.

Άρθρο 6
Αφάνεια

 Η Αφάνεια διέπεται από το δίκαιο της ιθαγένειας.

Ελληνικό δικαστήριο μπορεί να κηρύξει άφαντο αλλοδαπό, αν πριν από την  εξαφάνισή του κατοικούσε ή διέμενε στην Ελλάδα ή εφόσον έχει περιουσία στην Ελλάδα.

Άρθρο 7
Ικανότητα για δικαιοπραξία

Η ικανότητα για δικαιοπραξία ρυθμίζεται από το δίκαιο της ιθαγένειας.

Άρθρο 8
Στέρηση της δικαιοπρακτικής ικανότητας.

  Η στέρηση, καθώς και κάθε άλλος περιορισμος της δικαιοπρακτικής ικανότητας με δικαστική απόφαση ρυθμίζονται από το δίκαιο της ιθαγένειας του προσώπου το οποίο αφορούν αυτά τα μέτρα.

Ελληνικό δικαστήριο μπορεί να υποβάλει σε καθεστώς στέρησης ή περιορισμού της δικαιοπρακτικής του ικανότητας αλλοδαπό που έχει τη συνήθη διαμονή του στην Ελλάδα. Αν ο αλλοδαπός απλώς διαμένει ή έχει περιουσία στην Ελλάδα, μπορούν να ληφθούν μόνο ασφαλιστικά μέτρα.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το  άρθρο 14 του Ν. 2447/1996  (Α` 278).

 

Άρθρο 9
Ικανότητα αλλοδαπού στην Ελλάδα

  Αλλοδαπός που επιχειρεί στην Ελλάδα δικαιοπραξία για την οποία  είναι ανίκανος κατά το δίκαιο της ιθαγένειάς του, θεωρείται ικανός  να  την επιχειρήσει,  αν κατά το ελληνικό δίκαιο έχει αυτή την ικανότητα.   Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται στις  δικαιοπραξίες  οικογενειακού  και κληρονομικού  δικαίου  ούτε στις εμπράγματες δικαιοπραξίες για ακίνητα που βρίσκονται έξω από την Ελλάδα.

Άρθρο 10
Νομικό πρόσωπο

 Η  ικανότητα του νομικού προσώπου ρυθμίζεται από το δίκαιο της  έδρας του.

Άρθρο 11
Τύπος δικαιοπραξίας

    Η δικαιοπραξία είναι έγκυρη ως προς τον τύπο αν είναι  σύμφωνη  είτε με το δίκαιο που διέπει το περιεχόμενό της είτε με το δίκαιο του  τόπου όπου επιχειρείται είτε με το  δίκαιο  της  ιθαγένειας  όλων  των μερών.

 

Άρθρο 12

Ο Τύπος εμπράγματης δικαιοπραξίας ρυθμίζεται από το δίκαιο της τοποθεσίας του πράγματος.

Άρθρο 13
Γάμος

1. Οι ουσιαστικές προϋποθέσεις του γάμου ρυθμίζονται και για  τα δύο  πρόσωπα  που  πρόκειται  να  παντρευτούν  από  το  δίκαιο  της ιθαγένειας  ενός  απ` αυτά.  Ο τύπος του γάμου ρυθμίζεται είτε κατά το δίκαιο της ιθαγένειας ενός από τα πρόσωπα που πρόκειται να παντρευτούν είτε κατά το δίκαιο του τόπου όπου τελείται.

2. `Οταν τα πρόσωπα που πρόκειται να παντρευτούν ή το ένα  απ`  αυτά είναι  `Ελληνες και ο Γάμος τελείται στο εξωτερικό, η δήλωση του άρθρου 1367 του αστικού κώδικα  μπορεί  να  γίνει  και  στην  ελληνική προξενική αρχή.

Άρθρο 14
Προσωπικές σχέσεις των συζύγων

  Οι  προσωπικές  σχέσεις των συζύγων ρυθμίζονται κατά σειρά:

1. από το δίκαιο  της  τελευταίας  κατά  τη  διάρκεια  του  γάμου  κοινής ιθαγένειάς  τους,  εφόσον  ο  ένας  τη  διατηρεί

2. από το δίκαιο της τελευταίας κατά τη διάρκεια του γάμου κοινής συνήθους διαμονής τους

3.από το δίκαιο με το οποίο οι σύζυγοι συνδέονται στενότερα.

 

Άρθρο 15
Περιουσιακές σχέσεις των συζύγων

Οι περουσιακές σχέσεις των συζύγων διέπονται από το δίκαιο που ρυθμίζει τις προσωπικές σχέσεις τους αμέσως μετά την Τέλεση του γάμου.

 

Άρθρο 16
Διαζύγιο και δικαστικός χωρισμός

  Το διαζύγιο και  ο  δικαστικός  χωρισμός  ρυθμίζονται  από  το δίκαιο  που  διέπει τις Προσωπικές σχέσεις των συζύγων κατά την έναρξη της διαδικασίας του διαζυγίου ή του χωρισμού.

 

Άρθρο 17
Τέκνο γεννημένο σε γάμο

 Η ιδιότητα τέκνου ως  γεννημένου  σε  γάμο κρίνεται κατά το δίκαιο που διέπει τις προσωπικές σχέσεις της μητέρας και του συζύγου της κατά το χρόνο της γέννησης του τέκνου ή, αν  ο Γάμος τους έχει λυθεί πριν από τη γέννηση, κατά το χρόνο της λύσης του γάμου.

 

Άρθρο 18
Σχέσεις γονέων και τέκνου

  Οι σχέσεις μεταξύ γονέων και τέκνου ρυθμίζονται κατά σειρά:

1. από το δίκαιο της τελευταίας κοινής ιθαγένειάς τους

2. από το δίκαιο της τελευταίας κοινής συνήθους διαμονής τους

3. από  το  δίκαιο  της ιθαγένειας του τέκνου.

Άρθρο 19
Τέκνο χωρίς γάμο των γονέων του

   Οι  σχέσεις  μητέρας  και  τέκνου που γεννήθηκε χωρίς γάμο των γονέων του ρυθμίζονται κατά σειρά:

1. από  το  δίκαιο  της  τελευταίας κοινής  ιθαγένειάς  τους

2.   από  το  δίκαιο  της  τελευταίας κοινής συνήθους διαμονής τους

3.  από το δίκαιο της ιθαγένειας της μητέρας.

Άρθρο 20

Οι σχέσεις πατέρα και τέκνου  που  γεννήθηκε  χωρίς  γάμο  των γονέων  του  ρυθμίζονται  κατά  σειρά:

1. από το δίκαιο της τελευταίας κοινής ιθαγένειάς τους

2. από το δίκαιο της τελευταίας κοινής συνήθους διαμονής τους

3. από το δίκαιο της ιθαγένειας του πατέρα.

Άρθρο 21

Οι σχέσεις μητέρας και πατέρα τέκνου που γεννήθηκε χωρίς γάμο τους ρυθμίζονται κατά σειρά από το δίκαιο της τελευταίας κατά τη διάρκεια της κύησης κοινής τους ιθαγένειας, συνήθους διαμονής ή απλής διαμονής.

Άρθρο 22
Εξομοίωση προς Τέκνο γεννημένο σε γάμο

      Η  εξομοίωση  τέκνου  γεννημένου  χωρίς γάμο των γονέων του με επιγενόμενο μεταξύ τους γάμο, προς Τέκνο γεννημένο σε γάμο, ρυθμίζεται από το δίκαιο που διέπει τις προσωπικές  σχέσεις  των  συζύγων  αμέσως μετά  την  Τέλεση του γάμου. Η εξομοίωση με πράξη της αρχής ρυθμίζεται από το δίκαιο της ιθαγένειας του πατέρα κατά το χρόνο της πράξης ή, αν αυτή επιχειρείται μετά το θάνατο του πατέρα, κατά το χρόνο του θανάτου του.

Άρθρο 23
Υιοθεσία

 Οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για τη σύσταση και τη λύση της υιοθεσίας ρυθμίζονται απο το δίκαιο της ιθαγένειας του κάθε μέρους.

Οι σχέσεις μεταξύ του ή των θετών γονέων και του θετού τέκνου ρυθμίζονται κατά σειρά:

1.απο το δίκαιο της τελευταίας κοινής τους ιθαγένειας κατά τη διάρκεια της υιοθεσίας.

2.απο το δίκαιο της τελευταίας κοινής συνήθους διαμονής τους κατά τη διάρκεια της υιοθεσίας.

3.απο το δίκαιο της ιθαγένειας την οποία είχε ο θετός γονέας κατά την τέλεση της υιοθεσίας και σε περίπτωση υιοθεσίας απο συζύγους απο το δίκαιο που διέπει τις προσωπικές τους σχέσεις.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με το άρθρο 2 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 24
Επιμέλεια

    Η επιτροπεία και κάθε άλλη επιμέλεια διέπονται από το δίκαιο της ιθαγένειας του προσώπου το οποίο αφορούν.

Ελληνικό δικαστήριο μπορεί να διορίσει επίτροπο ή άλλο επιμελητή για αλλοδαπό που έχει τη συνήθη διαμονή του στην Ελλάδα. Αν ο αλλοδαπός απλώς διαμένει ή έχει περιουσία στην Ελλάδα μπορούν να ληφθούν μόνο ασφαλιστικά μέτρα.

Αν χρειάζεται να διοριστεί επιμελητής, επειδή είναι αβέβαιο ποιος είναι ο κύριος μιας υπόθεσης ή γιατί αυτός απουσιάζει και είναι άγνωστο η διαμονή του, εφαρμόζεται το δίκαιο του τόπου του δικαστηρίου.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με το άρθρο 14 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

 

Άρθρο 25
Ενοχές από σύμβαση

   Οι  ενοχές  από  σύμβαση  ρυθμίζονται  από το δίκαιο στο οποίο  έχουν υποβληθεί τα μέρη.  Αν δεν υπάρχει τέτοιο, εφαρμόζεται το δίκαιο  που αρμόζει στη σύμβαση από το σύνολο των ειδικών συνθηκών.

 

Άρθρο 26
Ενοχές από αδίκημα

  Οι Ενοχές από αδίκημα διέπονται από το  δίκαιο  της  πολιτείας  οπου διαπράχθηκε το αδίκημα.

Άρθρο 27
Νομή και Εμπράγματα δικαιώματα

 Η  νομή  και  τα  εμπράγματα  δικαιώματα  σε  κινητά ή ακίνητα πράγματα ρυθμίζονται από το δίκαιο της πολιτείας όπου βρίσκονται.

Άρθρο 28
Κληρονομικές σχέσεις

 Οι Κληρονομικές σχέσεις διέπονται από το δίκαιο της ιθαγένειας  που είχε ο κληρονομούμενος όταν πέθανε.

Άρθρο 29
Απόκτηση και απώλεια ιθαγένειας

   Η απόκτηση και η απώλεια από ένα πρόσωπο της  ιθαγένειας  μιας πολιτείας ρυθμίζεται από το δίκαιο της πολιτείας αυτής.

Άρθρο 30
`Ελλειψη ιθαγένειας και συνήθους διαμονής

   Εφόσον  ο νόμος δεν καθιερώνει άλλη ρύθμιση, αν το πρόσωπο δεν  έχει ιθαγένεια, εφαρμόζεται στη θέση του  δικαίου  της  ιθαγένειας  το δίκαιο  της  συνήθους  διαμονής  και,  αν  δεν έχει συνήθη διαμονή, το δίκαιο της απλής διαμονής.

Άρθρο 31
Πολλαπλή ιθαγένεια

   Αν το πρόσωπο έχει ελληνική και ξένη ιθαγένεια, ως δίκαιο  της ιθαγένειας εφαρμόζεται το ελληνικό δίκαιο.

Αν  το  πρόσωπο  έχει  πολλαπλή ξένη ιθαγένεια, εφαρμόζεται το δίκαιο της πολιτείας με την οποία συνδέεται στενότερα.

Άρθρο 32
Αναπαραπομπή

    Στο   αλλοδαπό   δίκαιο   που   πρέπει   να   εφαρμοστεί   δεν περιλαμβάνονται   και   οι  κανόνες  ιδιωτικού  διεθνούς  δικαίου  της αλλοδαπής πολιτείας.

Άρθρο 33
Επιφύλαξη δημόσιας τάξης

  Διάταξη αλλοδαπού δικαίου δεν εφαρμόζεται, αν η  εφαρμογή  της προσκρούει στα χρηστά ήθη ή γενικά στη δημόσια τάξη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Φυσικό πρόσωπο
Άρθρο 34
Ικανότητα δικαίου

   Κάθε άνθρωπος είναι ικανός να έχει δικαιώματα και υποχρεώσεις.

Άρθρο 35
`Υπαρξη και τέλος προσώπου

   Το πρόσωπο αρχίζει να υπάρχει μόλις γεννηθεί ζωντανό και παύει  να υπάρχει με το θάνατό του.

Άρθρο 36

Ως  προς  τα  δικαιώματα  που  του  επάγονται  το κυοφορούμενο θεωρείται γεννημένο, αν γεννηθεί ζωντανό.

Άρθρο 37
Απόδειξη θανάτου

`Οποιος ισχυρίζεται, για να ασκήσει δικαίωμα, ότι ένα  πρόσωπο  ζει ή πέθανε, ή ότι σε ορισμένη εποχή ζούσε ή ότι επέζησε από κάποιον άλλο, οφείλει να το αποδείξει.

Άρθρο 38

         Αν περισσότεροι έχουν πεθάνει και δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι  ο ένας επέζησε  από  κάποιον  άλλο,  τεκμαίρεται  ότι  όλοι  πέθαναν  ταυτόχρονα.

Άρθρο 39

Θεωρείται  ότι  έχει αποδειχθεί ο θάνατος προσώπου που το σώμα  του δεν βρέθηκε, αν εξαφανίστηκε υπό συνθήκες που κάνουν το θάνατό του βέβαιο.

Άρθρο 40
Αφάνεια

   Αν ο θάνατος προσώπου είναι πολύ πιθανός, επειδή  εξαφανίστηκε  ενώ βρισκόταν  σε  κίνδυνο  ζωής,  ή  επειδή  λείπει πολύ καιρό χωρίς ειδήσεις,  το  δικαστήριο  τον  κηρύσσει  άφαντο  ύστερα  από   αίτηση οποιουδήποτε εξαρτά δικαιώματα από το θάνατό του.

Άρθρο 41

Η  κήρυξη  της  Αφάνειας  δεν  μπορεί  να ζητηθεί πριν από την πάροδο ενός τουλάχιστον έτους από τη στιγμή του κινδύνου, και, αν ήταν παρατεταμένος, από την τελευταία στιγμή του, ή πέντε τουλάχιστον  ετών από την τελευταία είδηση.

Άρθρο 42
Αρμόδιο δικαστήριο

        Η  αίτηση  για  την  κήρυξη  της  Αφάνειας  δικάζεται  από  το δικαστήριο  της  τελευταίας  στην  Ελλάδα  Κατοικίας  ή  διαμονής  του προσώπου  που εξαφανίστηκε, και, αν δεν υπάρχει, από το δικαστήριο της πρωτεύουσας του κράτους.

Άρθρο 43

     Αν  η  αίτηση  κριθεί  βάσιμη,  το  δικαστήριο   διατάζει   να δημοσιευτεί  στον  τύπο  περίληψή  της  και  ορίζει τον  τρόπο  της δημοσίευσης.

Η περίληψη περιέχει:

1.  το όνομα, το  επώνυμο,  το  επάγγελμα  και την  Κατοικία  του  αιτούντος  και  εκείνου  που  εξαφανίστηκε

2.πρόσκληση προς εκείνον που εξαφανίστηκε ή οποιονδήποτε άλλο  να  δώσει πληροφορίες σχετικά με τη ζωή ή το θάνατο αυτού που εξαφανίστηκε, μέσα σε  ορισμένη  προθεσμία. Η προθεσμία δεν μπορεί να είναι μικρότερη από ένα χρόνο από την τελευταία δημοσίευση.

Άρθρο 44

       Αφού περάσει η προθεσμία που  αναφέρεται  στη  δημοσίευση,  το δικαστήριο  δικάζει  την  αίτηση  και μπορεί να διατάξει αυτεπαγγέλτως κάθε απόδειξη καθώς και την ένορκη εξέταση του αιτούντος.

Αν κριθεί ότι τα  γεγονότα  που  αναφέρει  η  αίτηση  για  την Αφάνεια  αποδείχθηκαν,  η  απόφαση κηρύσσει την Αφάνεια, καθορίζει από πότε  αρχίζει  και  καταλογίζει  τα  δικαστικά  έξοδα  και  τέλη  στην περιουσία του αφάντου.

Άρθρο 45
 Ματαίωση της αίτησης

  Αν  κατά  τη  διάρκεια της δίκης της Αφάνειας εμφανιστεί αυτός  που είχε εξαφανιστεί ή  φτάσουν  ειδήσεις  γι  αυτόν  ή  αποδειχθεί  ο  θάνατός του, η αίτηση απορρίπτεται.

Άρθρο 46
`Αρση της Αφάνειας

        `Υστερα  από  αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον το δικαστήριο μπορεί να άρει την κατάσταση της Αφάνειας ή να μεταβάλει το χρόνο  της εναρξής  της.   Στη  δίκη  κλητεύεται  και εκείνος που είχε ζητήσει να κηρυχθεί η Αφάνεια ή, αν έχει πεθάνει ή κατοικεί στο εξωτερικό ή είναι άγνωστη η διαμονή του, ο εισαγγελέας.

Άρθρο 47
Δημοσίευση της απόφασης

  Η απόφαση που κηρύσσει την Αφάνεια, καθώς και αυτή  που  αίρει  την κατάσταση  της Αφάνειας ή που μεταβάλλει το χρόνο της εναρξής της δημοσιεύεται, όταν γίνει τελεσίδικη, σύμφωνα με τη διάταξη του  άρθρου 43  παρ.  1 και από τη δημοσίευση ισχύει για όλους. Για το γεγονός που βεβαιώνει η απόφαση συντάσσεται ληξιαρχική πράξη ή γίνεται  αντίστοιχη σημείωση πάνω σ` αυτήν.

Άρθρο 48
Αποτελέσματα της κήρυξης της Αφάνειας

Μετά  τη  δημοσίευση της τελεσίδικης απόφασης που κηρύσσει την Αφάνεια, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά,  μπορούν  να  ασκηθούν όλα τα δικαιώματα που εξαρτώνται από το θάνατο του αφάντου σαν να είχε αποδειχθεί ο θάνατος.

Τα Αποτελέσματα της κήρυξης της Αφάνειας αρχίζουν από το χρόνο  που σύμφωνα με την απόφαση άρχισε η Αφάνεια.

Άρθρο 49

Οι  κληρονόμοι  και  οι  κληροδόχοι της περιουσίας του αφάντου  έχουν υποχρέωση να δώσουν ασφάλεια  για  την  ενδεχόμενη  απόδοση  της περιουσίας σε επικρατέστερους δικαιούχους ή στον άφαντο.  `Οσοι ασκούν οποιοδήποτε  άλλο  δικαίωμα  που  εξαρτάται  από το θάνατο του αφάντου μπορούν να υποχρεωθούν σε ασφάλεια. Η ασφάλεια αίρεται  όταν  περάσουν δέκα  χρόνια  από  τότε που η περιουσία παραδόθηκε στους κληρονόμους ή τους κληροδόχους ή από τότε που ασκήθηκε άλλο δικαίωμα.

Άρθρο 50

Αν εμφανιστεί  ο  άφαντος  ή  αναγνωριστεί  ότι  τρίτοι  έχουν επικρατέστερα  δικαιώματα,  αυτοί  που άσκησαν δικαίωμα από την κήρυξη της Αφάνειας έχουν υποχρέωση να αποδώσουν ό, τι πήραν.   Αν  πρόκειται για κληρονομία, εφαρμόζονται οι διατάξεις για την αγωγή περί κλήρου.

Άρθρο 51
Κατοικία

      Το  πρόσωπο  έχει  Κατοικία  τον  τόπο  της κύριας και μόνιμης εγκατάστασής του.  Κανένας δεν μπορεί να έχει  συγχρόνως  περισσότερες από  μία  κατοικίες. Για τις υποθέσεις που αναφέρονται στην άσκηση του επαγγέλματος λογίζεται ως ειδική Κατοικία του προσώπου  ο  τόπος  όπου ασκεί το επάγγελμά του.

Άρθρο 52
Η Κατοικία διατηρείται ωσότου αποκτηθεί νέα.
Άρθρο 53

  Αν δεν μπορεί να αποδειχθεί η τελευταία Κατοικία του προσώπου,  ως Κατοικία θεωρείται ο τόπος της διαμονής του.

Άρθρο 54
Κατοικία νόμιμη

   Αυτοί  που  έχουν  διοριστεί  σε ισόβια δημόσια υπηρεσία έχουν Κατοικία τον τόπο όπου υπηρετούν.

Άρθρο 55
Όπως καταργήθηκε με το Άρθρον 2 Άρθρο πρώτο ΝΟΜΟΣ 1329/1983 με ισχύ την 18/2/1983
Δες την εξέλιξη του άρθρου
Άρθρο 56

Ο ανήλικος που τελεί υπό γονική μέριμνα, έχει κατοικία την κατοικία των γονέων του ή του γονέα που ασκεί μόνος του τη γονική μέριμνα. Αν τη γονική μέριμνα ασκούν και οι δύο γονείς, χωρίς να έχουν την ίδια κατοικία, ο ανήλικος έχει κατοικία την κατοικία του γονέα με τον οποίο διαμένει.

Η επίδοση εγγράφων που αφορούν το τέκνο γίνεται στην κατοικία του γονέα με τον οποίο διαμένει ή του τρίτου που ασκεί τη γονική μέριμνα. Ο γονέας με τον οποίο διαμένει το τέκνο, υποχρεώνεται άμεσα να ενημερώσει τον άλλο γονέα σχετικά με την επίδοση και το περιεχόμενο των εγγράφων που το αφορούν.

Ο ανήλικος που τελεί υπό επιτροπεία ή όποιος τελεί υπό πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση, έχει κατοικία την κατοικία του επιτρόπου ή του δικαστικού συμπαραστάτη του.

Όπως τροποποιήθηκε με το Άρθρο 3 ΝΟΜΟΣ 4800/2021 με ισχύ την 21/5/2021
Δες την εξέλιξη του άρθρου
Άρθρο 57
Δικαίωμα στην προσωπικότητα

   `Οποιος προσβάλλεται  παράνομα  στην  προσωπικότητά  του  έχει δικαίωμα  να  απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον.  Αν η προσβολή αναφέρεται στην προσωπικότητα προσώπου που έχει πεθάνει το δικαίωμα αυτό έχουν ο σύζυγος, οι κατιόντες,  οι  ανιόντες, οι αδελφοί και οι κληρονόμοι του από διαθήκη.

Αξίωση   αποζημίωσης   σύμφωνα   με   τις  διατάξεις  για  τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται.

Άρθρο 58
Δικαίωμα στο όνομα

   Αν σ` αυτόν που δικαιούται να φέρει  ένα  όνομα  αμφισβητείται  από άλλον  το  δικαίωμα  αυτό,  ή  αν  κάποιος  χρησιμοποιεί παράνομα ορισμένο όνομα, ο  δικαιούχος  ή  εκείνος  που  βλάπτεται,  μπορεί  να ζητήσει  να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον. Αξίωση αποζημίωσης σύμφωνα και με τις  διατάξεις  για  τις  αδικοπραξίες  δεν αποκλείεται.

Άρθρο 59
Ικανοποίηση ηθικής βλάβης

   Στις  περιπτώσεις των δύο προηγούμενων άρθρων το δικαστήριο με  την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και  αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο  να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί.  Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε  δημοσίευμα,  ή σε ο,τιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις.

Άρθρο 60
Δικαίωμα στα προϊόντα της διάνοιας

   `Οποιος  προσβάλλεται  παράνομα  στο αποκλειστικό δικαίωμά του  επάνω στα προϊόντα της διάνοιάς του έχει δικαίωμα  να  απαιτήσει  κατά  τους όρους  του νόμου, να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον.   Αξίωση  αποζημίωσης  σύμφωνα  με  τις  διατάξεις   για   τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Νομικά πρόσωπα
Άρθρο 61
Νομικά πρόσωπα γενικά

   `Ενωση  προσώπων  για  την  επιδίωξη  ορισμένου  σκοπού, καθώς επίσης σύνολο περιουσίας που έχει ταχθεί  στην  εξυπηρέτηση  ορισμένου σκοπού,  μπορούν  να  αποκτήσουν  προσωπικότητα  (νομικό  πρόσωπο), αν τηρηθούν οι όροι που αναγράφει ο νόμος.

Άρθρο 62
`Εκταση ικανότητας

 Η ικανότητα του νομικού προσώπου  δεν  εκτείνεται  σε  έννομες σχέσεις που προϋποθέτουν ιδιότητες φυσικού προσώπου.

Άρθρο 63
`Εγγραφο για τη σύσταση

 Η  συστατική  πράξη, το καταστατικό ή ο οργανισμός του νομικού προσώπου συντάσσονται εγγράφως.

Άρθρο 64
`Εδρα

 Το Νομικό πρόσωπο, αν στη συστατική πράξη  η  στο  καταστατικό  δεν ορίζεται  διαφορετικά,  έχει  ως  έδρα τον τόπο όπου λειτουργεί η διοίκησή του.

Άρθρο 65
Διοίκηση

     Το Νομικό πρόσωπο διοικείται από ένα ή περισσότερα πρόσωπα.

`Οταν η διοίκηση είναι πολυμελής, αν δεν  ορίζεται  κάτι  άλλο  στη συστατική  πράξη  ή  στο καταστατικό, οι αποφάσεις λαμβάνονται με απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων.

Άρθρο 66

Μέλος της διοίκησης δεν δικαιούται να ψηφίσει,  αν  η  απόφαση  αφορά την επιχείρηση δικαιοπραξίας ή την έγερση ή την κατάργηση δίκης  μεταξύ του νομικού προσώπου και του μέλους ή  του  συζύγου  του ή εξ αίματος συγγενούς του έως και τον τρίτο βαθμό.

Άρθρο 67
Εξουσία της διοίκησης

  `Οποιος  έχει  τη  διοίκηση  νομικού  προσώπου  φροντίζει  τις υποθέσεις του και το αντιπροσωπεύει δικαστικά και εξώδικα.Υποκατάσταση  απαγορεύεται  εφόσον  η συστατική πράξη ή το καταστατικό δεν ορίζει διαφορετικά.

Άρθρο 68

  Η  έκταση  της  εξουσίας  εκείνου   που   έχει   τη   διοίκηση προσδιορίζεται από τη συστατική πράξη ή το καταστατικό. Ο προσδιορισμός αυτός  ισχύει  και  για  τους  τρίτους.  Με  τη  συστατική  πράξη ή το καταστατικό ορισμένες υποθέσεις  μπορούν  να  ανατεθούν  σε  ιδιαίτερο πρόσωπο.   Η  εξουσία  του, σε περίπτωση αμφιβολίας, εκτείνεται και σε κάθε συναφή πράξη.

Κατά  τα  λοιπά  εφαρμόζονται  αναλόγως  οι  διατάξεις για την αντιπροσώπευση και την εντολή.

Άρθρο 69
`Ελλειψη προσώπων διοίκησης

Αν λείπουν τα πρόσωπα που απαιτούνται για τη διοίκηση του νομικού προσώπου ή αν τα συμφέροντα τους συγκρούονται προς εκείνα του νομικού προσώπου, ο ειρηνοδίκης διορίζει προσωρινή διοίκηση ύστερα από αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με τα άρθρα  1 παρ.1, 110 παρ.21 Ν.4055/2012 (ΦΕΚ Α 51) και 1 περ.α` Ν. 4077/2012,ΦΕΚ Α 168

Άρθρο 70
Δικαιοπραξίες του νομικού προσώπου

  Δικαιοπραξίες που επιχείρησε μέσα στα όρια της εξουσίας του το όργανο που διοικεί το Νομικό πρόσωπο υποχρεώνουν το Νομικό πρόσωπο.

Άρθρο 71
Ευθύνη νομικού προσώπου

    Το  Νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή τις παραλείψεις  των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έγινε  κατά  την  εκτέλεση  των  καθηκόντων  που  τους  είχαν  ανατεθεί   και  δημιουργεί   υποχρέωση  αποζημίωσης.   Το  υπαίτιο  πρόσωπο  ευθύνεται  επιπλέον εις ολόκληρον.

Άρθρο 72
 Εκκαθάριση

Μόλις το Νομικό πρόσωπο  διαλυθεί,  βρίσκεται  αυτοδικαίως  σε  εκκαθάριση.  Ωσότου  περατωθεί  η  εκκαθάριση  και για τις ανάγκες της  θεωρείται ότι υπάρχει.

Άρθρο 73

Αν ο νόμος ή η συστατική πράξη ή το καταστατικό δεν ορίζουν διαφορετικά ή το αρμόδιο όργανο δεν αποφάσισε διαφορετικά, η εκκαθάριση γίνεται από εκείνους που έχουν τη διοίκηση του νομικού προσώπου. Αν δεν υπάρχουν, ο ειρηνοδίκης διορίζει έναν ή περισσότερους εκκαθαριστές.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με τα άρθρα 1 παρ.2, 110 παρ.21 Ν.4055/2012 (ΦΕΚ Α 51) και 1 περ.α` Ν. 4077/2012,ΦΕΚ Α 168

Άρθρο 74

  Ο εκκαθαριστής ενεργεί ως διοικητής του νομικού  προσώπου.   Η εξουσία του περιορίζεται στις ανάγκες της εκκαθάρισης.

Άρθρο 75

Ο  εκκαθαριστής  ευθύνεται  να  αποζημιώσει τους δανειστές του νομικού προσώπου  για  κάθε  υπαίτια  παράβαση  των  υποχρεώσεών  του.

Περισσότεροι εκκαθαριστές ευθύνονται εις ολόκληρον.

Άρθρο 76

  Η εκκαθάριση γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις για τη δικαστική εκκαθάριση κληρονομίας, που εφαρμόζονται αναλόγως.

Άρθρο 77
Τύχη της περιουσίας μετά τη διάλυση

   Η περιουσία νομικού προσώπου που διαλύθηκε, αν ο  νόμος  ή  η συστατική  πράξη ή το καταστατικό δεν ορίζει διαφορετικά, ή το αρμόδιο όργανο δεν αποφάσισε διαφορετικά, περιέρχεται στο δημόσιο. Το  δημόσιο έχει  την υποχρέωση να εκπληρώσει το σκοπό του νομικού προσώπου με την περιουσία αυτή.

Άρθρο 78
Σωματείο

  `Ενωση προσώπων που επιδιώκει  σκοπό  μη  κερδοσκοπικό  αποκτά προσωπικότητα  όταν  εγγραφεί  σε ειδικό δημόσιο βιβλίο (σωματείο) που τηρείται στο πρωτοδικείο της έδρας  του.   Για  να  συσταθεί  σωματείο χρειάζονται είκοσι τουλάχιστον πρόσωπα.

Άρθρο 79
Αίτηση για την εγγραφή σωματείου

   Για  την  εγγραφή  του  σωματείου  στο  βιβλίο  οι ιδρυτές ή η Διοίκηση του σωματείου υποβάλλουν αίτηση στο πρωτοδικείο.  Στην αίτηση επισυνάπτονται η συστατική πράξη, τα ονόματα των μελών  της  διοίκησης και το καταστατικό με τις υπογραφές των μελών και με χρονολογία.

Άρθρο 80
Καταστατικό σωματείου

   Το  καταστατικό,  για να είναι έγκυρο, πρέπει να καθορίζει:

1. το σκοπό, την επωνυμία και την έδρα του σωματείου

2.  τους  όρους  της εισόδου,  της  αποχώρησης  και  της  αποβολής  των μελών, καθώς και τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους

3. τους πόρους  του  σωματείου

4. τον   τρόπο  της  δικαστικής  και  της  εξώδικης  αντιπροσώπευσης  του σωματείου

5.  τα όργανα της διοίκησης του σωματείου,  καθώς  και  τους όρους  με  τους  οποίους  καταρτίζεται  και  λειτουργεί η διοίκηση και παύονται τα οργανά της

6. τους  όρους  με  τους  οποίους  συγκαλείται, συνεδριάζει  και  αποφασίζει  η συνέλευση των μελών

7.  τους όρους για την τροποποίηση του καταστατικού

8. τους  όρους  για  τη  διάλυση  του σωματείου.

Άρθρο 81
Απόφαση για την εγγραφή του σωματείου

Αν συντρέχουν οι νόμιμοι όροι, ο ειρηνοδίκης διατάσσει:

1. να δημοσιευθεί στον τύπο περίληψη του καταστατικού με τα ουσιώδη στοιχεία του,

2. να εγγραφεί το σωματείο στο βιβλίο των σωματείων. Η εγγραφή αυτή περιλαμβάνει το όνομα και την έδρα του σωματείου, τη χρονολογία του καταστατικού, τα μέλη της διοίκησης και τους όρους που την περιορίζουν Το καταστατικό επικυρώνεται από τον ειρηνοδίκη, κοινοποιείται στον εισαγγελέα πρωτοδικών και κατατίθεται στο αρχείο του πρωτοδικείου.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με τα άρθρα  1 παρ.3, 110 παρ.21 Ν.4055/2012 (ΦΕΚ Α 51) και 1 περ.α` Ν. 4077/2012,ΦΕΚ Α 168,ως εξής:

Άρθρο 82

Τη διάταξη του ειρηνοδίκη που απορρίπτει την αίτηση έχει δικαίωμα να ανακόψει μόνο εκείνος που την είχε υποβάλει. Τη διαταγή που δέχεται την αίτηση έχει δικαίωμα να ανακόψει μόνο ο εισαγγελέας πρωτοδικών αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αίτησης της εποπτεύουσας αρχής, καθώς και κάθε τρίτος που έχει έννομο συμφέρον.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με τα άρθρα  1 παρ.4, 110 παρ.21 Ν.4055/2012 (ΦΕΚ Α 51) και 1 περ.α` Ν. 4077/2012,ΦΕΚ Α

Άρθρο 83
Από πότε υπάρχει το σωματείο

 Το σωματείο αποκτά προσωπικότητα από τη στιγμή που θα εγγραφεί στο βιβλίο. Η εγγραφή γίνεται αμέσως μετά την έκδοση της διαταγής του άρθρου 81.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με τα άρθρα  1 παρ.5, 110 παρ.21 Ν.4055/2012 (ΦΕΚ Α 51) και 1 περ.α` Ν. 4077/2012,ΦΕΚ Α 168, ως εξής:

Άρθρο 84
Εγγραφή τροποποίησης του καταστατικού

     Κάθε  τροποποίηση  του  καταστατικού ισχύει μόνο αφού εγγραφεί στο βιβλίο σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 79, 81 και 82.

Άρθρο 85
Σημείωση της διάλυσης του σωματείου

      Η διάλυση του σωματείου, οπωσδήποτε και αν επέλθει, καθώς  και  τα  ονόματα  των  εκκαθαριστών, σημειώνονται στο βιβλίο των σωματείων, δίπλα στην εγγραφή του. Η  σημείωση  γίνεται  ύστερα  από  αίτηση  της  διοίκησης του σωματείου ή της αρχής που προκάλεσε τη διάλυσή του.

Άρθρο 86
Είσοδος νέων μελών

  Αν το καταστατικό δεν ορίζει διαφορετικά, η είσοδος νέων μελών επιτρέπεται πάντοτε.

Άρθρο 87
Αποχώρηση μελών

   Τα μέλη έχουν δικαίωμα να  αποχωρήσουν  από  το  σωματείο.   Η αποχώρηση πρέπει να γνωστοποιείται τρεις τουλάχιστον μήνες πριν από τη λήξη του λογιστικού έτους και ισχύει για το τέλος του.

Άρθρο 88
Αποβολή μελών

   Αποβολή μέλους επιτρέπεται:

1.  στις περιπτώσεις που προβλέπει  το καταστατικό

2.  αν  υπάρχει  σπουδαίος  λόγος και το αποφασίσει η γενική συνέλευση.

Το μέλος που έχει αποβληθεί έχει το δικαίωμα να προσφύγει στον πρόεδρο των πρωτοδικών μέσα σε δύο μήνες αφότου του  γνωστοποιήθηκε  η απόφαση,  αν η αποβολή έγινε αντίθετα προς τους όρους του καταστατικού ή αν δεν υπήρχαν σπουδαίοι λόγοι για την αποβολή του.

Άρθρο 89
Ισοτιμία μελών

  `Ολα τα μέλη του σωματείου έχουν  ίσα  δικαιώματα.   Ιδιαίτερα δικαιώματα απονέμονται ή αφαιρούνται με τη Συναίνεση όλων των μελών.

Άρθρο 90
Δικαιώματα και υποχρεώσεις αυτών που έπαψαν να είναι μέλη

   `Οσοι  έπαψαν  να  είναι  μέλη  του σωματείου δεν έχουν κανένα δικαίωμα στην περιουσία του.

Οφείλουν να καταβάλουν την εισφορά τους ανάλογα  με  το  χρόνο  που παρέμειναν μέλη.

 

Άρθρο 91
Αμεταβίβαστο της ιδιότητας του μέλους

   Η   ιδιότητα   του   μέλους,  αν  το  καταστατικό  δεν  ορίζει διαφορετικά, δεν επιδέχεται αντιπροσώπευση και δεν μεταβιβάζεται, ούτε κληρονομείται.

Άρθρο 92
Διοίκηση του σωματείου

   Η  διοίκηση  του  σωματείου,  αν  το  καταστατικό  δεν  ορίζει διαφορετικά, αποτελείται από μέλη του σωματείου.

Άρθρο 93
Συνέλευση του σωματείου

       Η συνέλευση των μελών αποτελεί το ανώτατο όργανο του σωματείου  και  αποφασίζει για κάθε υπόθεσή του που δεν υπάγεται στην αρμοδιότητα  άλλου οργάνου.  Η συνέλευση, αν το καταστατικό δεν ορίζει διαφορετικά,   ιδίως εκλέγει τα πρόσωπα της διοίκησης, αποφασίζει για  την  είσοδο  ή  την  αποβολή  μέλους,  εγκρίνει  τον  ισολογισμό,  αποφασίζει  για  τη  μεταβολή  του  σκοπού  του  σωματείου,   για   την   τροποποίηση   του  καταστατικού και για τη διάλυση του σωματείου.

 

Άρθρο 94
`Εργο της συνέλευσης

   Η  συνέλευση  έχει την εποπτεία και τον έλεγχο των οργάνων της διοίκησης και έχει το δικαίωμα  οποτεδήποτε  να  τα  παύει,  χωρίς  να θίγεται το δικαίωμά τους να απαιτήσουν την αμοιβή που έχει συμφωνηθεί.

Το  καταστατικό δεν μπορεί να περιορίσει το δικαίωμα της συνέλευσης να παύει τα όργανα της διοίκησης για  σπουδαίους  λόγους  και  ιδίως  για βαριά  παράβαση  των καθηκόντων τους ή για ανικανότητα να ασκήσουν την τακτική διαχείριση.

Άρθρο 95
Σύγκληση

  Η διοίκηση συγκαλεί τη συνέλευση στις περιπτώσεις  που  ορίζει  το καταστατικό  ή  κάθε  φορά  που  επιβάλλεται  από  το συμφέρον του σωματείου.

Άρθρο 96

Η συνέλευση συγκαλείται, αν το ζητήσει ο αριθμός μελών που προβλέπει  το καταστατικό. Αν δεν υπάρχει τέτοια πρόβλεψη, τη σύγκληση μπορεί να ζητήσει το ένα πέμπτο των μελών με αίτηση όπου  αναγράφονται τα θέματα που πρόκειται να συζητηθούν.

Αν η διοίκηση δεν εισακούσει την αίτηση, ο πρόεδρος πρωτοδικών  μπορεί  να  εξουσιοδοτήσει  τους αιτούντες να συγκαλέσουν τη συνέλευση  και να ρυθμίσει τα σχετικά με την προεδρία της.

Άρθρο 97
Πώς αποφασίζει η συνέλευση

         Η συνέλευση αποφασίζει με απόλυτη  πλειοψηφία  των  μελών  που  είναι  παρόντα.   Απόφαση  για θέμα που δεν αναγράφεται στην πρόσκληση  είναι άκυρη.  Αν όλα τα μέλη συναινέσουν εγγράφως σε ορισμένη πρόταση,  μπορεί να ληφθεί απόφαση και χωρίς συνέλευση των μελών.

Άρθρο 98

         Το μέλος δεν έχει δικαίωμα να ψηφίσει, αν η απόφαση αφορά  την  επιχείρηση δικαιοπραξίας ή την έγερση ή την κατάργηση δίκης μεταξύ του  σωματείου  και του μέλους ή του συζύγου του ή εξ αίματος συγγενούς του  ως και τον τρίτο βαθμό.

Άρθρο 99

         Για να αποφασιστεί η τροποποίηση του καταστατικού ή η  διάλυση  του  σωματείου  χρειάζεται  η παρουσία των μισών τουλάχιστον μελών και  πλειοψηφία των τριών τετάρτων των παρόντων.

Άρθρο 100

  Για να μεταβληθεί ο σκοπός του σωματείου πρέπει να συναινέσουν  όλα τα μέλη. Οι απόντες συναινούν εγγράφως.

Άρθρο 101
Ακυρότητα απόφασης

  Απόφαση της συνέλευσης είναι άκυρη, αν αντιβαίνει στο  νόμο  ή  στο καταστατικό.   Την  ακυρότητα  κηρύσσει  το δικαστήριο ύστερα από αγωγή μέλους που  δεν  συναίνεσε  ή  οποιουδήποτε  άλλου  έχει  έννομο συμφέρον.  Η  αγωγή  αποκλείεται  μετά  την  πάροδο  έξι μηνών από την απόφαση της συνέλευσης.  Η απόφαση που κηρύσσει την  ακυρότητα  ισχύει έναντι όλων.

Άρθρο 102

Ο  πρόεδρος  πρωτοδικών μπορεί να αναστείλει την εκτέλεση μιας άκυρης απόφασης, αν το ζητήσει η Διοίκηση του σωματείου ή μέλος του ή ο εισαγγελέας.

Άρθρο 103
Διάλυση του σωματείου

 Το  σωματείο  διαλύεται  οποτεδήποτε με απόφαση της συνέλευσης  των μελών.

Άρθρο 104

Το σωματείο διαλύεται στις περιπτώσεις που προβλέπει το καταστατικό.

Το σωματείο διαλύεται μόλις τα μέλη του μείνουν λιγότερα από δέκα.

Άρθρο 105

  Με απόφαση του πρωτοδικείου μπορεί να διαλυθεί το σωματείο, αν  το ζητήσει η  διοίκησή  του  ή  το  ένα  πέμπτο  των  μελών  του  ή  η εποπτεύουσα  αρχή:

1.   αν, επειδή μειώθηκε ο αριθμός των μελών του ή από άλλα αίτια, είναι αδύνατο  να  αναδειχθεί  διοίκηση  ή  γενικά  να εξακολουθήσει  να  λειτουργεί το σωματείο σύμφωνα με το καταστατικό

2.αν ο σκοπός του σωματείου εκπληρώθηκε ή αν από τη μακρόχρονη  αδράνεια συνάγεται  ότι  ο  σκοπός  του  έχει  εγκαταλειφθεί

3.  αν το σωματείο επιδιώκει σκοπό διαφορετικό από εκείνον που καθορίζει το καταστατικό ή αν ο σκοπός ή η λειτουργία του σωματείου έχουν  καταστεί  παράνομοι  ή ανήθικοι ή αντίθετοι προς τη δημόσια τάξη.

Άρθρο 106
Περιουσία σωματείου που διαλύθηκε

 Η  περιουσία  σωματείου  που διαλύθηκε δεν διανέμεται ποτέ στα  μέλη του.

Άρθρο 107
Ενώσεις που δεν αποτελούν σωματεία

         `Ενωση προσώπων για την επιδίωξη  σκοπού,  όταν  δεν  αποτελεί  σωματείο,  εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, διέπεται από τις διατάξεις  για την εταιρία.   Μόλις  η  ένωση  αυτή  μετατραπεί  σε  σωματείο,  η   περιουσία  της  μεταβιβάζεται  στο  σωματείο  σύμφωνα  με  τις  κοινές διατάξεις.

Άρθρο 108
`Ιδρυμα

  Αν  με  ιδρυτική  πράξη,  μια  περιουσία   ορίστηκε   για   να εξυπηρετηθεί ορισμένος  σκοπός,  το  ίδρυμα  αποκτά  προσωπικότητα με διάταγμα που εγκρίνει τη σύστασή του.

Άρθρο 109
Ιδρυτική πράξη

  Η ιδρυτική πράξη γίνεται είτε με δικαιοπραξία εν ζωή  είτε  με διάταξη τελευταίας βούλησης. Η δικαιοπραξία εν ζωή απαιτείται να γίνει με συμβολαιογραφικό έγγραφο.

Άρθρο 110
Περιεχόμενο

   Στην  ιδρυτική  πράξη  πρέπει  να  καθορίζεται  ο  σκοπός  του ιδρύματος, η περιουσία που αφιερώνεται και ο οργανισμός του.

Το  διάταγμα  που  εγκρίνει  το  ίδρυμα  μπορεί να ορίσει ή να συμπληρώσει ή να τροποποιήσει τον οργανισμό, με τον όρο ότι  η  θέληση του  ιδρυτή θα παραμείνει σεβαστή. Η συμπλήρωση ή η τροποποίηση μπορεί να γίνει με τους ίδιους όρους και με  μεταγενέστερο  διάταγμα  με  την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 119.

Άρθρο 111
Ανάκληση ιδρυτικής πράξης

  `Υστερα   από  αίτηση  του  ιδρυτή  το  δικαστήριο  μπορεί  να επιτρέψει την ανάκληση της ιδρυτικής πράξης: 1.   επειδή  επακολούθησε απορία  του  ιδρυτή  2.  για  σπουδαίους  λόγους  που δικαιολογούν την ανάκληση.  Μετά την έκδοση του διατάγματος δεν επιτρέπεται αίτηση  για ανάκληση.

Άρθρο 112
`Εγκριση ιδρύματος

 Η  αρμόδια  αρχή  προκαλεί  αυτεπαγγέλτως  την   έγκριση   του ιδρύματος.

Άρθρο 113
Υποχρεώσεις του ιδρυτή

   Από  τη  σύσταση του ιδρύματος ο ιδρυτής έχει την υποχρέωση να μεταβιβάσει σ` αυτό την περιουσία που έταξε.

Δικαιώματα που  μεταβιβάζονται  με  απλή  εκχώρηση,  εφόσον  η βούληση  του  ιδρυτή  δεν  είναι  αντίθετη, μεταβιβάζονται αυτοδικαίως μόλις συσταθεί το ίδρυμα.

Άρθρο 114
`Ιδρυση μετά το θάνατο του ιδρυτή

  `Ιδρυμα που συνιστάται μετά το θάνατο του ιδρυτή θεωρείται ότι υφίσταται κατά το χρόνο του θανάτου του ως προς την περιουσία που έχει ταχθεί υπέρ του ιδρύματος.

Άρθρο 115
Δικαιώματα δανειστών και μεριδούχων

  Οι δανειστές και οι νόμιμοι μεριδούχοι του ιδρυτή  μπορούν  να προσβάλουν  τη  σύσταση του ιδρύματος σύμφωνα με τις διατάξεις για τις δωρεές.

Άρθρο 116
Δικαιώματα ωφελουμένων

  Τα πρόσωπα που ωφελούνται από το  σκοπό  του  ιδρύματος  έχουν  αγωγή εναντίον του.  Αν τα πρόσωπα αυτά δεν προσδιορίζονται κατά τρόπο επαρκή   από   την   ιδρυτική  πράξη,  η  διοίκηση  του  ιδρύματος  τα προσδιορίζει κατά εύλογη κρίση.

Άρθρο 117
Τέλος ιδρύματος

  Το ίδρυμα παύει να  υπάρχει  στις  περιπτώσεις  που  ορίζει  η ιδρυτική πράξη ή ο οργανισμός του.

Άρθρο 118

Το   ίδρυμα  διαλύεται  με  διάταγμα:

1.  αν  ο  σκοπός  του, εκπληρώθηκε ή έγινε απραγματοποίητος

2. αν  έχει  παρεκκλίνει  από  το σκοπό του, ή αν ο σκοπός ή η λειτουργία του έγινε παράνομος ή ανήθικος ή αντίθετος προς τη δημόσια τάξη.

Άρθρο 119
Μεταβολή του οργανισμού

  Ο  οργανισμός  του  ιδρύματος  μπορεί να μεταβληθεί, ακόμη και αντίθετα προς τη θέληση του ιδρυτή,  αν  το  ζητήσει  η  διοίκηση  του ιδρύματος  και αν η μεταβολή επιβάλλεται για να συντηρηθεί η περιουσία του ή για να εκπληρωθεί ο σκοπός του

Άρθρο 120
Μετατροπή σκοπού

         Αν ο σκοπός του ιδρύματος έγινε  απραγματοποίητος,  μπορεί  να  δοθεί  σ`  αυτό,  με  διάταγμα  που  προκαλεί  η  αρμόδια  αρχή, άλλος  παραπλήσιος σκοπός, σύμφωνα με την πιθανότερη θέληση του ιδρυτή.

Άρθρο 121

         Η μεταβολή του περιεχομένου ή των όρων της ιδρυτικής πράξης ως  προς τις διατάξεις της  που  εξυπηρετούν  σκοπό  δημόσιο  ή  κοινωφελή  απαγορεύεται.    Οταν   η   θέληση   του   ιδρυτή   καταστεί   απόλυτα   απραγματοποίητη, επιτρέπεται, εξαιρετικά, η περιουσία που είχε  ταχθεί να διατεθεί με ειδικό νόμο για άλλο παραπλήσιο σκοπό.

Άρθρο 122
Επιτροπές εράνων

     Επιτροπές  από  πέντε  τουλάχιστον μέλη, που έχουν ως σκοπό να  συγκεντρώσουν χρήματα ή άλλα αντικείμενα με εράνους,  γιορτές  ή  άλλα  παρόμοια  μέσα,  για  την  εξυπηρέτηση  ορισμένου  σκοπού  δημόσιου  ή  κοινωφελούς (Επιτροπές εράνων), αποκτούν προσωπικότητα με διάταγμα.

Άρθρο 123

Συστατικό διάταγμα

Το διάταγμα περιέχει τον οργανισμό και τα μέλη  της  επιτροπής  και καθορίζει το έργο και την έδρα της, καθώς και το χρονικό διάστημα  για

να περατώσει το έργο της. Το διάστημα αυτό μπορεί να παραταθεί.

Άρθρο 124
Διάλυση της επιτροπής

  Η επιτροπή παύει να υπάρχει μόλις περάσει ο  χρόνος  που  είχε ταχθεί ή περατωθεί το έργο της.

Άρθρο 125

Η  επιτροπή μπορεί να διαλυθεί με διάταγμα:

1. αν αποφασίσει η  ίδια να διαλυθεί

2. αν έχει παρεκκλίνει από  το  έργο  της

3.   αν  η εκτέλεση  του  έργου  της  έγινε  ανέφικτη  ή συνάγεται οπωσδήποτε ότι εγκαταλείφθηκε 4. αν ο σκοπός έγινε παράνομος ή ανήθικος ή  αντιβαίνει στη δημόσια τάξη.

Άρθρο 126
Υποκατάσταση ιδρύματος

  Αν   ο   οργανισμός   προβλέπει   ότι  η  περιουσία  που  έχει συγκεντρωθεί από την επιτροπή θα χρησιμοποιηθεί  για  ορισμένο  διαρκή σκοπό,  για  την περαιτέρω εκπλήρωσή του πρέπει να συσταθεί ιδρυμα και εφαρμόζονται οι διατάξεις για το ίδρυμα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
Δικαιοπραξίες
Άρθρο 127
Ενήλικος

 `Οποιος έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας  του (ενήλικος) είναι ικανός για κάθε δικαιοπραξία.

Άρθρο 128
Ανίκανοι για δικαιοπραξία.

   Ανίκανοι για δικαιοπραξία είναι:

  1. όποιοι δεν εχουν συμπληρώσει το δέκατο έτος
  2. 2. όποιοι βρίσκονται σε πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 16 του Ν. 2447/1996   (Α` 278).

Άρθρο 129
Περιορισμένα ικανοί

  Περιορισμένη Ικανότητα για δικαιοπραξία έχουν:

1. οι ανήλικοι που συμπλήρωσαν το δέκατο έτος

2. όποιοι βρίσκονται σε μερική στερητική δικαστική συμπαράσταση

3. όποιοι βρίσκονται σε επικουρική δικαστική συμπαράσταση.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 16 του Ν.2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 130
Δήλωση βούλησης από ανίκανο

  Η δήλωση βούλησης από ανίκανο για δικαιοπραξία είναι άκυρη.

Άρθρο 131

Η δήλωση της βούλησης είναι άκυρη αν, κατά το χρόνο που έγινε, το πρόσωπο δεν είχε συνείδηση των πράξεών του ή βρισκόταν σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του.

Οι κληρονόμοι μπορούν, μέσα σε μια πενταετία από την επαγωγή, να προσβάλλουν για έναν από τους λόγους της προηγούμενης παραγράφου τις μη χαριστικές δικαιοπραξίες που έγιναν από τον κληρονομούμενο ή προς αυτόν τότε μόνο: 1. αν κατά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας εκκρεμούσε διαδικασία για την υποβολή του κληρονομουμένου σε δικαστική συμπαράσταση λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής, που δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί ή αν μετά την κατάρτιση ο κληρονομούμενος υποβλήθηκε σε δικαστική συμπαράσταση λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής, που δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί ή αν μετά την κατάρτιση ο κληρονομούμενος υποβλήθηκε σε δικαστική συμπαράσταση για την παραπάνω αιτία 2. αν η δικαιοπραξία καταρτίστηκε ενόσω αυτός βρισκόταν έγκλειστος σε ειδική για την κατάστασή του μονάδα ψυχικής υγείας 3. αν η κατάσταση που επικαλούνται οι κληρονόμοι προκύπτει από την ίδια τη δικαιοπραξία που προσβάλλεται.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 16 του Ν. 2447/1996    (Α` 278).

Άρθρο 132

Στην  περίπτωση  του  προηγούμενου   άρθρου,   αν   η   δήλωση απευθυνόταν  σε  άλλον,  που  αγνοούσε  ανυπαίτια  την  κατάσταση  του προσώπου  με  το  οποίο  συναλλάχθηκε,  μπορεί  το  πρόσωπο  αυτό   να υποχρεωθεί  κατά  τις περιστάσεις να ανορθώσει τη ζημία που επήλθε από την ακυρότητα, εφόσον δεν μπορεί να καλυφθεί από αλλού.

Άρθρο 133
Δικαιοπραξίες του περιορισμένα ικανού

  Πρόσωπα με περιορισμένη ικανότητα είναι ικανά να  επιχειρήσουν δικαιοπραξία  μόνο  στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος ή μόνο με τους όρους που τάσσει ο νόμος.

Άρθρο 134
Ανήλικος που συμπλήρωσε το δέκατο έτος

 Ο ανήλικος που έχει συμπληρώσει το δέκατο  έτος  είναι  ικανός για δικαιοπραξία, από την οποία αποκτά απλώς και μόνο έννομο όφελος.

 

Άρθρο 135
Ανήλικος που συμπλήρωσε το δέκατο τέταρτο έτος

    Ο  ανήλικος που έχει συμπληρώσει το δέκατο τέταρτο έτος μπορεί να διαθέτει ελεύθερα κάθε  τι  που  κερδίζει  από  την  προσωπική  του εργασία  ή  που του δόθηκε για να το χρησιμοποιεί ή για να το διαθέτει ελεύθερα.

Άρθρο 136
Ανήλικος που συμπλήρωσε το δέκατο πέμπτο έτος

   Ο Ανήλικος που συμπλήρωσε το δέκατο πέμπτο έτος μπορεί, με  τη γενική Συναίνεση των προσώπων που ασκούν την επιμέλειά του, να συνάψει σύμβαση   εργασίας   ως  εργαζόμενος.  Αν  δεν  δίνεται  η  Συναίνεση, αποφασίζει το δικαστήριο ύστερα από αίτηση του ανηλίκου.

Άρθρο 137
Ανήλικος που τελεί γάμο

   Ο  έγγαμος  ανήλικος  μπορεί  να  επιχειρεί  μόνος  του   κάθε δικαιοπραξία  απαραίτητη  για να συντηρεί ή να βελτιώνει την περιουσία του ή για να αντιμετωπίζει τις ανάγκες της προσωπικής  του  συντήρησης και  εκπαίδευσης, καθώς και τις τρέχουσες ανάγκες της οικογένειάς του. Μπορεί επίσης: 1.  να  εκμισθώνει  μόνος  τα  ακίνητά  του,  αστικά  ή αγροτικά,  το  πολύ  για  μια  εξαετία  2.   να  εισπράττει  μόνος του εισοδήματα από την περιουσία του 3. να διεξάγει μόνος  του  κάθε  δίκη σχετική με τις παραπάνω δικαιοπραξίες.

Άρθρο 138
Εικονική δήλωση

   Δήλωση βούλησης που δεν έγινε στα σοβαρά παρά μόνο φαινομενικά (εικονική)  είναι  άκυρη.   `Αλλη δικαιοπραξία που καλύπτεται κάτω από την εικονική είναι έγκυρη αν τα μέρη την ήθελαν και συντρέχουν οι όροι που απαιτούνται για τη σύστασή της.

Άρθρο 139

Η εικονικότητα δεν βλάπτει εκείνον που συναλλάχθηκε  αγνοώντας  την.

Άρθρο 140
Δήλωση από πλάνη

        Αν  κάποιος  καταρτίζει  δικαιοπραξία  και  η  δήλωσή  του δεν συμφωνεί, από ουσιώδη πλάνη, με  τη  βούλησή  του,  έχει  δικαίωμα  να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας.

Άρθρο 141
Πλάνη ουσιώδης

      Η πλάνη είναι ουσιώδης όταν αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για  την  όλη δικαιοπραξία, ώστε, αν το πρόσωπο γνώριζε την πραγματική κατάσταση, δεν θα επιχειρούσε τη δικαιοπραξία.

Άρθρο 142

Η πλάνη  που  αναφέρεται  σε  ιδιότητες  του  προσώπου  ή  του  πράγματος  θεωρείται ουσιώδης, αν κατά τη συμφωνία των μερών ή με βάση  την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, οι ιδιότητες αυτές είναι  τόσο  σπουδαίες  για  την  όλη δικαιοπραξία, ώστε, αν το πρόσωπο γνώριζε την  πραγματική κατάσταση, δεν θα επιχειρούσε τη δικαιοπραξία.

Άρθρο 143
Πλάνη ως προς τα παραγωγικά αίτια

     Εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, πλάνη  που  αναφέρεται αποκλειστικά στα παραγωγικά αίτια της βούλησης δεν είναι ουσιώδης.

 

Άρθρο 144
Πότε αποκλείεται η ακύρωση λόγω πλάνης

 Η  δικαιοπραξία  δεν ακυρώνεται λόγω της πλάνης:

1. αν ο άλλος δέχεται τη δήλωση της βούλησης όπως την εννοεί ο πλανώμενος

2.   αν  η ακύρωση αντιβαίνει στην καλή πίστη.

Άρθρο 145
Αποζημίωση λόγω της ακύρωσης

          `Οποιος  αξιώνει  να  ακυρωθεί η δικαιοπραξία επειδή πλανήθηκε έχει υποχρέωση να ανορθώσει τη ζημία που επέρχεται από την ακύρωση στο μέτρο που δεν υπερβαίνει το διαφέρον από την έγκυρη  δικαιοπραξία.   Η υποχρέωση για αποζημίωση αποκλείεται, αν αυτός που ζημιώθηκε γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την πλάνη.

Άρθρο 146
Εσφαλμένη διαβίβαση δήλωσης

 Αν  δήλωση  βούλησης  διαβιβάστηκε  λανθασμένα,   εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για την πλάνη.

Άρθρο 147
Δήλωση ως συνέπεια απάτης

   `Οποιος  παρασύρθηκε με απάτη σε δήλωση βούλησης έχει δικαίωμα να ζητήσει να ακυρωθεί η δικατοπραξία.  Αν  η  δήλωση  απευθύνεται  σε άλλον  και  η απάτη έγινε από τρίτον, η ακύρωση μπορεί να ζητηθεί μόνο εφόσον εκείνος προς τον  οποίο  απευθύνεται  η  δήλωση  ή  τρίτος  που απέκτησε  αμέσως  δικαίωμα  από αυτήν γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την απάτη.

Άρθρο 148

   Αν η πλάνη που προκλήθηκε από την απάτη δεν είναι ουσιώδης και  το άλλο μέρος αποδέχεται τη δήλωση της βούλησης όπως τη  θέλησε  αυτός  που απατήθηκε, το δικαστήριο μπορεί να μην ακυρώσει τη δικαιοπραξία.

Άρθρο 149

Εκείνος  που απατήθηκε έχει δικαίωμα, παράλληλα με την ακύρωση  της δικαιοπραξίας, να ζητήσει και  την  ανόρθωση  κάθε  άλλης  ζημίας,  σύμφωνα  με  τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες.  Εχει επίσης δικαίωμα  να αποδεχτεί τη δικαιοπραξία και να ζητήσει μόνο να ανορθωθεί η ζημία.

Άρθρο 150
  Δήλωση ως συνέπεια απειλής

    `Οποιος  εξαναγκάστηκε  σε  δήλωση  βούλησης  με  απειλή   που ασκήθηκε  παράνομα  ή  αντίθετα  προς τα χρηστά ήθη από τον άλλο ή από τρίτο έχει δικαίωμα να ζητήσει να ακυρωθεί η δικαιοπραξία.

Άρθρο 151

Η απειλή πρέπει στις συγκεκριμένες συνθήκες, να προξενεί  φόβο  σε γνωστικό  άνθρωπο  και να εκθέτει σε σπουδαίο και άμεσο κίνδυνο τη ζωή, τη σωματική ακεραιότητα, την ελευθερία, την τιμή,  την  περιουσία αυτού που απειλήθηκε ή των προσώπων που συνδέονται μαζί του στενότατα.

Άρθρο 152

Παράλληλα   με  την  ακύρωση  της  δικαιοπραξίας  εκείνος  που απειλήθηκε έχει δικαίωμα να ζητήσει και την ανόρθωση κάθε άλλης ζημίας σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες.  Εχει  επίσης  δικαίωμα να  αποδεχτεί  τη  δικαιοπραξία  και  να ζητήσει μόνο την ανόρθωση της ζημίας.

Άρθρο 153
Απειλή από τρίτο

     `Οποιος εξαναγκάστηκε με απειλή που  ασκήθηκε  από  τρίτο,  να απευθύνει  δήλωση  βούλησης  σε  άλλον, αν ακυρωθεί για το λόγο αυτό η δήλωση, μπορεί κατά τις περιστάσεις να υποχρεωθεί να  αποζημιώσει  τον άλλο, αν αυτός ούτε γνώριζε ούτε όφειλε να γνωρίζει την απειλή.

Άρθρο 154

Η   ακύρωση   δικαιοπραξίας  λόγω  πλάνης,  απάτης  ή  απειλής  επέρχεται με δικαστική απόφαση.  Την  ακύρωση  έχουν  το  δικαίωμα  να  ζητήσουν  μόνο  αυτός  που  πλανήθηκε  ή απατήθηκε ή απειλήθηκε και οι  κληρονόμοι τους.

Άρθρο 155
Αγωγή για ακύρωση

    Η αγωγή για ακύρωση απευθύνεται κατά του  άλλου  συμβαλλομένου αν  πρόκειται  για μονομερή δικαιοπραξία, απευθύνεται κατά εκείνου που αντλεί άμεσα από αυτήν έννομο συμφέρον.

Άρθρο 156
Απόσβεση του δικαιώματος για ακύρωση

  Η παραίτηση του δικαιούχου επιφέρει απόσβεση  του  δικαιώματος για  ακύρωση.   Η  παραίτηση,  ρητή  ή  σιωπηρή,  δεν  είναι ανάγκη να απευθυνθεί σε άλλον.

Άρθρο 157

`Οταν  περάσουν  δύο  χρόνια  από  τη  δικαιοπραξία  επέρχεται απόσβεση  του δικαιώματος για ακύρωση. Αν η πλάνη ή η απάτη ή η απειλή εξακολούθησαν και μετά τη δικαιοπραξία, η διετία αρχίζει από τότε  που πέρασε  η  κατάσταση αυτή.  Σε καμιά περίπτωση δεν επιτρέπεται ακύρωση όταν περάσουν είκοσι χρόνια από τη δικαιοπραξία.

Άρθρο 158
Τύπος δικαιοπραξίας

  Η  τήρηση  τύπου  για  τη δικαιοπραξία απαιτείται μόνο όπου το ορίζει ο νόμος.

Άρθρο 159

 Δικαιοπραξία για την οποία δεν τηρήθηκε ο τύπος που απαιτεί  ο νόμος, εφόσον δεν ορίζεται το αντίθετο, είναι άκυρη.

Σε  περίπτωση αμφιβολίας είναι επίσης άκυρη η δικαιοπραξία, αν δεν τηρήθηκε ο τύπος που είχαν καθορίσει τα μέρη.   Αλλά  η  εκπλήρωση της  δικαιοπραξίας  με  επίγνωση της έλλειψης του τύπου, θεραπεύει την έλλειψη αυτή.

 

Άρθρο 160
`Εγγραφος τύπος

    Αν ο νόμος ή τα μέρη όρισαν για τη δικαιοπραξία έγγραφο  τύπο,  το έγγραφο πρέπει να έχει την ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη.

Αν  πρόκειται για σύμβαση, η υπογραφή των συμβαλλομένων πρέπει  να τεθεί στο ίδιο έγγραφο.  Αν συνταχθούν για τη  σύμβαση  περισσότερα  πρωτότυπα,   αρκεί   η  υπογραφή  του  κάθε  μέρους  στο  έγγραφο  που  προορίζεται για το άλλο.

Άρθρο 161

Το συμβολαιογραφικό έγγραφο αναπληρώνει τον έγγραφο  τύπο.  Αν  πρόκειται  για  σύμβαση, η αποδοχή της πρότασης μπορεί να γίνει και με χωριστό συμβολαιογραφικό έγγραφο.

Άρθρο 162
Επιστολές, τηλεγραφήματα

Αν ο έγγραφος τύπος ορίστηκε από τα μέρη, αρκούν, σε περίπτωση αμφιβολίας, και ενυπόγραφες επιστολές ή τα πρωτότυπα τηλεγραφημάτων.

Άρθρο 163
Υπογραφή με μηχανικό μέσο

   Αποτύπωση της υπογραφής με μηχανικό μέσο ισχύει  ως  ιδιόχειρη υπογραφή,  αν πρόκειται για ανώνυμους τίτλους που εκδίδονται σε μεγάλο αριθμό.

Άρθρο 164
Τροποποίηση τυπικής δικαιοπραξίας

   Ο τύπος που ο νόμος ορίζει για τη δικαιοπραξία απαιτείται  και για τις τροποποιήσεις της.

Άρθρο 165
Ρήτρα για τη σύνταξη εγγράφου

 Αν  τα μέρη επιφυλάχθηκαν να συντάξουν έγγραφο για σύμβαση που καταρτίστηκε μεταξύ τους, σε περίπτωση αμφιβολίας η σύμβαση ισχύει και αν δεν συνταχθεί το έγγραφο.

Άρθρο 166
Προσύμφωνο

  Η σύμβαση με την οποία  τα  μέρη  ανέλαβαν  την  υποχρέωση  να συνάψουν ορισμένη σύμβαση (Προσύμφωνο) υπόκειται στον τύπο που ο νόμος ορίζει για τη σύμβαση που πρέπει να συναφθεί.

Άρθρο 167
Δήλωση που απευθύνεται σε άλλον

 Η  δήλωση  της  βούλησης  έχει  νομική  ενέργεια  μόνο  αφότου περιέλθει στο πρόσωπο στο οποίο απαιτείται να απευθυνθεί.

Άρθρο 168

Η δήλωση της βούλησης δεν έχει καμιά ενέργεια, αν προηγουμένως  ή ταυτόχρονα περιήλθε σ` εκείνον στον οποίο απευθύνεται ανάκλησή της.

Άρθρο 169

   Ο Θάνατος αυτού που δήλωσε τη βούλησή του δεν επιδρά στο κύρος  της δήλωσης.  Το ίδιο ισχύει και για τη  μεταγενέστερη  δικαιοπρακτική του ανικανότητα.

Άρθρο 170
Δήλωση προς ανίκανο

    Η  δήλωση της βούλησης είναι άκυρη εφόσον το πρόσωπο στο οποίο έγινε δεν είχε την Ικανότητα για δικαιοπραξία.

Άρθρο 171

Δήλωση της βούλησης προς πρόσωπο που δεν έχει συνείδηση των πράξεών του ή που βρίσκεται σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή, η οποία περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του, είναι άκυρη.

Αν αυτός που δήλωσε αγνοούσε ανυπαίτια την κατάσταση του προσώπου, μπορεί κατά τις περιστάσεις το πρόσωπο αυτό να υποχρεωθεί να ανορθώσει τη ζημία του από την ακυρότητα, εφόσον δεν μπορεί να καλυφθεί από αλλού.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο16 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

 

Άρθρο 172
Δήλωση προς περιορισμένα ικανό

 Δήλωση βούλησης προς πρόσωπο  με  περιορισμένη  δικαιοπρακτική ικανότητα  είναι άκυρη, αν αυτό δεν είχε ικανότητα για τη δικαιοπραξία στην οποία η δήλωση αποσκοπούσε.

Άρθρο 173
Ερμηνεία της δήλωσης

  Κατά την ερμηνεία της δήλωσης βουλήσεως αναζητείται η  αληθινή βούληση χωρίς προσήλωση στις λέξεις.

Άρθρο 174
Δικαιοπραξία απαγορευμένη

 Δικαιοπραξία που αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη του νόμου, αν δεν συνάγεται κάτι άλλο, είναι άκυρη.

Άρθρο 175
Απαγόρευση διάθεσης

  Η  διάθεση  ενός  αντικειμένου  είναι  άκυρη  αν  ο  νόμος την απαγορεύει. Αν η απαγόρευση έχει οριστεί  για  το  συμφέρον  ορισμένων προσώπων, την ακυρότητα μπορούν να προτείνουν μόνο αυτά.

Άρθρο 176

Αν την απαγόρευση του προηγούμενου άρθρου έχει τάξει δικαστική  απόφαση, ισχύει ό,τι και στην απαγόρευση από το νόμο.

Άρθρο 177

        Δικαιοπραξία που περιορίζει την εξουσία διάθεσης απαλλοτριωτού δικαιώματος,  εφόσον  ο  νόμος δεν ορίζει κάτι άλλο, έχει ενοχική μόνο ενέργεια και δεν επιδρά στο κύρος της διάθεσης.

Άρθρο 178
Δικαιοπραξία αντίθετη προς τα χρηστά ήθη

 Δικαιοπραξία που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη είναι άκυρη.

Άρθρο 179

`Ακυρη  ως  αντίθετη  προς  τα  χρηστά  ήθη  είναι   ιδίως   η  δικαιοπραξία  με  την  οποία  δεσμεύεται  υπερβολικά  η  ελευθερία του  προσώπου ή η δικαιοπραξία με  την  οποία  εκμεταλλεύεται  κάποιος  την  ανάγκη,  την  κουφότητα ή την απειρία του άλλου και πετυχαίνει έτσι να  συνομολογήσει ή να πάρει για τον εαυτό του ή τρίτο, για κάποια παροχή,  περιουσιακά ωφελήματα, που, κατά τις περιστάσεις, βρίσκονται σε φανερή  δυσαναλογία προς την παροχή.

Άρθρο 180
`Εννοια της ακυρότητας

  Η άκυρη δικαιοπραξία θεωρείται σαν να μην έγινε.

Άρθρο 181

   Η ακυρότητα μέρους συνεπιφέρει  την  ακυρότητα  ολόκληρης  της  δικαιοπραξίας, αν συνάγεται ότι δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος.

Άρθρο 182
Μετατροπή

 `Οταν   η   άκυρη  δικαιοπραξία  περιέχει  τα  στοιχεία  άλλης δικαιοπραξίας, αυτή ισχύει εφόσον συνάγεται ότι τα μέρη θα την ήθελαν, αν ήξεραν την ακυρότητα.

Άρθρο 183
Επικύρωση

     Επικύρωση άκυρης δικαιοπραξίας ισχύει σαν νέα κατάρτισή της.

Αν οι συμβαλλόμενοι επικυρώσουν άκυρη  σύμβαση,  σε  περίπτωση αμφιβολίας  δημιουργείται  αμοιβαία  μεταξύ  τους  υποχρέωση  για κάθε παροχή που θα όφειλαν, αν η σύμβαση ήταν έγκυρη από την αρχή.

Άρθρο 184
Ενέργεια ακύρωσης

  Η ακυρώσιμη δικαιοπραξία μετά την ακύρωσή της εξομοιώνεται  με την  εξαρχής  άκυρη,  με  την  επιφύλαξη  των  διατάξεων  που  αφορούν Εμπράγματα δικαιώματα που τρίτος απέκτησε από σύμβαση που ακυρώθηκε.

Άρθρο 185
Πρόταση για σύμβαση

 `Οποιος προτείνει τη σύναψη μιας σύμβασης  δεσμεύεται  όλο  το χρονικό  διάστημα  μέσα στο οποίο μπορεί να την αποδεχτεί εκείνος στον οποίο έγινε η πρόταση.

Άρθρο 186
Ανάκληση πρότασης

 `Οποιος πρότεινε τη σύναψη μιας σύμβασης έχει το  δικαίωμα  να ανακαλέσει την πρόταση, αν απέκλεισε τη δέσμευσή του από την πρόταση ή αν  από  τη  φύση της σύμβασης ή από τις ειδικές περιστάσεις συνάγεται ότι αποκλείεται η δέσμευση.

Άρθρο 187
Απόσβεση πρότασης

 Η πρόταση για τη σύναψη σύμβασης αποσβήνεται αν αποκρούστηκε ή  αν δεν έγινε αποδεκτή έγκαιρα κατά τις διατάξεις των  άρθρων  189  έως 194.

Άρθρο 188
Θάνατος ή ανικανότητα μετά την πρόταση

    Η   πρόταση,  εφόσον  απ  αυτήν  δεν  συνάγεται  το  αντίθετο, παραμένει ισχυρή και αν ακόμη, πριν γίνει δεκτή, αυτός που την έκανε ή αυτός στον οποίο απευθύνεται πέθανε ή έγινε ανίκανος για δικαιοπραξία.

 

Άρθρο 189
Αποδοχή της πρότασης

 Η αποδοχή της πρότασης για τή σύναψη  σύμβασης  απαιτείται  να περιέλθει σ αυτόν που πρότεινε μέσα στην προθεσμία που είχε τάξει.  Αν δεν είχε τάξει προθεσμία, η αποδοχή πρέπει να περιέλθει σ αυτόν έως τη στιγμή που κατά τις περιστάσεις ήταν υποχρεωμένος να την περιμένει.

Άρθρο 190
Καθυστερημένη αποδοχή

  Δήλωση  αποδοχής  που  είχε  αποσταλεί  έγκαιρα,  έφτασε  όμως εκπρόθεσμα σ`  αυτόν  που  είχε  προτείνει,  ισχύει,  εκτός  αν  αυτός ειδοποιήσει αμέσως για την καθυστέρηση τον αποδεχόμενο.

Άρθρο 191

 Καθυστερημένη  αποδοχή  πρότασης  θεωρείται  σαν  νέα πρόταση. Αποδοχή με τροποποιήσεις θεωρείται σαν αποποίηση με νέα πρόταση.

Άρθρο 192
Κατάρτιση της σύμβασης

 Η σύμβαση συντελείται μόλις περιέλθει σ αυτόν που  πρότεινε  η δήλωση αποδοχής της πρότασής του.

Άρθρο 193

   Η   σύμβαση  συντελείται  με  μόνη  την  αποδοχή,  αν  από  το  περιεχόμενο της πρότασης ή από τα συναλλακτικά ήθη ή από  τις  ειδικές περιστάσεις  συνάγεται  ότι  δεν είναι ανάγκη να περιέλθει η αποδοχή σ`αυτόν  που  έκανε  την  πρόταση.  Στην  περίπτωση  αυτή   η  πρόταση αποσβήνεται από τη στιγμή που θα περάσει η κατά τις περιστάσεις εύλογη προθεσμία για την αποδοχή της πρότασης.

Άρθρο 194

Αν η σύμβαση καταρτίζεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο χωρίς να  είναι  ταυτόχρονα  παρόντα  και  τα δύο μέρη, συντελείται, αν δεν έχει οριστεί κάτι άλλο, μόλις συνταχθεί το συμβολαιογραφικό έγγραφο για την αποδοχή της πρότασης.  Στην περίπτωση αυτή η πρόταση  αποσβήνεται  από τη  στιγμή  που θα περάσει η κατά τις περιστάσεις εύλογη προθεσμία για την αποδοχή της πρότασης.

Άρθρο 195
`Ελλειψη συμφωνίας σε μερικά σημεία

 Σε περίπτωση αμφιβολίας  η  σύμβαση  δεν  είναι  καταρτισμένη, εφόσον τα μέρη δεν συμφώνησαν σε όλα τα σημεία της.

Άρθρο 196

Αν  τα  μέρη  θεωρούν ότι η σύμβαση έχει συνομολογηθεί, αν και  δεν έχουν συμφωνήσει σε κάποιο όρο της, ισχύει ό,τι συμφώνησαν, εφόσον συνάγεται  ότι  η  σύμβαση  θα  καταρτιζόταν  και  χωρίς  τα  μέρη  να αποφασίσουν για τον όρο αυτόν.

Άρθρο 197
Ευθύνη από τις διαπραγματεύσεις

  Κατά  τις  διαπραγματεύσεις  για  τη  σύναψη  σύμβασης τα μέρη οφείλουν αμοιβαία να συμπεριφέρονται σύμφωνα με την καλή πίστη και  τα συναλλακτικά ήθη.

Άρθρο 198

`Οποιος  κατά  τις  διαπραγματεύσεις  για  τη  σύναψη σύμβασης  προξενήσει υπαίτια στον άλλο ζημία είναι υποχρεωμένος να την ανορθώσει και αν ακόμη η σύμβαση δεν καταρτίστηκε.

Για την Παραγραφή της αξίωσης  αυτής  εφαρμόζεται  αναλόγως  η διάταξη για την Παραγραφή των απαιτήσεων από αδικοπραξία.

Άρθρο 199
Σύμβαση με πλειστηριασμό

    Σε  περίπτωση  πλειστηριασμού  η σύμβαση, εφόσον δεν συνάγεται κάτι άλλο, ολοκληρώνεται με την  κατακύρωση.  Αν  δεν  συνάγεται  κάτι άλλο,  ο  υπερθεματιστής δεσμεύεται ωσότου δοθεί μεγαλύτερη προσφορά ή ωσότου ματαιωθεί η κατακύρωση.

Άρθρο 200
Ερμηνεία συμβάσεων

 Οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως  απαιτεί  η  καλή  πίστη,  αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ
Αιρέσεις και προθεσμίες
Άρθρο 201
Αίρεση αναβλητική

  Αν  με  τη  δικαιοπραξία  τα  αποτελέσματά της εξαρτήθηκαν από γεγονός μελλοντικό και αβέβαιο (αίρεση  αναβλητική),  τα  αποτελέσματα αυτά επέρχονται μόλις συμβεί το γεγονός (πλήρωση της αίρεσης).

Άρθρο 202
Αίρεση διαλυτική

 Αν  με τη δικαιοπραξία εξαρτήθηκε η ανατροπή των αποτελεσμάτων της από γεγονός  μελλοντικό  και  αβέβαιο  (αίρεση  διαλυτική),  μόλις συμβεί  το  γεγονός  αυτό  παύει  η  ενέργεια  της  δικαιοπραξίας  και επανέρχεται αυτοδικαίως η προηγούμενη κατάσταση.

Άρθρο 203
Ενέργεια αιρέσεων

          Αν σύμφωνα με το περιεχόμενο της δικαιοπραξίας τα αποτελέσματα της πλήρωσης της αίρεσης ανατρέχουν  σε  χρόνο  προγενέστερο  από  την πλήρωσή  της,  το καθένα από τα μέρη είναι υποχρεωμένο να παράσχει στο άλλο ό,τι αυτό θα είχε  αν  τα  αποτελέσματα  είχαν  επέλθει  κατά  το προγενέστερο αυτό χρονικό σημείο.

Άρθρο 204

         `Οποιος  έχει δικαίωμα  που  εξαρτάται  από αίρεση, μπορεί, αν  πληρώθηκε η αίρεση, να ζητήσει αποζημίωση από τον άλλο εφόσον κατά  τη διάρκεια  της  αβεβαιότητας  ματαίωσε ή έβλαψε υπαίτια το δικαίωμα που εξαρτάται από την αίρεση.

Άρθρο 205
Άρθρο 206
Διάθεση όσο εκκρεμεί η αίρεση

Μετά την πλήρωση της αίρεσης κάθε διάθεση του αντικειμένου της δικαιοπραξίας,  που  επιχειρήθηκε  όσο  εκκρεμούσε  η  αίρεση,   είναι αυτοδικαίως  ακυρη,  εφόσον  ματαιώνει  ή  βλάπτει  το  αποτέλεσμα που εξαρτάται από την αίρεση. Το ίδιο ισχύει  και  αν,  όσο  εκκρεμούσε  η αίρεση, το αντικείμενο εκποιήθηκε με αναγκαστική εκτέλεση.

Άρθρο 207
Πλασματική πλήρωση ή μη πλήρωση της αίρεσης

Η  αίρεση θεωρείται ότι πληρώθηκε, αν την πλήρωσή της εμπόδισε αντίθετα προς την καλή πίστη εκείνος που θα ζημιωνόταν από την πλήρωσή της.

Η αίρεση θεωρείται ότι  δεν  πληρώθηκε,  αν  την  πλήρωσή  της προκάλεσε  αντίθετα  προς την καλή πίστη εκείνος που θα τον ωφελούσε η πλήρωσή της.

Άρθρο 208
Αίρεση ακατανόητη, παράνομη κ.λπ.

Αίρεση  ακατανόητη  ή  αντιφατική  ή  αίρεση,  που   προσδίνει παράνομο ή ανήθικο περιεχόμενο στη δικαιοπραξία την καθιστά άκυρη.

Αίρεση αδύνατη ως αναβλητική καθιστά ακυρή τη δικαιοπραξία ως διαλυτική δεν έχει καμιά ενέργεια.

Άρθρο 209
Χρόνος από τον οποίο κρίνονται τα στοιχεία της δικαιοπραξίας.

  `Οταν πρόκειται για  δικαιοπραξία  με  αναβλητική  αίρεση,  τα στοιχεία  της που αφορούν τον τύπο και το πρόσωπο κρίνονται με βάση το χρόνο της  σύναψης  της  δικαιοπραξίας  τα  στοιχεία  που  αφορούν  το αντικείμενο  της δικαιοπραξίας κρίνονται με βάση το χρόνο της πλήρωσης της αίρεσης.

Άρθρο 210
Προθεσμία αναβλητική και διαλυτική

 Αν με τη δικαιοπραξία έχει οριστεί  ότι  τα  αποτελέσματά  της αρχίζουν  από  ορισμένο χρονικό σημείο (αναβλητική προθεσμία) ή παύουν από  ορισμένο  χρονικό  σημείο  (διαλυτική  προθεσμία),   εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για τις αναβλητικές και τις διαλυτικές αιρέσεις.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ
Αντιπροσώπευση και Πληρεξουσιότητα
Άρθρο 211
`Αμεση αντιπροσώπευση

  Δήλωση  βούλησης  από  κάποιον  (αντιπρόσωπο)  στο όνομα άλλου (αντιπροσωπευομένου)  μέσα  στα  όρια  της  εξουσίας   αντιπροσώπευσης ενεργεί  αμέσως  υπέρ  και κατά του αντιπροσωπευομένου.  Το αποτέλεσμα αυτό  επέρχεται   είτε   η   δήλωση   γίνει   ρητά   στο   όνομά   του αντιπροσωπευομένου  είτε  συνάγεται  από τις περιστάσεις ότι έγινε στο ονομά του.

Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται αναλόγως  και  όταν  η  δήλωση  της βούλησης απευθύνεται προς τον αντιπρόσωπο.

 

Άρθρο 212
Ερμηνευτικός κανόνας

  Αν  δεν  μπορεί  να  διαγνωστεί  ότι κάποιος ενεργεί στο όνομα άλλου, θεωρείται ότι ενεργεί στο δικό του όνομα.

Άρθρο 213
Ικανότητα αντιπροσώπου

 `Οποιος έχει περιορισμένη δικαιοπρακτική ικανότητα  μπορεί  να επιχειρήσει δικαιοπραξία ως αντιπρόσωπος άλλου.

Άρθρο 214
Στοιχεία που κρίνονται από τον αντιπρόσωπο

Τα ελαττώματα της βούλησης, η γνώση ή υπαίτια άγνοια ορισμένων περιστατικών, καθώς και η επίδρασή τους στη δικαιοπραξία κρίνονται από το πρόσωπο του αντιπροσώπου.

Άρθρο 215

Αν  ο  αντιπρόσωπος  ενήργησε σύμφωνα με ορισμένες οδηγίες του αντιπροσωπευομένου, δεν μπορεί ο αντιπροσωπευόμενος να επικαλεστεί την άγνοια του αντιπροσώπου για περιστατικά που ο ίδιος γνώριζε  ή  όφειλε να γνωρίζει.

Άρθρο 216
  Πληρεξουσιότητα

 Η εξουσία αντιπροσώπευσης παρέχεται με τη σχετική δικαιοπραξία (Πληρεξουσιότητα).

Άρθρο 217

Η   Πληρεξουσιότητα   μπορεί  να  δοθεί  με  δήλωση  προς  τον εξουσιοδοτούμενο ή  προς  τον  τρίτο,  με  τον  οποίο  επιχειρείται  η δικαιοπραξία.

Εφόσον δεν συνάγεται κάτι άλλο, η δήλωση υποβάλλεται στον τύπο  πουαπαιτείται για τη δικαιοπραξία την οποία αφορά η Πληρεξουσιότητα.

Άρθρο 218
Ανάκληση Πληρεξουσιότητας

  Η  Πληρεξουσιότητα  παύει  με  ανάκληση.  Η  παραίτηση  από το δικαίωμα της ανάκλησης είναι άκυρη,  εφόσον  η  Πληρεξουσιότητα  αφορά  αποκλειστικά το συμφέρον του αντιπροσωπευομένου.

 

Άρθρο 219

  Η ανάκληση της Πληρεξουσιότητας γίνεται  με  δήλωση  προς  τον  πληρεξούσιο ή τον τρίτο.

Άρθρο 220

Η  Πληρεξουσιότητα  που  δόθηκε  με  συμβολαιογραφικό  έγγραφο  ανακαλείται μόνο κατά τον ίδιο τύπο.

Άρθρο 221

Αν η Πληρεξουσιότητα δόθηκε με δήλωση προς τον τρίτο, η δήλωση  ανάκλησης γίνεται μόνο προς αυτόν.

Άρθρο 222
Παύση της Πληρεξουσιότητας

 Η Πληρεξουσιότητα, εφόσον δεν συνάγεται το αντίθετο, παύει από τη στιγμή που περατώθηκε η έννομη σχέρη στην  οποία  στηρίζεται,  όπως είναι ιδίως η σύμβαση εντολής, εταιρίας, εργασίας.

Άρθρο 223

Η  Πληρεξουσιότητα, εφόσον δεν συνάγεται το αντίθετο, παύει με  το θάνατο ή τη δικαιοπρακτική ανικανότητα αυτού που έδωσε ή αυτού  που έλαβε την Πληρεξουσιότητα.

Άρθρο 224
Δικαιοπραξία μετά την παύση

 Δικαιοπραξία    που    επιχειρήθηκε   μετά   την   παύση   της Πληρεξουσιότητας από πληρεξούσιο που αγνοούσε τηγ  παύση  ισχύει  υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου ή των καθολικών του διαδόχων, εκτός αν ο τρίτος γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει τηγ Παύση της Πληρεξουσιότητας.

Άρθρο 225

Αν ο πληρεξούσιος κατά την επιχείρηση της δικαιοπραξίας με τον  τρίτο  γνώριζε  ότι η Πληρεξουσιότητα είχε πάψει, ο αντιπροσωπευόμενος που επικαλείται κατά  του  τρίτου την  παύση  αυτή,  μπορεί  κατά  τις περιστάσεις γα υποχρεωθεί σε εύλογη αποζημίωσή του, αν του ήταν εύκολο να έχει γνωστοποιήσει την παύση στον τρίτο.

Άρθρο 226
Μονομερής δικαιοπραξία χωρίς επίδειξη του πληρεξουσίου

 Μονομερής  δικαιοπραξία  που  επιχειρείται  προς  άλλον  χωρίς επίδειξη του πληρεξουσίου εγγράφου είναι άκυρη, αν ο  άλλος  προς  τον οποίο γίνεται την αποκρούσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση.

Άρθρο 227
Υποχρέωση απόδοσης του πληρεξουσίου

 `Οταν  η  Πληρεξουσιότητα πάψει, ο πληρεξούσιος και κάθε άλλος κάτοχος είναι υποχρεωμένος να αποδώσει το πληρεξούσιο έγγραφο ή να  το καταθέσει  σε  δημόσια αρχή δεν έχει το δικαίωμα να αντιτάξει επίσχεσή του.

Άρθρο 228
Βεβαίωση ότι έπαψε η Πληρεξουσιότητα

 `Οποιος έχει δώσει έγγραφη Πληρεξουσιότητα έχει το δικαίωμα να ζητήσει από το δικαστήριο να βεβαιώσει την παύση της  Πληρεξουσιότητας και   να  κηρύξει  ανίσχυρο  το  πληρεξούσιο  έγγραφο.   Περίληψη  του διατακτικού της απόφασης δημοσιεύεται στον τύπο  κατά  τον  τρόπο  που ορίζει  η απόφαση. `Οταν περάσει ένας μήνας από τη δημοσίευση αυτή, το πληρεξούσιο έγγραφο είναι ανίσχυρο.

Άρθρο 229
`Ελλειψη  Πληρεξουσιότητας

  Αν μια  σύμβαση  συνομολογήθηκε  στο  όνομα  άλλου  χωρίς  την πληρεξουσιότητά  του,  το  κύρος  της  εξαρτάται  από  την έγκριση του αντιπροσωπευομένου.  Ο αντισυμβαλλόμενος έχει το δικαίωμα  να  ζητήσει να  εγκρίνει  ρητά  ο  αντιπροσωπευόμενος  τη  σύμβαση  μέσα σε εύλογη προθεσμία που καθορίζει ο ίδιος.

Άρθρο 230

Ο αντισυμβαλλόμενος  έχει  το  δικαίωμα  έως  την  έγκριση  να  υπαναχωρήσει  από  τη  σύμβαση,  εφόσον  κατά  τη συνομολόγηση της δεν γνώριζε την έλλειψη της Πληρεξουσιότητας.   Η  υπαναχώρηση  μπορεί  να δηλωθεί και προς τον αντιπρόσωπο.

Άρθρο 231
Συνέπειες της έλλειψης

`Οποιος  κατάρτισε  μια  σύμβση  ως  αντιπρόσωπος,  εφόσον δεν αποδεικνύει την εξουσία αντιπροσώπευσης ή δεν εγκρίνει  τη  σύμβαση  ο αντιπροσωπευόμενος,    έχει    την   υποχρέωση,   κατ   επιλογήν   του αντισυμβαλλομένου, ή να εκτελέσει ο ίδιος τη σύμβαση  ή  να  καταβάλει αποζημίωση.

Αν  ο  αντιπρόσωπος  αγνοούσε  την  έλλειψη εξουσίας, έχει την υποχρέωση να ανορθώσει τη ζημία που έπαθε ο  αντισυμβαλλόμενος  επειδή πίστεψε  ότι  υπήρχε  η  εξουσία,  εφόσον  η  ζημία  δεν υπερβαίνει το διαφέρον από την έγκυρη σύμβαση.

Ο  αντιπρόσωπος  απαλλάσσεται  από  κάθε   υποχρέωση,   αν   ο αντισυμβαλλόμενος  γνώριζε ή όφειλε να γγωρίζει ότι δεν υπήρχε εξουσία αντιπροσώπευσης.

Άρθρο 232

Μονομερής δικαιοπραξία που επιχειρήθηκε από αντιπρόσωπο  χωρίς  να έχει εξουσία αντιπροσώπευσης είναι άκυρη.

Άρθρο 233

Μονομερής δικαιοπραξία που επιχειρείται προς άλλον από αντιπρόσωπο ο οποίος δεν έχει εξουσία, εφόσον ο άλλος δεν την απέκρουσε γι` αυτό το λόγο, είναι ισχυρή αφότου την ενέκρινε ο ντιπροσωπευόμενος. Το άλλο μέρος έχει το δικαίωμα να ζητήσει να εγκρίνει ρητά τη δικαιοπραξία ο αντιπροσωπευόμενος μέσα σε εύλογη προθεσμία που του καθορίζει.

Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται αναλόγως και όταν πρόκειται για μονομερή δικαιοπραξία, που επιχειρήθηκε με τη συναίνεσή του προς αντιπρόσωπο που στερείται την εξουσία για αντιπροσώπευση.

Άρθρο 234

`Οποιος επιχείρησε ως αντιπρόσωπος μονομερή δικαιοπραξία προς άλλον, εφόσον δεν αποδεικνύει την εξουσία αντιπροσώπευσης ή δεν εγκρίνει τη δικαιοπραξία ο αντιπροσωπευόμενος, ευθύνεται κατά τη διάταξη του άρθρου 231 που εφαρμόζεται αναλόγως.

Άρθρο 235
Δικαιοπραξία του αντιπροσώπου με τον εαυτό του

Ο αντιπρόσωπος δεν μπορεί να επιχειρήσει στο όνομα του αντιπροσωπευομένου δικαιοπραξία με τον εαυτό του ατομικά ή με την ιδιότητά του ως αντιπροσώπου άλλου, εκτός αν ο αντιπροσωπευόμενος είχε επιτρέψει τη δικαιοπραξία ή αυτή συνίσταται αποκλειστικά στην εκπλήρωση υποχρέωσης.

Αυτοσύμβαση που δεν έχει περιβληθεί τον τύπο τουσυμβολαιογραφικού εγγράφου είναι άκυρη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ
Συναίνεση και έγκριση
Άρθρο 236
Συναίνεση

    Αν   για   να  είναι  έγκυρη  μια  δικαιοπραξία  χρειάζεται  η συγκατάθεση τρίτου (Συναίνεση), αυτή παρέχεται με δήλωση προς το ένα ή το άλλο μέρος και, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει  διαφορετικά,  δεν  είναι ανάγκη να γίνει με τον τύπο που απαιτείται για τη δικαιοπραξία.

Άρθρο 237
Ανάκληση της Συναίνεσης

 Ανάκληση  της Συναίνεσης επιτρέπεται μέχρις οτου επιχειρηθεί η  δικαιοπραξία και δηλώνεται προς εκείνο από τα μέρη προς το οποίο  είχε  δοθεί  η  Συναίνεση.  Η ανάκληση αποκλείεται αν αυτό συνάγεται από την  ίδια τη Συναίνεση ή από την  έννομη  σχέση  στην  οποία  στηρίζεται  η  Συναίνεση.

Άρθρο 238
`Εγκριση

 Η   συγκατάθεση   που   παρέχεται   μετά  την  επιχείρηση  της δικαιοπραξίας (έγκριση), εφόσον δεν ορίζεται  το  αντίθετο,  ανατρέχει στον  χρόνο  της  δικαιοπραξίας.   Από  την  αναδρομική  ενέργεια  δεν επηρεάζονται τα δικαιώματα που τρίτοι απέκτησαν πριν από την έγκριση.

Άρθρο 239
Διάθεση από μη δικαιούχο 

Διάθεση αντικειμένου από μη δικαιούχο, είναι έγκυρη, αν έγινε με τη Συναίνεση του δικαιούχου.

Διάθεση χωρίς αυτή τη Συναίνεση, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, ισχυροποιείται αν ο δικαιούχος την εγκρίνει ή αν αυτός που διέθεσε αποκτήσει το αντικείμενο ή κληρονομηθεί από το δικαιούχο.
Στις δύο τελευταίες περιπτώσεις, αν έγιναν περισσότερες διαθέσειςασυμβίβαστες μεταξύ τους, υπερισχύει η προγενέστερη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ
Προθεσμίες
Άρθρο 240

  Στις  προθεσμίες που καθορίζονται με νόμο, δικαστική απόφαση ή δικαιοπραξία ισχύουν οι ερμηνευτικές διατάξεις των άρθρων 241 έως 246.

Άρθρο 241
`Εναρξη

   Η προθεσμία αρχίζει την  επόμενη  της  ημέρας  οπου  έγινε  το γεγονός που αποτελεί την αφετηρία της.

Για τη συμπλήρωση της ενηλικίωσης υπολογίζεται και η ημέρα της γέννησης.

Άρθρο 242
Λήξη

  Η προθεσμία λήγει όταν περάσει ολόκληρη η τελευταία ημέρα και, αν  είναι  κατά  το  νόμο  εορτάσιμη,  όταν περάσει ολόκληρη η επόμενη εργάσιμη.

Άρθρο 243
Εβδομάδα, μήνας, χρόνος

  Προθεσμία  που  έχει  υπολογιστεί  σε  εβδομάδες  λήγει  μόλις περάσει η αντίστοιχη ομώνυμη ημέρα της τελευταίας εβδομάδας.

Προθεσμία  που έχει προσδιοριστεί σε μήνες λήγει μόλις περάσει  η ημέρα του τελευταίου μηνός που αντιστοιχεί σε αριθμό  με  την  ημέρα που  άρχισε,  και,  αν  δεν  υπάρχει αντίστοιχη, η τελευταία ημέρα του μηνός.

Προθεσμία που έχει προσδιοριστεί σε χρόνια λήγει μόλις περάσει  η αντίστοιχη ημερομηνία του τελευταίου χρόνου.

Άρθρο 244
Προθεσμία μισού χρόνου έχει την έννοια προθεσμίας έξι μηνών.

   Προθεσμία μισού μηνός έχει την έννοια προθεσμίας δεκαπέντε  ημερών.

Αν  η  προθεσμία  που έχει προσδιοριστεί αποτελείται από μήνες  και ημέρες,  πρώτα  υπολογίζονται  οι  μήνες  και  κατόπιν  γίνεται  η πρόσθεση των ημερών.

Άρθρο 245

Αν η προθεσμία παραταθεί, η νέα αρχίζει αφότου περάσει η πρώτη.

Άρθρο 246

Ως αρχή του μηνός νοείται η πρώτη, ως μέση η δέκατη πέμπτη και  ως τέλος η τελευταία ημέρα του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ
Παραγραφή και αποσβεστική προθεσμία
Άρθρο 247
Παραγραφή της αξίωσης

Το δικαίωμα να απαιτήσει κάποιος από άλλον  μια  πράξη  ή  μια παράλειψη (αξίωση) παραγράφεται.

Άρθρο 248
Οικογενειακές αξιώσεις

 Αξίωση  από  οικογενειακή έννομη σχέση δεν παραγράφεται εφόσον επιδιώκεται να αποκατασταθεί για το μέλλον η κατάσταση που αρμόζει στη σχέση αυτή.

Άρθρο 249
Εικοσαετής Παραγραφή

 Εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, οι αξιώσεις παραγράφονται  σε είκοσι χρόνια.

Άρθρο 250
Πενταετής Παραγραφή

  Σε  πέντε  χρόνια  παραγράφονται οι αξιώσεις:

1.  των εμπόρων,  των βιομηχάνων και των χειροτεχνών, για εμπορεύματα που χορήγησαν, για  την εκτέλεση εργασιών και για την επιμέλεια υποθέσεων άλλων, καθώς και  για τις δαπάνες που έκαναν

2.  εκείνων που ασκούν  κατ`  επάγγελμα  τη  γεωργία, την κτηνοτροφία, την αλιεία και τη δασοκομία, για τη χορήγηση  των προϊόντων του επαγγέλματός τους

3.  εκείνων που ασκούν τη μεταφορά  γενικά προσώπων ή πραγμάτων, για κόμιστρα και για τα έξοδά τους 4. των  ξενοδόχων,  των  πανδοχέων και αυτών που χορηγούν κατ επάγγελμα τροφή,  για την παροχή Κατοικίας και τροφής καθώς και για κάθε άλλη παροχή για  τις ανάγκες των πελατών τους καθώς και για τις δαπάνες που  έκαναν

5.  εκείνων  που, χωρίς να ανήκουν στα πρόσωπα που αναφέρονται στον αριθμό  1, ασκούν κατ` επάγγελμα την επιμέλεια ξένων υποθέσεων  ή  την  παροχή  υπηρεσιών,  για  τις αμοιβές και για τις δαπάνες τους

6.  των υπηρετών  και των εργατών για την πληρωμή των μισθών ή άλλων αμοιβών και  εξόδων  τους

7.   εκείνων που παρέχουν κάθε είδους διδασκαλία, για την αμοιβή  και για τις δαπάνες τους

8.  των ιδρυμάτων  που  προορίζονται  για  τη  διδασκαλία,  την ανατροφή, την περίθαλψη ή τη νοσηλεία, για την παροχή  διδασκαλίας, περίθαλψης ή νοσηλείας και για τις  σχετικές  δαπάνες

9.  εκείνων  που  δέχονται  πρόσωπα  για περίθαλψη ή για ανατροφή, για τις  παροχές και δαπάνες που αναφέρονται στον προηγούμενο αριθμό

10.   των  γιατρών  και  των  μαιών, για την αμοιβή και τις δαπάνες τους

11.  των  δικηγόρων, των συμβολαιογράφων και των δικαστικών επιμελητών, για  τις  αμοιβές και για τις δαπάνες τους

12.  των προσώπων που διορίζονται από  κάποια αρχή και διεξάγουν ορισμένες υποθέσεις, για τις αμοιβές και για  τις  δαπάνες  τους

13.  των διαδίκων, για τις προκαταβολές που έδωσαν  στους δικηγόρους τους

14. των μαρτύρων και των  πραγματογνωμόνων,  για  τις  αμοιβές  και  για  τις δαπάνες τους

15. των τόκων, χρεολύτρων και  μερισμάτων

16. των κάθε είδους μισθωμάτων

17.  των κάθε είδους μισθών,  των καθυστερούμενων προσόδων,  συντάξεων,  διατροφής  και  κάθε  άλλης  παροχής  που  επαναλαμβάνεται  περιοδικά

18.   των προσώπων στα οποία  παρέχεται εργασία, για τις προκαταβολές τους έναντι των  αξιώσεων  από  την παροχή της.

Άρθρο 251
`Εναρξη Παραγραφής

 Η  Παραγραφή αρχίζει από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της.

Άρθρο 252

         Αν για την απαίτηση της παροχής απαιτείται προηγούμενη όχληση,  η Παραγραφή αρχίζει από τότε που η όχληση είναι δυνατή. Αν  εκτός  από την  όχληση απαιτείται και η παρέλευση προθεσμίας, η Παραγραφή αρχίζει από τότε που ήταν δυνατή η όχληση και πέρασε η προθεσμία.

Άρθρο 253

Η Παραγραφή των αξιώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 250 αρχίζει  μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο συμπίπτει η έναρξη  της  Παραγραφής που ορίζεται στα δύο προηγούμενα άρθρα.

Άρθρο 254

Αν  πρόκειται  για περιοδικές παροχές που οφείλονται αυτοτελώς  και δεν εξαρτώνται από κεφάλαιο, η Παραγραφή του καθολικού δικαιώματος αρχίζει από το χρονικό σημείο που  η  πρώτη  καθυστερούμενη  περιοδική  δόση έγινε απαιτητή.

Άρθρο 255
Αναστολή Παραγραφής

    Η   Παραγραφή   αναστέλλεται   για   όσο  χρόνο  ο  δικαιούχος  εμποδίστηκε από δικαιοστάσιο ή από άλλο λόγο ανώτερης βίας να  ασκήσει την  αξίωσή  του μέσα στο τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της Παραγραφής. Αναστέλλεται επίσης η Παραγραφή για  όσο  χρονικό  διάστημα  μέσα  στο  τελευταίο  εξάμηνο  του  χρόνου  της  ο  υπόχρεος  απέτρεψε με δόλο το δικαιούχο να ασκήσει την αξίωση.

Άρθρο 256

Αναστέλλεται η Παραγραφή των αξιώσεων:

1. μεταξύ συζύγων κατά τη διάρκεια του γάμου, έστω και αν ύστερα ακυρωθεί, καθώς και μεταξύ προσώπων που έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, όσο αυτό ισχύει”.

  1. μεταξύ  γονέων και  τέκνων κατά τη διάρκεια της ανηλικότητας
  2. μεταξύ επιτρόπων και επιτροπευομένων κατά τη διάρκεια της επιτροπεία
  3. των υπηρετών  και των  κυρίων  κατά τη διάρκεια της υπηρετικής σχέσης, όχι όμως πέρα από δεκαπέντε χρόνια.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με το άρθρο 12 Ν.3719/2008,     ΦΕΚ Α 241/26.11.2008.

Άρθρο 257

Το χρονικό διάστημα της αναστολής δεν υπολογίζεται  στο  χρόνο της Παραγραφής.

`Οταν πάψει η αναστολή, η Παραγραφή συνεχίζεται, σε καμιά όμως περίπτωση δεν συμπληρώνεται πριν περάσουν έξι μήνες.

Άρθρο 258
Παραγραφή κατά ανίκανων.

   Η Παραγραφή τρέχει και σε βάρος προσώπων που είναι ανίκανα ή έχουν περιορισμένη Ικανότητα για δικαιοπραξία.

Αν τα πρόσωπα αυτά δεν έχουν επίτροπο ή δικαστικό συμπαραστάτη, η Παραγραφή δεν συμπληρώνεται πριν περάσουν έξι μήνες αφότου έγινα απεριορίστως ικανά ή απέκτησαν επίτροπο ή δικαστικό συμπαραστάτη. Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται, εφόσον ο ανίκανος ή ο περιορισμένα ικανός έχει την ικανότητα να παραστεί στο δικαστήριο”.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 17 του Ν.2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 259

Η Παραγραφή αξίωσης που ανήκει σε κληρονομία ή απευθύνεται κατά κληρονομίας δεν συμπληρώνεται πριν από την πάροδο εξαμήνου αφότου ο κληρονόμος απέκτησε την κληρονομία ή αφότου η αξίωση μπορεί να ασκηθεί από κηδεμόνα κληρονομίας ή κατά κηδεμόνα κληρονομίας.

Άρθρο 260
Διακοπή. Αναγνώριση

Η Παραγραφή  διακόπτεται,  όταν  ο  υπόχρεος  αναγνωρίσει  την αξίωση με οποιοδήποτε τρόπο.

Άρθρο 261

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 101 παρ.1 Ν.4139/2013, ΦΕΚ Α 74/20.3.2013.

1.Την παραγραφή διακόπτει η άσκηση της αγωγής. Η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτόν αρχίζει και πάλι από την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την κατ` άλλον τρόπο περάτωση της δίκης.

2. Στην περίπτωση που οι διάδικοι δεν επισπεύδουν την πρόοδο της δίκης και εφόσον δεν προβλέπεται άλλη προθεσμία για την ενέργεια διαδικαστικών πράξεων από αυτούς, η παραγραφή αρχίζει και πάλι έξι μήνες μετά την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου. Στις περιπτώσεις αυτές η παραγραφή διακόπτεται εκ νέου εφόσον κάποιος διάδικος επισπεύσει την πρόοδο της δίκης.

3.Η παρούσα διάταξη εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση.

Άρθρο 262

Στις περιπτώσεις που για να εγερθεί η αγωγή απαιτείται προπαρασκευαστική διαδικασία, η διακοπή της Παραγραφής θεωρείται ότι έγινε αφότου άρχισε η προπαρασκευαστική διαδικασία, αν η αγωγή εγερθεί μέσα σε τρεις μήνες από τότε που περατώθηκε ή μέσα στην προθεσμία που τάσσει ο νόμος.

Άρθρο 263

Κάθε Παραγραφή που διακόπηκε με την έγερση της αγωγής θεωρείται σαν να μη διακόπηκε, αν ο ενάγων παραιτηθεί από την αγωγή ή η αγωγή απορριφθεί τελεσίδικα για λόγους μη ουσιαστικούς.

Αν ο δικαιούχος εγείρει και πάλι την αγωγή μέσα σε έξι μήνες, η Παραγραφή θεωρείται ότι έχει διακοπεί με την προηγούμενη αγωγή.

Άρθρο 264
`Αλλοι τρόποι διακοπής

Την Παραγραφή διακόπτουν επίσης:

1. η επίδοση επιταγής πληρωμής κάτω από εκτελεστό δικαιόγραφο

2. η αναγγελία για επαλήθευση σε πτώχευση

3. η αναγγελία για κατάταξη σε πλειστηριασμό

4. η υποβολή ένστασης συμψηφισμού της αξίωσης.

Άρθρο 265

Αν ο δικαιούχος παραιτήθηκε από την επιταγή πληρωμής ή από την  αναγγελία, η Παραγραφή θεωρείται σαν να μη διακόπηκε.

Άρθρο 266

Η Παραγραφή που διακόπηκε με  αναγγελία  σε  πτώχευση  αρχίζει  πάλι αφότου η πτώχευση περατώθηκε ή, αν επακολούθησαν αντιρρήσεις κατά  της απαίτησης, από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του  δικαστηρίου.

Άρθρο 267

Η Παραγραφή που διακόπηκε με ένσταση συμψηφισμού της αξίωσης αρχίζει και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή τοι δικαστηρίου στη δίκη οπου είχε υποβληθεί η ένσταση.

Άρθρο 268
Απόφαση ή εκτελεστό δικαιόγραφο για την αξίωση

Κάθε αξίωση που βεβαιώθηκε με τελεσίδικη απόφαση ή με δημόσιο έγγραφο εκτελεστό παραγράφεται μετά είκοσι χρόνια, και αν ακόμη η αξίωση καθαυτή υπαγόταν σε συντομότερη Παραγραφή. Αξιώσεις όμως παροχών που επαναλαμβάνονται περιοδικά και που βεβαιώθηκαν με τελεσίδικη απόφαση ή με δημόσιο έγγραφο εκτελεστό, ληξιπρόθεσμες στο μέλλον, υπάγονται στη συντομότερη Παραγραφή.

Άρθρο 269
Υποβολή διαφοράς σε διαιτητές κλπ

Την Παραγραφή διακόπτει η υποβολή σε διαιτησία ή σε διοικητική αρχή ή σε διοικητικό δικαστήριο ή σε άλλο ειδικό δικαστήριο της διαφοράς που αναφέρεται στην αξίωση. Οι διατάξεις των άρθρων 261 έως 263, 267 έως 268 εφαρμόζονται αναλόγως.

Αν για να υποβληθεί η διαφορά σε διαιτησία απαιτείται να διοριστούν διαιτητές ή γα τηρηθούν ορισμένες διατυπώσεις ή προϋποθέσεις, η Παραγραφή διακόπτεται μόλις ο δικαιούχος έκανε ό,τι τον αφορούσε για να λυθεί η διαφορά.

 

Άρθρο 270
Αποτελέσματα διακοπής

  Αν  η  Παραγραφή  διακόπηκε,  ο χρόνος που πέρασε έως τότε δεν υπολογίζεται και αφότου περατώθηκε η διακοπή αρχίζει νέα Παραγραφή.

Στις  περιπτώσεις του αρθρου 250 η νέα Παραγραφή αρχίζει μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο περατώθηκε η διακοπή.

 

Άρθρο 271
Παραγραφή εμπράγματων αξιώσεων

 Αν πρόκειται για Παραγραφή εμπράγματων αξιώσεων, ο ειδικός ή ο καθολικός διάδοχος έχει το δικαίωμα να  προσμετρήσει  και  το  χρονικό διάστημα που οι δικαιοπάροχοί του βρίσκονταν στη νομή του πράγματος.

Άρθρο 272
Ενέργεια της συμπλήρωσης της Παραγραφής

   `Οταν  συμπληρωθεί  η  Παραγραφή,  ο υπόχρεος έχει δικαίωμα να αρνηθεί την παροχή.

`Ο,τι καταβλήθηκε χωρίς γνώση της Παραγραφής δεν  αναζητείται.

`Εγγραφη συμβατική αναγνώριση αξίωσης που έχει παραγραφεί, καθώς και η παροχή ασφάλειας, είναι έγκυρες άν έγιναν χωρίς γνώση της Παραγραφής.

Άρθρο 273
Παραγραφή ενστάσεων

Οι ενστάσεις, εφόσον  ο  νόμος  δεν  ορίζει  διαφορετικά,  δεν παραγράφονται.

Άρθρο 274
Παραγραφή παρεπόμενων αξιώσεων

`Οταν παραγραφεί η κύρια αξίωση, συμπαραγράφονται και οι παρεπόμενες από αυτήν αξιώσεις, και αν ακόμη δεν συμπληρώθηκε η Παραγραφή που ισχύει γι` αυτές.

Άρθρο 275
Δικαιοπραξία που μεταβάλλει τους όρους της Παραγραφής

   Δικαιοπραξία  που  αποκλείει  την  Παραγραφή ή καθορίζει χρόνο συντομότερο ή μακρότερο από το νόμιμο ή που γενικά  κάνει  τους  όρους της Παραγραφής βαρύτερους ή ελαφρότερους είναι άκυρη.

Άρθρο 276
Παραίτηση από την Παραγραφή

  Παραίτηση  από  την  Παραγραφή  μετά  τη  συμπλήρωσή της είναι έγκυρη.

Άρθρο 277
Πρόταση Παραγραφής

   Το δικαστήριο δεν λαμβάνει αυτεπαγγέλτως υπόψη  την  Παραγραφή που δεν έχει προταθεί.

Άρθρο 278

Ο  δανειστής ή όποιος άλλος έχει έννομο συμφέρον δικαιούται να προτείνει την Παραγραφή και αν ακόμη δεν την προτείνει  ή  παραιτείται από αυτήν ο οφειλέτης.

Άρθρο 279
Αποσβεστική προθεσμία

    Στις  περιπτώσεις που ο νόμος ή τα μέρη τάσσουν προθεσμία μέσα στην οποία πρέπει  να  ασκηθεί  το  δικαίωμα  (αποσβεστική  προθεσμία) εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για την Παραγραφή.

Άρθρο 280

Το   δικαστήριο   λαμβάνει   υπόψη  αυτεπαγγέλτως  αποσβεστική  προθεσμία που τάσσει ο νόμος. Η παραίτηση από αυτήν είναι άκυρη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ
`Ασκηση δικαιωμάτων, Αυτοδικία, άμυνα και Κατάσταση ανάγκης
Άρθρο 281
Κατάχρηση δικαιώματος

  Η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν  υπερβαίνει  προφανώς τα  όρια  που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος.

Άρθρο 282
Αυτοδικία

 Η ικανοποίηση της αξίωσης  από  το  δικαιούχο  αυτοδύναμα  και χωρίς τη βοήθεια της αρχής (Αυτοδικία) επιτρέπεται μόνο όταν η βοήθεια της  αρχής  δεν  μπορεί να φτάσει έγκαιρα και υπάρχει κίνδυνος από την αναβολή να ματαιωθεί ή  να  δυσκολευτεί  σημαντικά  η  πραγμάτωση  της αξίωσης.

Άρθρο 283

`Οποιος αυτοδικεί χωρίς να υπάρχουν οι προϋποθέσεις του νόμου, ή υπερβαίνει το μέτρο που είναι αναγκαίο για την αποτροπή του κινδύνου, έχει υποχρέωση αποζημίωσης. Την ίδια υποχρέωση έχει και αν νόμιζε από πλάνη ότι υπάρχουν οι προϋποθέσεις του νόμου.

Άρθρο 284
`Αμυνα

Δεν αποτελεί παράνομη πράξη η υπεράσπιση που επιβάλλεται σε κάποιον για να αποτρέψει παρούσα και άδικη επίθεση εναντίον του ίδιου ή τρίτου.

Άρθρο 285
Κατάσταση ανάγκης

Δεν  αποτελεί  παράνομη  πράξη  η  καταστροφή ξένου πράγματος, εφόσον είναι  αναγκαία  για  να  αποτραπεί  επικείμενος  κίνδυνος  που απειλεί δυσανάλογα μεγαλύτερη ζημία αυτού που επιχειρεί την καταστροφή ή άλλου.

 

Άρθρο 286

Εκείνος που επιχείρησε σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο την καταστροφή ευθύνεται σε αποζημίωση, αν είχε προκαλέσει υπαίτια τον κίνδυνο. Σε κάθε άλλη περίπτωση μπορεί κατά τις περιστάσεις να καταδικαστεί σε εύλογη αποζημίωση. Μετά την καταβολή έχει εναντίον εκείνου που ωφελήθηκε από την πράξη του Αναγωγή, σύμφωνα με τις διατάξεις για τη διοίκηση αλλοτρίων.

ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΕΝΟΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Η υποχρέωση παροχής γενικά
Άρθρο 287
`Εννοια της ενοχής

 Ενοχή  είναι  η σχέση, με την οποία ένα πρόσωπο έχει υποχρέωση προς ένα άλλο σε  παροχή.   Η  παροχή  μπορεί  να  συνίσταται  και  σε παράλειψη.

Άρθρο 288

Ο οφειλέτης έχει  υποχρέωση  να  εκπληρώσει  την  παροχή  όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη.

Άρθρο 289
Παροχή κατά γένος

  Αν το πράγμα που οφείλεται είναι ορισμένο μόνο κατά γένος,  το δικαίωμα της επιλογής, αν δεν προκύπτει κάτι άλλο από τη σχέση, ανήκει στον οφειλέτη.

Ο οφειλέτης δεν έχει υποχρέωση να δώσει από τα άριστα πράγματα  τουγένους, ούτε έχει δικαίωμα να δώσει από τα χειρότερα.

Άρθρο 290

Αν ο οφειλέτης αποχωρίσει από το γένος ένα πράγμα με σκοπό την καταβολή, η ενοχή συγκεντρώνεται σ αυτό μόνο αφότου ο δανειστής γίνει υπερήμερος ως προς την αποδοχή του.

Αν ο οφειλέτης με αίτηση του δανειστή αποστέλλει το πράγμα σε τόπο διαφορετικό από τον τόπο εκπλήρωσης της παροχής, η συγκέντρωση επέρχεται αφότου το πράγμα παραδοθεί για την αποστολή.

Άρθρο 291
Παροχή σε ξένο νόμισμα

`Οταν πρόκειται για χρηματική οφειλή σε ξένο νόμισμα που πρέπει να πληρωθεί στην Ελλάδα, ο οφειλέτης, αν δεν συμφωνήθηκε το αντίθετο, έχει δικαίωμα να πληρώσει σε εγχώριο νόμισμα με βάση την τρέχουσα αξία του ξένου νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής.

Άρθρο 292

`Οταν πρόκειται για χρηματική οφειλή σε ξένο νόμισμα που πρέπει να πληρωθεί στην Ελλάδα, αν ο οφειλέτης έγινε υπερήμερος, ισχύει ό,τι και στη μη έγκαιρη εκπλήρωση κάθε οφειλής χρηματικού ποσού.

Αν υπερήμερος έγινε ο δανειστής, η υπερτίμηση του ξένου νομίσματος μετά την υπερημερία του δανειστή δεν βαρύνει τον οφειλέτη.

Άρθρο 293
Ποσοστό τόκου

Το ανώτατο όριο του τόκου που οφείλεται από δικαιοπραξία προσδιορίζεται όπως ορίζει ο νόμος. Οι προμήθειες ή άλλα ανταλλάγματα που συνομολογούνται ή καταβάλλονται επιπλέον του τόκου λογίζονται ως τόκος.

Το ποσοστό του νόμιμου τόκου ή του τόκου υπερημερίας προσδιορίζεται όπως ορίζει ο νόμος.

Άρθρο 294

Κάθε δικαιοπραξία για τόκο που υπερβαίνει το ανώτατο θεμιτό όριο είναι άκυρη ως προς το επιπλέον.

Άρθρο 295

Αν οφείλεται τόκος από δικαιοπραξία χωρίς γα ορίζεται το ποσοστό του, ισχύει ο νόμιμος τόκος.

Ο τόκος από δικαιοπραξία, εφόσον δεν ορίζεται σ αυτήν κάτι άλλο, καταβάλλεται κάθε χρόνο.

Άρθρο 296
Τόκος τόκου

Για τόκους κάθε ειδους οφείλεται τόκος, αν τέτοιος τόκος συμφωνηθεί ή αν ζητηθεί με αγωγή και στις δύο όμως περιπτώσεις μόνο για οφειλόμενους τόκους ενός ολόκληρου τουλάχιστον έτους ή μιας χρήσης αν πρόκειται για το δημόσιο. Η συμφωνία για πληρωμή τέτοιου τόκου πρέπει να γίνεται ή η αγωγή να επιδίδεται, αφού λήξει το έτος ή η χρήση.

Ταμιευτήρια, πιστωτικά ιδρύματα και τράπεζες μπορούν να ορίσουν με το καταστατικό τους ή να συνομολογήσουν από πριν ότι οι τόκοι καταθέσεων που δεν εισπράττονται θα ισχύουν ως νέα έντοκη κατάθεση.

 

Άρθρο 297
Διαφέρον

Ο υπόχρεος σε αποζημίωση οφείλει να την παράσχει σε χρήμα.

Αντί για χρηματική αποζημίωση το δικαστήριο μπορεί, εκτιμώντας τις ειδικές περιστάσεις, να διατάξει την αποκατάσταση της προηγούμενης κατάστασης, εφόσον η αποζημίωση με τον τρόπο αυτό δεν προσκρούει στο συμφέρον του δανειστή.

Άρθρο 298

  Η  αποζημίωση περιλαμβάνει τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας  του δανειστή (θετική ζημία), καθώς  και  το  διαφυγόν  κέρδος.  Τέτοιο κέρδος  λογίζεται  εκείνο που προσδοκά κανείς με πιθανότητα σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων  ή  τις  ειδικές  περιστάσεις  και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί.

Άρθρο 299
Ζημία μη περιουσιακή

Για μη περιουσιακή ζημία οφείλεται χρηματική ικανοποίηση στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος.

Άρθρο 300
Ζημία από οικείο πταίσμα

Αν εκείνος που ζημιώθηκε συντέλεσε από δικό του πταίσμα στη ζημία ή την εκτασή της, το δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Το ίδιο ισχύει και όταν εκείνος που ζημιώθηκε παρέλειψε να αποτρέψει ή να περιορίσει τη ζημία ή δεν επέστησε την προσοχή του οφειλέτη στον κίνδυνο ασυνήθιστα μεγάλης ζημίας, τον οποίο ο οφειλέτης ούτε γνώριζε ούτε όφειλε να γνωρίζει.

Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και για το πταίσμα των προσώπων για τα οποία ευθύνεται εκείνος που ζημιώθηκε.

Άρθρο 301
Υποχρέωση λόγω δαπανών

Ο υπόχρεος σε αποζημίωση λόγω δαπανών που έγιναν οφείλει από το χρόνο της δαπάνης νόμιμο τόκο στην αξία που δαπανήθηκε κατά το χρόνο αυτό.

Για δαπάνες που έγιναν σε αντικείμενο που πρέπει να αποδοθεί δεν οφείλονται τόκοι για όσο χρονικό διάστημα αυτός που έχει δικαίωμα σε αποζημίωση αποκομίζει τα ωφελήματα ή τους καρπούς του αντικειμένου.

Άρθρο 302
Δικαίωμα αφαίρεσης

 `Οποιος, λόγω δαπανών που  έγιναν  σε  πράγμα  που  πρέπει  να αποδοθεί,  έχει δικαίωμα να αφαιρέσει τα κατασκευάσματα που είναι πάνω στο πράγμα, οφείλει, ασκώντας το δικαίωμα της αφαίρεσης, να επαναφέρει το πράγμα στην προηγούμενη κατάσταση με δικά του έξοδα.  Αν  η  κατοχή του πράγματος περιήλθε στον άλλο, αυτός έχει δικαίωμα να εμποδίσει την αφαίρεση,  εφόσον  δεν  του  παρέχεται  ασφάλεια  για τη ζημία από την αφαίρεση.

Άρθρο 303
Υποχρέωση σε λογοδοσία

  `Οποιος έχει τη διαχείριση μιας ολικά ή μερικά ξένης υπόθεσης, εφόσον η διαχείριση συνεπάγεται εισπράξεις και δαπάνες, έχει υποχρέωση γα λογοδοτήσει. Για το σκοπό αυτόν ο δοσίλογος οφείλει να  ανακοινώσει στο  δεξίλογο  λογαριασμό  που να περιέχει αντιπαράθεση των εσόδων και των εξόδων, καθώς και ό,τι προκύπτει από την αντιπαράθεση αυτή και  να επισυνάψει τα δικαιολογητικά, εφόσον συνηθίζονται.

Άρθρο 304
Υποχρέωση σε απόδοση ομάδας

 `Οποιος  έχει  υποχρέωση  να  αποδώσει ομάδα αντικειμένων ή να  δώσει πληροφορίες  γι  αυτήν,  οφείλει  να  εγχειρίσει στο δικαιούχο κατάλογο των στοιχείων της ομάδας.

Άρθρο 305
Διαζευκτική ενοχή

 Αν  από  δύο  ή  περισσότερες  οφειλόμενες  παροχές  πρέπει να καταβληθεί μόνο η μία (ενοχή διαζευκτική), το δικαίωμα της επιλογής σε περίπτωση αμφιβολίας το έχει ο οφειλέτης.

Άρθρο 306
Επιλογή

   Η επιλογή γίνεται με δήλωση προς το άλλο μέρος. Η δήλωση  είναι αμετάβλητη και δεν επιδέχεται αίρεση ή προθεσμία.

Αν οι δανειστές ή οι οφειλέτες είναι  περισσότεροι,  η  δήλωση  της επιλογής γίνεται σε κάθε περίπτωση από όλους ή προς όλους μαζί.

Άρθρο 307
Απλοποίηση

Με την επιλογή η Διαζευκτική ενοχή γίνεται απλή.

Άρθρο 308

Αν  ο  οφειλέτης, έχοντας το δικαίωμα επιλογής, δεν το ασκήσει έως την  έναρξη  της  αναγκαστικής  εκτέλεσης,  το  δικαίωμα  επιλογής περιέρχεται στο δανειστή.

Άρθρο 309
Απώλεια του δικαιώματος επιλογής

  Αν ο δανειστής, έχοντας το δικαίωμα επιλογής, γίνει υπερήμερος,ο οφειλέτης έχει το δικαίωμα να του τάξει εύλογη προθεσμία για να ασκήσει το δικαίωμα επιλογής.  Αν η προθεσμία περάσει άπρακτη, το δικαίωμα της επιλογής περιέρχεται στον οφειλέτη.

Άρθρο 310
Συγκέντρωση της διαζευκτικής ενοχής

  Αν η ενοχή είναι διαζευκτική και η μία από τις παροχές είναι ή  γίνει αδύνατη, η ενοχή συγκεντρώνεται στις υπόλοιπες, με την επιφύλαξη  των διατάξεων των άρθρων 311 έως 314.

Άρθρο 311
Αδυναμία σε περίπτωση διαζευκτικής ενοχής

   Ο οφειλέτης, αν έχει το δικαίωμα της επιλογής και η μία παροχή  γίνει αδύνατη  από  πταίσμα  του  και  έπειτα  και  η άλλη από τυχαίο γεγονός, οφείλει την αξία της παροχής που  έγινε  αδύνατη από τυχαίο γεγονός.

Άρθρο 312

Αν  το δικαίωμα της επιλογής έχει ο οφειλέτης και η μία παροχή  γίνει αδύνατη από πταίσμα του δανειστή, ο οφειλέτης έχει δικαίωμα ή να καταβάλει την παροχή που σώζεται και να απαιτήσει αποζημίωση γι`  αυτή που  έγινε  αδύνατη  ή  να θεωρήσει τον εαυτό του απαλλαγμένο από κάθε υποχρέωση.

Άρθρο 313

Αν το δικαίωμα της επιλογής έχει ο δανειστής και η μία  παροχή  γίνει αδύνατη από πταίσμα του, έχει δικαίωμα ο δανειστής ή να ζητήσει  την παροχή που σώζεται και να αποζημιώσει τον  οφειλέτη  γι`  αυτή  που έγινε αδύνατη ή να θεωρήσει ότι η ενοχή έχει αποσβεσθεί.

Άρθρο 314

  Αν  το δικαίωμα της επιλογής έχει ο δανειστής και η μία παροχή  γίνει αδύνατη από πταίσμα του οφειλέτη, ο δανειστής έχει  δικαίωμα  να απαιτήσει  ή  την  παροχή  που  σώζεται ή αποζημίωση γι αυτή που έγινε αδύνατη.

Άρθρο 315

Οι διατάξεις των άρθρων 311 έως 314 εφαρμόζονται αναλόγως  και  όταν η Διαζευκτική ενοχή περιέχει περισσότερες από δύο παροχές.

Άρθρο 316
Μερική εκπλήρωση

  Ο οφειλέτης δεν έχει δικαίωμα να εκπληρώσει κατά ένα μέρος την οφειλόμενη παροχή.

Άρθρο 317
Εκπλήρωση από τρίτο

  Η παροχή  μπορεί  να  εκπληρωθεί  και  από  τρίτο, εκτός αν ο δανειστής έχει συμφέρον να την εκπληρώσει ο οφειλέτης.

Άρθρο 318

Ο δανειστής μπορεί να αρνηθεί την παροχή που  προσφέρεται  από τρίτο, αν ο οφειλέτης δήλωσε ότι είναι αντίθετος σ αυτήν.

Άρθρο 319
Δικαίωμα τρίτου σε προσφορά και υποκατάσταση

  Αν επισπεύδεται αναγκαστική εκποίηση κατά του οφειλέτη, όποιος εξαιτίας της κινδυνεύει να χάσει εμπράγματο δικαίωμα ή την κατοχή πάνω στο πράγμα που εκποιείται, έχει δικαίωμα να ικανοποιήσει  το  δανειστή με  καταβολή,  δημόσια  κατάθεση  ή  συμψηφισμό.   Εφόσον  ο δανειστής ικανοποιείται, αυτός που τον ικανοποίησε υποκαθίσταται στα  δικαιώματά του.

Άρθρο 320
Τόπος παροχής

  Αν  ο τόπος της παροχής δεν συνάγεται ούτε από τη δικαιοπραξία  ούτε από τις περιστάσεις και ιδίως από τη φύση της ενοχικής σχέσης,  η παροχή  καταβάλλεται  στον τόπο οπου ο οφειλέτης είχε την Κατοικία του κατά τη γένεση της ενοχής.

Αν η υποχρέωση προέρχεται από την άσκηση του επαγγέλματος  του οφειλέτη,  αντί  για  τον  τόπο  της  Κατοικίας  ισχύει  ο  τόπος  της επαγγελματικής του εγκατάστασης.

Άρθρο 321

Αν  η  παροχή  είναι  χρηματική,  σε  περίπτωση  αμφιβολίας  ο οφειλέτης  πρέπει να την καταβάλει στον τόπο όπου ο δανειστής έχει την Κατοικία του κατά το χρόνο της καταβολής.

Αν η απαίτηση προέρχεται από την άσκηση του  επαγγέλματος  του δανειστή,  αντί  για  τον  τόπο  της  Κατοικίας  ισχύει  ο  τόπος  της επαγγελματικής του εγκατάστασης.

Άρθρο 322

Αν η εκπλήρωση παροχής που πρέπει να καταβληθεί στην  Κατοικία  του δανειστή έγινε σημαντικά δυσχερέστερη επειδή ο δανειστής μετέβαλε  την Κατοικία του μετά τη γένεση της  ενοχής,  ο  οφειλέτης  μπορεί  να καταβάλει στην αρχική Κατοικία του δανειστή.

Άρθρο 323
Χρόνος παροχής

  Αν ο χρόνος της παροχής δεν συνάγεται ούτε από τη δικαιοπραξία  ούτε από  τις  περιστάσεις και ιδίως από τη φύση της ενοχικής σχέσης,  έχει δικαίωμα ο δανειστής να απαιτήσει και ο οφειλέτης  να  εκπληρώσει  την παροχή αμέσως.

Άρθρο 324

Αν  ο  χρόνος  της  παροχής  είναι  ορισμένος,  ο οφειλέτης σε περίπτωση αμφιβολίας έχει δικαίωμα να εκπληρώσει την παροχή  και  πριν από  το  χρόνο αυτό. Δεν έχει όμως δικαίωμα να αφαιρέσει προεξοφλητικό τόκο, εφόσον δεν συνάγεται κάτι άλλο από το νόμο ή τη δικαιοπραξία.

Άρθρο 325
Δικαίωμα επίσχεσης

   Αν ο οφειλέτης έχει  κατά  του  δανειστή  ληξιπρόθεσμη  αξίωση συναφή  με  την  οφειλή  του, έχει δικαίωμα, εφόσον δεν προκύπτει κάτι άλλο,  να  αρνηθεί  την  εκπλήρωση  της  παροχής  ωσότου  ο  δανειστής εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει (Δικαίωμα επίσχεσης).

 

Άρθρο 326

Δικαίωμα  επίσχεσης  έχει ιδίως και ο υπόχρεος να αποδώσει ένα πράγμα για δαπάνες που έγιναν πάνω σ αυτό ή για ζημία  που  έπαθε  απ` αυτό.

Άρθρο 327

Δικαίωμα επίσχεσης δεν υπάρχει κατά αξιώσεων, κατά των  οποίων  δεν αντιτάσσεται συμψηφισμός.

Άρθρο 328

Ο  δανειστής  μπορεί  να  αποκρούσει το δικαίωμα της επίσχεσης παρέχοντας ασφάλεια.  Η ασφάλεια με εγγυητή αποκλείεται.

Άρθρο 329

        Αν ο οφειλέτης που έχει εναχθεί από το δανειστή αντιτάσσει  το δικαίωμα  της  επίσχεσης, η καταδίκη του οφειλέτη σε παροχή γίνεται με τον όρο της ταυτόχρονης εκπλήρωσης από το δανειστή της υποχρέωσης  που τον βαρύνει.

Άρθρο 330
Ευθύνη λόγω πταίσματος

  Ο  οφειλέτης  ενέχεται,  αν  δεν  ορίστηκε κάτι άλλο, για κάθε αθέτηση της υποχρέωσής του από δόλο ή αμέλεια, δική του ή των  νόμιμων αντιπροσώπων  του.   Αμέλεια υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές.

Άρθρο 331

  Αν ο οφειλέτης είναι ανήλικος κάτω των δεκατεσσάρων ετών ή δεν έχει συνείδηση των πράξεών του ή βρίσκεται σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της κρίσης και της βούλησής του, ή,τέλος, είναι κωφάλαλος, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 915 έως 918.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 20 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 332
Συμφωνία για μη ευθύνη από πταίσμα

  Άκυρη είναι κάθε εκ των προτέρων συμφωνία με την  οποία αποκλείεται ή περιορίζεται η ευθύνη από δόλο ή βαριά αμέλεια.

Άκυρη είναι επίσης η εκ των προτέρων συμφωνία ότι δεν θα ευθύνεται ο οφειλέτης και για ελαφριά ακόμη  αμέλεια, αν ο δανειστής βρίσκεται στην υπηρεσία του οφειλέτη ή η ευθύνη προέρχεται από την άσκηση επιχείρησης για την οποία προηγήθηκε παραχώρηση της αρχής. Το ίδιο ισχύει και αν η απαλλακτική ρήτρα περιέχεται σε όρο της σύμβασης που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης ή αν με τη ρήτρα απαλλάσσεται ο οφειλέτης από την ευθύνη για προσβολή αγαθών που απορρέουν από την προσωπικότητα και ιδίως της ζωής, της υγείας, της ελευθερίας ή της τιμής.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με το άρθρο 2 παρ.1 Ν.3043/2002, ΦΕΚ Α 192/21.8.2002.

Άρθρο 333

  `Οποιος  ευθύνεται  με  μέτρο  μόνο  την επιμέλεια που δείχνει συνήθως στις δικές του υποθέσεις δεν απαλλάσσεται από την  ευθύνη  για βαριά αμέλεια.

Άρθρο 334
Ευθύνη από πταίσμα του προστηθέντος

1.Ο   οφειλέτης  ευθύνεται  για  το  πταίσμα  των  προσώπων  που χρησιμοποιεί για να εκπληρώσει την παροχή, όπως για δικό του πταίσμα.

2. Η ευθύνη αυτή μπορεί εκ των προτέρων να περιοριστεί ή να αποκλειστεί, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις του άρθρου 332.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με το άρθρο 2 παρ.2 Ν.3043/2002, ΦΕΚ Α 192/21.8.2002.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Άρθρο 335
Αδυναμία για εκπλήρωση

  Αν  κατά  την  εκπλήρωσή  της  η  παροχή  είναι ολικά ή μερικά αδύνατη για λόγους που είτε είναι γενικοί είτε αφορούν  τον  οφειλέτη, αυτός  έχει υποχρέωση να ανορθώσει τη ζημία του δανειστή που επέρχεται από την αδυναμία.

Άρθρο 336
Πότε επέρχεται απαλλαγή λόγω αδυναμίας

Ο οφειλέτης απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση εξαιτίας αδυναμίας  να εκπληρώσει την παροχή, αν αποδείξει  ότι  η  αδυναμία οφείλεται  σε  γεγονός για το οποίο δεν έχει ευθύνη. Οφείλει όμως αμέσως, μόλις μάθει  την αδυναμία για εκπλήρωση, να ειδοποιήσει το δανειστή.

Άρθρο 337
Μερική αδυναμία

  Σε  περίπτωση  μερικής  υπαιτίας  αδυναμίας  του  οφειλέτη  να εκπληρώσει, την παροχή ο  δανειστής, μέσα  σε  εύλογη προθεσμία αφότου γίνει η προσφορά ή η πρόκληση από τον οφειλέτη, αν δεν  έχει  συμφέρον στη  μερική  εκπλήρωση, έχει  δικαίωμα  να  την αρνηθεί εντελώς και να θεωρήσει την αδυναμία ολική.

Άρθρο 338
Περιελθόν

 Αν ο οφειλέτης  απαλλάχθηκε  από  την  υποχρέωσή  του,  επειδή βρισκόταν  σε  αδυναμία να την εκπληρώσει από γεγονός για το οποίο δεν έχει ευθύνη οφείλει να αποδώσει στο δανειστή καθετί  που  περιήλθε  σ` αυτόν εξαιτίας αυτού του γεγονότος.

Άρθρο 339
Μη εκπλήρωση παροχής που επιδικάστηκε

         Αν ο οφειλέτης καταδικάστηκε τελεσίδικα σε παροχή μη χρηματική  ο δανειστής μπορεί να του τάξει εύλογη προθεσμία για να εκπληρώσει την  παροχή,  δηλώνοντας  συνάμα ότι μετά την πάροδο της μίας αποκρούει την  παροχή.  Αν η  προθεσμία  περάσει  άπρακτη,  μόνο  αποζημίωση  για  μη  εκπλήρωση της παροχής.

Άρθρο 340
Υπερημερία του οφειλέτη

 Ο  οφειλέτης  ληξιπρόθεσμης  παροχής  γίνεται  υπερήμερος,  αν προηγήθηκε δικαστική ή εξώδικη όχληση του δανειστή.

Άρθρο 341
Δήλη ημέρα

 Αν για την εκπλήρωση της παροχής συμφωνηθεί ορισμένη ημέρα,  ο οφειλέτης γίνεται υπερήμερος με μόνη την παρέλευση της ημέρας αυτής.

Αν για την εκπλήρωση της παροχής έχει ταχθεί ορισμένη προθεσμία από την καταγγελία, ο οφειλέτης γίνεται υπερήμερος όταν, αφού γίνει η καταγγελία, περάσει η προθεσμία.

Άρθρο 342

Ο  οφειλέτης  δεν  γίνεται  υπερήμερος,  αν  η καθυστερήση της παροχής οφείλεται σε γεγονός για το οποίο δεν έχει ευθύνη.

Άρθρο 343
Συνέπειες

   Ο υπερήμερος  οφειλέτης  εκτός  από  την  παροχή  οφείλει  και αποζημίωση για τη ζημία του δανειστή από την καθυστέρηση.

Αν  ο δανειστής εξαιτίας της υπερημερίας δεν έχει πια συμφέρον  στην εκπλήρωση της παροχής, έχει δικαίωμα, μέσα  σε  εύλογη  προθεσμία αφότου  γίνει η προσφορά ή η πρόσκληση από τον οφειλέτη, να αποκρούσει την παροχή και να απαιτήσει αποζημίωση για τη μη εκπλήρωση.

Άρθρο 344

  Ο οφειλέτης κατά τη διάρκεια της υπερημερίας  ευθύνεται για κάθε αμέλεια.  Ευθύνεται  επίσης για τα τυχαία γεγονότα, εκτός αν αποδείξει ότι η ζημία θα επερχόταν και αν η παροχή εκπληρωνόταν έγκαιρα.

Άρθρο 345
Υπερημερία σε περίπτωση χρηματικής οφειλής

 `Οταν πρόκειται για χρηματική οφειλή, ο δανειστής σε περίπτωση  υπερημερίας έχει δικαίωμα  να  απαιτήσει  τον  τόκο,  υπερημερίας  που  ορίζεται  από το νόμο ή με δικαιοπραξία χωρίς να είναι υποχρεωμένος να  αποδείξει ζημία.  Ο δανειστής, αν αποδείξει  και  άλλη  θετική  ζημία,  εφόσον  στο  νόμο δεν ορίζεται διαφορετικά, έχει δικαίωμα να απαιτήσει  και αυτήν.

Άρθρο 346
Τόκος επιδικίας

Ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και εάν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή ή η διαταγή πληρωμής για το ληξιπρόθεσμο χρέος (τόκος επιδικίας). Το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι δύο (2) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας, όπως ο τελευταίος ορίζεται εκάστοτε από το νόμο ή με δικαιοπραξία. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει, εάν πριν από τη συζήτηση της αγωγής ο οφειλέτης αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί εξωδίκως, ή εάν δεν ασκήσει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής αντιστοίχως. Με αίτημα του εναγομένου το δικαστήριο δύναται κατ` εξαίρεση, εκτιμώντας τις περιστάσεις, να επιδικάσει την απαίτηση με το νόμιμο ή συμβατικό τόκο υπερημερίας. Η εξαίρεση ισχύει ιδίως για τις κατ` εύλογη κρίση του δικαστηρίου επιδικαζόμενες χρηματικές απαιτήσεις. Από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης που επιδικάζει εντόκως χρηματική οφειλή ή απορρίπτει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι τρεις (3) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει εάν δεν ασκηθεί ένδικο μέσο κατά της οριστικής απόφασης.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με τα άρθρα 2 και 113 Ν.4055/2012,ΦΕΚ Α 51/12.3.2012.

Άρθρο 347

Ο οφειλέτης αντικειμένου αν υποχρεωθεί να καταβάλει  την  αξία  του εξαιτίας  γεγονότος  που  συνέβη κατά τη διάρκεια της υπερημερίας  του, οφείλει νόμιμους τόκους στο ποσό  της  αξίας  από  το  χρόνο  που λαμβάνεται ως βάση για τον υπολογισμό της.

Άρθρο 348
Η ευθύνη για το πράγμα μετά την αγωγή

   `Οποιος  οφείλει  ορισμένο πράγμα ευθύνεται αφότου επιδόθηκε η  αγωγή σε αποζημίωση για χειροτέρευση ή καταστροφή  ή  αδυναμία  να  το αποδώσει, σύμφωνα με τις διατάξεις για τη διεκδίκηση, με την επιφύλαξη της τυχόν μεγαλύτερης ευθύνης από την ενοχική σχέση ή την υπερημερία.

Το  ίδιο  ισχύει  και  για  την  αξίωση  του  δανειστή  να του αποδοθούν ωφελήματα καθώς και για  την  αξίωση  του  οφειλέτη  γα  του αποδοθούν δαπάνες.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Υπερημερία του δανειστή
Άρθρο 349
Πότε είναι υπερήμερος ο δανειστής

   Ο  δανειστής  γίνεται υπερήμερος, αν δεν αποδέχεται την παροχή  που του προσφέρεται.

Η προσφορά πρέπει να είναι πραγματική και η προσήκουσα.

Άρθρο 350

Ο δανειστής γίνεται υπερήμερος και με προσφορά του οφειλέτη μη πραγματική, αν δήλωσε ήδη ότι δεν δέχεται την παροχή.

Άρθρο 351

Ο δανειστής γίνεται επίσης υπερήμερος, αν, μολονότι προσκλήθηκε από τον οφειλέτη, δεν προβαίνει στην απαιτούμενη πράξη ή σύμπραξη, χωρίς την οποία δεν μπορεί ο οφειλέτης να εκπληρώσει την παροχή.

Δεν απαιτείται πρόσκληση, αν για την πράξη που πρέπει να επιχειρήσει ο δανειστής συμφωνήθηκε είτε ορισμένη ημέρα είτε παρέλευση ορισμένης προθεσμίας από την καταγγελία.

Άρθρο 352

Στις  περιπτώσεις  των δύο προηγούμενων άρθρων ο δανειστής δεν γίνεται υπερήμερος αν ο οφειλέτης δεν ήταν σε θέση να  εκπληρώσει  την παροχή  κατά  το  χρόνο  της  προσφοράς  ή  της  πράξης  που έπρεπε να επιχειρήσει ο δανειστής.

Άρθρο 353
Υπερημερία στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις

   Αν  ο  οφειλέτης  έχει  την  υποχρέωση  παροχής  μόνο   έναντι αντιπαροχής,  ο  δανειστής  γίνεται  υπερήμερος  αν  είναι πρόθυμος να δεχτεί  την  παροχή  που  του  προσφέρεται  αλλά  δεν  προσφέρει   την αντιπαροχή που του ζητείται.

Άρθρο 354
Χρόνος παροχής μη ορισμένος

  Αν  ο  χρόνος της παροχής δεν είναι ορισμένος, ο δανειστής δεν γίνεται υπερήμερος για το λόγο ότι προσωρινά εμποδίζεται να δεχτεί  ην παροχή, εκτός αν ειδοποιήθηκε έγκαιρα από τον οφειλέτη ότι η εκπλήρωσή της.  Το  ίδιο ισχύει και όταν ο οφειλέτης έχει δικαίωμα να εκπληρώσει την παροχή και πριν από τον ορισμένο χρόνο.

Άρθρο 355
Συνέπειες της υπερημερίας του δανειστή

   Ο οφειλέτης κατά τη διάρκεια της υπερημερίας του δανειστή μόνο  για δόλο και βαριά αμέλεια.

Άρθρο 356

 Ο  οφειλέτης  χρηματικής  οφειλής   κατά   τη   διάρκεια   της υπερημερίας  του  δανειστή  δεν  οφείλει  τόκους, με την επιφύλαξη της διάταξης του επόμενου άρθρου.

Άρθρο 357

Κατά τη διάρκεια της υπερημερίας του δανειστή ο οφειλέτης  που ευθύνεται για τα ωφελήματα κάποιου αντικειμένου έχει υποχρέωση για όσα εξήγαγε.

Άρθρο 358

Ο  οφειλέτης  έχει  δικαίωμα να απαιτήσει από τον υπερήμερο δανειστή καθετί που χρειάστηκε  να  δαπανήσει  επιπλέον  για  την  ατελεσφόρητη προσφορά της παροχής καθώς και για τη φύλαξη και τη συντήρησή της κατά τη διάρκεια της υπερημερίας.

Άρθρο 359
Συνέπειες στην περίπτωση υποχρέωσης για απόδοση ακινήτου

  Ο οφειλέτης, αν έχει  υποχρέωση  να  αποδώσει  ακίνητο  και  ο δανειστής  έγινε  υπερήμερος, δικαιούται, ειδοποιώντας προηγουμένως το δανειστή, αν αυτό είναι εφικτό,  να  προκαλέσει  το  διορισμό  από  το δικαστήριο   μεσεγγυούχου,   ο  οποίος  έχει  τα  δικαιώματα  και  τις υποχρεώσεις κάθε μεσεγγυούχου.  Αφότου  ο  μεσεγγυούχος  παραλάβει  το ακίνητο, επέρχεται απόσβεση της υποχρέωσης του οφειλέτη.

Το  ίδιο  ισχύει  και  αν  ο  οφειλέτης  από λόγο που αφορά το πρόσωπο του δανειστή  ή  εξαιτίας  εύλογης  αβεβαιότητας  ως  προς  το πρόσωπό του, αδυνατεί να εκπληρώσει με ασφάλεια την υποχρέωσή του.

Άρθρο 360

Ο  οφειλέτης  του  ακινήτου  μπορεί να προκαλέσει την άρση της Μεσεγγύησης και την ανάληψη  του  ακινήτου,  εφόσον  ο  δανειστής  δεν αποδέχτηκε  τη  Μεσεγγύηση.   Από  την  άρση  η υποχρέωση του οφειλέτη θεωρείται ότι δεν αποσβέστηκε ποτέ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Ενοχές από συμβάσεις γενικά
Άρθρο 361
Ενοχή από σύμβαση

Για τη σύσταση ή αλλοίωση ενοχής  με  δικαιοπραξία  απαιτείται  σύμβαση, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά.

Άρθρο 362
Σύμβαση για αδύνατη παροχή

    Αυτός  που  υποσχέθηκε  παροχή  η  οποία είναι αδύνατη κατά τη σύναψη της σύμβασης, για λόγους που είτε είναι  γενικοί  είτε  αφορούν τον  ίδιο, έχει υποχρέωση να ανορθώσει τη ζημία του δανειστή από τη μη εκπλήρωση της παροχής. Η διάταξη του άρθρου 337  εφαρμόζεται  αναλόγως και εδώ.

Άρθρο 363

Ο  οφειλέτης,  εφόσον  στο  νόμο  δεν  ορίζεται   διαφορετικά, απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση που απορρέει από την υπόσχεση αδύνατης παροχής,   αν   κατά  τη  συνομολόγηση  της  σύμβασης  αγνοούσε  χωρίς υπαιτιότητα ότι η παροχή είναι αδύνατη.  Οφείλει  όμως,  αμέσως  μόλις μάθει  την  αδυναμία  για εκπλήρωση, να ειδοποιήσει το δανειστή για το γεγονός αυτό.  Η διάταξη του άρθρου 338 εφαρμόζεται και εδώ.

Άρθρο 364

Σε περίπτωση υπόσχεσης αδύνατης παροχής, αν ο δανειστής κατά τη σύναψη της σύμβασης γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι  η  παροχή  είναι αδύνατη, εφαρμόζεται αναλόγως η διάταξη του άρθρου 300.

Άρθρο 365
Σύμβαση για παροχή απαγορευμένη από το νόμο

  Οι  διατάξεις  για  την υπόσχεση αδύνατης παροχής εφαρμόζονται  και όταν η  υπόσχεση  αφορά  παροχή  που  προσκρούει  σε  απαγορευτική διάταξη του νόμου.

Άρθρο 366
Σύμβαση για μεταβίβαση κάθε μέλλουσας περιουσίας

   Σύμβαση για μεταβίβαση κάθε μέλλουσας  περιουσίας  ή  ποσοστού  της ή για Σύσταση επικαρπίας σ` αυτήν είναι άκυρη.

Άρθρο 367
Σύμβαση για μεταβίβαση της υφιστάμενης περιουσίας

 Σύμβαση  για μεταβίβαση ολόκληρης της υφιστάμενης περιουσίας ή ποσοστού της ή για Σύσταση επικαρπίας σ`  αυτήν  απαιτείται  να  γίνει ενώπιον συμβολαιογράφου.

Άρθρο 368
Σύμβαση για την κληρονομία προσώπου που ζεί

  Σύμβαση για την κληρονομία προσώπου που ζεί είτε  με  το  ίδιο  είτε με  τρίτο  πρόσωπο,είτε  για ολόκληρη είτε για ποσοστό της,είναι άκυρη.Το ίδιο ισχύει και για τη σύμβαση με την  οποία  περιορίζεται  η ελευθερία ως προς τις διατάξεις τελευταίας βούλησης.

Άρθρο 369
Εμπράγματες συμβάσεις για ακίνητο

 Συμβάσεις που έχουν αντικείμενο τη σύσταση, μετάθεση αλλοίωση ή κατάργηση  εμπράγματων  δικαιωμάτων  πάνω  σε  ακίνητα  απαιτείται  να γίνονται ενώπιον συμβολαιογράφου.

Άρθρο 370

  Η  συμβατική  υποχρέωση για εκποίηση ή επιβάρυνση πράγματος σε περίπτωση  αμφιβολίας  εκτείνεται  και  στο  κατά  την  κατάρτιση  της σύμβασης παράρτημά του.

Άρθρο 371
Αοριστία παροχής

 Αν ο προσδιορισμός της παροχής  ανατέθηκε  σε  έναν  από  τους συμβαλλομένους  ή σε τρίτο, σε  περίπτωση  αμφιβολίας θεωρείται ότι ο προσδιορισμός πρέπει να γίνει με δίκαιη κρίση. Αν δεν έγινε  με δίκαιη κρίση ή βραδύνει, γίνεται από το δικαστήριο.

Άρθρο 372

Σύμβαση στην οποία ο προσδιορισμός της παροχής ανατίθεται στην  απόλυτη κρίση ενός από τους συμβαλλομένους είναι άκυρη.

Άρθρο 373

Αν   ο  προσδιορισμός   της   παροχής   ανατέθηκε   από   τους  συμβαλλομένους στην απόλυτη κρίση τρίτου και αυτός αδυνατεί ή αρνείται  ή βραδύνει, η σύμβαση είναι άκυρη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
Αρχές για τις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις
Άρθρο 374
`Ενσταση μη εκπλήρωσης της σύμβασης

   Ο  υπόχρεος  από αμφοτεροβαρή σύμβαση έχει δικαίωμα να αρνηθεί  την εκπλήρωση της παροχής,  για  όσο  χρόνο  ο  αντισυμβαλλόμενος  δεν εκπληρώνει  ή  δεν προσφέρει την αντιπαροχή (ένσταση μη εκπλήρωσης της σύμβασης),εκτός αν έχει υποχρέωση να εκπληρώσει πρώτος.

Σε περίπτωση παροχής πρός περισσότερους, η ένσταση  προτείνεται εναντίον  καθενός  για  το  μέρος που του αναλογεί ωσότου εκπληρωθεί ή προσφερθεί η όλη αντιπαροχή.

Άρθρο 375

Η ένσταση μη εκπλήρωσης της σύμβασης δεν μπορεί να αποκρουστεί  με την παροχή ασφάλειας.

Άρθρο 376

         Αν ο ένας από τους συμβαλλομένους εκπλήρωσε κατά ένα μέρος την  παροχή, δεν μπορεί ο άλλος να αρνηθεί  την αντιπαροχή  όταν  η άρνηση  αντιβαίνει  στην  καλή  πίστη  λόγω  των ειδικών περιστάσεων και ιδίως  επειδή το μέρος της παροχής που καθυστερείται ακόμη είναι επουσιώδες.

Άρθρο 377

Αυτός  που  έχει  υποχρέωση  από   αμφοτεροβαρή   σύμβαση   να  εκπληρώσει  πρώτος  την παροχή,  αν  η  αξίωσή  του για την αντιπαροχή  κινδυνεύει  από  ουσιώδη  ελάττωση  της  περιουσιακής  κατάστασης  του  άλλου,  που δεν  την  γνώριζε ούτε  όφειλε  να  τη  γνωρίζει  κατά την  κατάρτιση της σύμβασης,  μπορεί να αρνηθεί την εκπλήρωση  της  παροχής  ωσότου ο άλλος παράσχει ασφάλεια.

Άρθρο 378

Η  ένσταση  μη  εκπλήρωσης  της σύμβασης αποτέλεσμα έχει ότι ο  εναγόμενος καταδικάζεται στην παροχή με τον όρο ταυτόχρονης εκπλήρωσης  από τον άλλο της αντιπαροχής που τον βαρύνει.

Άρθρο 379
Αοριστία αντιπαροχής

 Αν η έκταση της αντιπαροχής δεν ορίστηκε, σε περίπτωση αμφιβολίας το δικαίωμα του προσδιορισμού ανήκει στο δικαιούμενο να απαιτήσει την αντιπαροχή.

Άρθρο 380
Ανυπαίτια αδυναμία παροχής του ενός

 Αν η παροχή του ενός από τους συμβαλλομένους είναι αδύνατη από  γεγονός για το οποίο αυτός δεν έχει ευθύνη, απαλλάσσεται και  ο  άλλος  συμβαλλόμενος  από  την  αντιπαροχή  και την αναζητεί, αν  τυχόν  την  κατέβαλε, κατά τις διατάξεις για το αδικαιολόγητο πλουτισμό.  Αλλά δεν  απαλλάσσεται   αν  απαίτησε  ό,τι  περιήλθε  στον  άλλο  εξαιτίας  του γεγονότος της αδυναμίας.

Άρθρο 381
Αδυναμία παροχής από υπαιτιότητα του άλλου

   Αν η παροχή του ενός από τους συμβαλλομένους έγινε αδύνατη από πταίσμα  του   άλλου,αυτός   δεν   απαλλάσεται   από   την   υποχρέωση αντιπαροχής.Από  την αντιπαροχή όμως αφαιρείται καθετί που ωφείλεται ή δόλια παραλείπει να ωφεληθεί από την απαλλαγή  αυτός  που  απαλλάσεται λόγω αδυναμίας.

Το  ίδιο  ισχύει  αν  η  παροχή  του  ενός έγινε αδύνατη χωρίς υπαιτιότητα του κατά το διάστημα που ο άλλος βρισκόταν  σε  υπερημερία αποδοχής της.

Άρθρο 382
Αδυναμία παροχής από υπαιτιότητα του ίδιου

   Αν η παροχή του ενός από τους συμβαλλομένους είναι αδύνατη από γεγονός  για  το  οποίο  αυτός  έχει  ευθύνη,μπορεί  ο  άλλος  είτε να επικαλεστεί τα δικαιώματα του άρθρου 380 είτε να απαιτήσει  αποζημίωση είτε  να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση.Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση του άρθρου 339,αν περάσει άπρακτη η προθεσμία που προβλέπεται σ` αυτό.

Άρθρο 383
Υπερημερία εκπλήρωσης του ενός

   Αν ο ένας από τους συμβαλλομένους βρίσκεται σε  υπερημερία  ως  προς την παροχή που οφείλει, έχει δικαίωμα ο άλλος να του τάξει εύλογη προθεσμία για εκπλήρωση, δηλώνοντας συνάμα  ότι  μετά  την  πάροδό της αποκρούει την παροχή. Αν περάσει άπρακτη η προθεσμία, ο τελευταίος έχει δικαίωμα  ή  να  απαιτήσει  αποζημίωση  για  τη  μή  εκπλήρωση  ή   να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, όχι όμως να απαιτήσει την παροχή.

Άρθρο 384

Αν, μέσα στην προθεσμία που έχει ταχθεί, η παροχή εκπληρώθηκε  κατά ένα μόνο μέρος και ο  δανειστής  δεν  έχει  συμφέρον  στη  μερική  εκπλήρωση,  έχει  δικαίωμα  να απαιτήσει αποζημίωση λόγω μη εκπλήρωσης  για την όλη παροχή ή να υπαναχωρήσει από την όλη σύμβαση.

Άρθρο 385

  Δεν απαιτείται να ταχθεί στον υπερήμερο οφειλέτη προθεσμία για την εκπλήρωση της παροχής:

1.αν από την όλη στάση του προκύπτει ότι  το μέτρο αυτό θα ήταν άσκοπο,

2.αν ο δανειστής εξαιτίας της υπερημερίας δεν έχει συμφέρον στην εκτέλεση της σύμβασης.

Άρθρο 386
Σύμβαση για διαδοχικές τμηματικές παροχές

 Αν η  σύμβαση  είναι  εκτελεστέα  κατά  διαδοχικές  τμηματικές παροχές  και  ο οφειλέτης περιήλθε σε υπερημερία ή υπαίτια αδυναμία ως πρός μία τμηματική  παροχή,ο  δανειστής  έχει  δικαίωμα  να  απαιτήσει αποζημίωση  ή  να  υπαναχωρήσει ως  πρός μόνη την παροχή αυτή. Τα ίδια δικαιώματα  έχει  ως  πρός  τις  υπολειπόμενες  παροχές  μόνο   αν   η καθυστέρηση  ή  αδυναμία  ως  προς  την  τμηματική  παροχή  είναι τόσο ουσιώδης, ώστε ο δανειστής δεν έχει πια συμφέρον για το υπόλοιπο μέρος της  σύμβασης  ή  αν  υπάρχει  βάσιμος  φόβος ότι δε θα εκπληρωθούν οι υπολειπόμενες παροχές. Με τους  όρους  το  δικαίωμα  του δανειστή  για αποζημίωση  ή  υπαναχώρηση  εκτείνεται  και στο μέρος της σύμβασης που εκτελέστηκε ήδη.

Άρθρο 387
Δικαίωμα αποζημίωσης μαζί με την υπαναχώρηση

  Στις περιπτώσεις  όπου  ο  δανειστής  ασκεί  το  δικαίωμα  της υπαναχώρησης,  μπορεί επιπλέον με αίτηση του και κατά την εύλογη κρίση του δικαστηρίου να του επιδικαστεί και αποζημίωση για την τυχόν  ζημία από τη μη εκπλήρωση της σύμβασης.

Στο  δικαίωμα  της  υπαναχώρησης  κατά  τα  λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 389 εώς 396.

Άρθρο 388
Απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών

Αν τα περιστατικά στα οποία κυρίως,ενόψει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών,τα μέρη στήριξαν τη σύναψη αμφοτεροβαρούς σύμβασης,μεταβλήθηκαν ύστερα, από λόγους που ήταν έκτακτοι και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν, και από τη μεταβολή αυτή η παροχή του οφειλέτη, ενόψει και της αντιπαροχής, έγινε υπέρμετρα επαχθής, το δικαστήριο μπορεί κατά την κρίση του με αίτηση του οφειλέτη να την αναγάγει στο μέτρο που αρμόζει και να αποφασίσει τη λύση της σύμβασης εξολοκλήρου ή κατά το μέρος που δεν εκτελέστηκε ακόμη.

Αν αποφασιστεί η λύση της σύμβασης, επέρχεται απόσβεση των υποχρεώσεων παροχής που πηγάζουν απ` αυτήν και οι συμβαλλόμενοι έχουν αμοιβαία υποχρέωση να αποδώσουν τις παροχές που έλαβαν κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ
Συμβατική υπαναχώρηση
Άρθρο 389
Δικαίωμα υπαναχώρησης

  Στη  σύμβαση  μπορεί  κάποιος  να επιφυλάξει στον εαυτό του το δικαίωμα της υπαναχώρησης.

Η υπαναχώρηση επιφέρει απόσβεση των υποχρεώσεων για παροχή που πηγάζουν από τη σύμβαση και οι συμβαλλόμενοι έχουν αμοιβαία  υποχρέωση να  αποδώσουν  τις  παροχές  που  έλαβαν  κατά  τις  διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό.

Άρθρο 390
Πώς ασκείται

  Η  υπαναχώρηση γίνεται με δήλωση αυτού που έχει το δικαίωμα να υπαναχωρήσει προς τον άλλο.

Άρθρο 391
Πότε αποκλείεται

   Η υπαναχώρηση  αποκλείεται  αν  το  αντικείμενο  που  έλαβε  ο  δικαιούμενος  να  υπαναχωρήσει καταστράφηκε από τυχαίο γεγονός ολικά ή κατά μεγάλο μέρος ή χειροτέρεψε ουσιωδώς.

Άρθρο 392

Η υπαναχώρηση αποκλείεται, αν αυτό που έλαβε ο δικαιούμενος να υπαναχωρήσει:

1.  από πταίσμα του καταστράφηκε  ολικά  ή  κατά  μεγάλο μέρος, ή χάθηκε ή χειροτέρεψε ουσιωδώς

2. μεταποιήθηκε από αυτόν ολικά ή κατά μεγάλο μέρος με επεξεργασία ή μετάπλαση σε άλλο πράγμα.

Άρθρο 393

    Η  υπαναχώρηση  αποκλείεται  αν ο δικαιούμενος να υπαναχωρήσει εκποίησε ολικά ή κατά μεγάλο μέρος το αντικείμενο που έλαβε  ή  το επιβάρυνε με δικαίωμα υπέρ τρίτου.

Άρθρο 394
Ματαίωση της υπαναχώρησης που ασκήθηκε

  Αν ο δικαιούμενος να υπαναχωρήσει έγινε υπερήμερος ως προς την  ολική ή  την κατά μεγάλο μέρος απόδοση αυτού που έλαβε, η υπαναχώρηση γίνεται ανίσχυρη, εφόσον δεν το αποδίδει μέσα στην εύλογη προθεσμία που του έταξε ο άλλος.

Άρθρο 395
Απόσβεση

 Το  δικαίωμα  της υπαναχώρησης αποσβήνεται αν δεν ασκηθεί μέσα  σε εύλογη προθεσμία που τάσσεται από τον άλλο.

Άρθρο 396
Υπαναχώρηση σε περίπτωση περισσοτέρων

  Αν στη σύμβαση οι συμβαλλόμενοι  από  τις  δύο  πλευρές  είναι περισσότεροι,  το  δικαίωμα της υπαναχώρησης απαιτείται να ασκηθεί από όλους και κατά όλων.

Αν το δικαίωμα αυτό αποσβεστεί για έναν, αποσβήνεται και ως προς τους άλλους.

 

Άρθρο 397
Υπαναχώρηση στην περίπτωση μη εκτέλεσης της σύμβασης

     Αυτός που επιφύλαξε στον εαυτό του  την  υπαναχώρηση  για  την περίπτωση  όπου  ο  άλλος  δεν  θα  εκπλήρωνε την υποχρέωσή του από τη σύμβαση, σε περίπτωση αμφιβολίας έχει το δικαίωμα αυτό μόνο  αν  η  μη εκπλήρωση  οφείλεται  σε υπαιτιότητα του άλλου.  Αυτός που ισχυρίζεται ότι εκπλήρωσε την υποχρέωσή του οφείλει να το αποδείξει.

Άρθρο 398
Υπαναχώρηση έναντι καταβολής ποινής

   Αν ο ένας από τους συμβαλλομένους επιφύλαξε στον εαυτό του την υπαναχώρηση έναντι καταβολής  ποινής,  η  υπαναχώρηση  είναι  ανίσχυρη εφόσον  έγινε  χωρίς  σύγχρονη  καταβολή  της  ποινής  και ο άλλος την απέκρουσε για το λόγο αυτό χωρίς υπαίτια καθυστέρηση.

Άρθρο 399
Ρήτρα έκπτωσης σε περίπτωση μη εκπλήρωσης

 Αν στη σύμβαση συνομολογήθηκε ότι ο οφειλέτης που δεν εκπληρώνει την υποχρέωσή του εκπίπτει από τα συμβατικά του δικαιώματα, θεωρείται ότι ο δανειστής επιφύλαξε για την περίπτωση αυτή δικαίωμα υπαναχώρησης.

Άρθρο 400
Ρήτρα κράτησης της παροχής

    Η συμβατική ρήτρα ότι ο δανειστής  σε  περίπτωση  υπαναχώρησης κρατεί  ως  όφελος  το  μέρος  της  παροχής που έλαβε διέπεται από τις διατάξεις για την ποινική ρήτρα.

Άρθρο 401
Παροχή εκπληρωτέα σε ορισμένο χρόνο

    Αν  στη  σύμβαση  συνομολογήθηκε  ότι  η  παροχή  πρέπει   να εκπληρωθεί  αποκλειστικά  σε  ορισμένο  χρόνο  ή  αποκλειστικά μέσα σε ορισμένη προθεσμία,  σε  περίπτωση  αμφιβολίας  ο  δανειστής  έχει  το δικαίωμα  να  υπαναχωρήσει  για  μόνη  την  καθυστέρηση ανεξάρτητα από υπαιτιότητα του οφειλέτη.  Αν ο δανειστής  προτιμά  την  απαίτηση  της παροχής,  οφείλει  να  το ανακοινώσει αμέσως στον οφειλέτη, αλλιώς δεν έχει την απαίτηση αυτή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ
Αρραβώνας και ποινική ρήτρα
Άρθρο 402
`Εννοια του αρραβώνα

 Αν κατά την κατάρτιση της σύμβασης  δόθηκε  αρραβώνας,  εφόσον  δεν ορίστηκε  τίποτε  άλλο,  θεωρείται  ότι δόθηκε για την κάλυψη της ζημίας από τη μη εκτέλεση της σύμβασης.

Άρθρο 403
Τύχη του αρραβώνα

  Ο υπαίτιος για τη μη εκτέλεση της σύμβασης χάνει τον  αρραβώνα  που έδωσε  ή  αποδίδει διπλάσιο αυτόν που έλαβε.  Σε περίπτωση αμφιβολίας δεν αποκλείεται υποχρέωση για περαιτέρω αποζημίωση, που μειώνεται όμως κατά το ποσό του αρραβώνα.

Άρθρο 404
Ποινική ρήτρα

 Ο οφειλέτης  μπορεί  να  υποσχεθεί  στο  δανειστή  ως  ποινή χρηματικό ποσό ή κάτι άλλο (ποινική ρήτρα), για την περίπτωση που δεν θα εκπλήρωνε ή που δεν θα εκπλήρωνε προσηκόντως την παροχή.

Άρθρο 405
Κατάπτωση της ποινής και συνέπειες

 Η   ποινή  καταπίπτει  αν  ο  οφειλέτης  αδυνατεί  υπαίτια  να εκπληρώσει την παροχή ή αν περιέλθει σε υπερημερία.

Η κατάπτωση της ποινής επέρχεται και αν ακόμη ο δανειστής  δεν έχει υποστεί καμιά ζημία.

Άρθρο 406

Σε  περίπτωση που η ποινή συμφωνήθηκε για την περίπτωση της μη εκπλήρωσης της παροχής,  ο  δανειστής,  αν  απαιτήσει  την  ποινή  που κατέπεσε, αποκλείεται να ζητήσει την εκπλήρωση της παροχής.

Αν  ο  δανειστής αντί για εκπλήρωση έχει δικαίωμα αποζημίωσης, μπορεί να απαιτήσει την ποινή που κατέπεσε,  καθώς  και  την  επιπλέον αποδεικνυόμενη ζημία.

Άρθρο 407

Αν  η  ποινή  συμφωνήθηκε για την περίπτωση της μη προσήκουσας  και ιδίως της μη έγκαιρης εκπλήρωσης της  παροχής,  ο  δανειστής  έχει  δικαίωμα  να  απαιτήσει  εκτός  από  την  ποινή  που  κατέπεσε και την  εκπλήρωση της παροχής. `Εχει επίσης το δικαίωμα να απαιτήσει  και  την  επιπλέον αποδεικνυόμενη ζημία, από τη μη προσήκουσα εκπλήρωση.

Άρθρο 408
Ποινική ρήτρα σε περίπτωση άκυρης παροχής

  Αν  η  υπόσχεση  της  παροχής  είναι  άκυρη, είναι άκυρη και η ποινική ρήτρα, και  αν  ακόμη  τα  μέρη  γνώριζαν  την  ακυρότητα  της υπόσχεσης.

Άρθρο 409
Υπέρμετρη ποινή

 Αν  η ποινή που συμφωνήθηκε είναι δυσανάλογα μεγάλη μειώνεται, ύστερα από αίτηση του  οφειλέτη,  από  το  δικαστήριο  στο  μέτρο  που αρμόζει. Αντίθετη συμφωνία δεν ισχύει.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ
Σύμβαση υπέρ τρίτου και σε βάρος τρίτου
Άρθρο 410
Σύμβαση υπέρ τρίτου

   Αν  κάποιος  δεχτεί  υπόσχεση  παροχής  υπέρ τρίτου, μπορεί να απαιτήσει να καταβάλει στον τρίτο αυτός που υποσχέθηκε.

Άρθρο 411
Δικαίωμα του τρίτου

  Ο τρίτος έχει το δικαίωμα να απαιτήσει  την  παροχή  απευθείας απ` αυτόν  που  υποσχέθηκε, αν  προκύπτει  τέτοια θέληση των μερών που έχουν συμβληθεί ή  αυτό  συνάγεται  από  τη  φύση  και  το  σκοπό  της  σύμβασης.

Άρθρο 412

         Εφόσον ο τρίτος που έχει το δικαίωμα  να  απαιτήσει  απευθείας  την παροχή δήλωσε προς αυτόν που υποσχέθηκε ότι θα ασκήσει το δικαίωμά του,  ο  δέκτης  της  υπόσχεσης  δεν  μπορεί  να τον απαλλάξει από την υποχρέωσή του.

Άρθρο 413
Αποποίηση του τρίτου

Αν  ο  τρίτος  με  δήλωσή  του  προς  αυτόν   που   υποσχέθηκε αποποιήθηκε  το  δικαίωμα  του που πηγάζει από τη σύμβαση, το δικαίωμα αυτό θεωρείται ότι δεν αποκτήθηκε.

Άρθρο 414
Ενστάσεις κατά του τρίτου

 Αυτός  που  υποσχέθηκε  έχει  το  δικαίωμα  να  αντιτάξει  και απέναντι στον τρίτο ενστάσεις από τη σύμβαση.

Άρθρο 415
Σύμβαση σε βάρος τρίτου

 Αυτός  που  υποσχέθηκε σε άλλον ότι τρίτος θα καταβάλει κάποια παροχή, εφόσον  δεν  προκύπτει  κάτι  άλλο  από  τη  σύμβαση,  οφείλει αποζημίωση αν ο τρίτος αρνηθεί την καταβολή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ
Απόσβεση των ενοχών
Άρθρο 416
Καταβολή

 Η ενοχή αποσβήνεται με καταβολή.

Άρθρο 417
Καταβολή προς άλλον εκτός από το δανειστή

   Η  καταβολή  απαιτείται  γα  γίνει  στο δανειστή ή σε όποιον ο δανειστής ή το δικαστήριο ή ο  νόμος  έχει  επιτρέψει  να  δεχτεί  την καταβολή.

Η  καταβολή  που  έγινε  σε  άλλον  ισχύει  αν ο δανειστής την εγκρίνει ή εφόσον ωφελείται απ αυτήν.

Άρθρο 418
Μη προσήκουσα καταβολή

 Αν ο δανειστής  αποδέχτηκε  την  παροχή  που  έγινε  με  σκοπό καταβολής,  αυτόν  βαρύνει  η  απόδειξη  ότι  η  καταβολή  δεν  ήταν η προσήκουσα.

Άρθρο 419
Δόση αντί καταβολής

   Ο δανειστής δεν είναι υπόχρεος να δεχτεί αντί  καταβολής  άλλη παροχή. Αν όμως δεχτεί τέτοια παροχή, η ενοχή αποσβήνεται.

Άρθρο 420

        Αν  αντί  καταβολής  δόθηκε  στο  δανειστή  κάτι  άλλο,  για τα  πραγματικά ή νομικά  ελαττώματά  του  ο  οφειλέτης  ευθύνεται  όπως  ο πωλητής.

Άρθρο 421
Υπόσχεση αντί καταβολής

 Αν  ο  οφειλέτης  για  να  ικανοποιήσει  το  δανειστή αναλάβει απέναντί  του  νέα  υποχρέωση,  αυτή  δεν  θεωρείται  ότι  έγινε  αντί καταβολής, εκτός αν προκύπτει σαφώς το αντίθετο.

Άρθρο 422
Καταλογισμός σε περίπτωση περισσότερων χρεών

 Αν ο οφειλέτης έχει περισσότερα χρέη προς το δανειστή, έχει το δικαίωμα  να ορίσει κατά την καταβολή το χρέος που θέλει να εξοφληθεί.

Αν δεν όρισε τίποτε,  η  παροχή  που  έγινε  καταλογίζεται  πρώτα  στο ληξιπρόθεσμο χρέος και, αν υπάρχουν περισσότερα, σε εκείνο που παρέχει μικρότερη  ασφάλεια  για  το  δανειστή  αν υπάρχουν περισσότερα με ίση ασφάλεια, στο επαχθέστερο για τον  οφειλέτη  αν  υπάρχουν  περισσότερα εξίσου  επαχθή,  στο  αρχαιότερο  αν  όλα  τα  χρέη  είναι σύγχρονα, ο καταλογισμός γίνεται σύμμετρα.

Άρθρο 423

    Αν το χρέος αποτελείται  από  κεφάλαιο,  τόκους  και  έξοδα  η παροχή  καταλογίζεται πρώτα στα  έξοδα, έπειτα  στους  τόκους  και τελευταία στο κεφάλαιο.

Ο δανειστής μπορεί να αρνηθεί την αποδοχή της  παροχής,  αν  ο οφειλέτης όρισε αλλιώς τον καταλογισμό.

Άρθρο 424
Δικαίωμα για εξοφλητική απόδειξη

  Ο  οφειλέτης  καταβάλλοντας  έχει  το  δικαίωμα  να  απαιτήσει έγγραφη εξοφλητική απόδειξη και, αν εξοφλήσει ολοσχερώς,  απόδοση  του χρεωστικού   εγγράφου.    Από  την  απόδοση  του  χρεωστικού  εγγράφου  τεκμαίρεται η εξόφληση του χρέους.

Άρθρο 425
`Εξοδα της εξόφλησης

 Τα έξοδα της εξοφλητικής απόδειξης φέρει ο οφειλέτης αν δεν προκύπτει κάτι άλλο από τη σχέση.

Άρθρο 426
Ο κομιστής έγγραφης εξόφλησης

 Ο   κομιστής   έγγραφης  εξοφλητικής  απόδειξης  του  δανειστή θεωρείται ότι έχει εξουσιοδοτηθεί για την είσπραξη, εκτός αν  υπάρχουν περιστατικά   γνωστά  στον  οφειλέτη  που  καταβάλλει,  από  τα  οποία προκύπτει το αντίθετο.

Άρθρο 427
Δημόσια κατάθεση

 Ο οφειλέτης έχει το  δικαίωμα  σε  περίπτωση  υπερημερίας  του δανειστή  να  προβεί  σε  δημόσια  κατάθεση  του  οφειλομένου, αν αυτό συνίσταται σε χρήματα ή άλλα πράγματα δεκτικά κατάθεσης κατά το νόμο.

Άρθρο 428
Πράγμα μη καταθέσιμο

 Αν το οφειλόμενο είναι κινητό πράγμα μη δεκτικό  κατάθεσης, ο οφειλέτης  σε περίπτωση υπερημερίας του δανειστή, αφού τον ειδοποιήσει προηγουμένως, μπορεί να το πουλήσει με δημόσιο  πλειστηριασμό  και  να καταθέσει   δημόσια   το  εκπλειστηρίασμα.   Η  ειδοποίηση  μπορεί  να παραλειφθεί, αν το πράγμα υπόκειται σε φθορά και υπάρχει κίνδυνος  από τη χρονοτριβή ή αν η ειδοποίηση είναι ιδιαίτερα δύσκολη.

Άρθρο 429

Αν  το μη δεκτικό κατάθεσης κινητό έχει χρηματιστηριακή τιμή ή  έχει ανάλογα με τα απαιτούμενα έξοδα  μικρή αξία,  η  πώληση  γίνεται χωρίς πλειστηριασμό με άδεια του προέδρου των πρωτοδικών.

Άρθρο 430
Πώς γίνεται η κατάθεση

    Η  δημόσια  κατάθεση  γίνεται  στην αρμόδια αρχή του τόπου της εκπλήρωσης  της  παροχής.   Ο  οφειλέτης   έχει   την   υποχρέωση   να γνωστοποιήσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση την κατάθεση στο δανειστή και, αν  το  παραλείψει,  ευθύνεται  σε αποζημίωση, εκτός αν η γνωστοποίηση είναι ιδιαίτερα δύσκολη.

Άρθρο 431
Αποτελέσματα της κατάθεσης

 Η δημόσια κατάθεση επιφέρει απόσβεση της ενοχής  σαν  να  είχε  γίνει κατά το χρόνο της κατάθεσης καταβολή από τον οφειλέτη.

Άρθρο 432
Απαίτηση του αντικειμένου της κατάθεσης

  Ο  δανειστής έχει το δικαίωμα οποτεδήποτε να απαιτήσει από την  αρχή το αντικείμενο που έχει κατατεθεί. Ο οφειλέτης όμως, εφόσον είναι υπόχρεος στην παροχή μόνο έναντι αντιπαροχής του δανειστή,  μπορεί  με δήλωσή  του  κατά την κατάθεση να εξαρτήσει την εκ μέρους του δανειστή απαίτηση του αντικειμένου που κατατέθηκε από τη σύγχρονη εκπλήρωση της αντιπαροχής.

Άρθρο 433
Ανάληψη από τον οφειλέτη

 Εφόσον ο δανειστής με δήλωση στην αρμόδια αρχή δεν  αποδέχτηκε  την κατάθεση, ο οφειλέτης έχει το δικαίωμα να αναλάβει το αντικείμενο  που έχει κατατεθεί. Αν το αναλάβει, η κατάθεση θεωρείται ότι δεν έγινε.

Το δικαίωμα για ανάληψη είναι ακατάσχετο και ανεκχώρητο.

Άρθρο 434
`Αλλες περιπτώσεις κατάθεσης

     Αν  ο  οφειλέτης, για λόγο που αφορά το πρόσωπο του δανειστή ή εξαιτίας  εύλογης  αβεβαιότητας  ως  προς  το  πρόσωπο  του  δανειστή, αδυνατεί να εκπληρώσει με ασφάλεια την υποχρέωσή του, έχει το δικαίωμα να  προβεί  σε  δημόσια  κατάθεση  με  τα  ίδια αποτελέσματα όπως στην περίπτωση της υπερημερίας του δανειστή.

Η πώληση  των  μη  δεκτικών  κατάθεσης  κινητών  γίνεται  στην περίπτωση αυτή με άδεια του δικαστηρίου.

Άρθρο 435
`Εξοδα της κατάθεσης

 Τα  έξοδα  της  δημόσιας  κατάθεσης ή του πλειστηριασμού ή της πώλησης βαρύνουν το  δανειστή,  εφόσον  ο  οφειλέτης  δεν  ανέλαβε  το αντικείμενο που έχει κατατεθεί.

Άρθρο 436
Ανανέωση

 Η  ενοχή αποσβήνεται αν με σύμβαση αντικατασταθεί, με το σκοπό κατάργησης, με νέα ενοχή (ανανέωση)  που  περιλαμβάνει  είτε  τα  ίδια πρόσωπα είτε άλλο οφειλέτη είτε άλλο δανειστή.

Άρθρο 437
Σε περίπτωση ενοχής άκυρης ή ακυρώσιμης

   Αν  η  παλαιά  ενοχή  είναι άκυρη, είναι άκυρη και η ανανέωση,  εκτός αν προκύπτει απ` αυτήν ότι περιέχει επικύρωση της άκυρης ενοχής.

Αν η παλαιά ενοχή είναι ακυρώσιμη, η ανανέωση ισχύει, εκτός αν  ο οφειλέτης το αγνοούσε χωρίς υπαιτιότητά του όταν έγινε η ανανέωση.

Άρθρο 438
Σκοπός ανανέωσης

 Ο σκοπός της ανανέωσης απαιτείται να συνάγεται σαφώς.

Άρθρο 439
Ασφάλειες της παλαιάς ενοχής

   Σε περίπτωση ανανέωσης οι εγγυητές, τα ενέχυρα ή  οι  υποθήκες  της παλαιάς  ενοχής  διατηρούνται  υπέρ  της νέας μόνο αν συναίνεσε ο εγγυητής  ή  ο  κύριος  του  ενυποθήκου  ή  του  πράγματος  που   έχει ενεχυρασθεί, οφειλέτης ή τρίτος.

Άρθρο 440
Συμψηφισμός

Ο  συμψηφισμός  επιφέρει  απόσβεση  των  μεταξύ  δύο  προσώπων αμοιβαίων απαιτήσεων, όσο καλύπτονται,  αν  είναι  ομοειδείς  κατά  το αντικείμενο και ληξιπρόθεσμες.

Άρθρο 441
Πρόταση συμψηφισμού

 Ο  συμψηφισμός  επέρχεται  αν ο ένας τον επικαλεστεί με δήλωση προς τον άλλο.   Η  πρόταση  του  συμψηφισμού  επιφέρει  απόσβεση  των αμοιβαίων απαιτήσεων από τότε που συνυπήρξαν.

Άρθρο 442

Ο  συμψηφισμός  κατά  επίδικης  απαίτησης,  αν  η  ανταπαίτηση  αποδεικνύεται αμέσως, προτείνεται σε κάθε στάση της δίκης,  ακόμη  και

Άρθρο 443
Ανταπαίτηση που έχει παραγραφεί

  Σε συμψηφισμό προτείνεται και ανταπαίτηση που έχει παραγραφεί,  αν κατά  το χρόνο που οι απαιτήσεις συνυπήρξαν δεν είχε συμπληρωθεί ο χρόνος της Παραγραφής της.

Άρθρο 444
Συμψηφισμός με αίρεση ή προθεσμία

  Η δήλωση συμψηφισμού είναι ανίσχυρη,  αν  έγινε  με  αίρεση  ή προθεσμία.   Αλλά  η  πρόταση  συμψηφισμού  ενώπιον  δικαστηρίου είναι ισχυρή εφόσον γίνεται για την περίπτωση που η αγωγή δεν θα  απορριφθεί για άλλο λόγο.

Άρθρο 445
Χαριστική προθεσμία

Αυτός που χορήγησε χαριστικά στον οφειλέτη προθεσμία καταβολής δεν εμποδίζεται από το γεγονός αυτό να συμψηφίσει την απαίτησή του.

Άρθρο 446
Παροχές σε διαφορετικό τόπο

 Αν  οι  αμοιβαίες απαιτήσεις έχουν διαφορετικό τόπο καταβολής, αυτός που συμψηφίζει έχει την υποχρέωση  να  ανορθώσει  τη  ζημία  που υφίσταται  ο  άλλος  επειδή  δεν  μπορεί  να εκπληρώσει ή να λάβει την παροχή στον ορισμένο τόπο.

Άρθρο 447
Συμψηφισμός από απαίτηση άλλου

  Ο εγγυητής μπορεί να αντιτάξει σε συμψηφισμό  την  ανταπαίτηση του πρωτοφειλέτη κατά του δανειστή, ο πρωτοφειλέτης όμως δεν μπορεί να αντιτάξει την ανταπαίτηση του εγγυητή.

Άρθρο 448
Συμψηφισμός κατά του εκδοχέα

   Μετά  την  αναγγελία  της  εκχώρησης  στον  οφειλέτη αυτός δεν μπορεί να προτείνει έναντι του εκδοχέα σε  συμψηφισμό  απαιτήσεις  του κατά του εκχωρητή μεταγενέστερες από τηγ αναγγελία.

Άρθρο 449
Συμψηφισμός σε περίπτωση κατάσχεσης

 Αν  απαίτηση  έχει  κατασχεθεί,  ο οφειλέτης της δεν μπορεί να προτείνει κατά του προσώπου που επέβαλε την  κατάσχεση  σε  συμψηφισμό ανταπαίτηση, που απέκτησε κατά του δανειστή μετά την κατάσχεση.

Άρθρο 450
Απαράδεκτο του συμψηφισμού

   Δεν επιτρέπεται συμψηφισμός κατά απαίτησης η οποία προέρχεται από αδίκημα που διαπράχθηκε από δόλο. Δεν επιτρέπεται συμψηφισμός, αν ο οφειλέτης παραιτήθηκε  προκαταβολικά από αυτόν.

Άρθρο 451

Δεν επιτρέπεται συμψηφισμός κατά ακατάσχετης απαίτησης.

Άρθρο 452
Συμψηφισμός σε περίπτωση περισσότερων χρεών

    Αν  ο  οφειλέτης  έχει  περισσότερα  χρέη προς το δανειστή και αυτός δεν συμφωνεί  ως  προς  το  χρέος  που  πρέπει  να  συμψηφιστεί, εφαρμόζονται  αναλόγως  οι  διατάξεις  για  την  καταβολή σε περίπτωση περισσότερων χρεών.

Άρθρο 453
Σύγχυση

 `Οταν οι ιδιότητες δανειστή  και  οφειλέτη  ενωθούν  στο  ίδιο πρόσωπο  επέρχεται  απόσβεση  της ενοχής με σύγχυση. Η ενοχή αναβιώνει μόλις πάψει να υπάρχει η ένωση αυτή.

Άρθρο 454
`Αφεση χρέους

 `Οταν ο δανειστής συμφωνήσει με  το  οφειλέτη  την  άφεση  του χρέους  ή  με  σύμβαση  μαζί του αναγνωρίσει ότι δεν υπάρχει το χρέος, επέρχεται απόσβεση της ενοχής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ
Εκχώρηση
Άρθρο 455
`Εννοια

  Ο δανειστής μπορεί με σύμβαση  να  μεταβιβάσει  σε  άλλον  την απαίτησή του χωρίς τη Συναίνεση του οφειλέτη (εκχώρηση).

Άρθρο 456
Παράδοση αποδεικτικών

      Ο  εκχωρητής  έχει  την  υποχρέωση  να δώσει στον εκδοχέα όσες πληροφορίες είναι αναγκαίες για την ενάσκηση της απαίτησης και να του παραδώσει τα αποδεικτικά της έγγραφα που βρίσκονται στην κατοχή του.

Αν   εκχωρηθεί   μέρος  της  απαίτησης,  παραδίνεται  κανονικά επικυρωμένο αντίγραφο των  εγγράφων  αυτών,  επιφυλάσσεται  όμως  στον εκδοχέα το δικαίωμα να ζητήσει επίδειξη των πρωτοτύπων.

Άρθρο 457
Δημόσιο έγγραφο με αίτηση

 Ο εκχωρητής έχει υποχρέωση, αν το ζητήσει ο εκδοχέας, να τάξει δημόσιο έγγραφο για την εκχώρηση. Τα έξοδα βαρύνουν τον εκδοχέα.

Άρθρο 458
Μεταβίβαση παρεπόμενων δικαιωμάτων

 Με  την  εκχώρηση  μεταβιβάζονται  και οι υποθήκες, εγγυήσεις, ενέχυρα ή άλλα παρεπόμενα δικαιώματα που ασφαλίζουν την απαίτηση καθώς και τα προνόμια τα οποία στην αναγκαστική  εκτέλέση  ή  στην  πτώχευση συνδέονται  με  τη  φύση  της  απαίτησης  ή της εγγύησης. Προνόμια που συνδέονται με το πρόσωπο του δανειστή δεν μεταβιβάζονται.

Άρθρο 459

Με την εκχώρηση, αν δεν συμφωνήθηκε αλλιώς, μεταβιβάζονται και  οι καθυστερούμενοι τόκοι.

Άρθρο 460
Αναγγελία

 Ο εκδοχέας δεν αποκτά  δικαίωμα  απέναντι  στον  οφειλέτη  και  στους τρίτους πριν ο ίδιος ή ο εκχωρητής αναγγείλει την εκχώρηση στον οφειλέτη.

Άρθρο 461
Καταβολή πριν από την αναγγελία

   Ο οφειλέτης ελευθερώνεται, αν πριν από την αναγγελία καταβάλει  στον εκχωρητή το χρέος ή συνομολογήσει με αυτόν σύμβαση άφεσης.

 

Άρθρο 462
Υποχρεώσεις του οφειλέτη προς τον εκδοχέα

   Ο οφειλέτης έχει προς τον εκδοχέα τις  ίδιες  υποχρεώσεις  που  είχε προς τον εκχωρητή.

Άρθρο 463
Ενστάσεις κατά του εκδοχέα

  Ο  οφειλέτης  μπορεί  να  αντιτάξει  κατά του εκδοχέα όλες τις ενστάσεις που είχε κατά του εκχωρητή πριν από την αναγγελία

Ανταπαίτηση, την οποία ο οφειλέτης είχε κατά του εκχωρητή  στο χρόνο της αναγγελίας, μπορεί, αν και μη ληξιπρόθεσμη, να την αντιτάξει  σε συμψηφισμό  κατά  του  εκδοχέα,  αν  αυτή  έγινε  ληξιπρόθεσμη όχι βραδύτερα από την απαίτηση που εκχωρήθηκε

Άρθρο 464
Απαιτήσεις ανεκχώρητες

Απαιτήσεις ακατάσχετες είναι ανεκχώρητες.

Άρθρο 465

Απαίτηση η οποία λόγω της φύσης της παροχής συνδέεται στενά με  το πρόσωπο του δανειστή, είναι ανεκχώρητη.

Άρθρο 466

    Δεν μπορεί να εκχωρηθεί απαίτηση, αν δανειστής  και  οφειλέτης  συμφώνησαν  το ανεκχώρητο.  Αλλά απέναντι στον εκδοχέα ο οφειλέτης δεν μπορεί να επικαλεστεί τέτοια συμφωνία,  αν  ο  εκδοχέας  απέκτησε  την  απαίτηση στηριζόμενος σε έγγραφο που δεν περιείχε για το ανεκχώρητο.

Άρθρο 467
Ευθύνη του εκχωρητή

 Σε  περίπτωση  εκχώρησης από επαχθή αιτία ο εκχωρητής ευθύνεται μόνο για την ύπαρξη της απαίτησης.

Σε περίπτωση εκχώρησης από χαριστική αιτία δεν ευθύνεται  ούτε  για την ύπαρξη της απαίτησης.

Άρθρο 468

Αν  ο  εκχωρητής  ανέλαβε  την  ευθύνη για τη φερεγγυότητα του οφειλέτη, σε περίπτωση αμφιβολίας η ευθύνη αυτή  αναφέρεται  μόνο  στη φερεγγυότητα  κατά  το  χρόνο  της  εκχώρησης  και  αν  η απαίτηση που εκχωρήθηκε τελεί κατά το χρόνο αυτό υπό αίρεση ή προθεσμία,  η  ευθύνη αναφέρεται στη φερεγγυότητα κατά το χρόνο της πλήρωσής τους.

Άρθρο 469

         Αν  η  μεταβίβαση  της  απαίτησης  επέρχεται  από  το νόμο, ο  παλαιός δανειστής δεν ευθύνεται απέναντι στο νέο ούτε για  την  ύπαρξη της απαίτησης ούτε για τη φερεγγυότητα.

Άρθρο 470
Μεταβίβαση άλλων δικαιωμάτων

Οι διατάξεις για την εκχώρηση απαιτήσεων εφαρμόζονται αναλόγως  και σε  περίπτωση  μεταβίβασης  άλλων  δικαιωμάτων,  για τα οποία δεν ορίζεται κάτι άλλο στο νόμο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ
Αναδοχή χρέους
Άρθρο 471
`Εννοια

    Με σύμβαση που συνάπτει  με  το  δανειστή  μπορεί  κάποιος  να  αναδεχτεί  ξένο  χρέος  έτσι  ώστε  να  υπεισέλθει  αυτός στη θέση του  οφειλέτη και ο τελευταίος να απαλλαγεί.

Άρθρο 472
Υποχρεώσεις του αναδοχέα

  Ο αναδοχέας έχει απέναντι στο δανειστή τις ίδιες  υποχρεώσεις,που είχε και ο παλαιός οφειλέτης.

Άρθρο 473
Ενστάσεις του αναδοχέα

   Ο αναδοχέας μπορεί να αντιτάξει ενστάσεις που απορρέουν από τη  σχέση μεταξύ του δανειστή και του παλαιού οφειλέτη.

Απαίτηση  του παλαιού οφειλέτη κατά του δανειστή δεν μπορεί να  την αντιτάξει σε συμψηφισμό ο αναδοχέας.

 

Άρθρο 474

         Ο  αναδοχέας δεν έχει ενστάσεις από τη σχέση του με τον παλαιό  οφειλέτη.

Άρθρο 475
Δικαιώματα παρεπόμενα στην απαίτηση

  Δικαιώματα παρεπόμενα στην απαίτηση κατά του παλαιού  οφειλέτη εξακολουθούν  να υπάρχουν και μετά την αναδοχή.  Εγγυητές όμως ενέχυρα και υποθήκες διατηρούνται μόνο αν συναίνεσε ο εγγυητής ή ο κύριος  του ενυποθήκου ή του πράγματος που έχει ενεχυρασθεί,

Προνόμια  που  ασκούνται  στην  αναγκαστική  εκτέλεση  ή  στην πτώχευση αποσβήνονται με την αναδοχή.

Άρθρο 476
Εκποίηση ενυποθήκου και αναδοχή

 `Οποιος με σύμβαση αποκτά από άλλον ενυπόθηκο ακίνητο  με  τον  όρο να   καταβάλει  το  υποθηκικό  χρέος  εκείνου  που  μεταβιβάζει, υπεισέρχεται ως  προς  το  χρέος  στη  θέση  του  τελευταίου  και  τον απαλλάσσει,  αν  ο  δανειστής  δεν  αποκρούσει εγγράφως τηγ αλλαγή του οφειλέτη μέσα σε έξι μήνες από  τη  σχετική  έγγραφη  ανακοίνωση,  που γίνεται  μετά  την  μεταγραφή της εκποίησης. Η ανακοίνωση γίνεται μόνο από αυτόν που μεταβιβάζει  και  προς  αυτόν  γίνεται  η  απάντηση  του δανειστή.  Αυτός που μεταβιβάζει γγωστοποιεί χωρίς υπαίτια καθυστέρηση σ εκείνον που αποκτά, την απάντηση αυτή.

Άρθρο 477
Σωρευτική αναδοχή

   Αν κάποιος με σύμβαση που συνάπτει με  το  δανειστή  υποσχεθεί  την εκπλήρωση  ξένου  χρέους,  ο  οφειλέτης  δεν  απαλλάσσεται  αλλά παράγεται πρόσθετη ενοχή αυτού που υποσχέθηκε,  εφόσον  δεν  προκύπτει σαφώς το αντίθετο.

Άρθρο 478
Υπόσχεση τρίτου προς τον οφειλέτη

 Αν  τρίτος  υποσχέθηκε στον οφειλέτη ότι θα καταβάλει το χρέος  του,σε περίπτωση αμφιβολίας ο δανειστής δεν αποκτά  δικαίωμα  από  τη σύμβαση αυτή.

Άρθρο 479
Σε περίπτωση μεταβίβασης ομάδας περιουσίας

   Αν  με σύμβαση μεταβιβάστηκε περιουσία ή επιχείρηση, αυτός που αποκτά   ευθύνεται  απέναντι   στο   δανειστή   έως   την   αξία   των μεταβιβαζόμενων  στοιχείων  για  τα  χρέη που ανήκουν στην περιουσία ή στην επιχείρηση.   Η  ευθύνη  αυτού  που  μεταβιβάζει  εξακολουθεί  να υπάρχει.

Αντίθετη  συμφωνία  μεταξύ  των συμβαλλομένων που βλάπτει τους δανειστές είναι άκυρη απέναντί τους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΩΔΕΚΑΤΟ
Ενοχή εις ολόκληρον
Άρθρο 480
Σε περίπτωση αμφιβολίας η ενοχή δεν είναι εις ολόκληρον

  Αν περισσότεροι οφείλουν διαιρετή  παροχή  ή  αν  περισσότεροι  έχουν δικαίωμα  σε  διαιρετή  παροχή,  σε  περίπτωση  αμφιβολίας κάθε οφειλέτης έχει την υποχρέωση να καταβάλει και κάθε δανειστής  έχει  το δικαίωμα να λάβει ίσο μέρος.

Άρθρο 481
Παθητική ενοχή εις ολόκληρον

   Οφειλή  εις  ολόκληρον  υπάρχει όταν σε περίπτωση περισσότερων οφειλετών της ίδιας παροχής καθένας απ αυτούς έχει  την  υποχρέωση  να την  καταβάλει  ολόκληρη,  ο  δανειστής  όμως  έχει το δικαίωμα να την απαιτήσει μόνο μια φορά.

Άρθρο 482
Δικαίωμα του δανειστή

  Σε  περίπτωση  οφειλής  εις  ολόκληρον  ο  δανειστής  έχει  το δικαίωμα  να  απαιτήσει  την  παροχή  κατά  την  προτίμησή   του   από οποιονδήποτε  συνοφειλέτη  είτε  ολικά  είτε μερικά.  Εως την καταβολή ολόκληρης της παροχής παραμένουν υπόχρεοι όλοι οι οφειλέτες.

Άρθρο 483
Γεγονότα που ενεργούν αντικειμενικά

  Η καταβολή που έγινε από ένα συνοφειλέτη απαλλάσσει  και  τους λοιπούς.  Το  ίδιο  ισχύει  και  σε  περίπτωση  δόσης ή υπόσχεσης αντί καταβολής, δημόσιας κατάθεσης, ανανέωσης και συμψηφισμού.

Απαίτηση ενός από τους συνοφειλέτες δεν μπορεί να προταθεί  σε συμψηφισμό κατά του δανειστή από τους λοιπούς.

Άρθρο 484
`Αφεση χρέους

    Η άφεση χρέους προς ένα από τους οφειλέτες ισχύει και για τους λοιπούς  μόνο  εφόσον  συμφωνήθηκε με τέτοιο σκοπό. Το ίδιο ισχύει και για την παροχή προθεσμίας σε έναν από τους οφειλέτες.

Άρθρο 485
Υπερημερία του δανειστή

 Η υπερημερία του δανειστή απέναντι σε έναν από τους  οφειλέτες ενεργεί υπέρ όλων.

Άρθρο 486
Γεγονότα που ενεργούν υποκειμενικά

 `Αλλα  γεγονότα  που  συνέβησαν  σε έναν από τους συνοφειλέτες εφόσον δεν προκύπτει κάτι άλλο από τη σχέση, δεν ενεργούν υπέρ ή  κατά των  λοιπών.   Αυτό  ισχύει  ιδίως για την όχληση, τηγ καταγγελία, την υπερημερία,  το  πταίσμα,  την  αδυναμία  παροχής  στο  πρόσωπο   ενός συνοφειλέτη,  την  Παραγραφή,  τη  διακοπή  και  την  αναστολή της, τη σύγχυση και το δεδικασμένο.

Άρθρο 487
Αναγωγή μεταξύ των συνοφειλετών

  Μεταξύ τους οι περισσότεροι συνοφειλέτες ευθύνονται  κατά  ίσα  μέρη,εκτός αν προκύπτει κάτι άλλο από τη σχέση.

Ο,τι  ο συνοφειλέτης που κατέβαλε δεν μπόρεσε να εισπράξει από κάποιο συνοφειλέτη, κατανέμεται με την ίδια αναλογία ανάμεσα  σ  αυτόν και τους λοιπούς.

Άρθρο 488
Υποκατάσταση

 Εφόσον  ένας από τους συνοφειλέτες ικανοποίησε το δανειστή και  έχει δικαίωμα Αναγωγής κατά των λοιπών  υποκαθίσταται  στα  δικαιώματα  του δανειστή.

Άρθρο 489

  Απαίτηση  εις ολόκληρον υπάρχει όταν σε περίπτωση περισσότερων δανειστών για την ίδια παροχή, ο καθένας απ αυτούς έχει το δικαίωμα να την απαιτήσει ολόκληρη, ο οφειλέτης όμως έχει  την  υποχρέωση  να  την καταβάλει μόνο μια φορά.

Άρθρο 490
Δικαίωμα του οφειλέτη

 `Οταν υπάρχει απαίτηση εις  ολόκληρον,  ο  οφειλέτης  έχει  το δικαίωμα   κατά   την   προτίμησή  του  να  καταβάλει  την  παροχή σε  οποιονδήποτε από τους δανειστές, εφόσον κάποιος  απ  αυτούς  δεν έχει  εγείρει εναντίον του αγωγή.

Άρθρο 491
Γεγονότα που ενεργούν αντικειμενικά

  Η  καταβολή,  η  δόση  ή  υπόσχεση  αντί  καταβολής  η δημόσια κατάθεση, η ανανέωση, ο συμψηφισμός ή η σύγχυση έναντι ενός  από  τους δανειστές  επιφέρει  απόσβεση  της απαίτησης και ως προς τους λοιπούς.

Το ίδιο ισχύει και σε περίπτωση άφεσης χρέους από ένα δανειστή, εφόσον η άφεση συνομολογήθηκε με τέτοιο σκοπό.

Η υπερημερία ενός από τους  δανειστές  ενεργεί και κατά των λοιπών.

Άρθρο 492
Γεγονότα που ενεργούν υποκειμενικά

`Αλλα  γεγονότα  που  συνέβησαν σε έναν από τους δανειστές δεν ενεργούν υπέρ ή κατά των λοιπών, εκτός αν προκύπτει κάτι άλλο  από  τη σχέση.

Άρθρο 493
Αναγωγή μεταξύ των δανειστών

 Μεταξύ  τους  οι  περισσότεροι δανειστές έχουν δικαίωμα σε ίσα μέρη, εκτός αν προκύπτει κάτι άλλο από τη σχέση.

Άρθρο 494
Αδιαίρετη παροχή

  Αν περισσότεροι  οφείλουν  αδιαίρετη  παροχή  εφαρμόζονται  οι διατάξεις της οφειλής εις ολόκληρον.

Η  αδιαίρετη  παροχή  γίνεται  διαιρετή,  αν  μετατράπηκε  σε χρηματική. Αλλά αν η αδιαίρετη παροχή γίνει αδύνατη από πταίσμα ή κατά την υπερημερία ενός ή μερικών από τους οφειλέτες, αυτοί ενέχονται  εις ολόκληρον ενώ οι λοιποί ελευθερώνονται από την ενοχή.

Άρθρο 495

      Αν  περισσότεροι  έχουν  το  δικαίωμα  να απαιτήσουν αδιαίρετη παροχή, εφόσον δεν είναι από το νόμο ή από δικαιοπραξία δανειστές  εις ολόκληρον  ο  οφειλέτης  χρωστά την παροχή μόνο σε όλους μαζί και κάθε δανειστής έχει το δικαίωμα να απαιτήσει μόνο την παροχή προς όλους.

Γεγονός που επήλθε στο πρόσωπο ενός από  τους  δανειστές  ούτε ωφελεί ούτε βλάπτει τους λοιπούς.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ
Δωρεά
Άρθρο 496
`Εννοια

 Η  παροχή  σε  κάποιον ενός περιουσιακού αντικειμένου αποτελεί δωρεά, αν γίνεται κατά τη συμφωνία των μερών χωρίς αντάλλαγμα.

Άρθρο 497

Το να παραλείψει κάποιος, σε όφελος ενός αλλου,  να  αποκτήσει περιουσία  ή το να παραιτηθεί από ένα δικαίωμα που δεν απέκτησε ακόμη, καθώς και το να αποποιηθεί μια κληρονομία ή κληροδοσία,  δεν  αποτελεί δωρεά.

Άρθρο 498
Σύσταση

  Για τη Σύσταση δωρεάς απαιτείται συμβολαιογραφικό έγγραφο. Η  δωρεά κινητού  πράγματος  για  την  οποία  δεν  συντάχθηκε  συμβολαιογραφικό έγγραφο ισχυροποιείται αφότου ο δωρητής παραδώσει  το  πράγμα στο δωρεοδόχο.

Άρθρο 499
Ευθύνη του δωρητή

   Ο δωρητής ευθύνεται μόνο για δόλο και βαριά αμέλεια. Για  πραγματικά και  νομικά  ελαττώματα  του αντικειμένου της  δωρεάς ο δωρητής ευθύνεται μόνο αν υποσχέθηκε πως δεν υπάρχουν  τέτοια  ελαττώματα ή αν τα απέκρυψε με δόλο.

Άρθρο 500

 Ο δωρητής δεν οφείλει τόκους υπερημερίας.

Άρθρο 501

Ο  δωρητής έχει το δικαίωμα να αρνηθεί να εκπληρώσει τη δωρεά,  αν η εκπλήρωσή της θα έθετε σε κίνδυνο, ενόψει και των υπόλοιπων χρεών  του,είτε τη δική του συντήρηση, είτε τη διατροφή που οφείλει κατά  το  νόμο σε άλλους.

Άρθρο 502
Δωρεά κατά περιοδικές παροχές

 Αν  η  δωρεά  συνίσταται  σε περιοδικές παροχές, ο θάνατος του δωρητή  συνεπάγεται  την  απόσβεση  της  υποχρέωσής  του,  εφόσον  δεν συμφωνήθηκε διαφορετικά.

Άρθρο 503
Δωρεά υπό τρόπο

   Σε  περίπτωση  δωρεάς υπό τρόπο ο δωρητής έχει το δικαίωμα, αν εκπλήρωσε την υποχρέωσή του που πηγάζει από τη δωρεά, να απαιτήσει απο το δωρεοδόχο την εκτέλεση του τρόπου.

Αν πεθάνει ο δωρητής, την εκτέλεση τρόπου που αφορά δημόσιο  ή κοινοφελή, σκοπό, έχει δικαίωμα να απαιτήσει και η δημόσια αρχή.

Άρθρο 504

  Ο  δωρεοδόχος  έχει  το  δικαίωμα  να αρνηθεί να εκτελέσει τον τρόπο, εφόσον η αξία του αντικειμένου της δωρεάς δεν καλύπτει τη δαπάνη που απαιτείται για την εκτέλεση και δεν συμπληρώνεται η διαφορά.

Άρθρο 505
Ανάκληση της δωρεάς

   Ο δωρητής έχει το  δικαίωμα  να  ανακαλέσει  τη  δωρεά,  αν  ο δωρεοδόχος  φάνηκε με βαρύ του παράπτωμα αχάριστος απέναντι στο δωρητή ή στο σύζυγο ή σε στενό συγγενή του και ιδίως αν αθέτησε την υποχρέωσή του να διατρέψει το δωρητή.

Άρθρο 506

Ο κληρονόμος του δωρητή έχει δικαίωμα να ανακαλέσει τη  δωρεά,  αν  ο δωρεοδόχος, ενεργώντας με πρόθεση, θανάτωσε το δωρητή ή τον εμπόδισε να ανακαλέσει τη δωρεά.

Άρθρο 507

Ο δωρητής ή ο κληρονόμος του έχει δικαίωμα  να  ανακαλέσει  τη δωρεά,  αν  ο δωρεοδόχος παραλείπει υπαίτια να εκτελέσει τον τρόπο υπό τον οποίο έγινε η δωρεά.

Άρθρο 508

       Η δωρεά που έγινε από κάποιον που δεν έχει  γνήσιους  κατιόντες μπορεί να ανακληθεί μέσα σε μια πενταετία αφότου εκπληρώθηκε αν, ενόσω ζούσε ο δωρητής ή ύστερα από το θάνατό του, γεννήθηκε γνήσιο τέκνο του ή αν νομιμοποιήθηκε τέκνο του με γάμο.

Άρθρο 509

Η Ανάκληση της δωρεάς γίνεται με  δήλωση  προς  το  δωρεοδόχο.   Αφού γίνει  η  ανάκληση αποσβήνεται η υποχρέωση του δωρητή για παροχή  και αναζητείται η παροχή που εκπληρώθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις για  τον αδικαιολόγητο πλουτισμό.

Άρθρο 510

      Η ανάκληση  αποκλείεται,  αν  ο  δωρητής  έδωσε  συγγνώμη  στο δωρεοδόχο ή αν πέρασε ένα έτος αφότου ο δωρητής, έχοντας δικαίωμα να ανακαλέσει, πληροφορήθηκε το λόγο της ανάκλησης.  Δεν επιτρέπεται ανάκληση ύστερα από το θάνατο του δωρεοδόχου.

Άρθρο 511

Προκαταβολική παραίτηση από το δικαίωμα της ανάκλησης δεν ισχύει.

Άρθρο 512

Δωρεές που έγιναν από ιδιαίτερο ηθικό  καθήκον  ή  από  λόγους  ευπρέπειας δεν μπορούν να ανακληθούν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Πώληση και Ανταλλαγή
Άρθρο 513
`Εννοια της πώλησης

    Με  τη  σύμβαση  της  πώλησης  ο πωλητής έχει την υποχρέωση να  μεταβιβάσει την κυριότητα του πράγματος ή το δικαίωμα,  που  αποτελούν  το αντικείμενο της πώλησης, και να παραδώσει το πράγμα και ο αγοραστής έχει την υποχρέωση να πληρώσει το τίμημα που συμφωνήθηκε.

Άρθρο 514
Νομικά ελαττώματα

    Ο  πωλητής  έχει  υποχρέωση  να μεταβιβάσει το αντικείμενο της πώλησης ελεύθερο από κάθε δικαίωμα τρίτου (νομικό ελάττωμα).

Άρθρο 515

Ο πωλητής δεν ευθύνεται για τα νομικά ελαττώματα που  υπάρχουν  κατά το  χρόνο  της  πώλησης, αν ο αγοραστής τα γνώριζε. Αλλά για την υποθήκη ή την προσημείωση ή την κατάσχεση ή το ενέχυρο που  υπάρχει  ο πωλητής ευθύνεται και αν ακόμη ο αγοραστής γνώριζε την ύπαρξή τους.

Άρθρο 516
Μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων του πωλητή

  Αν  ο  πωλητής  δεν εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις του, ο αγοραστής  έχει όσα δικαιώματα έχει ο δανειστής στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις και ιδίως σε περίπτωση υπερημερίας ή υπαίτιας αδυναμίας του οφειλέτη.

Άρθρο 517

Η απόδειξη απέναντι στον πωλητή ότι υπάρχουν νομικά ελαττώματα βαρύνει τον αγοραστή.

Άρθρο 518
 Συμφωνία απαλλαγής του πωλητή από την ευθύνη

   Η συμφωνία που αποκλείει ή περιορίζει την  ευθύνη  του  πωλητή  για νομικά ελαττώματα είναι άκυρη, αν ο πωλητής αποσιώπησε με δόλο το νομικό ελάττωμα.

Όπως καταργήθηκε με την Παρ.3 Άρθρο 2 ΝΟΜΟΣ 3043/2002 με ισχύ την 21/8/2002
Δες την εξέλιξη του άρθρου
Άρθρο 519
Πληροφορίες και παράδοση εγγράφων

     Ο πωλητής έχει υποχρέωση να πληροφορήσει τον αγοραστή για  τις  νομικές  σχέσεις  του αντικειμένου της πώλησης, και ιδίως για τα όρια, τα δικαιώματα και τα βάρη πάνω στο ακίνητο, καθώς και να του παραδώσει  όσα αποδεικτικά έγγραφα των δικαιωμάτων του κατέχει.

Άρθρο 520
Ευθύνη σε περίπτωση άλλων εκποιήσεων

 Οι διατάξεις που ρυθμίζουν την ευθύνη του  πωλητή  για  νομικά ελαττώματα  εφαρμόζονται  αναλόγως  και σε άλλες συμβάσεις που γεννούν υποχρέωση για εκποίηση με αντάλλαγμα.

 

Άρθρο 521
Άρθρο 522
Ο κίνδυνος στην πώληση

  Αφότου παραδοθεί το πράγμα που πουλήθηκε, τον κίνδυνο για  την τυχαία καταστροφή ή τη χειροτέρευσή του φέρει ο αγοραστής.

Προκειμένου για ακίνητο, αν η μεταγραφή της πώλησης έγινε πριν  από την παράδοση, ο αγοραστής φέρει τον κίνδυνο από τη μεταγραφή.

Άρθρο 523

Σε  περίπτωση  που η πώληση είναι υπό αίρεση, αν το πράγμα που πουλήθηκε παραδόθηκε στον αγοραστή ενόσω εκκρεμεί ακόμη η αίρεση,  τον κίνδυνο  για την τυχαία καταστροφή ή χειροτέρευσή του, που συνέβη πριν από την πλήρωση της αίρεσης, τον φέρει ο πωλητής  αν  η  αίρεση  είναι αναβλητική, και ο αγοραστής αν η αίρεση είναι διαλυτική.

Άρθρο 524

Αν  ο  πωλητής,  με  αίτηση του αγοραστή, στέλνει το πράγμα σε  τόπο διαφορετικό από τον τόπο της εκπλήρωσης της παροχής, ο  αγοραστής φέρει τον κίνδυνο αφότου το πράγμα παραδοθεί για αποστολή.

Άρθρο 525

Από  τη  στιγμή  που ο αγοραστής φέρει τον κίνδυνο, παίρνει τα  ωφελήματα και φέρει τα Βάρη του πράγματος.

Άρθρο 526
`Εξοδα για την παράδοση και την παραλαβή

   Ο πωλητής βαρύνεται με τα έξοδα για την παράδοση του πράγματος  που πουλήθηκε και ιδίως για το ζύγισμα, τη μέτρηση ή την  αρίθμηση,  ο αγοραστής  βαρύνεται  με  τα  έξοδα της παραλαβής και της αποστολής σε τόπο διαφορετικό από τον τόπο της εκπλήρωσης.

Άρθρο 527
`Εξοδα για τη σύμβαση και τη μεταγραφή

  Τα έξοδα ή τα τέλη που απαιτούνται για την  έγγραφη  κατάρτιση  της σύμβασης βαρύνουν εξίσου και τα δύο μέρη.

Ο  αγοραστής ακινήτου ή δικαιώματος σε ακίνητο βαρύνεται με τα  έξοδα της μεταγραφής.

Άρθρο 528
Δαπάνες πριν από την παράδοση

 Σε όσες περιπτώσεις ο αγοραστής φέρει τον κίνδυνο πριν από την παράδοση, έχει την υποχρέωση, σύμφωνα με τις διατάξεις για την εντολή, να αποδώσει τις δαπάνες που, ύστερα από τη μετάθεση του κινδύνου  στον αγοραστή  και  έως  την  παράδοση,  έγιναν αναγκαίες για το πράγμα που πουλήθηκε και που  τις  κατέβαλε  ο  πωλητής.  Για  άλλες  δαπάνες  μη αναγκαίες ισχύουν οι διατάξεις για τη διοίκηση αλλοτρίων.

Άρθρο 529
Τόκος του τιμήματος

 Αν  δεν  πιστώθηκε  το  τίμημα,  ο  αγοραστής οφείλει γι` αυτό  τόκους, αφότου παίρνει τα ωφελήματα του πράγματος.

Άρθρο 530
  Αγοραία ή χρηματιστηριακή τιμή

   Αν ορίστηκε ως τίμημα η αγοραία ή η χρηματιστηριακή  τιμή,  σε περίπτωση αμφιβολίας θεωρείται ότι τα μέρη απέβλεψαν στη μέση τιμή της αγοράς ή του χρηματιστηρίου κατά το χρόνο και στον τόπο της εκπλήρωσης της παροχής.

Αν  το  τίμημα του πράγματος ορίστηκε κατά βάρος, σε περίπτωση  αμφιβολίας θεωρείται ότι τα μέρη απέβλεψαν στο καθαρό βάρος.

Άρθρο 531
Πίστωση του τιμήματος

Αν ο πωλητής εκπλήρωσε τη σύμβαση εξ ολσκλήρου και πίστωσε  το τίμημα,  δεν  έχει δικαίωμα να υπαναχωρήσει εξ αιτίας καθυστέρησης του τιμήματος.

Άρθρο 532
`Ορος διατήρησης της κυριότητας

 Αν στην πώληση έχει τεθεί ο όρος ότι ο  πωλητής  διατηρεί  την κυριότητα  ωσότου  αποπληρωθεί  το  τίμημα,  σε  περίπτωση  αμφιβολίας λογίζεται ότι η μεταβίβαση  της  κυριότητας  στον  αγοραστή  επέρχεται μόλις  πληρωθεί  η  αίρεση  της  αποπληρωμής  του  τιμήματος και ότι ο πωλητής, σε περίπτωση υπερημερίας του αγοραστή, έχει δικαίωμα είτε  να απαιτήσει  το τίμημα, είτε να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, ασκώντας τα δικαιώματά του από την κυριότητα.

Σ` αυτή την περίπτωση ο αγοραστής φέρει τον κίνδυνο αφότου του παραδοθεί το πράγμα.

Άρθρο 533
Απαγόρευση αγοράς

 Σε περίπτωση πώλησης με αναγκαστικό  ή  εκούσιο  πλειστηριασμό απαγορεύεται  να  αγοράσουν είτε αυτοπροσώπως είτε διαμέσου άλλου είτε  για λογαριασμό άλλου:

1. εκείνοι που έχουν από το νόμο  τη  διαχείριση της  περιουσίας  κάποιου,  πράγματα  από  αυτή  την  περιουσία,

2.  οι εντολοδόχοι ή διαχειριστές, πράγματα των οποίων τους έχει  ανατεθεί  η πώληση,

3.  δημόσια  πρόσωπα  ή οι βοηθοί τους, πράγματα που η πώλησή τους γίνεται με τη μεσολάβησή τους.

Άρθρο 534
Πραγματικά ελαττώματα και έλλειψη συνομολογημένων ιδιοτήτων

Ο πωλητής υποχρεούται να παραδώσει το πράγμα με τις συνομολογημένες ιδιότητες και χωρίς πραγματικά ελαττώματα.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.1  άρθρ.1 Ν.3043/2002,ΦΕΚ Α 192/21.8.2002.

Άρθρο 535

Ο πωλητής δεν εκπληρώνει την κατά το προηγούμενο άρθρο υποχρέωσή του, αν το πράγμα που παραδίδει στον αγοραστή δεν ανταποκρίνεται στη σύμβαση και ιδίως:

1. δεν ανταποκρίνεται στην περιγραφή που έχει γίνει από τον πωλητή ή στο δείγμα ή υπόδειγμα που ο πωλητής είχε παρουσιάσει στον αγοραστή

2. δεν είναι κατάλληλο για το σκοπό της συγκεκριμένης σύμβασης και ιδιαίτερα για τη σύμφωνη με το σκοπό αυτόν ειδική χρήση

3. δεν είναι κατάλληλο για τη χρήση για την οποία προορίζονται συνήθως πράγματα της ίδιας κατηγορίας

4. δεν έχει την ποιότητα ή την απόδοση που ο αγοραστής ευλόγως προσδοκά από πράγματα της ίδιας κατηγορίας, λαμβάνοντας υπόψη και τις δημόσιες δηλώσεις του πωλητή, του παραγωγού ή του αντιπροσώπου του,στο πλαίσιο ιδίως της σχετικής διαφήμισης ή της επισήμανσης, εκτός αν ο πωλητής δεν γνώριζε ούτε όφειλε να γνωρίζει τη σχετική δήλωση.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.1 άρθρ.1 Ν.3043/2002,ΦΕΚ Α 192/21.8.2002.

Άρθρο 536
Πλημμελής εγκατάσταση

 Το πράγμα δεν ανταποκρίνεται στη σύμβαση και σε περίπτωση πλημμελούς εγκατάστασής του, αν η εγκατάσταση αποτελεί μέρος της σύμβασης και πραγματοποιήθηκε από τον πωλητή. Το Ιδιο ισχύει και όταν η πλημμέλεια της εγκατάστασης που έγινε από τον αγοραστή οφείλεται στην παράλειψη του πωλητή να του παράσχει τις σωστές οδηγίες.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.1 άρθρ.1 Ν.3043/2002,ΦΕΚ Α 192/21.8.2002.

Άρθρο 537
Ευθύνη για ελλείψεις

 Ο πωλητής ευθύνεται ανεξάρτητα από υπαιτιότητά του αν το πράγμα, κατά το χρόνο που ο κίνδυνος μεταβαίνει στον αγοραστή, έχει πραγματικά ελαττώματα ή στερείται τις συνομολογημένες ιδιότητες, εκτός αν ο αγοραστής κατό τη σύναψη της σύμβασης γνώριζε ότι το πρόγμα δεν ανταποκρίνεται στη σύμβαση ή η μη ανταπόκριση οφείλεται σε υλικά που χορήγησε ο αγοραστής.

Το ελόττωμα ή η έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας που διαπιστώνεται μέσα σε έξι μήνες από την παρόδοση του πράγματος τεκμαίρεται ότι υπήρχε κατό την παράδοση, εκτός αν τούτο δεν συμβιβόζεται με τη φύση του πράγματος που πουλήθηκε ή με τη φύση του ελαττώματος ή της έλλειψης.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.1 άρθρ.1 Ν.3043/2002,ΦΕΚ Α 192/21.8.2002.

Άρθρο 538
Ρήτρα μη ευθύνης για ελλείψεις

  Η συμφωνία που αποκλείει ή περιορίζει την ευθύνη είναι άκυρη,αν ο πωλητής αποσιώπησε με δόλο το ελάττωμα του πράγματος ή την έλλειψη της συμφωνημένης ιδιότητας.

Όπως καταργήθηκε με την Παρ.3 Άρθρο 2 ΝΟΜΟΣ 3043/2002 με ισχύ την 21/8/2002
Δες την εξέλιξη του άρθρου
Άρθρο 539
Δικαιώματα του αγοραστή
Άρθρο 540

Στις περιπτώσεις ευθύνης του πωλητή για πραγματικό ελάττωμα ή για έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας ο αγοραστής δικαιούται κατ` επιλογήν του:

1. να απαιτήσει, χωρίς επιβάρυνσή του, τη διόρθωση ή αντικατάσταση του πράγματος με άλλο, εκτός αν μια τέτοια ενέργεια είναι αδύνατη ή απαιτεί δυσανάλογες δαπάνες

2. να μειώσει το τίμημα

3. να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, εκτός αν πρόκειται για επουσιώδες πραγματικό ελάττωμα.

Ο πωλητής οφείλει να πραγματοποιήσει τη διόρθωση ή την αντικατάσταση σε εύλογο χρόνο και χωρίς σημαντική ενόχληση του αγοραστή.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.1άρθρ.1 Ν.3043/2002,ΦΕΚ Α 192/21.8.2002.

Άρθρο 541

Ο αγοραστής μπορεί, αν διαπιστωθεί αργότερα και άλλο ελάττωμα, να ασκήσει εκ νέου ένα από τα δικαιώματα του προηγούμενου άρθρου. Το Ιδιο ισχύει και όταν λείπει συνομολογημένη ιδιότητα.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.1 άρθρ.1 Ν.3043/2002,ΦΕΚ Α 192/21.8.2002.

Άρθρο 542

Το δικαστήριο μπορεί, μολονότι ο αγοραστής άσκησε το δικαίωμα υπαναχώρησης, να επιδικάσει μόνο μείωση του τιμήματος ή να διατάξει αντικατάσταση του πράγματος, αν κρίνει ότι οι περιστάσεις δεν δικαιολογούν την υπαναχώρηση.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.1 άρθρ.1 Ν.3043/2002,ΦΕΚ Α 192/21.8.2002.

Άρθρο 543

Αν κατά το χρόνο που ο κίνδυνος μεταβαΙνει στον αγοραστή λείπει η συνομολογημένη ιδιότητα του πράγματος, ο αγοραστής δικαιούται, αντί για τα δικαιώματα του άρθρου 540, να απαιτήσει αποζημίωση για μη εκτέλεση της σύμβασης ή, σωρευτικά με τα δικαιώματα αυτά, να απαιτήσει αποζημίωση για τη ζημία που δεν καλύπτεται από την άσκησή τους. Το Ιδιο ισχύει και σε περίπτωση παροχής ελαττωματικού πράγματος, η οποία οφείλεται σε πταίσμα του πωλητή.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.1άρθρ.1 Ν.3043/2002,ΦΕΚ Α 192/21.8.2002.

Άρθρο 544

Ο πωλητής δεν ευθύνεται σε αποζημίωση για έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας, αν η ιδιότητα αυτή υπήρχε κατά τη σύναψη της σύμβασης, αλλά έπαυσε να υπάρχει χωρίς υπαιτιότητα του πωλητή πριν μεταβεί ο κίνδυνος στον αγοραστή.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.1 άρθρ.1 Ν.3043/2002,ΦΕΚ Α 192/21.8.2002.

Άρθρο 545
Ανεπιφύλακτη παραλαβή

Αν ο αγοραστής παρέλαβε το πράγμα χωρίς επιφύλαξη, γνωρίζοντας το ελάττωμα ή την έλλειψη της συνομολογημένης ιδιότητας, λογίζεται ότι το αποδέχθηκε.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.1 άρθρ.1Ν.3043/2002,ΦΕΚ Α 192/21.8.2002.

Όπως καταργήθηκε με την παρ.1 Άρθρο 16 ΝΟΜΟΣ 3853/2010 με ισχύ την 17/6/2010
Δες την εξέλιξη του άρθρου
Άρθρο 546

Δικαιώματα του πωλητή

Το δικαίωμα αντικατάστασης του πράγματος κατά το  άρθρο 540 το έχει με τους ίδιους όρους και ο πωλητής, εφόσον η άσκησή του δεν είναι ασύμφορη για τον αγοραστή.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.1 άρθρ.1 Ν.3043/2002,ΦΕΚ Α 192 αντικαταστάθηκε πάλι με την παρ.1 άρθρου 16 Ν.3853/2010,ΦΕΚ Α 90/17.6.2010.

Άρθρο 547
Ενέργεια υπαναχώρησης ή αντικατάστασης λόγω ελλείψεων

 Αν ο αγοραστής υπαναχωρήσει από τη σύμβαση λόγω πραγματικού ελαττώματος ή έλλειψης συνομολογημένης ιδιότητας, έχει υποχρέωση να αποδώσει το πράγμα ελεύθερο από κάθε βάρος που του προσέθεσε ο Ιδιος, καθώς και τα ωφελήματα που αποκόμισε. Ο πωλητής επιστρέφει το τίμημα με τόκο, τα έξοδα της πώλησης, καθώς και όσα ο αγοραστής δαπάνησε για το πράγμα. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται αναλόγως και στην περίπτωση αντικατάστασης του πράγματος.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.1άρθρ.1 Ν.3043/2002,ΦΕΚ Α 192/21.8.2002.

Άρθρο 548
Καταστροφή ή χειροτέρευση του πράγματος

 Ο αγοραστής έχει δικαίωμα να ζητήσει αντικατάσταση ή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση ή να μειώσει το τίμημα και αν ακόμη το πράγμα καταστράφηκε ή χειροτέρεψε εξαιτίας του ελττώματος.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.1άρθρ.1 Ν.3043/2002,ΦΕΚ Α 192/21.8.2002.

Άρθρο 549

Αν το πράγμα εξ ολοκλήρου ή σε μεγάλο μέρος καταστράφηκε ή χάθηκε ή χειροτέρεψε ουσιοδώς από τυχαίο περιστατικό, ο αγοραστής έχει δικαίωμα μόνο σε μείωση του τιμήματος.

Το ίδιο ισχύει και αν το πράγμα μεταποιήθηκε ή εκποιήθηκε εξ ολοκλήρου ή σε μεγάλο μέρος από τον αγοραστή.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.1 άρθρ.1 Ν.3043/2002,ΦΕΚ Α 192/21.8.2002.

Άρθρο 550
  Πώληση ορισμένης έκτασης

Αν ο πωλητής ακινήτου διαβεβαίωσε τον αγοραστή ότι το ακίνητο έχει ορισμένη έκταση, ευθύνεται όπως και για συνομολογημένη ιδιότητα. Ο αγoραστής έχει δικαίωμα υπαναχώρησης για ελλιπή έκταση τότε μόνο όταν η έλλειψη είναι τόσο σημαντική, ώστε ο αγοραστής δεν έχει συμφέρον στη σύμβαση.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.1άρθρ.1 Ν.3043/2002,ΦΕΚ Α 192/21.8.2002.

Άρθρο 551
Πώληση περισσότερων πραγμάτων

Αν από περισσότερα πράγματα που πουλήθηκαν μερικά μόνο έχουν ελάττωμα ή δεν έχουν τη συνομολογημένη ιδιότητα, το δικαίωμα αντικατάστασης ή υπαναχώρησης περιορίζεται μόνο σε αυτά, και αν ακόμη ορίσθηκε ενιαίο τίμημα για όλα. Αν όμως κατά την πρόθεση των μερών τα πράγματα πουλήθηκαν αθρόα ή ως σύνολο και εκείνα που έχουν το ελάττωμα ή την έλλειψη δεν μπορούν να αποχωριστούν από τα υπόλοιπα χωρίς να ζημιωθεί ο ένας από τους συμβαλλομένους, το δικαίωμα αντικατάστασης ή υπαναχώρησης επεκτείνεται σε όλα.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.1 άρθρ.1 Ν.3043/2002,ΦΕΚ Α 192/21.8.2002.

Άρθρο 552

Η αντικατάσταση ή υπαναχώρηση για το κύριο πράγμα περιλαμβάνει και το παρεπόμενο, και αν ακόμη ορίστηκε γι` αυτό ιδιαίτερο τίμημα.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.1 άρθρ.1 Ν.3043/2002,ΦΕΚ Α 192/21.8.2002.

Άρθρο 553
Πώληση με περισσότερους πωλητές ή αγοραστές

 Αν οι πωλητές ή οι αγοραστές είναι περισσότεροι, για το δικαίωμα αντικατάστασης εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 396, ενώ το δικαίωμα μείωσης του

τιμήματος ασκείται και από τον καθέναν ή κατά καθενός συμμέτρως. Το Ιδιο ισχύει και αν ο πωλητής ή ο αγοραστής κληρονομηθεί από πολλούς.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.1 άρθρ.1 Ν.3043/2002,ΦΕΚ Α 192/21.8.2002.

Άρθρο 554
Παραγραφή

Τα Δικαιώματα του αγοραστή λόγω πραγματικού ελαττώματος ή έλλειψης συνομολογημένης ιδιότητας παραγράφονται μετά την πάροδο πέντε ετών για τα ακίνητα και δύο ετών για τα κινητά.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.1 άρθρ.1 Ν.3043/2002,ΦΕΚ Α 192/21.8.2002.

Άρθρο 555

Η Παραγραφή αρχίζει από την παράδοση του πράγματος στον αγοραστή. Το ίδιο ισχύει και αν ο αγοραστής ανακάλυψε το ελάττωμα ή την έλλειψη της ιδιότητας αργότερα.

Αν ο αγοραστής ζήτησε να διεξαχθεί συντηρητική απόδειξη, η Παραγραφή διακόπτεται έως το τέλος της διαδικασίας αυτής.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.1 άρθρ.1 Ν.3043/2002,ΦΕΚ Α 192/21.8.2002

Άρθρο 556

Αν συμφωνήθηκε προθεσμία ευθύνης του πωλητή για ελάττωμα ή έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας, αυτό σε περίπτωση αμφιβολίας σημαίνει ότι η Παραγραφή για τα ελαττώματα ή τις ελλείψεις που εκδηλώθηκαν μέσα  στην προθεσμία αρχίζει από τότε που εκδηλώθηκαν.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.1άρθρ.1 Ν.3043/2002,ΦΕΚ Α 192/21.8.2002.

Άρθρο 557

Ο πωλητής δεν μπορεί να επικαλεστεί την Παραγραφή των προηγούμενων άρθρων, αν απέκρυψε ή αποσιώπησε με δόλο το ελάττωμα ή την έλλειψη της συνομολογημένης ιδιότητας.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.1 άρθρ.1 Ν.3043/2002,ΦΕΚ Α 192/21.8.2002

Άρθρο 558

Ο αγοραστής μπορεί και μετά τη συμπλήρωση του χρόνου της Παραγραφής να ασκήσει με ένσταση τα δικαιώματά του από το ελάττωμα ή την έλλειψη της συνομολογημένης ιδιότητας, εφόσον ειδοποίησε γι` αυτά τον πωλητή μέσα στο χρόνο της Παραγραφής.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.1 άρθρ.1 Ν.3043/2002,ΦΕΚ Α 192/21.8.2002

Άρθρο 559
Παροχή εγγύησης

 Αν ο πωλητής ή τρίτος έχει παράσχει εγγύηση για το πράγμα που πουλήθηκε, ο αγοραστής έχει, έναντι εκείνου που εγγυήθηκε, τα δικαιώματα που απορρέουν από τη δήλωση της εγγύησης σύμφωνα με τους όρους που περιέχονται σε αυτήν ή τη σχετική διαφήμιση, χωρίς να παραβλάπτονται τα δικαιώματά του που πηγάζουν από το νόμο.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.1 άρθρ.1 Ν.3043/2002,ΦΕΚ Α 192/21.8.2002

Άρθρο 560
Αναγωγή

 Σε περίπτωση διαδοχικών πωλήσεων και ευθύνης του τελικού πωλητή λόγω πραγματικού ελαττώματος ή έλλειψης συνομολογημένης ιδιότητας, η Παραγραφή των δικαιωμάτων του κατά προηγούμενου πωλητή λόγω του ελαττώματος ή της έλλειψης αρχίζει από τότε που ικανοποιήθηκε ο αγοραστής, εκτός αν προηγήθηκε τελεσίδικη δικαστική απόφαση κατά του τελικού πωλητή, οπότε η Παραγραφή αρχίζει από την τελεσιδικία της απόφασης αυτής. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται για την Παραγραφή οι διατάξεις των άρθρων 554 έως 558.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.1άρθρ.1 Ν.3043/2002,ΦΕΚ Α 192/21.8.2002.

Άρθρο 561

Οι διατάξεις του προηγούμενου άρθρου εφαρμόζονται αναλόγως και σε περίπτωση Αναγωγής εναντίον κάθε προηγούμενου πωλητή του Ιδιου πράγματος.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.1 άρθρ.1 Ν.3043/2002,ΦΕΚ Α 192/21.8.2002.

Άρθρο 562
`Αλλες ανταλλακτικές συμβάσεις

    Οι  διατάξεις  οι  σχετικές  με  την  ευθύνη  του  πωλητή  για ελαττώματα   του   πράγματος  ή  για  έλλειψη  συμφωνημένων  ιδιοτήτων εφαρμόζονται αναλόγως και σε άλλες συμβάσεις εκποίησης με αντάλλαγμα.

Άρθρο 563
Πώληση με δοκιμή

 Η Πώληση με δοκιμή λογίζεται,  σε  περίπτωση  αμφιβολίας,  ότι τελεί  υπό  την  αναβλητική  αίρεση  της  έγκρισης  του  αγοραστή.   Ο αγοραστής είναι ελεύθερος να εγκρίνει ή να αποποιηθεί.

Άρθρο 564

Ο  αγοραστής  έχει  δικαίωμα  να  εκφραστεί  μόνο  μέσα   στην προθεσμία  που  έχει ταχθεί ή, αν δεν, υπάρχει προθεσμία, μόνο μέσα σε εύλογη προθεσμία που τάσσει ο πωλητής.

Αν το πράγμα που  πουλήθηκε  με  δοκιμή  έχει  παραδοθεί  στον αγοραστή, η σιωπή του λογίζεται ως έγκριση, αλλιώς ως αποποίηση.

Άρθρο 565
Σύμφωνο εξώνησης

 Με  το  σύμφωνο  της  εξώνησης ο πωλητής έχει δικαίωμα μέσα σε ορισμένη προθεσμία να πάρει πίσω το πράγμα  αντί  τιμήματος  που  έχει συμφωνηθεί.

Άρθρο 566
Τίμημα, προθεσμία

  Αν δεν συμφωνήθηκε τίμημα για την εξώνηση, ως τίμημα λογίζεται  το τίμημα της πώλησης.

Η   προθεσμία   για   την  εξώνηση  είναι  πενταετής,  αν  δεν συμφωνήθηκε άλλη ή αν αυτή που συμφωνήθηκε είναι μακρότερη.

Άρθρο 567
Δήλωση για την εξώνηση

  Η εξώνηση  συντελείται  με  τη  δήλωση  του  πωλητή  προς  τον αγοραστή ότι ασκεί το δικαίωμα της εξώνησης.  Η Δήλωση για την εξώνηση πρέπει να γίνει με τον ίδιο τύπο που ορίζει ο νόμος για τη σύμβαση της πώλησης.

Άρθρο 568
Ενέργεια

 `Οταν  συντελεστεί,  η  εξώνηση  ο αγοραστής έχει υποχρέωση να επιιστρέψει το πράγμα μαζί με τα παραρτήματά του ελεύθερο από τα  βάρη με τα οποία το έχει επιβαρύνει πριν από την εξώνηση και ο πωλητής έχει υποχρέωση  να  καταβάλει  το  τίμημα.  Για  τα  πριν  από  την εξώνηση ωφελήματα δεν παρέχεται αξίωση.

Άρθρο 569

     Ο αγοραστής έχει υποχρέωση αποζημίωσης, αν κατά την εξώνηση είναι αδύνατη από υπαιτιότητά του η απόδοση του πράγματος στην κατάσταση που το παρέλαβε.

Το ίδιο ισχύει και αν το πράγμα εκποιήθηκε αναγκαστικά πριν από την εξώνηση.

 

Άρθρο 570

Αν  το πράγμα καταστράφηκε πριν από την εξώνηση εξ ολοκλήρου ή  σε μεγάλο μέρος, χωρίς  υπαιτιότητα  του  αγοραστή,  το  δικαίωμα  της εξώνησης  αποσβήνεται.   Αν το πράγμα έχει χειροτερέψει, ο πωλητής δεν  έχει δικαίωμα σε μείωση του τιμήματος της εξώνησης.

Άρθρο 571

Ο αγοραστής έχει δικαίωμα να απαιτήσει τις δαπάνες που  έγιναν  πάνω στο πράγμα πριν από την εξώνηση, μόνο εφόσον αυξήθηκε από αυτές η αξία του.  Ο  αγοραστής  μπορεί να αφαιρέσει το κατασκεύασμα που έχει προστεθεί.

Άρθρο 572
Εξώνηση υπέρ ή κατά περισσοτέρων

  Αν το δικαίωμα της εξώνησης ανήκει ή περιήλθε σε περισσότερους ή αρμόζει, κατά περισσότερων υποχρέων,  μπορεί  να  ασκηθεί  μόνο  από όλους  και  εναντίον  όλων.   Αν  όμως  κάποιος  από  τους δικαιούχους παραιτήθηκε από το δικαίωμα ή το έχασε,  οι  υπόλοιποι  το  ασκούν  εξ ολοκλήρου.

Άρθρο 573
Ανταλλαγή

  Στην  Ανταλλαγή  εφαρμόζονται  αναλόγως  οι  διατάξεις για την πώληση.  Ο καθένας από τους συμβαλλομένους κρίνεται ως πωλητής για την παροχή που τον βαρύνει και ως αγοραστής για την παροχή που απαιτεί.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΠΕΜΠΤΟ
Μίσθωση πράγματος
Άρθρο 574
`Εννοια

    Με  τη  σύμβαση  της  μίσθωσης  πράγματος  ο  εκμισθωτής  έχει υποχρέωση να παραχωρήσει  στο  μισθωτή τη χρήση του πράγματος για όσο χρόνο διαρκεί η σύμβαση και ο μισθωτής να καταβάλει το συμφωνημένο μίσθωμα.

Άρθρο 575
Υποχρεώσεις του εκμισθωτή

  Ο εκμισθωτής έχει την υποχρέωση να παραδώσει  στο  μισθωτή  το μίσθιο κατάλληλο για τη συμφωνημένη χρήση και να το διατηρεί κατάλληλο σ`όλη τη διάρκεια της μίσθωσης.

Άρθρο 576
Ελλείψεις ή πραγματικά ελαττώματα του μισθίου

    Αν  κατά το χρόνο της παράδοσής του στο μισθωτή το μισθίο έχει ελάττωμα που εμποδίζει μερικά ή ολικά τη συμφωνημένη χρήση (πραγματικό ελάττωμα) ή αν  κατά  τη  διάρκεια  της  μίσθωσης  εμφανίστηκε  τέτοιο ελάττωμα,  ο  μισθωτής  έχει  δικαίωμα  μείωσης  ή  μη  καταβολής  του μισθώματος.

Το ίδιο ισχύει και αν λείπει από  το  μίσθιο  μια  συμφωνημένη ιδιότητα ή αν έλειψε μια τέτοια ιδιότητα όσο διαρκεί η μίσθωση.

Άρθρο 577

        Αν κατά τη συνομολόγηση  της  μίσθωσης  λείπει  η  συμφωνημένη ιδιότητα  του  μισθίου, ο μισθωτής έχει δικαίωμα, αντί για τη μείωση ή τη μη καταβολή του μισθώματος,  να  απαιτήσει  αποζημίωση  για  τη  μη εκτέλεση  της  σύμβασης.  Το ίδιο ισχύει και αν ο εκμισθωτής γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει το πραγματικό ελάττωμα του μισθίου που υπήρχε  κατά τη συνομολόγηση της σύμβασης.

Άρθρο 578

Ο  μισθωτής  έχει  το δικαίωμα του προηγούμενου άρθρου και αν  από υπαιτιότητα  του  εκμισθωτή  έλειψε  η  συμφωνημένη  ιδιότητα   ή εμφανίστηκε το ελάττωμα του μισθίου μετά τη συνομολόγηση της σύμβασης.

Ο  μισθωτής  έχει  το  δικαίωμα  και  αν  ο  εκμισθωτής  έγινε υπερήμερος ως προς την άρση του πραγματικού ελαττώματος ή της έλλειψης της ιδιότητας. Σ`αυτήν την περίπτωση όμως ο μισθωτής έχει δικαίωμα  να επιχειρήσει ο ίδιος την άρση και να απαιτήσει τη δαπάνη.

Άρθρο 579

Ο εκμισθωτής δεν  ευθύνεται  για  πραγματικά ελαττώματα, που γνώριζε ο μισθωτής κατά τη συνομολόγηση της σύμβασης.

Το ίδιο ισχύει και για συμφωνημένες ιδιότητες, που την έλλειψή  τους γνώριζε ο μισθωτής κατά τη συνομολόγηση της σύμβασης.

Άρθρο 580

   Ο εκμισθωτής δεν ευθύνεται για πραγματικά  ελαττώματα,  που  ο μισθωτής αγνοούσε από βαριά αμέλεια κατά τη συνομολόγηση της σύμβασης, εκτός  αν  ο  εκμισθωτής  υποσχέθηκε  ότι δεν υπάρχει ελάττωμα ή αν το αποσιώπησε με δόλο.

Άρθρο 581

Ο εκμισθωτής δεν ευθύνεται για το πραγματικό  ελάττωμα  ή  την έλλειψη συμφωνημένης ιδιότητας, αν ο μισθωτής παρέλαβε ανεπιφύλακτα το μίσθιο γνωρίζοντας το ελάττωμα ή την έλλειψη.

Άρθρο 582
Ρήτρα περιορισμού της ευθύνης του εκμισθωτή

      Η  συμφωνία που αποκλείει ή περιορίζει την ευθύνη είναι άκυρη, αν ο εκμισθωτής αποσιώπησε με δόλο  το  ελάττωμα  του  μισθίου  ή  την έλλειψη συμφωνημένης ιδιότητας.

Όπως καταργήθηκε με την Παρ.3 Άρθρο 2 ΝΟΜΟΣ 3043/2002 με ισχύ την 21/8/2002
Δες την εξέλιξη του άρθρου
Άρθρο 583
Νομικά ελαττώματα του μισθίου

 Αν εξαιτίας κάποιου δικαιώματος τρίτου αφαιρέθηκε από τον μισθωτή ολικά ή μερικά η συμφωνημένη χρήση του μισθίου (νομικό ελάττωμα), εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 576 έως 579.

Αλλά ο μισθωτής δεν μπορεί να επιχειρήσει ο  ίδιος  την  άρση του νομικού ελαττώματος με δαπάνες του εκμισθωτή.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.4 άρθρ.2 Ν.3043/2002,ΦΕΚ Α 192/21.8.2002.

Άρθρο 584

Ο  μισθωτής, με την επιφύλαξη των διατάξεων που ισχύουν για τα πραγματικά και τα νομικά ελαττώματα ή για την έλλειψη ιδιοτήτων,  έχει δικαίωμα  κατά  τα λοιπά, αν δεν του παραδόθηκε ή του παρεμποδίστηκε η χρήση του μισθίου, να απαιτήσει, σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις, την εκτέλεση της σύμβασης ή αποζημίωση.

Άρθρο 585
Καταγγελία για μη παραχώρηση της χρήσης

  Σε κάθε περίπτωση που δεν παραχωρήθηκε εγκαίρως  στο  μισθωτή,  ολικά ή  μερικά, ανεμπόδιστη η συμφωνημένη χρήση ή που του αφαιρέθηκε αργότερα η χρήση που του παραχωρήθηκε, ο  μισθωτής  έχει  δικαίωμα  να τάξει  στον  εκμισθωτή  εύλογη προθεσμία για να αποκαταστήσει τη χρήση και αν η προθεσμία περάσει  άπρακτη,  να  καταγγείλει  τη  μίσθωση.  Ο μισθωτής έχει δικαίωμα να καταγγείλει και χωρίς προθεσμία, αν εξαιτίας του  λόγου  που  δικαιολογεί  την  καταγγελία,  δεν έχει συμφέρον στην εκτέλεση της σύμβασης.

Άρθρο 586

Ο μισθωτής  δεν  δικαιούται  να  καταγγείλει  τη  μίσθωση  για  πραγματικά ή νομικά ελαττώματα ή για έλλειψη συμφωνημένης ιδιότητας σε όσες περιπτώσεις δεν ευθύνεται γι` αυτά ο εκμισθωτής.

Άρθρο 587
Ενέργεια της καταγγελίας

    Με  την καταγγελία αίρεται για το μέλλον η μισθωτική σχέση και επιστρέφεται το μίσθωμα που τυχόν προκαταβλήθηκε για το χρόνο μετά την καταγγελία.   Εκείνος  που  έχει  δικαίωμα  να  καταγγείλει  δεν  έχει υποχρέωση σε αποζημίωση εξαιτίας της καταγγελίας.

Άρθρο 588
Κίνδυνος της υγείας του μισθωτή

  Στη  μίσθωση  Κατοικίας,  αν  η  χρήση του μισθίου συνεπάγεται σπουδαίο κίνδυνο για την υγεία του  μισθωτή  ή  των  οικείων  του  που συγκατοικούν, ο μισθωτής έχει δικαίωμα να καταγγείλει τη μίσθωση χωρίς να  τάξει  προθεσμία,  και  αν ακόμη κατά τη σύναψη της μίσθωσης ή την παράδοση του μισθίου γνώριζε τις επικίνδυνες  συνθήκες  ή  παραιτήθηκε από τα σχετικά δικαιώματά του.

Άρθρο 589
Υποχρέωση του μισθωτή για ειδοποίηση

  Ο  μισθωτής  έχει  υποχρέωση  να αποζημιώσει τον εκμισθωτή, αν παρέλειψε να του γνωστοποιήσει εγκαίρως  ελαττώματα  του  μισθίου  που εμφανίστηκαν  κατά  τη  διάρκεια  της μίσθωσης ή δικαιώματα που τρίτος αντιποιείται πάνω σ` αυτό.

Άρθρο 590
Βάρη και φόροι του μισθίου

 Ο  εκμισθωτής φέρει τα βάρη του μισθίου και τους φόρους που το βαρύνουν.

Άρθρο 591
Δαπάνες

  Ο εκμισθωτής αποδίδει στο μισθωτή τις  αναγκαίες  δαπάνες  που  αυτός έκανε στο μίσθιο.

Οι  επωφελείς δαπάνες αποδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις για  τη διοίκηση αλλοτρίων.  Ο  μισθωτής  έχει  δικαίωμα  να  αφαιρέσει  τα κατασκευάσματα που πρόσθεσε ο ίδιος στο μίσθιο.

Άρθρο 592
Φθορές ή μεταβολές

   Ο μισθωτής δεν ευθύνεται για φθορές ή μεταβολές που οφείλονται  στη συμφωνημένη χρήση.

Άρθρο 593
Δικαίωμα υπομίσθωσης

  Ο  μισθωτής έχει δικαίωμα, εφόσον δεν συμφωνήθηκε το αντίθετο,  να παραχωρήσει  σε  άλλον  τη  χρήση  του  μισθίου  και  ιδίως  να  το υπεκμισθώσει,  ευθυνόμενος  απέναντι στον εκμισθωτή για το πταίσμα του τρίτου. Μόνη  η  Συναίνεση  του  εκμισθωτή  στην  υπεκμίσθωση  ή  στην παραχώρηση της χρήσης δεν απαλλάσσει το μισθωτή από την ευθύνη αυτή.

Άρθρο 594
Κακή χρήση του μισθίου

  Ο  εκμισθωτής  έχει  δικαίωμα να καταγγείλει αμέσως τη μίσθωση  και συγχρόνως  να  ζητήσει  αποζημίωση,  αν  ο  μισθωτής,  παρά   τις διαμαρτυρίες  του εκμισθωτή, δεν μεταχειρίζεται το μίσθιο με επιμέλεια και όπως συμφωνήθηκε ή δεν τηρεί τη συμπεριφορά  που  πρέπει  απέναντι στους άλλους ενοίκους.

Άρθρο 595
Πληρωμή του μισθώματος

  Το  μίσθωμα καταβάλλεται στις συμφωνημένες ή στις συνηθισμένες προθεσμίες. Αν δεν υπάρχουν τέτοιες προθεσμίες, καταβάλλεται  κατά  τη λήξη   της   μίσθωσης   και,  αν  συμφωνήθηκε  καταβολή  σε  μικρότερα διαστήματα, κατά τη λήξη τους.

Άρθρο 596

Ο μισθωτής δεν απαλλάσσεται από το μίσθωμα, αν εμποδίζεται  να  χρησιμοποιήσει  το  μίσθιο  από  λόγους  που  αφορούν  τον ίδιο. `Εχει δικαίωμα όμως να αφαιρέσει από  το  μίσθωμα  καθετί  που  ωφελήθηκε  ο εκμισθωτής χρησιμοποιώντας το μίσθιο με άλλο τρόπο.

Άρθρο 597

Αν  ο  μισθωτής  καθυστερεί  το  μίσθωμα  ολικά  ή  μερικά,  ο εκμισθωτής δικαιούται να καταγγείλει τη μίσθωση τουλάχιστον  πριν  από ένα  μήνα, αν πρόκειται για μίσθωση που η διάρκειά της συμφωνήθηκε για ένα  χρόνο  ή  περισσότερο,  και  πριν  από  δέκα  ημέρες  στις  άλλες μισθώσεις.   Δεν  αποκλείεται  αξίωση  του  εκμισθωτή  για  αποζημίωση εξαιτίας της πρόωρης λύσης της μίσθωσης.

Η καταγγελία μένει χωρίς αποτέλεσμα αν ο μισθωτής πριν περάσει  η προθεσμία αυτή καταβάλει το καθυστερούμενο μίσθωμα μαζί με τα  τυχόν έξοδα της καταγγελίας.

Άρθρο 598

Είναι  άκυρη  κάθε  συμφωνία  με  την  οποία  συντομεύονται οι προθεσμίες του προηγούμενου άρθρου ή  λύνεται  αυτόματα  η  μίσθωση  ή παρέχεται  τέτοιο  δικαίωμα  στον  εκμισθωτή  μόλις  ο  μισθωτής γίνει υπερήμερος ως προς την Πληρωμή του μισθώματος.

Άρθρο 599
Απόδοση του μισθίου

  Ο μισθωτής  κατά  τη  λήξη  της  μίσθωσης  έχει  υποχρέωση  να αποδώσει το μίσθιο στην κατάσταση που το παρέλαβε.

Σε περίπτωση υπεκμίσθωσης ή παραχώρησης της χρήσης του μισθίου  σε τρίτον, ο εκμισθωτής μπορεί κατά τη λήξη της μίσθωσης να απαιτήσει  το μίσθιο και από τον υπομισθωτή ή από εκείνον στον οποίο παραχωρήθηκε  η χρήση.

 

Άρθρο 600

         Αν το μίσθιο ήταν ασφαλισμένο και καταστράφηκε ή  έπαθε  βλάβη  από  πυρκαϊά,  ο μισθωτής, εφόσον ο εκμισθωτής μπορεί να αποζημιωθεί ή αποζημιώθηκε από τον ασφαλιστή, ευθύνεται απέναντί τους μόνο αν  αυτοί αποδείξουν ότι η πυρκαϊά οφείλεται σε υπαιτιότητά του.

Άρθρο 601

Ο  μισθωτής,  για  όσο χρόνο παρακρατεί το μίσθιο μετά τη λήξη  της μίσθωσης, οφείλει ως αποζημίωση το συμφωνημένο μίσθωμα, χωρίς αυτό  να αποκλείει δικαίωμα του εκμισθωτή να  απαιτήσει  και  άλλη  περαιτέρω ζημία.

Άρθρο 602
Παραγραφή

   Οι  αξιώσεις του εκμισθωτή για αποζημίωση εξαιτίας μεταβολών ή φθορών στο  μίσθιο  παραγράφονται  ύστερα  από  έξι  μήνες  αφότου  το ανέλαβε. Σε κάθε περίπτωση οι αξιώσεις αυτές παραγράφονται μαζί με την αξίωση για ανάληψη του μισθίου.

Άρθρο 603

Οι  αξιώσεις  του μισθωτή για δαπάνες παραγράφονται ύστερα από  έξι μήνες αφότου έληξε η μίσθωση.

Άρθρο 604
Ενέχυρο στα εισκομισθέντα

     Για καθυστερούμενα μισθώματα ο εκμισθωτής ακινήτου έχει νόμιμο ενέχυρο στα κινητά του μισθωτή  ή  του  συζύγου  και  των  τέκνων  που συνοικούν  μαζί  του και που αυτοί έφεραν στο μίσθιο, εφόσον δεν είναι από τα ακατάσχετα.

Το ενέχυρο εκτείνεται και στα πράγματα που έφεραν στο μίσθιο ο υπομισθωτής ή ο σύζυγος και τα τέκνα που συνοικούν μαζί του, αλλά μόνο έως το ποσό των μισθωμάτων που αυτός οφείλει στον υπεκμισθωτή.

Το ενέχυρο ασφαλίζει τα καθυστερούμενα μισθώματα των δύο  ετών  από την κατάσχεση των πραγμάτων.

Άρθρο 605

        Δικαιώματα  τρίτων στα εισκομισθέντα δεν παραβλάπτονται από το Νόμιμο ενέχυρο του εκμισθωτή, ακόμη και αν  αυτός  θεωρούσε  καλόπιστα ότι αυτά ανήκουν στο μισθωτή.

Άρθρο 606

Αν   τα   εισκομισθέντα   απομακρύνθηκαν  από  το  μίσθιο  και μεταφέρθηκαν αλλού το Νόμιμο ενέχυρο του εκμισθωτή υπάρχει μόνο εφόνον αυτός, μέσα σε ένα μήνα αφότου πληροφορήθηκε την απομάκρυνσή  τους  τα κατέσχε  αναγκαστικώς  ή  εκτέλεσε απόφαση που διατάζει τη συντηρητική κατάσχεση ή τη δικαστική μεσεγγύησή τους.

Άρθρο 607

Ο μισθωτής έχει δικαίωμα να απαλλάξει από  το  νόμιμο  ενέχυρο  όλα η μερικά από τα εισκομισθέντα παρέχοντας ασφάλεια έως την αξία των πραγμάτων που απαλλάσσονται.

Άρθρο 608
Λήξη της μίσθωσης ορισμένου χρόνου

  Η  μίσθωση  που  συνομολογήθηκε για ορισμένο χρόνο λήγει μόλις περάσει αυτός ο χρόνος, χωρίς να απαιτείται τίποτε άλλο.  Η μίσθωση αόριστης διάρκειας λήγει με καταγγελία  του  καθενός  από τους συμβαλλομένους.

Άρθρο 609
Λήξη σε περίπτωση αόριστης διάρκειας

  Στη  μίσθωση με αόριστη διάρκεια η καταγγελία του προηγούμενου άρθρου, εφόσον δεν συμφωνήθηκε διαφορετικά, γίνεται: αν πρόκειται  για μίσθωμα  κινητού ή ακινήτου που έχει οριστεί με την ημέρα πριν από μια τουλάχιστον ημέρα.  Αν πρόκειται για  μίσθωμα  κινητού  πράγματος  που έχει  οριστεί  κατά  εβδομάδα ή κατά μακρότερα διαστήματα, τουλάχιστον πριν από τρεις ημέρες.  Αν πρόκειται για  μίσθωμα  ακινήτου  που  έχει οριστεί  κατά  εβδομάδα,  τουλάχιστον πριν από πέντε ημέρες και ισχύει για το τέλος της εβδομάδας. Αν πρόκειται για μίσθωμα ακινήτου που έχει οριστεί κατά μήνα, τουλάχιστον πριν από δεκαπέντε  ημέρες  και  ισχύει για  το  τέλος  του  ημερολογιακού  μηνός.  Αν  πρόκειται  για μίσθωμα ακινήτου που έχει οριστεί κατά  διαστήματα  μακρότερα  από  ένα  μήνα, τουλάχιστον πριν από τρεις μήνες και ισχύει για το τέλος του Μαρτίου ή του Ιουνίου ή του Σεπτεμβρίου ή του Δεκεμβρίου κάθε έτους.

Άρθρο 610

Στη μίσθωση που συνομολογήθηκε για χρόνο μακρότερο από μια τριακονταετία  ή  για  όλη  τη  ζωή  του εκμισθωτή ή του μισθωτή, κάθε συμβαλλόμενος μπορεί,  όταν  περάσουν  τριάντα  χρόνια,  να  λύσει  τη μίσθωση  με  καταγγελία,  σύμφωνα  με  τις  διατάξεις  για  τη μίσθωση αόριστης διάρκειας.

Σημ.: με την παράγραφο 7 εδάφιο α` άρθρου 9 Ν.4002/2011,ΦΕΚ Α 180/22.8.2011,τα άρθρα 610,616 και 617  του Αστικού Κώδικα δεν εφαρμόζονται σε μακροχρόνιες μισθώσεις τουριστικών επιπλωμένων κατοικιών συναπτόμενων εντός  σύνθετων τουριστικών καταλυμάτων.

 

Άρθρο 611
Σιωπηρή αναμίσθωση

  Η μίσθωση που συνομολογήθηκε για ορισμένο χρόνο λογίζεται  ότι ανανεώθηκε  για  αόριστο  χρόνο,  αν μετά την παρέλευση του χρόνου που συμφωνήθηκε ο μισθωτής εξακολουθήσει να χρησιμοποιεί το μίσθιο  και  ο εκμισθωτής το γνωρίζει και δεν εναντιώνεται.

 

Άρθρο 612
Θάνατος του μισθωτή

   `Οταν  αποβιώσει  ο μισθωτής, οι κληρονόμοι του έχουν δικαίωμα  να καταγγείλουν τη μίσθωση. Η καταγγελία γίνεται τουλάχιστον πριν  από τρεις μήνες και ισχύει για το τέλος του ημερολογιακού μηνός.

Στην   περίπτωση,  όπου  το  μίσθιο  χρησίμευε,  όσο  ζούσε  ο μισθωτής, ως οικογενειακή στέγη με την έννοια του άρθρου 1393 και  ζει κατά  το  χρόνο  του  θανάτου  του ο σύζυγός του, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις από τη  μίσθωση  περιέρχονται  αποκλειστικά  σ`  αυτόν,  ο οποίος  δικαιούται  όμως,  τηρώντας  την  προθεσμία  της  προηγούμενης παραγράφου, να καταγγείλει οποτεδήποτε τη μίσθωση.

Άρθρο 612α
Οικογενειακή στέγη

   Στην περίπτωση όπου το μίσθιο χρησιμεύει ως οικογενειακή στέγη και η χρήση αυτή έχει γνωστοποιηθεί στον εκμισθωτή, η  καταγγελία  της μίσθωσης,  στην  οποία  αυτός  προβαίνει,  είναι άκυρη, εφόσον δεν την κοινοποιεί και στο σύζυγο του μισθωτή, τηρώντας την ίδια προθεσμία που τυχόν απαιτείται για την καταγγελία.

Άρθρο 613
Μισθώσεις δημόσιων υπαλλήλων

     Οι δημόσιοι υπάλληλοι που μετατίθενται σε άλλον τόπο  μπορούν, αφότου   μετατεθούν,  να  καταγγείλουν  τη  μίσθωση,  σύμφωνα  με  τις διατάξεις για τη μίσθωση αόριστης διάρκειας.

Άρθρο 614
Εκποίηση του μισθίου

  Στη μίσθωση ακινήτου  που  αποδεικνύεται  με  έγγραφο  βέβαιης χρονολογίας, αν ο εκμισθωτής κατά τη διάρκεια της μίσθωσης μεταβιβάσει σε  τρίτον  την  κυριότητά  του  μισθίου ή παραχωρήσει άλλο εμπράγματο δικαίωμα  που  αποκλείει  στο  μισθωτή  τη  χρήση,  ο  νέος   κτήτορας υπεισέρχεται  στα  δικαιώματα και στις υποχρεώσεις της μίσθωσης, εκτός αν έγινε αντίθετη συμφωνία στο μισθωτήριο έγγραφο.  Αν  το  εμπράγματο δικαίωμα  που  παραχώρησε  ο  εκμισθωτής  στον τρίτο δεν αποκλείει στο μισθωτή τη χρήση, ο τρίτος έχει υποχρέωση να μην την παρεμποδίσει.

Άρθρο 615

       Στη μίσθωση ακινήτου που δεν αποδεικνύεται με έγγραφο  βέβαιης χρονολογίας  ή  που  περιέχει  τον όρο, ότι σε περίπτωση εκποίησης του μισθίου ή παραχώρησης εμπράγματου δικαιώματος που αποκλείει  τη  χρήση του μισθωτή ο νέος κτήτορας θα έχει δικαίωμα να αποβάλει το μισθωτή, ο νέος κτήτορας μπορεί να καταγγείλει τη μίσθωση πριν από ένα μήνα, αν η μίσθωση  έχει  διάρκεια  έως  ένα έτος και πριν από δύο μήνες, αν έχει διάρκεια μακρότερη από ένα έτος.

Σε περίπτωση που  ο  νέος  κτήτορας  καταγγείλει  τη  μίσθωση, διατηρούνται ακέραια τα δικαιώματα του μισθωτή απέναντι στον εκμισθωτή για αποζημίωση.

Άρθρο 616

        Οι  προκαταβολές  μισθωμάτων,  που  έγιναν  στον εκμισθωτή που εκποίησε ή οι εκχωρήσεις μισθωμάτων, που έγιναν απ` αυτόν,  καθώς  και οι  κατασχέσεις  μισθωμάτων,  που  έγιναν  από  δανειστές  του,  είναι ανίσχυρες απέναντι στο νέο κτήτορα για μισθώματα πέρα από τρεις μήνες, που αρχίζουν από τότε που αυτός γνωστοποίησε στο μισθωτή την εκποίηση.

Σημ.: με την παράγραφο 7 εδάφιο α` άρθρου 9 Ν.4002/2011,ΦΕΚ Α 180/22.8.2011,τα άρθρα 610,616 και 617 του Αστικού Κώδικα δεν εφαρμόζονται σε μακροχρόνιες μισθώσεις τουριστικών επιπλωμένων κατοικιών συναπτόμενων εντός σύνθετων τουριστικών καταλυμάτων.

 

Άρθρο 617

         Αν  το  μίσθιο  ακίνητο  είναι  ενυπόθηκο,   οι   προκαταβολές  μισθωμάτων  προς  τον κύριο του ακινήτου, οι εκχωρήσεις μισθωμάτων που έγιναν απ` αυτόν καθώς και οι κατασχέσεις μισθωμάτων  που  έγιναν  από δανειστές του είναι ανίσχυρες απέναντι στους ενυπόθηκους δανειστές για μισθώματα πέρα από τρεις μήνες αφότου κατασχέθηκε το μίσθιο.

Σημ.: με την παράγραφο 7 εδάφιο α` άρθρου 9 Ν.4002/2011,ΦΕΚ Α 180/22.8.2011,τα άρθρα 610,616 και 617 του Αστικού Κώδικα δεν εφαρμόζονται σε μακροχρόνιες μισθώσεις τουριστικών επιπλωμένων κατοικιών συναπτόμενων εντός σύνθετων τουριστικών καταλυμάτων.

Άρθρο 618
Μισθώσεις που πρέπει να μεταγράφονται

 Η  μίσθωση  ακινήτου  για χρονικό διάστημα μακρότερο από εννέα έτη  ισχύει  απέναντι  στο  νέο  κτήτορα  μόνο   αν   καταρτιστεί   με συμβολαιογραφικό έγγραφο και το έγγραφο αυτό μεταγραφεί.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΚΤΟ
Μίσθωση αγροτικού κτήματος ή άλλου προσοδοφόρου αντικειμένου
Άρθρο 619
Αγρομίσθωση

  Με  τη  σύμβαση  της  μίσθωσης αγροτικού κτήματος ο εκμισθωτής έχει υποχρέωση, με αντάλλαγμα την καταβολή μισθώματος, να  παραχωρήσει στο μισθωτή τη χρήση του μισθίου και την κάρπωσή του με τους όρους της  τακτικής εκμετάλλευσης.

Άρθρο 620

Στη   μίσθωση  αγροτικού  κτήματος  εφαρμόζονται  αναλόγως  οι  διατάξεις για τη μίσθωση πράγματος, εφόσον  δεν  ορίζεται  διαφορετικά  στα άρθρα 621 έως 637.

Άρθρο 621
Υποχρεώσεις του μισθωτή

  Εφόσον  δεν  προκύπτει  τίποτε  άλλο  από τη σύμβαση ή από την επιτόπια συνήθεια, ο μισθωτής φέρει  τις  δαπάνες  των  επισκευών  που απαιτούνται  για  την τακτική χρήση και κάρπωση, καθώς και εκείνες που απαιτούνται για τη συντήρηση των οικημάτων, των αποθηκών, των  δρόμων, των  τάφρων  ή  των  περιφραγμάτων.  Επίσης  φέρει τις δαπάνες για την τακτική εκμετάλλευση του πράγματος, και ιδίως για την καλλιέργεια.

Άρθρο 622
Υποχρεώσεις του εκμισθωτή

  Ο εκμισθωτής οφείλει αποζημίωση για  τις  έκτακτες  επισκευές,  καθώς επίσης  και  για  τις  βελτιώσεις που έγιναν στο μίσθιο, εφόσον αύξησαν την παραγωγικότητά του. Ο μισθωτής έχει δικαίωμα να  αφαιρέσει το κατασκεύασμα που πρόσθεσε στο μίσθιο.

Άρθρο 623

Ο  μισθωτής  έχει  υποχρέωση  να  εκμεταλλεύεται  το μίσθιο με επιμέλεια και σύμφωνα με τον προορισμό του και ιδίως να φροντίζει  για τη διατήρησή του σε καλή κατάσταση, ώστε να είναι παραγωγικό.

Χωρίς τη Συναίνεση του εκμισθωτή, ο μισθωτής δεν έχει δικαίωμα  να μεταβάλει  τον  υφιστάμενο  τρόπο εκμετάλλευσης, έτσι ώστε αυτή να επηρεάζεται σημαντικά πέρα από το χρόνο της μίσθωσης.

Άρθρο 624
Υπεκμίσθωση

        Εφόσον δεν προκύπτει κάτι  άλλο  από  τη  σύμβαση  ή  από  την επιτόπια  συνήθεια,  ο  μισθωτής  δεν  μπορεί  χωρίς  τη Συναίνεση του εκμισθωτή να παραχωρήσει σε άλλον τη χρήση του μισθίου και ιδίως να το υπεκμισθώσει.

Άρθρο 625
Πληρωμή του μισθώματος

  Αν δεν  υπάρχει  συμφωνία  ή  επιτόπια  συνήθεια,  το  μίσθωμα καταβάλλεται στο τέλος του μισθωτικού έτους.

Άρθρο 626
Νόμιμο ενέχυρο του εκμισθωτή

       Το  νόμιμο  ενέχυρο  του  εκμισθωτή αγροτικού κτήματος για την εξασφάλιση του μισθώματος εκτείνεται και στους  καρπούς  του  μισθίου, εφόσον αυτοί δεν είναι από τους ακατάσχετους.

Άρθρο 627
Ελάττωση του μισθώματος

  Ο  μισθωτής  έχει δικαίωμα σε ανάλογη ελάττωση του μισθώματος,  αν η πρόσοδος του μισθίου μειώθηκε σημαντικά πριν από τη  συγκομιδή  ή ύστερα απ` αυτήν εξαιτίας γεγονότων ανώτερης βίας.

Κάθε  προκαταβολική παραίτηση του μισθωτή απ` αυτό το δικαίωμα  είναι άκυρη.

Ελάττωση του μισθώματος δεν  χωρεί,  εφόσον  η  ζημία  από  τη μείωση  της προσόδου καλύφθηκε με άλλο τρόπο και ιδίως από ασφαλιστική σύμβαση.

Άρθρο 628
Καταγγελία για καθυστέρηση του μισθώματος

  Σε περίπτωση καθυστέρησης του μισθώματος αγροτικού κτήματος  η προθεσμία της καταγγελίας του άρθρου 597 είναι δύο μηνών.    Η  καταγγελία  που προβλέπεται στο άρθρο 613 δεν ισχύει για τα αγροτικά κτήματα.

Άρθρο 629
Απόδοση του μισθίου

      Κατά τη  λήξη  της  μίσθωσης  ο  μισθωτής  έχει  υποχρέωση  να αποδώσει  το μίσθιο και τα πράγματα που περιλαμβάνονται στον εξοπλισμό του, και ιδίως εργαλεία, κτήνη, λιπάσματα, στην κατάσταση που αυτό  θα βρισκόταν  αν  κατά  τη  διάρκεια  της  μίσθωσης  είχε  γίνει  τακτική εκμετάλλευσή του.

Άρθρο 630

Αν ο μισθωτής παρέλαβε διατιμημένα  τα  πράγματα  που  ανήκουν  στον εξοπλισμό  του μισθίου, έχει υποχρέωση κατά τη λήξη της μίσθωσης  να αποδώσει εξοπλισμό της ίδιας ποιότητας και αξίας ή να αποκαταστήσει  τη διαφορά από τη μειωμένη αξία.

Ο μισθωτής δεν οφείλει αποζημίωση ή τη διαφορά από  τη  μείωση  της αξίας,  αν  αποδείξει  ότι  τα πράγματα χάθηκαν ή καταστράφηκαν ή χειροτέρεψαν από πταίσμα του εκμισθωτή ή από ανώτερη βία.    Ο μισθωτής έχει  δικαίωμα  στην  επιπλέον  αξία,  εφόσον  αυτή οφείλεται αποκλειστικά σε δαπάνες και σε εργασία του.

Άρθρο 631

       Αν  η  μίσθωση λύθηκε κατά τη διάρκεια του μισθωτικού έτους, ο μισθωτής δεν έχει δικαίωμα στους καρπούς που δεν έχουν ακόμη  χωριστεί κατά  το χρόνο της λύσης. `Εχει όμως δικαίωμα να απαιτήσει τις δαπάνες για την παραγωγή τους, εφόσον δεν υπερβαίνουν την αξία των καρπών.

Άρθρο 632
Θάνατος του μισθωτή

         Σε περίπτωση θανάτου  του  μισθωτή  οι  κληρονόμοι  του  έχουν  δικαίωμα  να  καταγγείλουν  τη μίσθωση πριν από έξι τουλάχιστον μήνες,  για το τέλος της γεωργικής περιόδου του  μισθίου.   Το  ίδιο  δικαίωμα  έχει  και  ο  εκμισθωτής, αν οι κληρονόμοι δεν παρέχουν τα εχέγγυα για  την κατάλληλη εκμετάλλευση του κτήματος.

Άρθρο 633
Σιωπηρή αναμίσθωση

     Η μίσθωση που συνομολογήθηκε για ορισμένο χρόνο λογίζεται  ότι  ανανεώθηκε  για  ένα  έτος  από  τη  συμφωνημένη  λήξη,  αν  δεν έγινε  καταγγελία από το ένα μέρος έξι τουλάχιστον μήνες  πριν  απ`  αυτή  τη  λήξη.

Άρθρο 634
 Ελάχιστο όριο διάρκειας

  Η  μίσθωση  δεν  μπορεί  να συνομολογηθεί για χρονικό διάστημα συντομότερο από τέσσερα χρόνια.  Αν ορίστηκε για συντομότερο διάστημα, ισχύει για τέσσερα χρόνια.

Άρθρο 635

Αν δεν καθορίστηκε η διάρκεια της μίσθωσης, η  μίσθωση  λήγει,  αφού περάσουν τέσσερα χρόνια, οποτεδήποτε με καταγγελία καθενός από τα μέρη,  που  γίνεται  τουλάχιστο  πριν  από έξι μήνες και ισχύει για το τέλος της γεωργικής περιόδου του μισθίου.

Άρθρο 636
Προϊόντα του μισθίου κατά τη λήξη

  Κατά τη λήξη της μίσθωσης ο μισθωτής έχει υποχρέωση να  αφήσει  από τα  προϊόντα  του  κτήματος,  ιδίως από το σπόρο, το χόρτο και το λίπασμα, όση ποσότητα  απαιτείται  για  την  τακτική  καλλιέργεια  του κτήματος έως τη νέα εσοδεία.  Εφόσον όμως δεν παρέλαβε τέτοια προϊόντα κατά την είσοδό του στο κτήμα, έχει αξίωση να αποζημιωθεί γι` αυτά από τον εκμισθωτή.

Άρθρο 637

  Στην  περίπτωση  του  άρθρου  615  η προθεσμία της καταγγελίας  είναι τουλάχιστον έξι μηνών και η καταγγελία γίνεται για το τέλος  της γεωργικής περιόδου του μισθίου.

Άρθρο 638
Μίσθωση άλλων προσοδοφόρων

    Οι  διατάξεις  που  ισχύουν για τη μίσθωση αγροτικού κτήματος,  έχουν, με εξαίρεση τα άρθρα 632  έως  637,  ανάλογη  εφαρμογή  και  σε  μισθώσεις  όπου, με αντάλλαγμα την καταβολή μισθώματος, παραχωρείται η  χρήση άλλου πράγματος ή  δικαιώματος  και  η  κάρπωσή  του  κατά  τους  κανόνες της τακτικής εκμετάλλευσης.

Άρθρο 639
Κτηνοληψία

    Σε  περίπτωση  μίσθωσης  κτηνών  που  δεν  περιλαμβάνονται στη  μίσθωση αγροτικού κτήματος, και εφόσον δεν προκύπτει κάτι άλλο από  τη  σύμβαση  ή  από  την  επιτόπια  συνήθεια,  το μαλλί και η γονή ανήκουν  μισά-μισά και στα δύο μέρη, ενώ  τα  υπόλοιπα  ωφελήματα  ανήκουν  στο  μισθωτή.  Ο μισθωτής φέρει τη δαπάνη της διατροφής.

Άρθρο 640

  Σε  περίπτωση  μίσθωσης κτηνών, εφόσον δεν προκύπτει κάτι άλλο  από τη σύμβαση ή από την επιτόπια συνήθεια, η τυχαία απώλεια όλων  των κτηνών  βαρύνει  τον  εκμισθωτή.  Η  απώλεια  ενός μέρους μόνο απ αυτά αναπληρώνεται από τη γονή των επόμενων ετών.

Κατά τα λοιπά στη  μίσθωση  κτηνών  εφαρμόζονται  αναλόγως  οι γενικές διατάξεις για τη μίσθωση πράγματος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΒΔΟΜΟ
Επίμορτη αγροληψία
Άρθρο 641
    `Εννοια

 Στη μίσθωση αγροτικού κτήματος το μίσθωμα μπορεί να συμφωνηθεί  σε ποσοστό των καρπών (επίμορτη αγροληψία), που προσδιορίζεται από την επιτόπια συνήθεια, αν δεν έχει οριστεί κάτι άλλο.

Στην   επίμορτη   αγροληψία   εφαρμόζονται  αναλόγως  όλες  οι διατάξεις για τη  μίσθωση  αγροτικού  κτήματος,  εφόσον  δεν  ορίζεται διαφορετικά στα άρθρα 642 έως 647.

Άρθρο 642
Εκμετάλλευση του μισθίου

    Ο  εκμισθωτής  έχει  τη γενική διεύθυνση της εκμετάλλευσης του  μισθίου και την εποπτεία των σχετικών εργασιών σύμφωνα με  τους  όρους  της σύμβασης ή της επιτόπιας συνήθειας.

Άρθρο 643
 Διανομή των καρπών

  Οι  καρποί  του μισθίου μοιράζονται ανάμεσα στον εκμισθωτή και  στον αγρολήπτη σε ίσα μέρη εφόσον  δεν  προκύπτει  κάτι  άλλο  από  τη  σύμβαση ή από την επιτόπια συνήθεια.

Άρθρο 644

 Πρίν  αρχίσει  η  συγκομιδή των καρπών ο αγρολήπτης οφείλει να ειδοποιεί τον εκμισθωτή για την εναρξή της.

Άρθρο 645
Βάρη και φόροι του μισθίου

  Τα βάρη και οι φόροι του μισθίου  βαρύνουν  και  τα  δύο  μέρη  ανάλογα  με τη συμμετοχή τους στους καρπούς, εφόσον δεν προκύπτει κάτι  άλλο από τη σύμβαση ή από τηγ επιτόπια συνήθεια. Το  ίδιο  ισχύει  και  για  τις  έκτακτες  επισκευές  καθώς  και για τα έξοδα του σπόρου, του  λιπάσματος και των αντιπαρασιτικών ή των υλών που είναι  χρήσιμες  για  την αύξηση της γονιμότητας του εδάφους.

Άρθρο 646
Αγροληψία για ολόκληρη τη ζωή του αγρολήπτη

   Αν η αγροληψία συμφωνήθηκε για ολόκληρη τη ζωή του αγρολήπτη ή  για  διάστημα  μακρότερο  από δέκα χρόνια, ο αγρολήπτης έχει δικαίωμα,  αφού περάσουν δέκα χρόνια, να καταγγείλει τη μίσθωση τουλάχιστον  πριν  από  ένα  χρόνο  και  για το τέλος της γεωργικής περιόδου του μισθίου.  Αντίθετη συμφωνία δεν ισχύει.

Άρθρο 647
Ανικανότητα του αγρολήπτη για καλλιέργεια

  Ο  εκμισθωτής έχει δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση πριν από  έξι μήνες και για το τέλος της γεωργικής περιόδου του  μισθίου,  αν  ο  αγρολήπτης έγινε από χρόνιο νόσημα ανίκανος να καλλιεργεί το κτήμα και  τα  μέλη  της  οικογένειάς  του  δεν μπορούν να τον αντικαταστήσουν σ`  αυτό.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΟΓΔΟΟ
Σύμβαση εργασίας
Άρθρο 648
`Εννοια

 Με  τη  σύμβαση  εργασίας  ο  εργαζόμενος  έχει  υποχρέωση  να παρέχει,  για  ορισμένο ή αόριστο χρόνο, την εργασία του στον εργοδότη και αυτός να καταβάλει το συμφωνημένο μισθό.

Σύμβαση εργασίας υπάρχει και όταν ο μισθός  υπολογίζεται  κατά μονάδα  της  παρεχόμενης εργασίας ή κατ` αποκοπήν, αρκεί ο εργαζόμενος να προσλαμβάνεται ή να απασχολείται για ορισμένο ή για αόριστο χρόνο.

Άρθρο 649

Αν η εργασία κατά τις συνηθισμένες περιστάσεις παρέχεται  μόνο  με μισθό, λογίζεται ότι έχει σιωπηρά συμφωνηθεί μισθός.

Άρθρο 650

Εκείνος  που έχει άδεια της αρχής ή που προσφέρεται δημόσια να διεξάγει υποθέσεις ή που διεξάγει κατ` επάγγελμα υποθέσεις,  λογίζεται ότι  αποδέχτηκε  την  Πρόταση για σύμβαση τέτοιας εργασίας, αν δεν την αποκρούσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση.

Άρθρο 651
Προσωπική φύση της σχέσης

     Αν  δεν  προκύπτει  κάτι  άλλο  από  τη  συμφωνία  ή  από  τις  περιστάσεις,  ο  εργαζόμενος  οφείλει  να  εκτελέσει  αυτοπροσώπως την  υποχρέωσή  του  και  η  αξίωση  του  εργοδότη   στην   εργασία   είναι  αμεταβίβαστη.

Άρθρο 652
Υποχρεώσεις του εργαζομένου

Ο εργαζόμενος οφείλει να εκτελέσει με επιμέλεια την εργασία που ανέλαβε. Ο βαθμός της επιμέλειας του εργαζομένου κρίνεται με βάση τη σύμβαση, ενόψει του είδους της ανατεθείσας εργασίας, της μόρφωσης ή των ειδικών γνώσεων που απαιτούνται για την εργασία, καθώς και των ικανοτήτων και των ιδιοτήτων του εργαζομένου που ο εργοδότης γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει.

Ο εργαζόμενος ευθύνεται για τη ζημία που προξενείται στον εργοδότη από δόλο. Σε περίπτωση πρόκλησης ζημίας στον εργοδότη από αμέλεια του εργαζομένου κατά την εκτέλεση της εργασίας, το δικαστήριο μπορεί να απαλλάξει τον εργαζόμενο από την ευθύνη, ιδίως σε περίπτωση ελαφριάς αμέλειας, ή να κατανείμει τη ζημία μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου, καταλογίζοντας στον εργοδότη τη ζημία που αναλογεί στον επιχειρηματικό του κίνδυνο ή που παρίσταται δυσανάλογη σε σχέση με την ωφέλεια του εργαζομένου από τη σύμβαση.

Όπως τροποποιήθηκε με την Παρ.1 Άρθρο 49 ΝΟΜΟΣ 4611/2019 με ισχύ την 17/5/2019
Δες την εξέλιξη του άρθρου
Άρθρο 653
Υποχρεώσεις του εργοδότη

  Ο εργοδότης έχει υποχρέωση να καταβάλει το  συμφωνημένο  ή  το  συνηθισμένο μισθό.

Άρθρο 654

         Αν  ο  μισθός συνίσταται ολικά ή κατά ένα μέρος σε ποσοστό από  τα κέρδη, ο εργοδότης έχει υποχρέωση να παρέχει στον εργαζόμενο ή αντί  γι ` αυτόν σε πρόσωπο που  εκλέγουν  τα  μέρη  ή  το  δικαστήριο,  τις  αναγκαίες  πληροφορίες  για  τα  κέρδη  και  τις  ζημίες  και,  εφόσον  απαιτείται, έχει υποχρέωση να επιδείξει τα λογιστικά βιβλία.

Άρθρο 655
Πότε καταβάλλεται ο μισθός

  Αν  δεν  υπάρχει  αντίθετη  συμφωνία  ή  συνήθεια,  ο   μισθός καταβάλλεται  μετά  την  παροχή της εργασίας και, αν υπολογίζεται κατά ορισμένα διαστήματα κατά τη διάρκεια της  σύμβασης,  καταβάλλεται  στο τέλος  καθενός  απ`  αυτά.   Σε  κάθε  περίπτωση μόλις λήξει η σύμβαση γίνεται απαιτητός ο μισθός που αντιστοιχεί στο χρόνο έως τη  λήξη.  Σε εργασία  κατά  μονάδα ή κατ` αποκοπήν ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα στις προκαταβολές που δικαιολογούνται από τις περιστάσεις  ανάλογα  με  την εργασία που έχει προσφέρει και τις δαπάνες που τυχόν έκανε.

Άρθρο 656
Υπερημερία του εργοδότη

  Αν ο εργοδότης έγινε υπερήμερος ως προς την αποδοχή της εργασίας ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να απαιτήσει την πραγματική απασχόληση του, καθώς και το μισθό για το διάστημα που δεν απασχολήθηκε. Δικαίωμα να απαιτήσει το μισθό έχει ο εργαζόμενος και στην περίπτωση που η αποδοχή της εργασίας είναι αδύνατη από λόγους που αφορούν στον εργοδότη και δεν οφείλονται σε ανώτερη βία.

Στις ανωτέρω περιπτώσεις ο εργαζόμενος δεν είναι υποχρεωμένος να παράσχει την εργασία σε άλλο χρόνο. Ο εργοδότης, όμως, έχει δικαίωμα να αφαιρέσει από το μισθό καθετί που ο εργαζόμενος ωφελήθηκε από τη ματαίωση της εργασίας ή από την παροχή της αλλού.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με το άρθρο 61 Ν.4139/2013,   ΦΕΚ Α 74/20.3.2013 και (σύμφωνα με το άρθρο 98 του αυτού νόμου,  Διόρθ.σφαλμ. ΦΕΚ Α 92/2013) περιλαμβάνει και τις εκκρεμείς  υποθέσεις.

Άρθρο 657
Λόγοι που εμπόδισαν τον εργαζόμενο

  Ο εργαζόμενος διατηρεί την αξίωσή του για το μισθό, αν  ύστερα  από δεκαήμερη τουλάχιστον παροχή εργασίας εμποδίζεται να εργαστεί από σπουδαίο λόγο που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητά του.

Ο εργοδότης έχει δικαίωμα να αφαιρέσει από το  μισθό  τα  ποσά  που εξαιτίας  του  εμποδίου καταβλήθηκαν στον εργαζόμενο από ασφάλιση υποχρεωτική κατά το νόμο.

Άρθρο 658

Το χρονικό διάστημα κατά το οποίο διατηρείται, σύμφωνα  με  το  προηγούμενο  άρθρο,  η  αξίωση για το μισθό σε περίπτωση εμποδίου, δεν  μπορεί να  υπερβεί  τον  ένα  μήνα,  αν  το  εμπόδιο  εμφανίστηκε  ένα  τουλάχιστον  έτος  μετά  την  έναρξη της σύμβασης, και το μισό μήνα σε  κάθε άλλη περίπτωση. Η αξίωση για το  διάστημα  αυτό  υπάρχει  και  αν  ακόμη  ο εργοδότης κατάγγειλε τη μίσθωση επειδή το εμπόδιο του παρείχε  το δικαίωμα αυτό.

Άρθρο 659
Εργασία πέρα από τη συμφωνημένη

   Αν παρουσιαστεί ανάγκη για εργασία πέρα από τη  συμφωνημένη  ή  τη συνηθισμένη, ο εργαζόμενος έχει υποχρέωση να την παράσχει, αν είναι  σε θέση  να  το  κάνει  και η άρνησή του θα ήταν αντίθετη με την καλή πίστη.

Ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα για την πρόσθετη αυτή  εργασία  σε συμπληρωματική αμοιβή, που κανονίζεται ανάλογα με το συμφωνημένο μισθό και με τις ειδικές περιστάσεις.

Άρθρο 660
Ασθένεια του εργαζομένου

       Ο  εργοδότης  σε  περίπτωση ασθένειας του εργαζομένου που έχει προσληφθεί και ζει μαζί του, έχει  υποχρέωση  να  του  παρέχει,  ενόσω διαρκεί  η  σύμβαση, περίθαλψη και ιατρική αντίληψη στο σπίτι ή και σε νοσοκομείο έως ένα μήνα, αν η ασθένεια παρουσιάστηκε  τουλάχιστον  ένα έτος  μετά την έναρξη της σύμβασης, και έως δέκα ημέρες, αν η ασθένεια παρουσιάστηκε μετά  τρεις  μήνες  από  την  έναρξη  της  σύμβασης.   Ο εργοδότης  έχει  δικαίωμα  να  καταλογίσει  τις  δαπάνες στο μισθό που οφείλει για το χρόνο που διαρκεί η ασθένεια.

Η υποχρέωση του εργοδότη δεν υπάρχει, αν ή ασθένεια  οφείλεται  σε  δόλο  ή σε βαριά αμέλεια του εργαζομένου ή από την εισαγωγή του σε  νοσοκομείο ως ασφαλισμένου υποχρεωτικά για την περίπτωση ασθένειας.

Άρθρο 661

Ο εργοδότης έχει τις υποχρεώσεις του προηγούμενου  άρθρου  και  αν  ακόμη, έχοντας εξαιτίας της ασθένειας τέτοιο δικαίωμα, καταγγείλει  τη σύμβαση.

Άρθρο 662
Ασφάλεια και υγιεινή των χώρων εργασίας

    Ο εργοδότης οφείλει να διαρρυθμίζει τα σχετικά με την  εργασία  και  με  το  χώρο  της  καθώς  και  τα  σχετικά  με  τη  διαμονή,  τις  εγκαταστάσεις και τα μηχανήματα ή εργαλεία, έτσι ώστε να προστατεύεται  η ζωή και η υγεία του εργαζομένου.

Άρθρο 663

Αν ο εργαζόμενος έχει προσληφθεί και  ζει  στην  Κατοικία  του  εργοδότη,  αυτός  έχει υποχρέωση να διαρρυθμίζει τα σχετικά με το χώρο  της διαμονής και του ύπνου, καθώς και τα σχετικά με την περίθαλψη  και  με  το  χρόνο  εργασίας  και  ανάπαυσης, έτσι ώστε να εξασφαλίζονται η  υγεία και η ηθική,  καθώς  και  η  άσκηση  των  θρησκευτικών  και  των  πολτικών καθηκόντων του εργαζομένου

Άρθρο 664
Συμψηφισμός ή κρατήσεις του μισθού

       Ο  εργοδότης  δεν  μπορεί  να  συμψηφίσει  οφειλόμενο μισθό με απαίτησή του  κατά  του  εργαζομένου,  εφόσον  ο  μισθός  αυτός  είναι απολύτως αναγκαίος για τη διατροφή του εργαζομένου και της οικογένειάς του.

Η απαγόρευση αυτή δεν ισχύει για το συμψηφισμό με απαίτηση που  έχει ο  εργοδότης λόγω ζημίας που του προξένησε ο εργαζόμενος με δόλο  κατά την εκτέλεση της σύμβασης εργασίας.

Ο μισθός, εφόσον δεν υπόκειται σε συμψηφισμό, είναι και ακατάσχετος.

Άρθρο 665

Στην περίπτωση που συμφωνήθηκαν κρατήσεις από το μισθό, αν δεν συμφωνήθηκε   διαφορετικά   θεωρείται   ότι   έγιναν  για  την  κάλυψη ενδεχόμενης ζημίας του εργοδότη.  Τέτοιες κρατήσεις είναι ισχυρές μόνο στο μέτρο του προηγούμενου άρθρου και είναι τοκοφόρες αφότου έγιναν.

Άρθρο 666
Παροχή άδειας

   Ο εργοδότης, αν η εργασία εξαντλεί  εντελώς  ή  σημαντικά  τις παραγωγικές δυνάμεις του εργαζομένου, έχει υποχρέωση να του δίνει κάθε χρόνο άδεια για δέκα τουλάχιστον συνεχείς ημέρες, αν η συμβατική σχέση υπάρχει  χωρίς  διακοπή  ήδη  από ένα χρόνο, για δεκαπέντε ημέρες αν η σχέση υπάρχει από πέντε χρόνια  και  για  είκοσι  ημέρες  αν  η  σχέση υπάρχει από δεκαπέντε χρόνια.

Κατά τη διάρκεια της άδειας ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα στο μισθό.

Άρθρο 667

Η άδεια του προηγούμενου άρθρου δίνεται στην κατάλληλη, ενόψει  των συνθηκών  της  εργασίας,  εποχή.   Στο  χρόνο  της   άδειας   δεν υπολογίζεται  ο χρόνος που ο εργαζόμενος εμποδίζεται να εργαστεί, αλλά έχει δικαίωμα στο μισθό.

Ο εργοδότης δεν έχει υποχρέωση να δώσει άδεια, από τότε που  ο  εργαζόμενος κατάγγειλε τη σύμβαση.

Άρθρο 668
Δικαίωμα στις εφευρέσεις

Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 25 παρ. 2 του Ν. 1733/1987.

Άρθρο 669
Λήξη της σύμβασης

  Η  σύμβαση εργασίας παύει αυτοδικαίως, όταν λήξει ο χρόνος για  τον οποίο συνομολογήθηκε.

Σύμβαση εργασίας που η διάρκειά  της  δεν  ορίστηκε  ούτε  και συνάγεται  από  το είδος και το σκοπό της εργασίας, λύνεται ύστερα από καταγγελία καθενός από τα μέρη.  Αν δεν ορίζεται διαφορετικά στο  νόμο ή  στη σύμβαση, η καταγγελία πρέπει να γίνει πριν από δεκαπέντε ημέρες και επιφέρει τη λύση μετά την παρέλευση  αυτής  της  προθεσμίας.   Δεν μπορεί  να  συμφωνηθεί  υπέρ του εργοδότη προθεσμία συντομότερη από τη νόμιμη.

Άρθρο 670

Η σύμβαση εργασίας που η διάρκειά της ορίζεται για ολόκληρη τη  ζωή ενός προσώπου ή υπερβαίνει την  πενταετία  μπορεί,  όταν  περάσουν πέντε  χρόνια,  να  καταγγελθεί  από  τον εργαζόμενο οποτεδήποτε, αφού τηρηθεί εξάμηνη προθεσμία καταγγελίας.

Άρθρο 671
Σιωπηρή ανανέωση

  Η σύμβαση  εργασίας  που  συνομολογήθηκε  για  ορισμένο  χρόνο λογίζεται πως ανανεώθηκε για αόριστο χρόνο, αν μετά τη λήξη του χρόνου της  ο  εργαζόμενος  εξακολουθεί  την  εργασία χωρίς να εναντιώνεται ο εργοδότης.

Άρθρο 672
Καταγγελία για σπουδαίο λόγο

     Καθένα  από  τα  μέρη  έχει  δικαίωμα  σε  κάθε  περίπτωση  να  καταγγείλει οποτεδήποτε τη σύμβαση για σπουδαίο λόγο, χωρίς να τηρήσει  προθεσμία. Το δικαίωμα αυτό δεν μπορεί να αποκλειστεί με συμφωνία.

Άρθρο 673

Αν  ο  σπουδαίος  λόγος,  για  τον  οποίο  έγινε η καταγγελία,  συνίσταται ή οφείλεται  σε  αθέτηση  της  σύμβασης,  εκείνος  που  την  αθέτησε έχει χρέωση σε αποζημίωση.

Άρθρο 674

Αν ο σπουδαίος λόγος, για τον  οποίο  ο  εργοδότης  έκανε  την  καταγγελία,  οφείλεται  σε  μεταβολή των προσωπικών ή των περιουσιακών  του σχέσεων, το δικαστήριο μπορεί, κατά την κρίση του,  να  επιδικάσει  στον εργαζόμενο εύλογη αποζημίωση.

Άρθρο 675
Θάνατος του ενός

     Η σύμβαση εργασίας λύνεται με το θάνατο του εργαζομένου.  Με  το θάνατο του εργοδότη η σύμβαση λύνεται μόνο όταν τα μέρη  απέβλεψαν κυρίως στο πρόσωπό του. Σ` αυτή την περίπτωση το  δικαστήριο  μπορεί,  κατά  την  κρίση  του,  να  επιδικάσει στον εργαζόμενο εύλογη  αποζημίωση.

Άρθρο 676
Εμπιστευτικές εργασίες

        Σύμβαση  εμπιστευτικών  ελευθέριων  εργασιών,  στην  οποία   ο  εργαζόμενος  δεν  τελεί  σε  διαρκή  σχέση  με  πάγιο μισθό, μπορεί να  καταγγελθεί από τον εργοδότη και χωρίς σπουδαίο λόγο. Το ίδιο δικαίωμα  έχει  και  ο  εργαζόμενος,  που  όμως  ευθύνεται  σε  αποζημίωση,   αν  καταγγείλει άκαιρα τη σύμβαση.

Άρθρο 677
`Αδειες για ανεύρεση άλλης εργασίας

     `Οταν  καταγγελθεί  η  σύμβαση, ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει τον αναγκαίο ελεύθερο χρόνο για να βρει άλλη  εργασία,  εφόσον δεν του μένει διαφορετικά κατάλληλος χρόνος γι` αυτό το σκοπό.

Άρθρο 678
Πιστοποιητικό εργασίας

      Κατά  τη  λήξη  της σύμβασης ο εργαζόμενος μπορεί να απαιτήσει  από τον εργοδότη πιστοποιητικό  για  το  είδος  και  τη  διάρκεια  της εργασίας  του.   Μόνο  αν το ζητήσει ειδικά ο εργαζόμενος, βεβαιώνεται και η ποιότητα της εργασίας του και η διαγωγή του

Άρθρο 679
Παραίτηση του εργαζομένου από τα δικαιώματά του

Είναι άκυρη η συμφωνία με την οποία περιορίζονται τα δικαιώματα του εργαζομένου από τα άρθρα 656 έως 658, 659 παράγραφοι 2 έως 667, 668 εδάφια 2, 670, 674, 677 και 678 ή διευρύνεται η ευθύνη του εργαζομένου από το άρθρο 652.

Όπως τροποποιήθηκε με την Παρ.2 Άρθρο 49 ΝΟΜΟΣ 4611/2019 με ισχύ την 17/5/2019
Δες την εξέλιξη του άρθρου
Άρθρο 680
Συλλογική σύμβαση εργασίας

  Με σύμβαση ανάμεσα σε  εργοδότες  ή  ένωση  εργοδοτών  και  σε εργαζομένους  ή ένωση εργαζομένων (Συλλογική σύμβαση εργασίας) μπορούν να καθορίζονται, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του νόμου, οι  όροι με τους οποίους θα συνομολογούνται οι επιμέρους συμβάσεις εργασίας των ατόμων ή των ενώσεων που υπεβάλλονται στη συλλογική σύμβαση.

Η συλλογική σύμβαση απαιτείται να καταρτιστεί εγγράφως.

Οι  όροι των επιμέρους συμβάσεων εργασίας, που είναι αντίθετοι  με τη συλλογική σύμβαση, είναι άκυροι, εφόσον δεν  είναι  ευνοϊκότεροι  για τον  εργαζόμενο, και στη θέση τους ισχύουν οι όροι της συλλογικής σύμβασης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΝΑΤΟ
Σύμβαση έργου
Άρθρο 681
`Εννοια

        Με τη σύμβαση έργου ο εργολάβος έχει υποχρέωση να εκτελέσει το  έργο και ο εργοδότης να καταβάλει τη συμφωνημένη αμοιβή

Άρθρο 682

Αμοιβή λογίζεται πως  έχει  συμφωνηθεί  σιωπηρά,  αν  το  έργο συνηθίζεται να εκτελείται μόνο με αμοιβή.  Η διάταξη του άρθρου 650 εφαρμόζεται αναλόγως.

Άρθρο 683

`Οταν  πρόκειται  για  σύμβαση  κατασκευής έργου, σε περίπτωση αμφιβολίας, αν την ύλη που απαιτείται για το σκοπό αυτό τη  χορηγεί  ο εργολάβος, εφαρμόζονται οι διατάξεις για την πώληση, και αν τη χορηγεί ο εργοδότης εφαρμόζονται οι διατάξεις για τη σύμβαση έργου.

Άρθρο 684
Υποκατάσταση άλλου

  Ο  εργολάβος  δεν  έχει  δικαίωμα  να υποκαταστήσει άλλον στην εκτέλεση του έργου, εκτός αν προκύπτει το αντίθετο από  τη  σύμβαση  ή από τη φύση του έργου.

Άρθρο 685
Υποχρεώσεις του εργολάβου

  Ο  εργολάβος  έχει  την υποχρέωση να χρησιμοποιεί με επιμέλεια  την ύλη που χορήγησε  ο  εργοδότης,  να  λογοδοτήσει  σχετικά  και  να επιστρέψει στον εργοδότη το τυχόν υπόλοιπο της ύλης.

Αν,  κατά  την  εκτέλεση  του  έργου,  η  ύλη  που  χορήγησε ο εργοδότης ή το γήπεδο που αυτός υπέδειξε παρουσιάσουν ελαττώματα ή  αν προκύψει από άλλη αιτία κατάσταση από την οποία κινδυνεύει η έγκαιρη ή η  προσήκουσα εκτέλεση, ο εργολάβος οφείλει να ειδοποιήσει σχετικά τον εργοδότη χωρίς υπαίτια καθυστέρηση αλλιώς ευθύνεται για τις  επιζήμιες συνέπειες.

Άρθρο 686
Δικαιώματα του εργοδότη

     Αν  ο εργολάβος δεν αρχίσει εγκαίρως την εκτέλεση του έργου ή,  αν, χωρίς υπαιτιότητα  του  εργοδότη,  επιβραδύνει  την  εκτέλεση  στο  σύνολό  της ή εν μέρει με τρόπο που αντιβαίνει στη σύμβαση και καθιστά  αδύνατη  την  έγκαιρη  περάτωση  του  έργου,  ο  εργοδότης  μπορεί  να  υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, χωρίς να περιμένει το χρόνο της παράδοσης  του  έργου.   Οταν  υπάρχει  υπερημερία  του  εργολάβου,  διατηρούνται  ακέραια τα δικαιώματα που έχει ο εργοδότης εξαιτίας της.

Άρθρο 687

Αν κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης  του  έργου  προβλέπεται  με  βεβαιότητα  κατασκευή  ελαττωματική  ή  αντίθετη  προς  τη σύμβαση από  υπαιτιότητα του εργολάβου, ο εργοδότης έχει δικαίωμα να τάξει σ` αυτόν  εύλογη προθεσμία για να διορθώσει τις ελλείψεις και, αν  αυτή  περάσει  άπρακτη, να εκτελέσει αυτός τη διόρθωση σε βάρος του εργολάβου.

Άρθρο 688
ΕπΟυσιώδη ελαττώματα του έργου

     Αν  το  έργο  που  εκτελέστηκε  έχει  επουσιώδη  ελαττώματα, ο  εργοδότης έχει δικαίωμα να απαιτήσει είτε τη  διόρθωσή  τους  μέσα  σε  εύλογη  προθεσμία,  εφόσον η διόρθωση δεν απαιτεί δυσανάλογες δαπάνες,  είτε ανάλογη μείωση της αμοιβής.

Άρθρο 689
Ουσιώδη ελαττώματα του έργου

  Αν το έργο που εκτελέστηκε  έχει  ουσιώδη  ελαττώματα  που  το κάνουν  άχρηστο  ή  αν του λείπουν συμφωνημένες ιδιότητες, ο εργοδότης έχει, αντί για τα δικαιώματα του προηγούμενου άρθρου, το  δικαίωμα να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση Στην   περίπτωση   της  υπαναχώρησης   ή  μείωσης  της  αμοιβής εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 541, 546  έως  549,  551 έως 553, που ισχύουν για την πώληση.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.2 άρθρ.1 Ν.3043/2002, ΦΕΚ Α 192/21.8.2002.

Άρθρο 690
 Ελλείψεις από υπαιτιότητα

     Ο  εργοδότης  έχει  δικαίωμα  αντί  για  υπαναχώρηση ή μείωση, να  απαιτήσει αποζημίωση για μη εκτέλεση της σύμβασης, αν οι ελλείψεις του  έργου οφείλονται σε υπαιτιότητα του εργολάβου.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.2 άρθρ.1 Ν.3043/2002,ΦΕΚ Α 192/21.8.2002.

Άρθρο 691

Ο εργοδότης δεν έχει κανένα δικαίωμα για ελλείψεις του  έργου,  αν  είναι υπαίτιος γι` αυτές, είτε εξαιτίας των οδηγιών που έδωσε παρά  τις ρητές αντιρρήσεις του εργολάβου είτε κατ` άλλο τρόπο.

Άρθρο 692
`Εγκριση του έργου

  Μετά την έγκριση  του  έργου  από  τον  εργοδότη  ο  εργολάβος  απαλλάσσεται από κάθε ευθύνη για τις ελλείψεις του, εκτός αν αυτές δεν  μπορούσαν  να  διαπιστωθούν  με κανονική εξέταση όταν έγινε η παραλαβή  του έργου ή αν ο εργολάβος τις απέκρυψε με δόλο.

Άρθρο 693
Παραγραφή

   Οι  αξιώσεις  του  εργοδότη  εξαιτίας  ελλείψεων   του   έργου  παραγράφονται,  όταν  περάσουν  δέκα  χρόνια  από  τότε  που  έγινε, η  παραλαβή του, αν πρόκειται  για  οικοδομήματα  ή  για  άλλες  ακίνητες  εγκαταστάσεις  αλλιώς παραγράφονται σε έξι μήνες, στην Παραγραφή αυτήν  εφαρμόζονται ανάλογα τα άρθρα 555 παρ. 2 έως 558.

Άρθρο 694
Χρόνος πληρωμής της αμοιβής

   Η αμοιβή του εργολάβου  καταβάλλεται  κατά  την  παράδοση  του έργου.   Αν  η  αμοιβή  συνίσταται σε χρήματα και δεν πιστώθηκε, είναι τοκοφόρα από την παράδοση του έργου.

Αν η παράδοση του έργου και η καταβολή της αμοιβής συμφωνήθηκε  να γίνουν τμηματικά, η αμοιβή καταβάλλεται μόλις γίνει η παράδοση κάθε τμήματος.

Άρθρο 695
Ενέχυρο του εργολάβου

   Για τις απαιτήσεις του από τη σύμβαση ο εργολάβος έχει  νόμιμο  ενέχυρο στα κινητά πράγματα του εργοδότη που κατασκεύασε ή επισκεύασε,  εφόσον αυτά βρίσκονται στην κατοχή του.

Άρθρο 696
Μεταβολή τιμών του προϋπολογισμού

    Με  την  επιφύλαξη  της  διάταξης του άρθρου 388, αν η σύμβαση  καταρτίστηκε με βάση προϋπολογισμό που την ακρίβειά του εγγυήθηκε ρητά  ο εργολάβος, αυτός δεν μπορεί να ζητήσει αύξηση της  αμοιβής,  και  αν  ακόμα υπερτιμήθηκαν μεταγενέστερα οι προϋπολογισμένες εργασίες.

Άρθρο 697

  Αν  ο  εργολάβος δεν εγγυήθηκε την ακρίβεια του προϋπολογισμού  και προκύπτει ανάγκη να  γίνει  ουσιώδης  υπέρβασή  του,  ο  εργοδότης μπορεί  να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση παρέχοντας στον εργολάβο αμοιβή για τις εργασίες που εκτελέστηκαν έως την υπαναχώρηση.

Ο εργολάβος οφείλει να ειδοποιήσει χωρίς  υπαίτια  καθυστέρηση  τον εργοδότη   ότι   εμφανίζεται   ανάγκη   να  γίνει  υπέρβαση  του προϋπολογισμού, διαφορετικά χάνει κάθε αξίωση για την επιπλέον  δαπάνη ή εργασία.

Άρθρο 698
Ποιός φέρει τον κίνδυνο του έργου

  Ο  εργολάβος  φέρει  τον  κίνδυνο  του  έργου  ωσότου  γίνει η  παράδοσή του. Αν ο εργοδότης έγινε υπερήμερος  ως  προς  την  αποδοχή,  αυτός φέρει τον κίνδυνο.

Ο  εργοδότης  φέρει  τον  κίνδυνο  της τυχαίας καταστροφής και  χειροτέρευσης του υλικού που είχε δώσει.

Άρθρο 699

         Αν από ελάττωμα της ύλης που χορήγησε ο εργοδότης  ή  εξαιτίας  του  τρόπου  που  αυτός όρισε για την εκτέλεση, το έργο καταστράφηκε ή  χειροτέρεψε πριν από την παράδοση ή έγινε αδύνατη η  εκτέλεσή  του,  ο  εργολάβος  έχει  δικαίωμα,  εφόσον  επέστησε  εγκαίρως την προσοχή του  εργοδότη σ` αυτούς τους κινδύνους, να απαιτήσει αμοιβή για την εργασία  που εκτελέστηκε και απόδοση των δαπανών που δεν  περιλαμβάνονται  στην  αμοιβή.   Δεν  αποκλείεται  και περαιτέρω ευθύνη του εργοδότη εξαιτίας  της υπαιτιότητάς του.

Άρθρο 700
Δικαίωμα του εργοδότη για καταγγελία

  Ο εργοδότης έχει δικαίωμα έως την  αποπεράτωση  του  έργου  να  καταγγείλει  οποτεδήποτε  τη  σύμβαση.  Αν γίνει καταγγελία, οφείλεται  στον εργολάβο η συμφωνημένη αμοιβή,  αφαιρείται  όμως  απ`  αυτήν  η  δαπάνη  που  εξοικονομήθηκε από τη ματαίωση της σύμβασης, καθώς και ο,  τιδήποτε άλλο ωφελήθηκε ο εργολάβος από άλλη εργασία του  ή  παρέλειψε  με δόλο να ωφεληθεί.

Άρθρο 701
Θάνατος του εργολάβου

  Η  σύμβαση  λύνεται  με  το  θάνατο  του εργολάβου, αν τα μέρη  απέβλεψαν κυρίως στο πρόσωπό του.  Σε  τέτοια  περίπτωση  ο  εργοδότης  οφείλει  να  καταβάλει  την  αξία  το χρήσιμου υλικού και το μέρος της  αμοιβής που αναλογεί στην εργασία που εκτελέστηκε.

Άρθρο 702
Μισθοί εργατών

   Οι  εργάτες  που  χρησιμοποιούνται  από  τον   εργολάβο   στην  κατασκευή οικοδομικού έργου ή άλλης ακίνητης εγκατάστασης έχουν για το  μισθό  τους απαίτηση απευθείας κατά του εργοδότη έως το ποσό που αυτός  οφείλει στον εργολάβο.

Αφότου ο εργάτης δήλωσε στον εργοδότη πως ασκεί  την  απαίτησή  του, αυτός δεν μπορεί πια να καταβάλει στον εργολάβο ή στο διάδοχό του  ή να συμβιβαστεί μαζί τους έτσι ώστε να ζημιωθεί ο εργάτης.

Η συμφωνία που περιορίζει προκαταβολικά αυτά τα δικαιώματα του  εργάτη είναι άκυρη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ
Μεσιτεία
Άρθρο 703
`Εννοια

    Εκείνος που υποσχέθηκε  αμοιβή  σε  κάποιον  (μεσίτη)  για  τη  μεσολάβηση  ή την υπόδειξη ευκαιρίας για τη σύναψη μιας σύμβασης, έχει  υποχρέωση να πληρώσει μόνο αν η σύμβαση καταρτιστεί ως συνέπεια  αυτής  της  μεσολάβησης  ή  υπόδειξης.   Αν  καταρτίστηκε  Προσύμφωνο  αλλά η  οριστική σύμβαση ματαιώθηκε, οφείλεται μόνο η μισή αμοιβή.

Για τις δαπάνες του ο μεσίτης έχει αξίωση, μόνο αν συμφωνήθηκε  η καταβολή τους.  Σ` αυτή την περίπτωση οι δαπάνες οφείλονται  και  αν  ακόμη δεν καταρτίστηκε η σύμβαση.

Άρθρο 704

 Αν  η  σύμβαση καταρτίστηκε με αναβλητική αίρεση, η αμοιβή του  μεσίτη καταβάλλεται, αν πληρωθεί η αίρεση.

Αν η  σύμβαση  καταρτίστηκε  με  διαλυτική  αίρεση,  η  αμοιβή  καταβάλλεται μόλις συναφθεί η σύμβαση.

Άρθρο 705

Αμοιβή  λογίζεται ότι συμφωνήθηκε σιωπηρά, αν η μεσολάβηση ή η  υπόδειξη κατά τις συνηθισμένες περιστάσεις γίνεται μόνο με αμοιβή ή αν  ανατέθηκε σε επαγγελματία μεσίτη. Αν δεν ορίστηκε το ποσό της αμοιβής, οφείλεται  η  αμοιβή  που  ισχύει  κατά  τη διατίμηση και, αν δεν υπάρχει διατίμηση, η αμοιβή που  συνηθίζεται στον τόπο.

Άρθρο 706

         Ο μεσίτης δεν έχει δικαίωμα σε  αμοιβή  ούτε  σε  δαπάνες,  αν  αντίθετα  με  το  περιεχόμενο  της σύμβασης, ενέργησε και για τον άλλο  συμβαλλόμενο.  Το ίδιο ισχύει  αν  ο  μεσίτης  δέχτηκε  από  τον  άλλο  υπόσχεση αμοιβής υπό περιστάσεις αντίθετες προς την καλή πίστη.

Άρθρο 707
Υπέρμετρη αμοιβή

    Αν  η  συμφωνημένη  αμοιβή του μεσίτη είναι δυσανάλογα μεγάλη,  μειώνεται από το δικαστήριο, με αίτηση του  οφειλέτη,  στο  μέτρο  που  αρμόζει.

Άρθρο 708
Προξενητικά γάμου

  Η  υπόσχεση προξενητικών γάμου είναι άκυρη, και αυτά που τυχόν  καταβλήθηκαν αναζητούνται.

Άρθρο 709
 `Εννοια

    Εκείνος που δημόσια προκήρυξε αμοιβή  για  την  εκτέλεση  μιας  πράξης,  ιδίως για την επίτευξη ενός αποτελέσματος, οφείλει την αμοιβή  σ` αυτόν που εκτέλεσε, και αν  ακόμα  αυτός  ενέργησε  άσχετα  με  την  προκήρυξη.

Προκήρυξη  επάθλου  που  πρόκειται  να  απονεμηθεί  ύστερα από  διαγωνισμό, είναι ισχυρή μόνο αν περιέχει προθεσμία για  τη  διεξαγωγή  του διαγωνισμού.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΠΡΩΤΟ
Προκήρυξη
Άρθρο 710
Ανάκληση

   Ωσότου  περατωθεί  η  πράξη,  εκείνος  που έκανε την προκήρυξη  μπορεί να την ανακαλέσει  με  τον  ίδιο  τρόπο  που  την  έκανε  ή  με  παραπλήσιο  τρόπο  ή  με ιδιαίτερη ανακοίνωση, εκτός αν στην προκήρυξη  παραιτήθηκε από την ανάκληση. Σε περίπτωση αμφιβολίας ο  προσδιορισμός  προθεσμίας για την εκτέλεση της πράξης λογίζεται ως παραίτηση.

Αν  η  ανάκληση  δεν  γνωστοποιήθηκε  με τον τρόπο αυτό, είναι  άκυρη απέναντι σ` εκείνον που,  αγνοώντας  την  ανάκληση  και  έχοντας  αποβλέψει στην προκήρυξη, εκτέλεσε την πράξη.

Άρθρο 711
Εκτέλεση από περισσότερους

  Αν   την   πράξη   που   προκηρύχθηκε  εκτέλεσαν  περισσότεροι αυτοτελώς, η αμοιβή ανήκει, εφόσον δεν προκύπτει  κάτι  άλλο  από  την προκήρυξη,  σ`  αυτόν  που  πρώτος  την  εκτέλεσε,  και,  σε περίπτωση σύγχρονης εκτέλεσης από περισσότερους, σε όλους κατά ίσα μέρη.

Άρθρο 712

Αν για την επίτευξη του αποτελέσματος συντέλεσαν περισσότεροι,  η αμοιβή κατανέμεται μεταξύ τους απ`  αυτόν  που  την  προκήρυξε  κατά δίκαιη κρίση ανάλογα με τη συμβολή του καθενός.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Εντολή
Άρθρο 713
`Εννοια

   Με  τη  σύμβαση  της  εντολής  ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να  διεξαγάγει χωρίς αμοιβή την υπόθεση που του ανέθεσε ο εντολέας.

Άρθρο 714

Ο εντολοδόχος ευθύνεται για κάθε πταίσμα.

Άρθρο 715
Υποκατάσταση άλλου

  Ο εντολοδόχος, αν δεν ορίστηκε διαφορετικά  στη  σύμβαση,  δεν  έχει  δικαίωμα  να  υποκαταστήσει  άλλον για την εκτέλεση της εντολής,  εκτός  αν  εξαναγκαστεί  από  τις  περιστάσεις  ή  αν  συνηθίζεται   η  υποκατάσταση.

Άρθρο 716

  Αν  ο εντολοδόχος υποκατέστησε άλλον χωρίς δικαίωμα, ευθύνεται  για το πταίσμα του άλλου σαν να ήταν δικό το πταίσμα.

Αν  υποκατέστησε  άλλον  έχοντας  το   σχετικό   δικαίωμα,   ο εντολοδόχος  ευθύνεται  μόνο  για  πταίσμα  ως  προς  την  εκλογή  του υποκαταστάτου και ως προς τις οδηγίες που του έδωσε.

Και  στις  δύο  περιπτώσεις  ο  εντολέας  μπορεί  να   ασκήσει απευθείας  κατά  του  υποκαταστάτου τις αγωγές που έχει εναντίον του ο εντολοδόχος.

Άρθρο 717
Παρέκκλιση από τα όρια της εντολής

    Ο εντολοδόχος μπορεί να παρεκκλίνει από τα  όρια  της  εντολής  μόνο  όταν  αδυνατεί  να  ειδοποιήσει  τον εντολέα και είναι συγχρόνως  φανερό ότι ο εντολέας θα το είχε επιτρέψει, αν γνώριζε τα  περιστατικά  που προκάλεσαν την παρέκκλιση.

Άρθρο 718
Υποχρέωση του εντολοδόχου

 Ο  εντολοδόχος  έχει  υποχρέωση  να  παρέχει  πληροφορίες στον  εντολέα σχετικά με την υπόθεση που του ανατέθηκε και μετά το πέρας της  εντολής οφείλει λογοδοσία.

Άρθρο 719

  Ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να αποδώσει στον  εντολέα  καθετί  που έλαβε  για  την  εκτέλεση της εντολής ή απέκτησε από την εκτέλεσή  της.

Άρθρο 720

Ο εντολοδόχος, αν χρησιμοποίησε για τον εαυτό του χρήματα  του  εντολέα, οφείλει τόκο γι` αυτά από τότε που τα χρησιμοποίησε.

Άρθρο 721
Υποχρεώσεις του εντολέα

 Ο  εντολέας  έχει  υποχρέωση  να  προκαταβάλει τις δαπάνες που  απαιτούνται για την εκτέλεση της εντολής.

Άρθρο 722

Ο εντολέας οφείλει να αποδώσει  στον  εντολοδόχο  ό,τιδήποτε  αυτός δαπάνησε για την κανονική εκτέλεση της εντολής.

Άρθρο 723

         Ο  εντολέας  οφείλει να ανορθώσει κάθε ζημία που ο εντολοδόχος  έπαθε χωρίς πταίσμα του κατά την εκτέλεση της εντολής.

Άρθρο 724
Ανάκληση της εντολής

  Ο εντολέας έχει δικαίωμα να ανακαλέσει την εντολή οποτεδήποτε.  Αντίθετη συμφωνία είναι άκυρη, εκτός αν η εντολή αφορά και το συμφέρον  του εντολοδόχου ή τρίτου.

Άρθρο 725
Καταγγελία από τον εντολοδόχο

   Ο  εντολοδόχος  έχει  δικαίωμα  να  καταγγείλει   την   εντολή οποτεδήποτε,  αν  δεν  παραιτήθηκε  από  το δικαίωμα αυτό.  Αν υπάρχει σπουδαίος λόγος, η παραίτηση είναι χωρίς αποτέλεσμα.

Αν   η   καταγγελία   έγινε  άκαιρα  χωρίς  σπουδαίο  λόγο,  ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να ανορθώσει  τη  ζημία  που  η  καταγγελία προξένησε στον εντολέα.

Άρθρο 726
Λύση της εντολής.

   Η εντολή λύνεται, αν δεν ορίστηκε το αντίθετο, με το θάνατο του εντολέα ή του εντολοδόχου, καθώς επίσης με την υποβολή τους σε δικαστική συμπαράσταση ή την πτώχευση τους. Το ίδιο αποτέλεσμα επιφέρει, σε περίπτωση νομικού προσώπου, η διάλυσή του.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 18 του Ν.      2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 727

Αν στις περιπτώσεις του προηγούμενου άρθρου η λύση της εντολής  εκθέτει  σε  κίνδυνο  τα  συμφέροντα  του  εντολέα,  ο  εντολοδόχος, ο  κληρονόμος  του  ή  ο  νόμιμος  αντιπρόσωπός  του  έχει  υποχρέωση  να  συνεχίσει την υπόθεση που έχει ανατεθεί ωσότου μπορέσει να φροντίσει ο  εντολέας ή ο κληρονόμος του ή ο νόμιμος αντιπρόσωπός του.

Άρθρο 728

         Με  την  επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 224, ο εντολέας ή ο  κληρονόμος του ευθύνεται, σαν  να  υπήρχε  ακόμη  η  εντολή,  από  τις  υποθέσεις  που  ο  εντολοδόχος διεξήγαγε πριν πληροφορηθεί τη λύση της  εντολής.

Άρθρο 729
Συμβουλή ή σύσταση

   Αν κάποιος έδωσε συμβουλή ή  σύσταση,  δεν  ευθύνεται  για  τη  ζημία  που  προξενήθηκε  απ`  αυτήν,  εκτός  αν με σύμβαση ανέλαβε την  ευθύνη ή αν βρισκόταν σε δόλο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΤΡΙΤΟ
Διοίκηση αλλοτρίων
Άρθρο 730
`Εννοια

  `Οποιος διοικεί χωρίς εντολή ξένη υπόθεση έχει υποχρέωση να τη διεξάγει προς το συμφέρον του κυρίου και σύμφωνα με την  πραγματική  ή την εικαζόμενη θέληση του κυρίου.

Αντίθετη  θέληση  του  κυρίου για τη διοίκηση της υπόθεσης δεν λαμβάνεται υπόψη, αν αντιβαίνει στο νόμο ή στα χρηστά ήθη.

Άρθρο 731
Υποχρεώσεις του διοικητή

   Ο διοικητής αλλοτρίων ευθύνεται για κάθε πταίσμα.  Αν  ανέλαβε  τη διοίκηση  εναντίον  της  πραγματικής ή της εικαζόμενης θέλησης του κυρίου και έπρεπε να το είχε διαγνώσει, ευθύνεται και  για  τα  τυχαία γεγονότα,  εκτός  αν  αποδείξει ότι η ζημία θα επερχόταν και χωρίς την ανάμιξή του.

Άρθρο 732

`Οποιος διοίκησε ξένες υποθέσεις για να αποτρέψει κίνδυνο  που  απειλούσε τον κύριο, ευθύνεται μόνο για δόλο και βαριά αμέλεια.

Άρθρο 733

  Ο  διοικητής  αλλοτρίων οφείλει, μόλις μπορέσει, να αναγγείλει  στον κύριο ότι ανέλαβε τη διοίκηση και να περιμένει,  αν  δεν  υπάρχει  άμεσος κίνδυνος από την αναβολή, τις οδηγίες του κυρίου.

Άρθρο 734

Ο  διοικητής  αλλοτρίων  έχει απέναντι στον κύριο υποχρέωση να  λογοδοτήσει, να αποδώσει όσα απέκτησε από τη διοίκηση και να καταβάλει  τόκους κατά τις διατάξεις για την εντολή, που εφαρμόζονται αναλόγως.

Άρθρο 735

Αν ο διοικητής αλλοτρίων είναι ανίκανος ή περιορισμένα  ικανός  για  δικαιοπραξία,  ευθύνεται  από τη διοίκηση μόνο κατά τις διατάξεις  του αδικαιολόγητου πλουτισμού.  Δεν αποκλείεται περαιτέρω  ευθύνη  από  αδικοπραξία.

Άρθρο 736
Δικαιώματα του διοικητή

  Αν  ο διοικητής αλλοτρίων ανέλαβε τη διοίκηση προς το συμφέρον  και σύμφωνα με την πραγματική ή την εικαζόμενη θέληση του κυρίου, έχει  δικαίωμα να ζητήσει απ`  αυτόν  τις  δαπάνες  της  διοίκησης  και  την  ανόρθωση   των   ζημιών   κατά  τις  διατάξεις  για  την  εντολή,  που  εφαρμόζονται αναλόγως.

Άρθρο 737

   Αν δεν συντρέχουν οι όροι του προηγούμενου άρθρου, ο διοικητής  δεν έχει δικαίωμα να ζητήσει την  ανόρθωση  των  ζημιών.  Απόδοση  των  δαπανών  δικαιούται  να  ζητήσει  μόνο  κατά  τις  διατάξεις  για  τον  αδικαιολόγητο πλουτισμό.

Άρθρο 738

Ο διοικητής δεν έχει καμιά αξίωση από τη διοίκηση, αν είχε την πρόθεση να μην απαιτήσει δαπάνες ή αποζημίωση.

Αν κάποιος έδωσε διατροφή σε συγγενή του εξ αίματος σε  ευθεία γραμμή  ή  δεύτερου  βαθμού  σε  πλάγια γραμμή, λογίζεται σε περίπτωση αμφιβολίας υπέρ αυτού του συγγενή ότι υπήρχε η πρόθεση αυτή.

Άρθρο 739
Διοίκηση από κάποιον ξένων υποθέσεων ως δικών του

`Οποιος,  γνωρίζοντας  ότι  πρόκειται  για  ξένη  υπόθεση,  τη  διοικεί  σαν  δική  του,  με  την  επιφύλαξη της τυχόν ευθύνης του από  αδικοπραξία, έχει τις υποχρεώσεις  από  τη  διοίκηση  αλλοτρίων.  Στην  περίπτωση  αυτή  ο  διοικητής  έχει δικαίωμα να απαιτήσει δαπάνες μόνο  κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό.

Άρθρο 740

Οι διατάξεις για τη διοίκηση  αλλοτρίων  δεν  εφαρμόζονται  αν  κάποιος διεξάγει ξένη υπόθεση νομίζοντας πως είναι δική του.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Εταιρία
Άρθρο 741
`Εννοια

 Με  τη σύμβαση της εταιρίας δύο ή περισσότεροι έχουν αμοιβαίως  υποχρέωση να επιδιώκουν με  κοινές  εισφορές  κοινό  σκοπό  και  ιδίως  οικονομικό.

Άρθρο 742
Εισφορές

   Οι  εισφορές  των  εταίρων  μπορούν  να συνίστανται σε εργασία  τους, σε χρήματα ή σε άλλα αντικείμενα, καθώς και σε κάθε άλλη παροχή. Αν δεν συμφωνήθηκε κάτι άλλο, οι εταίροι είναι υποχρεωμένοι σε  ίσες εισφορές.

Άρθρο 743
Υποχρεώσεις του εταίρου

  Σε περίπτωση υπερημερίας ή αδυναμίας του εταίρου να  καταβάλει  την εισφορά και να εκτελέσει τις υποχρεώσεις του, αντί για το δικαίωμα υπαναχώρησης  κατά  τις  αρχές για τις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις, χωρεί καταγγελία της εταιρίας.

Άρθρο 744

Ως προς τον κίνδυνο της εισφοράς και την ευθύνη για ελαττώματά  της εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για τη μίσθωση,  αν  η  εισφορά  συνίσταται στη χρήση ενός πράγματος ή σε εργασία, και οι διατάξεις για  την πώληση, αν η εισφορά συνίσταται στην κυριότητα του πράγματος.

Άρθρο 745

Ο  εταίρος  αν δεν συμφωνήθηκε διαφορετικά, δεν έχει υποχρέωση  να αυξήσει την εισφορά  του,  ούτε  να  τη  συμπληρώσει,  αν  μειώθηκε  εξαιτίας ζημιών μετά την πραγματοποίησή της.

Άρθρο 746

Ο  εταίρος  ευθύνεται  μόνο για την επιμέλεια που δείχνει στις  δικές του υποθέσεις.

Άρθρο 747

  Ο εταίρος δεν δικαιούται  να  ενεργεί  για  δικό  του  ή  ξένο  λογαριασμό πράξεις αντίθετες με τα συμφέροντα της εταιρίας.

Άρθρο 748
Διοίκηση της εταιρίας

   Η   διαχείριση   των   εταιρικών   υποθέσεων  ανήκει,  αν  δεν συμφωνήθηκε διαφορετικά, σε όλους μαζί τους εταίρους. Για  κάθε  πράξη χρειάζεται η Συναίνεση όλων των εταίρων.

Αν  κατά  την  εταιρική  σύμβαση  η  απόφαση  λαμβάνεται  κατά πλειοψηφία, σε περίπτωση αμφιβολίας η πλειοψηφία υπολογίζεται με  βάση το συνολικό αριθμό των εταίρων.

Άρθρο 749

Αν η διαχείριση των εταιρικών υποθέσεων ανατέθηκε σε έναν ή σε μερικούς   από   τους  εταίρους,  οι  υπόλοιποι  αποκλείονται  από  τη διαχείριση.

Αν η διαχείριση ανατέθηκε σε μερικούς μόνο από τους  εταίρους,  εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του προηγούμενου άρθρου.

Άρθρο 750

Αν   με  την  εταιρική  σύμβαση  η  διαχείριση  των  υποθέσεων  ανατέθηκε σε περισσότερους ή σε όλους τους συνεταίρους, με την  έννοια  ότι  μπορεί  και  ο καθένας να ενεργεί μόνος, καθένας από τους λοιπούς  διαχειριστές εταίρους  μπορεί,  αν  δεν  συμφωνήθηκε  διαφορετικά,  να  εναντιωθεί στην ενέργεια μιας πράξης πριν από την εκτέλεσή της.

Απέναντι  στους  τρίτους  η  εναντίωση  ενεργεί  μόνο αν αυτοί  συναλλάχθηκαν γνωρίζοντάς την.

Άρθρο 751

Αν υπάρχουν περισσότεροι διαχειριστές εταίροι, ο καθένας  τους  δικαιούται  να  ενεργεί μόνος χωρίς τη Συναίνεση των λοιπών ή παρά την  εναντίωση κάποιου απ` αυτούς, αν πρόκειται για επείγον μέτρο  από  την  παράλειψη του οποίου απειλείται σοβαρή ζημία της εταιρίας.

Άρθρο 752
Ανάκληση του διαχειριστή

  Η διαχείριση που έχει ανατεθεί με την εταιρική σύμβαση σε έναν  ή σε μερικούς από τους εταίρους, μπορεί να ανακληθεί μόνο για σπουδαίο λόγο.   Η  συμφωνία που αποκλείει την ανάκληση για σπουδαίο λόγο είναι άκυρη.

Σπουδαίος λόγος θεωρείται ιδίως η βαριά παράβαση καθηκόντων  ή  η ανικανότητα για τακτική διαχείριση.    Η ανάκληση γίνεται με ομόφωνη απόφαση όλων των λοιπών εταίρων,  εκτός αν υπάρχει αντίθετη συμφωνία.

Άρθρο 753
Παραίτηση

 Ο  εταίρος  έχει  δικαίωμα να παραιτηθεί από τη διαχείριση που  του έχει ανατεθεί με την εταιρική  σύμβαση  μόνο  για  σπουδαίο  λόγο.  Συμφωνία που αποκλείει την παραίτηση για σπουδαίο λόγο είναι άκυρη.          `Οποιος   παραιτείται  άκαιρα,  χωρίς  σπουδαίο  λόγο  που  να  δικαιολογεί την άκαιρη παραίτηση, ευθύνεται για τη ζημία της  εταιρίας  απ` αυτή την ενέργειά του.

Άρθρο 754
Δικαιώματα και υποχρεώσεις των εταίρων

  Ως  προς  τα  δικαιώματα  και  τις υποχρεώσεις του διαχειριστή εταίρου εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 714 έως 723  για την εντολή.

Ο  εταίρος  δεν  έχει  δικαίωμα να αμειφθεί για τη διαχείριση,  εκτός αν υπάρχει αντίθετη συμφωνία.

Άρθρο 755

         Κάθε εταίρος έχει δικαίωμα να πληροφορείται  αυτοπροσώπως  για  την  πορεία  των  εταιρικών  υποθέσεων,  να  εξετάζει τα βιβλία και τα  έγγραφα, καθώς και να καταρτίζει περίληψη της περιουσιακής  κατάστασης  της εταιρίας.  Αντίθετη συμφωνία είναι άκυρη.

Άρθρο 756

Με την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 750 παρ. 2, ο εταίρος  εφόσον  έχει  επιτραπεί σ` αυτόν η διαχείριση με την εταιρική σύμβαση,  λογίζεται σε περίπτωση αμφιβολίας πως έχει και την Πληρεξουσιότητα  να  αντιπροσωπεύει τους λοιπούς εταίρους απέναντι στους τρίτους.

Άρθρο 757

         Η  Πληρεξουσιότητα  που  δόθηκε  με  την  εταιρική  σύμβαση σε  κάποιον εταίρο μπορεί να ανακληθεί από τους λοιπούς  μόνο  σύμφωνα  με  τους  ορισμούς  του  άρθρου  752,  και  αν  δόθηκε  σε συνδυασμό με τη  διαχείριση, μόνο μαζί μ`αυτήν.

Άρθρο 758
Δικαιώματα στην εισφορά ή στα αποκτήματα

  Οι εισφορές των εταίρων, καθώς και καθετί  που  αποκτάται  για  την εταιρία από τη διαχείρισή της, ανήκουν σε όλους τους εταίρους κατά  το λόγο της εταιρικής μερίδας του καθενός.

Καθετί  που  ο  διαχειριστής  εταίρος  απέκτησε στο ονομά του, αντιπροσωπεύοντας την εταιρία, έχει υποχρέωση να το  καταστήσει  κοινό όλων των εταίρων κατά το λόγο της εταιρικής μερίδας του καθενός.

Άρθρο 759
Υποχρεώσεις απέναντι σε τρίτους

    Οι  υποχρεώσεις  που  γεννήθηκαν  απέναντι  σε τρίτους από την  διαχείριση ή την  αντιπροσώπευση  της  εταιρίας  βαρύνουν  όλους  τους  εταίρους κατά το λόγο της εταιρικής μερίδας του καθενός.

Άρθρο 760
Αμοιβαίες απαιτήσεις των εταίρων

  Οι  απαιτήσεις μεταξύ των εταίρων από την εταιρική σύμβαση δεν μεταβιβάζονται.

Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται  ως  προς  τις  απαιτήσεις  του διαχειριστή  εταίρου  από  τη  διαχείριση,  εφόσον  αυτές  μπορούν  να απαιτηθούν και πριν από την  εκκαθάριση,  καθώς  επίσης  ως  προς  τις απαιτήσεις  που  αφορούν  την  αναλογία  στα  κέρδη  ή  το  προϊόν της εκκαθάρισης.

Άρθρο 761
 Αμεταβίβαστη η εταιρική μερίδα

   Ωσότου τελειώσει η  εκκαθάριση  κάθε  εταίρος  έχει  υποχρέωση  απέναντι  στους  λοιπούς  να μη διαθέσει το μερίδιό του πάνω στα κοινά  πράγματα.  Επίσης δεν είχε δικαίωμα να ζητήσει τη διανομή  των  κοινών  πραγμάτων πριν περατωθεί η εκκαθάριση.

Άρθρο 762
Διανομή κερδών και ζημιών

 Σε  περίπτωση  εταιρίας  με  διάρκεια μακρότερη από ένα έτος ο  λογαριασμός κλείνεται και τα κέρδη μοιράζονται στο τέλος  κάθε  έτους,  εφόσον δεν προκύπτει κάτι άλλο από την εταιρική σύμβαση.

Άρθρο 763

   Αν  δεν  υπάρχει  αντίθετη  συμφωνία,  οι εταίροι μετέχουν στα  κέρδη και στις ζημίες κατά ίσα μέρη, ανεξάρτητα από την εισφορά τους.

Αν η αναλογία του καθενός ορίστηκε μόνο ως  προς  τα  κέρδη  ή  μόνο  ως  προς  τις  ζημίες,  σε  περίπτωση αμφιβολίας η αναλογία αυτή  ισχύει και για τα δύο.

Άρθρο 764

Η συμφωνία με την οποία κάποιος  εταίρος  αποκλείεται  από  τα  κέρδη ή απαλλάσσεται από τις ζημίες είναι άκυρη. Την ακυρότητα μπορεί  να επικαλεστεί μόνο αυτός.

Η συμφωνία με την οποία ο εταίρος  που  συνεισφέρει  μόνο  την εργασία του δεν θα συμμετέχει στις ζημίες, είναι ισχυρή.

Άρθρο 765
Λύση της εταιρίας

  Η  εταιρία  που έχει συσταθεί για ορισμένο χρόνο λύνεται μόλις  περάσει αυτός ο χρόνος.

Άρθρο 766
Λύση με καταγγελία

   Η εταιρία που έχει συσταθεί  για  ορισμένο  χρόνο  λύνεται  με  καταγγελία  πριν  περάσει  ο χρόνος αυτός, αν υπάρχει σπουδαίος λόγος.  Αντίθετη συμφωνία, που περιορίζει με προθεσμία ή  με  άλλον  τρόπο  το  δικαίωμα αυτό της καταγγελίας, είναι άκυρη.

Άρθρο 767

         Εταιρία  που  έχει  αόριστη  διάρκεια  λύνεται  οποτεδήποτε με  καταγγελία οποιουδήποτε εταίρου.

Αν ο εταίρος κατάγγειλε την εταιρία άκαιρα και χωρίς  σπουδαίο  λόγο,  που να δικαιολογεί την άκαιρη καταγγελία, ενέχεται για τη ζημία  που προκάλεσε η λύση στους άλλους εταίρους.

Άρθρο 768

         Η εταιρία που έχει συσταθεί για ολόκληρη τη  ζωή  κάποιου  από  τους εταίρους, λογίζεται ότι έχει συσταθεί για αόριστη διάρκεια.

Άρθρο 769
Σιωπηρή ανανέωση

 Αν  η εταιρία που έχει συσταθεί για ορισμένο χρόνο συνεχίζεται  σιωπηρά και ύστερα από την πάροδο  αυτού  του  χρόνου,  λογίζεται  ότι  ανανεώθηκε για αόριστο χρόνο.

Άρθρο 770
Καταγγελία για παράβαση υποχρεώσεων

  Αν  ο  σπουδαίος λόγος, για τον οποίο καταγγέλθηκε, η εταιρία,  συνίσταται  στο  ότι  κάποιος  από  τους  εταίρους  έχει  παραβεί  τις  εταιρικές  υποχρεώσεις  του, ο εταίρος αυτός ενέχεται για τη ζημία που  προκάλεσε η λύση της εταιρίας στους λοιπούς εταίρους.  εξουσιοδότηση Εκδοθέντα και Εφαρμοστικά Νομοθετήματα 1

Άρθρο 771

         Αν υπάρχει σπουδαίος λόγος για να  καταγγελθεί  η  εταιρία, ο  οποίος  αφορά  παράβαση των υποχρεώσεων εταίρου, το δικαστήριο μπορεί,  μετά αίτηση όλων των λοιπών εταίρων, να αποκλείσει από την εταιρία τον  υπαίτιο.  Αφότου επιδοθεί η τελεσίδικη απόφαση, η εταιρία  συνεχίζεται  μεταξύ των λοιπών εταίρων.

Άρθρο 772
Λύση από το σκοπό

  Η εταιρία λύνεται, αν ο σκοπός της  πραγματοποιήθηκε  ή  έγινε  ανέφικτος.

Άρθρο 773
Λύση λόγω θανάτου

 Η εταιρία λύνεται με το θάνατο ενός από τους εταίρους.  Μπορεί  όμως  να συμφωνηθεί ότι η εταιρία θα συνεχιστεί είτε μεταξύ των λοιπών  εταίρων είτε μεταξύ αυτών και των κληρονόμων εκείνου  που  πέθανε.   Η  ανηλικότητα των κληρονόμων δεν παραβλάπτει το κύρος της συμφωνίας.

Άρθρο 774

Αν  η  εταιρία  λυθεί  με  το  θάνατο ενός από τους εταίρους ο  κληρονόμος του  έχει  υποχρέωση  να  το  γνωστοποιήσει  χωρίς  υπαίτια  καθυστέρηση  στους λοιπούς εταίρους και, αν επίκειται κίνδυνος από την  αναβολή, να συνεχίσει τη διαχείριση που είχε ανατεθεί σ`  εκείνον  που  πέθανε,  ωσότου ληφθούν τα αναγκαία μέτρα.  Με τους ίδιους όρους έχουν  και οι λοιποί εταίροι υποχρέωση να συνεχίσουν προσωρινά τη  διαχείριση  που  τους  είχε  ανατεθεί.   Στο διάστημα αυτό η εταιρία λογίζεται ότι  υπάρχει.

Άρθρο 775
Λύση με την υποβολή σε δικαστική συμπαράσταση ή την πτώχευση του ενός

  Η εταιρεία λύνεται με την υποβολή σε δικαστική συμπαράσταση ή την κήρυξη  σε πτώχευση ενός από τους εταίρους, εκτός αν συμφωνήθηκε ότι σ` αυτή την  περίπτωση η εταιρεία θα συνεχίζεται μεταξύ των λοιπών εταίρων.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 19 του Ν.     2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 776
 Διαχείριση μετά τη λύση

   Με την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου  224,  αν  η  εταιρία  λύθηκε  με  άλλον τρόπο και όχι με καταγγελία, η διαχειριστική εξουσία  που κατά την εταιρική σύμβαση ανήκει σε κάποιον εταίρο εξακολουθεί  να  υπάρχει γι` αυτόν εφόσον χωρίς υπαιτιότητά του αγνοεί τη λύση.

Άρθρο 777
 Εκκαθάριση

  Η  εταιρία  λογίζεται  ότι  εξακολουθεί  και μετά τη λύση της,  εφόσον το απαιτούν οι ανάγκες και ο σκοπός της  εκκαθάρισης.   Από  τη  λύση παύει η εξουσία των διαχειριστών εταίρων.

Άρθρο 778

Αφού  λυθεί  η  εταιρία  η εκκαθάριση, αν δεν συμφωνήθηκε κάτι  άλλο, ενεργείται από όλους τους εταίρους μαζί, ή από  εκκαθαριστή  που  έχει  διοριστεί  με  ομόφωνη  απόφαση  όλων.  Σε περίπτωση διαφωνίας ο  εκκαθαριστής διορίζεται ή αντικαθίσταται από το δικαστήριο  με  αίτηση  ενός από τους εταίρους και η αντικατάσταση γίνεται μόνο για σπουδαίους  λόγους.

Άρθρο 779
Απόδοση αυτούσιων πραγμάτων

 Σε  περίπτωση  που  η  εισφορά  συνίσταται στη χρήση ορισμένων  πραγμάτων, τα πράγματα αυτά αποδίδονται αυτούσια.

Άρθρο 780
Τρόπος της εκκαθάρισης

   Κατά την  εκκαθάριση  πρώτα  εξοφλούνται  τα  κοινά  χρέη  των  εταίρων  απέναντι  σε  τρίτους,  καθώς  και  όσα  υπάρχουν  μεταξύ των  εταίρων, και κατόπιν επιστρέφονται οι εισφορές.

Αν  η εισφορά δεν συνίσταται σε χρήμα, καταβάλλεται η αξία του  αντικειμένου της κατά το χρόνο της πραγματοποίησής της.

Αν  η  εισφορά  συνίσταται σε εργασία ή σε χρήση πράγματος δεν  αποδίδεται.

Άρθρο 781
Μετατροπή του ενεργητικού σε χρήμα

  Η  εταιρική  περιουσία  μετατρέπεται  σε  χρήμα,  εφόσον  αυτό  απαιτείται  για  την  εξόφληση των εταιρικών χρεών και για την απόδοση  των εισφορών.  Η μετατροπή γίνεται κατά τις διατάξεις για  την  πώληση  κοινού πράγματος.

Άρθρο 782

         `Ο,τι απομένει μετά την εξόφληση των χρεών και την απόδοση των  εισφορών,  διανέμεται στους εταίρους κατά το λόγο της μερίδας που έχει  ο καθένας στα κέρδη.

Άρθρο 783
 Ανεπάρκεια του ενεργητικού

      Αν τα εταιρικά πράγματα δεν αρκούν για την εξόφληση των  χρεών  και  την  απόδοση  των  εισφορών, για ό,τι λείπει ενέχονται οι εταίροι  κατά το λόγο της συμμετοχής τους στις ζημίες. Αν δεν είναι δυνατόν  να  εισπραχθεί από έναν εταίρο το έλλειμμα που του αναλογεί, ενέχονται γι`  αυτό κατά την ίδια αναλογία οι λοιποί εταίροι.

Άρθρο 784
Προσωπικότητα της αστικής εταιρίας

  Η  εταιρία του κεφαλαίου αυτού, αν επιδιώκει οικονομικό σκοπό,  αποκτά νομική προσωπικότητα, εφόσον τηρηθούν οι όροι της  δημοσιότητας  που  ο  νόμος  τάσσει  για  το  σκοπό  αυτό  στις ομόρρυθμες εμπορικές  εταιρίες.  Η προσωπικότητα αυτής της αστικής εταιρίας  εξακολουθεί  να  υπάρχει  ωσότου  περατωθεί  η  εκκαθάριση  και  για  τις  ανάγκες  της  εκκαθάρισης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΠΕΜΠΤΟ
Κοινωνία
Άρθρο 785
 `Εννοια

Αν ένα δικαίωμα ανήκει σε περισσότερους από κοινού,  εφόσον  ο  νόμος  δεν  ορίζει  διαφορετικά,  υπάρχει  ανάμεσά  τους κοινωνία κατ`  ιδανικά μέρη.  Σε περίπτωση αμφιβολίας λογίζεται  ότι  τα  μέρη  είναι  ίσα.

Άρθρο 786
Δικαιώματα του κοινωνού

Κάθε  κοινωνός  έχει  ανάλογη  μερίδα στους καρπούς του κοινού  αντικειμένου.

Άρθρο 787

Κάθε  κοινωνός  έχει  δικαίωμα  να  κάνει  χρήση  του   κοινού  αντικειμένου, εφόσον αυτή δεν εμποδίζει τη σύγχρηση των λοιπών.

Άρθρο 788
Διοίκηση του κοινού

   Η  διοίκηση  του  κοινού  ανήκει σε όλους μαζί τους κοινωνούς.  Στις μεταξύ τους σχέσεις ευθύνονται για κάθε πταίσμα.

Αν επίκειται κίνδυνος, καθένας από αυτούς έχει  δικαίωμα,  και  χωρίς  τη  Συναίνεση των λοιπών, να λάβει τα μέτρα που απαιτούνται για  τη συντήρηση του πράγματος.

Άρθρο 789
Αποφάσεις με πλειοψηφία

  Με απόφαση της πλειοψηφίας των κοινωνών μπορεί να καθοριστεί ο  τρόπος της τακτικής διοίκησης και εκμετάλλευσης που αρμόζει στο  κοινό  αντικείμενο. Η πλειοψηφία υπολογίζεται με βάση το μέγεθος των μερίδων. ση με Νομολογία και Αρθρογραφία 237

Άρθρο 790
Κανονισμός από το δικαστήριο

  Αν  η  διοίκηση  και  η χρησιμοποίηση δεν καθορίστηκε με κοινή  συμφωνία ή με πλειοψηφία, καθένας από τους κοινωνούς έχει δικαίωμα  να  ζητήσει  να  την  κανονίσει το δικαστήριο με τον τρόπο που είναι ο πιο  πρόσφορος και συμφέρει περισσότερο σε όλους τους κοινωνούς. Αν υπάρχει  ανάγκη, το δικαστήριο μπορεί να διορίσει διαχειριστή.

Άρθρο 791
Ενέργεια υπέρ και κατά των διαδόχων

Στις περιπτώσεις των δύο προηγούμενων  άρθρων  η  απόφαση  των  κοινωνών  ή  του δικαστηρίου ισχύει υπέρ και κατά των ειδικών διαδόχων  τους.

Άρθρο 792
Ουσιώδεις μεταβολές και προσθήκες

    Ουσιώδης  μεταβολή  του  κοινού  αντικειμένου   ή   δυσανάλογα  δαπανηρή προσθήκη σ` αυτό δεν μπορεί να αποφασιστεί από την πλειοψηφία  ούτε να απαιτηθεί με αγωγή.

Το  δικαίωμα  κάθε κοινωνού για την αναλογία του στα ωφελήματα  από το κοινό αντικείμενο  δεν  υπόκειται  σε  καμία  μείωση  χωρίς  τη  συναίνεσή του.

Άρθρο 793
Διάθεση της μερίδας

  Κάθε  κοινωνός  έχει δικαίωμα να διαθέσει το μερίδιό του.  Για  τη διάθεση ολόκληρου του κοινού αντικειμένου απαιτείται να  συμπράξουν  όλοι.

Άρθρο 794
Δαπάνες για το κοινό αντικείμενο

 Κάθε  κοινωνός  ενέχεται  απέναντι  στους  λοιπούς,  κατά  την  αναλογία της μερίδας του, για τα έξοδα της συντήρησης,  της  διοίκησης  και της χρησιμοποίησης του κοινού.

Άρθρο 795
Δικαίωμα για λύση της κοινωνίας

   Κάθε  κοινωνός  έχει δικαίωμα να απαιτήσει οποτεδήποτε τη λύση  της  κοινωνίας,  εφόσον  το  δικαίωμα   αυτό   δεν   αποκλείεται   από  δικαιοπραξία  ή  από  τον  προορισμό  του  κοινού πράγματος για κάποιο  διαρκή σκοπό.

Με δικαιοπραξία μπορεί να αποκλειστεί η λύση της κοινωνίας  το  πολύ για δέκα χρόνια.

Άρθρο 796
Απαγόρευση της λύσης

    Η  δικαιοπραξία  με  την  οποία  αποκλείεται  στον κοινωνό για  ορισμένο χρόνο η λύση της κοινωνίας ισχύει υπέρ και κατά  των  ειδικών  διαδόχων του.

Άρθρο 797
Πρόωρη λύση για σπουδαίο λόγο

 Λύση  της  κοινωνίας  μπορεί  να ζητηθεί για σποιδαίο λόγο και  πριν από το συμφωνημένο χρόνο. Η συμφωνία που περιορίζει προκαταβολικά  το δικαίωμα αυτό είναι άκυρη.

Άρθρο 798
Διανομή

Η λύση της κοινωνίας επέρχεται με διανομή.

Άρθρο 799

Αν δεν  συμφωνούν  για  τη  διανομή  όλοι  οι  κοινωνοί,  κάθε  κοινωνός  μπορεί να απαιτήσει δικαστική διανομή κατά τις διατάξεις της  πολιτικής δικονομίας.

Άρθρο 800
Αυτούσια διανομή

     Η  διανομή  γίνεται  αυτουσίως,  αν  το   αντικείμενο   ή   τα  αντικείμενα  που  πρόκειται  να διανεμηθούν είναι δυνατόν χωρίς μείωση  της αξίας να διαιρεθούν σε ομοιειδή μέρη ανάλογα με  τις  μερίδες  των  κοινωνών.

Άρθρο 801
Πλειστηριασμός

  Αν   το   δικαστήριο  διέταξε  την  πώληση  με  πλειστηριασμό,  διανέμεται το  εκπλειστηρίασμα.   Σε  περίπτωση  που  απαγορεύεται  να  εκποιηθεί  το  κοινό  σε  τρίτον,  ο πλειστηριασμός γίνεται μεταξύ των  κοινωνών.

Άρθρο 802
Αμοιβαίες απαιτήσεις από την κοινωνία

    Κατά τη δικαστική  διανομή  κάθε  κοινωνός  έχει  δικαίωμα  να  απαιτήσει  να του πληρωθούν οι αξιώσεις που έχει από την κοινωνία κατά  των άλλων κοινωνών από το μέρος που περιέρχεται  με  τη  διανομή  στον  οφειλέτη.   Γι`  αυτή την πληρωμή το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την  πώληση αυτού του μέρους με πλειστηριασμό.

Άρθρο 803
Δικαιώματα τρίτων στο κοινό πράγμα

   Εμπράγματα  δικαιώματα  τρίτων  πάνω  στο  κοινό  πράγμα   δεν  παραβλάπτονται από τη διανομή, αδιάφορο αν έγινε αυτουσίως ή με πώληση  εκούσια ή με πλειστηριασμό.

Άρθρο 804
Ευθύνη για ελαττώματα του μέρους που έλαχε στον κάθε κοινωνό

  Για  πραγματικά  και  νομικά  ελαττώματα του μέρους του κοινού  πράγματος, που περιήλθε με τη διανομή στον  κάθε  κοινωνό,  οι  λοιποί  κοινωνοί  ευθύνονται  κατά τις διατάξεις για την πώληση, ανάλογα με τη  μερίδα τους.

Άρθρο 805

 Η αξίωση για τη λύση της κοινωνίας δεν παραγράφεται.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΕΚΤΟ
Δάνειο
Άρθρο 806
`Εννοια

    Με τη σύμβαση του  δανείου  ο  ένας  από  τους  συμβαλλομένους  μεταβιβάζει  στον  άλλον  κατά  κυριότητα χρήματα ή άλλα αντικαταστατά  πράγματα, και αυτός έχει υποχρέωση να αποδώσει άλλα πράγματα της ίδιας  ποσότητας και ποιότητας.

Άρθρο 807
Χρόνος απόδοσης

 Αν δεν ορίστηκε χρόνος  για  την  απόδοση  του  δανείου,  ούτε  συνάγεται αυτός από τις περιστάσεις, το δάνειο αποδίδεται αφού περάσει  ένας  μήνας  από την καταγγελία του δανειστή ή του οφειλέτη.  Αν είναι  άτοκο, ο οφειλέτης έχει δικαίωμα να το αποδώσει και χωρίς καταγγελία.

Άρθρο 808
Υπερημερία

 Λόγω υπερημερίας ως προς την απόδοση, ο  οφειλέτης  χρηματικού  δανείου  δεν  έχει  σε  καμιά  περίπτωση  υποχρέωση  να καταβάλει άλλη  αποζημίωση εκτός από το νόμιμο ή το συμβατικό τόκο. Αντίθετη  συμφωνία  είναι άκυρη.

Άρθρο 809
Υπόσχεση δανείου σε αφερέγγυο πρόσωπο

    Εκείνος που υποσχέθηκε την παροχή δανείου έχει δικαίωμα να την  αρνηθεί, αν ο δέκτης της υπόσχεσης έγινε μετά την υπόσχεση αφερέγγυος.

Το  ίδιο  δικαίωμα  έχει  αυτός  που  υποσχέθηκε  και  όταν  η  αφερεγγυότητα υπήρχε κατά την υπόσχεση, αυτός όμως την αγνοούσε  χωρίς  υπαιτιότητα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΕΒΔΟΜΟ
Χρησιδάνειο
Άρθρο 810
`Εννοια

Με  τη σύμβαση του χρησιδανείου ο ένας από τους συμβαλλομένους  (χρήστης) παραχωρεί στον άλλο τη χρήση πράγματος χωρίς αντάλλαγμα  και  αυτός  (χρησάμενος)  έχει υποχρέωση να αποδώσει το πράγμα μετά τη λήξη  της σύμβασης.

Άρθρο 811
Υποχρεώσεις του χρήστη

Ο χρήστης ευθύνεται μόνο για δόλο και βαριά αμέλεια.

Άρθρο 812

 Ο χρήστης οφείλει αποζημίωση για ελαττώματα του πράγματος, που  την ύπαρξή τους αποσιώπησε με δόλο.

Άρθρο 813
Υποχρεώσεις του χρησαμένου

   Ο χρησάμενος φέρει τις συνηθισμένες δαπάνες για  τη  συντήρηση  του πράγματος.  Για άλλες δαπάνες έχει αξίωση σύμφωνα με τις διατάξεις  για  τη  διοίκηση  αλλοτρίων  και έχει δικαίωμα αφαίρεσης πριν από την  απόδοση του πράγματος.

Άρθρο 814

         Ο  χρησάμενος  δεν  ευθύνεται  για  φθορά  ή   μεταβολές   του  πράγματος, που προέρχονται από τη συμφωνημένη χρήση.

Άρθρο 815

Ο  χρησάμενος δεν έχει δικαίωμα να κάνει χρήση διαφορετική από  τη συμφωνημένη, ούτε να παραχωρήσει χωρίς άδεια του  χρήστη  τη  χρήση  του πράγματος σε τρίτον.

Άρθρο 816
 Λήξη

Το χρησιδάνειο, αν δεν ορίστηκε η διάρκεια της σύμβασης, λήγει  μόλις  ο χρησάμενος κάνει χρήση του πράγματος, ή περάσει ο χρόνος κατά  τον οποίο μπορούσε να κάνει χρήση.

Άρθρο 817

Ο χρήστης έχει δικαίωμα να απαιτήσει το πράγμα και πριν από τη  λήξη της σύμβασης, αν ο χρησάμενος το χρησιμοποιεί αντίθετα προς  τους  όρους  της  σύμβασης,  ή  αν το χειροτερεύει, ή αν το παραχώρησε χωρίς  δικαίωμα σε τρίτον, ή αν ο ίδιος ο χρήστης  χρειάστηκε  επειγόντως  το  πράγμα και δεν μπορούσε να προβλέψει αυτή την ανάγκη.

Άρθρο 818

Το χρησιδάνειο λήγει με το θάνατο του χρησαμένου.

Άρθρο 819

Αν ο χρησάμενος παραχώρησε το πράγμα σε τρίτον, ο χρήστης μετά  τη  λήξη  του χρησιδανείου μπορεί να απαιτήσει και εναντίον του τρίτου  την απόδοση του πράγματος.

Άρθρο 820
 Παραγραφή

    Οι αξιώσεις του χρήστη για αποζημίωση λόγω μεταβολών ή  φθορών  του  πράγματος  παραγράφονται  αφού περάσουν έξι μήνες από τότε που το  ανάλαβε, σε κάθε περίπτωση παραγράφονται μαζί με την αξίωση του χρήστη  για ανάληψη του πράγματος.

Άρθρο 821

         Οι αξιώσεις του  χρησαμένου  για  δαπάνες  παραγράφονται  αφού  περάσουν έξι μήνες από τη λήξη του χρησιδανείου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΟΓΔΟΟ
Παρακαταθήκη
Άρθρο 822
`Εννοια

   Με  τη  σύμβαση της παρακαταθήκης ο θεματοφύλακας παραλαμβάνει  από άλλον κινητό πράγμα για να  το  φυλάει  με  την  υποχρέωση  να  το  αποδώσει  όταν  του  ζητηθεί.   Αμοιβή  μπορεί  να απαιτηθεί μόνο όταν  συμφωνήθηκε ή συνάγεται από τις περιστάσεις.

Άρθρο 823
Υποχρεώσεις του θεματοφύλακα

   Ο  θεματοφύλακας  οφείλει  να  καταβάλει  την  επιμέλεια   που  καταβάλει  στις  δικές  του υποθέσεις. Αν όμως οφείλεται αμοιβή για τη  φύλαξη, ευθύνεται για κάθε πταίσμα.

Άρθρο 824

Ο θεματοφύλακας δεν έχει δικαίωμα να μεταχειρίζεται το  πράγμα  χωρίς την άδεια του παρακαταθέτη.

Επίσης  δεν  έχει  δικαίωμα  να καταθέσει το πράγμα σε τρίτον,  εκτός  αν  εξουσιοδοτήθηκε  γι`  αυτό  από  τον  παρακαταθέτη,  ή   αν  εξαναγκάστηκε  από  τις  περιστάσεις,  ή  αν  συνηθίζεται  η περαιτέρω  κατάθεση.

Άρθρο 825

Ο θεματοφύλακας που κατέθεσε το πράγμα σε τρίτον ευθύνεται, αν  το έκανε χωρίς δικαίωμα, για κάθε πταίσμα του  τρίτου,  αν  έκανε  την  κατάθεση  έχοντας  το  σχετικό δικαίωμα, ευθύνεται για πταίσμα ως προς  την εκλογή του τρίτου.

Και στις δύο περιπτώσεις ο  παρακαταθέτης  μπορεί  να  ασκήσει  απευθείας  κατά  του  τρίτου  τις  αγωγές  που  έχει  εναντίον  του  ο  θεματοφύλακας.

Άρθρο 826
Υποχρεώσεις του παρακαταθέτη

   Ο παρακαταθέτης οφείλει  να  αποδώσει  στο  θεματοφύλακα  ό,τι  αυτός  δαπάνησε  κανονικά για τη φύλαξη του πράγματος.  Οφείλει επίσης  να τον αποζημιώσει για τη ζημία από την παρακαταθήκη, εκτός αν η ζημία  αυτή δεν προέρχεται από πταίσμα του.

Άρθρο 827
Χρόνος απόδοσης

   Ο θεματοφύλακας, αν ο παρακαταθέτης απαιτεί το πράγμα, οφείλει  να το αποδώσει και αν ακόμη δεν έχει περάσει η προθεσμία που  ορίστηκε  για τη φύλαξή του.

Άρθρο 828

         Ο  θεματοφύλακας δεν έχει δικαίωμα να επιστρέψει το πράγμα που  παρακατατέθηκε  πριν  περάσει  η  προθεσμία  που  ορίστηκε,  εκτός  αν  απρόβλεπτα  περιστατικά  του  καθιστούν  αδύνατη την ασφαλή φύλαξη του  πράγματος για περισσότερο χρόνο χωρίς δική του ζημία.

Αν δεν ορίστηκε  προθεσμία  για  τη  φύλαξη,  ο  θεματοφύλακας  μπορεί να επιστρέψει το πράγμα οποτεδήποτε.

Άρθρο 829
Τόπος απόδοσης

   Το  πράγμα,  εφόσον  δεν ορίστηκε διαφορετικά, αποδίδεται στον  τόπο όπου φυλάγεται. Ο θεματοφύλακας δεν έχει υποχρέωση να προσκομίσει  το πράγμα στον παρακαταθέτη.

Άρθρο 830
Ανώμαλη παρακαταθήκη

     Η κατάθεση  χρημάτων  ή  άλλων  αντικαταστατών  πραγμάτων,  σε  περίπτωση  αμφιβολίας λογίζεται ως δάνειο, αν ο θεματοφύλακας έχει την  εξουσία να τα χρησιμοποιεί.  Σχετικά όμως με το χρόνο και τον τόπο της  απόδοσης ισχύουν,  σε  περίπτωση  αμφιβολίας,  οι  διατάξεις  για  την  παρακαταθήκη.

Ο θεματοφύλακας χρεογράφων δεν έχει εξουσία να τα διαθέτει, αν  αυτή δεν του δόθηκε με έγγραφο και ρητά.

Άρθρο 831
Μεσεγγύηση

  Αν  δύο ή περισσότεροι παρέδωσαν σε τρίτον ένα πράγμα κινητό ή  ακίνητο για εξασφάλιση των αμφισβητούμενων ή αβέβαιων δικαιωμάτων  του  πάνω  σ` αυτό, ο θεματοφύλακας (μεσεγγυούχος) έχει την υποχρέωση να το  αποδώσει μόνο με τη Συναίνεση όλων ή μετά δικαστική απόφαση.

Άρθρο 832

         Ο μεσεγγυούχος του προηγούμενου άρθρου ή αυτός που  διορίστηκε  με   δικαστική   απόφαση  υπόκειται  στις  διατάξεις  που  αφορούν  το  θεματοφύλακα, εφόσον τα μέρη δεν όρισαν διαφορετικά.

Άρθρο 833

         Αν το επιβάλλει η φύση του αντικειμένου, ο  μεσεγγυούχος  έχει  υποχρέωση  να επιχειρεί και πράξεις διαχείρισης, οπότε εφαρμόζονται ως  προς αυτές οι διατάξεις για την εντολή.

Αν υπάρχει φανερή ανάγκη, ή αν η διατήρηση του πράγματος είναι  αδύνατη, ο μεσεγγυούχος έχει δικαίωμα να το εκποιήσει με τον τρόπο που  συμφέρει περισσότερο στα μέρη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΕΝΑΤΟ
Ευθύνη των ξενοδόχων
Άρθρο 834
Εκταση της ευθύνης

         Ο ξενοδόχος ευθύνεται για κάθε βλάβη,  καταστροφή  ή  αφαίρεση  των  πραγμάτων  που έφεραν οι πελάτες στο ξενοδοχείο, εκτός αν η ζημία  οφείλεται στον ίδιο τον πελάτη, ή σε επισκέπτη, συνοδό ή υπηρέτη  του,  ή στην ιδιάζουσα φύση του πράγματος ή σε ανώτερη βία.

Με  ξενοδοχεία  εξομοιώνονται  τα οικοτροφεία, οι κλινικές, οι  κλινάμαξες και τα επιβατικά πλοία ή  αερόπλοια  για  το  κατάλυμα  που  παρέχουν στους πελάτες.

Άρθρο 835
Χρήματα και τιμαλφή

     Για  χρήματα,  χρεόγραφα  και  τιμαλφή  η ευθύνη του ξενοδόχου  σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο  περιορίζεται  στο  ποσό  των  τριάντα  χιλιάδων  δραχμών  [ογδόντα οκτώ (88) ευρώ. Βλ. διατάξεις και τρόπο  μετατροπής σε ευρώ στο άρθρο 0]. για  κάθε πελάτη, εκτός αν ο ξενοδόχος,  γνωρίζοντας την ιδιότητα των  πραγμάτων  αυτών,  ανέλαβε  τη  φύλαξή  τους  ή  την αποποιήθηκε,  καθώς  και αν η ζημία προήλθε από πταίσμα το ξενοδόχου  ή της οικογένειας ή του προσωπικού του.

Άρθρο 836
Ζημία που δεν γνωστοποιήθηκε

 Αν  ο  πελάτης,  έχοντας  πληροφορηθεί  τη   ζημία,   βραδύνει  αδικαιολόγητα  να την αναγγείλει στον ξενοδόχο, επέρχεται απόσβεση της  αξίωσής του για αποζημίωση,  εκτός αν είχε παραδώσει τα πράγματα  στον  ξενοδόχο ή η ζημία οφείλεται σε πταίσμα του ξενοδόχου, της οικογένειας  ή του προσωπικού του.

Άρθρο 837
Μονομερής γνωστοποίηση για μη ύπαρξη ευθύνης

 Κάθε  μονομερής  γνωστοποίηση  του  ξενοδόχου  που αποκλείει ή  περιορίζει την ευθύνη του είναι άκυρη.

Άρθρο 838
Ενέχυρο στα εισκομισθέντα

   Ο ξενοδόχος έχει Νόμιμο ενέχυρο στα πράγματα που έχει φέρει  ο  πελάτης  στο  ξενοδοχείο  για  τις  απαιτήσεις  του από τη διαμονή του  πελάτη σ` αυτό και από τις συναφείς  παροχές.   Οι  διατάξεις  για  το  Νόμιμο ενέχυρο του εκμισθωτή ακινήτου εφαρμόζονται αναλόγως.

Άρθρο 839

Οι διατάξεις των προηγούμενων άρθρων εφαρμόζονται αναλόγως και  για  όσους  διατηρούν  στάβλους, αποθήκες, αμαξοστάσια, αεροδρόμια, ως  προς τα ζώα, τις άμαξες, τα αυτοκίνητα, τα  αερόπλοια  και  τα  συναφή  πράγματα που οι πελάτες φέρνουν σ αυτά.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟ
Ισόβια πρόσοδος
Άρθρο 840
`Εννοια

    Η  υποχρέωση για ισόβια παροχή χρημάτων ή άλλων αντικαταστατών  πραγμάτων σε περιοδικές δόσεις (ισόβια πρόσοδος)  μπορεί  να  συσταθεί  για  ολόκληρη  τη  ζωή  του  δικαιούχου  ή  του οφειλέτη ή τρίτου.  Σε  περίπτωση αμφιβολίας λογίζεται ότι έχει συσταθεί για ολόκληρη  τη  ζωή  του  δικαιούχου.  Το  ποσό που καθορίστηκε για την πρόσοδο δηλώνει, σε  περίπτωση αμφιβολίας, το ποσό της προσόδου που πρέπει να  καταβάλλεται  ετησίως.

Άρθρο 841
Καταβολή της προσόδου

  Η πρόσοδος προκαταβάλλεται αν είναι χρηματική, κάθε μήνα,  και  οποιαδήποτε  άλλη  σε χρονικές περιόδους που καθορίζονται από το σκοπό  της προσόδου.  Αν ο δικαιούχος πεθάνει πριν από το τέλος της περιόδου,  για την οποία πρέπει να προκαταβληθεί η πρόσοδος, ο οφειλέτης  οφείλει  ολόκληρο το ποσό της περιόδου.

Άρθρο 842
Σύμβαση

   Η σύμβαση για ισόβια πρόσοδο εναι άκυρη,  αν  δεν  καταρτιστεί  ενώπιον συμβολαιογράφου.

Άρθρο 843
Εκχώρηση και κατάσχεση

    Ο  δικαιούχος  προσόδου μπορεί να εκχωρήσει τα δικαιώματά του,  εκτός αν ορίστηκε διαφορετικά. Αυτός που συνιστά  πρόσοδο  υπέρ  άλλου  από χαριστική αιτία μπορεί ταυτόχρονα να ορίσει ότι είναι ακατάσχετη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟ ΠΡΩΤΟ
Παίγνιο και στοίχημα
Άρθρο 844
Δεν γεννιέται απαίτηση

  Από  παίγνιο  ή  από  στοίχημα δεν γεννιέται απαίτηση. Το ίδιο  ισχύει και για την αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση τέτοιας οφειλής,  ή  για  την  έκδοση  συναλλαγματικής,  ή άλλου χρεωστικού ομολόγου για το  σκοπό αυτό.

Άρθρο 845
`Οσα καταβλήθηκαν δεν αναζητούνται

    Τα  χρέη  από  παίγνιο ή από στοίχημα που καταβλήθηκαν εκούσια  και χωρίς δόλο ή άλλο τέχνασμα εκείνου που κέρδισε, δεν αναζητούνται.

Άρθρο 846

 Απαίτηση  από  λαχείο  γεννιέται  μόνο  αν  η σύστασή του έχει  επιτραπεί με νόμο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Εγγύηση
Άρθρο 847
`Εννοια

   Με τη σύμβαση της εγγύησης ο εγγυητής αναλαμβάνει απέναντι στο  δανειστή την ευθύνη ότι θα καταβληθεί η οφειλή.

Άρθρο 848

 Εγγύηση μπορεί να δοθεί και για οφειλή μελλοντική ή υπό αίρεση.

Άρθρο 849
Σύσταση

   Η εγγύηση είναι άκυρη, αν δεν δηλωθεί εγγράφως.  Η έλλειψη του  εγγράφου καλύπτεται, εφόσον ο εγγυητής εκπλήρωσε την οφειλή.

Άρθρο 850
Εγγύηση για άκυρη οφειλή

   Η  εγγύηση προϋποθέτει έγκυρη κύρια οφειλή.  Είναι όμως ισχυρή  η  εγγύηση  για  οφειλή  που  συνομολογήθηκε  από  πρόσωπο  ανίκανο  ή  περιορισμένα  ικανό  για  δικαιοπραξία, αν ο εγγυητής εγγυήθηκε για το  πρόσωπο αυτό γνωρίζοντας την ανικανότητά του.

Άρθρο 851
`Εκταση της ευθύνης του εγγυητή

   Ο εγγυητής ευθύνεται για την έκταση που έχει κάθε φορά η κύρια  οφειλή, και ιδίως για τις συνέπειες του πταίσματος ή  της  υπερημερίας  του πρωτοφειλέτη.

Άρθρο 852

Ο  εγγυητής,  σε  περίπτωση  αμφιβολίας,  δεν  ευθύνεται   για  παρεπόμενες  παροχές  που  είχαν συμφωνηθεί και ήταν απαιτητές κατά το  χρόνο της εγγύησης. Για τέτοιες παροχές που  γίνονται  απαιτητές  μετά  την εγγύηση, ο εγγυητής σε περίπτωση αμφιβολίας ευθύνεται μόνο αν κατά  το χρόνο της εγγύησης γνώριζε την ύπαρξή τους.

Άρθρο 853
Ενστάσεις του εγγυητή

  Ο  εγγυητής  μπορεί  να προτείνει εναντίον του δανειστή τις μη  προσωποπαγείς  ενστάσεις  του  πρωτοφειλέτη,  και   αν   ακόμα   αυτός  παραιτηθεί απ` αυτές μετά τη συνομολόγηση της εγγύησης.

Άρθρο 854
Περισσότεροι εγγυητές

  Περισσότεροι εγγυητές ευθύνονται εις ολόκληρον και αν ακόμη δεν  ανέλαβαν από κοινού την εγγύηση.

Άρθρο 855
`Ενσταση δίζησης

  Ο  εγγυητής έχει δικαίωμα να αρνηθεί την καταβολή της οφειλής,  ωσότου ο  δανειστής  επιχειρήσει  αναγκαστική  εκτέλεση  εναντίον  του  πρωτοφειλέτη και αυτή αποβεί άκαρπη (ένσταση δίζησης).

Άρθρο 856

         Σε περίπτωση εγγύησης  που  δόθηκε  για  χρηματική  οφειλή,  η  αναγκαστική  εκτέλεση  που  αναφέρεται στο προηγούμενο άρθρο πρέπει να  επιχειρηθεί στα κινητά πράγματα του πρωτοφειλέτη που  βρίσκονται  στον  τόπο της Κατοικίας ή της διαμονής του.

Αν  ο  δανειστής  έχει δικαίωμα ενεχύρου ή επίσχεσης σε κινητά  πράγματα του πρωτοφειλέτη, πρέπει να επιχειρήσει εκτέλεση και σ` αυτά.

Άρθρο 857

 Ο εγγυητής δεν έχει την ένσταση της δίζησης:

1. Αν παραιτήθηκε  απ αυτήν, και ιδίως αν εγγυήθηκε ως αυτοφειλέτης,

2.  Αν η  δίωξη  του  πρωτοφειλέτη  έγινε  σημαντικά  δύσκολη λόγω μεταβολής της Κατοικίας ή  διαμονής του μετά τη συνομολόγηση της εγγύησης,

3.  Αν ο πρωτοφειλέτης  κηρύχθηκε σε κατάσταση πτώχευσης και ο δανειστής δεν έχει  ενέχυρο  σε  πράγμα  του,

4.   Αν είναι φανερό ότι η αναγκαστική εκτέλεση εναντίον  του πρωτοφειλέτη θα απέβαινε άκαρπη.

Άρθρο 858
Αναγωγή και υποκατάσταση του εγγυητή

   Ο εγγυητής, εφόσον ικανοποίησε το δανειστή και  έχει  δικαίωμα  Αναγωγής  εναντίον  του πρωτοφειλέτη, υποκαθίσταται στα δικαιώματα του  δανειστή.

Άρθρο 859

         Ο εγγυητής που ικανοποίησε το δανειστή δεν  έχει  Αναγωγή,  αν  παρέλειψε να αντιτάξει βάσιμες ενστάσεις του πρωτοφειλέτη, που γνώριζε  ή όφειλε να γνωρίζει.

Άρθρο 860

Ο  συνεγγυητής  που  ικανοποίησε  το  δανειστή  έχει   Αναγωγή  εναντίον  των  λοιπών  συνεγγυητών στην έκταση που σύμφωνα με το άρθρο  487, ευθύνονται μεταξύ τους οι οφειλέτες εις ολόκληρον.

Άρθρο 861
Δικαίωμα του εγγυητή για ασφάλεια

  Ο εγγυητής μπορεί να απαιτήσει από τον  πρωτοφειλέτη  ασφάλεια  και  πριν  ακόμη  γίνει  απαιτητή  η  οφειλή:  1.   Αν  χειροτέρεψε  η  περιουσιακή κατάσταση του πρωτοφειλέτη, 2.   Αν  η  δίωξη  του  πρωτο-  φειλέτη  έγινε  σημαντικά  δύσκολη  λόγω μεταβολής της Κατοικίας ή της  διαμονής του  μετά  τη  συνομολόγηση  της  εγγύησης,  3.   Αν  ο  πρω-  τοφειλέτης  έγινε  υπερήμερος,  4.   Αν  ο  εγγυητής  καταδικάστηκε να  καταβάλει την οφειλή.

Άρθρο 862
Απόσβεση της εγγύησης

 Ο εγγυητής ελευθερώνεται,  εφόσον  από  πταίσμα  του  δανειστή  έγινε αδύνατη η ικανοποίησή του από τον οφειλέτη.

Άρθρο 863

Ο  εγγυητής  ελευθερώνεται, εφόσον ο δανειστής παραιτήθηκε από  ασφάλειες που υπήρχαν αποκλειστικά για την απαίτησή του, για την οποία  είχε δοθεί η εγγύηση με αποτέλεσμα να ζημιωθεί ο εγγυητής.

Άρθρο 864

`Οταν  η  κύρια  οφειλή  αποσβεστεί, ο εγγυητής ελευθερώνεται,  εκτός αν η απόσβεση επήλθε από δικό του πταίσμα.

Άρθρο 865

Αν επήλθε σύγχυση κύριας οφειλής και εγγύησης  στο  ίδιο  πρό-  σωπο, τα δικαιώματα του δανειστή δεν παραβλάπτονται.

Άρθρο 866
Εγγύηση για ορισμένο χρόνο

   Εκείνος που εγγυήθηκε για ορισμένο  μόνο  χρόνο  ελευθερώνεται  από  την  εγγύηση,  αν  ο δανειστής δεν επιδιώξει δικαστικώς την απαί-  τησή του μέσα σε ένα μήνα από την πάροδο  αυτού  του  χρόνου  και  δεν  συνεχίσει τη σχετική διαδικασία χωρίς υπαίτια καθυστέρηση.

Άρθρο 867
  Εγγύηση για αόριστο χρόνο

   Εκείνος που εγγυήθηκε για αόριστο  χρόνο  μπορεί,  όταν  γίνει  απαιτητή  η  κύρια  οφειλή,  να  αξιώσει  από το δανειστή να επιδιώξει  δικαστικώς την απαίτησή του μέσα σε ένα μήνα και  να  συνεχίσει  χωρίς  υπαίτια  καθυστέρηση  τη διαδικασία.  Αν ο δανειστής δεν συμμορφωθεί  με την αξίωση του εγγυητή, ο εγγυητής ελευθερώνεται.

Άρθρο 868

Αν  στην  περίπτωση  του προηγούμενου άρθρου απαιτείται καταγ-  γελία του δανειστή για να γίνει απαιτητή η κύρια  οφειλή,  ο  εγγυητής  μπορεί,  αφού  περάσει  ένα  έτος  αφότου εγγυήθηκε, να αξιώσει από το  δανειστή να καταγγείλει και να επιδιώξει δικαστικώς την απαίτησή  του,  μέσα  σε  ένα  μήνα,  και  να  συνεχίσει  χωρίς υπαίτια καθυστέρηση τη  διαδικασία. Αν ο δανειστής δεν συμμορφωθεί με  την  αξίωση  του  εγγυ-  ητή, ο εγγυητής ελευθερώνεται.

Άρθρο 869
Εγγύηση υπέρ εργαζομένου ή εργολάβου

 Εκείνος  που  εγγυήθηκε υπέρ εργαζομένου ή εργολάβου ελευθερώ-  νεται, αν ο δανειστής  αμέλησε  να  ασκήσει  στον  εργαζόμενο  ή  στον  εργολάβο   την  επιβαλλόμενη  εποπτεία  και  από  την  παράλειψη  αυτή  γεννήθηκε ή αυξήθηκε η οφειλή.

Άρθρο 870
Εντολή πίστωσης τρίτου

   Η εντολή να πιστώσει ο εντολοδόχος στο δικό του όνομα και  για  δικό  του  λογαριασμό  έναν τρίτο, ισχύει ως εγγύηση για την υποχρέωση  του  τρίτου  από  την  πίστωση  που  χορηγήθηκε.   Στην  εντολή   αυτή  εφαρμόζεται αναλόγως η διάταξη του αρθρου 849.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟ ΤΡΙΤΟ
Συμβιβασμός
Άρθρο 871
`Εννοια

  Με  τη  σύμβαση  του  συμβιβασμού οι συμβαλλόμενοι διαλύουν με  αμοιβαίες υποχωρήσεις μια φιλονικία τους ή μία αβεβαιότητα για  κάποια  έννομη σχέση.  Με αβέβαιη σχέση εξομοιώνεται και η επισφαλής απαίτηση.

Άρθρο 872
 Διάρρηξη

  Ο  συμβιβασμός  μπορεί να ακυρωθεί, αν τα γεγονότα που κατά το  περιεχόμενο της σύμβασης αποτέλεσαν τη βάση του συμβιβασμού δεν  είναι  αληθινά  και  η  φιλονικία  ή  η  αβεβαιότητα  δεν θα γεννιόταν, αν οι  συμβαλλόμενοι γνώριζαν την κατάσταση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους
Άρθρο 873
`Εννοια  και κύρος

   Η σύμβαση με την οποία γίνεται υπόσχεση ή  αναγνώριση  χρέους,  έτσι  ώστε  να  γεννιέται  ενοχή  ανεξάρτητα από την αιτία του χρέους,  είναι έγκυρη αν η  υπόσχεση  ή  η  δήλωση  για  την  αναγνώριση  γίνει  εγγράφως.   `Εγγραφη  υπόσχεση  ή δήλωση αναγνώρισης, που δεν αναφέρει  την αιτία του χρέους, λογίζεται σε περίπτωση αμφιβολίας ότι  έγινε  με  τέτοιο σκοπό.

Άρθρο 874

        Το έγγραφο που αναφέρει το προηγούμενο άρθρο δεν απαιτείται αν  η υπόσχεση ή η αναγνώριση αφορά υπόλοιπο αλληλόχρεου  λογαριασμού  που  έχει κλείσει.

Άρθρο 875

Αν η υπόσχεση ή η αναγνώριση αφορά αιτία για την οποία ο νόμος  απαιτεί ιδιαίτερο τύπο, είναι άκυρη αν δεν γίνει μ` αυτόν τον τύπο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟ ΠΕΜΠΤΟ
`Εκταξη
Άρθρο 876
`Εννοια

   Με την έκταξη εγχειρίζεται σ` εκείνον υπέρ του οποίου  γίνεται  (λήπτη) ένα έγγραφο, με το οποίο εξουσιοδοτείται ο λήπτης να εισπράξει  στο  όνομά  του  από  τον  εκτασσόμενο  μια  παροχή από χρήματα ή άλλα  Αντικαταστατά πράγματα και ο εκτασσόμενος να τα  καταβάλει  στο  λήπτη  για λογαριασμό του εκτάσσοντος.

Άρθρο 877
Αποδοχή από τον εκτασσόμενο

   Ο εκτασσόμενος, αν αποδεχτεί την έκταξη  απέναντι  στο  λήπτη,  έχει  απέναντί  του  την  υποχρέωση να καταβάλει την παροχή.  Δεν έχει  δικαίωμα να αντιτάξει ενστάσεις ούτε από τη σχέση του  με  τον  εκτάσ-  σοντα ούτε από τη σχέση του εκτάσσοντος με το λήπτη.

Η αποδοχή γίνεται πάνω στο έγγραφο της έκταξης.

Άρθρο 878

Ο εκτασσόμενος έχει υποχρέωση να  καταβάλει  την  παροχή  μόνο  όταν του παραδοθεί το έγγραφο της έκταξης.

Άρθρο 879

Η απαίτηση του λήπτη κατά του  εκτασσομένου  από  την  αποδοχή  παραγράφεται μετά τρία χρόνια.

Άρθρο 880
Δεν έχει υποχρέωση να αποδεχτεί

  Ο εκτασσόμενος, από μόνο το λόγο ότι είναι τυχόν οφειλέτης του εκτάσσοντος,  δεν  έχει  υποχρέωση  να αποδεχτεί την έκταξη ή να κατα- βάλει την παροχή που αναγράφεται σ` αυτήν.

Άρθρο 881
`Εκταξη για την εξόφληση χρέους

  Αν η έκταξη έγινε για να εξοφληθεί κάποιο χρέος του εκτασσομέ-  νου  προς  τον  εκτάσσοντα  ή του τελευταίου προς το λήπτη, η εξόφληση  αυτή, εφόσον δεν συμφωνήθηκε  διαφορετικά,  επέρχεται  μόνο  αφότου  ο  εκτασσόμενος καταβάλει στο λήπτη.

Άρθρο 882
Υποχρεώσεις του λήπτη

  Ο  λήπτης οφείλει να ειδοποιήσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση τον  εκτάσσοντα, αν δεν θέλει ή δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει την  έκταξη  ή  αν ο εκτασσόμενος αρνείται να την αποδεχτεί ή να καταβάλει την παροχή.

Άρθρο 883
Ανάκληση της έκταξης

   Ο  εκτάσσων  έχει δικαίωμα απέναντι στον εκτασσόμενο να ανακα-  λέσει την έκταξη, εφόσον ο εκτασσόμενος δεν  την  αποδέχτηκε  απέναντι  στο λήπτη ή δεν κατέβαλε την παροχή.

Αν ο εκτάσσων κηρύχθηκε σε πτώχευση, η έκταξη  που  δεν  έγινε  ακόμη αποδεκτή λογίζεται ότι ανακλήθηκε.

Άρθρο 884
Θάνατος ή ανικανότητα του ενός

   Η έκταξη δεν αποσβήνεται, αν πεθάνει ή γίνει αργότερα ανίκανος  για δικαιοπραξία ο εκτάσσων, ο εκτασσόμενος ή ο λήπτης.

Άρθρο 885
Μεταβίβαση της έκταξης

  Ο λήπτης έχει δικαίωμα να μεταβιβάσει με σύμβαση την έκταξη σε  άλλον.

Ο εκτάσσων μπορεί να αποκλείσει αυτή τη  μεταβίβαση.  Απέναντι  όμως στον εκτασσόμενο ο αποκλεισμός αυτός ισχύει μόνο αν προκύπτει από  το  έγγραφο  της έκταξης ή αν γνωστοποιήθηκε στον εκτασσόμενο πριν από  την αποδοχή της έκταξης ή πριν από την καταβολή.

Άρθρο 886

         Η  δήλωση για τη μεταβίβαση που προβλέπει το προηγούμενο άρθρο  απαιτείται να είναι έγγραφη και μπορεί να γίνει και πάνω  στο  έγγραφο  της  έκταξης.  Σε κάθε περίπτωση πρέπει να παραδοθεί στο νέο λήπτη και  το έγγραφο της έκταξης.

Άρθρο 887

Αν ο εκτασσόμενος αποδεχτεί την έκταξη απέναντι στο νέο από τη  μεταβίβαση  λήπτη,  δεν  έχει  δικαίωμα  να  αντιτάξει  εναντίον   του  ενστάσεις από την έννομη σχέση του με τον προηγούμενο λήπτη.

Κατά  τα  λοιπά στη μεταβίβαση της έκταξης ισχύουν αναλόγως οι  διατάξεις για την εκχώρηση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟ ΕΚΤΟ
Ανώνυμα χρεόγραφα
Άρθρο 888
`Εννοια

 `Οποιος  υπέγραψε έγγραφο που περιέχει υπόσχεσή του για κάποια  παροχή στον κομιστή του εγγράφου (ανώνυμο χρεόγραφο),  έχει  υποχρέωση  να καταβάλει στον κομιστή τήν παροχή, εκτός αν αυτός δεν έχει δικαίωμα  να διαθέσει τον τίτλο.

Άρθρο 889
 Καταβολή σε κομιστή που δεν δικαιούται

     Ο  οφειλέτης  ελευθερώνεται  καταβάλλοντας  στον  κομιστή  του  χρεογράφου, και αν ακόμη ο κομιστής δεν έχει  δικαίωμα  να  το  διαθέσει, εκτός αν πληρώνοντας ενέργησε αντίθετα προς την καλή πίστη και τα  συναλλακτικά ήθη.

Άρθρο 890
Κυκλοφορία τίτλου χωρίς τη θέληση του οφειλέτη

     Ο οφειλέτης υποχρεώνεται από τον τίτλο και αν ακόμη  ο  τίτλος  του  αφαιρέθηκε  με  κλοπή  ή  χάθηκε  ή  έχει  τεθεί με άλλο τρόπο σε  κυκλοφορία χωρίς τη θέλησή του.

Άρθρο 891
Κυκλοφορία μόνο με ειδικό νόμο

  Τα  ανώνυμα  χρεόγραφα,  που  εκδόθηκαν στην Ελλάδα και περιέ-  χουν υπόσχεση πληρωμής ορισμένου χρηματικού ποσού, μπορούν  να  τεθούν  σε  κυκλοφορία μόνο στις περιπτώσεις όπου το επιτρέπει ειδικά ο νόμος.  Ο τίτλος που  κυκλοφόρησε  κατά  παράβαση  αυτής  της  διάταξης  είναι  άκυρος.    Εκείνος   που  τον  υπέγραψε  ενέχεται  για  τη  ζημία  που  προξενήθηκε στον κομιστή από την έκδοση.

Άρθρο 892
Ενστάσεις κατά του κομιστή

       Ο  οφειλέτης  έχει δικαίωμα να προτείνει κατά του κομιστή μόνο  ενστάσεις ακυρότητας του τίτλου, ή ενστάσεις  που  προκύπτουν  από  το  ίδιο  το  έγγραφο,  ή  που ανήκουν στον οφειλέτη κατά του κομιστή προσωπικώς.

Άρθρο 893
Πληρωμή μόνο με την παράδοση του τίτλου

  Ο οφειλέτης έχει υποχρέωση παροχής μόνο  αν  του  παραδοθεί  ο  τίτλος.  Με  την παράδοση ο οφειλέτης αποκτά αυτοδικαίως την κυριότητα  του τίτλου και αν ακόμα ο κομιστής δεν είχε δικαίωμα να τον διαθέσει.

Άρθρο 894
Φθορά του τίτλου

  Αν ο τίτλος, εξαιτίας φθοράς ή  αλλοίωσης,  έγινε  ακατάλληλος  για κυκλοφορία, το ουσιώδες του όμως περιεχόμενο και τα διακριτικά του  σημεία  μπορούν  ακόμη να διαγνωστούν, ο κομιστής του έχει δικαίωμα να  απαιτήσει από τον οφειλέτη την έκδοση νέου  τίτλου,  παραδίνοντάς  του  ταυτόχρονα εκείνον που έχει φθαρεί. Η δαπάνη βαρύνει τον κομιστή.

Άρθρο 895
Κλοπή, απώλεια κ.λ.π. του τίτλου

     Σε  περίπτωση  κλοπής,  απώλειας  ή  καταστροφής  του ανώνυμου  χρεογράφου, ο μέχρι τότε κομιστής του μπορεί, εφόσον δεν  ορίζεται  σ`  αυτό  το  αντίθετο,  να  ζητήσει  από  το δικαστήριο να κηρύξει, με τη  διαδικασία που ορίζει ο νόμος, τον τίτλο  ανίσχυρο  ή  να  απαγορεύσει  στον  οφειλέτη  να  πληρώσει σ` εκείνον που τον παρουσιάςει. Η διάταξη  αυτή δεν εφαρμόζεται στα τοκομερίδια, στα  μερισματόγραφα,  καθώς  και  στα άτοκα γραμμάτια που είναι πληρωτέα ενόψει.

Άρθρο 896

Εκείνος  που  προκάλεσε,  σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο, την  κήρυξη του χρεογράφου ως ανίσχυρου,  εκτός από το δικαίωμα να  ασκήσει  την  αξίωσή  του  δυνάμει  του  χρεογράφου,  έχει  και  το δικαίωμα να  απαιτήσει από τον οφειλέτη να εκδώσει νέο  τίτλο.   Η  δαπάνη  βαρύνει  εκείνον που το ζητεί.

Άρθρο 897
Τοκομερίδια

   Τα τοκομερίδια του ανώνυμου χρεογράφου, εφόσον δεν ορίζεται σ`  αυτά το αντίθετο, εξακολουθούν να ισχύουν και αν  ακόμη  αποσβεστεί  η  κύρια απαίτηση ή αρθεί ή μεταβληθεί η υποχρέωση πληρωμής τόκου.

Εφόσον  κατά  την  εξόφληση  του κύριου τίτλου δεν αποδίδονται  τέτοια τοκομερίδια, ο οφειλέτης έχει δικαίωμα να παρακρατήσει το  ποσό  που αναγράφεται σ` αυτά εωσότου συμπληρωθεί ο χρόνος της Παραγραφής.

Άρθρο 898

         Σε περίπτωση κλοπής, απώλειας  ή  καταστροφής  τοκομεριδίων  ή  μερισματογράφων  ο  μέχρι τότε κομιστής έχει δικαίωμα να απαιτήσει από  τον οφειλέτη την πληρωμή, αν πριν από τη λήξη τους τον ειδοποίησε  για  την  κλοπή,  την  απώλεια  ή  την  καταστροφή  και κανείς άλλος δεν τα  παρουσίασε για πληρωμή ούτε άσκησε σχετική αγωγή.

Η αξίωση της προηγούμενης παραγράφου μπορεί να αποκλειστεί  με  αντίθετη  ρήτρα  διατυπωμένη  πάνω  στο  τοκομερίδιο  ή  στο  μερισμα-  τόγραφο.

Άρθρο 899

Στην περίπτωση που εκδίδονται  νέα  τοκομερίδια  ή  μερισματό-  γραφα  ανώνυμου χρεογράφου, αυτά παραδίδονται στον κομιστή του ειδικού  στελέχους της  ανανέωσης.   Αν  ο  κομιστής  του  ανώνυμου  χρεογράφου  εναντιώνεται στην παράδοση, παραδίδονται σ αυτόν.

Οι  διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου δεν εφαρμόζονται, αν  έχει οριστεί διαφορετικά πάνω στο στέλεχος της ανανέωσης.

Άρθρο 900
Μετατροπή του ανώνυμου τίτλου σε ονομαστικό

    Το ανώνυμο χρεόγραφο μπορεί να μετατραπεί σε  ονομαστικό  υπέρ  ορισμένου  δικαιούχου  μόνο  από  τον  οφειλέτη.  Ο οφειλέτης δεν έχει  τέτοια υποχρέωση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟ ΕΒΔΟΜΟ
Επίδειξη πράγματος
Άρθρο 901
Περιπτώσεις

  `Οποιος  έχει  σχετικά  με  κάποιο  πράγμα αξίωση εναντίον του  κατόχου του, έχει δικαίωμα να απαιτήσει  απ`  αυτόν  να  επιδείξει  το  πράγμα, αν η επίδειξη είναι αναγκαία για την άσκηση της αξίωσης.

Άρθρο 902

         `Οποιος έχει έννομο συμφέρον να  πληροφορηθεί  το  περιεχόμενο  ενός  εγγράφου  που βρίσκεται στην κατοχή αλλου έχει δικαίωμα να απαι-  τήσει την επίδειξη ή και αντίγραφό του, αν το έγγραφο  συντάχθηκε  για  το  συμφέρον  αυτού  που το ζητεί, ή πιστοποιεί έννομη σχέση που αφορά  και αυτόν, ή σχετίζεται με  διαπραγματεύσεις  που  έγιναν  σχετικά  με  τέτοια  έννομη  σχέση είτε απευθείας από τον ίδιο είτε για το συμφέρον  του, με τη μεσολάβηση τρίτου.

Άρθρο 903
Πώς γίνεται

  Η επίδειξη του πράγματος ή του εγγράφου γίνεται στον τόπο όπου  βρίσκεται κατά το χρόνο της αίτησης, εκτός αν ο ένας ή ο άλλος αξιώσει  για σπουδαίο λόγο την επίδειξη αλλού.

Ο κίνδυνος και οι δαπάνες της επίδειξης βαρύνουν  εκείνον  που  την αξιώνει.

Ο κάτοχος μπορεί να αντιτάξει άρνηση, εφόσον  δεν  προκαταβάλ-  λονται οι δαπάνες και δεν παρέχεται ασφάλεια για ενδεχόμενη ζημία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟ ΟΓΔΟΟ
Αδικαιολόγητος πλουτισμός
Άρθρο 904
 `Εννοια

 `Οποιος  έγινε  πλουσιότερος  χωρίς  νόμιμη  αιτία   από   την  περιουσία  ή  με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η  υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως  σε  περίπτωση  παροχής  αχρεώστητης  ή  παροχής  για  αιτία  που  δεν  επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή  ανήθικη.

Με παροχή εξομοιώνεται και η συμβατική  αναγνώριση  ότι  υπάρ-  χει ή δεν υπάρχει χρέος.

Άρθρο 905
Απαίτηση αχρεωστήτου

    Η  απαίτηση  αχρεωστήτου  αποκλείεται, αν ο λήπτης της παροχής  αποδείξει ότι αυτός που κατέβαλε γνώριζε ότι δεν υπήρχε το χρέος.

Το χρέος που καταβλήθηκε πριν από τη λήξη  του  δεν  αναζητεί-  ται. Επίσης δεν αναζητούνται οι καρποί του ενδιάμεσου χρόνου.

Άρθρο 906

Η  απαίτηση  αχρεωστήτου  αποκλείεται για ό,τι καταβλήθηκε από  ιδιαίτερο ηθικό καθήκον ή από λόγους ευπρέπειας.

Άρθρο 907
 Απαίτηση παροχής από αισχρή αιτία

  Παροχή που έγινε για ανήθικη αιτία δεν αναζητείται, αν η  ανή-  θικη αιτία αφορά και το δότη.          Η διάταξη αυτή δεν ισχύει αν η παροχή αυτή συνίσταται σε συνο-  μολόγηση  υποχρέωσης.  `Ο,τι  όμως  δόθηκε  για  να  εκπληρωθεί αυτή η  υποχρέωση δεν αναζητείται.

Άρθρο 908
`Εκταση της ευθύνης του λήπτη

   Ο λήπτης οφείλει να αποδώσει το πράγμα που έλαβε ή  το  αντάλ-  λαγμα  που  τυχόν  έλαβε απ` αυτό. Οφείλει επίσης να αποδώσει και τους  καρπούς που συνέλεξε καθώς και ο,τιδήποτε απέκτησε από το πράγμα.

Άρθρο 909

         Η  υποχρέωση  για  απόδοση  κατά  το προηγούμενο άρθρο αποσβήνεται, εφόσον ο λήπτης δεν είναι πια πλουσιότερος κατά  το  χρόνο  της  επίδοσης της αγωγής.

Άρθρο 910

Από την επίδοση της αγωγής ο λήπτης ευθύνεται κατά τις γενικές  διατάξεις των άρθρων 346 και 348.

Άρθρο 911

Ο  λήπτης  ευθύνεται σαν να είχε επιδοθεί η αγωγή:

1. σε περίπτωση  απαίτησης  αχρεωστήτου,  εφόσον  γνώριζε  ή  αφότου  έμαθε  την  ανυπαρξία του χρέους,

2. σε περίπτωση απαίτησης για παράνομη ή ανήθικη  αιτία.

Άρθρο 912

         Σε  περίπτωση απαίτησης για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε  ο λήπτης, αφότου όφειλε να προβλέψει την αναζήτηση, ευθύνεται για ό,τι  έλαβε σαν να είχε επιδοθεί η αγωγή.

Ο λήπτης έχει την υποχρέωση να αποδώσει  καρπούς  μόνο  αφότου  μάθει ότι η αιτία δεν επακολούθησε ή έληξε.

Άρθρο 913

  Εφόσον ο λήπτης δεν ευθύνεται σε απόδοση, επειδή ό,τι περιήλθε  σ` αυτόν χωρίς αιτία το προσπόρισε σε τρίτον  με  χαριστική  πράξη,  ο δότης μπορεί να αναζητήσει από τον τρίτο ό,τι περιήλθε σ` αυτόν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟ ΕΝΑΤΟ
Αδικοπραξίες
Άρθρο 914
`Εννοια

`Οποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση  να  τον αποζημιώσει

Άρθρο 915
Περιπτώσεις μη καταλογισμού.

  Δεν ευθύνεται οποιος ζημίωσε άλλον χωρίς να έχει συνείδηση των πράξεών  του ή ενώ βρισκόταν σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιόριζε  αποφασιστικά  τη λειτουργία της κρίσης και της βούλησής του”.

`Οποιος  κατά  την  επαγωγή  της ζημίας έφερε τον εαυτό του σε  τέτοια κατάσταση με χρήση οινοπνευματωδών ποτών  ή  άλλων  παραπλήσιων  μέσων,  ευθύνεται  για τη ζημία, εκτός αν περιήλθε στην κατάσταση αυτή  χωρίς υπατιότητά του.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με το  άρθρο 20 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 916

`Οποιος δεν έχει συμπληρώσει το δέκατο έτος  της  ηλικίας  του  δεν ευθύνεται για τη ζημία που προξένησε.

Άρθρο 917

  `Οποιος έχει συμπληρώσει το δέκατο, αλλά όχι το δέκατο τέταρτο  έτος της ηλικίας του ευθύνεται για τη ζημία που  προξένησε,  εκτός  αν ενέργησε χωρίς διάκριση.  Το ίδιο ισχύει και για τους κωφαλάλους.

Άρθρο 918

Αυτός που προξένησε τη ζημία, εφόσον κατά  τις  διατάξεις  των άρθρων  915  έως  917  δεν  έχει ευθύνη, μπορεί να καταδικαστεί από το δικαστήριο, ύστερα από εκτίμηση της κατάστασης των  μερών,  σε  εύλογη αποζημίωση, αν η ζημία δεν μπορεί να καλυφθεί από αλλού.

Άρθρο 919
 Προσβολή των χρηστών ηθών

  `Οποιος  με  πρόθεση ζημίωσε άλλον κατά τρόπο αντίθετο προς τα  χρηστά ήθη έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει.

Άρθρο 920
Δυσφημητικές διαδόσεις

 `Οποιος,  γνωρίζοντας  ή  υπαίτια  αγνοώντας,  υποστηρίζει   ή  διαδίδει  αναληθείς  ειδήσεις  που  εκθέτουν  σε κίνδυνο την πίστη, το  επάγγελμα ή το μέλλον άλλου, έχει την υποχρέωση να τον αποζημιώσει.

Άρθρο 921

Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ  με το άρθρο 7 Ν. 1329/1983.

Άρθρο 922
Ευθύνη του προστήσαντος

 Ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλον σε μια  υπηρεσία  ευθύνε-  ται  για  τη  ζημία  που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον  παράνομα κατά την υπηρεσία του.

Άρθρο 923
Ευθύνη εκείνου που εποπτεύει άλλον.

  Οποιος έχει την εποπτεία ανηλίκου ή ενηλίκου ο οποίος τελεί υπό δικαστική συμπαράσταση ευθύνεται για τη ζημία που τα πρόσωπα αυτά προξενούν παράνομα σε τρίτον, εκτός αν αποδείξει ότι άσκησε την προσήκουσα εποπτεία ή ότι η ζημία δεν μπορούσε να αποτραπεί.

Την ίδια ευθύνη έχει και όποιος ασκεί την εποπτεία με σύμβαση.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 21 του Ν. 2447/1996     (Α` 278).

Άρθρο 924
Ευθύνη του κατόχου ζώου

Ο κάτοχος ζώου ευθύνεται για τη ζημία που προξενήθηκε απ` αυτό  σε τρίτον.

Αν η ζημία έγινε από κατοικίδιο ζώο που χρησιμοποιείται για το  επάγγελμα,  τη  φύλαξη  της  Κατοικίας  ή τη διατροφή του κατόχου του,  αυτός δεν ευθύνεται, αν αποδείξει ότι δεν τον βαρύνει  κανένα  πταίσμα  ως προς τη φύλαξη και την εποπτεία του ζώου.

Άρθρο 925
Πτώση κτίσματος ή άλλου έργου

 Ο  κύριος ή νομέας κτίσματος ή άλλου έργου που συνέχεται με το  έδαφος ευθύνεται για τη  ζημία  που  προξενήθηκε  σε  τρίτον  εξαιτίας  ολικής  η  μερικής  πτώσης  του,  εκτός  αν  αποδείξει ότι η πτώση δεν  οφείλεται σε ελαττωματική κατασκευή ή σε πλημμελή συντήρησή του.

Άρθρο 926
Ζημία από περισσότερους

  Αν  από  κοινή  πράξη  περισσοτέρων προήλθε ζημία ή αν για την  ίδια ζημία  ευθύνονται  παράλληλα  περισσότεροι,  ενέχονται  όλοι  εις  ολόκληρον.   Το  ίδιο  ισχύει  και  αν  έχουν  ενεργήσει  περισσότεροι  συγχρόνως ή διαδοχικά και δεν μπορεί  να  εξακριβωθεί  τίνος  η  πράξη  επέφερε τη ζημία.

Άρθρο 927
Αναγωγή μεταξύ τους

    Εκείνος  που  κατά το προηγούμενο άρθρο κατέβαλε ολόκληρη, την  αποζημίωση έχει δικαίωμα Αναγωγής  κατά  των  λοιπών.   Το  δικαστήριο  προσδιορίζει  το μέτρο της μεταξύ τους ευθύνης ανάλογα με το βαθμό του  πταίσματος καθενός. Αν δεν μπορεί να εξακριβωθεί  ο  βαθμός  αυτός,  η  ζημία κατανέμεται μεταξύ όλων σε ίσα μέρη.

Άρθρο 928
 Σε περίπτωση θανάτωσης

  Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου ο υπόχρεος  οφείλει  να  κατα-  βάλει  τα νοσήλια και τα έξοδα της κηδείας σ` εκείνον που κατά το νόμο  βαρύνεται μ αυτά.  `Εχει επίσης την υποχρέωση να  αποζημιώσει  εκείνον  που  κατά  το  νόμο  είχε  δικαίωμα  να απαιτεί από το θύμα διατροφή ή  παροχή υπηρεσιών.

Άρθρο 929
 Σε περίπτωση βλάβης του σώματος ή της υγείας

   Σε  περίπτωση  βλάβης του σώματος ή της υγείας προσώπου η απο-  ζημίωση περιλαμβάνει, εκτός από τα νοσήλια και τη ζημία που  έχει  ήδη  επέλθει,  ο,τιδήποτε  ο  παθών  θα  στερείται  στο μέλλον ή θα ξοδεύει  επιπλέον εξαιτίας της αύξησης των δαπανών του.  Υποχρέωση  αποζημίωσης  υπάρχει  και  προς  τον  τρίτο, ο οποίος είχε κατά το νόμο δικαίωμα να  απαιτήσει την παροχή υπηρεσιών από τον παθόντα και τις στερείται.

Άρθρο 930

         Η αποζημίωση των δύο προηγούμενων άρθρων  που  αναφέρεται  στο  μέλλον  καταβάλλεται  σε  χρηματικές  δόσεις  κατά μήνα. `Οταν υπάρχει  σπουδαίος λόγος,  η  αποζημίωση  μπορεί  να  επιδικαστεί  σε  κεφάλαιο  εφάπαξ.

Ο οφειλέτης της αποζημίωσης μπορεί  κατά  τις  περιστάσεις  να  υποχρεωθεί να παράσχει ασφάλεια.

Η  αξίωση  αποζημίωσης δεν αποκλείεται από το λόγο ότι κάποιος  άλλος έχει την υποχρέωση να  αποζημιώσει  ή  να  διατρέφει  αυτόν  που  αδικήθηκε.

Άρθρο 931

Η  αναπηρία  ή  η  παραμόρφωση  που  προξενήθηκε  στον παθόντα  λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη κατά  την  επιδίκαση  της  αποζημίωσης,  αν  επιδρά στο μέλλον του.

Άρθρο 932
 Ικανοποίηση της ηθικής βλάβης

   Σε  περίπτωση  αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για  την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη  κατά  την  κρίση  του  χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει  ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή  της  υγείας,  της  τιμής  ή  της  αγνείας  τοι  ή  στερήθηκε  την  ελευθερία του. Σε περίπτωση θανάτωσης  προσώπου η χρηματική  αυτή  ικανοποίηση  μπορεί  να  επιδικαστεί  στην  οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης.

Άρθρο 933

Η αξίωση του προηγούμενου άρθρου δεν  εκχωρείται  ούτε  κληρονομείται,  εκτός  αν  αναγνωρίστηκε  με  σύμβαση  ή επιδόθηκε γι αυτήν  αγωγή.

Άρθρο 934
Παράνομη αφαίρεση πράγματος

 `Οποιος οφείλει πράγμα που αφαιρέθηκε με παράνομη πράξη  είναι  υπερήμερος από το χρόνο της αφαίρεσης.

Άρθρο 935

Ο  οφειλέτης  αποζημίωσης  για την αφαίρεση πράγματος έχει για  τις δαπάνες που έκανε σ` αυτό αξίωση κατά τις διατάξεις για  τη  διεκδίκηση πράγματος.

Άρθρο 936
Αποζημίωση για την αφαίρεση ή βλάβη πράγματος

`Οποιος οφείλει αποζημίωση για την αφαίρεση  ή  βλάβη  πράγμα-  τος  ελευθερώνεται  καταβάλλοντάς  την  σ`  αυτόν  που ήταν νομέας του  πράγματος κατά το χρόνο της αφαίρεσης ή βλάβης, εκτός  αν  γνωρίζει  ή  υπαίτια αγνοεί ότι τρίτος έχει κυριότητα ή άλλο δικαίωμα πάνω σ` αυτό.

Άρθρο 937
Παραγραφή

  Η  απαίτηση  από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία, αφό-  του ο παθών έμαθε τη ζημία και τον υπόχρεο σε αποζημίωση σε κάθε  όμως  περίπτωση  η απαίτηση παραγράφεται μετά την πάροδο είκοσι ετών από την  πράξη.

Αν  η  αδικοπραξία αποτελεί συνάμα κολάσιμη πράξη που κατά τον  ποινικό νόμο υπόκειται σε μακρότερη Παραγραφή, αυτή ισχύει και για την  απαίτηση αποζημίωσης.

Άρθρο 938
Ευθύνη για ό,τι περιήλθε

  `Οποιος οφείλει αποζημίωση από αδικοπραξία  έχει  την  υποχρέ-  ωση,  κατά  τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, να αποδώσει  ό,τι περιήλθε σ` αυτόν, ακόμη και αν η απαίτηση  από  την  αδικοπραξία  έχει παραγραφεί.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΟ
Καταδολίευση των δανειστών
Άρθρο 939
`Οροι της διάρρηξης

  Οι  δανειστές  έχουν το δικαίωμα να απαιτήσουν κατά τους όρους  των επόμενων άρθρων τη διάρρηξη κάθε απαλλοτρίωσης που έγινε  από  τον  οφειλέτη  προς  βλάβη  τους, εφόσον η υπόλοιπη περιουσία δεν αρκεί για  την ικανοποίησή τους.

Άρθρο 940
Περιπτώσεις

  Δεν αποτελεί απαλλοτρίωση η αποποίηση από τον  οφειλέτη  κλη-  ρονομίας ή κληροδοσίας.

Δεν  θεωρείται απαλλοτρίωση η καταβολή ληξιπρόθεσμου χρέους. Η  δόση αντί καταβολής είναι απαλλοτρίωση.

Άρθρο 941
Γνώση του τρίτου

   Η απαλλοτρίωση υπόκειται σε διάρρηξη, αν αυτός υπέρ του οποίου  έγινε (τρίτος), γνώριζε ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς  βλάβη  των  δανειστών του.

Τεκμαίρεται ότι ο τρίτος το γνωρίζει, αν κατά την απαλλοτρίωση  είναι  σύζυγος  του  οφειλέτη ή συγγενής του σε ευθεία γραμμή ή συγγε-  νής του σε πλάγια γραμμή εξ αίματος έως και  τον  τρίτο  βαθμό  ή  από  Αγχιστεία  έως  το δεύτερο. Το τεκμήριο δεν ισχύει, αν πέρασε ένα έτος  από την απαλλοτρίωση έως την έγερση της αγωγής.

Άρθρο 942

Σε περίπτωση απαλλοτρίωσης από χαριστική αιτία δεν  απαιτείται  η κατά το προηγούμενο άρθρο γνώση του τρίτου.

Άρθρο 943
Αποτελέσματα της διάρρηξης

     Το  αποτέλεσμα  της  διάρρηξης  είναι  ότι  ο  τρίτος έχει την  υποχρέωση να αποκαταστήσει τα πράγματα στην  κατάσταση  που  ήταν.   Η  διάρρηξη   ενεργεί   μόνο   υπέρ  των  δανειστών  που  προσέβαλαν  την  απαλλοτρίωση.

Σε περίπτωση απαλλοτρίωσης από χαριστική αιτία  ο  τρίτος,  αν  ήταν  καλόπιστος,  ευθύνεται  μόνο κατά τις διατάξεις για τον αδικαιο-  λόγητο πλουτισμό.

Άρθρο 944
Ειδικοί διάδοχοι του τρίτου

    Οι δανειστές έχουν το δικαίωμα να εγείρουν την  αγωγή  διάρρηξης,  που  τους  ανήκει κατά του τρίτου, και εναντίον ειδικού διαδόχου  του, αν αυτός, όταν αποκτούσε από  τον  τρίτο,  γνώριζε  το  δόλο  του  οφειλέτη.   Η  γνώση αυτή τεκμαίρεται αν ο ειδικός διάδοχος, όταν απέκτησε από τον τρίτο, είχε με τον οφειλέτη τη σχέση του άρθρου 941 παρ.  2 και δεν είχε περάσει ένα έτος από την απαλλοτρίωση του οφειλέτη  έως  την έγερση της αγωγής.

Άρθρο 945

         Οι δανειστές έχουν το δικαίωμα να εγείρουν την  αγωγή  διάρρηξης,  που  τους  ανήκει κατά του τρίτου, εναντίον ειδικού διαδόχου του  από χαριστική αιτία, χωρίς να απαιτείται η γνώση του  τελευταίου  κατά  το  προηγούμενο  άρθρο.  Η διάταξη του άρθρου 943 παρ. 2 εφαρμόζεται  και εδώ.

Άρθρο 946
 Παραγραφή

  Η αγωγή διάρρηξης παραγράφεται όταν περάσουν πέντε έτη από την  απαλλοτρίωση.

ΒΙΒΛΙΟ ΤΡΙΤΟ
ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΟ ΔΙΚΑΙΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Τα πράγματα και τα δικαιώματα πάνω σ` αυτά γενικώς
Άρθρο 947
`Εννοια

 Πράγματα,  κατά  την  έννοια  του  νόμου,  είναι μόνο ενσώματα  αντικείμενα.

Πράγματα λογίζονται και οι φυσικές δυνάμεις ή ενέργειες, ιδίως  το ηλεκτρικό ρεύμα και η θερμότητα, εφόσον  υπόκεινται  σε  εξουσίαση,  όταν περιορίζονται σε ορισμένο χώρο.

Άρθρο 948
Κινητά και ακίνητα

 Ακίνητα πράγματα είναι το έδαφος και τα  συστατικά  του  μέρη.  Κινητά είναι όσα δεν είναι ακίνητα.

Άρθρο 949

`Οπου στο νόμο ή σε δικαιοπραξία γίνεται διάκριση ανάμεσα στην  ακίνητη περιουσία ενός προσώπου, ως σύνολο, και  στην  περιουσία  του,  στα  ακίνητα  περιλαμβάνεται  και  η  επικαρπία ακινήτου, καθώς και οι  πραγματικές δουλείες πάνω σε ακίνητα, ενώ στα  κινητά  περιλαμβάνονται  και όλες οι απαιτήσεις.

Άρθρο 950
Αντικαταστατά

Αντικαταστά  πράγματα  είναι  τα  κινητά  που  προσδιορίζονται  συνήθως στις συναλλαγές με αριθμό, μέτρο ή σταθμά.

Άρθρο 951
Αναλωτά

 Αναλωτά  πράγματα  είναι τα κινητά των οποίων η χρήση, σύμφωνα  με τον προορισμό τους, συνίσταται στην κατανάλωση.

Άρθρο 952

         Αναλωτά είναι και τα κινητά των οποίων η χρήση, σύμφωνα με τον  προορισμό  τους,  συνίσταται  στην  εκποίηση.   Τέτοια  είναι ιδίως τα  νομίσματα, τα τραπεζικά γραμμάτια, τα τοκομερίδια ή τα  μερισματόγραφα  που έχουν λήξει, καθώς και τα κινητά τα οποία, αν και δεν είναι από τη  φύση  τους  αναλωτά,  αποτελούν  μέρος εμπορικού καταστήματος ή ομάδας  πραγμάτων και προορίζονται να εκποιηθούν χωριστά.

Άρθρο 953
Συστατικό

 Συστατικό  μέρος  πράγματος, που δεν μπορεί να αποχωριστεί από  το κύριο πράγμα χωρίς βλάβη αυτού του ίδιου ή του κύριου  πράγματος  ή  χωρίς  αλλοίωση  της  ουσίας ή του προορισμού τους δεν μπορεί να είναι  χωριστά Αντικείμενο κυριότητας ή αλλου εμπράγματου δικαιώματος.

Άρθρο 954

         Συστατικά του ακινήτου με την έννοια του  προηγούμενου  άρθρου  είναι  και

1.   τα  πράγματα  που έχουν συνδεθεί στερεά με το έδαφος,  ιδίως οικοδομήματα,

2. τα προϊόντα του ακινήτου εφόσον  συνέχονται  με  το  έδαφος,

3.   το νερό κάτω από το έδαφος και η πηγή, 4.  οι σπόροι  μόλις σπαρθούν και τα φυτά μόλις φυτευτούν.

Συστατικά   του   οικοδομήματος   είναι   όλα  τα  κινητά  που  χρησιμοποιήθηκαν για την ανέγερσή του ή συναρμόστηκαν σ` αυτό.

Άρθρο 955

         Πράγματα  που  έχουν  συνδεθεί  με το έδαφος για παροδικό μόνο  σκοπό δεν θεωρούνται συστατικά του ακινήτου.  Το ίδιο ισχύει  και  για  τα οικοδομήματα ή κτίσματα γενικώς που ανεγέρθηκαν σε ξένο ακίνητο από  αυτόν  που  έχει εμπράγματο δικαίωμα πάνω σ` αυτό για την άσκηση αυτού  του δικαιώματός του.  Κινητά  πράγματα  προσαρμοσμένα στο οικοδόμημα για παροδικό μόνο σκοπό  δεν θεωρούνται συστατικά του οικοδομήματος.

Άρθρο 956
Παράρτημα

 Παράρτημα είναι το κινητό πράγμα που, χωρίς να είναι συστατικό  του κύριου  πράγματος,  έχει  προοριστεί  να  εξυπηρετεί  διαρκώς  τον  οικονομικό  του σκοπό και έχει τεθεί ήδη σε τοπική σχέση προς το κύριο  πράγμα, αντίστοιχη προς αυτό το σκοπό.

Άρθρο 957

Δεν είναι παράρτημα το πράγμα που δεν  θεωρείται  τέτοιο  στις  συναλλαγές.

Πρόσκαιρος αποχωρισμός του παραρτήματος από  το  κύριο  πράγμα  δεν αίρει την ιδιότητά του αυτή.

Άρθρο 958

Δικαιοπραξία εμπράγματη για το κύριο  πράγμα  περιλαμβάνει  σε  περίπτωση αμφιβολίας και το παράρτημα.

Άρθρο 959

Σε περίπτωση οικοδομήματος που έχει κατασκευαστεί  για  διαρκή  εξυπηρέτηση  βιομηχανικής  επιχείρησης,  λογίζονται  παραρτήματά  του,  εφόσον συντρέχουν και οι λοιποί όροι, τα μηχανήματα, τα σκεύη  και  τα  εργαλεία που έχουν προοριστεί γι` αυτήν.

Άρθρο 960

         Παραρτήματα αγροτικού ακινήτου λογίζονται,  εφόσον  συντρέχουν  και  οι  λοιποί  όροι,  τα  σκεύη,  τα εργαλεία και τα κτήνη που είναι  προορισμένα  για  την  οικονομική  του  εκμετάλλευση,  καθώς  και  όσα  γεωργικά  προϊόντα είναι αναγκαία για τη συνέχιση της καλλιέργειας έως  τη νέα εσοδεία, όπως  επίσης  και  τα  λιπάσματα  που  βρίσκονται  στο  ακίνητο που προέρχονται απ` αυτό.

Άρθρο 961
Καρποί

       Καρποί του πράγματος είναι τα προϊόντα του, καθώς  και  καθετί  που αποκτά κανείς από το πράγμα σύμφωνα με τον προορισμό του.

Καρποί δικαιώματος είναι οι πρόσοδοι που παρέχει  το  δικαίωμα  σύμφωνα με τον προορισμό του.

Καρποί είναι επίσης και οι πρόσοδοι που παρέχει το πράγμα ή το  δικαίωμα με βάση κάποια έννομη σχέση (πολιτικοί καρποί).

Άρθρο 962
Ωφελήματα

 Ωφελήματα  είναι  όχι  μόνο  οι  καρποί  του  πράγματος  ή του  δικαιώματος, αλλά και κάθε όφελος που παρέχει η χρήση του πράγματος  ή  του δικαιώματος.

Άρθρο 963

         `Οποιος  έχει  δικαίωμα  να  παίρνει  τους  φυσικούς   καρπούς  πράγματος  ή  δικαιώματος  έως έναν ορισμένο χρόνο ή από έναν ορισμένο  χρόνο παίρνει, εφόσον  δεν  ορίστηκε  κάτι  άλλο,  μόνο  εκείνους  που  αποχωρίστηκαν  κατά  τη διάρκεια του δικαιώματός του. Αν πρόκειται για  πολιτικούς  καρπούς,  ιδίως  μισθώματα,  τόκους,  μερίσματα,  ή  άλλες  κανονικά   επαναλαμβανόμενες   προσόδους,  ο  δικαιούχος,  εφόσον  δεν  ορίστηκε κάτι άλλο,  παίρνει  όσο  μέρος  αναλογεί  στη  διάρκεια  του  δικαιώματός του.

Άρθρο 964

         Ο  υπόχρεος  από  το  νόμο  σε  απόδοση  καρπών  έχει δικαίωμα  αποζημίωσης για τις δαπάνες που  καταβλήθηκαν  για  την  παραγωγή  των  καρπών, εφόσον οι δαπάνες αυτές δεν υπερβαίνουν την αξία των καρπών.

Άρθρο 965
Βάρη του πράγματος

  `Οποιος φέρει τα Βάρη του πράγματος έως έναν ορισμένο χρόνο  ή  από  έναν  ορισμένο  χρόνο,  αν  τα  βάρη αυτά είναι από τα περιοδικώς  καταβαλλόμενα,  ευθύνεται,  εφόσον  δεν  ορίστηκε  κάτι   διαφορετικό,  ανάλογα  με  τη  διάρκεια της υποχρέωσής του.  Οταν πρόκειται για άλλα  βάρη,  ευθύνεται  για  όσα  έγιναν  απαιτητά  κατά  τη  διάρκεια   της  υποχρέωσής του.

Άρθρο 966
Πράγματα εκτός συναλλαγής

  Πράγματα   εκτός  συναλλαγής  είναι  τα  κοινά  σε  όλους,  τα  κοινόχρηστα και τα προορισμένα στην εξυπηρέτηση  δημόσιων,  δημοτικών,  κοινοτικών ή θρησκευτικών σκοπών.

Άρθρο 967
Κοινόχρηστα

  Πράγματα κοινής χρήσης είναι ιδίως τα  νερά  με  ελεύθερη  και  αέναη ροή, οι δρόμοι, οι πλατείες, οι γιαλοί, τα λιμάνια και οι όρμοι,  οι όχθες πλεύσιμων ποταμών, οι μεγάλες λίμνες και οι όχθες τους.

Άρθρο 968
Κυριότητα σε κοινόχρηστα

 Τα  κοινόχρηστα  πράγματα,  εφόσον  δεν  ανήκουν  σε  δήμο   ή  κοινότητα, ή ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, ανήκουν στο δημόσιο.

Άρθρο 969

Αν  υπάρχει  σύγκρουση  μεταξύ  περισσότερων  δικαιουμένων  να  χρησιμοποιούν  κοινόχρηστο  νερό,  προτιμάται  κατά   σειρά:

1.    η  σπουδαιότερη  χρήση  για  την  κοινή  ωφέλεια,

2.  η χρήση που προάγει  περισσότερο την κοινωνική οικονομία,

3. η αρχαιότερη,

4. η  χρήση  για  επιχείρηση που συνδέεται με ορισμένο τόπο,

5.  η χρήση προς όφελος του  παρόχθιου.

Άρθρο 970

         Σε Κοινόχρηστα πράγματα μπορούν να  αποκτηθούν  με  παραχώρηση  της  αρχής  κατά  τους  όρους  του νόμου ιδιαίτερα ιδιωτικά δικαιώματα  εφόσον με τα δικαιώματα αυτά εξυπηρετείται ή δεν  αναιρείται  η  κοινή  χρήση.

Άρθρο 971

Τα Πράγματα εκτός συναλλαγής αποβάλλουν την ιδιότητά τους αυτή  από τότε που έπαψε ο  προορισμός  τους  για  την  κοινή  χρήση  ή  για  δημόσιο, δημοτικό, κοινοτικό ή θρησκευτικό σκοπό.

Άρθρο 972
Αδέσποτα, έρημος κλήρος

Τα αδέσποτα ακίνητα καθώς και  οι  περιουσίες  όσων  πεθαίνουν  χωρίς κληρονόμο ανήκουν στο δημόσιο.

Άρθρο 973
Εμπράγματα δικαιώματα

  Δικαιώματα  που  παρέχουν εξουσία άμεση και εναντίον όλων πάνω  στο πράγμα (Εμπράγματα δικαιώματα) είναι η κυριότητα, οι δουλείες,  το  ενέχυρο και η υποθήκη.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Νομή
Άρθρο 974
`Εννοια νομής και κατοχής

 `Οποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω  στο  πράγμα  (κατοχή)  είναι νομέας του, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου.

Άρθρο 975
Νομή δικαιώματος ή οιονεί νομή

   Στα δικαιώματα του ενεχύρου και των δουλειών η νομή συνίσταται  στην άσκηση αυτών των δικαιωμάτων με διάνοια δικαιούχου.

Άρθρο 976
Κτήση νομής

  Σε πράγμα που βρίσκεται στη νομή άλλου  η  νομή  αποκτάται  με  παράδοση  που γίνεται με τη βούληση του νομέα. Η συμφωνία όμως του έως  τώρα νομέα μ` εκείνον που αποκτά αρκεί για την κτήση της νομής, όταν ο  τελευταίος είναι σε θέση να ασκεί την εξουσία πάνω στο πράγμα.

Άρθρο 977

     Παράδοση σ` εκείνον που αποκτά  υπάρχει  και  όταν  συμφωνηθεί  ανάμεσα  σ`αυτόν  και στον έως τώρα νομέα να παραμείνει ο τελευταίος ή  τρίτος στην κατοχή του πράγματος με βάση ορισμένη  έννομη  σχέση.Σ`  αυτή  την  περίπτωση  έναντι  του  τρίτου  μεταβιβάζεται  η  νομή στον  αποκτώντα αφότου γνωστοποιηθεί τούτο  στον  τρίτο  από  τον  έως  τώρα  νομέα.

Άρθρο 978

    Στα εμπορεύματα και γενικώς  στα  κινητά  πράγματα  που  έχουν  αποτεθεί  σε αποθήκη ή έχουν παραληφθεί από μεταφορέα, αν έχει εκδοθεί  γι` αυτά αποθετήριο έγγραφο ή φορτωτική, η μετάθεση της νομής  γίνεται  με μεταβίβαση του αποθετήριου εγγράφου ή της φορτωτικής.

Άρθρο 979
Κτήση μέσω άλλου

  Η νομή αποκτάται  με  αντιπρόσωπο,  όταν  αυτός  αποκτήσει  τη  φυσική  εξουσία  πάνω  στο πράγμα με σκοπό να καταστήσει νομέα του τον  αντιπροσωπευόμενο.

Άρθρο 980
`Ασκηση μέσω άλλου

  Η νομή ασκείται αυτοπροσώπως ή μέσω άλλου.

`Οποιος  άρχισε  να  κατέχει στο όνομα αλλου, τεκμαίρεται, όσο  διατηρεί την κατοχή, ότι κατέχει στο όνομα του άλλου.

Άρθρο 981
Απώλεια νομής

 Η νομή χάνεται μόλις πάψει η φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα  ή εκδηλωθεί  αντίθετη διάνοια του νομέα. Παροδικό από τη φύση του κώλυμα για την άσκηση της εξουσίας δεν επιφέρει απώλεια της νομής.

Άρθρο 982

Αν ο αντιπρόσωπος του νομέα ακινήτου θελήσει να αντιποιηθεί τη  νομή,   αυτή   δεν  χάνεται  για  το  νομέα  προτού  λάβει  γνώση  της  αντιποίησης.

Άρθρο 983

 Η νομή μεταβιβάζεται στους κληρονόμους του νομέα.

Άρθρο 984
Προσβολή της νομής

  Η νομή προσβάλλεται είτε με  διατάραξη  είτε  με  αποβολή  του  νομέα εφόσον αυτές γίνονται παράνομα και χωρίς τη θέλησή του.          Η νομή που αποκτήθηκε με τέτοια αποβολή είναι  επιλήψιμη.   Το  ελάττωμα  αυτό  της  νομής  αντιτάσσεται  και  κατά των κληρονόμων του  νομέα, το ελάττωμα της νομής  του  προκατόχου  αντιτάσσεται  κατά  του  ειδικού διαδόχου μόνο αν αυτός το γνώριζε κατά την κτήση.

Άρθρο 985
Ο νομέας έχει δικαίωμα να αποκρούσει με τη βία κάθε  διατάραξη  ή απειλούμενη αποβολή από τη νομή.

  Ο  νομέας  κινητού από τον οποίο αφαιρέθηκε αυτό παράνομα έχει  δικαίωμα να το ξαναπάρει με τη βία από το δράστη που  συλλαμβάνεται  ή  καταδιώκεται επ`αυτοφώρω.          Ο νομέας ακινήτου από τον οποίο αφαιρέθηκε αυτό παράνομα  έχει  δικαίωμα να το ξαναπάρει με τη βία αμέσως μετά την αποβολή.

Τα ίδια δικαιώματα έχει ο νομέας που προσβλήθηκε και κατά  των  διαδόχων κατά των οποίων αντιτάσσεται το επιλήψιμο της νομής.

Άρθρο 986

Τα δικαιώματα του προηγούμενου άρθρου έχει αντί για  το  νομέα  και  εκείνος  που  ασκεί  γι`αυτόν την εξουσία πάνω στο πράγμα, εφόσον  βρίσκεται σε σχέση οικιακής ή υπηρεσιακής εξάρτησης από το  νομέα  και  οφείλει να ακολουθεί τις οδηγίες το ως προς το πράγμα.

Άρθρο 987
Προστασία σε περίπτωση αποβολής

 Ο νομέας που αποβλήθηκε παράνομα από τη νομή έχει δικαίωμα  να  αξιώσει  την απόδοσή της απ` αυτόν που νέμεται επιλήψιμα απέναντί του.  Αξίωση αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις για  τις  αδιοπραξίες  δεν  αποκλείεται.

Άρθρο 988

Η  αγωγή  αποβολής είναι απαράδεκτη, αν εκείνος που αποβλήθηκε  είχε αποκτήσει τη νομή επιλήψιμα απέναντι στον τωρινό  νομέα  ή  στους  δικαιοπαρόχους του μέσα στο τελευταίο έτος πριν από την αποβολή του.

Άρθρο 989
Προστασία σε περίπτωση διατάραξης

 Ο νομέας που διαταράχτηκε παράνομα έχει  δικαίωμα  να  αξιώσει  την  παύση  της  διατάραξης  καθώς  και  την παράλειψή της στο μέλλον.  Αξίωση  αποζημίωσης  κατά  τις  διατάξεις  για  τις  αδικοπραξίες  δεν  αποκλείεται.

Άρθρο 990

Η   αγωγή   διατάραξης   είναι   απαράδεκτη,  αν  εκείνος  που  διαταράχτηκε είχε αποκτήσει τη νομή επιλήψιμα απέναντι σ`αυτόν που  τη  διατάραξε  ή  τους δικαιοπαρόχους του μέσα στο τελευταίο έτος πριν από  τη διατάραξή του.

Άρθρο 991

Ο εναγόμενος για διατάραξη ή αποβολή δεν μπορεί να επικαλεστεί  δικαίωμα  που  του  παρέχει  εξουσία  πάνω  στο πράγμα παρά μόνο αν το  δικαίωμα έχει αναγνωριστεί τελεσίδικα σε δίκη ανάμεσα σ` αυτόν και τον  ενάγοντα.

Άρθρο 992
Παραγραφή

Οι  αξιώσεις  από  την  αποβολή και τη διατάραξη παραγράφονται  μετά ένα έτος από την αποβολή ή τη διατάραξη.

Άρθρο 993
Νομέας μέρους πράγματος

 Τα  δικαιώματα από την Προσβολή της νομής έχει και εκείνος που  νέμεται μέρος μόνο του πράγματος, ιδίως χωριστά διαμερίσματα κατοικιών  ή άλλους χώρους.

Άρθρο 994
Νομή περισσοτέρων κατ`ιδανικά μέρη

  Αν  νέμονται,  περισσότεροι  το ίδιο πράγμα κατ` ιδανικά μέρη,  καθένας απ` αυτούς έχει κατά τρίτων τα δικαιώματα από την προσβολή της  νομής.  Στις μεταξύ τους σχέσεις δεν παρέχεται η προστασία από τη νομή  εφόσον πρόκειται για τα όρια της χρήσης του πράγματος που αρμόζει στον  καθένα.

Άρθρο 995
Πράγμα που περιήλθε σε ξένο ακίνητο

  Αν ξέφυγε κινητό πράγμα από την εξουσία του νομέα και περιήλΘε  σε ξένο ακίνητο, ο νομέας του ακινήτου έχει υποχρέωση να επιτρέψει την  αναζήτηση και την ανάληψη, έχει όμως αξίωση αποζημίωσης για τις ζημίες  από την αναζήτηση.

Άρθρο 996
Προστασία οιονεί νομής

   Ο  νομέας  δικαιώματος  ενεχύρου  ή δουλείας έχει σε περίπτωση  παράνομης διατάραξης ή αποβολής τις αγωγές της νομής.

Άρθρο 997
Προστασία κατόχου

  Σε  περίπτωση  παράνομης  διατάραξης  της  νομής  πράγματος  ή  δικαιώματος ή αποβολής απ` αυτήν έχει κατά τρίτων τις αγωγές της νομής  και  εκείνος  που  απέκτησε την κατοχή του πράγματος ή του δικαιώματος  από το νομέα ως μισθωτής ή θεματοφύλακας ή με άλλη παρόμοια σχέση.

Άρθρο 998
Προστασία κατά κατόχου

   Εναντίον εκείνου που κατέχει με βάση τη σχέση του προηγούμενου  άρθρου  ο νομέας έχει, εφόσον συντρέχουν οι όροι του νόμου, τις αγωγές  για τη νομή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Η κυριότητα γενικά και το περιεχόμενό της
Άρθρο 999
Αντικείμενο κυριότητας

 Αντικείμενο  κυριότητας  είναι  μόνο πράγματα ή όσα θεωρούνται  πράγματα από το νόμο.

Άρθρο 1000
Περιεχόμενο κυριότητας

  Ο  κύριος του πράγματος μπορεί, εφόσον δεν προσκρούει στο νόμο  ή σε δικαιώματα τρίτων, να το διαθέτει κατ` αρέσκειαν και να αποκλείει  κάθε ενέργεια άλλου πάνω σ`αυτό.

Άρθρο 1001

   Η  κυριότητα  πάνω  σε  ακίνητο εκτείνεται, εφόσον ο νόμος δεν  ορίζει διαφορετικά, στο χώρο πάνω και κάτω από το έδαφος.  Δεν  μπορεί  όμως  ο κύριος να απαγορεύσει ενέργεια που επιχειρείται σε τέτοιο ύψος  ή βάθος ώστε να μην εξαρτά κανένα συμφέρον από την απαγόρευση.

Άρθρο 1002
Ιδιοκτησία ορόφου

   Κυριότητα  χωριστή  σε  όροφο οικοδομής ή σε διαμέρισμα ορόφου  μπορεί να συσταθεί μόνο με δικαιοπραξία του κυρίου του όλου  ακινήτου.  `Οροφοι  θεωρούνται  και  τα  υπόγεια καθώς και τα δωμάτια κάτω από τη  στέγη.

Άρθρο 1003
Περιορισμοί κυριότητας, εκπομπές

  Ο κύριος ακινήτου  έχει  υποχρέωση  να  ανέχεται  την  εκπομπή  καπνού,  αιθάλης,  αναθυμιάσεων, θερμότητας, θορύβου, δονήσεων ή άλλες  παρόμοιες επενέργειες που προέρχονται από άλλο ακίνητο,  εφόσον  αυτές  δεν παραβλάπτουν σημαντικά τη χρήση του ακινήτου του ή προέρχονται από  χρήση  συνήθη  για  ακίνητα  της  περιοχής  του  κτήματος από το οποίο  προκαλείται η βλάβη.

Άρθρο 1004
Επιβλαβείς εγκαταστάσεις

  Ο κύριος ακινήτου έχει δικαίωμα να απαγορεύσει την κατασκευή ή  τη διατήρηση εγκαταστάσεων στο γειτονικό ακίνητο εφόσον από την ύπαρξη  ή  χρήση  τους  προβλέπονται  με  βεβαιότητα παράνομες επενέργειες στο  ακίνητό του.

Άρθρο 1005

Αν  στην  περίπτωση  του  προηγούμενου  άρθρου  η  εγκατάσταση  επιχειρείται  ύστερα  από άδεια της αρχής που απαιτεί ο νόμος ή ύστερα  από την τήρηση ειδικών όρων που τάσσει ο νόμος, άρση της  εγκατάστασης  μπορεί   να  απαιτηθεί  μόνο  αφότου  επήλθαν  πράγματι  οι  βλαπτικές  επενέργειες απ` αυτήν πάνω στο ακίνητο.

Άρθρο 1006
Κίνδυνος πτώσης οικοδομής

  Αν υπάρχει κίνδυνος να πέσει ολικά ή κατά ένα μέρος οικοδομή ή  άλλο έργο και από  την  πτώση  αυτή  απειλείται  βλάβη  στο  γειτονικό  ακίνητο,  ο  κύριός  του έχει δικαίωμα να απαιτήσει από εκείνον που θα  ευθύνεται σε αποζημίωση σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες,  να λάβει τα μέτρα που απαιτούνται για την αποτροπή του κινδύνου.

Άρθρο 1007
Ανόρυξη κοντά στα θεμέλια του γείτονα

Δεν  επιτρέπεται  να σκάβεται το ακίνητο σε τέτοιο βάθος, ώστε  το έδαφος του γειτονικού ακινήτου να στερηθεί το απαιτούμενο  έρεισμα,  εκτός  αν  έχει  ληφθεί  πρόνοια να στερεωθεί αρκετά το έδαφος με άλλο  τρόπο.

Άρθρο 1008
Ρίζες ή κλαδιά του γειτονικού ακινήτου

   Ο  κύριος  ακινήτου  μπορεί  να  κόψει και να κρατήσει για τον  εαυτό του τις ρίζες δέντρων του γειτονικού ακινήτου που εισχωρούν  στο  κτήμα  του.   Το  ίδιο  ισχύει  και  για  τα  κλαδιά  των  δέντρων του  γειτονικού ακινήτου που εκτείνονται πάνω  από  το  κτήμα  του,  εφόσον  τάχθηκε   προηγουμένως   στο  νομέα  του  γειτονικού  ακινήτου  εύλογη  προθεσμία για να τα κόψει.

Το  δικαίωμα  αυτό  δεν παρέχεται, αν οι ρίζες ή τα κλαδιά δεν  εμποδίζουν τη χρήση του ακινήτου.

Άρθρο 1009
Καρποί που πέφτουν σε γειτονικό ακίνητο

Καρποί που πέφτουν στο γειτονικό ακίνητο από κάποιο δέντρο  λογίζονται καρποί του ακινήτου στο οποίο πέφτουν. Η διάταξη δεν ισχύει  αν αυτό το ακίνητο είναι κοινόχρηστο.

Άρθρο 1010
Ενοικοδόμηση κατά ένα μέρος σε γειτονικό ακίνητο

  Αν  ο κύριος ακινήτου, ανεγείροντας πάνω σ` αυτό οικοδομή, την  επεκτείνει καλόπιστα στο γειτονικό γήπεδο και ο κύριος του γηπέδου δεν  διαμαρτυρήθηκε καθόλου πριν από την ανέγερση της οικοδομής κατά μεγάλο  μέρος, το δικαστήριο  μπορεί  κατά  εύλογη  κρίση  να  επιδικάσει  την  κυριότητα  του  γηπέδου  που  καταλήφθηκε  στον κύριο του ακινήτου που  οικοδομήθηκε, η επιδίκαση  γίνεται  έναντι  καταβολής  της  αξίας  του  γηπέδου  κατά  το χρόνο της κατάληψής του και αποκατάστασης κάθε άλλης  ζημίας, ιδίως από την τυχόν μείωση της αξίας του υπολοίπου.

Άρθρο 1011

Η διάταξη του προηγούμενου  άρθρου  εφαρμόζεται  αναλόγως  και  όταν  από  την  επέκταση  της  οικοδομής  στο γειτονικό γήπεδο και την  επιδίκαση βλάπτονται άλλοι που έχουν εμπράγματο δικαίωμα πάνω σ` αυτό.

Άρθρο 1012
Υποχρέωση παροχής διόδου

 Αν ακίνητο στερείται την αναγκαία δίοδο προς  το  δρόμο,  έχει  δικαίωμα  ο  κύριός  του  να  απαιτήσει δίοδο από τους γείτονες έναντι  ανάλογης αποζημίωσης.

Άρθρο 1013

 Η κατεύθυνση της διόδου και η έκταση του  δικαιώματος  για  τη  χρήση   της,   καθώς  και  η  αποζημίωση  που  πρέπει  να  καταβληθεί,  καθορίζονται με δικαστική απόφαση.

Άρθρο 1014

         Δεν υπάρχει υποχρέωση των γειτόνων να  παράσχουν  δίοδο  αν  η  συγκοινωνία  του  ακινήτου  προς  το  δημόσιο δρόμο έπαψε με αυτόβουλη  πράξη ή παράλειψη του κυρίου του ακινήτου.

Άρθρο 1015

Αν  εξαιτίας  της  εκποίησης  μέρους  του ακινήτου αποκόπηκε η  συγκοινωνία προς το δημόσιο δρόμο του  μέρους  που  εκποιήθηκε  ή  του  μέρους  που  απέμεινε,  έχει  υποχρέωση να παράσχει δίοδο ο κύριος του  μέρους από όπου γινόταν έως  τώρα  η  συγκοινωνία.   Με  την  εκποίηση  μέρους  εξομοιώνεται  και  η εκποίηση ενός από περισσότερα ακίνητα που  ανήκουν στον ίδιο κύριο.

Άρθρο 1016

Εκείνος που παρακωλύεται ή διαταράσσεται στη χρήση της  διόδου  προστατεύεται   σύμφωνα   με  τις  διατάξεις  για  την  προστασία  των  πραγματικών δουλειών, οι οποίες εφαρμόζονται αναλόγως.

Άρθρο 1017

         Αν ανοίχτηκε νέα δίοδος ή από άλλο λόγο έπαψε η ανάγκη εκείνης  που είχε συσταθεί, ο κύριος του ακινήτου πάνω στο οποίο βρίσκεται έχει  δικαίωμα να απαιτήσει την κατάργησή της αποδίδοντας την αποζημίωση που  είχε καταβληθεί.

Άρθρο 1018
Ανοχή επισκευών

    Αν απαιτείται για την επισκευή  ή  την  ανακαίνιση  κτηρίου  η  είσοδος  και  η  κυκλοφορία  του  εργαζόμενου προσωπικού στο γειτονικό  ακίνητο ή η παροδική τοποθέτηση σ` αυτό  εγκαταστάσεων  ή  οικοδομικού  υλικού,  έχει  υποχρέωση  ο κύριος του γειτονικού ακινήτου, εφόσον δεν  παρακωλύεται σοβαρά η χρήση του, να ανεχθεί αυτές τις ενέργειες έναντι  αποζημίωσης ή παροχής ασφάλειας για τηγ τυχόν ζημία.

Άρθρο 1019
Ορόσημα όμορων ακινήτων

   Ο κύριος ακινήτου έχει δικαίωμα να απαιτήσει από τον κύριο του  γειτονικού κτήματος να κατασκευάσουν από κοινού και  με  κοινή  δαπάνη  σταθερά  ορόσημα  ή  να  αποκαταστήσουν τα ορόσημα που μετακινήθηκαν ή  έχουν φθαρεί.

Άρθρο 1020
Κανονισμός ορίων

   Σε  περίπτωση  σύγχυσης τον ορίων χωρεί κανονισμός τους από το  δικαστήριο.  Αν είναι  ανέφικτη  η  εξακρίβωσή  τους,  προσδιορίζονται  σύμφωνα  με την υπάρχουσα κατάσταση της νομής.  Αν δεν μπορεί και αυτή  να εξακριβωθεί, κατανέμεται η αμφισβητούμενη έκταση κατά ίσο μέρος στο  καθένα από τα ακίνητα.

Άρθρο 1021
Διαχώρισμα συνεχόμενων ακινήτων

   Αν δύο ακίνητα χωρίζονται με μονοπάτι  ή  άλλη  λωρίδα  γης  ή  φράχτη  ή  τοίχο ή τάφρο ή άλλο κατασκεύασμα που εξυπηρετεί και τα δύο  ακίνητα, τεκμαίρεται ότι οι κύριοί τους έχουν δικαίωμα  κοινής  χρήσης  αυτών  των  διαχωρισμάτων  εφόσον από τα εξωτερικά σημεία ή την τοπική  συνήθεια δεν προκύπτει αποκλειστική χρήση του ενός απ` αυτούς.

Άρθρο 1022

         Αν  στην  περίπτωση  του  προηγούμενου  άρθρου  η  χρήση   του  κατασκευάσματος  είναι κοινή για τους δύο γείτονες, καθένας απ` αυτούς  έχει δικαίωμα να το χρησιμοποιεί σύμφωνα με τον προορισμό του χωρίς να  παρακωλύεται η χρήση του άλλου.  Οι δαπάνες για τη συντήρηση  βαρύνουν  εξίσου  και  τους  δύο.   Εφόσον  ο  ένας  απ` αυτούς έχει συμφέρον να  διατηρηθεί το  κατασκεύασμα,  αυτό  δεν  μπορεί  να  καταργηθεί  ή  να  μεταβληθεί  χωρίς  τη  συναίνεσή του.  Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται στις  μεταξύ τους σχέσεις οι διατάξεις για την κοινωνία.

Άρθρο 1023
Δέντρο στο όριο

  Το  δέντρο  που  βρίσκεται  πάνω  στα  όρια είναι κοινό και των δύο  γειτόνων.

Εφόσον  δεν  χρησιμεύει  ως ορόσημο, έχει δικαίωμα καθένας από  τους γείτονες να απαιτήσει την αποκοπή του.

Άρθρο 1024
Υποχρεώσεις από τη ροή των νερών

   Τα αγροτικά ακίνητα που βρίσκονται χαμηλότερα δέχονται τα νερά  που τρέχουν φυσικά και χωρίς χειροποίητο έργο απ` αυτά που  βρίσκονται  ψηλότερα.   Στον  κύριο  του  χαμηλότερου  ή  του  ψηλότερου  ακινήτου  απαγορεύεται κατασκεύασμα που εμποδίζει ή μεταβάλλει τη φυσική ροή.

Άρθρο 1025

        Ο  κύριος του ακινήτου έχει υποχρέωση να ανέχεται την επισκευή  ή την αποκατάσταση των κατασκευασμάτων που υπάρχουν σ`  αυτό  για  την  περιστολή  της  φοράς  του  νερού,  εφόσον γίνεται χωρίς βλάβη του.  Η  δαπάνη βαρύνει εκείνους που ωφελούνται ανάλογα με την ωφέλειά τους.

Άρθρο 1026
Βρόχινο νερό της στέγης

  Ο  κύριος  οικοδομής  έχει  υποχρέωση να κατασκευάσει τη στέγη  έτσι ώστε τα νερά της βροχής να μη φέρονται προς το κτήμα του γείτονα.

Άρθρο 1027
Νερό για τη χρήση χωριού

  Ο κύριος του ακινήτου δεν μπορεί χρησιμοποιώντας το  νερό  της  πηγής που υπάρχει στο ακίνητο ή ανοίγοντας πηγάδι σ` αυτό, να αποκόψει  ή  να  μειώσει  σημαντικά  το  νερό  που  χρησιμοποιείται ήδη από τους  κατοίκους χωριού για τις ανάγκες τους.

Άρθρο 1028
Υποχρεώσεις αυτού που έχει πηγάδι ή πηγή

 Ο κύριος  ακινήτου  στο  οποίο  υπάρχει  πηγή  ή  πηγάδι  έχει  υποχρέωση,  χωρίς δική του στέρηση, να χορηγεί έναντι αποζημίωσης στον  κύριο του γειτονικού κτήματος το νερό το απαραίτητο για  τις  οικιακές  του  ανάγκες, εφόσον η προμήθεια νερού από αλλού είναι σ` αυτόν δυνατή  μόνο με δυσανάλογη δαπάνη.

Άρθρο 1029
Διοχέτευση δια μέσου ξένου αγρού

   Ο  κύριος  ακινήτου  έχει  δικαίωμα  έναντι   αποζημίωσης   να  απαιτήσει  τη  διοχέτευση  νερού  πηγής  ή πηγαδιού ή ποταμού διαμέσου  ξένου αγροτικού ακινήτου, εφόσον έχει δικαίωμα πάνω στο νερό αυτό.   Η  διοχέτευση  γίνεται  με  τον  περισσότερο πρόσφορο και λιγότερο επαχθή  τρόπο για το ακίνητο που επιβαρύνεται.

Άρθρο 1030

         `Οποιος  διοχετεύει  νερό  σύμφωνα  με  το  προηγούμενο  άρθρο  διαμέσου ξένου ακινήτου έχει  υποχρέωση  να  κατασκευάσει  ό,τι  είναι  αναγκαίο,  ώστε  από  τη  διοχέτευση αυτή να μην παρακωλύονται τρίτοι,  κύριοι παρακείμενων ακινήτων, στην άσκηση των δικαιωμάτων τους.

Άρθρο 1031
Σωλήνες διαμέσου ξένου ακινήτου

   Ο κύριος ακινήτου έχει υποχρέωση, αφού  ληφθεί  υπόψη  και  το  δικό  του  συμφέρον,  να  επιτρέπει  έναντι  ανάλογης  αποζημίωσης την  εναέρια ή την υπόγεια διέλευση διαμέσου του ακινήτου σωλήνων  νερού  ή  φωταερίου  ή ηλεκτρικών καλωδίων για την εξυπηρέτηση άλλων ακινήτων. Η  εγκατάσταση γίνεται με τον περισσότερο πρόσφορο  και  λιγότερο  επαχθή  τρόπο  για  το  ακίνητο που επιβαρύνεται.  Ο κύριος αυτού του ακινήτου  έχει δικαίωμα να απαιτήσει τη μετατόπιση της εγκατάστασης σε άλλη θέση  του ακινήτου με δαπάνες εκείνου που έχει δικαίωμα διέλευσης.

Άρθρο 1032
Παραγραφή περιορισμών

  Οι αξιώσεις από τα άρθρα 1004  έως  1007,  1012,  1015,  1018,  1019, 1020, 1023 παρ. 2, 1029 και 1031 δεν υπόκεινται σε Παραγραφή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Κτήση κυριότητας
Άρθρο 1033
Κτήση ακινήτου με σύμβαση

  Για  τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου απαιτείται συμφωνία  μεταξύ του κυρίου και εκείνου που την αποκτά, ότι μετατίθεται σ` αυτόν  η  κυριότητα  για  κάποια  νόμιμη  αιτία.   Η  συμφωνία   γίνεται   με  συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβάλλεται σε μεταγραφή.

Άρθρο 1034
Κτήση κινητού με σύμβαση

Για τη μεταβίβαση της κυριότητας κινητού  απαιτείται  παράδοση  της  νομής  του από τον κύριο σ` αυτόν που την αποκτά και συμφωνία των  δύο ότι μετατίθεται η κυριότητα.

Άρθρο 1035

Αν το κινητό βρίσκεται στη νομή τρίτου, αρκεί για  τη  μεταβίβαση  της  κυριότητάς του η εκχώρηση της διεκδικητικής αγωγής κατά του  τρίτου.

Άρθρο 1036
 Κτήση κινητού από μη κύριο

 Με  την εκποίηση κινητού κατά το άρθρο 1034 εκείνος που αποκτά  γίνεται κύριος και αν ακόμη η κυριότητα του πράγματος  δεν  ανήκει  σ`  αυτόν  που  εκποιεί,  εκτός  αν  κατά το χρόνο της παράδοσης της νομής  εκείνος που αποκτά βρίσκεται σε κακή πίστη.

Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται ιδίως όταν η χωρίς δικαίωμα  εκποί-  ηση  γίνεται  από εκείνον που έχει δικαίωμα επικαρπίας ή ενεχύρου πάνω  στο πράγμα, ή  από  το  μισθωτή  ή  το  θεματοφύλακα,  ή  εκείνον  που  βρίσκεται σε άλλη παρόμοια σχέση με τον κύριο.

Άρθρο 1037

Στην περίπτωση του  προηγούμενου  άρθρου  εκείνος  που  αποκτά  βρίσκεται σε κακή πίστη, αν γνωρίζει ή αγνοεί από βαριά αμέλεια ότι το  κινητό πράγμα δεν ανήκει κατά κυριότητα σ` αυτόν που εκποιεί.

Άρθρο 1038
Πράγματα από κλοπή ή απώλεια

 Η μεταβίβαση κινητού  από  μη  κύριο  σ`  εκείνον  που  αποκτά  καλόπιστα δεν επέρχεται, αν το μεταβιβαζόμενο έχει ξεφύγει από τη νομή  του κυρίου με κλοπή ή με απώλεια.

Άρθρο 1039

Αν πρόκειται για χρήματα ή ανώνυμους τίτλους, η μεταβίβαση από  μη  κύριο  σε εκείνον που αποκτά καλόπιστα επέρχεται και αν ακόμη αυτά  είχαν ξεφύγει από τη νομή του κυρίου με κλοπή ή με  απώλεια.  Το  ίδιο  ισχύει  και όταν πρόκειται για άλλα κινητά πράγματα που εκποιούνται σε  δημόσιο πλειστηριασμό ή σε εμποροπανήγυρη ή αγορά.

Άρθρο 1040
Δικαιώματα τρίτων πάνω στο κινητό που μεταβιβάστηκε

 Με τη μεταβίβαση του κινητού πράγματος στην κυριότητα  εκείνου  που  το  αποκτά,  αποσβήνονται  Εμπράγματα δικαιώματα τρίτων που τυχόν  υπάρχουν πάνω σ` αυτό, εκτός αν εκείνος που αποκτά ήταν κακόπιστος  ως  προς το δικαίωμα του τρίτου κατά το χρόνο της παράδοσης της νομής.

Άρθρο 1041
Τακτική χρησικτησία

  Εκείνος  που  έχει  στη  νομή  του με καλή πίστη και με νόμιμο  τίτλο πράγμα κινητό για μια τριετία  και  ακίνητο  για  μια  δεκαετία,  γίνεται κύριος του πράγματος (τακτική χρησικτισία).

Άρθρο 1042
`Εννοια  καλής πίστης

 Ο νομέας βρίσκεται σε καλή πίστη στην περίπτωση  του  προηγού-  μενου  άρθρου,  όταν  χωρίς  βαριά αμέλεια έχει την πεποίθηση ότι απέ-  κτησε την κυριότητα.

Άρθρο 1043
Νομιζόμενος τίτλος

 Για τη χρησικτησία αρκεί  και  ο  νομιζόμενος  τίτλος,  εφόσον  δικαιολογείται η καλή πίστη του νομέα.

Στα  ακίνητα  δεν  υπάρχει νομιζόμενος τίτλος χωρίς μεταγραφή,  στις περιπτώσεις που αυτή απαιτείται.

Άρθρο 1044
Μεταγενέστερη κακή πίστη

  Η καλή πίστη πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο της απόκτησης της  νομής. Η μεταγενέστερη κακή πίστη δεν βλάπτει.

Άρθρο 1045
`Εκτακτη  χρησικτησία

   Εκείνος που έχει στη νομή του για μια εικοσαετία πράγμα κινητό  ή ακίνητο, γίνεται κύριος (έκτακτη χρησικτησία).

Άρθρο 1046
Τεκμήριο νομής

  Εκείνος που έχει στη νομή του το πράγμα κατά την έναρξη και τη  λήξη  ορισμένης χρονικής περιόδου, τεκμαίρεται ότι το νέμεται και κατά  τον ενδιάμεσο χρόνο.

Άρθρο 1047
Αναστολή χρησικτησίας

  Η χρησικτησία δεν αρχίζει και αν έχει αρχίσει δεν  συνεχίζεται  κατά  το  διάστημα  που  αναστέλλεται  η  Παραγραφή  της διεκδικητικής  αγωγής, ή εμποδίζεται σύμφωνα με το νόμο η συμπλήρωση  της  Παραγραφής  αυτής

Άρθρο 1048
Διακοπή χρησικτησίας

   Η  χρησικτησία  διακόπτεται  με την απώλεια της νομής.  Η διακοπή λογίζεται ότι δεν επήλθε, αν αυτός που έχασε  τη  νομή  την  ανέκτησε μέσα σε ένα έτος, ή αργότερα αλλά με αγωγή που ασκήθηκε μέσα στο  έτος.

Άρθρο 1049

Η  χρησικτησία  διακόπτεται  με  την έγερση της διεκδικητικής  αγωγής εναντίον αυτού που χρησιδεσπόζει ή αυτού που κατέχει στο  όνομα  εκείνου.   Η  διακοπή  επέρχεται μόνο υπέρ του ενάγοντος. Οι διατάξεις  για τη διακοπή της Παραγραφής με την έγερση  της  αγωγής  εφαρμόζονται  αναλόγως.

Άρθρο 1050

Αν  η  χρησικτησία  διακόπηκε, ο χρόνος που πέρασε έως τη δια-  κοπή δεν υπολογίζεται. Νέα χρησικτησία μπορεί να αρχίσει μόνο μετά  τη  λήξη της διακοπής.

Άρθρο 1051
Προσαύξηση χρόνου

  Εκείνος  που  απέκτησε  τη  νομή  του  πράγματος με καθολική ή  ειδική διαδοχή, μπορεί να συνυπολογίσει το δικό του χρόνο χρησικτησίας  στο χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου.

Άρθρο 1052

Ο χρόνος χρησικτησίας που διανύθηκε υπέρ  του  νομέα  κληρονο-  μίας υπολογίζεται υπέρ του πραγματικού κληρονόμου.

Άρθρο 1053
Ενέργεια χρησικτησίας κατά τρίτου

`Οταν  αποκτηθεί  η  κυριότητα  του  πράγματος  με χρησικτησία,  επέρχεται απόσβεση και των εμπράγματων δικαιωμάτων  τρίτων  που  τυχόν  υπάρχουν  πάνω σ` αυτό, εκτός αν αυτός που χρησιδεσπόζει δεν βρισκόταν  κατά την κτήση της νομής σε καλή πίστη ως προς το δικαίωμα του τρίτου.  Ο χρόνος της χρησικτησίας πρέπει να περάσει και ως  προς  το  δικαίωμα  του  τρίτου.  Για  τον  υπολογισμό  αυτό  του  χρόνου  εφαρμόζονται οι  διατάξεις για τη χρησικτησία της κυριότητας του πράγματος.

Άρθρο 1054
Ανεπίδεκτα χρησικτησίας

  Ανεπίδεκτα χρησικτησίας, τακτικής ή έκτακτης, είναι  τα  εκτός  συναλλαγής πράγματα.

Άρθρο 1055
Πράγματα που εξαιρούνται από τη χρησικτησία.

  Εξαιρούνται από την τακτική ή έκτακτη χρησικτησία τα πράγματα που ανήκουν σε πρόσωπα, τα οποία τελούν υπό Γονική μέριμνα, επιτροπεία ή δικαστική συμπαράσταση ενόσω διαρκούν αυτές οι καταστάσεις.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 22 του Ν.2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1056
Κτήση με προσκύρωση κλπ

  Με  επιδίκαση  από  το  δικαστήριο ή με προσκύρωση από δημόσια  αρχή αποκτάται η κυριότητα μόνο στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος.

Άρθρο 1057
Κτήση με ένωση

  Αν κινητό ενωθεί με ακίνητο έτσι, ώστε να γίνει συστατικό του,  η κυριότητα του ακινήτου εκτείνεται και στο κινητό.

Άρθρο 1058
Συνάφεια

 Αν κινητά που ανήκουν σε διαφορετικούς κυρίους  ενωθούν  έτσι,  ώστε  να  γίνουν  συστατικά ενιαίου πράγματος, οι έως τώρα κύριοί τους  γίνονται συγκύριοι του πράγματος κατά μέρη που προσδιορίζονται από την  αξία που έχουν τα πράγματα κατά το χρόνο της ένωσης. Αν το ένα από  τα  πράγματα  πρέπει να θεωρηθεί ως το κύριο, ο κύριος του πράγματος αυτού  αποκτά κυριότητα στο όλο.

Άρθρο 1059
Σύμμιξη, σύγχυση

  Η  διάταξη  του  προηγούμενου  άρθρου εφαρμόζεται αναλόγως και  όταν κινητά αναμιχθούν έτσι, ώστε ο χωρισμός τους  να  αποβαίνει  αδύνατος ή να απαιτεί δυσανάλογες δαπάνες.

Άρθρο 1060

Εφόσον  με  την  ένωση  ή  την ανάμιξη αποσβήνεται η κυριότητα  πράγματος,  αποσβήνονται  και  τα  εμπράγματα  δικαιώματα  άλλων   που  υπάρχουν πάνω σ`αυτό.

Άρθρο 1061
 Ειδοποιία

Εκείνος  που παράγει με επεξεργασία ή μετάπλαση ξένης ύλης νέο  κινητό πράγμα, αποκτά την κυριότητα πάνω σ` αυτό μόνο  εφόσον  η  αξία  της  εργασίας  που  κατέβαλε  είναι  προφανώς ανώτερη από την αξία της  ύλης. Ως επεξεργασία θεωρείται και η γραφή, η ζωγραφική, η ιχνογραφία,  η φωτογραφία, η εκτύπωση, η χαρακτική, καθώς και  κάθε  άλλη  παρόμοια  επεξεργασία της επιφάνειας.          Εφόσον αποσβήνεται η κυριότητα πάνω στην ύλη, αποσβήνονται και  τα Εμπράγματα δικαιώματα τρίτων που υπάρχουν πάνω σ`αυτήν.

Άρθρο 1062

Αν  εκείνος που παρήγαγε το νέο πράγμα δεν ήταν καλόπιστος, το  δικαστήριο μπορεί κατά εύλογη κρίση να επιδικάσει την  κυριότητα  στον  κύριο της ύλης.

Άρθρο 1063
Αποζημίωση για απόσβεση κυριότητας

 Εκείνος που έχασε την κυριότητά του ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα  εξαιτίας  της  ένωσης,  της  ανάμιξης,  της  επεξεργασίας, ή της μετά-  πλασης, έχει απαίτηση εναντίον εκείνου που ωφελήθηκε, σύμφωνα  με  τις  διατάξεις  για  τον  αδικαιολόγητο  πλουτισμό,  με επιφύλαξη του τυχόν  δικαιώματός του για αποζημίωση από αδικοπραξία ή για απόδοση δαπανών ή  για αφαίρεση κατασκευάσματος. Αξίωση για  επαναφορά  της  προηγούμενης  κατάστασης αποκλείεται.

Άρθρο 1064
Κτήση καρπών

   Με  την  επιφύλαξη  των  διατάξεων των άρθρων 1065 και 1066, η  κυριότητα των προϊόντων ή άλλων συστατικών του  πράγματος  ανήκει  και  μετά τον αποχωρισμό στον κύριο του πράγματος.

Άρθρο 1065

Με την επιφύλαξη της διάταξης του επόμενου άρθρου, εκείνος που  έχει δικαίωμα να αποκτήσει τα  προϊόντα  ή  άλλα  συστατικά  πράγματος  δυνάμει δικαιώματος πάνω στο ξένο πράγμα, τα αποκτά με τον αποχωρισμό.

Άρθρο 1066

         Εκείνος που νέμεται το πράγμα με καλή πίστη αποκτά με τον απο-  χωρισμό την κυριότητα των καρπών ή άλλων προϊόντων που  θεωρούνται  ως  καρποί,  εφόσον  κατά  τον αποχωρισμό βρίσκεται σε καλή πίστη. Το ίδιο  ισχύει και γι`αυτόν  που  έχει  καλόπιστη  νομή  επικαρπίας  πάνω  στο  πράγμα.

Άρθρο 1067

         Εκείνος  που  έχει δικαίωμα από ενοχική σχέση με τον κύριο του  πράγματος, ή με άλλο δικαιούχο, να πάρει τα  προϊόντα  ή  άλλα  συστατικά του πράγματος, γίνεται κύριος όταν αποκτήσει τη νομή τους.

Άρθρο 1068

Η διάταξη του προηγούμενου άρθρου εφαρμόζεται και αν αυτός που  παραχώρησε με ενοχική σχέση σε τρίτον το δικαίωμα να πάρει τα προϊόντα  ή άλλα συστατικά, δεν είχε τέτοιο δικαίωμα,  ο  τρίτος  όμως  κατά  το  χρόνο  που αποκτά τη νομή τους βρίσκεται σε καλή πίστη και εκείνος που  παραχώρησε είναι νομέας του πράγματος.

Άρθρο 1069
Πρόσχωση

    Το  έδαφος που προστίθεται από τον ποταμό λίγο – λίγο και ανεπαίσθητα σε παραποτάμιο κτήμα, ανήκει στον κύριο του κτήματος.

Άρθρο 1070
Απόσπαση παραποτάμιου τμήματος

    Αν από τη φορά του νερού του ποταμού αποσπάστηκε απότομα τμήμα  γης  από  ένα  κτήμα  και  ενώθηκε σε άλλο κτήμα της ιδίας ή της άλλης  όχθης, η  κυριότητα  δεν  χάνεται,  αν  μέσα  σε  ένα  έτος  ο  κύριος  επανακτήσει  τη  νομή  του τμήματος που αποσπάστηκε ή εγείρει γι` αυτό  αγωγή.

Άρθρο 1071
Νησί σε ποταμό

  Το νησί που πρόβαλε σε ποταμό μη πλεύσιμο ανήκει  στους  κυρί-  ους  των  παραποτάμιων κτημάτων. Σε καθένα από αυτούς ανήκει το τμήμα,  που περιλαμβάνεται μεταξύ νοητής γραμμής κατά μήκος και στη  μέση  του  ποταμού  και  γραμμών  που σύρονται κάθετα προς αυτήν από την άκρη της  πλευράς του κάθε κτήματος.

Άρθρο 1072
Κοίτη που εγκαταλείφθηκε

  Η κοίτη ποταμού μη πλεύσιμου που εγκαταλείφθηκε  ανήκει  στους  κυρίους  των  παραποτάμιων κτημάτων. Η διάταξη του προηγούμενου άρθρου  εφαρμόζεται αναλόγως.

Οι κύριοι του εδάφους της νέας κοίτης έχουν δικαίωμα  μέσα  σε  ένα έτος να αποκαταστήσουν το ρεύμα στην προηγούμενη κοίτη.

Άρθρο 1073

Αν ο βραχίονας ποταμού περιβάλει  παραποτάμιο  κτήμα  ή  τμήμα  του, η κυριότητα πάνω σ` αυτό δεν χάνεται.

Άρθρο 1074
Κατάκλυση εδάφους

  Η  κυριότητα δεν χάνεται αν παροδικά κατακλυσθεί το έδαφος από  τη ροή των νερών της βροχής ή απο έκτακτο ξεχείλισμα ποταμού.

Άρθρο 1075
Κατάληψη αδεσπότων

  Εκείνος  που  παίρνει  στη  νομή  του αδέσποτο κινητό, γίνεται  κύριός του.

Άρθρο 1076

Κινητό πράγμα γίνεται αδέσποτο, αν ο  κύριος  εγκαταλείψει  τη  νομή του με σκοπό να παραιτηθεί από την κυριότητα.

Άρθρο 1077
Αγρια ή τιθασσευμένα ζώα

   Τα άγρια ζώα είναι αδέσποτα, εφόσον βρίσκονται στη φυσική τους  ελευθερία.  `Αγρια ζώα μέσα σε  περίφρακτο  χώρο  και  ψάρια  μέσα  σε  ιχθυοτροφείο  ή  σε  άλλα  περίκλειστα  ιδιόκτητα  νερά δεν είναι αδέσποτα.  `Αγριο ζώο που πιάστηκε γίνεται αδέσποτο αν  ξαναποκτήσει  την  ελευθερία  του  και  ο  κύριός  του  δεν  πάρει  μέτρα,  χωρίς υπαίτια  καθυστέρηση, για την καταδίωξή του.   Τιθασσευμένο  ζώο  γίνεται  αδέ-  σποτο, αν χάσει τη συνήθεια της επιστροφής.

Άρθρο 1078
Σμήνος από μέλισσες

 Σμήνος από μέλισσες  που  αποδήμησε  γίνεται  αδέσποτο,  αν  ο  κύριός  του  δεν  πάρει  μέτρα,  χωρίς  υπαίτια  καθυστέρηση,  για την  καταδίωξή του.

Άρθρο 1079

Ο  κύριος του σμήνους έχει δικαίωμα να το καταδιώξει και να το  συλλάβει μέσα σε ξένο ακίνητο, και αν ακόμη μπήκε σε ξένη άδεια κυψέλη  έχει όμως υποχρέωση να επανορθώσει τη σχετική ζημιά.

Άρθρο 1080

Αν σμήνη  από  μέλισσες  περισσότερων  κυρίων  αποδήμησαν  και  αναμίχθηκαν,  οι  κύριοι  που  καταδίωξαν  τα σμήνη τους γίνονται συγ-  κύριοι του ενιαίου σμήνους που συνέλαβαν. Οι  μερίδες  τους  ορίζονται  από τον αριθμό των σμηνών που καταδιώχτηκαν.

Άρθρο 1081
Εύρεση απολωλότων

 `Οποιος βρήκε χαμένο πράγμα,  έχει  υποχρέωση  να  ειδοποιήσει  χωρίς υπαίτια καθυστέρηση εκείνον που το έχασε ή τον κύριο ή κάθε άλλο  δικαιούχο.  Αν  είναι  δύσκολη  τέτοια  ειδοποίηση,  έχει υποχρέωση να  ειδοποιήσει την αστυνομική αρχή και να  αναφέρει  τα  περιστατικά  που  γνωρίζει  εφόσον συντελούν στην ανεύρεση του δικαιούχου. Ο ευρέτης δεν  έχει υποχρέωση να ειδοποιήσει, αν η αξία του αντικειμένου δεν  ξεπερνά  τις εκατό δραχμές  (τριάντα λεπτά (0,30ευρώ)).

Άρθρο 1082

         Ο ευρέτης έχει υποχρέωση να φυλάξει και να συντηρεί το πράγμα,  εκτός αν προτιμά να το παραδώσει στην αστυνομική αρχή.

Αν το πράγμα υπόκειται σε φθορά ή η φυλαξή του  απαιτεί  δυσα-  νάλογες  δαπάνες,  παραδίνεται  στην  αστυνομική αρχή που μπορεί να το  εκποιήσει δημόσια. Αν είναι φανερό ότι το πράγμα δεν έχει αξία ή είναι  πιθανό πως η εκποίησή του δεν  μπορεί  να  αποδώσει  αξιόλογο  τίμημα,  διατίθεται κατά την κρίση της αρχής.

Άρθρο 1083

Ο ευρέτης ευθύνεται μόνο για δόλο και βαριά αμέλεια.

Άρθρο 1084

    Η αστυνομική αρχή έχει δικαίωμα οποτεδήποτε  να  απαιτήσει  να  της  παραδοθεί  το  πράγμα.  Αφότου  ο  ευρέτης  της το παραδώσει είτε  αυθόρμητα είτε ύστερα από πρόσκλησή της, απαλλάσσεται από κάθε  ευθύνη  για μεταγενέστερα γεγονότα.

Με  την  απόδοση σε εκείνον που το έχασε, ο ευρέτης απαλλάσσε-  ται από κάθε υποχρέωση απέναντι σε κάθε δικαιούχο,  εκτός  αν  γνώριζε  ότι αυτός που το έχασε είναι κλέφτης.

Άρθρο 1085
Δαπάνες του ευρέτη

 Ο  ευρέτης  έχει  δικαίωμα  να απαιτήσει από το δικαιούχο κάθε  δικαιολογημένη κατά τις περιστάσεις δαπάνη  για  τη  φύλαξη  και  συν-  τήρηση του πράγματος ή για την αναζήτηση του δικαιούχου.

Άρθρο 1086
Εύρετρα

    Ο ευρέτης έχει δικαίωμα να απαιτήσει Εύρετρα από το δικαιούχο.  Αυτά συνίστανται σε δέκα τοις εκατό για την  έως  πεντακόσιες  δραχμές αξία του πράγματος κατά το χρόνο της απόδοσης, σε πέντε  τοις εκατό για την  πέρα από τις πεντακόσιες [ένα ευρώ και πενήντα λεπτά  (1,50)] και μέχρι τις δέκα χιλιάδες δραχμές (είκοσι εννέα (29,00) ) αξία και σε δύο τοις  εκατό για την επιπλέον αξία του πράγματος.

Αν το πράγμα έχει αξία  μόνο  για  το  δικαιούχο,  τα  Εύρετρα  ορίζονται  κατά  εύλογη  κρίση. Ο ευρέτης δεν έχει δικαίωμα να αξιώσει  Εύρετρα, αν παρέλειψε αδικαιολόγητα  την  ειδοποίηση  ή  απέκρυψε  την  εύρεση μολονότι προσκλήθηκε.

Άρθρο 1087

Στις αξιώσεις του ευρέτη για δαπάνες και Εύρετρα  εφαρμόζονται  αναλόγως οι διατάξεις για τις αξιώσεις λόγω δαπανών του νομέα κατά του  κυρίου που διεκδικεί.

Άρθρο 1088
Κτήση από τον ευρέτη

   Με  την  παρέλευση  έτους  από  την ειδοποίηση της αστυνομικής  αρχής ο ευρέτης αποκτά την κυριότητα του πράγματος από τη  στιγμή  της  εύρεσης,  εκτός  αν  στο μεταξύ ο δικαιούχος έγινε γνωστός στην αρχή ή  στον ευρέτη.  Με την απόκτηση της κυριότητας επέρχεται  απόσβεση  και  κάθε εμπράγματου δικαιώματος τρίτου.

Άρθρο 1089

Αν  ο  δικαιούχος έγινε γνωστός πριν περάσει το έτος του προη-  γούμενου άρθρου, ο ευρέτης μπορεί να  απαιτήσει  τις  δαπάνες  και  τα  Εύρετρα  τάσσοντας γι` αυτό προθεσμία που δεν μπορεί να λήγει πριν από  την παρέλευση του έτους.

`Οταν  η  προθεσμία αυτή περάσει άπρακτη, ο ευρέτης αποκτά την  κυριότητα του πράγματος.

Άρθρο 1090

Με  την παράδοση του πράγματος στην αρχή δεν παραβλάπτονται τα  δικαιώματα του ευρέτη.

Αν  η  αρχή προβεί σε εκποίηση, το πλειστηρίασμα υποκαθίσταται  στο πράγμα.

Απόδοση του πράγματος ή  του  πλειστηριάσματος  στο  δικαιούχο  επιτρέπεται μόνο με τη Συναίνεση του ευρέτη.

Άρθρο 1091
Κτήση από δήμο ή κοινότητα

  Αν ο  ευρέτης  δεν  παραλάβει  το  πράγμα  που  απέκτησε  κατά  κυριότητα μέσα στην προθεσμία που του τάχθηκε από την αστυνομική αρχή,  η  κυριότητα  του  πράγματος περιέρχεται στο δήμο ή στην κοινότητα του  τόπου όπου βρέθηκε.

Άρθρο 1092
Εύρεση μέσα σε οίκημα ή άλλο δημόσιο χώρο

 Εκείνος που βρήκε ένα πράγμα σε κατοικημένο κτήριο ή  μέσα  σε  χώρο  προορισμένο  για  τη  χρήση  του  κοινού,  έχει  υποχρέωση να το  παραδώσει στον κύριο του κτηρίου ή στο μισθωτή ή σ` αυτόν που έχει την  εποπτεία του χώρου.  Στην περίπτωση  αυτή  λογίζεται  ευρέτης  εκείνος  στον οποίο παραδόθηκε το πράγμα.

Άρθρο 1093
Κτήση θησαυρού

   Εκείνος  που  βρήκε και πήρε στη νομή του κινητό πράγμα αξίας,  κρυμμένο μέσα σε άλλο πράγμα, κινητό ή ακίνητο, τόσο καιρό ώστε να μην  μπορεί να εξακριβωθεί ο κύριός του (θησαυρός) γίνεται κύριος του μισού  θησαυρού. Ο άλλος μισός ανήκει στον  κύριο  του  πράγματος  όπου  ήταν  κρυμμένος ο θησαυρός.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
ροστασία της κυριότητας
Άρθρο 1094
Διεκδικητική αγωγή

Ο  κύριος πράγματος δικαιούται να απαιτήσει από το νομέα ή τον  κάτοχο την αναγνώριση της κυριότητάς του  και  την  απόδοση  του  πράγματος.

Άρθρο 1095

 Ο νομέας μπορεί να αρνηθεί την απόδοση του  πράγματος, αν έχει  έναντι του κυρίου δικαίωμα να νέμεται ή να κατέχει το πράγμα.

Άρθρο 1096
Ευθύνη ως προς τα ωφελήματα

 Ο  νομέας  ενέχεται να αποδώσει τα ωφελήματα που έχουν εξαχθεί  από το πράγμα μετά την επίδοση της αγωγής. Επιπλέον ευθύνεται και  για  τα  ωφελήματα  που  δεν  εισέπραξε  από  δική του υπαιτιότητα μετά την  επίδοση της αγωγής, ενώ μπορούσε  να  τα  εισπράξει  σύμφωνα  με  τους  κανόνες της τακτικής διαχείρισης.

Άρθρο 1097
Ευθύνη ως προς το πράγμα

Ο  νομέας  από  την επίδοση της αγωγής ευθύνεται σε αποζημίωση  του κυρίου, αν από  υπατιότητά  του  το  πράγμα  χειροτέρεψε  ή  κατα-  στράφηκε ή δεν μπορεί να αποδοθεί για κάποιον άλλο λόγο.

Άρθρο 1098
Άρθρο 1099

Αν  ο νομέας απέκτησε τη νομή του πράγματος με παράνομη πράξη,  ευθύνεται  σε  αποζημίωση  του  κυρίου  κατά  τις  διατάξεις  για  τις  αδικοπραξίες.

Άρθρο 1100
Καλόπιστος νομέας

  Αν ο νομέας πήρε και εξακολούθησε να έχει  καλόπιστα  τη  νομή  του  πράγματος,  δεν  ευθύνεται για το πριν από την επίδοση της αγωγής  χρονικό διάστημα ούτε σε απόδοση των ωφελημάτων του πράγματος, ούτε σε  αποζημίωση για τη  χειροτέρευση  ή  καταστροφή  του  πράγματος  ή  την  αδυναμία απόδοσής του.

Άρθρο 1101
Αξίωση αναγκαίων δαπανών

  Ο  καλόπιστος  νομέας έχει δικαίωμα να απαιτήσει από τον κύριο  αποζημίωση για δαπάνες που έγιναν  στο  πράγμα,  προκειμένου  να  δια-  τηρηθεί  κατάλληλο για τακτική εκμετάλλευση (αναγκαίες δαπάνες), καθώς  και για την πληρωμή βαρών του πράγματος. Για συνηθισμένες όμως δαπάνες  συντήρησης του πράγματος δεν έχει  δικαίωμα  αποζημίωσης,  εφόσον  του  έμειναν τα ωφελήματα του πράγματος.

Άρθρο 1102

 Ο κακόπιστος νομέας, και  από  την  επίδοση  της  αγωγής  κάθε  νομέας,  έχει δικαίωμα αποζημίωσης για τις αναγκαίες δαπάνες ή για τις  δαπάνες εξαιτίας βαρών του πράγματος, μόνον κατά τις διατάξεις για  τη  διοίκηση αλλοτρίων.

Άρθρο 1103
Επωφελείς δαπάνες

   Για δαπάνες από τις οποίες αυξήθηκε η αξία του πράγματος (επω-  φελείς  δαπάνες),  έχει  δικαίωμα αποζημίωσης μόνο ο καλόπιστος νομέας  για το πριν από την  επίδοση  της  αγωγής  διάστημα  και  μόνο  εφόσον  σώζεται η αύξηση της αξίας κατά το χρόνο της απόδοσης του πράγματος.

Άρθρο 1104
Δικαίωμα αφαίρεσης

        Για το πράγμα που ενώθηκε με άλλο ως συστατικό του, ο  νομέας  έχει το δικαίωμα της αφαίρεσης.

Το δικαίωμα αποκλείεται:

1. αν πρόκειται  για  συνήθη  δαπάνη  συντήρησης,  για  την  οποία  ο  νομέας  δεν έχει δικαίωμα αποζημίωσης  επειδή πήρε τα ωφελήματα

2. αν ο νομέας δεν ωφελείται καθόλου από  την  αφαίρεση

3.  αν του καταβάλλεται η αξία που θα είχε το συστατικό μετά  τον αποχωρισμό.

Άρθρο 1105

         Ο νομέας έχει δικαίωμα αποζημίωσης ή αφαίρεσης για  τις  δαπά-  νες  που  έγιναν  από το δικαιοπάροχό του με τους ίδιους όρους που και  εκείνος θα είχε αυτό το δικαίωμα.

Η  υποχρέωση του κυρίου εκτείνεται και στις δαπάνες που έγιναν  πριν αποκτήσει την κυριότητα.

Άρθρο 1106
Δικαίωμα επίσχεσης

  O νομέας έχει Δικαίωμα επίσχεσης του πράγματος  ωσότου  ικανο-  ποιηθεί για τις δαπάνες που του οφείλονται. Δεν έχει το δικαίωμα αυτό,  αν απέκτησε το πράγμα με παράνομη πράξη που έγινε με πρόθεση.

Άρθρο 1107
Απόσβεση αξίωσης δαπανών

  Η  αξίωση  αποζημίωσης  ή αφαίρεσης που έχει ο νομέας εξαιτίας  δαπανών αποσβήνεται, όταν από την απόδοση του πράγματος περάσει  μήνας  αν πρόκειται για κινητά, και έξι μήνες αν πρόκειται για ακίνητα.

Άρθρο 1108
Αρνητική αγωγή

  Αν η κυριότητα προσβάλλεται με άλλο τρόπο εκτός από αφαίρεση ή  κατακράτηση  του  πράγματος,  ο  κύριος  δικαιούται  να  απαιτήσει από  εκείνον που προσέβαλε την κυριότητα, να άρει την προσβολή και  να  την  παραλείπει  στο  μέλλον.  Δεν αποκλείεται περαιτέρω αξίωση αποζημίωσης  κατά τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες.  Το δικαίωμα της προηγούμενης  παραγράφου δεν παρέχεται, αν εκείνος που έκανε την  προσβολή  ενέργησε  δυνάμει δικαιώματος.

Άρθρο 1109
Κινητό που περιήλθε σε ξένο ακίνητο

 Ο κύριος κινητού πράγματος που περιήλθε σε ξένο  ακίνητο  έχει  δικαίωμα  να  απαιτήσει από το νομέα του ακινήτου να του επιτρέψει την  αναζήτηση και την ανάληψη, υποχρεούται όμως να τον αποζημιώσει για  τη  ζημία που προξενήθηκε από την αναζήτηση.

Άρθρο 1110
Τεκμήριο κυριότητας

  Υπέρ  του  νομέα  κινητού  ισχύει το τεκμήριο ότι είναι κύριός  του. Το τεκμήριο δεν αντιτάσσεται κατά του προηγούμενου νομέα, από τον  οποίο το πράγμα ξέφυγε με  κλοπή  ή  απώλεια.   Προκειμένου  όμως  για  χρήματα  και  ανώνυμους  τίτλους το τεκμήριο αντιτάσσεται και εναντίον  του.

Άρθρο 1111

Υπέρ του προηγούμενου νομέα κινητού ισχύει  το  τεκμήριο,  ότι  ήταν κύριός του κατά τη διάρκεια της νομής του.

Άρθρο 1112
Πουβλικιανή αγωγή

 Εκείνος  που  απέκτησε  τη  νομή  ακινήτου  με τα προσόντα της  τακτικής χρησικτησίας δικαιούται αν έχασε τη νομή πριν  συμπληρωθεί  ο  χρόνος,  να  απαιτήσει  από  αυτόν  που  το  νέμεται  χωρίς  έγκυρο  ή  νομιζόμενο τίτλο, την απόδοση του πράγματος κατά τις διατάξεις για  τη  διεκδικητική  αγωγή  που  εφαρμόζονται αναλόγως.          Αν ο παραπάνω νομέας ακινήτου προσβάλλεται με άλλο τρόπο εκτός  από  αφαίρεση  ή  κατακράτηση  του  πράγματος, έχει δικαίωμα επίσης να  προστατευθεί όπως και ο κύριος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ
Συγκυριότητα
Άρθρο 1113
Κοινό πράγμα

Αν  η  κυριότητα  του  πράγματος  ανήκει  σε  περισσότερους εξ  αδιαιρέτου  κατ  ιδανικά  μέρη,  εφαρμόζονται  οι  διατάξεις  για  την  κοινωνία.

Άρθρο 1114
Πραγματική δουλεία σε βάρος ή υπέρ του κοινού ακινήτου

  Στο κοινό ακίνητο μπορεί να συσταθεί πραγματική  δουλεία  υπέρ  του  εκάστοτε  κυρίου  άλλου  ακινήτου και αν ακόμη αυτός είναι συγκύ-  ριος του ακινήτου που βαρύνεται με τη δουλεία. Το ίδιο ισχύει και  για  πραγματική  δουλεία  πάνω  σε  ακίνητο υπέρ των εκάστοτε κυρίων κοινού  ακινήτου, αν κάποιος από αυτούς είναι κύριος του  ακινήτου  που  βαρύ-  νεται με τη δουλεία.

Άρθρο 1115
Πράξεις που ισχύουν κατά των διαδόχων

  Οι διατάξεις των άρθρων 791 και 796, όταν πρόκειται για  κοινό  εμπράγματο  δικαίωμα,  εφαρμόζονται μόνο αν η συμφωνία ή η απόφαση των  κοινωνών έχει υποβληθεί στον τύπο του συμβολαιογραφικού  εγγράφου  και  σε  μεταγραφή.  Στην περίπτωση του άρθρου 791 μεταγραφή απαιτείται και  για τη δικαστική απόφαση.

Άρθρο 1116
Κάθε συγκύριος έναντι τρίτων

  Κάθε  συγκύριος  έχει δικαίωμα έναντι τρίτων να ασκεί για ολό-  κληρο το πράγμα τις αξιώσεις από την κυριότητα.  `Οταν όμως  διεκδικεί  ολόκληρο το πράγμα, οφείλει να απαιτήσει την απόδοσή του σε όλους τους  συγκυρίους.

Άρθρο 1117
 Αναγκαία Συγκυριότητα σε περίπτωση ιδιοκτησίας ορόφου

 `Οταν  πρόκειται για οικοδομή, ο κύριος ορόφου ή διαμερίσματός  του είναι αυτοδικαίως συγκύριος εξ αδιαιρέτου κατ` ανάλογη μερίδα πάνω  στα μέρη του όλου ακινήτου, τα οποία χρησιμεύουν στην  κοινή  και  των  λοιπών  κυρίων  χρήση,  όπως  είναι  ιδίως  το  έδαφος, τα θεμέλια, οι  πρωτότοιχοι, η στέγη, η αυλή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ
Πραγματικές δουλείες
Άρθρο 1118
`Εννοια

 Πάνω σε ακίνητο μπορεί να αποκτηθεί εμπράγματο  δικαίωμα  υπέρ  του  εκάστοτε  κυρίου  άλλου  ακινήτου, που να του παρέχει κάποια ωφέ-  λεια (πραγματική δουλεία).

Άρθρο 1119

Με  την  πραγματική  δουλεία ο κύριος του δουλεύοντος φέρει το  βάρος είτε να ανέχεται κάποια χρησιμοποίηση του ακινήτου του  από  τον  κύριο του δεσπόζοντος είτε να παραλείπει ορισμένες πράξεις, τις οποίες  θα είχε δικαίωμα να επιχειρεί ως κύριος.

Άρθρο 1120

Πραγματικές  δουλείες  κατά την έννοια του προηγούμενου άρθρου  είναι ιδίως: η δουλεία οδού, η δουλεία  διοχέτευσης  ή  αποχέτευσης  ή  άντλησης  νερού  ή  ποτισμού  θρεμμάτων  του  δεσπόζοντος,  ή βοσκής ή  ξύλευσης, η δουλεία εκπομπής στο δουλεύον του  νερού  της  στέγης  του  δεσπόζοντος, η δουλεία εξώστη ή προστέγου πάνω στο δουλεύον ή στήριξης  της οικοδομής πάνω στο γειτονικό κτίριο, η δουλεία υπονόμου, η δουλεία  μη ανέγερσης, μη παρεμπόδισης του φωτός ή της θέας του δεσπόζοντος.

Άρθρο 1121
Σύσταση

Οι πραγματικές δουλείες συνιστώνται με δικαιοπραξία ή με  χρησικτησία.

Οι  διατάξεις για τη χρησικτησία ακινήτων και για τη μεταβίβασή τους με συμφωνία εφαρμόζονται  αναλόγως  και  στη  σύσταση  των  πραγματικών δουλειών.

Άρθρο 1122
Περισσότεροι κύριοι

 Αν  το δεσπόζον ή το δουλεύον ακίνητο ανήκει σε περισσότερους,  για τη σύσταση δουλείας με δικαιοπραξία απαιτείται η Συναίνεση όλων.

Άρθρο 1123
Χρησικτησία σε περίπτωση αρνητικής δουλείας

   Αν  η  δουλεία συνίσταται στο να μην κάνει κανείς κάτι, η νομή  για έκτακτη χρησικτησία αρχίζει από  τότε  που  ο  κύριος  του  δεσπόζοντος  απαγόρευσε  στον  κύριο του δουλεύοντος την πράξη της οποίας η  παράλειψη αποτελεί το περιεχόμενο της δουλείας.

Άρθρο 1124
`Εκταση της δουλείας

  Το δικαίωμα της δουλείας εκτείνεται μόνο έως  την  εξυπηρετούμενη  ανάγκη  του  δεσπόζοντος.   Νέες ανάγκες του, σε περίπτωση αμφιβολίας, δεν συνεπάγονται διαφορετική επιβάρυνση για τον κύριο του δουλεύοντος.

Άρθρο 1125

Στο δικαίωμα της δουλείας περιλαμβάνεται κάθε πράξη του δικαιούχου  που είναι  αναγκαία  για  την άσκησή της, οφείλει όμως αυτός να  ασκεί το δικαίωμά του με κάθε δυνατή φειδώ ως προς τα  συμφέροντα  του  κυρίου του δουλεύοντος.

Άρθρο 1126
Διατήρηση κατασκευάσματος στο δουλεύον

    Αν  για  την άσκηση της δουλείας διατηρείται στο δουλεύον ακίνητο κάποιο κατασκεύασμα, ο δικαιούχος έχει υποχρέωση να  το  διατηρεί  σε  κανονική κατάσταση, εφόσον αυτό απαιτεί το συμφέρον του κυρίου του  δουλεύοντος. Αν το κατασκεύασμα εξυπηρετεί και το συμφέρον του  κυρίου  του  δουλεύοντος, την υποχρέωση για συντήρηση έχουν και οι δύο ανάλογα  με το συμφέρον του καθενός, εκτός αν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά.

Άρθρο 1127

Αν η δουλεία συνίσταται σε δικαίωμα να διατηρεί  ο  δικαιούχος  οικοδομικό   κατασκεύασμα   πάνω   σε   οικοδομικό   κατασκεύασμα  του  δουλεύοντος ακινήτου, ο κύριος του  δουλεύοντος,  αν  δεν  συμφωνήθηκε  διαφορετικά,  έχει  υποχρέωση  να  συντηρεί  το δικό του κατασκεύασμα,  εφόσον αυτό απαιτεί το συμφέρον του δικαιούχου.

Άρθρο 1128
Μεταβολή του τρόπου άσκησης της δουλείας

    Ο κύριος  του  δουλεύοντος  δικαιούται  να  απαιτήσει,  έναντι  προκαταβολής  της  απαιτούμενης  δαπάνης,  να  μεταβληθεί ο τρόπος που  ασκείται η δουλεία,  αν  ο  οικονομικός  της  σκοπός  πραγματοποιείται  εξίσου με αυτή τη μεταβολή και ο έως τώρα τρόπος της ασκησής της είναι  γι` αυτόν ιδιαίτερα επαχθής.

Το  ίδιο  ισχύει  και  για  τη  μεταβολή της θέσης, στην οποία  ασκείται έως τώρα στο ακίνητο η δουλεία.

Άρθρο 1129
Χρήση του δουλεύοντος από τον κύριο

    Η ύπαρξη της δουλείας δεν στερεί τον κύριο του δουλεύοντος από  το δικαίωμα να το χρησιμοποιεί για τον εαυτό του με όμοιο τρόπο, εκτός  αν  συμφωνήθηκε  διαφορετικά,  ή αν το δουλεύον δεν επαρκεί για τέτοια  χρήση.

Άρθρο 1130
Διαίρεση του δεσπόζοντος

 Αν  διαιρεθεί το δεσπόζον ακίνητο, η δουλεία εξακολουθεί να υπάρχει υπέρ του κάθε μέρους, η ασκησή της όμως  δεν  μπορεί  να  είναι  επαχθέστερη  για  τον  κύριο του δουλεύοντος. Για κάθε μέρος του πράγματος στο οποίο η δουλεία δεν παρέχει χρησιμότητα  επέρχεται  απόσβεσή  της.

Άρθρο 1131
Διαίρεση του δουλεύοντος

 Αν  διαιρεθεί  το  δουλεύον,  η δουλεία εξακολουθεί να υπάρχει  πάνω στο καθένα από τα μέρη  στα  οποία  διαιρέθηκε.   Επέρχεται  όμως  αποσβεση για το κάθε μέρος ως προς το οποίο από τη φύση της δουλείας ή  από τη σύμβαση έπαψε η άσκησή της.

Άρθρο 1132
Προστασία της δουλείας

    Αυτός που έχει δικαίωμα πραγματικής δουλείας, και  όταν  υπάρχουν  περισσότεροι  δικαιούχοι  ο καθένας από αυτούς, έχει δικαίωμα σε  περίπτωση προσβολής να απαιτήσει από τον προσβολέα την αναγνώριση  της  δουλείας  και  την άρση της προσβολής, καθώς και την παράλειψή της στο  μέλλον.  Δεν  αποκλείεται  περαιτέρω  αξίωση  αποζημίωσης   κατά   τις  διατάξεις για τις αδικοπραξίες.

Το  δικαίωμα  της  προηγούμενης  παραγράφου  δεν παρέχεται, αν  εκείνος που έκανε την προσβολή ενέργησε δυνάμει δικαιώματος.

Άρθρο 1133

Την προστασία του προηγούμενου άρθρου έχει κι αυτός  που  απέ-  κτησε  τη  νομή της δουλείας με  τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας  εναντίον εκείνου που νέμεται το δουλεύον  χωρίς  έγκυρο  ή  νομιζόμενο  τίτλο, αν πριν συμπληρωθεί ο χρόνος της χρησικτησίας προσβάλλεται στην  άσκησή της.

Άρθρο 1134
Απόσβεση της δουλείας

  Η   δουλεία  αποσβήνεται  με  μονομερή  δήλωση  παραίτηση  του  δικαιούχου, η οποία γίνεται είτε με διάταξη τελευταίας  βούλησης  είτε  με  συμβολαιογραφικό  έγγραφο  που υποβάλλεται σε μεταγραφή. Αν τρίτος  έχει πάνω στο δεσπόζον εμπράγματο δικαίωμα,  είναι  απαραίτητη  και  η  συναίνεσή του, εφόσον από την παραίτηση παραβλάπτεται το δικαίωμά του.

Άρθρο 1135

   Η  ολική  καταστροφή  του δεσπόζοντος ή του δουλεύοντος ακινήτου επιφέρει Απόσβεση της δουλείας.

Άρθρο 1136

Η δουλεία αποσβήνεται εφόσον από λόγους πραγματικούς  ή  νομικούς η άσκησή της γίνεται αδύνατη.

Άρθρο 1137

Η  δουλεία αποσβήνεται, αν η κυριότητα του δεσπόζοντος και του  δουλεύοντος περιέλθει στο ίδιο πρόσωπο.

Άρθρο 1138

Η δουλεία  αποσβήνεται  με  εικοσαετή  αχρησία.   Αν  υπάρχουν  περισσότεροι δικαιούχοι, αρκεί η άσκηση της δουλείας από έναν.

Άρθρο 1139

Στις  δουλείες  που  ασκούνται  κατά  διαλείμματα η εικοσαετία  αρχίζει από  την  τελευταία  άσκηση.   Στις  δουλείες  των  οποίων  το  περιεχόμενο  συνίσταται  σε συνεχή άσκηση, η εικοσαετία αρχίζει αφότου  στο δουλεύον έγινε κατασκεύασμα που  εμποδίζει  την  άσκηση  της  δουλείας.

Η αχρησία διακόπτεται με την έγερση αγωγής από το δικαιούχο.

Άρθρο 1140

   Η  απόσβεση  της δουλείας λόγω αχρησίας δεν εμποδίζεται όταν η  δουλεία ασκείται κατά  τρόπο  ή  χρόνο  διαφορετικό  από  εκείνον  που  αρμόζει στη δουλεία.

Άρθρο 1141

Η αχρησία δεν αρχίζει και όταν αρχίσει δεν συνεχίζεται κατά το  διάστημα που αναστέλλεται η Παραγραφή της αγωγής για την προστασία της  δουλείας, ή εμποδίζεται κατά το νόμο η συμπλήρωση της Παραγραφής της.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ
Προσωπικές δουλείες
Άρθρο 1142
`Εννοια της επικαρπίας

 Η  προσωπική  δουλεία της επικαρπίας συνίσταται στο εμπράγματο  δικαίωμα του επικαρπωτή να χρησιμοποιεί και να καρπώνεται ξένο πράγμα,  διατηρώντας όμως ακέραιη την ουσία του.

Άρθρο 1143
Σύσταση

   Η επικαρπία συνιστάται με δικαιοπραξία ή με  χρησικτησία.   Οι  διατάξεις  για  τη  χρησικτησία  κινητών ή ακινήτων και για τη μεταβί-  βαση της κυριότητάς τους με συμφωνία εφαρμόζονται αναλόγως και για  τη  Σύσταση επικαρπίας πάνω σ` αυτά.

Άρθρο 1144

Επικαρπία μπορεί να συσταθεί και σε ιδανικό μέρος του πράγματος.

Άρθρο 1145
Βεβαίωση της κατάστασης του πράγματος

  Ο επικαρπωτής πράγματος  έχει  το  δικαίωμα  να  απαιτήσει  να  βεβαιωθεί  με  έξοδά  του  η  κατάσταση  του  πράγματος  από πραγματο-  γνώμονες που διορίζει το δικαστήριο.  Το  ίδιο  δικαίωμα  έχει  και  ο  κύριος.

Άρθρο 1146
Απογραφή ομάδας πραγμάτων

Αν αντικείμενο της επικαρπίας είναι ομάδα πραγμάτων, ο επικαρπωτής και ο κύριος έχουν αμοιβαία την υποχρέωση να συμπράξουν  για  τη  σύνταξη απογραφής τους. Τη δαπάνη φέρει αυτός που ζητεί την απογραφή.

Άρθρο 1147

Ο επικαρπωτής έχει δικαίωμα να νέμεται το πράγμα.

Άρθρο 1148
Υποχρεώσεις του επικαρπωτή

 Ο επικαρπωτής έχει υποχρέωση κατά την άσκηση της επικαρπίας να  διατηρεί τον έως τώρα οικονομικό προορισμό του  πράγματος  και  να  το  μεταχειρίζεται  με  επιμέλεια και σύμφωνα με τους κανόνες της τακτικής  εκμετάλλευσης. Δεν έχει δικαίωμα να επιφέρει ουσιώδεις μεταβολές.

Άρθρο 1149

         Σε περίπτωση επικαρπίας δάσους ή μεταλλείου ή ορυχείου ο  επι-  καρπωτής  ή  ο  κύριος  έχει  δικαίωμα  να  απαιτήσει  να καθοριστεί η  εκμετάλλευση βάσει σχεδίου με δαπάνη και των δύο.

Άρθρο 1150
`Εκτακτη  καρποφορία

   Καρποί που συνέλεξε ο επικαρπωτής καθ` υπέρβαση  της  τακτικής  εκμετάλλευσης  ή  εξαιτίας έκτακτων περιστατικών, περιέρχονται κατά το  πλεόνασμα στον κύριο.

Άρθρο 1151
Ο επικαρπωτής ως προς το θησαυρό

 Αν  βρεθεί στο πράγμα θησαυρός, το δικαίωμα του επικαρπωτή δεν  εκτείνεται και στο μέρος του θησαυρού που ανήκει στον κύριο.

Άρθρο 1152
Επισκευές του πράγματος

 Ο  επικαρπωτής  έχει υποχρέωση να φροντίζει για την επισκευή ή  την ανακαίνιση του πράγματος βαρύνεται με τις  σχετικές  δαπάνες  μόνο  εφόσον αυτές ανάγονται στη συνήθη συντήρηση του πράγματος.

Άρθρο 1153
Υποχρέωση ειδοποίησης του κυρίου

Ο επικαρπωτής έχει υποχρέωση να ειδοποιεί χωρίς υπαίτια  καθυ-  στέρηση  τον  κύριο  για  κάθε  βλάβη  του  πράγματος ή για την ανάγκη  έκτακτης επισκευής  του  ή  για  προφυλακτικό  μέτρο  που  επιβάλλεται  εναντίον  κινδύνου  που  δεν  είχε προβλεφθεί. Το ίδιο ισχύει και όταν  τρίτος αντιποιείται κάποιο δικαίωμα πάνω στο πράγμα.

Αν ο κύριος αμελεί ή αρνείται να λάβει μέτρα για να  αποτρέψει  τη  βλάβη ή τον κίνδυνο, ο επικαρπωτής παίρνει τα μέτρα αυτά με δαπάνη  του κτιρίου.

Άρθρο 1154
Υποχρέωση για ασφάλιση

 Ο επικαρπωτής έχει υποχρέωση να  ασφαλίζει  με  εξοδά  του  το  πράγμα  υπέρ  του κυρίου κατά της φωτιάς ή άλλων κινδύνων για το χρόνο  της επικαρπίας, εφόσον η ασφάλιση επιβάλλεται  από  τους  κανόνες  της  τακτικής  εκμετάλλεισης.   Αν  παρέλαβε  το  πράγμα  ασφαλισμένο, έχει  υποχρέωση με τους ίδιους όρους να καταβάλλει τα ασφάλιστρα του  χρόνου  της επικαρπίας.

Άρθρο 1155
Υποχρέωση για τα βάρη

 Ο επικαρπωτής έχει υποχρέωση έναντι του κυρίου να  φέρει  κατά  τη διάρκεια της επικαρπίας τα δημόσια Βάρη του πράγματος, εκτός από τα  έκτακτα.  Αν  κατά  τη σύσταση της επικαρπίας υπάρχει υποθήκη πάνω στο  πράγμα, ο επικαρπωτής έχει  επίσης  υποχρέωση  έναντι  του  κυρίου  να  καταβάλλει  τους  κατά  τη διάρκεια της επικαρπίας τόκους του χρέους ή  μέρος των τόκων κατ` αναλογία και προς τις τυχόν  άλλες  υποθήκες  που  ασφαλίζουν το χρέος.

Άρθρο 1156

Ο  επικαρπωτής ολόκληρης περιουσίας ή ποσοστού μέρους της έχει  υποχρέωση να καταβάλει τον τόκο ή το αντίστοιχο μέρος του για τα  χρέη  του κυρίου που υπάρχουν κατά τη σύσταση της επικαρπίας.

Υποχρεούται επίσης να καταβάλει τις περιοδικές παροχές διατροφής  που  πηγάζουν από υποχρέωση του κυρίου που είχε ήδη γεννηθεί κατά  τη σύσταση της επικαρπίας.

Άρθρο 1157
Δαπάνες που δεν βαρύνουν τον επικαρπωτή

 Για δαπάνες του επικαρπωτή για τις οποίες αυτός  δεν  έχει  υποχρέωση ενέχεται κατά τις διατάξεις για τη διοίκηση αλλοτρίων εκείνος  που  ήταν  κύριος  του  πράγματος  όταν  έγιναν. Ο επικαρπωτής έχει το  δικαίωμα να αφαιρέσει το κατασκεύασμα  που  ο  ίδιος  έκανε  πάνω  στο  πράγμα.

Άρθρο 1158
Χειροτέρευση από κανονική κάρπωση

Ο  επικαρπωτής δεν ευθύνεται για τη μεταβολή ή τη χειροτέρευση  του πράγματος  που  προξενήθηκε  από  την  κανονική  άσκηση  της  επικαρπίας.

Άρθρο 1159
Υποχρέωση του επικαρπωτή για ασφάλεια

 Ο  κύριος του πράγματος, αν δεν ορίστηκε διαφορετικά, δικαιού-  ταί να απαιτήσει από τον επικαρπωτή ασφάλεια, αν η επικαρπία  ασκείται  με τρόπο που απειλεί σοβαρά τα δικαιώματα του κυρίου. Από την ασφάλεια  απαλλάσσεται  ο  δωρητής  που  έχει παρακρατήσει για τον εαυτό του την  επικαρπία.

Άρθρο 1160

         Αν  ο  επικαρπωτής  δεν δίνει ή αδυνατεί να δώσει την ασφάλεια  που διατάχθηκε ή αν προσβάλλει σοβαρά τα  δικαιώματα  του  κυρίου,  το  δικαστήριο,  ύστερα  από αίτηση του κυρίου, διατάζει την εκμίσθωση του  πράγματος ή αναθέτει την άσκηση  της  επικαρπίας  σε  διαχειριστή  για  λογαριασμό  του  επικαρπωτή.   Διαχειριστής  μπορεί  να  οριστεί και ο  κύριος. Η διαχείριση αίρεται αν δοθεί ασφάλεια ή εκλείψει η αιτία  που  την προκάλεσε.

Άρθρο 1161
Απόδοση του πράγματος κατά τη λήξη της επικαρπίας

 Ο  επικαρπωτής  έχει  υποχρέωση μετά τη λήξη της επικαρπίας να  αποδώσει το πράγμα στον κύριο. Στη σχέση ανάμεσα στον  επικαρπωτή  και  στον  κύριο του πράγματος αυτός που παραχώρησε την επικαρπία λογίζεται  υπέρ του επικαρπωτή ως κύριος, εκτός αν ο επικαρπωτής γνωρίζει ότι δεν  είναι κύριος.

Άρθρο 1162

Ο επικαρπωτής αγροτικού κτήματος δεν έχει  κατά  τη  λήξη  της  επικαρπίας δικαίωμα  στους  καρπούς  που  δεν έχουν ακόμη αποχωριστεί.  Μπορεί όμως να απαιτήσει τις δαπάνες για την παραγωγή τους, εφόσον δεν  ξεπερνούν την αξία των καρπών.

Άρθρο 1163

Ο  επικαρπωτής  αγροτικού κτήματος έχει υποχρέωση κατά τη λήξη  της επικαρπίας να αφήσει από τα προϊόντα του κτήματος,  ιδίως  από  το  σπόρο,  το  χόρτο  και το λίπασμα, όση ποσότητα απαιτείται για τακτική  καλλιέργεια του  κτήματος  έως  τη  νέα  εσοδεία.   Εχει  όμως  αξίωση  αποζημίωσης  γι`  αυτά  από  τον  κύριο,  εφόσον  δεν  παρέλαβε τέτοια  προϊόντα όταν μπήκε στο κτήμα.

Άρθρο 1164
Τύχη εκμίσθωσης κατά τη λήξη της επικαρπίας

  Αν η επικαρπία ακινήτου λήξει κατά τη διάρκεια της  εκμίσθωσης  του  ακινήτου  που  έγινε από τον επικαρπωτή, εφαρμόζονται αναλόγως ως  προς την εξακολούθηση της μίσθωσης καθώς και ως προς την προκαταβολή ή  την εκχώρηση ή την κατάσχεση μισθωμάτων  της,  οι  διατάξεις  για  την  εκποίηση του μισθίου ακινήτου κατά τη διάρκεια της μίσθωσης.

Άρθρο 1165
Παραγραφή

  Οι  αξιώσεις του κυρίου κατά του επικαρπωτή εξαιτίας μεταβολής  ή χειροτέρευσης του πράγματος, καθώς και οι  αξιώσεις  του  επικαρπωτή  για δαπάνες ή για την αφαίρεση κατασκευάσματος, παραγράφονται μετά την  παρέλευση έξι μηνών από την απόδοση του πράγματος.

Άρθρο 1166
Η επικαρπία είναι αμεταβίβαστη

 Η επικαρπία, εφόσον δεν ορίστηκε διαφορετικά, είναι αμεταβίβα-  στη.  Η άσκησή της μπορεί να μεταβιβαστεί σε άλλον για χρόνο  που  δεν  υπερβαίνει  τη  διάρκεια της επικαρπίας, με την επιφύλαξη της διάταξης  του άρθρου 1164.

Άρθρο 1167
Απόσβεση της επικαρπίας

 Η  επικαρπία,  εφόσον δεν ορίστηκε διαφορετικά, αποσβήνεται με  το θάνατο του επικαρπωτή.  Επικαρπία υπέρ  νομικού  προσώπου  εκλείπει  μαζί μ αυτό.

Άρθρο 1168

Η  επικαρπία  αποσβήνεται άμα ενωθεί με την κυριότητα στο ίδιο  πρόσωπο.

Άρθρο 1169

         Η επικαρπία αποσβήνεται με μονομερή δήλωση του δικαιούχου προς  τον κύριο, ότι παραιτείται.   Για  τα  ακίνητα  η  δήλωση  γίνεται  με  σιμβολαιογραφικό  έγγραφο,  που  κοινοποιείται  στον  κύριο  και  υποβάλλεται σε μεταγραφή.

Άρθρο 1170

         Οι λόγοι  απόσβεσης  των  πραγματικών  δουλειών  εξαιτίας  της  καταστροφής  του  δουλεύοντος πράγματος, της αδυναμίας άσκησης και της  αχρησίας, εφαρμόζονται  αναλόγως  και  στην  επικαρπία  πράγματος.   Η  εικοσαετία  για  την  αχρησία  αρχίζει  από  την  τελευταία άσκηση της  επικαρπίας.

Άρθρο 1171
Καταστροφή ή αναγκαστική απαλλοτρίωση του πράγματος

  Η επικαρπία του πράγματος εκτείνεται και στο αντάλλαγμα ή  στο  ποσόν αποζημίωσης που οφείλεται γι` αυτό, ιδίως εξαιτίας καταστροφής ή  ασφαλιστικής σύμβασης ή αναγκαστικής απαλλοτρίωσής του.

Άρθρο 1172

Στην περίπτωση του προηγούμενου άρθρου ο κύριος  ή  ο  επικαρπωτής  έχει  δικαίωμα  να  απαιτήσει να δαπανηθεί το ποσόν που εισπράχθηκε για την αποκατάσταση ή την αντικατάσταση του  πράγματος,  εφόσον  μια τέτοια πράξη ανταποκρίνεται στους κανόνες τακτικής εκμετάλλευσης.

Άρθρο 1173
Προστασία του επικαρπωτή

  Σε  περίπτωση  προσβολής του δικαιώματος του επικαρπωτή, εφαρ-  όζονται αναλόγως οι διατάξεις για την προστασία της κυριότητας.

Άρθρο 1174
Επικαρπία αναλωτών

Αν αντικείμενο της επικαρπίας είναι πράγματα αναλωτά,  ο  επικαρπωτής,  εφόσον  δεν  ορίστηκε  διαφορετικά, γίνεται κύριος των πραμάτων και έχει την υποχρέωση στο τέλος  της  επικαρπίας  να  αποδώσει,  κατ`  επιλογήν εκείνου που παραχώρησε την επικαρπία, είτε την αξία που  είχαν τα πράγματα αυτά κατά το χρόνο της σύστασης της επικαρπίας  είτε  άλλα πράγματα της ίδιας ποσότητας και ποιότητας.

Άρθρο 1175

         Σε περίπτωση αναλωτών πραγμάτων ο  επικαρπωτής,  αν  δεν  ορίστηκε  διαφορετικά,  έχει  υποχρέωση  να  δώσει  ασφάλεια πριν από την  παράδοσή τους.  Ο επικαρπωτής απαλλάσσεται από την  υποχρέωση  παροχής  ασφάλειας:

1. Σε περίπτωση χρημάτων, αν κατατεθούν σε ασφαλή τράπεζα ή  σε  άλλο  πιστωτικό ιδρυμα με την επιφύλαξη του δικαιώματος επικαρπίας

2. αν είναι ο δωρητής που παρακράτησε για τον εαυτό του την επικαρπία.

Άρθρο 1176
Επικαρπία ανώνυμων τίτλων

 Στην επικαρπία ανώνυμων τίτλων εφαρμόζονται οι  διατάξεις  για  την  επικαρπία πράγματος.  Ο επικαρπωτής πριν από την παράδοση, αν δεν  ορίστηκε διαφορετικά, έχει  υποχρέωση  να  δώσει  ασφάλεια.   Από  την  υποχρέωση  αυτή  απαλλάσσεται:

1.   Αν οι τίτλοι κατατεθούν σε ασφαλή  τράπεζα ή σε άλλο πιστωτικό ίδρυμα με την  επιφύλαξη  του  δικαιώματος  επικαρπίας

2.  αν επικαρπωτής είναι ο δωρητής που παρακράτησε για τον  εαυτό του την επικαρπία.

Ο επικαρπωτής έχει δικαίωμα να νέμεται τα  προσαρτημένα  τοκο-  μερίδια ή μερισματόγραφα χωρίς παροχή ασφάλειας.

Άρθρο 1177

Σε περίπτωση επικαρπίας μετοχών εταιρίας ο  επικαρπωτής,  εφόσον  δεν  ορίστηκε διαφορετικά, έχει δικαίωμα να μετέχει στις συνελεύσεις των μετόχων της εταιρίας.

Άρθρο 1178
Επικαρπία δικαιώματος

 Επικαρπία  μπορεί να συσταθεί και πάνω σε δικαίωμα.  Η σύστασή  της γίνεται με τον τρόπο που γίνεται  η  μεταβίβαση  του  δικαιώματος.  Δικαιώματα  που  δεν  μπορούν  να μεταβιβαστούν δεν είναι δεκτικά επι-  καρπίας.

Άρθρο 1179
Ιδίως επικαρπία απαίτησης

Ο επικαρπωτής απαίτησης έχει δικαίωμα στην κάρπωσή της. Αν η απαίτηση δεν είναι χρηματική, έχει δικαίωμα  και  να  την  εισπράξει. Από την είσπραξή της είναι επικαρπωτής πράγματος.

Άρθρο 1180

   Αν  η  απαίτηση  που βαρύνεται με επικαρπία είναι χρηματική, ο  δανειστής και ο επικαρπωτής  έχουν  δικαίωμα  και  υποχρέωση  να  συμπράξουν  για  την  είσπραξη  του  κεφαλαίου  από κοινού.  Αντί για την  είσπραξη ή μετά την είσπραξη ο καθένας απ`  αυτούς  έχει  δικαίωμα  να  απαιτήσει  την  ασφαλή  και  έντοκη  τοποθέτηση του κεφαλαίου, με επι-  φύλαξη του δικαιώματος του επικαρπωτή. Αυτός προσδιορίζει το είδος της  τοποθέτησης.

Άρθρο 1181

Ο επικαρπωτής ισόβιας προσόδου έχει δικαίωμα να εισπράττει τις  περιοδικές  παροχές  που  αρμόζουν  στο  δικαίωμα που βαρύνεται με την  επικαρπία.

Άρθρο 1182

Στην  επικαρπία  δικαιώματος εφαρμόζονται κατά τα λοιπά αναλόγως οι διατάξεις για την επικαρπία  πραγμάτων,  εφόσον  δεν  προκύπτει  κάτι  διαφορετικό  από  το  νόμο  ή από τη φύση της επικαρπίας δικαιώματος.

Άρθρο 1183
Οίκηση

 Η προσωπική δουλεία της οίκησης συνίσταται στο εμπράγματο  και  αποκλειστικό  δικαίωμα του δικαιούχου να χρησιμοποιεί ως Κατοικία ξένη  οικοδομή ή διαμέρισμά της.

Άρθρο 1184

Οποιος έχει την οίκηση, έχει δικαίωμα να κατοικεί στην  οικοδομή  με την οικογένειά του και το ανάλογο προς την κοινωνική του θέση  υπηρετικό προσωπικό.

Άρθρο 1185

Η οίκηση είναι αμεταβίβαστη και αποσβήνεται με το  θάνατο  του  δικαιούχου

Άρθρο 1186

Στην  οίκηση δεν υπάρχει αξίωση για παροχή ασφάλειας. Ο δικαιούχος δεν έχει υποχρέωση να ασφαλίσει την οικοδομή.

Άρθρο 1187

 Στην οίκηση εφαρμόζονται κατά τα  λοιπά  αναλόγως  οι  γενικές  διατάξεις  για  την επικαρπία ακινήτων, εφόσον συμβιβάζονται και με τη  φύση της οίκησης.

Άρθρο 1188
Αλλες προσωπικές δουλείες

  Πάνω σε ακίνητο μπορεί να συσταθεί  εμπράγματο  δικαίωμα  προσωπικής  δουλείας  που  να  παρέχει  κάποια εξουσία ή χρησιμότητα υπέρ  ορισμένου προσώπου (Περιορισμένες προσωπικές δουλείες).

Οι  δουλείες  αυτές  μπορούν  να συνίστανται και σε ο,τιδήποτε  τελεί Περιεχόμενο πραγματικής δουλείας.

Άρθρο 1189

Η  έκταση  της  περιορισμένης προσωπικής δουλείας προσδιορίζεται, σε περίπτωση αμφιβολίας, από τις προσωπικές  ανάγκες  του  δικαίούχου.

Άρθρο 1190

Η  περιορισμένη  προσωπική δουλεία, εφόσον δεν ορίστηκε διαφο-  ρετικά, είναι αμεταβίβαστη και αποσβήνεται με  το  θάνατο  του  δικαι-  ούχου ή όταν εκλείψει το Νομικό πρόσωπο υπέρ του οποίου είχε συσταθεί.

Άρθρο 1191

Στις περιορισμένες  προσωπικές  δουλείες  εφαρμόζονται κατά τα  λοιπά οι διατάξεις για τις πραγματικές  δουλείες,  εφόσον  συμβιβάζονται και με τη φύση των προσωπικών δουλειών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ
Μεταγραφή
Άρθρο 1192
Πράξεις που μεταγράφονται

Μεταγράφονται  στο  γραφείο  μεταγραφών  της  περιφέρειας  του  ακινήτου:

1. οι εν ζωή δικαιοπραξίες, στις οποίες περιλαμβάνονται και  οι αιτία θανάτου δωρεές, με τις οποίες συνιστάται, μετατίθεται, καταρ γείται εμπράγματο δικαίωμα (εμπράγματες δικαιοπραξίες) πάνω σε ακίνητα

2. οι επιδικάσεις ή οι προσκυρώσεις που γίνονται από  την  αρχή  ή  οι  κατακυρώσεις  κυριότητας  ή εμπράγματου δικαιώματος πάνω σε ακίνητο

3.  οι εκθέσεις δικαστικής διανομής ακινήτου

4.  οι τελεσίδικες δικαστικές  αποφάσεις που περιέχουν καταδίκη σε  δήλωση  βούλησης  για  εμπράγματη  δικαιοπραξία πάνω σε ακίνητο.

5.  οι  τελεσίδικες  δικαστικές   αποφάσεις   με   τις   οποίες  αναγνωρίζεται  κυριότητα  ή  άλλο  εμπράγματο δικαίωμα σε ακίνητο, που  έχουν κτηθεί με έκτακτη χρησικτησία.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.1 άρθρ.15 Ν.2298/1995 (Α 62).

Άρθρο 1193
Αποδοχή κληρονομίας ή κληροδοσίας

  Μεταγράφεται επίσης στο γραφείο μεταγραφών της περιφέρειας του  ακινήτου κάθε αποδοχή  κληρονομίας  ή  κληροδοσίας,  εφόσον  μ`  αυτήν  περιέρχεται  στον κληρονόμο ή στον κληροδόχο ακίνητο της κληρονομίας ή  εμπράγματο δικαίωμα πάνω σ αυτό ή εμπράγματο  δικαίωμα  πάνω  σε  ξένο  ακίνητο  ή καταργείται τέτοιο δικαίωμα. Για τη μεταγραφή απαιτείται να  βεβαιωθεί ο θάνατος του κληρονομουμένου.

Άρθρο 1194
Πώς γίνεται η μεταγραφή

  Η  μεταγραφή  συνίσταται  στην  καταχώριση περίληψης της μετα γραπτέας  πράξης  στο  βιβλίο  μεταγραφών,  κατά   χρονολογική   σειρά  προσαγωγής.   Η  περίληψη  περιέχει  τα κύρια γνωρίσματα της πράξης. Η  καταχώριση βεβαιώνεται και στο έγγραφο που μεταγράφεται, το οποίο  και  φυλάγεται στο γραφείο μεταγραφών.

Τη μεταγραφή μπορεί να ζητήσει οποιοσδήποτε δικαιολογεί  έννομο  συμφέρον.

Άρθρο 1195

 Η  μεταγραπτέα  αποδοχή  κληρονομίας  ή  κληροδοσίας πρέπει να  προκύπτει από δημόσιο έγγραφο. Αντί για την  αποδοχή  της  κληρονομίας  μπορεί να μεταγραφεί το κληρονομητήριο.

Άρθρο 1196
`Ελλειψη ως προς την ταυτότητα του ακινήτου

 Η  μεταγραφή  είναι  άκυρη  αν δεν προκύπτει από την πράξη που  μεταγράφεται η ταυτότητα του ακινήτου.

Άρθρο 1197

Αν από την πράξη αποδοχής της κληρονομίας  ή  κληροδοσίας  δεν  προκύπτει  η  ταυτότητα  του  ακινήτου  και το εμπράγματο δικαίωμα που  αφορά η αποδοχή, εκείνος που ζητεί τη μεταγραφή  πρέπει  να  παραδώσει  στο  γραφείο  των  μεταγραφών  έκθεση  που  υπογράφεται  απ` αυτόν και  περιέχει και τα στοιχεία αυτά.

Άρθρο 1198

   Παράλειψη μεταγραφής  Χωρίς  μεταγραφή  στις  περιπτώσεις των άρθρων 1192 εδάφια 1 έως 4   και 1193 δεν επέρχεται η  μεταβίβαση  της  κυριότητας  του   ακινήτου ή η σύσταση, μετάθεση, κατάργηση εμπράγματου δικαιώματος πάνω   στο ακίνητο.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε   με την παρ.2 άρθρ.15 Ν.2298/1995 (Α 62).

Άρθρο 1199
Κυριότητα κληρονόμου ή κληροδόχου

   Με τη μεταγραφή κατά το άρθρο 1193 η κυριότητα ή  άλλο  εμπρά γματο  δικαίωμα  πάνω  σε  ακίνητο  θεωρούνται ότι περιήλθαν στον κλη ρονόμο ή στον κληροδόχο από  το  θάνατο  του  κληρονομημένου,  με  την  επιφύλαξη των διατάξεων για την αναβλητική αίρεση ή προθεσμία.

Άρθρο 1200
Δημοσιότητα των βιβλίων μεταγραφής

Τα βιβλία των μεταγραφών είναι δημόσια και προσιτά στον καθένα  που θέλει να τα συμβουλευτεί τηρούνται όμως οι  όροι  που  απαιτούνται  για την καλή διατήρησή τους.

Άρθρο 1201

Ο  φύλακας  των  βιβλίων  μεταγραφών οφείλει να δίνει σε όσους υποβάλλουν αίτηση αντίγραφα,  πιστοποιήσεις  ή  περιλήψεις  του  περιεχομένου τους.

Άρθρο 1202
Απόφαση σχετική με την ακυρότητα δικαιοπραξίας που έχει μεταγραφεί

 Αν   κηρύχθηκε  άκυρη  με  τελεσίδικη  δικαστική  απόφαση  δικαιοπραξία που έχει μεταγραφεί, αυτό  σημειώνεται,  με  επιμέλεια  του  διαδίκου  που  πέτυχε την αναγνώριση της ακυρότητας, στο περιθώριο της  δικαιοπραξίας που  μεταγράφηκε.   Ο  διάδικος  αυτός  ενέχεται  έναντι  εκείνου που ζημιώθηκε για κάθε ζημία από την παράλειψη.

Άρθρο 1203
Ακύρωση μεταγραμμένης σύμβασης που αφορά ακίνητο

     Αν  μεταγραμμένη  σύμβαση  που αφορά ακίνητο είχε συναφθεί από  πλάνη ή  με  απάτη  ή  απειλή  και,  αφού  προσβλήθηκε,  ακυρώθηκε  με  τελεσίδικη   δικαστική  απόφαση,  τα  αποτελέσματα  της  ακύρωσης  που  αναφέρονται στο άρθρο 184 επέρχονται αφότου η απόφαση αυτή  σημειώθηκε  στο περιθώριο της μεταγραμμένης σύμβασης.

Άρθρο 1204

Με την ακύρωση, σύμφωνα με το προηγούμενο  άρθρο,  της  σύμβασης  για  ακίνητο, η οποία είχε συναφθεί από πλάνη ή με απάτη ή απειλή  και είχε μεταγραφεί, δεν  αναιρούνται  τα  εμπράγματα  δικαιώματα  που  τρίτοι απέκτησαν απ` αυτήν.

Άρθρο 1205
Συρροή πολλών μεταγραφών

      Αν  συμπέσει  συρροή  πολλών μεταγραφών και ο φύλακας δεν μπορέσει να τις μεταγράψει όλες μέσα στην ίδια  ημέρα,  συντάσσει  έκθεση  γι`  αυτές  που δεν καταχωρίστηκαν, σημειώνοντάς τις κατά την τάξη της  προσαγωγής. Η καταχώρισή τους στο ββλίο των  μεταγραφών  γίνεται  κατά  την  τάξη  που  γράφηκαν  στην  έκθεση ο φύλακας δεν μπορεί προτού τις  μεταγράψει να κάνει άλλες μεταγραφές. Οι μεταγραφές  αυτές  λογίζονται  ότι έγιναν από την ημέρα που συντάχθηκε η έκθεση.

Άρθρο 1206
Μεταγραφή της ίδιας ημέρας

  Μεταξύ  πολλών μεταγραφών που έγιναν την ίδια ημέρα σχετικά με  δικαιώματα πάνω στο ίδιο ακίνητο,  προτιμάται  εκείνη  που  στηρίζεται  στον έστω και κατ` ελάχιστο χρόνο αρχαιότερο τίτλο.

Άρθρο 1207
Μεταγραφή και εγγραφή υποθήκης την ίδια ημέρα

 Αν συμπέσει την ίδια ημέρα μεταγραφή και εγγραφή υποθήκης πάνω  στο  ίδιο  ακίνητο, προτιμάται εκείνη που καταχωρίστηκε νωρίτερα, έστω  και κατ` ελάχιστο χρόνο.

Άρθρο 1208
Μεταγραφή μισθώσεων

  Μεταγράφονται στο γραφείο των μεταγραφών της  περιφέρειας  του  ακινήτου  οι  μισθώσεις  του ακινήτου για διάστημα μακρότερο από εννέα  χρόνια.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ
Ενέχυρο
Άρθρο 1209
Εννοια

 Σε ξένο κινητό πράγμα μπορεί να συσταθεί  εμπράγματο  δικαίωμα  ενεχύρου  για  την  εξασφάλιση απαίτησης με την προνομιακή ικανοποίηση  του δανειστή από το πράγμα.

Άρθρο 1210
`Υπαρξη  απαίτησης

Το ενέχυρο αποτελεί παρεπόμενο δικαίωμα  συνιστάται  και  υπέρ  απαίτησης μελλοντικής ή υπό αίρεση.

Άρθρο 1211
Σύσταση

 Για τη Σύσταση ενεχύρου απαιτείται παράδοση του πράγματος  από  τον  κύριο  στο  δανειστή  και συμφωνία των δύο ότι ο δανειστής αποκτά  ενέχυρο στο  πράγμα.   Η  συμφωνία  απαιτείται  να  γίνει  με  έγγραφο  συμβολαιογραφικό  ή  ιδιωτικό με βέβαιη χρονολογία και να προσδιορίζει  την απαίτηση, καθώς επίσης να περιγράφει το ενεχυραζόμενο πράγμα. Αντί  για περιγραφή στο σώμα του  εγγράφου  αρκεί  να  προσαρτάται  σ`  αυτό  ιδιαίτερος κατάλογος.

Άρθρο 1212
Παράδοση σε τρίτο

 Η παράδοση σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο μπορεί να γίνει και  σε τρίτον με κοινή Συναίνεση δανειστή και ενεχυραστή.

Άρθρο 1213
Παράδοση με αντιφώνηση

 Συμφωνία μεταξύ δανειστή και ενεχυραστή  να  παραμείνει  αυτός  στην κατοχή του πράγματος βάσει ορισμένης έννομης σχέσης δεν ισχύει ως  παράδοση.

Άρθρο 1214
Σύσταση με καταχώριση

 Με  μόνη  τη  συμφωνία συνιστάται ενέχυρο χωρίς παράδοση, αν η  μφωνία αυτή καταχωριστεί σε δημόσιο  βιβλίο  που  καθορίζεται  για  το  σκοπό αυτό από το νόμο.

Άρθρο 1215
`Ελλειψη κυριότητας του ενεχυραστή

 Αν  το  πράγμα  δεν  ανήκει στον ενεχυραστή, ενέχυρο αποκτάται  κατά τους όρους που αποκτάται η κυριότητα κινητού από  μη  κύριο.   Οι  σχετικές διατάξεις εφαρμόζονται αναλόγως.

Άρθρο 1216
Ενέχυρο σε ιδανικό μέρος

νέχυρο  συνιστάται  και  σε  ιδανικό μέρος κινητού πράγματος.  Αλλά το πράγμα δεν επιτρέπεται να παραμείνει ολόκληρο ή κατά ιδανικό  μέρος στην κατοχή του ενεχυραστή.

Άρθρο 1217
Χρόνος από τον οποίο υπάρχει το προνόμιο

  Το  προνόμιο  από το ενέχυρο υπάρχει από τη σύστασή του και αν  ακόμη συστήθηκε για απαίτηση μελλοντική ή υπό αίρεση.

Άρθρο 1218
Ασφαλιζόμενο χρέος

     Το ενέχυρο ασφαλίζει την απαίτηση σε όλη της την έκταση, ιδίως  τους τόκους, την ποινική ρήτρα, τις  αξιώσεις  του  δανειστή  εξαιτίας  δαπανών  που  έκανε στο πράγμα, τα δικαστικά έξοδα, καθώς και τα έξοδα  για την εκποίηση του ενεχύρου.  Αν το ενέχυρο έχει  συσταθεί  για  εξασφάλιση  ξένης  οφειλής,  δικαιοπραξία  οφειλέτη και δανειστή που γίνεται μετά την ενεχύραση δεν  μπορεί να καταστήσει επαχθέστερη τη θέση του ενεχυραστή.

Άρθρο 1219
 Ενστάσεις του ενεχυραστή

   Ο ενεχυραστής, εφόσον στο νόμο δεν ορίζεται διαφορετικά,  έχει  δικαίωμα  να  προτείνει απέναντι στο δανειστή τις ενστάσεις που έχει ο  οφειλέτης κατά της απαίτησης και αν ακόμη  αυτός  παραιτηθεί  από  τις  ενστάσεις αυτές.

Άρθρο 1220
Καρποί του πράγματος

  Το  δικαίωμα  του  ενεχύρου,  εφόσον  δεν συμφωνήθηκε διαφορετικά, δεν εκτείνεται και στους  καρπούς  του  πράγματος  που  αποχωρίστηκαν απ` αυτό.

Άρθρο 1221

Επιτρέπεται να συμφωνηθεί να παίρνει ο δανειστής τα  ωφελήματα  του  πράγματος.  Αν  το  πράγμα  είναι  από  τη φύση του καρποφόρο, σε  περίπτωση αμφιβολίας ο δανειστής θεωρείται ότι  έχει  αυτό  το  δικαίωμα.

Άρθρο 1222

Αν  ο δανειστής έχει δικαίωμα να παίρνει τα ωφελήματα, οφείλει  επιμέλεια για την παραγωγή και την  είσπραξή  τους,  καθώς  και  λογοδοσία.   Το  καθαρό  υπόλοιπο,  εφόσον  δεν  συμφωνήθηκε  διαφορετικά,  διατίθεται πρώτα για την απόσβεση των εξόδων,  έπειτα  των  τόκων  και  τέλος του κεφαλαίου της απαίτησης.

Άρθρο 1223
Καταστροφή ή αναγκαστική απαλλοτρίωση του πράγματος

  Το  ενέχυρο εκτείνεται και στο οφειλόμενο για το πράγμα αντάλλαγμα  ή  ποσόν  αποζημίωσης  ιδίως   σε   περίπτωση   καταστροφής   ή  ασφαλιστικής σύμβασης ή αναγκαστικής απαλλοτρίωσης.

Άρθρο 1224
Υποχρεώσεις του δανειστή

  Ο δανειστής έχει υποχρέωση να  φυλάει  το  πράγμα.   Χωρίς  τη  Συναίνεση  του ενεχυραστή δεν έχει δικαίωμα να το χρησιμοποιεί ή να το  μετενεχυράζει.

Άρθρο 1225
Δαπάνες για το πράγμα

   Οι δαπάνες που έκανε ο δανειστής για  το  πράγμα  αναζητούνται  κατά  τις διατάξεις για τη διοίκηση αλλοτρίων. Ο δανειστής έχει δικαίωμα να αφαιρέσει το κατασκεύασμα που πρόσθεσε στο πράγμα.

Άρθρο 1226
Παράβαση υποχρεώσεων από το δανειστή

   Αν ο δανειστής προσβάλλει τα δικαιώματα του ενεχυραστή,  αυτός  μπορεί  να  απαιτήσει  την  παράδοση  του πράγματος σε μεσεγγυούχο που  διορίζεται από το δικαστήριο, ή τη δημόσια κατάθεση του πράγματος,  αν  είναι δεκτικό κατάθεσης. Τη δαπάνη φέρει ο δανειστής.

Άρθρο 1227

Αντί  για  τη  Μεσεγγύηση  ή την κατάθεση που προβλέπονται στο  προηγούμενο άρθρο,  ο  ενεχυραστής  έχει  δικαίωμα  να  απαιτήσει  την  απόδοση  του  πράγματος  εξοφλώντας  το  δανειστή. Αν η απαίτηση είναι  άτοκη και δεν έχει καταστεί ληξιπρόθεσμη,

Άρθρο 1228
Κίνδυνος των συμφερόντων του δανειστή

  Αν κινδυνεύει η ασφάλεια του δανειστή επειδή απειλείται  καταστροφή  ή  ουσιώδης  μείωση  της  αξίας  του  πράγματος, έχει αυτός το  δικαίωμα να πουλήσει το πράγμα με πλειστηριασμό, ύστερα από άδεια  του  δικαστηρίου,  εκτός  αν ο ενεχυραστής συμπληρώσει την ασφάλεια μέσα σε  εύλογη προθεσμία που του τάσσεται. Ο  πλειστηριασμός  γίνεται  όπως  ο  πλειστηριασμός   κινητού  που  έχει  κατασχεθεί.   Το  εκπλειστηρίασμα  υποκαθίσταται στο  πράγμα  και  κατατίθεται  δημόσια.

Η πώληση των πραγμάτων που έχουν χρηματιστηριακή αξία  γίνεται  χρηματιστηριακώς.

Άρθρο 1229

          Στην  περίπτωση  του προηγούμενου άρθρου έχει δικαίωμα με τους  ίδιους όρους και ο ενεχυραστής να προκαλέσει δικαστική άδεια  για  την  πώληση  του  πράγματος  ή να απαιτήσει την απόδοσή του παρέχοντας άλλη  ασφάλεια. Παροχή ασφάλειας με εγγυητή αποκλείεται.

Άρθρο 1230
Ευκαιρία για επωφελή πώληση

 Ο  ενεχυραστής  και πριν από τη λήξη του χρέους έχει δικαίωμα,  αν του παρουσιαστεί ευκαιρία για  επωφελή  πώληση  του  πράγματος,  να  ζητήσει  από  το  δικαστήριο  την άδεια να το πουλήσει.  Το δικαστήριο  ορίζει τους όρους της πώλησης και την κατάθεση του τιμήματος.

Άρθρο 1231
 Αδιαίρετο του ενεχύρου

Το ενέχυρο είναι αδιαίρετο.  Αν υπάρχει  πάνω  σε  περισσότερα  πράγματα, καθένα απ` αυτά ασφαλίζέι την όλη απαίτηση.

Άρθρο 1232
Απόδοση του πράγματος κατά τη λήξη

 Ο δανειστής έχει την υποχρέωση να  αποδώσει  το  πράγμα,  όταν  αποσβεστεί το ενέχυρο.

Άρθρο 1233

          Με άδεια του δικαστηρίου έχει δικαίωμα ο  δανειστής  και  μετά  την  απόσβεση  της  απαίτησής του να αρνηθεί την απόδοση του πράγματος  στον οφειλέτη, αν έχει εναντίον του άλλη απαίτηση  που  συνομολογήθηκε  μετά  τη  σύσταση του ενεχύρου και έγινε απαιτητή πριν από τη λήξη της  απαίτησης που ασφαλίζεται με το ενέχυρο.   Το  ίδιο  δικαίωμα  έχει  ο  δανειστής  και  κατά  του  τρίτου  ενεχυραστή,  αν  έχει  εναντίον του  απαίτηση με τους ίδιους όρους.

Άρθρο 1234

Ο ενεχυραστής τρίτος έχει  δικαίωμα,  όταν  γίνει  απαιτητή  η  οφειλή,  να  την καταβάλει και να αναλάβει το πράγμα.  Με την καταβολή  υποκαθίσταται στα δικαιώματα του δανειστή.

Άρθρο 1235
Παραγραφή

         Παραγράφονται  μετά  έξι  μήνες  από  την   απόσβεση   του  ενεχύρου:

1. Οι αξιώσεις του ενεχυραστή κατά του δανειστή από βλάβη ή  μείωση της αξίας του  πράγματος

2.   Οι  αξιώσεις  του  δανειστή  για  δαπάνες ή για την αφαίρεση κατασκευάσματος που έχει προσθέσει.

Άρθρο 1236
Προστασία δικαιώματος ενεχύρου

  Σε  περίπτωση  προσβολής  του δικαιώματος του ενεχύρου εφαρμοζονται αναλόγως οι διατάξεις για την προστασία της κυριότητας.

Άρθρο 1237

Δικαίωμα του δανειστή να πουλήσει το ενέχυρο

Ο δανειστής από τη στιγμή που η απαίτησή  του  έγινε  απαιτητή  έχει  δικαίωμα  να  πουλήσει το πράγμα με πλειστηριασμό, αν έχει εκτελεστό τίτλο, ή να προκαλέσει δικαστική απόφαση για την πώλησή  του  με  πλειστηριασμό.   Η  πώληση  γίνεται  όπως  η  πώληση  κινητού που έχει  κατασχεθεί.

Η πώληση πραγμάτων  που  έχουν  χρηματιστηριακή  αξία  γίνεται  χρηματιστηριακώς.

Άρθρο 1238

Αν  περισσότερα  πράγματα  βαρύνονται  με ενέχυρο, ο δανειστής  έχει δικαίωμα να εκποιήσει τόσα μόνο όσα απαιτούνται  για  την  ικανοποίησή του.

Άρθρο 1239
Απαγορευμένες συμφωνίες

 Είναι άκυρη η συμφωνία που γίνεται προτού καταστεί απαιτητό το  ασφαλιζόμενο   χρέος,   σύμφωνα  με  την  οποία  αν  ο  δανειστής  δεν  ικανοποιηθεί εμπρόθεσμα,  η  κυριότητα  του  πράγματος  περιέρχεται  ή  πρέπει να μεταβιβαστεί σ αυτόν. Το ίδιο ισχύει και για τη συμφωνία, με  την  οποία  ο  δανειστής απαλλάσσεται εξολοκλήρου ή κατά ένα μέρος από  τις διατυπώσεις για την εκποίηση του πράγματος.

Άρθρο 1240
Δικαιώματα του υπερθεματιστή

  Με τον πλειστηριασμό και την κατακύρωση κατά  τους  όρους  του  νόμου  ο  αγοραστής  αποκτά  την  κυριότητα του πράγματος ελεύθερη από  βάρη.  Δεν επέρχεται όμως απόσβεση της τυχόν  επικαρπίας  που  υπάρχει  πάνω στο πράγμα πριν από τη σύσταση του ενεχύρου.

Άρθρο 1241
Η απόσβεση του χρέους από το εκπλειστηρίασμα

   Κατά  το  ποσόν  που το εκπλειστηρίασμα περιέρχεται στο δανειστή για την ικανοποίηση της απαίτησής του, η  απαίτηση  θεωρείται  ότι  εξοφλήθηκε  από  τον  ενεχυραστή.  Κατά το υπόλοιπο το εκπλειστηρίασμα  υποκαθίσταται στο πράγμα.

Άρθρο 1242

         Κατά την πώληση του πράγματος από το  δανειστή  ο  ενεχυραστής  λογίζεται  υπέρ  του δανειστή ως κύριος, εκτός αν ο δανειστής γνωρίζει  ότι δεν είναι κύριος.

Άρθρο 1243
Απόσβεση του ενεχύρου

  Απόσβεση του ενεχύρου επέρχεται ιδίως:

1.  Με την απόσβεση της  απαίτησης  για  χάρη  της  οποίας  έχει συσταθεί

2. Με την απόδοση του  πράγματος από το δανειστή στον ενεχυραστή  ή  στον  κύριο

3.   Με  τη  μονομερή  δήλωση  του  δανειστή  προς  τον  ενεχυραστή ή τον κύριο ότι  παραιτείται από το ενέχυρο

4.  Με  την  ένωση  στο  ίδιο  πρόσωπο  της  κυριότητας και του δικαιώματος του ενεχύρου.

Άρθρο 1244
Ενέχυρο σε ανώνυμους τίτλους

   Στο ενέχυρο ανώνυμων τίτλων εφαρμόζονται οι διατάξεις  για  το  ενέχυρο  κινητών.   Αν  οι  τίτλοι  αυτοί  παραδόθηκαν στον ενεχυρούχο  δανειστή, το ενέχυρο εκτείνεται και στα προσαρτημένα  τοκομερίδια  και  μερισματόγραφα.

Άρθρο 1245

Στο  ενέχυρο  μετοχών εταιρίας, αν δεν ορίστηκε διαφορετικά, ο  ενεχυραστής έχει δικαίωμα και κατά τη διάρκεια του ενεχύρου να μετέχει  στις συνελεύσεις των μετόχων.

Άρθρο 1246
Νόμιμο ενέχυρο

  Οι διατάξεις για το συμβατικό  ενέχυρο  εφαρμόζονται  αναλόγως  και στο Νόμιμο ενέχυρο.

Άρθρο 1247
Ενέχυρο σε δικαίωμα

 Ενέχυρο  μπορεί να συσταθεί και σε δικαίωμα, εφόσον αυτό είναι  μεταβιβάσιμο. Η σύσταση γίνεται κατά  τον  τρόπο  που  γίνεται  και  η  μεταβίβαση  του  δικαιώματος.   Η  σύμβαση για τη σύσταση του ενεχύρου  απαιτείται να γίνει με έγγραφο συμβολαιογραφικό ή ιδιωτικό  με  βέβαιη  χρονολογία.

Άρθρο 1248
Ιδίως ενέχυρο απαίτησης

  Αν  αντικείμενο  του  ενεχύρου  είναι   απαίτηση,   απαιτείται  επιπλέον ο ενεχυραστής να γνωστοποιήσει στον οφειλέτη την ενεχύραση.

Άρθρο 1249

Το  ενέχυρο  απαίτησης εκτείνεται και στους τόκους που γίνονται  απαιτητοί  μετά  τη  σύσταση  του  ενεχύρου.

Άρθρο 1250

Αν στην ίδια απαίτηση έχουν συσταθεί  περισσότερα  ενέχυρα,  η  σειρά   προτεραιότητας   κανονίζεται   από   το  χρόνο  σύστασης  κάθε  δικαιώματος.

Άρθρο 1251
Ενέχυρο τίτλου σε διαταγή

 Για την ενεχύραση τίτλου σε διαταγή αρκεί οπισθογράφησή του σε  διαταγή του δανειστή, χωρίς να απαιτείται άλλη έγγραφη συμφωνία.

Άρθρο 1252
Είσπραξη της απαίτησης που έχει ενεχυραστεί

 Εφόσον  το  ασφαλιζόμενο χρέος δεν έληξε, ο ενεχυρούχος δανειστής έχει δικαίωμα να εισπράξει μόνος την  ενεχυρασμένη  απαίτηση,  αν  δεν  είναι  χρηματική.   Από  την είσπραξη ο δανειστής έχει ενέχυρο σε  πράγμα του ενεχυραστή.

Άρθρο 1253

Στην  περίπτωση  του  προηγούμενου άρθρου,  αν η ενεχυρασμένη  απαίτηση είναι χρηματική, την είσπραξη έχουν δικαίωμα και υποχρέωση να  κάνουν από κοινού ο ενεχυρούχος δανειστής και ο ενεχυραστής.  Αντί για  είσπραξη ή μετά από αυτήν έχει δικαίωμα καθένας απ`αυτούς να απαιτήσει  την ασφαλή και έντοκη τοποθέτηση των χρημάτων  με  την  επιφύλαξη  του  δικαιώματος   του   ενεχύρου.   Το  είδος  της  τοποθέτησης  ορίζει  ο  ενεχυραστής.

Άρθρο 1254

Οταν  λήγει το ασφαλιζόμενο χρέος, αν η ενεχυρασμένη απαίτηση  δεν είναι χρηματική, ο ενεχυρούχος δανειστής την εισπράττει μόνος  και  επέρχονται οι συνέπειες της ενεχύρασης πράγματος του ενεχυραστή.  Αν η  ενεχυρασμένη   απαίτηση   είναι  χρηματική,  έχει  δικαίωμα  επίσης  ο  δανειστής να την εισπράξει αλλά μόνο κατά το ποσόν που απαιτείται  για  την  ικανοποίησή  του.   Αντί  για  τέτοια  είσπραξη  έχει δικαίωμα να  απαιτήσει να του εκχωρηθεί η απαίτηση αντί καταβολής.  Δεν  δικαιούται  σε άλλη διάθεση της ενεχυρασμένης απαίτησης.

Άρθρο 1255
Ενεχύραση τίτλου σε διαταγή κλπ

  Αν  αντικείμενο  του  ενεχύρου  είναι  τίτλος  σε  διαταγή,   ο  ενεχυρούχος  δανειστής  έχει  δικαίωμα να εισπράξει μόνος και αν ακόμη  δεν έληξε το ασφαλιζόμενο χρέος. Το ίδιο ισχύει και για τοκομερίδια  ή  μερισματόγραφα προσαρτημένα σε ανώνυμους τίτλους που ενεχυράστηκαν και  παραδόθηκαν   στο  δανειστή.   Αν  η  είσπραξη  έγινε  πριν  λήξει  το  ασφαλιζόμενο  χρέος,  ο  ενεχυρούχος  δανειστής  έχει   υποχρέωση   να  τοποθετήσει  ασφαλώς  και  έντοκα  το  ποσόν  που  εισέπραξε,  με  την  επιφύλαξη του δικαιώματος του ενεχύρου.

Άρθρο 1256

Στην ενεχύραση δικαιώματος εφαρμόζονται κατά τα  λοιπά  αναλόγως οι διατάξεις για την ενεχύραση πράγματος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ
Υποθήκη
Άρθρο 1257
`Εννοια

Σε ξένο ακίνητο μπορεί να συσταθεί εμπράγματο δικαίωμα  υποθήκης  για  την  εξασφάλιση  απαίτησης με την προνομιακή ικανοποίηση του  δανειστή από το πράγμα.

Άρθρο 1258
Υπαρξη  απαίτησης

 Η υποθήκη αποτελεί παρεπόμενο δικαίωμα μπορεί να αποκτηθεί και  υπέρ απαίτησης μελλοντικής ή υπό αίρεση.

Άρθρο 1259
Δεκτικά υποθήκης

 Η  υποθήκη  αποκτάται  μόνο  σε ακίνητα που μπορούν να εκποιηθούν καθώς και στην επικαρπία τέτοιων ακινήτων, για όσο χρόνο  διαρκεί  αυτή.

Άρθρο 1260
Οροι για την απόκτηση υποθήκης

 Για την απόκτηση υποθήκης απαιτείται τίτλος που χορηγεί δικαίωμα υποθήκης και εγγραφή στο βιβλίο υποθηκών.

Άρθρο 1261
Τίτλοι

 Τίτλοι που χορηγούν δικαίωμα για την απόκτηση υποθήκης είναι ο  νόμος, η δικαστική απόφαση και η ιδιωτική βούληση.

Άρθρο 1262
Τίτλος από το νόμο

 Τίτλο από το νόμο για την  απόκτηση  υποθήκης  έχουν:

1.  το  δημόσιο,   στα   ακίνητα   των   οφειλετών  του,  για  απαιτήσεις  από  καθυστερούμενους φόρους

2.  το δημόσιο, οι δήμοι,  οι  κοινότητες,  τα  θρησκευτικά  ή  τα  κοινής  ωφέλειας  ιδρύματα  και  τα νομικά πρόσωπα  δημόσιου δικαίου, στα ακίνητα των διαχειριστών ή  των  εγγυητών  τους,  για  τις  απαιτήσεις  που  πηγάζουν  από τη διαχείριση

3.  εκείνοι που  τελούν υπό Γονική μέριμνα ή επιτροπεία, στα ακίνητα των γονέων  ή  του  επιτρόπου, για την περιουσία τους που αυτοί διαχειρίζονται και για τις  απαιτήσεις  τους  από  αυτή  τη  διαχείριση

4.  ο κάθε σύζυγος για την  απαίτησή του από την επαύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου κατά το  άρθρο 1400

5.  οι κληροδόχοι, στα ακίνητα της  κληρονομίας,  για  τις  απαιτήσεις  τους

6.   οι κληρονόμοι, στα ακίνητα της κληρονομίας, για  τις  απαιτήσεις  προς  εξίσωση  των  μερίδων  τους  ή   λόγω   νομικών  ελαττωμάτων  των  αντικειμένων  της  κληρονομίας που τους έλαχαν

7.  ο  ενυπόθηκος δανειστής, στο  ενυπόθηκο  ακίνητο,  για  τους  καθυστερούμενους  τόκους  της  απαίτησης  και  για  τη  δαπάνη  της εγγραφής της  υποθήκης ή τη  δικαστική  δαπάνη,  εφόσον  το  ενυπόθηκο  ακίνητο  δεν  μεταβιβάστηκε σε άλλον.

Άρθρο 1263
Τίτλος από δικαστική απόφαση

 Τίτλο  για  την απόκτηση υποθήκης παρέχουν, εφόσον επιδικάζουν  χρηματική ή άλλη αποτιμητή σε χρήμα παροχή, οι  τελεσίδικες  αποφάσεις  των  πολιτικών,  ποινικών  και διοικητικών ή άλλων ειδικών δικαστηρίων  καθώς και οι εκτελεστές αποφάσεις διαιτητών ή αλλοδαπών δικαστηρίων.

Άρθρο 1264
Ακίνητα στα οποία εκτείνεται ο τίτλος

 Το δικαίωμα για εγγραφή υποθήκης με βάση τίτλο από το  νόμο  ή  από  δικαστική  απόφαση  εκτείνεται  σε  όλα  τα ακίνητα του οφειλέτη,  εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά. Η εγγραφή όμως γίνεται μόνο για  ορισμένη ποσότητα και σε ορισμένα ακίνητα.

Άρθρο 1265
Ποιός παραχωρεί υποθήκη

Δικαίωμα για εγγραφή υποθήκης παρέχεται από τον οφειλέτη ή από  τρίτο  υπέρ  του  οφειλέτη.  Αυτός που παραχωρεί υποθήκη απαιτείται να  είναι κύριος του ακινήτου.

Άρθρο 1266

Το  δικαίωμα  εγγραφής  υποθήκης  κατά  το  προηγούμενο  άρθρο  παραχωρείται με μονομερή συμβολαιογραφική δήλωση, στην οποία πρέπει να  προσδιορίζεται το ακίνητο που υποθηκεύεται.

Άρθρο 1267

Οποιος παραχωρεί υποθήκη σε ακίνητο που  γνωρίζει  ότι  είναι  ξένο  ή  αποσιωπά  από  το  δανειστή τους περιορισμούς και τα βάρη της  κυριότητάς του έχει υποχρέωση να εξοφλήσει αμέσως  το  χρέος,  αν  δεν  μπορεί  να παραχωρήσει άλλη ανάλογη υποθήκη.  Περαιτέρω ευθύνη του δεν  αποκλείεται.

Άρθρο 1268
Από πότε υπάρχει η υποθήκη

 Η υποθήκη υπάρχει από τη στιγμή που γίνεται  κανονική  εγγραφή  της στο βιβλίο υποθηκών της περιφέρειας όπου βρίσκεται το ακίνητο.

Άρθρο 1269
Εγγράφεται μόνο για ορισμένη χρηματική ποσότητα

 Η  εγγραφή  της  υποθήκης  γίνεται πάντοτε για ορισμένη χρηματική ποσότητα. Αν στον τίτλο δεν περιέχεται ορισμένη  ποσότητα,  αυτός  που  ζητεί  την  εγγραφή  πρέπει  να  την  ορίσει  κατά  προσέγγιση. Ο  οφειλέτης όμως έχει δικαίωμα να απαιτήσει  τη  μείωση  του  ποσού  στο  μέτρο που αρμόζει.

Άρθρο 1270
Περιορισμός εγγραφής

   Η υποθήκη που εγγράφεται βάσει τίτλου από το νόμο ή από δικαστική απόφαση σε περισσότερα ακίνητα του οφειλέτη,  μπορεί  με  αίτησή  του  να  περιοριστεί σε τόσα μόνο ακίνητα όσων η αξία ασφαλίζει αρκετά  την απαίτηση.

Άρθρο 1271
`Ελλειψη κυριότητας εκείνου που παραχώρησε

 Είναι άκυρη η εγγραφή υποθήκης από ιδιωτική βούληση εφόσον  το  ακίνητο  δεν  ανήκει  ήδη  κατά  το  χρόνο  της εγγραφής σ εκείνον που  παραχώρησε την υποθήκη.  Η εγγραφή δεν  ισχυροποιείται  με  έγκριση  ή  επίκτηση μεταγενέστερη από την εγγραφή.

Άρθρο 1272
Τάξη υποθηκών

   Η ημέρα της εγγραφής κανονίζει  την  προτίμηση  των  υποθηκών. `Ολες  οι  υποθήκες που γράφηκαν την ίδια ημέρα έχουν την ίδια  τάξη.

Άρθρο 1273
Η εγγραφή διακόπτει την Παραγραφή

Η  εγγραφή  της υποθήκης διακόπτει την Παραγραφή της απαίτησης  υπέρ εκείνου για  τα  δικαιώματα  του  οποίου  έγινε.   Αν  η  υποθήκη  εξαλειφθεί, η Παραγραφή λογίζεται σαν να μη διακόπηκε.

Άρθρο 1274
Προσημείωση

 Εγγραφή προσημείωσης υποθήκης γίνεται μόνο  ύστερα  από  δικαστική απόφαση.

Άρθρο 1275
Άρθρο 1276

Η  προσημείωση εγγράφεται όπως η υποθήκη, με τη μνεία όμως ότι προσημειώνεται.

Άρθρο 1277
Τροπή της προσημείωσης

Η  προσημείωση  χορηγεί  μόνο δικαίωμα προτίμησης για την απόκτηση υποθήκης.  Οταν η  απαίτηση  επιδικαστεί  τελεσίδικα,  η  προσημείωση  τρέπεται  σε  υποθήκη, η οποία λογίζεται ότι έχει εγγραφεί από  την ημέρα της προσημείωσης.

Άρθρο 1278

 Η Τροπή της προσημείωσης σε υποθήκη δεν εμποδίζεται από το ότι  το ακίνητο περιήλθε στην κυριότητα άλλου.

Άρθρο 1279

Αν πριν από την τροπή  της  προσημείωσης  σε  υποθήκη  χωρήσει  αναγκαστική  εκτέλεση  στο  ακίνητο,  η απαίτηση υπέρ της οποίας, έχει  εγγραφεί η προσημείωση κατατάσσεται τυχαία και το ακίνητο  περιέρχεται  στον αγοραστή ελεύθερο.

Άρθρο 1280
Διακόπτει την Παραγραφή

   Η προσημείωση  διακόπτει  την  Παραγραφή  της  απαίτησης  υπέρ  εκείνου  για  τα  δικαιώματα  του  οποίου  έγινε.   Αν  η  προσημείωση  εξαλειφθεί, η Παραγραφή λογίζεται σαν να μη διακόπηκε.

Άρθρο 1281
Αδιαίρετο της υποθήκης

  Η υποθήκη είναι δικαίωμα αδιαίρετο.

Άρθρο 1282
`Εκταση της υποθήκης

 Η υποθήκη εκτείνεται σε ολόκληρο το ενυπόθηκο κτήμα καθώς  και  στα συστατικά και στα παραρτήματά του.

Άρθρο 1283

Αν  κινητό  που  αποτελεί συστατικό ή παράρτημα του ενυποθήκου  αποχωρίστηκε  από  αυτό  και  μεταβιβάστηκε  σε  τρίτο,  ο  ενυπόθηκος  δανειστής δεν δικαιούται να το απαιτήσει κατά του τρίτου.

Άρθρο 1284
Χειροτέρευση του ενυποθήκου

 Αν  από υπαιτιότητα του οφειλέτη κινδυνεύει να χειροτερέψει το  ενυπόθηκο ή να ελαττωθεί η αξία του, ο δανειστής έχει το  δικαίωμα  να  απαιτήσει  είτε  την  παράλειψη  ή άρση των επιβλαβών πράξεων είτε την  άμεση εξόφληση του χρέους είτε τέλος  την  παραχώρηση  άλλης  ανάλογης  υποθήκης.   Αξίωση αποζημίωσης κατά τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες  δεν αποκλείεται.

Άρθρο 1285
Ασφάλιση του ενυποθήκου

  Αν το ενυπόθηκο είναι οικοδομή, ο δανειστής έχει  δικαίωμα  να  την  ασφαλίζει  κατά  της  φωτιάς  ή  άλλου  κινδύνου  με  δαπάνες του  οφειλέτη.  Αν αυτός δεν καταβάλλει τα  ασφάλιστρα,  ο  δανειστής  έχει  δικαίωμα να απαιτήσει την άμεση καταβολή του χρέους.

Άρθρο 1286

Η  διάταξη  του  προηγούμενου  άρθρου  εφαρμόζεται και για την  ασφάλιση κάθε ενυπόθηκου ακινήτου, αν η  ασφάλιση  κατά  του  κινδύνου  επιβάλλεται από τους κανόνες της τακτικής διαχείρισής του.

Άρθρο 1287

         `Οταν το ενυπόθηκο είναι ασφαλισμένο, το δικαίωμα της υποθήκης  ασκείται και στην οφειλόμενη ασφαλιστική αποζημίωση.  Ο δανειστής έχει  υποχρέωση να καταθέσει το ποσόν της αποζημίωσης δημόσια για να γίνει η  διαδικασία  της  κατάταξης.  Αν  όμως  το  ενυπόθηκο είναι οικοδομή, ο  οφειλέτης έχει δικαίωμα, μέσα σε έξι  μήνες  από  τότε  που  επήλθε  ο  ασφαλιστικός   κίνδυνος,   να  απαιτήσει  να  διατεθεί  το  ποσόν  της  αποζημίωσης για την αποκατάσταση της  οικοδομής.   Αν  η  αποκατάσταση  αυτή  δεν  πραγματοποιηθεί  μέσα  σε  ένα  χρόνο  από την καταβολή της  αποζημίωσης, το ποσόν κατατίθεται δημόσια και γίνεται η διαδικασία της  κατάταξης.

Άρθρο 1288
Αναγκαστική απαλλοτρίωση

 Αν το ενυπόθηκο ακίνητο απαλλοτριωθεί αναγκαστικά, το δικαίωμα  της υποθήκης ασκείται στην αποζημίωση.  Αυτή κατατίθεται  δημόσια  και  γίνεται η διαδικασία της κατάταξης.

Άρθρο 1289
Εγγραφή κεφαλαίου ως τοκοφόρου

 Αν  το  κεφάλαιο  της  απαίτησης  που  ασφαλίζεται  με υποθήκη  γράφηκε ως τοκοφόρο, η υποθήκη, σε οποιουδήποτε την κυριότητα  και  αν  βρίσκεται  το  ακίνητο, ασφαλίζει κατά την ίδια τάξη εγγραφής και τους  καθυστερούμενους  τόκους  ενός  έτους  πριν  από  την  κατάσχεση,  από  οποιονδήποτε  και  αν  ενεργήθηκε αυτή, καθώς και τους τόκους μετά την  κατάσχεση ως την πληρωμή του χρέους,  ή  ωσότου  γίνει  αμετάκλητος  ο  πίνακας της κατάταξης.

Άρθρο 1290
Παραχώρηση και άλλης υποθήκης

  Η  εγγραφή  της υποθήκης δεν αφαιρεί από τον κύριο το δικαίωμα  να παραχωρήσει και  σε  άλλον  υποθήκη  στο  ίδιο  ακίνητο.   Αντίθετη  συμφωνία  ισχύει  μόνο  έναντι αυτών που αποκτούν υποθήκη από ιδιωτική  βούληση και μόνο αν η συμφωνία έχει εγγραφεί στο βιβλίο υποθηκών.

Άρθρο 1291
 Δικαιώματα ενυπόθηκου δανειστή

Ο δανειστής έχει δικαίωμα να απαιτήσει από  τον  οφειλέτη  την  εξόφληση  του  χρέους  ασκώντας κατ` εκλογήν είτε την ενοχική είτε την  εμπράγματη αγωγή.  Η άσκηση της ενοχικής δεν αποκλείει την  εμπράγματη  αγωγή.

Άρθρο 1292

         Με  την  εμπράγματη  αγωγή ο δανειστής μπορεί να επιδιώξει την  εξόφληση του χρέους με την αναγκαστική πώληση του ενυπόθηκου κτήματος,  μόλις το χρέος γίνει απαιτητό.

Άρθρο 1293

Αν η απαίτηση του δανειστή δεν ικανοποιηθεί στο σύνολο ή  κατά  ένα  μέρος  από  το  ενυπόθηκο  κτήμα, ο δανειστής έχει το δικαίωμα να  στραφεί με την ενοχική αγωγή κατά οποιουδήποτε υποχρέου.

Άρθρο 1294
Τρίτος κύριος ή νομέας

  Ο τρίτος κύριος που παραχώρησε  την  υποθήκη  καθώς  και  κάθε  τρίτος  που  νέμεται  με  νόμιμο  τίτλο  το  ενυπόθηκο, υπόκειται στην  εμπράγματη αγωγή του δανειστή με την  αναγκαστική  εκτέλεση  πάνω  στο  κτήμα, αν δεν προτιμά να εξοφλήσει όλες τις ενυπόθηκες απαιτήσεις στην  έκταση που ασφαλίζονται με την υποθήκη.

Άρθρο 1295

Η  εκτέλεση  κατά  του  τρίτου κυρίου ή νομέα γίνεται κατά τις  διατάξεις  της  πολιτικής  δικονομίας,  η  επιταγή  για  την   πληρωμή  κοινοποιείται  και  σ`  αυτόν.  Το  περίσσευμα  του εκπλειστηριάσματος  αποδίδεται στον τρίτο.

Άρθρο 1296
`Εκταση υποχρέωσης του τρίτου

 Η υποχρέωση του τρίτου κυρίου ή νομέα  για  τις  υποθήκες  δεν εκτείνεται  περισσότερο  από  την αξία του ενυπόθηκου κτήματος, εφόσον αυτός δεν ενέχεται προσωπικά.

Άρθρο 1297

Αν δοθεί υποθήκη για εξασφάλιση εγγύησης, ο  τρίτος  κύριος  ή  νομέας  του  ενυπόθηκου κτήματος έχει δικαίωμα να απαιτήσει να εναχθεί  πρώτα ο πρωτοφειλέτης. Εξαιρείται η περίπτωση που ο εγγυητής είναι και  πρωτοφειλέτης.

Άρθρο 1298
Υποκατάσταση του τρίτου

 Αν ο τρίτος κύριος ή νομέας του ενυπόθηκου κτήματος  καταβάλει  το  ενυπόθηκο  χρέος  ή  αποβληθεί από το ακίνητο με τον πλειστηριασμό  του, υποκαθίσταται στα δικαιώματα του ενυπόθηκου δανειστή.

Άρθρο 1299
 Χειροτέρευση από υπαιτιότητα του τρίτου

Αν από υπαιτιότητα του τρίτου κυρίου  ή  νομέα  κινδυνεύει το  ενυπόθηκο κτήμα να χειροτερέψει ή να ελαττωθεί η αξία του, ο δανειστής  έχει  δικαίωμα  να  απαιτήσει  είτε την παράλειψη ή άρση των επιβλαβών  πράξεων είτε την άμεση εξόφληση του χρέους.  Αξίωση  αποζημίωσης  κατά  τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται.

Άρθρο 1300
Τάξη προτεραιότητας ενυποθήκων

 Η  προτεραιότητα  μεταξύ  των ενυποθήκων δανειστών κανονίζεται  κατά τη χρονολογική τάξη της εγγραφής της υποθήκης τους.

Άρθρο 1301

Δανειστές  των  οποίων  οι  υποθήκες  γράφηκαν  την ίδια ημέρα  ικανοποιούνται σύμμετρα.

Άρθρο 1302
 Ποιός ζητεί την εγγραφή

 Οποιοσδήποτε μπορεί να ζητήσει την εγγραφή  υποθήκης  για  τον  εαυτό του ή για άλλον.

Άρθρο 1303

`Εχουν  ιδίως  δικαίωμα  να ζητήσουν την εγγραφή υποθήκης υπέρ  άλλου:

1.  οι δανειστές του οφειλέτη, αν ο ίδιος  αμελεί  να  εγγράψει  την  υποθήκη,  για την οποία έχει τίτλο,

2. ο εγγυητής, αν ο δανειστής  αμελεί να  εγγράψει  την  υποθήκη,  για  την  οποία  έχει  τίτλο  προς  εξασφάλιση  της απαίτησής του κατά του πρωτοφειλέτη,

3. ο επίτροπος, ο  παρεπίτροπος, ή κάθε συγγενής,  για  την  εγγραφή  υποθήκης  υπέρ  του  επιτροπευομένου στα ακίνητα του επιτρόπου.

Άρθρο 1304
Συμφωνία συζύγων για μη εγγραφή υποθήκης

 Είναι  άκυρη  η  συμφωνία μεταξύ των συζύγων για τη μη εγγραφή  της υποθήκης που προβλέπεται στο άρθρο 1262 αριθμ. 4.

Άρθρο 1305
Δικαιολογητικά αίτησης εγγραφής

 Εκείνος που ζητεί την εγγραφή υποθήκης προσάγει τον τίτλο  και  δύο  περιλήψεις,  από  τις  οποίες  η  μία  μπορεί  να γραφεί πάνω στο  αντίγραφο του τίτλου.

Άρθρο 1306

Οι περιλήψεις του προηγούμενου άρθρου περιέχουν:

1. το  όνομα,  επώνυμο,  Κατοικία  και  επάγγελμα του δανειστή και του οφειλέτη

2. τη  χρονολογία και το είδος του τίτλου,

3.  το  οφειλόμενο  ποσόν,

4.  το  χρόνο  της λήξης του χρέους,

5. την περιγραφή του ακινήτου κατά είδος,  θέση και όρια.

Άρθρο 1307

Εκείνος που ζητεί την εγγραφή υποθήκης οφείλει  να  επισυνάψει  στις  περιλήψεις τα έγγραφα ή αποδείξεις που δικαιολογούν την αίτηση ή  την εγγραφή.

Άρθρο 1308
Κοινοποίηση περίληψης

    Ο δανειστής μέσα σε οκτώ ημέρες από  την  εγγραφή  οφείλει  να  κοινοποιήσει  στον  οφειλέτη, εφόσον αυτός δεν συνέπραξε στην εγγραφή,  αντίγραφο της περίληψης που βρίσκεται στα χέρια του.

Άρθρο 1309
 Εγγραφή σε βάρος προσώπου που έχει πεθάνει

  Σε ακίνητα προσώπου που έχει πεθάνει η εγγραφή μπορεί να γίνει  στο όνομά του χωρίς να αναφέρονται οι κληρονόμοι.

Άρθρο 1310
Άρθρο 1311
Συρροή αιτήσεων εγγραφών

    Αν συμπέσει  μεγάλη  συρροή  υποθηκών  και  προσημειώσεων  που  πρέπει   να  εγγραφούν  και  ο  υποθηκοφύλακας  δεν  μπορέσει  να  τις  καταχωρίσει όλες στο βιβλίο την ίδια ημέρα, οφείλει να συντάξει έκθεση  για όσες δεν καταχωρίστηκαν και να τις σημειώσει  κατά  την  τάξη  της  προσαγωγής  τους. Η εγγραφή αυτών των υποθηκών στο βιβλίο γίνεται κατά  την τάξη που γράφηκαν στην έκθεση.

Άρθρο 1312
Εκχώρηση ή ενεχύραση ενυπόθηκης απαίτησης

  Αν εκχωρηθεί ή ενεχυραστεί ενυπόθηκη απαίτηση,  γίνεται  μνεία  της  εκχώρησης  ή  της  ενεχύρασης  στην  κατάλληλη  στήλη του βιβλίου  υποθηκών, με φροντίδα του εκδοχέα ή του  ενεχυρούχου  δανειστή.  Αυτοί  ενέχονται για κάθε ζημία από την παράλειψη.

Άρθρο 1313
`Αλλες σημειώσεις στο βιβλίο

   Με  αίτηση  των  μερών  μπορούν  να  καταχωριστούν  στο βιβλίο  υποθηκών απέναντι από την αντίστοιχη εγγραφή διάφορες  σημειώσεις  που  περιέχουν  ιδίως:

1.  διορθώσεις  ελλείψεων και λαθών των μερών ή του  υποθηκοφύλακα σχετικά με την εγγραφή,

2.  αλλαγή Κατοικίας ή διαμονής,

3.  ελαττώσεις του ποσού της ασφαλιζόμενης απαίτησης ή απαλλαγή μέρους  των  ενυπόθηκων  κτημάτων,

4.  μεταβολή  των  όρων   της   ενυπόθηκης  απαίτησης.

Η  ελάττωση  του  ποσού  ή  η  απαλλαγή  μέρους των ενυπόθηκων  κτημάτων καθώς και η μεταβολή των όρων του  χρέους  σημειώνονται  μόνο  ύστερα από δικαστική απόφαση ή από συγκατάθεση των μερών που παρέχεται  με συμβολαιογραφικό έγγραφο.

Άρθρο 1314
Διορθώσεις λαθών και ελλείψεων

Λάθη  ή  ελλείψεις σχετικά με την εγγραφή, που προέρχονται από  υπαιτιότητα των μερών, διορθώνονται μόνο  με  βάση  έγγραφα  όμοια  με  εκείνα που απαιτούνται για την πρώτη εγγραφή.  Οι διορθώσεις ισχύουν από την ημέρα που έγιναν.

Άρθρο 1315
Χρονολογία εγγραφών κλπ

 Κάθε  εγγραφή  υποθήκης,  προσημείωση  ή  σημείωση  στο βιβλίο  υποθηκών και κάθε αντίγραφο ή περίληψη από το βιβλίο πρέπει να  φέρουν  τη χρονολογία κατά την οποία έγιναν.

Άρθρο 1316
Ποιόν βαρύνουν τα έξοδα

Τα  έξοδα  της  εγγραφής  της  υποθήκης,  αν  δεν  συμφωνήθηκε  διαφορετικά, βαρύνουν τον οφειλέτη αλλά προκαταβάλλονται από αυτόν που  ζητεί την εγγραφή. Το ίδιο ισχύει και για τα έξοδα  της  προσημείωσης,  αν έγινε τροπή σε υποθήκη.

Άρθρο 1317
Απόσβεση υποθήκης

Η  απόσβεση  της  απαίτησης με οποιονδήποτε τρόπο επιφέρει την  απόσβεση της υποθήκης.

Άρθρο 1318

Απόσβεση της υποθήκης επέρχεται επίσης:

1.  με  την  ολοσχερή  εξαφάνιση  του ενυπόθηκου κτήματος,

2.  με την παραίτηση του δανειστή,

3.  με τον πλειστηριασμό του ενυπόθηκου κτήματος και την καταβολή  του  εκπλειστηριάσματος

4.  με  την  παρέλευση της προθεσμίας με την οποία  είχε παραχωρηθεί η υποθήκη.

Άρθρο 1319
Παραίτηση από την υποθήκη

 Η παραίτηση από το δικαίωμα της υποθήκης γίνεται  με  μονομερή  συμβολαιογραφική δήλωση.

Η παραίτηση αυτή δεν αναιρεί την ενοχική αγωγή εναντίον κάθε  υποχρέου.

Άρθρο 1320
Παραγραφή απαίτησης

Με την Παραγραφή της απαίτησης επέρχεται απόσβεση της υποθήκης.

Άρθρο 1321
Σύγχυση

Η  υποθήκη  αποσβήνεται,  όταν  ενωθούν  στο  ίδιο  πρόσωπο  η  κυριότητα και το δικαίωμα της υποθήκης.

Άρθρο 1322
Αλλοίωση ενυπόθηκου κτήματος

 Η αλλοίωση του ενυπόθηκου κτήματος ή η μεταβολή του σχήματος  ή  του είδους του δεν βλάπτει το δικαίωμα της υποθήκης.

Άρθρο 1323
Απόσβεση προσημείωσης

 Απόσβεση  της  προσημείωσης  επέρχεται  από  τους  λόγους  που  ισχύουν και για την υποθήκη,  καθώς  και:

1.   με  την  ανάκληση  της  απόφασης  που  διέταξε  την προσημείωση,

2. αν μέσα σε ενενήντα ημέρες  από την τελεσίδικη απόφαση που επιδικάζει την απαίτηση δεν τράπηκε  σε  υποθήκη.

Άρθρο 1324
Εξάλειψη υποθήκης

Οι  υποθήκες  που  έχουν  εγγραφεί  εξαλείφονται από το βιβλίο  υποθηκών είτε με τη Συναίνεση του δανειστή είτε με τελεσίδικη απόφαση.

Άρθρο 1325

Η Συναίνεση του δανειστή για την εξάλειψη γίνεται με  μονομερή  συμβολαιογραφική δήλωση.

Άρθρο 1326

Καταργήθηκε με το άρθρο 11 Ν. 1329/1983.

Άρθρο 1327
Απόφαση για την εξάλειψη

  Αν  ο  δανειστής  δεν  συναινεί  στην εξάλειψη, τη διατάζει το  δικαστήριο ύστερα από αγωγή όποιου έχει συμφέρον.

Άρθρο 1328

   Το  δικαστήριο  διατάζει  την  εξάλειψη,  αν  η  υποθήκη  έχει  αποσβεστεί ή αν η εγγραφή της είναι άκυρη.

Άρθρο 1329
Ακυρότητα της εγγραφής της υποθήκης

 Η  εγγραφή  είναι  άκυρη:

1. Αν από αυτή προκύπτει αβεβαιότητα  για το πρόσωπο του δανειστή ή του οφειλέτη ή για το ενυπόθηκο  ακίνητο  ή για το ποσόν της ασφαλιζόμενης απαίτησης,

2. αν δεν έχει χρονολογία,

3.  αν έγινε με βάση άκυρο τίτλο.

Άρθρο 1330
Εξάλειψη της προσημείωσης

Η  προσημείωση  εξαλείφεται:

1. με Συναίνεση του δανειστή, που  παρέχεται όπως και για την εξάλειψη  της  υποθήκης,

2.  αν  προσαχθεί  απόφαση  που  ανακαλεί την απόφαση που είχε διατάξει την εγγραφή της ή  απόφαση που διατάζει την  εξάλειψή  της,

3.  αν  από  την  τελεσίδικη  επιδίκαση της απαίτησης πέρασαν ενενήντα ημέρες χωρίς η προσημείωση να  τραπεί σε υποθήκη.

Άρθρο 1331
Συνέπειες της εξάλειψης

 Αν εξαλειφθεί η υποθήκη, την τάξη της παίρνει η αμέσως επόμενη  κατά το χρόνο της εγγραφής.

Άρθρο 1332
Η υποθήκη δεν αναβιώνει χωρίς εγγραφή

Η υποθήκη μετά την απόσβεσή της δεν αναβιώνει, αν εγγραφεί και  πάλι, ισχύει από το χρόνο της νέας εγγραφής.

Άρθρο 1333
 Γραφείο υποθηκών

  Στα   γραφεία  υποθηκών  γίνονται  οι  εγγραφές  υποθηκών,  οι  προσημειώσεις και οι εξαλείψεις τους.  Τα  γραφεία  αυτά  συνιστώνται,  λειτουργούν και διευθύνονται κατά τον τρόπο που ορίζει ο νόμος.

Άρθρο 1334

Ο  φύλακας  των  υποθηκών  οφείλει  να  τηρεί  το  βιβλίο  των  υποθηκών, να καταχωρίζει σ` αυτό ακριβώς και κατά χρονολογική τάξη τις  εγγραφές, τις προσημειώσεις και τις  σημειώσεις,  όσες  κατά  το  νόμο  είναι  δεκτές  και  πρέπει  να  καταχωριστούν,  καθώς  και να τηρεί με  επιμέλεια τα έγγραφα που του παραδίνονται κατά το νόμο.

Άρθρο 1335
Ισχύς των πράξεών του

Οι πράξεις του γραφείου υποθηκών, όταν γίνονται σύμφωνα με  το  νόμο,  καθώς  και  τα  αντίγραφα  από  το  βιβλίο  υποθηκών έχουν ισχύ  δημόσιων εγγράφων.

Άρθρο 1336
Αρίθμηση και μονογράφηση σελίδων

  Τα βιβλία υποθηκών πριν  από  κάθε  εγγραφή  αριθμούνται  κατά  σελίδα  και  μονογράφονται  από  τον  πρόεδρο πρωτοδικών, ο οποίος στο  τέλος βεβαιώνει τον αριθμό των σελίδων.  Σε κάθε γραφείο τηρείται  και  αλφαβητικό ευρετήριο του βιβλίου υποθηκών.

Άρθρο 1337
`Αλλες διατυπώσεις

`Ολες  οι  ποσότητες  που  αναφέρονται στο βιβλίο σημειώνονται  αριθμητικώς και ολογράφως. Ο φύλακας οφείλει να  υπογράφει  ιδιοχείρως  όλες  τις  εγγραφές,  τις  προσημειώσεις  και  τις  διαγραφές,  και να  συνάπτει σε ιδιαίτερους τόμους τις περιλήψεις και τα άλλα έγγραφα, όσα  απαιτούνται για την εγγραφή.

Άρθρο 1338
Διαγραφές, ξέσματα κ.λπ

 Στο βιβλίο υποθηκών οι διαγραφές σημειώνονται απέναντι από τις  αντίστοιχες εγγραφές, στο δεξιό μέρος.   Απαγορεύονται  στο  σώμα  της  εγγραφής   ξέσματα,   ενδιάμεσες  σημειώσεις,  παρεγγραφές  καθώς  και  παρεμβολές ή αφαιρέσεις φύλλων του βιβλίου.

Άρθρο 1339
Δημοσιότητα βιβλίων

 Τα βιβλία υποθηκών είναι δημόσια και προσιτά σε  όποιον  θέλει  να  τα  συμβουλευτεί,  τηρούνται  όμως οι όροι που απαιτούνται για την  καλή διατήρησή τους.

Άρθρο 1340
Χορήγηση αντιγράφων, πιστοποιητικών κλπ

   Ο φύλακας των υποθηκών οφείλει να δίνει στους αιτούντες ακριβή  αντίγραφα ή περιλήψεις από το βιβλίο των υποθηκών.          Τα αντίγραφα των εγγραφών  και  των  προσημειώσεων  πρέπει  να  περιέχουν  και  όλες  τις  σημειώσεις του βιβλίου, όσες έχουν σχέση με  αυτές.

Άρθρο 1341

         Οι εγγραφές υποθήκης και οι προσημειώσεις που έχουν εξαλειφθεί  δεν μνημονεύονται στα εκδιδόμενα αντίγραφα ή στις περιλήψεις, εκτός αν  το αξιώσει εκείνος που τις ζητεί.

Άρθρο 1342

Αν  σε  ορισμένα  ακίνητα  δεν  υπάρχει  εγγραφή  υποθήκης   ή  προσημείωση,  ο  φύλακας  οφείλει να δώσει το σχετικό πιστοποιητικό σε  όποιον το ζητήσει.

Άρθρο 1343

`Ολα τα αντίγραφα, οι  περιλήψεις  και  τα  πιστοποιητικά  του  φύλακα  υποθηκών  φέρουν την υπογραφή του και τη σφραγίδα του γραφείου  υποθηκών.

Άρθρο 1344
Ευθύνη του φύλακα

Ο φύλακας υποθηκών ευθύνεται σε αποζημίωση όποιου ζημιώθηκε για κάθε πράξη ή παράλειψη σχετική με την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που του επιβάλλονται, από δόλο ή βαριά αμέλεια.

Όπως τροποποιήθηκε με την Παρ.1 Άρθρο 28 ΝΟΜΟΣ 4745/2020 με ισχύ την 6/11/2020
Δες την εξέλιξη του άρθρου
Άρθρο 1345
Μη ευθύνη του δημοσίου

Το δημόσιο δεν έχει  καμία  ευθύνη  από  οποιαδήποτε  πράξη  ή  παράλειψη του φύλακα υποθηκών κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.

ΒΙΒΛΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Μνηστεία
Άρθρο 1346
`Εννοια

  Η  σύμβαση  για μελλοντικό γάμο (μνηστεία) δεν γεννά αγωγή για  εξαναγκασμό του.

Η υπόσχεση ποινής για την περίπτωση που θα  ματαιωθεί  ο  Γάμος  είναι άκυρη.

Άρθρο 1347
Μονόπλευρη λύση

 Αν  κάποιος  από τους μνηστευμένους διαλύσει τη μγηστεία χωρίς  σπουδαίο λόγο, έχει υποχρέωση να αποζημιώσει τον άλλο  ή  τους  γονείς  του,  καθώς  και  κάθε  τρίτο που ενέργησε στη θέση των γονέων, για τη  ζημία που έπαθαν εξαιτίας δαπανών ή άλλων μέτρων  που  έλαβαν  με  την  προσδοκία του γάμου, αφού ληφθούν υπόψη και οι ειδικές περιστάσεις.          Η  ίδια  υποχρέωση  βαρύνει  και  το μνηστευμένο που προκάλεσε  υπαίτια τη δικαιολογημένη διάλυση της μνηστείας από τον άλλο.

Άρθρο 1348
Συνέπειες της λύσης

    Αν ο Γάμος ματαιώθηκε, καθένας  από  τους  μνηστευμένους  έχει  δικαίωμα  να  απαιτήσει  από  τον  άλλο,  κατά  τις  διατάξεις για τον  αδικαιολόγητο πλουτισμό, καθετί που του έδωσε ως δωρεά  ή  ως  σύμβολο  της μνηστείας.

Αν  ο  ένας  από  τους  μνηστευμένους  πεθάνει,  θεωρείται, σε  περίπτωση αμφιβολίας, πως έχει  αποκλειστεί  η  αναζήτηση  όσων  είχαν  δοθεί.

Άρθρο 1349
Παραγραφή

  Οι  αξιώσεις από τη μνηστεία παραγράφονται όταν περάσει διετία  από το τέλος του έτους κατά το οποίο λύθηκε.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Γάμος
Άρθρο 1350
`Οροι για τη σύναψη γάμου

     Για τη σύναψη γάμου απαιτείται συμφωνία  των  μελλονύμφων.  Οι  σχετικές δηλώσεις γίνονται αυτοπροσώπως και χωρίς αίρεση ή προθεσμία.

Οι  μελλόνυμφοι  πρέπει  να  έχουν συμπληρώσει το δέκατο όγδοο  έτος της ηλικίας  τους.   Το  δικαστήριο  μπορεί,  αφού  ακούσει  τους  μελλονύμφους  και τα πρόσωπα που ασκούν την επιμέλεια του ανηλίκου, να  επιτρέψει το γάμο και πριν από τη συμπλήρωση αυτής της ηλικίας,  αν  η  τέλεσή του επιβάλλεται από σπουδαίο λόγο.

Άρθρο 1351

  Δεν μπορούν να συνάψουν γάμο όσοι εμπίπτουν σε μια από τις περιπτώσεις του άρθρου 128 και της πρώτης παραγράφου του άρθρου 131, καθώς και εκείνοι στους οποίους έχει απαγορευθεί ειδικά η τέλεση γάμου, σύμφωνα με το άρθρο 129 αριθμ. 2.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 23 του Ν.      2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1352

  Οποιος βρίσκεται σε επικουρική δικαστική συμπαράσταση, πλήρη ή μερική που περιλαμβάνει και το γάμο, συνάπτει γάμο μόνο με τη Συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη του. Αν ο τελευταίος αρνείται να συναινέσει, το δικαστήριο μπορεί, αφού τον ακούσει, να δώσει την άδεια για τη σύναψη του γάμου, εφόσον το επιβάλλει το συμφέρον του συμπαραστατουμένου.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 23 του Ν.     2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1353

 Καταργήθηκε με το άρθρο 3 Ν. 1250/1982.

Άρθρο 1354
 Κώλυμα από γάμο που υπάρχει ή από σύμφωνο  συμβίωσης με τρίτον.

 Εμποδίζεται η σύναψη γάμου πριν λυθεί ή ακυρωθεί αμετάκλητα ο γάμος που υπάρχει, καθώς και πριν λυθεί ή ακυρωθεί με αμετάκλητη δικαστική απόφαση το σύμφωνο συμβίωσης που συνδέει τον ένα μελλόνυμφο με τρίτον. Οι σύζυγοι μπορούν να επαναλάβουν την τέλεση του μεταξύ τους γάμου και πριν αυτός ακυρωθεί.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με το άρθρο 14  Ν.4356/2015,ΦΕΚ Α 181/24.12.2015.

Άρθρο 1355

Καταργήθηκε με το άρθρο 3 Ν. 1250/1982.

Άρθρο 1356
Από συγγένεια εξ αίματος

Εμποδίζεται  ο Γάμος με συγγενείς εξ αίματος, σε ευθεία γραμμή  απεριόριστα και σε πλάγια γραμμή έως και τον τέταρτο βαθμό.

Άρθρο 1357
Από Αγχιστεία

 Εμποδίζεται ο Γάμος με  συγγενείς  εξ  Αγχιστείας,  σε  ευθεία  γραμμή απεριόριστα κσι σε πλάγια ως και τον τρίτο βαθμό.

Άρθρο 1358

Καταργήθηκε με το άρθρο 13 Ν. 1329/1983.

Άρθρο 1359

Καταργήθηκε με το άρθρο 13 Ν. 1329/1983.

Άρθρο 1360
Από υιοθεσία

 Εμποδίζεται  ο Γάμος εκείνου που υιοθέτησε ή των κατιόντων του  με αυτόν που υιοθετήθηκε. Το κώλυμα διατηρείται και μετά τη  λύση  της  υιοθεσίας.

Άρθρο 1361

Καταργήθηκε με το άρθρο 3 Ν. 1250/1982.

Άρθρο 1362

Καταργήθηκε με το άρθρο 13 Ν. 1329/1983.

Άρθρο 1363

Καταργήθηκε με το άρθρο 3 Ν. 1250/1982.

Άρθρο 1364

Καταργήθηκε με το άρθρο 3 Ν. 1250/1982.

Άρθρο 1365

         Καταργήθηκε με το άρθρο 13 Ν. 1329/1983.

Άρθρο 1366

Καταργήθηκε με το άρθρο 3 Ν. 1250/1982.

Άρθρο 1367
Τέλεση του γάμου

   Ο  Γάμος  τελείται  είτε με τη σύγχρονη δήλωση των μελλονύμφων  ότι συμφωνούν σ` αυτό (πολιτικός Γάμος) είτε με  ιερολογία  από  ιερέα  της  ανατολικής  ορθόδοξης  εκκλησίας ή από λειτουργό άλλου δόγματος ή  θρησκεύματος γνωστού στην Ελλάδα.          Η δήλωση γίνεται δημόσια κατά  πανηγυρικό  τρόπο  ενώπιον  δύο  μαρτύρων,  προς το δήμαρχο ή τον πρόεδρο της κοινότητας του τόπου όπου  τελείται  ο  Γάμος  ή  προς  το  νόμιμο  αναπληρωτή  τους,  που  είναι  υποχρεωμένοι να συντάξουν αμέσως σχετική πράξη.          Οι  προϋποθέσεις  της  ιεροτελεστίας  και κάθε θέμα σχετικό μ`  αυτήν διέπονται από το τυπικό και τους  κανόνες  του  δόγματος  ή  του  θρησκεύματος  σύμφωνα  με  το οποίο γίνεται η ιεροτελεστία, εφόσον δεν  είναι αντίθετοι με τη δημόσια τάξη. Ο  θρησκευτικός  λειτουργός  είναι  υποχρεωμένος  να  συντάξει  αμέσως  σχετική πράξη.  Η τέλεση πολιτικού  γάμου δεν εμποδίζει την ιερολογία του ίδιου γάμου κατά τη θρησκεία και  το δόγμα των συζύγων.

Άρθρο 1368
`Αδεια γάμου

  Για να τελεσθεί ο Γάμος, είτε ως πολιτικός είτε  με  ιερολογία  της  ανατολικής  ορθόδοξης εκκλησίας, απαιτείται άδεια του δημάρχου, ή  του προέδρου της κοινότητας της τελευταίας Κατοικίας του  καθενός  από  τα  πρόσωπα  που πρόκειται να παντρευτούν. Σε περίπτωση που ο αρμόδιος  για την  έκδοση  της  άδειας  αρνείται  να  τη  χορηγήσει,  αποφασίζει  αμετάκλητα  το  αρμόδιο μονομελές πρωτοδικείο σύμφωνα με τις διατάξεις  της εκούσιας δικαιοδοσίας του κώδικα πολιτικής δικονομίας.  Η  απόφαση  εκδίδεται μέσα σε δέκα ημέρες από την κατάθεση της σχετικής αίτησης.

Άρθρο 1369
Γνωστοποίηση μελλοντικού γάμου

 Πριν  από  την  τέλεση  του γάμου, με όποιον τύπο και αν αυτός  πρόκειται να  τελεσθεί,  πρέπει  να  γνωστοποιούνται  με  τοιχοκόλληση  σχετικής αγγελίας στο δημοτικό ή κοινοτικό κατάστημα της Κατοικίας του  καθενός  από  τα πρόσωπα που πρόκειται να παντρευτούν, το όνομα και το  επώνυμο των προσώπων αυτών, το επάγγελμά τους,  το  όνομα  των  γονέων  τους  και ο τόπος όπου γεννήθηκαν, όπου κατοικούσαν τελευταία και όπου  πρόκειται να τελεσθεί ο Γάμος. Αν ο Γάμος δεν  τελεσθεί  μέσα  σε  έξι  μήνες από τη γνωστοποίηση, η γνωστοποίηση πρέπει να επαναληφθεί.          `Οταν  τα  πρόσωπα  που  πρόκειται να παντρευτούν κατοικούν σε  μεγάλη  πόλη,  η  γνωστοποίηση  γίνεται  με  δημοσίευση  σε   ημερήσια  εφημερίδα του τόπου της Κατοικίας.

Άρθρο 1370

         Η   άδεια   γάμου   δίνεται  υποχρεωτικά,  αφού  ερευνηθεί  αν  συντρέχουν οι νόμιμοι όροι για το γάμο που πρόκειται να  τελεσθεί  και  αν  έγινε  η γνωστοποίηση. Αν υπάρχουν σπουδαίοι λόγοι, η γνωστοποίηση  μπορεί να παραλειφθεί.

Άρθρο 1371
Γάμος μεταξύ ετεροδόξων ή ετεροθρήσκων

         Προκειμένου για γάμο μεταξύ ετεροδόξων ή μεταξύ ετεροθρήσκων η  ιεροτελεστία γίνεται όπως απαιτεί το δόγμα ή το θρήσκευμα του  καθενός  απ`  αυτούς  που  συνέρχονται  σε  γάμο,  αν  είναι αναγνωρισμένο στην  Ελλάδα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
`Ακυρος και ακυρώσιμος Γάμος
Άρθρο 1372
`Ακυρος και ανυπόστατος Γάμος

  `Ακυρος είναι μόνο ο Γάμος που έγινε κατά παράβαση των  άρθρων  1350  έως  1352,  1354, 1356, 1357 και 1360. Δεν είναι άκυρος ο Γάμος,  εφόσον έχει γίνει η δήλωση του άρθρου  1367  προς  το  δήμαρχο  ή  τον  πρόεδρο  της κοινότητας ή το νόμιμο αναπληρωτή τους, έστω και αν έχουν  παραλειφθεί οι άλλοι όροι της τέλεσης.          Γάμος που έγινε χωρίς να τηρηθεί καθόλου ένας από τους  τύπους  που προβλέπονται στο άρθρο 1367 είναι ανυπόστατος.

Άρθρο 1373

         Η  ακυρότητα  του  γάμου  αίρεται:

1.  αν, στην περίπτωση της  πρώτης παραγράφου του άρθρου 1350,  ακολουθήσει  ελεύθερη  και  πλήρης  συμφωνία  των  συζύγων,

2. αν, στην περίπτωση της δεύτερης παραγράφου  του άρθρου 1350, δοθεί εκ  των  υστέρων  άδεια  του  δικαστηρίου  ή  ο  σύζυγος,  αφού  συμπληρώσει  το  δέκατο  όγδοο  έτος  της ηλικίας του,  αναγνωρίσει το γάμο,

3.   αν,  στην  περίπτωση  του  άρθρου  1351,  ο  σύζυγος,  αφού  γίνει ικανός για δικαιοπραξία, αναγνωρίσει το γάμο,

4. Αν, στην περίπτωση του άρθρου 1352, ο δικαστικός συμπαραστάτης, το  δικαστήριο ή ο ίδιος ο σύζυγος, αφού γίνει ικανός, εγκρίνει το γάμο.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 24 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1374
Ακυρώσιμος εξαιτίας πλάνης

 Γάμος  που  έχει  τελεσθεί  μπορεί να ακυρωθεί εξαιτίας πλάνης  σχετικής με την ταυτότητα του προσώπου του άλλου συζύγου.

Η ακύρωση αποκλείεται, αν ο σύζυγος αναγνώρισε το γάμο μετά τη  διάλυση της πλάνης.

Άρθρο 1375
Ακυρώσιμος εξαιτίας απειλής

Γάμος που έχει  τελεσθεί  μπορεί  να  ακυρωθεί  αν  ο  σύζυγος  εξαναγκάστηκε  να  τον  συνάψει με απειλή, παράνομα ή αντίθετα προς τα  χρηστά ήθη.

Η ακύρωση αποκλείεται, αν αυτός που  εξαναγκάστηκε  αναγνώρισε  το γάμο αφού πέρασε η απειλή.

Άρθρο 1376
Πώς γίνεται η ακύρωση

  Στην περίπτωση του άκυρου γάμου, καθώς και αυτού που έγινε από  πλάνη ή με απειλή, απαιτείται δικαστική απόφαση που να τον ακυρώνει.

Άρθρο 1377

Καταργήθηκε με το άρθρο 53 ΕισΝΚΠολΔ.

Άρθρο 1378
Ποιός ενάγει για ακύρωση

 Η  αγωγή  για  ακύρωση  του  γάμου μπορεί να ασκηθεί:

1.  στις  περιπτώσεις των άρθρων 1350 έως 1352, 1354, 1356, 1357  και  1360  από  τους συζύγους και από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον, καθώς και από  τον  εισαγγελέα αυτεπαγγέλτως,

2. στις περιπτώσεις των άρθρων 1374 και  1375 μόνο από το σύζυγο που πλανήθηκε ή απειλήθηκε, όχι όμως από  τους  κληρονόμους του.

Άρθρο 1379

         Η  αγωγή  για  την  ακύρωση  του  γάμου  μπορεί να εγερθεί από  αντιπρόσωπο, μόνο αν έχει ειδικά εξουσιοδοτηθεί.

Άρθρο 1380
Παραγραφή

    Παραγραφή της αγωγής για ακύρωση του  γάμου  χωρεί  μόνο  στην  περίπτωση ακύρωσης εξαιτίας πλάνης ή απειλής.          Η  Παραγραφή  επέρχεται  όταν  περάσουν έξι μήνες αφότου έγινε  δυνατόν να εγερθεί η αγωγή και πάντως όταν περάσουν  τρία  χρόνια  από  την Τέλεση του γάμου.

Άρθρο 1381
Αποτελέσματα της ακύρωσης

 Με  την  αμετάκλητη  δικαστική  απόφαση  που  ακυρώνει το γάμο  αίρονται τα αποτελέσματά του, για οποιονδήποτε λόγο και αν ακυρώθηκε.

Άρθρο 1382

Τα τέκνα από γάμο που ακυρώθηκε διατηρούν την ιδιότητα  τέκνου  γεννημένου σε γάμο.

Άρθρο 1383
Νομιζόμενος Γάμος

  Αν κατά την τέλεση το γάμου αγνοούσαν την ακυρότητα και οι δύο  σύζυγοι  ή  την  αγνοούσε ο ένας μόνο απ` αυτούς, η ακύρωση ενεργεί ως  προς αυτούς ή αυτόν που την αγνοούσε μόνο για το μέλλον.          Ο σύζυγος που αγνοούσε μόνος κατά την  τέλεση  του  γάμου  την  ακυρότητα  έχει,  στην  περίπτωση  της  ακύρωσης,  εναντίον  του άλλου  συζύγου που γνώριζε εξαρχής την ακυρότητα και, αν  αυτός  πέθανε  μετά  την  ακύρωση  του  γάμου,  κατά των κληρονόμων του, δικαίωμα διατροφής  σύμφωνα με τις διατάξεις  που  ισχύουν  για  το  διαζύγιο,  οι  οποίες  εφαρμόζονται αναλόγως.

Άρθρο 1384

         Το  δικαίωμα  της  δεύτερης παραγράφου του προηγούμενου άρθρου  ανήκει και στο σύζυγο που εξαναγκάστηκε να  τελέσει  γάμο  με  απειλή,  κατά τρόπο παράνομο ή αντίθετο προς τα χρηστά ήθη, αν ο Γάμος ακυρωθεί  ή λυθεί με το θάνατο του άλλου συζύγου.

Άρθρο 1385
Δικαιώματα τρίτων

  Η ακύρωση του γάμου δεν βλάπτει τα δικαιώματα τρίτων που έχουν  συναλλαχθεί καλόπιστα με κάποιον από τους συζύγους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΠΡΟΣΩΠΙΚΑΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΣΥΖΥΓΩΝ
Άρθρο 1386
Υποχρέωση για συμβίωση

  Ο  Γάμος  παράγει  για  τους  συζύγους  αμοιβαία υποχρέωση για  συμβίωση, εφόσον η σχετική αξίωση δεν αποτελεί Κατάχρηση δικαιώματος.

Άρθρο 1387
Ρύθμιση του συζυγικού βίου

 Οι σύζυγοι αποφασίζουν από κοινού για κάθε θέμα του  συζυγικού  βίου.   Αν  ο  ένας  από  τους  συζύγους  βρίσκεται σε φυσική ή νομική  αδυναμία, αποφασίζει μόνος του ο άλλος.

Η ρύθμιση από τους συζύγους του κοινού τους βίου πρέπει να μην  εμποδίζει την επαγγελματική και την υπόλοιπη δραστηριότητα του καθενός  από αυτούς και να μην παραβιάζει τη σφαίρα της προσωπικότητάς του.

Άρθρο 1388
Επώνυμο των συζύγων

   Με το γάμο δεν μεταβάλλεται το επώνυμο των  συζύγων,  ως  προς  τις έννομες σχέσεις τους.

Στις  κοινωνικές σχέσεις ο κάθε σύζυγος μπορεί, εφόσον σ` αυτό  συμφωνεί και ο άλλος, να χρησιμοποιεί το επώνυμο του τελευταίου  ή  να  το προσθέτει στο δικά του.

Με συμφωνία των συζύγων ο καθένας από αυτούς μπορεί να προσθέτει στο επώνυμο του το επώνυμο του άλλου. Η προσθήκη γίνεται με κοινή δήλωση ενώπιον του ληξιάρχου και ισχύει μέχρι να ανακληθεί ενώπιον του ληξιάρχου με κοινή δήλωση των συζύγων ή με μονομερή δήλωση οποιουδήποτε των συζύγων, η οποία κοινοποιείται στον άλλο σύζυγο. Αν ο Γάμος λυθεί με διαζύγιο, η δήλωση θεωρείται ότι ανακλήθηκε. Αν ο Γάμος λυθεί λόγω θανάτου, η προσθήκη εξακολουθεί να ισχύει, εκτός εάν ο επιζών σύζυγος συνάψει νέο γάμο ή προβεί σε ανακλητική δήλωση ενώπιον του ληξιάρχου.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με το άρθρο 28 Ν.3719/2008,     ΦΕΚ Α 241/26.11.2008.

Άρθρο 1389
Κοινή συμβολή για τις οικογενειακές ανάγκες

     Οι  σύζυγοι  έχουν την υποχρέωση να συνεισφέρουν από κοινού, ο  καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του, για την αντιμετώπιση των  αναγκών  της  οικογένειας.  Η  σινεισφορά  γίνεται με την προσωπική εργασία, τα  εισοδήματά τους και την περιουσία τους.

Άρθρο 1390
ΑΜΟΙΒΑΙΑ ΕΥΘΥΝΗ

Στην  υποχρέωση  του   προηγούμενου   άρθρου   περιλαμβάνονται  ειδικότερα η αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων για διατροφή τους, η κοινή  υποχρέωση  για  διατροφή  των  τέκνων  τους και γενικά η υποχρέωση για  συμβολή τους στη λειτουργία του κοινού οίκου.  Το μέτρο της υποχρέωσης  προσδιορίζεται ανάλογα με τις συνθήκες της οικογενειακής  ζωής  και  η  εκπλήρωσή της γίνεται με τον τρόπο που επιβάλλει η έγγαμη συμβίωση.

Άρθρο 1391
Διακοπή της συμβίωσης

  Αν  ο  σύζυγος διέκοψε την έγγαμη συμβίωση για εύλογη αιτία, η  διατροφή, που του οφείλεται από τον  άλλο,  πληρώνεται  σε  χρήμα  και  προκαταβάλλεται κάθε μήνα.

Η  υποχρέωση  διατροφής της προηγούμενης παραγράφου παύει ή το  ποσό της αυξάνεται ή μειώνεται, όταν το επιβάλλουν οι περιστάσεις.

Άρθρο 1392
Ανάλογη εφαρμογή

 Οι διατάξεις των άρθρων 1494 και 1498  έως  1500  εφαρμόζονται  αναλόγως  και  για  τη  διατροφή  μεταξύ  συζύγων.  Επίσης εφαρμόζεται  αναλόγως η διάταξη του άρθρου 1495, αν υπάρχει βάσιμος λόγος διαζυγίου  που ανάγεται σε υπαιτιότητα του δικαιούχου συζύγου.

Άρθρο 1393
Ρύθμιση της χρήσης της οικογενειακής στέγης

  Σε περίπτωση διακοπής της  συμβίωσης,  το  δικαστήριο  μπορεί,  εφόσον  το επιβάλλουν λόγοι επιείκειας ενόψει των ειδικών συνθηκών του  καθενός  από  τους  συζύγους  και  του  συμφέροντος  των  τέκνων,   να  παραχωρήσει  στον  ένα  σύζυγο  την  αποκλειστική  χρήση  ολόκληρου  ή  τμήματος του ακινήτου που  χρησιμεύει  για  κύρια  διαμονή  των  ίδιων  (οικογενειακή  στέγη), ανεξάρτητα από το ποιος από αυτούς είναι κύριος  ή έχει απέναντι στον κύριο το δικαίωμα της χρήσης του. Η  απόφαση  του  δικαστηρίου   υπόκειται   σε   αναθεώρηση,   όταν   το  επιβάλλουν  οι  περιστάσεις.  Αν το δικαίωμα χρήσης της οικογενειακής  στέγης  πηγάζει  από  σχέση εργασίας ανάμεσα στον ένα από τους συζύγους και έναν τρίτο,  η παραχώρηση της χρήσης  της  στον  άλλο  σύζυγο  από  το  δικαστήριο,  σύμφωνα  με  τους όρους της προηγούμενης παραγρά- φου, μπορεί να γίνει  μόνο εφόσον συναινεί σ` αυτό και ο τρίτος.

Άρθρο 1394
Κατανομή των κινητών

 Σε περίπτωση  διακοπής  της  συμβίωσης,  ο  καθένας  από  τους  συζύγους  δικαιούται να παραλάβει τα κινητά που του ανήκουν, ακόμη και  αν τα χρησιμοποιούσαν  και  οι  δύο  ή  και  μόνος  ο  άλλος  σύζυγος.  Υποχρεούται όμως να παραχωρήσει στον άλλο σύζυγο τη χρήση των οικιακών  αντικειμένων  που  του  είναι  απολύτως  απαραίτητα για τη χωριστή του  εγκατάσταση, αν το επιβάλλουν οι περιστάσεις για λόγους επιείκειας.

Άρθρο 1395

Οι σύζυγοι κατανέμουν, σε περίπτωση διακοπής της συμβίωσης, τη  χρήση των κινητών που ανήκουν και στους δύο, σύμφωνα με τις προσωπικές  τους ανάγκες.  Αν διαφωνούν, η κατανομή γίνεται από το δικαστήριο  που  μπορεί να επιδικάσει εύλογη αποζημίωση για τη χρήση που παραχωρεί.

Άρθρο 1396
Μέτρο αμοιβαίας ευθύνης

  Οι  σύζυγοι κατά την εκπλήρωση των αμοιβαίων υποχρεώσεών τους,  που πηγάζουν από το  γάμο,  ευθύνονται  με  μέτρο  την  επιμέλεια  που  δείχνουν στις προσωπικές τους υποθέσεις.

Άρθρο 1397
Περιουσιακή αυτοτέλεια των συζύγων

 Με  την  επιφύλαξη  των  διατάξεων που ακολουθούν, ο Γάμος δεν  μεταβάλλει την Περιουσιακή αυτοτέλεια των συζύγων.

Άρθρο 1398
Τεκμήρια για τα κινητά

Τα κινητά που βρίσκονται στη νομή ή κατοχή του ενός ή και των δύο συζύγων τεκμαίρεται, υπέρ των δανειστών του καθενός από αυτούς, ότι ανήκουν στο σύζυγο που είναι οφειλέτης τους. Το τεκμήριο αυτό δεν ισχύει σε περίπτωση διακοπής της έγγαμης συμβίωσης.
Τα κινητά ποι βρίσκονται στη νομή ή κατοχή και των δύο συζύγων τεκμαίρεται, στις μεταξύ τους σχέσεις, ότι ανήκουν και στους δύο κατά ίσα μέρη.
Στις σχέσεις των συζύγων μεταξύ τους και με τους δανειστές τους τεκμαίρεται ότι τα κινητά τα προορισμένα για την προσωπική χρήση του ενός από τους συζύγους ανήκουν σ` αυτόν.

Άρθρο 1399
Διαχείριση της περιουσίας του ενός συζύγου από τον άλλο

          Αν  ο  ένας  από τους συζύγους ανέθεσε στον άλλο τη διαχείριση  της ατομικής του περιουσίας, δεν υπάρχει υποχρέωση για  λογοδοσία  και  για  απόδοση  των  εισοδημάτων  από  τη  διαχείριση,  εφόσον δεν έχουν  συμφωνήσει διαφορετικά. Τα εισοδήματα  καταλογίζονται  στην  υποχρέωση  συνεισφοράς  για  τις  ανάγκες  της  οικογένειας.   Η παραίτηση απο το δικαίωμα ανάκλησης αυτής της ανάθεσης είναι άκυρη.

Άρθρο 1400
Αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα

 Αν ο Γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του  ενός  συζύγου  έχει,  αφότου  τελέσθηκε  ο  Γάμος,  αυξηθεί,  ο άλλος σύζυγος, εφόσον  συνέβαλε  με  οποιονδήποτε  τρόπο  στην  αύξηση  αυτή,  δικαιούται  να  απαιτήσει  την  απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από  τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο  ένα  τρίτο  της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία  συμβολή.

Η  προηγούμενη  παράγραφος  εφαρμόζεται  αναλογικά  και   στην  περίπτωση  διάστασης  των  συζύγων  που  διάρκεσε περισσότερο από τρία  χρόνια.            Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν  υπολογίζεται  ό,τι  αυτοί  απόκτησαν  από  δωρεά, κληρονομία ή κληροδοσία ή με διάθεση των  αποκτημάτων από αυτές τις αιτίες.

Άρθρο 1401

Η αξίωση του προηγούμενοι, άρθρου δεν γεννιέται, σε  περίπτωση  θανάτου,  στο  πρόσωπο  των κληρονόμων του συζύγου που πέθανε.  Επίσης  δεν  εκχωρείται  ούτε  κληρονομείται,  εκτός  αν   έχει   αναγνωρισθεί  συμβατικά ή έχει επιδοθεί αγωγή. Η αξίωση παραγράφεται δύο χρόνια μετά  τη λύση ή την ακύρωση του γάμου.

Άρθρο 1402
Παροχή ασφάλειας

 Με την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 1262 αριθ. 4, ο καθένας  από  τους  συζύγους έχει το δικαίωμα, στην περίπτωση που ασκήθηκε  αγωγή διαζυγίου ή ακύρωσης του γάμου ή που ο ίδιος άσκησε με αγωγή την  αξίωση του αρθρου 1400, να ζητήσει από τον  άλλο  σύζυγο  ή  από  τους  κληρονόμους  του  την  παροχή  ασφάλειας, αν εξαιτίας της συμπεριφοράς  τους υπάρχει βάσιμος φόβος ότι κινδυνεύει αυτή η αξίωσή του.

Άρθρο 1403
Επιλογή κοινοκτημοσύνης

   Οι σύζυγοι μπορούν, πριν από το γάμο ή κατά τη  διάρκειά  του,  να  επιλέγουν  με σύμβαση, για τη ρύθμιση των συνεπειών του γάμου στην  περιουσιακή τους κατάσταση, αντί για το σύστημα που προβλέπεται από τα  άρθρα 1397 και 1400 έως 1402,  σύστημα  κοινωνίας  κατά  ίσα  μέρη  σε  περιουσιακά  τους  στοιχεία  χωρίς  δικαίωμα  διάθεσης, από τον καθένα  τους, του ιδανικού του μεριδίου  (σύστημα  κοινοκτημοσύνης),  τηρώντας  τις διατάξεις των άρθρων που ακολουθούν.

Οι  συμβάσεις  της  προηγούμενης  παραγράφου  καταρτίζονται με  συμβολαιογραφικό έγγραφο και καταχωρίζονται στο ενιαίο ειδικό  δημόσιο  βιβλίο  που  τηρείται  γι`  αυτό το σκοπό. Πριν από την καταχώριση δεν  ισχύουν απέναντι στους τρίτους.

Άρθρο 1404

Οι  λεπτομέρειες του συστήματος της κοινοκτημοσύνης που επιλέγεται και ιδίως τα σχετικά με την έκτασή της, τη  διοίκηση  των  στοιχείων  της  κοινής  περιουσίας,  καθώς  και  την  εκκαθάριση των τυχόν  αμοιβαίων αποκαταστατικών αξιώσεων και τη διανομή των κοινών πραγμάτων  μετά τη λήξη της, καθορίζονται στο σχετικό συμβόλαιο με βάση την  αρχή  της  ισότητας  δικαιωμάτων  και  υποχρεώσεων  μεταξύ  των συζύγων.  Το  συμβόλαιο για την κοινοκτημοσύνη δεν μπορεί να παραπέμψει σε έθιμα, σε  νόμο που δεν ισχύει ή σε νόμο αλλοδαπό.

Άρθρο 1405

Αν στο συμβόλαιο δεν υπάρχει πρόβλεψη για την έκταση της  κοινοκτημοσύνης, η κοινοκτημοσύνη περιλαμβάνει όσα περιουσιακά στοιχεία ο  καθένας  από  τους  συζύγους  αποκτά  από  αιτία  μη χαριστική κατά τη  διάρκεια του γάμου, εκτός από τα εισοδήματα της περιουσίας  την  οποία  είχε  πριν  από  το  γάμο.   Δεν περιλαμβάνονται οπωσδήποτε στην κοινή  περιουσία, ακόμη και αν αποκτήθηκαν από  μη  χαριστική  αιτία:  1.  τα  περιουσιακά  στοιχεία  του  καθενός από τους συζύγους που προορίζονται  για αυστηρά προσωπική του χρήση ή για την άσκηση του επαγγέλματός  του  και  τα  παραρτήματά τους, 2. οι απαιτήσεις των άρθρων 464 και 465, 3.  τα δικαιώματα σε προϊόντα της διάνοιας.

Αν στο συμβόλαιο δεν υπάρχει διαφορετική πρόβλεψη για τη χρήση  και  κάρπωση,  τη  διοίκηση  και  τη  διάθεση  των  κοινών  πραγμάτων,  εφαρμόζονται αναλογικά οι  διατάξεις  των  άρθρων  785  έως  792,  του  δεύτερου εδαφίου του άρθρου 793 και του άρθρου 794.

Άρθρο 1406
Υποκατάσταση

 `Ο,τι ο κάθε σύζυγος αποκτά κατά  τη  διάρκεια  του  γάμου  με  διάθεση στοιχείων της ατομικής του περιουσίας, περιέρχεται σ` αυτήν. Ο  ισχυριζόμενος  ότι η απόκτηση έγινε με τέτοια διάθεση βαρύνεται με την  απόδειξη του ισχυρισμού του.

Άρθρο 1407
Δικαιοπραξίες από τον ένα σύζυγο

 Δικαιοπραξίες αναφερόμενες σε περιουσιακά στοιχεία της  κοινοκτημοσύνης,  οι  οποίες,  σύμφωνα  με  τους  κανόνες που τη ρυθμίζουν,  επιχειρούνται είτε και από τους δύο συζύγους από κοινού είτε  από  τον  ένα,  αλλά με τη Συναίνεση του άλλου, μπορούν να επιχειρούνται εγκύρως  και από τον ένα μόνο σύζυγο, με άδεια  του  δικαστηρίου,  αν  ο  άλλος  βρίσκεται σε φυσική ή νομική αδυναμία ή αρνείται να δηλώσει τη βούλησή  του και η δικαιοπραξία επιβάλλεται από το συμφέρον της οικογένειας.

Άρθρο 1408
`Εκταση υπεγγυότητας της κοινής περιουσίας

         Στην  περίπτωση  όπου  επιλέγεται  σύστημα  κοινοκτημοσύνης, η  κοινή περιουσία, πέρα από τα Εμπράγματα δικαιώματα ή άλλα βάρη, με  τα  οποία  βαρύνεται,  είναι  υπέγγυα  και:

1.  για κάθε υποχρέωση που  αναλαμβάνει ο ένας σύζυγος,  μέσα  στα  όρια  της  διαχειριστικής  του  εξουσίας,  για  τη  διαχείριση  αυτής  της  περιουσίας,

2.   για κάθε  υποχρέωση  που  αναλαμβάνει  ο  ένας  σύζυγος  για  τις  ανάγκες   της  οικογένειας,

3.  για  κάθε  υποχρέωση  που  αναλαμβάνουν  και  οι δύο  σύζυγοι.

Άρθρο 1409

         Η κοινή περιουσία είναι επιπλέον, υπέγγυα,  έως  το  μισό  της  αξίας  της,  και  απέναντι στους ατομικούς δανειστές του κάθε συζύγου,  εφόσον δεν είναι δυνατή η ικανοποίησή τους από την  ατομική  περιουσία  του:

1. για υποχρεώσεις που αυτός ανέλαβε μόνος του για τη διαχείριση  της περιουσίας αιτής πέρα από τα όρια της διαχειριστικής του εξουσίας,

2. για ατομικά χρέη του, οποτεδήποτε και αν αυτά γεννήθηκαν.

Αν, στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου, οι δανειστές  είναι εγχειρόγραφοι, προτιμώνται οι δανειστές του προηγούμενου άρθρου.

Άρθρο 1410
Επικουρική υπεγγυότητα της ατομικής περιουσίας

  Για τα χρέη του άρθρου 1408 οι δανειστές μπορούν  να  στραφούν  επικουρικά  και  κατά  της ατομικής περιουσίας του μη οφειλέτη συζύγου  έως το μισό της αξίας της απαίτησής τους, εφόσον η κοινή περιουσία δεν  επαρκεί για την ικανοποίηση των χρεών του.

Άρθρο 1411
Λήξη

  Η κοινοκτημοσύνη λήγει αυτοδικαίως με τη λύση  ή  την  ακύρωση  του  γάμου.  Λήγει  επίσης,  όταν ο ένας από τους συζύγους κηρυχθεί σε  Αφάνεια ή σε πτώχευση και η σχετική απόφαση γίνει τελεσίδικη.

Στην περίπτωση του διαζυγίου ή της ακύρωσης του γάμου  η  λήξη  της  κοινοκτημοσύνης  επέρχεται  αναδρομικά από την ημέρα της επίδοσης  της σχετικής αγωγής.

Άρθρο 1412

Η  κοινοκτημοσύνη  λήγει   με   συμφωνία   των   συζύγων   που  περιβάλλεται το συμβολαιογραφικό τύπο.

Άρθρο 1413

         Ο   καθένας  από  τους  συζύγους  μπορεί  να  ζητήσει  από  το  δικαστήριο τη λύση της  κοινοκτημοσύνης:

1.  αν  επήλθε  διακοπή  της  έγγαμης  συμβίωσης,  που διήρκεσε τουλάχιστον ένα έτος και συνεχίζεται  κατά τη συζήτηση της αγωγής,

2.  αν, λόγω  της  κακής  κατάστασης  της  περιουσίας  του  άλλου  συζύγου  ή της κακής διαχείρισης από αυτόν της  κοινής περιουσίας, κινδυνεύουν τα  συμφέροντα  του  ενάγοντος,

3.  αν  υπάρχει   αθέτηση,  από  τον  άλλο  σύζυγο,  της  υποχρέωσής  του  για  συνεισφορά στις ανάγκες της οικογένειας.  Η απόφαση που  διατάσσει  τη  λύση της κοινοκτημοσύνης ενεργεί αναδρομικά από την ημέρα της επίδοσης  της αγωγής στον εναγόμενο.

Άρθρο 1414

Η   λήξη   της   κοινοκτημοσύνης,   κατά   τις  διατάξεις  των  προηγούμενων άρθρων, εκτός από την περίπτωση της λήξης  λόγω  θανάτου,  ισχύει  απέναντι  στους τρίτους μόνον εφόσον στο περιθώριο του ειδικού  δημόσιου βιβλίου, όπου έχει καταχωριστεί το συστατικό  της  συμβόλαιο,  σημειώνονται  η  σχετική συμφωνία των συζύγων ή η απόφαση που κηρύσσει  την Αφάνεια ή την πτώχευση ή, στις περιπτώσεις της δεύτερης παραγράφου  του άρθρου 1411 και του άρθρου  1413,  η  επίδοση  της  αγωγής  και  η  σχετική δικαστική απόφαση.

Άρθρο 1415

Με   την   πρόωρη   λήξη   της   κοινοκτημοσύνης   οι  σύζυγοι  επανέρχονται, από την άποψη  της  περιουσιακής  τους  κατάστασης,  στο  σύστημα που προβλέπεται από τα άρθρα 1397 και 1400 έως 1402.

Στην  περίπτωση  αυτή,  καθώς  και  όταν η λήξη επέρχεται λόγω  λύσης ή ακύρωσης του γάμου, έχουν εφαρμογή για τη λύση  της  κοινωνίας  και  τη  διανομή  των  κοινών  πραγμάτων,  αν  δεν υπάρχει διαφορετική  συμφωνία, οι διατάξεις των άρθρων  795  και  επόμενων,  καθώς  και  οι  ειδικές  διατάξεις  του  κώδικα  πολιτικής  δικονομίας  για τη διανομή  κοινών πραγμάτων.

Άρθρο 1416
Εκταση εφαρμογής

        Οι διατάξεις αυτού του κεφαλαίου έχουν  εφαρμογή,  εφόσον  δεν  ορίζεται  διαφορετικά,  ανεξάρτητα  από  τη  θρησκεία  ή  το δόγμα των  συζύγων καθώς και από τον τύπο, πολιτικό ή θρησκευτικό, με  τον  οποίο  έγινε ο Γάμος τους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
Άρθρο 1417

Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ  με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983.

Άρθρο 1418

Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ  με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983.

Άρθρο 1419

Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ  με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983.

Άρθρο 1420

Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ  με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983.

Άρθρο 1421

Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ  με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983.

Άρθρο 1422

Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ  με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983.

Άρθρο 1423

Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ  με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983.

Άρθρο 1424

Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ  με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983.

Άρθρο 1425

Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ  με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983.

Άρθρο 1426

Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ  με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983.

Άρθρο 1427

Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ  με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983.

Άρθρο 1428

Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ  με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983.

Άρθρο 1429

Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ  με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983.

Άρθρο 1430

Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ  με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983.

Άρθρο 1431

Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ  με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983.

Άρθρο 1432

Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ  με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983.

Άρθρο 1433

Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ  με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983.

Άρθρο 1434

Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ  με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983.

Άρθρο 1435

Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ  με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983.

Άρθρο 1436

Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ  με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983.

Άρθρο 1437

Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ  με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ

Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 15 Ν. 1329/1983.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ
Διαζύγιο
Άρθρο 1438

Ο γάμος μπορεί να λυθεί με διαζύγιο, το οποίο απαγγέλλεται με αμετάκλητη δικαστική απόφαση ή με συμφωνία μεταξύ των συζύγων, όπως ορίζεται στο άρθρο 1441.

Όπως τροποποιήθηκε με την Παρ.1 Άρθρο 22 ΝΟΜΟΣ 4509/2017 με ισχύ την 22/12/2017
Δες την εξέλιξη του άρθρου
Άρθρο 1439
 Ισχυρός κλονισμός

  Καθένας  από τους συζύγους μπορεί να ζητήσει το διαζύγιο, όταν  οι μεταξύ τους σχέσεις έχουν κλονισθεί τόσο ισχυρά, από λόγο που αφορά  το πρόσωπο του εναγομένου  ή  και  των  δυο  συζύγων,  ώστε  βάσιμα  η  εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης να είναι αφόρητη για τον ενάγοντα.

Εφόσον ο εναγόμενος δεν αποδεικνύει το αντίθετο, ο κλονισμός τεκμαίρεται σε περίπτωση διγαμίας ή μοιχείας αυτού, εγκατάλειψης του ενάγοντος ή επιβουλής της ζωής του από τον εναγόμενο, καθώς και σε περίπτωση άσκησης από τον εναγόμενο ενδοοικογενειακής βίας εναντίον του ενάγοντος.

Εφόσον οι σύζυγοι βρίσκονται σε διάσταση συνεχώς από δύο τουλάχιστον χρόνια, ο κλονισμός τεκμαίρεται αμάχητα και το διαζύγιο μπορεί να ζητηθεί, έστω και αν ο λόγος του κλονισμού αφορά στο πρόσωπο του ενάγοντος. Η συμπλήρωση του χρόνου διάστασης υπολογίζεται κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής και δεν εμποδίζεται από μικρές διακοπές που έγιναν ως προσπάθεια αποκατάστασης των σχέσεων μεταξύ των συζύγων.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με το άρθρο 3 Ν.3500/2006,ΦΕΚ Α 232/24.10.2006 και με το άρθρο 14 Ν.3719/2008, ΦΕΚ Α 241/26.11.2008.

Άρθρο 1440
Αφάνεια

Καθένας από τους συζύγους μπορεί να ζητήσει το διαζύγιο,  όταν  ο άλλος έχει κηρυχθεί σε Αφάνεια.

Άρθρο 1441
Συναινετικό διαζύγιο
Όπως τροποποιήθηκε με το Άρθρο 4 ΝΟΜΟΣ 4800/2021 με ισχύ την 21/5/2021
Δες την εξέλιξη του άρθρου

1. Οι σύζυγοι μπορούν, με έγγραφη συμφωνία ή κοινή ψηφιακή δήλωση, να λύσουν τον γάμο τους. Η έγγραφη συμφωνία καταρτίζεται μεταξύ των συζύγων ή η κοινή ψηφιακή δήλωση υποβάλλεται από αυτούς με την παρουσία ή με ψηφιακή σύμπραξη πληρεξούσιου δικηγόρου αντίστοιχα για καθέναν από αυτούς. Όταν η συμφωνία είναι έγγραφη, υπογράφεται από τους ίδιους και από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους ή μόνο από τους τελευταίους, εφόσον είναι εφοδιασμένοι με ειδικό πληρεξούσιο. Η πληρεξουσιότητα πρέπει να έχει δοθεί μέσα στον τελευταίο μήνα πριν από την υπογραφή της συμφωνίας.

Όπως τροποποιήθηκε με το Άρθρο 4 ΝΟΜΟΣ 4800/2021 με ισχύ την 21/5/2021
Δες την εξέλιξη της παραγράφου

2. Αν υπάρχουν ανήλικα τέκνα, για να λυθεί ο γάμος, πρέπει με την έγγραφη συμφωνία ή την κοινή ψηφιακή δήλωση της παρ. 1 ή με άλλη συμφωνία μεταξύ των συζύγων, που καταρτίζεται, όπως ορίζεται στην παρ. 1, να ρυθμίζεται η κατανομή της γονικής μέριμνας και ιδίως η επιμέλεια των τέκνων, ο τόπος διαμονής τους, ο γονέας με τον οποίο διαμένουν, η επικοινωνία τους με τον άλλο γονέα και η διατροφή τους. Η ανωτέρω έγγραφη συμφωνία ή η κοινή ψηφιακή δήλωση ισχύει για τουλάχιστον δύο (2) έτη και παρατείνεται αυτοδικαίως, εκτός αν κάποιος από τους δύο γονείς δηλώσει εγγράφως στον άλλο γονέα, πριν τη λήξη του συμφωνημένου χρόνου, ότι δεν επιθυμεί την παράτασή της.

Όπως τροποποιήθηκε με το Άρθρο 4 ΝΟΜΟΣ 4800/2021 με ισχύ την 21/5/2021
Δες την εξέλιξη της παραγράφου

3. α. Η έγγραφη συμφωνία για τη λύση του γάμου, καθώς και κάθε χωριστή συμφωνία για την κατανομή της γονικής μέριμνας, την επιμέλεια, τον τόπο διαμονής, την επικοινωνία και τη διατροφή των ανηλίκων τέκνων, υποβάλλονται από τους πληρεξουσίους δικηγόρους του κάθε συζύγου μαζί με τα ειδικά πληρεξούσια σε συμβολαιογράφο.

β. Η κατάρτιση της συμβολαιογραφικής πράξης της παρ. 4 απέχει τουλάχιστον δέκα (10) ημέρες από την έγγραφη συμφωνία των συζύγων ή την κοινή ψηφιακή δήλωση. Η ημερομηνία της έγγραφης συμφωνίας των συζύγων αποδεικνύεται με βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής αυτών. Βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής των συζύγων δεν απαιτείται στην περίπτωση υποβολής κοινής ψηφιακής δήλωσης.

Όπως τροποποιήθηκε με το Άρθρο 4 ΝΟΜΟΣ 4800/2021 με ισχύ την 21/5/2021
Δες την εξέλιξη της παραγράφου

4. Ο συμβολαιογράφος συντάσσει πράξη με την οποία βεβαιώνει τη λύση του γάμου, επικυρώνει τις συμφωνίες των συζύγων και τις ενσωματώνει σε αυτή. Τη συμβολαιογραφική πράξη υπογράφουν ή εγκρίνουν με ηλεκτρονικά μέσα οι σύζυγοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους ή μόνο οι τελευταίοι, εφόσον είναι εφοδιασμένοι με ειδικό πληρεξούσιο. Η πληρεξουσιότητα δίδεται τον τελευταίο μήνα πριν από την υπογραφή της πράξης. Όταν η βεβαίωση αφορά στην επιμέλεια, επικοινωνία και διατροφή των ανηλίκων τέκνων, η πράξη αποτελεί εκτελεστό τίτλο, εφόσον έχουν συμπεριληφθεί στη συμφωνία οι ρυθμίσεις των άρθρων 950 και 951 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Μετά τη λήξη ισχύος της επικυρωμένης συμφωνίας, μπορεί να ρυθμίζονται η επιμέλεια, η επικοινωνία και η διατροφή των τέκνων για περαιτέρω χρονικό διάστημα με νέα συμφωνία και με την ίδια διαδικασία.

Όπως τροποποιήθηκε με το Άρθρο 4 ΝΟΜΟΣ 4800/2021 με ισχύ την 21/5/2021
Δες την εξέλιξη της παραγράφου

5. Η λύση του γάμου επέρχεται με την κατάθεση αντιγράφου της συμβολαιογραφικής πράξης στο ληξιαρχείο όπου έχει κατατεθεί η σύσταση του γάμου, ή με ενημέρωση του ληξιαρχείου με χρήση Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών.

Όπως τροποποιήθηκε με το Άρθρο 4 ΝΟΜΟΣ 4800/2021 με ισχύ την 21/5/2021
Δες την εξέλιξη της παραγράφου
Άρθρο 1442
Διατροφή

    Εφόσον   ο   ένας  από  τους  πρώην  συζύγους  δεν  μπορεί  να  εξασφαλίσει τη διατροφή του από τα εισοδήματά του ή από την  περιουσία  του,  δικαιούται  να  ζητήσει  διατροφή  από τον άλλον:

1. αν κατά την  έκδοση του διαζυγίου  ή  κατά  το  τέλος  των  χρονικών  περιόδων  που  προβλέπονται  στις  επόμενες  περιπτώσεις  βρίσκεται  σε  ηλικία  ή σε  κατάσταση υγείας που δεν επιτρέπει  να  αναγκαστεί  να  αρχίσει  ή  να  συνεχίσει  την άσκηση κατάλληλου επαγγέλματος, ώστε να εξασφαλίζει απ`  αυτό τη διατροφή του,

2. αν έχει την επιμέλεια ανήλικου τέκνου και γι`  αυτό το λόγο εμποδίζεται στην άσκηση κατάλληλου  επαγγέλματος,

3.  αν  δεν   βρίσκει   σταθερή   κατάλληλη   εργασία   ή   χρειάζεται  κάποια  επαγγελματική εκπαίδευση,  και  στις  δύο  όμως  περιπτώσεις  για  ένα  διάστημα που δεν μπορεί να ξεπεράσει τα τρία χρόνια από την έκδοση του  διαζυγίου,

4.  σε κάθε άλλη περίπτωση, όπου η επιδίκαση διατροφής κατά  την έκδοση του διαζυγίου επιβάλλεται από λόγους επιείκειας.

Άρθρο 1443

Οι διατάξεις των άρθρων 1487, 1493, 1494 και 1498 εφαρμόζονται  αναλόγως  και  για  το δικαίωμα διατροφής μετά το διαζύγιο. Η διατροφή  προκαταβάλλεται σε χρήμα κάθε μήνα.  Η διατροφή μπορεί  να  καταβληθεί  εφάπαξ, αν  οι  πρώην σύζυγοι συμφωνούν σ` αυτό εγγράφως, ή με απόφαση  του δικαστηρίου, αν συντρέχουν ιδιαίτεροι λόγοι.

Άρθρο 1444

Η διατροφή μπορεί να αποκλειστεί ή  να  περιοριστεί,  αν  αυτό  επιβάλλεται από σπουδαίους λόγους, ιδίως αν ο Γάμος είχε μικρή χρονική  διάρκεια  ή  αν  ο  δικαιούχος  είναι  υπαίτιος  του  διαζυγίου  του ή  προκάλεσε εκούσια την απορία του.

Το δικαίωμα διατροφής παύει, αν ο δικαιούχος ξαναπαντρευτεί, ή  αν συζεί μόνιμα  με  κάποιον  άλλο  σε  ελεύθερη  ένωση.  Το  δικαίωμα  διατροφής δεν παύει με το θάνατο του υποχρέου, παύει όμως με το θάνατο  του  δικαιούχου,  εκτός  αν  αφορά παρελθόντα χρόνο ή δόσεις απαιτητές  κατά το χρόνο του θανάτου.

Άρθρο 1445

         Ο καθένας από τους πρώην συζύγους είναι υποχρεωμένος να  δίνει  στον άλλο ακριβείς πληροφορίες για την περιουσία του και τα εισοδήματά  του,  εφόσον είναι χρήσιμες για τον καθορισμό του ύψους της διατροφής.  Με αίτηση ενός από τους πρώην  συζύγους,  που  διαβιβάζεται  μέσω  του  αρμόδιου  εισαγγελέα,  ο  εργοδότης, η αρμόδια υπηρεσία και ο αρμόδιος  οικονομικός  έφορος  είναι  υποχρεωμένοι  να   δίνουν   κάθε   χρήσιμη  πληροφορία  για  την  περιουσιακή  κατάσταση  του  άλλου  συζύγου  και  προπάντων για τα εισοδήματά του.

Άρθρο 1446
 `Εκταση εφαρμογής

 Η διάταξη του άρθρου 1416 εφαρμόζεται  και  για  τη  λύση  του  γάμου σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού του κεφαλαίου.

Άρθρο 1447

Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 17 του ν.1329/1983

Άρθρο 1448

Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 17 του ν.1329/1983

Άρθρο 1449

Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 17 του ν.1329/1983

Άρθρο 1450

Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 17 του ν.1329/1983

Άρθρο 1451

Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 17 του ν.1329/1983

Άρθρο 1452

Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 17 του ν.1329/1983

Άρθρο 1453

Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 17 του ν.1329/1983

Άρθρο 1454

Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 17 του ν.1329/1983

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ
ΙΑΤΡΙΚΗ ΥΠΟΒΟΗΘΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗ

Σημ.: όπως το κεφάλαιο όγδοο που αναφέρεται στη συγγένεια (άρθρα 1463-1484),έγινε κεφάλαιο ένατο (άρθρα 1461-1484)και τα νέα άρθρα 1461 και 1462 τέθηκαν στην θέση  των καταργημένων με το άρθρο 17 Ν.1329/1983, με το άρθρο δεύτερο του Ν.3089/2002,ΦΕΚ Α 327/23.12.2002.

Άρθρο 1455

Η ιατρική υποβοήθηση στην ανθρώπινη αναπαραγωγή (τεχνητή γονιμοποίηση) επιτρέπεται μόνο για να αντιμετωπίζεται η αδυναμία απόκτησης τέκνων με φυσικό τρόπο ή για να αποφεύγεται η μετάδοση στο τέκνο σοβαρής ασθένειας. Η υποβοήθηση αυτή επιτρέπεται μέχρι την ηλικία φυσικής ικανότητας αναπαραγωγής του υποβοηθούμενου προσώπου. Η ανθρώπινη αναπαραγωγή με τη μέθοδο της κλωνοποίησης απαγορεύεται. Επιλογή του φύλου του τέκνου δεν είναι επιτρεπτή, εκτός αν πρόκειται να αποφευχθεί σοβαρή κληρονομική νόσος που συνδέεται με το φύλο.

Σημ.: όπως προστέθηκε (στη θέση του καταργημένου με το άρθρο 17 του ν.1329/1983) με το άρθρο πρώτου του Ν.3089/2002, ΦΕΚ Α 327/23.12.2002.

Άρθρο 1456

Κάθε ιατρική πράξη που αποβλέπει στην υποβοήθηση της ανθρώπινης αναπαραγωγής, σύμφωνα με τους όρους του προηγούμενου άρθρου, διενεργείται με την έγγραφη Συναίνεση των προσώπων που επιθυμούν να αποκτήσουν τέκνο. Αν η υποβοήθηση αφορά άγαμη γυναίκα, η Συναίνεση αυτής και, εφόσον συντρέχει περίπτωση ελεύθερης ένωσης, του άνδρα με τον οποίο συζεί παρέχεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο. Η Συναίνεση ανακαλείται με τον ίδιο τύπο μέχρι τη μεταφορά των γαμετών ή των γονιμοποιημένων ωαρίων στο γυναικείο σώμα. Με την επιφύλαξη του άρθρου 1457, η Συναίνεση θεωρείται ότι ανακλήθηκε, αν ένα από τα πρόσωπα που είχαν συναινέσει πέθανε πριν από τη μεταφορά.

Σημ.: όπως προστέθηκε (στη θέση του καταργημένου με το άρθρο 17 του ν.1329/1983) με το άρθρο πρώτου του Ν.3089/2002, ΦΕΚ Α 327/23.12.2002.

Άρθρο 1457

Η τεχνητή γονιμοποίηση μετά το θάνατο του συζύγου ή του άνδρα με τον οποίο η γυναίκα συζούσε σε ελεύθερη ένωση επιτρέπεται με δικαστική άδεια μόνο εφόσον συντρέχουν σωρευτικώς οι εξής προϋποθέσεις: α. Ο σύζυγος ή ο μόνιμος σύντροφος της γυναίκας να έπασχε από ασθένεια που συνδέεται με πιθανό κίνδυνο στειρότητας ή να υπήρχε κίνδυνος θανάτου του. β. Ο σύζυγος ή ο μόνιμος σύντροφοςτης γυναίκας να είχε συναινέσει με συμβολαιογραφικό έγγραφο και στη μεταθανάτια τεχνητή γονιμοποίηση. Η τεχνητή γονιμοποίηση διενεργείται μετά την πάροδο έξι μηνών και πριν από τη συμπλήρωση διετίας από το θάνατο του άνδρα.

Σημ.: όπως προστέθηκε (στη θέση του καταργημένου με το άρθρο 17 του ν.1329/1983) με το άρθρο πρώτου του Ν.3089/2002, ΦΕΚ Α 327/23.12.2002.

Άρθρο 1458

Η μεταφορά στο σώμα άλλης γυναίκας γονιμοποιημένων ωαρίων, ξένων προς την ιδίαν, και η κυοφορία από αυτήν επιτρέπεται με δικαστική άδεια που παρέχεται πριν από τη μεταφορά, εφόσον υπάρχει έγγραφη και χωρίς αντάλλαγμα συμφωνία των προσώπων που επιδιώκουν να αποκτήσουν τέκνο και της γυναίκας που θα κυοφορήσει, καθώς και του συζύγου της, αν αυτή είναι έγγαμη. Η δικαστική άδεια παρέχεται ύστερα από αίτηση της γυναίκας που επιθυμεί να αποκτήσει τέκνο, εφόσον αποδεικνύεται ότι αυτή είναι ιατρικώς αδύνατο να κυοφορήσει και ότι η γυναίκα που προσφέρεται να κυοφορήσει είναι, εν όψει της κατάστασης της υγείας της, κατάλληλη για κυοφορία.

Σημ.: όπως προστέθηκε (στη θέση του καταργημένου με το άρθρο 17 του ν.1329/1983) με το άρθρο πρώτου του Ν.3089/2002, ΦΕΚ Α 327/23.12.2002.

Άρθρο 1459

Τα πρόσωπα που προσφεύγουν σε τεχνητή γονιμοποίηση αποφασίζουν με κοινή έγγραφη δήλωσή τους προς τον ιατρό ή τον υπεύθυνο του ιατρικού κέντρου, που γίνεται πριν από την έναρξη της σχετικής διαδικασίας, ότι οι κρυοσυντηρημένοι γαμέτες και τα κρυοσυντηρημένα γονιμοποιημένα ωάρια που δε θα τους χρειασθούν για να τεκνοποιήσουν: α) θα διατεθούν χωρίς αντάλλαγμα, κατά προτεραιότητα σε άλλα πρόσωπα, που θα επιλέξει ο ιατρός ή το ιατρικό κέντρο, β) θα χρησιμοποιηθούν χωρίς αντάλλαγμα για ερευνητικούς ή θεραπευτικούς σκοπούς, γ) θα καταστραφούν. Αν δεν υπάρχει κοινή δήλωση των ενδιαφερόμενων προσώπων, οι γαμέτες και τα γονιμοποιημένα ωάρια διατηρούνται για χρονικό διάστημα πέντε ετών από τη λήψη ή τη δημιουργία τους και μετά την πάροδο του χρόνου αυτού είτε χρησιμοποιούνται για ερευνητικούς ή θεραπευτικούς σκοπούς είτε καταστρέφονται. Τα μη κρυοσυντηρημένα γονιμοποιημένα ωάρια καταστρέφονται μετά τη συμπλήρωση δεκατεσσάρων ημερών από τη γονιμοποίηση. Ο τυχόν ενδιάμεσος χρόνος κρυοσυντήρησής τους δεν υπολογίζεται.

Σημ.: όπως προστέθηκε (στη θέση του καταργημένου με το άρθρο 17 του ν.1329/1983) με το άρθρο πρώτου του Ν.3089/2002, ΦΕΚ Α 327/23.12.2002.

Άρθρο 1460

Η ταυτότητα των τρίτων προσώπων που έχουν προσφέρει τους γαμέτες ή τα γονιμοποιημένα ωάρια δε γνωστοποιείται στα πρόσωπα που επιθυμούν να αποκτήσουν τέκνο. Ιατρικές πληροφορίες που αφορούν τον τρίτο δότη τηρούνται σε απόρρητο αρχείο χωρίς ένδειξη της ταυτότητάς του. Πρόσβαση στο αρχείο αυτό επιτρέπεται μόνο στο τέκνο και για λόγους σχετικούς με την υγεία του. Η ταυτότητα του τέκνου, καθώς και των γονέων του δε γνωστοποιείται στους τρίτους δότες γαμετών ή γονιμοποιημένων ωαρίων.

Σημ.: όπως προστέθηκε (στη θέση του καταργημένου με το άρθρο 17 του ν.1329/1983) με το άρθρο πρώτου του Ν.3089/2002, ΦΕΚ Α 327/23.12.2002.

Άρθρο 1461
 Εννοια

Τα πρόσωπα είναι μεταξύ τους συγγενείς εξ αίματος σε ευθεία γραμμή, αν το ένα κατάγεται από το άλλο (συγγένεια μεταξύ ανιόντων και κατιόντων). Συγγενείς εξ αίματος σε πλάγια γραμμή είναι τα πρόσωπα που, χωρίς να είναι συγγενείς σε ευθεία γραμμή, κατάγονται από τον ίδιο ανιόντα. Ο βαθμός της συγγένειας ορίζεται από τον αριθμό των γεννήσεων που συνδέουν τα πρόσωπα.

Σημ.: όπως προστέθηκε (στη θέση του καταργημένου με το άρθρο 17 του ν.1329/1983) με το άρθρο πρώτου του Ν.3089/2002, ΦΕΚ Α 327/23.12.2002.

Άρθρο 1462
  Αγχιστεία

  Οι συγγενείς εξ αίματος του ενός από τους συζύγους είναι συγγενείς εξ αγχιστείας του άλλου στην ίδια γραμμή και στον ίδιο βαθμό. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση του συμφώνου συμβίωσης. Η συγγένεια εξ αγχιστείας εξακολουθεί να υπάρχει και μετά τη λύση ή την ακύρωση του γάμου ή του συμφώνου συμβίωσης από το οποίο δημιουργήθηκε.

Σημ.: όπως προστέθηκε (στη θέση του καταργημένου με το άρθρο 17 του ν.1329/1983) με το άρθρο πρώτου του Ν.3089/2002, ΦΕΚ Α 327/23.12.2002.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ
Συγγένεια
Άρθρο 1463

Η συγγένεια του προσώπου με τη μητέρα του και τους συγγενείς της συνάγεται από τη γέννηση. Η συγγένεια με τον πατέρα και τους συγγενείς του συνάγεται από το γάμο ή το σύμφωνο συμβίωσης της μητέρας με τον πατέρα ή ιδρύεται με την αναγνώριση, εκούσια ή δικαστική.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.4 άρθρ.δεύτερου Ν.3089/2002,ΦΕΚ Α 327,αντικαταστάθηκε πάλιμε το άρθρο 14  Ν.4356/2015,ΦΕΚ Α 181/24.12.2015.

Άρθρο 1464

Σε περίπτωση τεχνητής γονιμοποίησης, αν η κυοφορία έγινε από άλλη γυναίκα, υπό τους όρους του άρθρου 1458, μητέρα του τέκνου τεκμαίρεται η γυναίκα στην οποία δόθηκε η σχετική δικαστική άδεια. Το τεκμήριο αυτό ανατρέπεται, με αγωγή προσβολής της μητρότητας που ασκείται μέσα σε προθεσμία έξι μηνών από τον τοκετό, είτε από την τεκμαιρόμενη μητέρα, είτε από την κυοφόρο γυναίκα, εφόσον αποδειχθεί ότι το τέκνο κατάγεται βιολογικά από την τελευταία. Η προσβολή γίνεται από τη δικαιούμενη γυναίκα αυτοπροσώπως ή από ειδικό πληρεξούσιό της ή ύστερα από άδεια του δικαστηρίου, από τον νόμιμο αντιπρόσωπό της. Με την αμετάκλητη δικαστική απόφαση που δέχεται την αγωγή το τέκνο έχει αναδρομικά από τη γέννησή του μητέρα τη γυναίκα που το κυοφόρησε.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.5 άρθρ.δεύτερου Ν.3089/2002,ΦΕΚ Α 327/23.12.2002.

Άρθρο 1465
Τεκμήριο καταγωγής από γάμο

Το τέκνο που γεννήθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου της μητέρας του ή μέσα σε τριακόσιες ημέρες από τη λύση ή την ακύρωσή του τεκμαίρεται ότι έχει πατέρα τον σύζυγο της μητέρας (Τέκνο γεννημένο σε γάμο). Τέκνο γεννημένο σε γάμο θεωρείται και το τέκνο που γεννήθηκε ύστερα από μεταθανάτια τεχνητή γονιμοποίηση, εφόσον υπάρχει η απαιτούμενη κατά το άρθρο 1457 δικαστική άδεια. Αν το τέκνο γεννήθηκε μετά την τριακοσιοστή ημέρα από τη λύση ή την ακύρωση του γάμου, η απόδειξη της πατρότητας του συζύγου βαρύνει εκείνον που την επικαλείται. Το ίδιο ισχύει και όταν η τεχνητή γονιμοποίηση έγινε μετά το θάνατο του συζύγου, παρά την έλλειψη δικαστικής άδειας.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.6 άρθρ.δεύτερου Ν.3089/2002,ΦΕΚ Α 327/23.12.2002.

Άρθρο 1466
Σύγκρουση δύο τεκμηρίων

     Αν μέσα στις τριακόσιες ημέρες από τη λύση ή την  ακύρωση  του  γάμου γεννήθηκε τέκνο από γυναίκα που τέλεσε νέο γάμο, τεκμαίρεται ότι  αυτό  έχει  πατέρα  το  δεύτερο σύζυγο, εκτός αν γίνει δεκτή αγωγή για  προσβολή της πατρότητάς του, οπότε τεκμαίρεται  ότι  είναι  τέκνο  του  πρώτου συζύγου.

Άρθρο 1467
Προσβολή της πατρότητας

      Η  ιδιότητα  του τέκνου, ως προς το οποίο συντρέχει ένα από τα  τεκμήρια των άρθρων 1465 και  1466,  ως  τέκνου  γεννημένου  σε  γάμο,  μπορεί  να  προσβληθεί  δικαστικώς,  αν  αποδειχθεί  ότι  η μητέρα δεν  συνέλαβε πράγματι από το σύζυγό της ή ότι κατά το κρίσιμο διάστημα της  σύλληψης ήταν φανερά αδύνατο να συλλάβει  από  αυτόν,  ιδίως  εξαιτίας  ανικανότητας ή αποδημίας του ή επειδή δεν είχαν σχέσεις.

Άρθρο 1468

Κρίσιμο  διάστημα  της  σύλληψης θεωρείται το χρονικό διάστημα  που περιλαμβάνεται ανάμεσα στην τριακοστή και την εκατοστή  ογδοηκοστή  ημέρα πριν από τον τοκετό.

Άρθρο 1469

 Την ιδιότητα του τέκνου ως γεννημένου σε γάμο μπορούν να προσβάλλουν:

1. ο σύζυγος της μητέρας.

2. Ο πατέρας ή η μητέρα του συζύγου, αν αυτός πέθανε χωρίς να έχει χάσει το δικαίωμα της προσβολής.

3. Το τέκνο.

4. Η μητέρα του τέκνου.

5. Ο άνδρας με τον οποίο η μητέρα, βρισκόμενη σε διάσταση με το σύζυγό της, είχε μόνιμη σχέση με σαρκική συνάφεια κατά το Κρίσιμο διάστημα της σύλληψης.

Η προσβολή γίνεται από το δικαιούμενο αυτοπροσώπως ή από ειδικό πληρεξούσιό του ή,μετά από άδεια του δικαστηρίου, από το νόμιμο αντιπρόσωπό του.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.1 εδάφ.α`άρθρ.19 Ν.2521/1997 ΦΕΚ Α 174/1-9-1997.

Άρθρο 1470

  Η Προσβολή της πατρότητας αποκλείεται:

1. Για το σύζυγο της μητέρας, όταν περάσει ένα έτος αφότου πληροφορήθηκε τον τοκετό και τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει ότι η σύλληψη του τέκνου δεν έγινε από αυτόν, και σε κάθε περίπτωση, όταν περάσουν πέντε έτη από τον τοκετό.

2. Για τον πατέρα ή τη μητέρα του συζύγου, όταν περάσει ένα έτος αφότου έμαθαν το θάνατο του τελευταίου και τη γέννηση του τέκνου. 3. Για το τέκνο, όταν περάσει ένα έτος από την ενηλικίωσή του.

4. Για τη μητέρα, όταν περάσει ένα έτος από τον τοκετό ή, εφόσον υπάρχει σοβαρός λόγος για τη μη προσβολή κατά τη διάρκεια του γάμου, έξι μήνες αφότου λύθηκε ή ακυρώθηκε ο Γάμος με το σύζυγό της.

5. Για τον άνδρα που είχε σαρκική συνάφεια με τη μητέρα, δύο χρόνια από τον τοκετό.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.1 εδάφ.β` άρθρ.19  Ν.2521/1997 ΦΕΚ Α 174/1-9-1997.

Άρθρο 1471

Η Προσβολή της πατρότητας αποκλείεται επίσης μετά το θάνατο του τέκνου, εκτός αν είχε ήδη ασκηθεί η σχετική αγωγή. Την πατρότητα αποκλείεται να προσβάλουν

1. ο σύζυγος της μητέρας, αν αυτός αναγνώρισε ότι το τέκνο είναι δικό του πριν γίνει αμετάκλητη η απόφαση για την προσβολή.

2. οποιοσδήποτε από τους δικαιούχους που αναφέρονται στο άρθρο 1469, αν ο σύζυγος συγκατατέθηκε στην υποβολή της συζύγου του σε τεχνητή γονιμοποίηση.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.7 άρθρ.άρθρου δεύτερου Ν.3089/2002,ΦΕΚ Α 327/23.12.2002.

Άρθρο 1472

         Το  τέκνο  χάνει  την  ιδιότητα  τέκνου που γεννήθηκε σε γάμο,  αναδρομικά από τη γέννησή του, μόλις γίνει αμετάκλητη  η  απόφαση  που  δέχεται την προσβολή αυτής της ιδιότητάς του.

Σε περίπτωση προσβολής από τον άνδρα που είχε σαρκική συνάφεια με τη μητέρα, η απόφαση της προηγούμενης παραγράφου επιφέρει αυτοδικαίως δικαστική αναγνώριση του παιδιού από τον άνδρα αυτόν.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.1 εδάφ.γ` άρθρ.19  Ν.2521/1997 ΦΕΚ Α 174/1-9-1997.Στο εδάφ.δ`ορίζεται ότι: ” Οι παραπάνω διατάξεις εφαρμόζονται και σε τέκνα που έχουν γεννηθεί πριν από την έναρξη της ισχύος τους”.

Άρθρο 1473
Επιγενόμενος Γάμος των γονέων

    Τέκνο που γεννήθηκε χωρίς γάμο των γονέων του έχει απέναντι σ`  αυτούς  και  τους συγγενείς τους ως προς όλα θέση τέκνου γεννημένου σε  γάμο, εφόσον οι γονείς του παντρευτούν μεταγενέστερα και το τέκνο είχε  αναγνωριστεί ή αναγνωρίζεται μετά την  τέλεση  του  γάμου,  εκούσια  ή  δικαστικά,  ως  τέκνο του συζύγου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων  1475, 1476  και  1479  έως  1483.   Η  εκούσια  αναγνώριση  μπορεί  να  προσβληθεί  για το λόγο ότι ο σύζυγος της μητέρας δεν είναι ο πατέρας,  σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1477 και 1478.

Άρθρο 1474

Αν το τέκνο δεν ζει κατά την Τέλεση του γάμου των γονέων  του,  δεν  θίγεται  η  επέλευση  των  αποτελεσμάτων  του  πρώτου εδαφίου του  προηγούμενου άρθρου ως προς τους κατιόντες του.

Άρθρο 1475
Εκούσια αναγνώριση

  Ο πατέρας μπορεί να αναγνωρίσει ως δικό του το τέκνο που γεννήθηκε χωρίς γάμο, εφόσον συναινεί σ` αυτό και η μητέρα. Αν η μητέρα έχει πεθάνει ή δεν έχει δικαιοπρακτική ικανότητα, η αναγνώριση γίνεται με μόνη τη δήλωση του πατέρα. Η συμβολαιογραφική Συναίνεση του άνδρα σε τεχνητή γονιμοποίηση, που προβλέπεται στο άρθρο 1456 § 1 εδ. β, επέχει θέση εκούσιας αναγνώρισης. Η αντίστοιχη Συναίνεση της γυναίκας ισχύει και ως συναίνεσή της στην εκούσια αναγνώριση. Αν ο πατέρας έχει πεθάνει ή δεν έχει δικαιοπρακτική ικανότητα, η αναγνώριση μπορεί να γίνει από τον παππού ή τη γιαγιά της πατρικής γραμμής. Αν το τέκνο έχει πεθάνει, η αναγνώριση ενεργεί υπέρ των κατιόντων του.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.8 άρθρ.άρθρου δεύτερου Ν.3089/2002,ΦΕΚ Α 327/23.12.2002.

Άρθρο 1476

Η αναγνώριση από τον πατέρα  ή  τους  γονείς  του  γίνεται  με  δήλωση ενώπιον συμβολαιογράφου ή με διαθήκη.  Η Συναίνεση της μητέρας,  σύμφωνα   με   το  προηγούμενο  άρθρο,  παρέχεται  με  δήλωση  ενώπιον  συμβολαιογράφου.  Οι  δηλώσεις  της  αναγνώρισης  και  της  Συναίνεσης  γίνονται  αυτοπροσώπως  και  χωρίς  αίρεση  ή  προθεσμία. Ανάκληση των  δηλώσεων είναι ανίσχυρη.

Άρθρο 1477
Προσβολή της αναγνώρισης

    Το τέκνο και, σε  περίπτωση  θανάτου  του,  οι  κατιόντες  του  δικαιούνται να προσβάλουν την εκούσια αναγνώριση για το λόγο ότι αυτός  που δηλώθηκε ως πατέρας δεν είναι πραγματικά πατέρας.

Το  δικαίωμα  αυτό ανήκει επίσης, στην περίπτωση όπου η μητέρα  κατά την αναγνώριση είχε πεθάνει ή δεν είχε δικαιοπρακτική  ικανότητα,  στον  καθένα  από  τους  γονείς  της  και, στην περίπτωση της δεύτερης  παραγράφου του άρθρου 1475, στον παππού  ή  τη  γιαγιά  που  δεν  είχε  προβεί στην αναγνώριση.

Άρθρο 1478

Η προσβολή της αναγνώρισης αποκλείεται, αν περάσουν τρεις μήνες αφότου πληροφορήθηκε την αναγνώριση αυτός που την προσβάλλει. Η προσβολή αποκλείεται σε κάθε περίmωση, αν περάσουν δύο χρόνια από την αναγνώριση ή, προκειμένου για προσβολή από τέκνο που κατά την αναγνώριση ήταν ανήλικο, δύο χρόνια από την ενηλικίωσή του. Η προσβολή της εκούσιας αναγνώρισης αποκλείεται στην περίπτωση που προβλέπεται από το άρθρο 1475 § 2.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.9 άρθρ.άρθρου δεύτερου Ν.3089/2002,ΦΕΚ Α 327/23.12.2002.

Άρθρο 1479

Η μητέρα έχει δικαίωμα να ζητήσει με αγωγή την αναγνώριση της πατρότητας του τέκνου της που γεννήθηκε χωρίς γάμο της με τον πατέρα του. Το ίδιο δικαίωμα έχει και το τέκνο. Οταν η μητέρα αρνείται την προβλεπόμενη από την πρώτη παράγραφο του άρθρου 1475 συναίνεσή της, δικαίωμα δικαστικής αναγνώρισης έχουν επίσης ο πατέρας και, στην περίπτωση της τρίτης παραγράφου του άρθρου 1475, ο παππούς ή η γιαγιά της πατρικής γραμμής. Αν διενεργηθεί τεχνητή γονιμοποίηση με γεννητικό υλικό τρίτου δότη, η δικαστική αναγνώριση της πατρότητας αποκλείεται, έστω και αν η ταυτότητά του είναι ή γίνει εκ των υστέρων γνωστή.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.10 άρθρ.άρθρου δεύτερου     Ν.3089/2002,ΦΕΚ Α 327/23.12.2002.

Άρθρο 1480

Η αγωγή της μητέρας ασκείται κατά του πατέρα ή των  κληρονόμων  του.  Η  αγωγή  του τέκνου ασκείται κατά του γονέα που δεν έχει προβεί  στην αναγκαία για την εκούσια αναγνώριση δήλωση ή κατά των  κληρονόμων  του.  Η  αγωγή του πατέρα ή των γονέων του ασκείται κατά της μητέρας ή  των κληρονόμων της.

Άρθρο 1481

Η πατρότητα τεκμαίρεται, αν  αποδειχθεί  ότι  αυτός,  για  τον  οποίο  προβάλλεται ισχυρισμός ότι είναι πατέρας, είχε σαρκική συνάφεια  με τη μητέρα κατά το Κρίσιμο διάστημα της σύλληψης.  Το  τεκμήριο  δεν  ισχύει, αν η αγωγή ασκείται από το τέκνο μετά την ενηλικίωσή του και ο  πατέρας  πέθανε  πριν  από  το τέλος της αποδεικτικής διαδικασίας στον  πρώτο βαθμό.

Άρθρο 1482

Το τεκμήριο του προηγούμενου άρθρου ανατρέπεται, αν προκύπτουν  σοβαρές αμφιβολίες για την πατρότητα.

Άρθρο 1483

         Το  δικαίωμα  της  μητέρας  να  ζητήσει  την  αναγνώριση   της  πατρότητας  του  τέκνου της αποσβήνεται όταν περάσουν πέντε χρόνια από  τον τοκετό.  Το δικαίωμα του τέκνου αποσβήνεται,  ένα  έτος  μετά  την  ενηλικίωσή  του,  και  το δικαίωμα του πατέρα ή των γονέων του δύο έτη  αφότου αρνήθηκε τη συναίνεσή της η μητέρα.

Αν η μητέρα ήταν έγγαμη κατά το κρίσιμο διάστημα της  σύλληψης  του τέκνου, η προθεσμία του πρώτου εδαφίου της προηγούμενης παραγράφου  αρχίζει αφότου γίνει αμετάκλητη η απόφαση που δέχεται την προσβολή της  πατρότητας.

Στην  περίπτωση  του  άρθρου 1473 το δικαίωμα δεν υπόκειται σε  αποσβεστική προθεσμία.

Άρθρο 1484
Αποτελέσματα

    Σε περίπτωση αναγνώρισης, εκούσιας ή δικαστικής,  αν  ο  νόμος  δεν  ορίζει  διαφορετικά,  το  τέκνο  έχει  ως  προς  όλα  θέση τέκνου  γεννημένου σε γάμο απέναντι στους δύο γονείς και τους συγγενείς τους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ
Διατροφή από το νόμο
Άρθρο 1485
Μεταξύ ανιόντων και κατιόντων

 Ανιόντες και κατιόντες έχουν αμοιβαία υποχρέωση διατροφής κατά  τους όρους των άρθρων 1486 έως 1502.

Άρθρο 1486
`Οροι διατροφής

  Δικαίωμα διατροφής έχει μόνον όποιος δεν μπορεί  να  διατρέφει  τον  εαυτό  του  από την περιουσία του ή από εργασία κατάλληλη για την  ηλικία του, την κατάσταση της υγείας του και τις λοιπές  βιοτικές  του  συνθήκες ενόψει και των τυχόν αναγκών της εκπαίδευσής του.

Το  ανήλικο  τέκνο, και αν ακόμη έχει περιουσία, έχει δικαίωμα  διατροφής από τους γονείς του, εφόσον τα εισοδήματα της περιουσίας του  ή το προϊόν της εργασίας του δεν αρκούν για τη διατροφή του.

Άρθρο 1487

         Δεν έχει υποχρέωση  διατροφής  εκείνος  που,  ενόψει  και  των  λοιπών  υποχρεώσεών  του,  δεν  είναι  σε  θέση  να  τη δώσει χωρίς να  διακινδυνεύσει η δική του διατροφή. Ο κανόνας αυτός δεν  ισχύει,  όταν  πρόκειται  για  τη διατροφή ανήλικου τέκνου από το γονέα του, εκτός αν  αυτό μπορεί να  στραφεί  εναντίον  άλλου  υποχρέου,  ή  αν  μπορεί  να  διατραφεί από την περιουσία του.

Άρθρο 1488
Σειρά των υποχρέων

 Υποχρέωση  διατροφής  έχουν  πρώτα οι κατιόντες, κατά τη σειρά  που καλούνται στην εξ αδιαθέτου κληρονομική  διαδοχή,  και  ο  καθένας  τους ανάλογα με την κληρονομική του μερίδα.

Άρθρο 1489

Αν  δεν  υπάρχουν  κατιόντες,  υποχρέωση  διατροφής  έχουν  οι  πλησιέστεροι ανιόντες, που ενέχονται σε ίσα μέρη αν είναι περισσότεροι  στον ίδιο βαθμό.

Οι γονείς έχουν υποχρέωση να  διατρέφουν  το  τέκνο  τους  από  κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του.

Άρθρο 1490

         Αν  ένας  από τους ανιόντες ή τους κατιόντες δεν είναι σε θέση  να δώσει διατροφή, η υποχρέωση  βαρύνει  εκείνον  που  είναι  υπόχρεος  ύστερα  από  αυτόν.   Το  ίδιο  ισχύει  και  όταν,  για πραγματικούς ή  νομικούς λόγους,  είναι  αδύνατη  ή  ιδιαίτερα  δυσχερής  η  δικαστική  επιδίωξη στην ημεδαπή εναντίον εκείνου που έχει την υποχρέωση.

Στην περίπτωση που καταβάλλει τη διατροφή, αντί για τον αμέσως  υπόχρεο,  άλλο  πρόσωπο, αυτό υποκαθίσταται αυτοδικαίως στα δικαιώματα  εκείνου που την έλαβε: 1. αν κατέβαλε τη διατροφή δυνάμει του δεύτερου  εδαφίου της προηγούμενης παραγράφου, 2. αν πρόκειται για το  κράτος  ή  νομικό  πρόσωπο  δημόσιου  δικαίου  ή κοινωφελές ίδρυμα που ανέλαβε τη  διατροφή του δικαιούχου ανηλίκου στη θέση του υπόχρεου συγγενή του, 3.  αν πρόκειται για ιδιώτες, στους  οποίους  ανατέθηκε  η  επιμέλεια  του  προσώπου  του  δικαιούχου  ανηλίκου,  σύμφωνα  με τα άρθρα 1513, 1514,  1532, 1533 και 1535, 4. αν ο δικαιούχος της διατροφής  είναι  ανήλικος  και  τη  διατροφή κατέβαλε, στη θέση του υπόχρεου γονέα του, ο σύζυγος  του τελευταίου.

Άρθρο 1491

`Οταν το πρόσωπο είναι έγγαμο, η υποχρέωση των  κατιόντων  και  των  ανιόντων  του  να  το  διατρέφουν  υπάρχει μόνο αν ο σύζυγός του,  ενόψει των λοιπών υποχρεώσεών του, δεν είναι σε θέση  να  του  παρέχει  την  οφειλόμενη διατροφή χωρίς να κινδυνεύει η δική του διατροφή ή αν,  για πραγματικούς ή νομικούς λόγους, είναι αδύνατη η ιδιαίτερα δυσχερής  η δικαστική επιδίωξη εναντίον του στην ημεδαπή.  Το  ίδιο  ισχύει  και  για  τον  διαζευγμένο,  όταν  ο  πρώην  σύζυγός  του έχει απέναντί του  υποχρέωση διατροφής.

Άρθρο 1492
  Σειρά των δικαιούχων

 `Οταν αυτοί που έχουν δικαίωμα διατροφής απέναντι σε  ορισμένο  πρόσωπο  είναι  περισσότεροι και ο υπόχρεος δεν επαρκεί να τη δώσει σε  όλους, προτεραιότητα έχουν οι κατιόντες κατά τη σειρά της εξ αδιαθέτου  κληρονομικής διαδοχής. Αν οι περισσότεροι δικαιούχοι  είναι  ανιόντες,  έχουν  προτεραιότητα  οι πλησιέστεροι.  Ο σύζυγος, ως προς το δικαίωμα  διατροφής, συμπορεύεται με τους ανήλικους κατιόντες και προηγείται από  τους λοιπούς κατιόντες ή άλλους συγγενείς.  Το ίδιο ισχύει και για  το  διαζευγμένο, εφόσον αυτός έχει δικαίωμα διατροφής.

Άρθρο 1493
Μέτρο και περιεχόμενο της διατροφής

 Το  μέτρο  διατροφής  προσδιορίζεται  με  βάση τις ανάγκες του  δικαιούχου, όπως αυτές  προκύπτουν  από  τις  συνθήκες  της  ζωής  του  (ανάλογη διατροφή). Η διατροφή περιλαμβάνει όλα όσα είναι αναγκαία για  τη  συντήρηση  του δικαιούχου και επί πλέον τα έξοδα για την ανατροφή,  καθώς και την επαγγελματική και την εν γένει εκπαίδευσή του.

Άρθρο 1494
Μεταβολή των όρων

Αν, αφότου εκδόθηκε η απόφαση που  προσδιορίζει  τη  διατροφή,  μεταβλήθηκαν   οι   όροι   της  διατροφής,  το  δικαστήριο  μπορεί  να  μεταρρυθμίσει την  απόφασή  του  ή  και  να  διατάξει  την  παύση  της  διατροφής.

Άρθρο 1495
Ελαττωμένη διατροφή

  Οι  κατιόντες  και  οι ανιόντες δικαιούνται μόνο τη στοιχειώδη  διατροφή, που περιλαμβάνει τα απολύτως αναγκαία για τη  συντήρηση,  αν  υπέπεσαν  απέναντι στον υπόχρεο διατροφής σε παράπτωμα που δικαιολογεί  την αποκλήρωσή τους.

Άρθρο 1496
Χρόνος και τρόπος καταβολής

 Η διατροφή προκαταβάλλεται σε χρήμα κάθε μήνα.  Αν  συντρέχουν  ιδιαίτεροι  λόγοι,  το δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει στον υπόχρεο την  καταβολή με άλλον τρόπο.

Άρθρο 1497

Οι γονείς που οφείλουν διατροφή σε ανήλικο  άγαμο  τέκνο  τους  έχουν  δικαίωμα  να ορίσουν τον τρόπο και τα χρονικά διαστήματα που θα  προκαταβάλλεται η διατροφή.  Αν το  ζήτησε  το  τέκνο,  το  δικαστήριο  μπορεί να αποφασίσει διαφορετικά, εφόσον συντρέχουν ιδιαίτεροι λόγοι.

Άρθρο 1498

 Διατροφή για το παρελθόν δεν οφείλεται παρά μόνο από την υπερημερία.

Άρθρο 1499
 Παραίτηση

 Παραίτηση  από  τη  διατροφή  για  το  μέλλον  δεν  ισχύει.  Η  προκαταβολή της διατροφής απαλλάσσει τον υπόχρεο μόνο για το  διάστημα  που ορίζεται στα άρθρα 1496 και 1497.

Άρθρο 1500
Απόσβεση

   Η  αξίωση  διατροφής παύει μετά το θάνατο του δικαιούχου ή του  υποχρέου, εκτός αν αφορά παρελθόντα χρόνο ή δόσεις  απαιτητές  κατά το  χρόνο του θανάτου.

Άρθρο 1501

Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 25 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1502
Προσωρινή επιδίκαση διατροφής

  Σε  περίπτωση  όπου  ένα  τέκνο  έχει  γεννηθεί χωρίς γάμο της  μητέρας του και η πατρότητά του είναι πολύ πιθανή, εφόσον η μητέρα του  βρίσκεται σε απορία, το δικαστήριο μπορεί, ακόμη και  πριν  ασκηθεί  η  αγωγή  για  την  αναγνώρισή  του, να διατάξει ως ασφαλιστικό μέτρο την  προκαταβολή από τον πατέρα στο τέκνο, κάθε μήνα, εύλογου ποσού  έναντι  της οφειλόμενης σ` αυτό διατροφής.

Άρθρο 1503
Δαπάνες τοκετού και διατροφής της άγαμης μητέρας

    Σε  περίπτωση  όπου ένα τέκνο γεννήθηκε χωρίς γάμο της μητέρας  του, το δικαστήριο μπορεί, ύστερα από αιτησή της, να  καταδικάσει  τον  πατέρα  που  αναγνωρίστηκε δικαστικώς, ακόμη και αν το τέκνο γεννήθηκε  νεκρό: 1. στην καταβολή των δαπανών του τοκετού, 2.  σε  διατροφή  της  μητέρας,  εφόσον  αυτή  αδυνατεί  να  διαθρέψει τον εαυτό της, επί δύο  μήνες πριν από τον  τοκετό  και  τέσσερις  ύστερα  από  αυτόν,  ή,  αν  συντρέχουν ειδικές περιστάσεις, το πολύ επί ένα έτος.

Η  αξίωση  της  μητέρας  δεν παύει με το θάνατο του πατέρα και  παραγράφεται  όταν  περάσουν  τρία  έτη   από   τον   τοκετό.   Αξίωση  αποζημίωσης,  σύμφωνα  με  τις  διατάξεις  για  τις  αδικοπραξίες, δεν  αποκλείεται.

Άρθρο 1504
Διατροφή μεταξύ αδελφών

    Ο αδελφός ή η αδελφή  μπορούν,  αν  το  δικαστήριο  το  κρίνει  εύλογο, να υποχρεωθούν να δίνουν διατροφή σε αδελφό ή αδελφή, αν αυτός  που  τη  ζητεί  αδυνατεί  να  διατρέφει  τον εαυτό του για ιδιαίτερους  λόγους  και  ιδίως  εξαιτίας  της  ηλικίας  του,  βαριάς  ασθένειας  ή  αναρηρίας.   Η  διατροφή  περιλαμβάνει τα απολύτως αναγκαία για τη ζωή  και επιπλέον τα έξοδα για την ανατροφή, καθώς  και  την  επαγγελματική  και την εν γένει εκπαίδευση.

Οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου του άρθρου 1487, καθώς και των  άρθρων  1494,  1496  και  1498  έως  1500 εφαρμόζονται και σ` αυτή την  περίπτωση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ
Σχέσεις γονέων και τέκνων
Άρθρο 1505
Επώνυμο των τέκνων

      Οι γονείς υποχρεούνται να έχουν προσδιορίσει  το  επώνυμο  των  τέκνων τους με κοινή αμετάκλητη δήλωσή τους. Η δήλωση γίνεται πριν από  το  γάμο,  είτε  σε  συμβολαιογράφο  είτε  στον λειτουργό, ενώπιον του  οποίου θα τελεσθεί ο  Γάμος.   Ο  λειτουργός  οφείλει  να  ζητήσει  τη  σχετική δήλωση.

Το  οριζόμενο επώνυμο, κοινό για όλα τα τέκνα, μπορεί να είναι  είτε το επώνυμο του ενός από τους γονείς είτε συνδυασμός των  επωνύμων  τους,   που  όμως  σε  καμία  περίπτωση  δεν  μπορεί  να  περιλαμβάνει  περισσότερα από δύο επώνυμα.

Αν οι γονείς παραλείψουν να δηλώσουν  το  επώνυμο  των  τέκνων  τους,  σύμφωνα  με  τους  όρους  των προηγούμενων παραγράφων, τα τέκνα  έχουν για επώνυμο το επώνυμο του πατέρα τους.

Άρθρο 1506
Επώνυμο του τέκνου χωρίς γάμο των γονέων του

     Το τέκνο που γεννήθηκε χωρίς γάμο των γονέων  του  παίρνει  το  επώνυμο  της  μητέρας  του.  Ο σύζυγος της μητέρας μπορεί να δώσει στο  τέκνο, με συμβολαιογραφικό έγγραφο,το επώνυμό του  στη  θέση  του  έως  τότε  επωνύμου  του τέκνου ή επιπρόσθετα, αν συναινέσουν σ` αυτό, κατά  τον ίδιο τύπο, η μητέρα και το τέκνο.

Σε  περίπτωση  επιγενόμενου  γάμου  τον  γονέων   του   τέκνου  εφαρμόζονται  ως  προς  το  επώνυμό του, εφόσον αυτό είναι ανήλικο, οι  διατάξεις του προηγούμενου άρθρου.

Αν γίνει αναγνώριση, εκούσια ή δικαστική, το ενήλικο τέκνο  ή,  αν  αυτό  είναι  ανήλικο,  οι  γονείς  του  ή  και ένας από αυτούς ή ο  επίτροπός του δικαιούνται,  μέσα  σε  προθεσμία  ενός  έτους  από  την  ολοκλήρωση  της αναγνώρισης, να προσθέσουν, με δήλωση στο ληξίαρχο, το  πατρικό επώνυμο στο επώνυμο του τέκνου. Αν στη  δήλωση  προβαίνουν  οι  δύο  γονείς  από  κοινού,  μπορούν να προσδιορίσουν το νέο επώνυμο του  τέκνου σύμφωνα με τη δεύτερη παράγραφο του προηγούμενου άρθρου.

Άρθρο 1507
Αμοιβαία υποχρέωση

 Γονείς και τέκνα οφείλουν αμοιβαία μεταξύ τους βοήθεια, στοργή  και σεβασμό.

Άρθρο 1508
Υποχρέωση για παροχή υπηρεσιών

    Το  τέκνο,  εφόσον αποτελεί μέλος του οίκου των γονέων του και  ανατρέφεται ή διατρέφεται από αυτούς,  υποχρεούται  να  παρέχει  στους  γονείς  του,  για  τη διοίκηση του οίκου ή την άσκηση του επαγγέλματός  τους, υπηρεσίες ανάλογες με τις δυνάμεις του και τις βιοτικές συνθήκες  του ίδιου και της οικογένειάς του.

Άρθρο 1509
Παροχές των γονέων προς τα τέκνα τους

   Η παροχή περιουσίας στο τέκνο από οποιονδήποτε γονέα του, είτε  για  τη  δημιουργία  ή  τη  διατήρηση  οικονομικής   ή   οικογενειακής  αυτοτέλειας  είτε  για  την  έναρξη  ή  την εξακολούθηση επαγγέλματος,  αποτελεί δωρεά μόνο ως προς το ποσόν που υπερβαίνει το μέτρο, το οποίο  επιβάλλουν οι περιστάσεις.  Η ευθύνη όμως απέναντι στο τέκνο,  εκείνου  που   έκανε  την  παροχή,  για  πραγματικά  ή  νομικά  ελαττώματα  του  πράγματος, κρίνεται πάντοτε κατά τις  διατάξεις  για  την  ευθύνη  του  δωρητή.

Άρθρο 1510
Γονική μέριμνα

 Η μέριμνα για το ανήλικο τέκνο είναι καθήκον και δικαίωμα των γονέων (γονική μέριμνα), οι οποίοι την ασκούν από κοινού και εξίσου.

Η  γονική  μέριμνα  περιλαμβάνει  την  επιμέλεια  του  προσώπου, τη διοίκηση της  περιουσίας και την  εκπροσώπηση του τέκνου  σε  κάθε υπόθεση ή  δικαιοπραξία ή δίκη, που αφορούν το πρόσωπο ή την περιουσία του.

Σε περίπτωση όπου η Γονική μέριμνα παύει λόγω θανάτου, κήρυξης  σε Αφάνεια  ή έκπτωσης του ενός  γονέα, η γονική  μέριμνα ανήκει  αποκλειστικά στον άλλο.

Αν ο ένας από  τους  γονείς  αδυνατεί  να  ασκήσει τη γονική  μέριμνα  για πραγματικούς λόγους ή γιατί είναι ανίκανος ή περιορισμένα  ικανός για δικαιοπραξία, την ασκεί μόνος ο άλλος γονέας.Η  επιμέλεια  όμως του προσώπου του τέκνου ασκείται και από τον ανήλικο γονέα.

Όπως τροποποιήθηκε με την Παρ.1 Άρθρο 7 ΝΟΜΟΣ 4800/2021 με ισχύ την 21/5/2021
Δες την εξέλιξη του άρθρου
Άρθρο 1511
Άσκηση ανάθεση γονικής μέριμνας κατά το συμφέρον του τέκνου

1. Κάθε απόφαση των γονέων σχετικά με την άσκηση της γονικής μέριμνας πρέπει να αποβλέπει στο βέλτιστο συμφέρον του τέκνου.

#####

2. Στο βέλτιστο συμφέρον του τέκνου, που εξυπηρετείται ιδίως από την ουσιαστική συμμετοχή και των δύο γονέων στην ανατροφή και φροντίδα του, καθώς επίσης και από την αποτροπή διάρρηξης των σχέσεών του με καθένα από αυτούς, πρέπει να αποβλέπει και η απόφαση του δικαστηρίου, όταν αποφασίζει σχετικά με την ανάθεση της γονικής μέριμνας ή με τον τρόπο άσκησής της. Η απόφαση του δικαστηρίου συνεκτιμά παραμέτρους, όπως την ικανότητα και πρόθεση καθενός εκ των γονέων να σεβαστεί τα δικαιώματα του άλλου, τη συμπεριφορά κάθε γονέα κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα και τη συμμόρφωσή του με τις νόμιμες υποχρεώσεις του, δικαστικές αποφάσεις, εισαγγελικές διατάξεις και προηγούμενες συμφωνίες που είχε συνάψει με τον άλλο γονέα και αφορούν το τέκνο.

#####

3. Η απόφαση του δικαστηρίου πρέπει επίσης να σέβεται την ισότητα μεταξύ των γονέων και να μην κάνει διακρίσεις εξαιτίας ιδίως του φύλου, του σεξουαλικού προσανατολισμού, της φυλής, της γλώσσας, της θρησκείας, των πολιτικών ή όποιων άλλων πεποιθήσεων, της ιθαγένειας, της εθνικής ή κοινωνικής προέλευσης ή της περιουσίας.

#####

4. Ανάλογα με την ωριμότητα του τέκνου πρέπει να ζητείται και να συνεκτιμάται η γνώμη του, πριν από κάθε απόφαση σχετική με τη γονική μέριμνα και τα συμφέροντά του.

Όπως τροποποιήθηκε με το Άρθρο 5 ΝΟΜΟΣ 4800/2021 με ισχύ την 21/5/2021
Δες την εξέλιξη του άρθρου
Άρθρο 1512
Σε περίπτωση διαφωνίας

Σε περίπτωση διαφωνίας Κατά την άσκηση της γονικής μέριμνας οι γονείς καταβάλλουν προσπάθεια για την εξεύρεση κοινά αποδεκτών λύσεων. Αν διαφωνούν, αποφασίζει το δικαστήριο.

Όπως τροποποιήθηκε με το Άρθρο 6 ΝΟΜΟΣ 4800/2021 με ισχύ την 21/5/2021
Δες την εξέλιξη του άρθρου
Άρθρο 1513
Διαζύγιο ή ακύρωση του γάμου διάσταση των συζύγων

Στις περιπτώσεις διαζυγίου ή ακύρωσης του γάμου ή λύσης ή ακύρωσης του συμφώνου συμβίωσης ή διακοπής της συμβίωσης των συζύγων ή των μερών του συμφώνου συμβίωσης και εφόσον ζουν και οι δύο γονείς, εξακολουθούν να ασκούν από κοινού και εξίσου τη γονική μέριμνα. Ο γονέας με τον οποίο διαμένει το τέκνο, επιχειρεί τις πράξεις που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 1516, κατόπιν προηγούμενης ενημέρωσης του άλλου γονέα.

Όπως τροποποιήθηκε με την Παρ.2 Άρθρο 7 ΝΟΜΟΣ 4800/2021 με ισχύ την 21/5/2021
Δες την εξέλιξη του άρθρου
Άρθρο 1514
Παρέκκλιση από την από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας

1. Κατά παρέκκλιση του άρθρου 1513, οι γονείς μπορούν με έγγραφο βεβαίας χρονολογίας να ρυθμίζουν διαφορετικά την κατανομή της γονικής μέριμνας, ιδίως να αναθέτουν την άσκησή της στον έναν από αυτούς, και να καθορίζουν τον τόπο κατοικίας του τέκνου τους, τον γονέα με τον οποίο θα διαμένει, καθώς και τον τρόπο επικοινωνίας του με τον άλλο γονέα. Το ανωτέρω έγγραφο ισχύει τουλάχιστον για δύο (2) έτη και παρατείνεται αυτοδικαίως, εκτός αν κάποιος από τους δύο γονείς δηλώσει εγγράφως στον άλλο γονέα, πριν τη λήξη του συμφωνημένου χρόνου, ότι δεν επιθυμεί την παράτασή του.

#####

2. Αν δεν είναι δυνατή η από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας, εξαιτίας διαφωνίας των γονέων και ιδίως αν ο ένας γονέας αδιαφορεί ή δεν συμπράττει σε αυτήν ή δεν τηρεί την τυχόν υπάρχουσα συμφωνία για την άσκηση ή τον τρόπο άσκησης της γονικής μέριμνας ή αν η συμφωνία αυτή είναι αντίθετη προς το συμφέρον του τέκνου ή αν η γονική μέριμνα ασκείται αντίθετα προς το συμφέρον του τέκνου, καθένας από τους γονείς προσφεύγει σε διαμεσολάβηση, εξαιρουμένων των περιπτώσεων ενδοοικογενειακής βίας, όπως ο νόμος ορίζει. Αν διαφωνούν, αποφασίζει το δικαστήριο.

#####

3. Το δικαστήριο μπορεί ανάλογα με την περίπτωση:

α) να κατανείμει την άσκηση της γονικής μέριμνας μεταξύ των γονέων, να εξειδικεύσει τον τρόπο άσκησής της στα κατ’ ιδίαν θέματα ή να αναθέσει την άσκηση της γονικής μέριμνας στον ένα γονέα ή σε τρίτο,

β) να διατάξει πραγματογνωμοσύνη ή τη λήψη οποιουδήποτε άλλου πρόσφορου μέτρου,

γ) να διατάξει διαμεσολάβηση ή την επανάληψη διακοπείσας διαμεσολάβησης, ορίζοντας συγχρόνως τον διαμεσολαβητή.

Για τη λήψη της απόφασής του το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τους έως τότε δεσμούς του τέκνου με τους γονείς και τους αδελφούς του, καθώς και τις τυχόν συμφωνίες που έκαναν οι γονείς του τέκνου για την άσκηση της γονικής μέριμνας.

Όπως τροποποιήθηκε με το Άρθρο 8 ΝΟΜΟΣ 4800/2021 με ισχύ την 21/5/2021
Δες την εξέλιξη του άρθρου
Άρθρο 1515
Τέκνα χωρίς γάμο των γονέων τους

Η γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου που γεννήθηκε και παραμένει χωρίς γάμο των γονέων του ανήκει στη μητέρα του. Όταν το τέκνο αναγνωρίζεται εκούσια ή δικαστικά με αγωγή που άσκησε ο πατέρας, αποκτά γονική μέριμνα και ο πατέρας, την οποία ασκεί από κοινού με τη μητέρα. Αν οι γονείς δεν ζουν μαζί, εφαρμόζονται αναλόγως τα άρθρα 1513 και 1514.

Σε περίπτωση δικαστικής αναγνώρισης, στην οποία αντιδίκησε ο πατέρας, αυτός δεν ασκεί γονική μέριμνα ούτε αναπληρώνει τη μητέρα στην άσκησή της, εκτός αν υπάρχει συμφωνία των γονέων. Το δικαστήριο μπορεί, αν το επιβάλλει το συμφέρον του τέκνου, να αποφασίσει διαφορετικά μετά από αίτηση του πατέρα.

Όπως τροποποιήθηκε με το Άρθρο 9 ΝΟΜΟΣ 4800/2021 με ισχύ την 21/5/2021
Δες την εξέλιξη του άρθρου
Άρθρο 1516
Πράξεις από τον έναν γονέα

Ο καθένας από τους γονείς επιχειρεί και μόνος του πράξεις αναφερόμενες στην άσκηση της γονικής μέριμνας:

1. Όταν πρόκειται για συνήθεις πράξεις επιμέλειας του προσώπου του τέκνου ή για την τρέχουσα διαχείριση της περιουσίας του ή για πράξεις που έχουν επείγοντα χαρακτήρα.

2. Όταν πρόκειται για τη λήψη δήλωσης της βούλησης που είναι απευθυντέα προς το τέκνο.

Στις περιπτώσεις διακοπής της συμβίωσης των γονέων, διαζυγίου ή ακύρωσης του γάμου τους, καθώς και όταν πρόκειται για τέκνο γεννημένο χωρίς γάμο των γονέων του, κάθε ένας από τους γονείς μπορεί να ασκεί τις αξιώσεις διατροφής που έχει το τέκνο κατά του άλλου γονέα ή τρίτου.

Όπως τροποποιήθηκε με το Άρθρο 10 ΝΟΜΟΣ 4800/2021 με ισχύ την 21/5/2021
Δες την εξέλιξη του άρθρου
Άρθρο 1517
Σύγκρουση συμφερόντων

     Αν τα συμφέροντα του τέκνου συγκρούονται με τα συμφέροντα  του  πατέρα  του ή της μητέρας του, που ασκούν τη Γονική μέριμνα, καθώς και  των συζύγων ή των συγγενών τους εξ  αίματος ή εξ Αγχιστείας σε ευθεία  γραμμή, διορίζεται ειδικός επίτροπος.

Άρθρο 1518
Επιμέλεια του προσώπου

Η επιμέλεια του προσώπου του τέκνου περιλαμβάνει ιδίως την ανατροφή, την επίβλεψη, τη μόρφωση και την εκπαίδευσή του, καθώς και τον προσδιορισμό του τόπου διαμονής του.

Κατά την ανατροφή του τέκνου οι γονείς το ενισχύουν, χωρίς διάκριση φύλου, να αναπτύσσει υπεύθυνα και με κοινωνική συνείδηση την προσωπικότητά του. Η λήψη σωφρονιστικών μέτρων επιτρέπεται μόνο εφόσον αυτά είναι παιδαγωγικώς αναγκαία και δεν θίγουν την αξιοπρέπεια του τέκνου.

Κατά τη μόρφωση και την επαγγελματική εκπαίδευση του τέκνου οι γονείς λαμβάνουν υπόψη τις ικανότητες και τις προσωπικές του κλίσεις. Γι’ αυτόν τον σκοπό οφείλουν να συνεργάζονται με το σχολείο και αν υπάρχει ανάγκη, να ζητούν τη συνδρομή αρμοδίων κρατικών υπηρεσιών ή δημοσίων οργανισμών.

Κάθε γονέας υποχρεούται να διαφυλάσσει και να ενισχύει τη σχέση του τέκνου με τον άλλο γονέα, τους αδελφούς του, καθώς και με την οικογένεια του άλλου γονέα, ιδίως όταν οι γονείς δεν ζουν μαζί ή ο άλλος γονέας έχει αποβιώσει.

Όπως τροποποιήθηκε με το Άρθρο 11 ΝΟΜΟΣ 4800/2021 με ισχύ την 21/5/2021
Δες την εξέλιξη του άρθρου
Άρθρο 1519
Σημαντικά ζητήματα επιμέλειας τέκνου

Όταν η επιμέλεια ασκείται από τον έναν γονέα ή έχει γίνει κατανομή της μεταξύ των γονέων, οι αποφάσεις για την ονοματοδοσία του τέκνου, για το θρήσκευμα, για ζητήματα της υγείας του, εκτός από τα επείγοντα και τα εντελώς τρέχοντα, καθώς και για ζητήματα εκπαίδευσης που επιδρούν αποφασιστικά στο μέλλον του, λαμβάνονται από τους δύο γονείς από κοινού. Τα δύο τελευταία εδάφια του άρθρου 1510 και το άρθρο 1512 εφαρμόζονται αναλόγως.

Για τη μεταβολή του τόπου διαμονής του τέκνου που επιδρά ουσιωδώς στο δικαίωμα επικοινωνίας του γονέα με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο, απαιτείται προηγούμενη έγγραφη συμφωνία των γονέων ή προηγούμενη δικαστική απόφαση που εκδίδεται μετά από αίτηση ενός από τους γονείς. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει κάθε πρόσφορο μέτρο.

Ο γονέας στον οποίο δεν έχει ανατεθεί η άσκηση της επιμέλειας έχει το δικαίωμα να ζητά από τον άλλο πληροφορίες για το πρόσωπο και την περιουσία του τέκνου.

Όπως τροποποιήθηκε με το Άρθρο 12 ΝΟΜΟΣ 4800/2021 με ισχύ την 21/5/2021
Δες την εξέλιξη του άρθρου
Άρθρο 1520
Προσωπική επικοινωνία

Ο γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο, έχει το δικαίωμα και την υποχρέωση της, κατά το δυνατό, ευρύτερης επικοινωνίας με αυτό, στην οποία περιλαμβάνονται τόσο η φυσική παρουσία και επαφή του με το τέκνο, όσο και η διαμονή του τέκνου στην οικία του. Ο γονέας με τον οποίο διαμένει το τέκνο οφείλει να διευκολύνει και να προωθεί την επικοινωνία του τέκνου με τον άλλο γονέα σε τακτή χρονική βάση. Ο χρόνος επικοινωνίας του τέκνου με φυσική παρουσία με τον γονέα, με τον οποίο δεν διαμένει, τεκμαίρεται στο ένα τρίτο (1/3) του συνολικού χρόνου, εκτός αν ο γονέας αυτός ζητά μικρότερο χρόνο επικοινωνίας, ή επιβάλλεται να καθορισθεί μικρότερος ή μεγαλύτερος χρόνος επικοινωνίας για λόγους που αφορούν στις συνθήκες διαβίωσης ή στο συμφέρον του τέκνου, εφόσον, σε κάθε περίπτωση, δεν διαταράσσεται η καθημερινότητα του τέκνου. Αποκλεισμός ή περιορισμός της επικοινωνίας είναι δυνατός μόνο για εξαιρετικά σοβαρούς λόγους, ιδίως όταν ο γονέας με τον οποίον δεν διαμένει το τέκνο, κριθεί ακατάλληλος να ασκεί το δικαίωμα επικοινωνίας. Για τη διαπίστωση της ακαταλληλότητας του γονέα το δικαστήριο μπορεί να διατάξει κάθε πρόσφορο μέσο, ιδίως την εκπόνηση εμπεριστατωμένης έκθεσης κοινωνικών λειτουργών ή ψυχιάτρων ή ψυχολόγων.

Οι γονείς δεν έχουν το δικαίωμα να εμποδίζουν την επικοινωνία του τέκνου με τους ανώτερους ανιόντες και τους αδελφούς του, εκτός αν συντρέχει σπουδαίος λόγος. Οι γονείς δεν έχουν το δικαίωμα να εμποδίζουν την επικοινωνία του τέκνου με τρίτους που έχουν αναπτύξει μαζί του κοινωνικοσυναισθηματική σχέση οικογενειακής φύσης, εφόσον με την επικοινωνία εξυπηρετείται το συμφέρον του τέκνου.

Τα σχετικά με την επικοινωνία ζητήματα καθορίζονται ειδικότερα είτε με έγγραφη συμφωνία των γονέων είτε από το δικαστήριο. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται και η παρ. 4 του άρθρου 1511. Όταν συντρέχει περίπτωση κακής ή καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος επικοινωνίας, ο άλλος γονέας ή κάθε ένας από τους γονείς, αν πρόκειται για επικοινωνία με τρίτο, μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο τη μεταρρύθμιση της επικοινωνίας.

Όπως τροποποιήθηκε με το Άρθρο 13 ΝΟΜΟΣ 4800/2021 με ισχύ την 21/5/2021
Δες την εξέλιξη του άρθρου
Άρθρο 1521
Περιουσία του τέκνου από διαθήκη ή δωρεά.

Η διοίκηση των γονέων δεν εκτείνεται και στα περιουσιακά στοιχεία που  περιέρχονται στο τέκνο από διάταξη τελευταίας βούλησης ή από δωρεά με τον  όρο να μην έχουν τη διοίκηση τους οι γονείς.  Αν ο διαθέτης ή ο δωρητής δεν ορίσει το πρόσωπο που θα έχει τη διοίκηση  αυτών των  περιουσιακών  στοιχείων, το δικαστήριο διορίζει ειδικό  επίτροπο.

Αν στη διάταξη της τελευταίας βούλησης ή στη δωρεά ορίζεται να  μην  έχει  τη  διοίκηση  ο ένας από τους γονείς, η διοίκηση ανήκει, σε  περίπτωση αμφιβολίας, στον άλλο γονέα, ο οποίος και αντιπροσωπεύει  το  τέκνο μόνος του στις σχετικές δίκες ή δικαιοπραξίες.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 26 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1522

     Ο  διαθέτης  ή  ο δωρητής μπορούν να ορίσουν τον τρόπο, με τον  οποίο θα διοικηθούν τα περιουσιακά στοιχεία που άφησαν  ή  έδωσαν  στο  τέκνο.  Παρέκκλιση  επιτρέπεται,  στην  περίπτωση της δωρεάς, εφόσον ο  δωρητής συναινεί σ` αυτήν.   Αν  ο  δωρητής  δεν  ζει  ή  αρνείται  να  συναινέσει  ή  η  συναίνεσή  του  δεν  είναι  εφικτή,  καθώς  και στις  περιπτώσεις των επιδόσεων με διάταξη  τελευταίας  βούλησης,  η  παρέκκλιση  επιτρέπεται  μόνο  με  άδεια του δικαστηρίου και εφόσον επιβάλλεται από το συμφέρον του τέκνου.

Άρθρο 1523
Διαχειριστικές πράξεις των γονέων. Απογραφή

     Οι γονείς οφείλουν να συντάσσουν απογραφή για  κάθε  περιουσία  που περιέρχεται στο τέκνο και υπάγεται στη γονική τους διοίκηση.

Άρθρο 1524
Δωρεές

  Οι γονείς δεν μπορούν να προβαίνουν σε δωρεές από την περιου-  σία  του  τέκνου. Εξαιρούνται οι δωρεές που επιβάλλονται από ιδιαίτερο  ηθικό καθήκον ή από λόγους ευπρέπειας.

Άρθρο 1525
Επωφελής τοποθέτηση των μετρητών

     Οι γονείς έχουν την υποχρέωση να κάνουν, χωρίς  υπαίτια  καθυ-  στέρηση, παραγωγικά  ή να τοποθετήσουν επωφελώς τα μετρητά χρήματα του  τέκνου, των οποίων έχουν τη διοίκηση,  αν δεν  υπάρχει  ανάγκη  να  τα  κρατούν  για  να  αντιμετωπίζουν  δαπάνες.   Το  δικαστήριο  μπορεί να  διατάξει διαφορετική διάθεσή τους.

Άρθρο 1526
Διαχείριση με διατυπώσεις

   Οι γονείς δεν μπορούν, χωρίς την  άδεια  του  δικαστηρίου,  να  επιχειρήσουν  στο  όνομα  του τέκνου τις πράξεις που απαγορεύονται και  στον επίτροπο ανηλίκου χωρίς  άδεια  του  δικαστηρίου.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 27 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1527

         Η  κληρονομία  που  επάγεται  στο  ανήλικο τέκνο θεωρείται ότι  γίνεται αποδεκτή πάντοτε με το ευεργέτημα της απογραφής, και το τέκνο,  με την επιφύλαξη των διατάξεων το άρθρου 1912,  δεν  εκπίπτει  από  το  ευεργέτημα  αυτό.   Τρίτοι,  που  έχουν  έννομο  συμφέρον,  μπορούν να  αξιώσουν από το γονέα ο οποίος έχει τη διοίκηση, να συντάξει  απογραφή  μέσα σε τέσσερις μήνες το βραδύτερο.

Άρθρο 1528
Σχετική ακυρότητα

  Είναι  άκυρες  οι  πράξεις των γονέων που γίνονται με παράβαση  των άρθρων 1524 και 1526.   Την  ακυρότητα  προτείνουν  ο  πατέρας,  η  μητέρα, το τέκνο και οι καθολικοί ή ειδικοί διάδοχοί του.

Άρθρο 1529
Χρησιμοποίηση για τις ανάγκες του τέκνου

     Οι  γονείς  χρησιμοποιούν  τα εισοδήματά από την περιουσία του  τέκνου, την οποία διοικούν, για  τη  συντήρηση,  τη  μόρφωση  και  την  εκπαίδευσή  του.   Μπορούν  επίσης  να  τα χρησιμοποιήσουν και για τις  ανάγκες της οικογένειας, στο μέτρο που αυτό  κρίνεται  εύλογο.   `Ο,τι  περισσεύει περιέρχεται στην περιουσία του τέκνου.          Οι γονείς μπορούν επίσης, σε περιπτώσεις  εξαιρετικής  ανάγκης  και  με  την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 1526, να χρησιμοποιούν  και το κεφάλαιο της περιουσίας του τέκνου.

Άρθρο 1530
Οι δαπάνες των γονέων

    Οι  γονείς έχουν δικαίωμα να απαιτήσουν τις δαπάνες που έκαναν  για την επιμέλεια του προσώπου και  τη  διοίκηση  της  περιουσίας  του  τέκνου,  αν  από  τις  περιστάσεις  είχαν  δικαίωμα  να  τις θεωρήσουν  αναγκαίες και δεν είναι από εκείνες που τους βαρύνουν.

Άρθρο 1531
Ευθύνη των γονέων

  Οι γονείς κατά την άσκηση της γονικής  μέριμνας,  έχουν  υπο-  χρέωση να δείχνουν την επιμέλεια που δείχνουν και στις δικές τους υπο-  θέσεις.  Αν  ζημία που προκλήθηκε οφείλεται σε παράβαση υποχρέωσης και  των δύο γονέων, οι γονείς ευθύνονται εις ολόκληρον.

Άρθρο 1532
Συνέπειες κακής άσκησης

Αν ο πατέρας ή η μητέρα παραβαίνουν τα καθήκοντα που τους επιβάλλει το λειτούργημά τους για την επιμέλεια του προσώπου του τέκνου ή τη διοίκηση της περιουσίας του ή αν ασκούν το λειτούργημα αυτό καταχρηστικά ή δεν είναι σε θέση να ανταποκριθούν σε αυτό, το δικαστήριο μπορεί, εφόσον το ζητήσουν ο άλλος γονέας ή οι πλησιέστεροι συγγενείς του τέκνου ή ο εισαγγελέας, να διατάξει οποιοδήποτε πρόσφορο μέτρο.

Κακή άσκηση της γονικής μέριμνας συνιστούν ιδίως: α. η υπαίτια μη συμμόρφωση προς αποφάσεις και διατάξεις δικαστικών και εισαγγελικών αρχών που αφορούν το τέκνο ή προς την υπάρχουσα συμφωνία των γονέων για την άσκηση της γονικής μέριμνας, β. η διατάραξη της συναισθηματικής σχέσης του τέκνου με τον άλλο γονέα και την οικογένειά του και η με κάθε τρόπο πρόκληση διάρρηξης των σχέσεων του τέκνου με αυτούς, γ. η υπαίτια παράβαση των όρων της συμφωνίας των γονέων ή της δικαστικής απόφασης για την επικοινωνία του τέκνου με τον γονέα με τον οποίο δεν διαμένει και η με κάθε άλλο τρόπο παρεμπόδιση της επικοινωνίας, δ. η κακή άσκηση και η υπαίτια παράλειψη της άσκησης του δικαιώματος επικοινωνίας από τον δικαιούχο γονέα, ε. η αδικαιολόγητη άρνηση του γονέα να καταβάλει τη διατροφή που επιδικάστηκε στο τέκνο από το δικαστήριο ή συμφωνήθηκε μεταξύ των γονέων, στ. η καταδίκη του γονέα, με οριστική δικαστική απόφαση, για ενδοοικογενειακή βία ή για εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή για εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής.

Το δικαστήριο, στις περιπτώσεις του προηγούμενου εδαφίου, δύναται να αφαιρέσει από τον υπαίτιο γονέα την άσκηση της γονικής μέριμνας ή την επιμέλεια, ολικά ή μερικά, και να την αναθέσει αποκλειστικά στον άλλο γονέα, καθώς επίσης να διατάξει κάθε πρόσφορο μέτρο προς διασφάλιση του συμφέροντος του τέκνου. Αν συντρέχουν στο πρόσωπο και των δύο γονέων οι περιπτώσεις του δευτέρου εδαφίου, το δικαστήριο μπορεί να αναθέσει την πραγματική φροντίδα του τέκνου ή ακόμα και την επιμέλειά του ολικά ή μερικά σε τρίτο ή και να διορίσει επίτροπο.

Σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του πρώτου εδαφίου και επίκειται άμεσος κίνδυνος για τη σωματική ή την ψυχική υγεία του τέκνου, ο εισαγγελέας διατάσσει κάθε πρόσφορο μέτρο για την προστασία του, μέχρι την έκδοση της απόφασης του δικαστηρίου, στο οποίο πρέπει να απευθύνεται εντός ενενήντα (90) ημερών, με δυνατότητα αιτιολογημένης παράτασης της προθεσμίας αυτής κατά ενενήντα (90) επιπλέον ημέρες.

Όπως τροποποιήθηκε με το Άρθρο 14 ΝΟΜΟΣ 4800/2021 με ισχύ την 21/5/2021
Δες την εξέλιξη του άρθρου
Άρθρο 1533

         Η  αφαίρεση του συνόλου της επιμέλειας του προσώπου του τέκνου  και από τους δύο γονείς και η ανάθεσή της σε τρίτο διατάσσονται από το  δικαστήριο, μόνο όταν άλλα μέτρα έμειναν χωρίς αποτέλεσμα  ή  κρίνεται  ότι  δεν επαρκούν για να αποτρέψουν κίνδυνο της σωματικής, πνευματικής  ή ψυχικής υγείας του τέκνου.

Το δικαστήριο ορίζει την έκταση της γονικής μέριμνας που παραχωρεί  στον τρίτο, και τους όρους της άσκησής της.

Το δικαστήριο αποφασίζει την ανάθεση της πραγματικής φροντιδας ή της επιμέλειας στον τρίτο κατά τη δεύτερη παράγραφο του προηγούμενου άρθρου ή την πρώτη παράγραφο του παρόντος, ύστερα από έλεγχο του ήθους, των βιοτικών συνθηκών και γενικά της καταλληλότητάς του, στηριζόμενο υποχρεωτικά σε βεβαίωση της κοινωνικής υπηρεσίας.   Η ανάθεση γίνεται σε κατάλληλη οικογένεια, κατά προτίμηση συγγενική (α ν ά δ ο χ η   ο ι κ ο γ έ ν ε ι α) και, αν αυτό δεν είναι δυνατό, σε κατάλληλο ίδρυμα.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 29 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1534

         Σε περίπτωση όπου υπάρχει κατεπείγουσα ανάγκη  ιατρικής  επέμβασης,  για  να  αποτραπεί κίνδυνος ζωής ή υγείας του τέκνου, ο Εισαγγελέας πρωτοδικών μπορεί, αν  αρνούνται  οι  γονείς,  να  δώσει  αυτός  αμέσως  την  απαιτούμενη  άδεια, ύστερα από αίτηση του αρμόδιου για τη  θεραπεία γιατρού ή του διευθυντή  της  κλινικής  όπου  νοσηλεύεται  το  τέκνο ή οποιουδήποτε άλλου αρμόδιου υγειονομικού οργάνου.

Άρθρο 1535
Αφαίρεση με αίτηση των γονέων

    Το δικαστήριο αφαιρεί την άσκηση της γονικής μέριμνας ή μέρους  της  από  τους  δύο γονείς για σπουδαίο λόγο, αν το ζητήσουν οι ίδιοι,  υποδεικνύοντας και το πρόσωπο που δέχεται να αναλάβει την  αφαιρούμενη  άσκηση.   Με  την απόφαση για την αφαίρεση, το δικαστήριο αναθέτει την  αφαιρούμενη   άσκηση   στο   υποδεικνυόμενο   ή   σε   άλλο   πρόσωπο,  προσδιορίζοντας  και  τον τρόπο της άσκησής της.  `Οταν λείπει τέτοιος  προσδιορισμός, εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις για την επιτροπεία.

Άρθρο 1536
Μεταβολή των συνθηκών

   Αν από τότε που  εκδόθηκε  δικαστική  απόφαση  σχετική  με  τη  Γονική μέριμνα μεταβλήθηκαν οι συνθήκες, το δικαστήριο οφείλει, ύστερα  από  αίτηση  ενός  ή και των δύο γονέων, των πλησιέστερων συγγενών του  τέκνου ή του εισαγγελέα, να προσαρμόσει  την  απόφασή  του  στις  νέες  συνθήκες  ανακαλώντας  ή  μεταρρυθμίζοντάς την, σύμφωνα με το συμφέρον  του τέκνου, και ιδίως να αποδώσει στους γονείς την άσκηση της  γονικής  μέριμνας που τους είχε αφαιρεθεί.

Άρθρο 1537
 `Εκπτωση των γονέων

  Ο  γονέας  εκπίπτει  από  τη  γονική  μέριμνα αν καταδικάστηκε  τελεσίδικα σε φυλάκιση τουλάχιστον ενός μηνός  για  αδίκημα  που  διέ-  πραξε  με  δόλο και που αφορά τη ζωή, την υγεία και τα ήθη του τέκνου.  Το  δικαστήριο  μπορεί,  σ`  αυτή  την   περίπτωση,   εκτιμώντας   τις  περιστάσεις,  να  αφαιρέσει από το γονέα τη γονική μεριμνα και ως προς  τα  λοιπά  τέκνα  του,  ύστερα  από  αίτηση  του  άλλου   γονέα,   των  πλησιέστερων συγγενών ή του εισαγγελέα.

Άρθρο 1538
Παύση της γονικής μέριμνας

  Η Γονική μέριμνα παύει στο σύνολό της, ως προς τον ένα  γονέα,  αν  αυτος εκπέσει σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο ή πεθάνει ή κηρυχθεί  σε Αφάνεια, και ως προς τους δύο γονείς, αν το τέκνο ενηλικιωθεί  ή  πεθάνει ή κηρυχθεί σε Αφάνεια.

Άρθρο 1539
Συνέπειες παύσης

  Αν  έπαψε  η  Γονική μέριμνα ή το δικαίωμα των γονέων να διοι-  κούν την περιουσία του τέκνου τους ή και μόνη η ασκησή τους, οι γονείς  οφείλουν λογοδοσία ως προς το κεφάλαιο της περιουσίας του  τέκνου  και  παράδοσή  της. Το ίδιο ισχύει, αν έπαψε η Γονική μέριμνα ή το δικαίωμα  διοίκησης της περιουσίας του τέκνου ή και μόνη η άσκησή τους, ως  προς  τον ένα μόνο από τους γονείς.

Άρθρο 1540

Αν  έπαψε  η Γονική μέριμνα ή η άσκησή της, ολικά ή μερικά, οι  γονείς έχουν δικαίωμα να εξακολουθήσουν τις πράξεις που ανάγονται στην  επιμέλεια του προσώπου ή τη διοίκηση της περιουσίας του τέκνου,  ώσπου  να  πληροφορηθούν  την  παύση  της.  Οι τρίτοι όμως δεν δικαιούνται να  επικαλεστούν αυτό το δικαίωμα των γονέων, αν  γνώριζαν  ή  όφειλαν  να  γνωρίζουν την παύση.

Άρθρο 1541

         Αν η Γονική μέριμνα έπαψε με  το  θάνατο  ή  την  Αφάνεια  του  τέκνου,  οι γονείς έχουν υποχρέωση να φροντίζουν τις υποθέσεις που δεν  επιδέχονται  αναβολή,  ώσπου  να  μπορέσουν  να  τις   φροντίσουν   οι  κληρονόμοι.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΩΔΕΚΑΤΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ
ΥΙΟΘΕΣΙΑ
Άρθρο 1542
 Πότε επιτρέπεται.

Η υιοθεσία επιτρέπεται με την εξαίρεση της περίπτωσης του άρθρου 1579, μόνο όταν αυτός που υιοθετείται είναι ανήλικος.Η υιοθεσία πρέπει να  αποβλέπει στο συμφέρον του υιοθετούμενου.

Σημ.: όπως προστέθηκε ( στη θέση του καταργημένου με το άρθρο 17 του ν.1329/1983) με  το άρθρο 1 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1543
Ποιός μπορεί να υιοθετήσει.

  Αυτός που υιοθετεί ανήλικο πρέπει να είναι ικανός για δικαιοπραξία, να έχει συμπληρώσει τα τριάντα χρόνια του και να μην έχει υπερβεί τα εξήντα.

Σημ.: όπως προστέθηκε ( στη θέση του καταργημένου με το άρθρο 17 του ν.1329/1983) με  το άρθρο 1 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1544
Διαφορά ηλικίας.

    Αυτός που υιοθετεί ανήλικο πρέπει να είναι μεγαλύτερος από τον υιοθετούμενο τουλάχιστον κατά δεκαοκτώ, αλλά όχι και περισσότερο από πενήντα χρόνια. Ο περιορισμός της ηλικίας δεν ισχύει για εκείνον από τους συζύγους που επιθυμεί να υιοθετήσει τέκνο που υιοθετείται ή που έχει ήδη υιοθετηθεί από το σύζυγό του.”

Σε περίπτωση υιοθεσίας τέκνου του συζύγου, καθώς και αν συντρέχει σπουδαίος λόγος, το δικαστήριο μπορεί να επιτρέπει την υιοθεσία και όταν υπάρχει διαφορά ηλικίας μικρότερη, αλλά όχι κάτω των δεκαπέντε ετών.

Σημ.: όπως προστέθηκε ( στη θέση του καταργημένου με το άρθρο 17 του ν.1329/1983) με  το άρθρο 1 του Ν. 2447/1996 (Α` 278),ς τροποποιήθηκε με το άρθρο 28   Ν.2721/1999,ΦΕΚ Α 112/3.6.1999.

Άρθρο 1545
Υιοθεσία απο περισσότερους.

  Δεν επιτρέπεται να υιοθετηθεί το ίδιο πρόσωπο ταυτόχρονα απο περισσοτέρους, εκτός αν αυτοί είναι σύζυγοι. Επίσης δεν επιτρέπεται η υιοθεσία προσώπου που είναι ήδη υιοθετημένο απο άλλον, όσο διαρκεί η υιοθεσία,εκτός αν πρόκειται για διαδοχική υιοθεσία του ίδιου προσώπου και απο το σύζυγο αυτού που υιοθέτησε πρώτος”.

Σε περίπτωση υιοθεσίας και από τους δύο συζύγους, οι προυποθέσεις οι οποίες τάσσονται από τα άρθρα 1543 καί 1544, αρκεί να συντρέχουν στο πρόσωπο μόνο του ενός.

Σημ.: όπως προστέθηκε ( στη θέση του καταργημένου με το άρθρο 17 του ν.1329/1983) με  το άρθρο 1 του Ν. 2447/1996 (Α` 278),τροποποιήθηκε με την παρ.2 άρθρ.19  Ν.2521/1997,ΦΕΚ Α 174/1-9-1997.

Άρθρο 1546
Υιοθεσία απο έγγαμο.

 Ο έγγαμος δεν μπορεί να υιοθετήσει χωρίς την Συναίνεση του συζύγου του η οποία παρέχεται αυτοπροσώπως με δήλωση στο δικαστήριο.Αν ο σύζυγος έχει τη συνήθη διαμονή του στην αλλοδαπή,η Συναίνεση του μπορεί να δοθεί και με δήλωση ενώπιον συμβολαιογράφου.Το δικαστήριο όμως μπορεί να επιτρέπει την υιοθεσία και χωρίς αυτή τη Συναίνεση αν η παροχή της είναι αδύνατη για νομικούς ή πραγματικούς λόγους ή αν εκκρεμεί ανάμεσα στους συζύγους δίκη διαζυγίου.

Σημ.: όπως προστέθηκε ( στη θέση του καταργημένου με το άρθρο 17 του ν.1329/1983) με  το άρθρο 1 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1547
Υιοθεσία πολλών.

 Επιτρέπεται να υιοθετηθούν,απο το ίδιο πρόσωπο, περισσότεροι ανήλικοι με την ίδια πράξη ή διαδοχικά.

Σημ.: όπως προστέθηκε ( στη θέση του καταργημένου με το άρθρο 17 του ν.1329/1983) με  το άρθρο 1 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1548

Υιοθεσία υπό αίρεση ή προθεσμία δεν επιτρέπεται

Σημ.: όπως προστέθηκε ( στη θέση του καταργημένουμε το άρθρο 17 του ν.1329/1983) με  το άρθρο 1 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1549
Διαδικασία

 Η υιοθεσία τελείται με δικαστική απόφαση ύστερα απο αίτηση του υποψηφίου θετού γονέα. Αυτός που υιοθετεί συναινεί αυτοπροσώπως ενώπιον του δικαστηρίου

Σημ.: όπως προστέθηκε ( στη θέση του καταργημένου με το άρθρο 17 του ν.1329/1983) με  το άρθρο 1 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1550
Συναίνεση των γονέων ή του νόμιμου αντιπροσώπου.

 Για να υιοθετηθεί ένας ανήλικος χρειάζεται να συναινέσουν ενώπιον του δικαστηρίου οι γονείς του ή ο ένας τους μόνο,αν ο άλλος έχει εκπέσει απο τη Γονική μέριμνα κατά το άρθρο 1537 ή η συναίνεσή του είναι αδύνατη γιατί έχει τεθεί σε στερητική δικαστική συμπαράσταση,που περιλαμβάνει και τη στέρηση της ικανότητας να συναινεί για την υιοθεσία του παιδιού του.Αν ο ανήλικος δεν έχει γονείς,συναινεί ενώπιον του δικαστηρίου ο επίτροπος ύστερα απο άδεια του εποπτικού συμβουλίου.

Η Συναίνεση της προηγούμενης παραγράφου είναι στην περίπτωση που ο ανήλικος προστατεύεται απο αρμόδια κοινωνική υπηρεσία ή οργάνωση,έγκυρη και όταν αυτός που συναινεί δεν γνωρίζει το πρόσωπο του υποψήφιου θετού γονέα.

Σημ.: όπως προστέθηκε ( στη θέση του καταργημένου με το άρθρο 17 του ν.1329/1983) με  το άρθρο 1 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1551
Χρόνος της Συναίνεσης.

 Η Συναίνεση των γονέων για υιοθεσία δεν επιτρέπεται να δοθεί προτού να συμπληρωθούν τρείς μήνες απο τη γέννηση του τέκνου”.

Σημ.: όπως προστέθηκε ( στη θέση του καταργημένου με το άρθρο 17 του ν.1329/1983) με  το άρθρο 1 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1552

Δικαστική αναπλήρωση της Συναίνεσης. Η Συναίνεση των γονέων για υιοθεσία του τέκνου τους αναπληρώνεται, με ειδικώς αιτιολογημένη απόφαση του δικαστηρίου, στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) αν οι γονείς είναι άγνωστοι ή το τέκνο είναι έκθετο, β) αν και οι δύο γονείς έχουν εκπέσει από τη Γονική μέριμνα ή βρίσκονται σε καθεστώς στερητικής δικαστικής συμπαράστασης που τους αφαιρεί και την ικανότητα να συναινούν για την υιοθεσία του παιδιού τους, γ) αν οι γονείς έχουν άγνωστη διαμονή είτε πριν είτε μετά την παροχή της γενικής εξουσιοδότησης του άρθρου 1554, δ) αν το τέκνο προστατεύεται από αναγνωρισμένη κοινωνική οργάνωση, έχει αφαιρεθεί από τους γονείς η άσκηση της επιμέλειας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1532 και 1533, και αυτοί αρνούνται καταχρηστικά να συναινέσουν και ε) αν το τέκνο έχει παραδοθεί με τη Συναίνεση των γονέων σε οικογένεια για φροντίδα και ανατροφή, με σκοπό την υιοθεσία, και έχει ενταχθεί σε αυτήν επί χρονικό διάστημα ενός τουλάχιστον έτους, οι δε γονείς εκ των υστέρων αρνούνται καταχρηστικά να συναινέσουν. Αν οι περιπτώσεις α` έως ε` συντρέχουν μόνο στο πρόσωπο του ενός εκ των γονέων, η απόφαση του δικαστηρίου αναπληρώνει τη Συναίνεση μόνο αυτού.

Με απόφαση του δικαστηρίου αναπληρώνεται και η Συναίνεση του επιτρόπου για την υιοθεσία του ανηλίκου, εφόσον ο τελευταίος προστατεύεται από αναγνωρισμένη κοινωνική οργάνωση και ο επίτροπος αρνείται καταχρηστικά να συναινέσει.

Σημ.: όπως προστέθηκε ( στη θέση του καταργημένου με το άρθρο 17 του ν.1329/1983) με  το άρθρο 1 του Ν. 2447/1996 (Α` 278),τροποποιήθηκε με την παρ.1 άρθρ.25 Ν.2915/2001,και με το άρθρο 16 Ν.3719/2008,ΦΕΚ Α 241/26.11.2008.

Άρθρο 1553

 Ακρόαση συγγενών. Στις περιπτώσεις υπό στοιχεία β` έως ε` της πρώτης παραγράφου, καθώς και στην περίπτωση της δεύτερης παραγράφου του προηγούμενου άρθρου, το δικαστήριο μπορεί να ζητήσει την ακρόαση των πλησιέστερων συγγενών, αν αυτή είναι εφικτή.

Σημ.: όπως προστέθηκε ( στη θέση του καταργημένου με το άρθρο 17 του ν.1329/1983) με  το άρθρο 1 του Ν. 2447/1996 (Α` 278),τροποποιήθηκε με το άρθρο 17 Ν.3719/2008,ΦΕΚ Α 241/26.11.2008.

Άρθρο 1554
Γενική εξουσιοδότηση

  Με την επιφύλαξη των διατάξεων των τριών προηγουμένων άρθρων,οι γονείς ή ο επίτροπος μπορούν να δίνουν,με δήλωση τους ενώπιον του δικαστηρίου,στην αρμόδια κοινωνική υπηρεσία ή την αναγνωρισμένη κοινωνική οργάνωση που περιθάλπουν τον ανήλικο,γενική εξουσιοδότηση να κινούν τη διαδικασία μελλοντικής υιοθεσίας του ανηλίκου απο πρόσωπο ή απο ζεύγος συγύγων που θα επιλέγονται ελεύθερα απο την κοινωνική υπηρεσία ή την οργάνωση. Η εξουσιοδότηση αυτή μπορεί να ανακαλείται απο τους γονείς ή τον επίτροπο, επίσης με δηλωσή τους προς το δικαστήριο,που θα πρέπει να κοινοποιείται στην υπηρεσία ή την οργάνωση το αργότερο έως την κατάθεση,απο αυτές στο δικαστήριο της αίτησης για υιοθεσία.

Σημ.: όπως προστέθηκε ( στη θέση του καταργημένου με το άρθρο 17 του ν.1329/1983) με  το άρθρο 1 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1555
Συναίνεση του ανηλίκου.

  Ενώπιον του δικαστηρίου συναινεί αυτοπροσώπως και ο ανήλικος που υιοθετείται,εφόσον έχει συμπληρώσει το δωδέκατο έτος της ηλικίας του,εκτός αν βρίσκεται σε κατάσταση ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βουλησής του.

Σε κάθε περίπτωση το δικαστήριο,ανάλογα με την ωριμότητα του ανηλίκου, οφείλει να ακούει και τη δική του γνώμη.

Σημ.: όπως προστέθηκε ( στη θέση του καταργημένου με το άρθρο 17 του ν.1329/1983) με  το άρθρο 1 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1556

Ακρόαση των τέκνων αυτού που υιοθετεί.

Οταν αυτός που υιοθετεί έχει ήδη τέκνα το δικαστήριο,ανάλογα με την ωριμότητά τους, οφείλει να ακούει και τη δική τους γνώμη.

Σημ.: όπως προστέθηκε ( στη θέση του καταργημένου με το άρθρο 17 του ν.1329/1983) με  το άρθρο 1 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1557
Κοινωνική έρευνα

   Πρίν απο την τέλεση της υιοθεσίας διεξάγεται απο την κοινωνική υπηρεσία ή άλλη υπηρεσία ή κοινωνική οργάνωση,αναγνωρισμένη οτι ειδικεύεται στις υιοθεσίες,επισταμένη κοινωνική έρευνα και κατατίθεται εμπρόθεσμα στο δικαστήριο σύμφωνα με τα οριζόμενα ειδικότερα στο νόμο,σχετική έκθεση για το αν,με βάση τα στοιχεία που προέκυψαν,η συγκεκριμένη υιοθεσία συμφέρει ή όχι τον υιοθετούμενο.

Σημ.: όπως προστέθηκε ( στη θέση του καταργημένου με το άρθρο 17 του ν.1329/1983) με  το άρθρο 1 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1558

Το δικαστήριο απαγγέλει την υιοθεσία, εφόσον συντρέχουν οι όροι του νόμου και αφού διαπιστώσει, συνεκτιμώντας και την έκθεση του προηγούμενου άρθρου, ότι, εν όψει της προσωπικότητας της υγείας και της οικογενειακής και περιουσιακής κατάστασης εκείνου που υιοθετεί και του υιοθετούμενου, καθώς και της αμοιβαίας ικανότητας τους προσαρμογής, η υιοθεσία συμφέρει τον υιοθετούμενο

Σημ.: όπως προστέθηκε ( στη θέση του καταργημένου με το άρθρο 17 του ν.1329/1983) με  το άρθρο 1 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1559
Μυστικότητα της υιοθεσίας

  Η υιοθεσία ανηλίκων τηρείται μυστική.Στις περιπτώσεις της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 1550,καθώς και του άρθρου 1552,η μυστικότητα ισχύει και έναντι των φυσικών γονέων.

Το θετό τέκνο έχει, μετά την ενηλικίωσή του,το δικαίωμα να πληροφορείται πλήρως απο τους θετούς γονείς και απο κάθε αρμόδια αρχή τα στοιχεία των φυσικών γονέων του

Σημ.: όπως προστέθηκε ( στη θέση του καταργημένου με το άρθρο 17 του ν.1329/1983) με  το άρθρο 1 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1560
Εναρξη αποτελεσμάτων

 Τα αποτελέσματα της δικαστικής απόφασης για την υιοθεσία αρχίζουν, αφότου αυτή γίνει τελεσίδικη

Σημ.: όπως προστέθηκε ( στη θέση του καταργημένου με το άρθρο 17 του ν.1329/1983) με  το άρθρο 1 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1561
Ενταξη στην οικογένεια του θετού γονέα

 Με την υιοθεσία διακόπτεται κάθε δεσμός του ανήλικου με τη φυσική του οικογένεια,με εξαίρεση τις ρυθμίσεις περί κωλυμάτων γάμου των άρθρων 1356 και 1357 και ο ανήλικος εντάσσεται πλήρως στην οικογένεια του θετού γονέα του.Εναντι του θετού γονέα και των συγγενών του ο ανήλικος έχει όλα τα δικαιώματά και τις υποχρεώσεις τέκνου γεννημένου σε γάμο.Το ίδιο ισχύει και για τους κατιόντες του θετού τέκνου.Σε περίπτωση ταυτόχρονης ή διαδοχικής υιοθεσίας περισσοτέρων,δημιουργείται μεταξύ τους συγγένεια όμοια με αυτήν που υπάρχει μεταξύ αδελφών

Σημ.: όπως προστέθηκε ( στη θέση του καταργημένου με το άρθρο 17 του ν.1329/1983) με  το άρθρο 1 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1562

  Οταν ο ένας σύζυγος υιοθετεί το τέκνο του άλλου, οι δεσμοί του υιοθετούμενου με το φυσικό γονέα του και τους συγγενείς του δεν διακόπτονται. Κατά τα λοιπά η υιοθεσία παράγει όλα τα αποτελέσματα υιοθεσίας που γίνεται και απο τους δύο συζύγους.

Σημ.: όπως προστέθηκε ( στη θέση του καταργημένου με το άρθρο 17 του ν.1329/1983) με  το άρθρο 1 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1563
Επώνυμο του θετού τέκνου

  Το θετό τέκνο παίρνει το επώνυμο του θετού γονέα.Εχει όμως δικαίωμα,όταν ενηλικιωθεί,να προσθέσει και το πριν την υιοθεσία επώνυμό του. Αν το τελευταίο αυτό ή το το επώνυμο του θετού γονέα αποτελείται απο δύο επώνυμα, χρησιμοποιείται για το σχηματισμό του σύνθετου επωνύμου του θετού τέκνου το πρώτο απο αυτά

Σημ.: όπως προστέθηκε ( στη θέση του καταργημένου με το άρθρο 17 του ν.1329/1983) με  το άρθρο 1 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1564

Σε περίπτωση κοινής υιοθεσίας απο συζύγους ή υιοθεσίας απο τον ένα σύζυγο του τέκνου του άλλου,ισχύει και για το θετό τέκνο η δήλωση που τυχόν έκαναν οι σύζυγοι σχετικά με το Επώνυμο των τέκνων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των δυο πρώτων παραγράφων του άρθρου 1505. Αν δεν έχει γίνει παρόμοια δήλωση μπορεί να γίνει στο ληξιαρχείο ταυτόχρονα με την καταχώρηση της υιοθεσίας στα οικεία ληξιαρχικά βιβλία.

Σημ.: όπως προστέθηκε ( στη θέση του καταργημένου με το άρθρο 17 του ν.1329/1983) με  το άρθρο 1 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1565

Προσθήκη ή απάλειψη κύριου ονόματος. Το δικαστήριο μπορεί, με την απόφαση του περί υιοθεσίας, να επιτρέψει στον υποψήφιο θετό γονέα, ύστερα από αίτηση του, να προσθέσει στο κύριο όνομα του θετού τέκνου και άλλο όνομα. Στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο μπορεί, ύστερα από αίτηση του θετού γονέα, που υποβάλλεται μετά τη συντέλεση της υιοθεσίας αλλά το αργότερο εντός ενός έτους από αυτήν, να επιτρέψει την απάλειψη του κύριου ονόματος που έφερε το θετό τέκνο πριν την υιοθεσία, εφόσον τούτο επιβάλλεται από το συμφέρον του τέκνου.

Αν το θετό τέκνο έχει συμπληρώσει το δωδέκατο έτος της ηλικίας του, είναι απαραίτητη, σε κάθε περίπτωση, για τη χορήγηση της άδειας του δικαστηρίου η Συναίνεση του ίδιου. Η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 1555 εφαρμόζεται και εδώ.

Σημ.: όπως προστέθηκε ( στη θέση του καταργημένου με το άρθρο 17 του ν.1329/1983) με  το άρθρο 1 του Ν. 2447/1996 (Α` 278), τροποποιήθηκε με το άρθρο 18 Ν.3719/2008,ΦΕΚ Α 241/26.11.2008.

Σχετικό: με το άρθρο 27  ορίζεται ότι:   “Η διάταξη του δεύτερου εδαφίου της πρώτης παραγράφου του άρθρου 1565 του ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 18 του παρόντος νόμου, εφαρμόζεται και στις υιοθεσίες που τελέσθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του, εφόσον η σχετική αίτηση προς το δικαστήριο υποβληθεί εντός έτους από αυτή”.

Άρθρο 1566
Γονική μέριμνα

  Αφότου συντελεστεί η υιοθεσία,τη Γονική μέριμνα των φυσικών γονέων ή την επιτροπεία,υπό την οποία τυχόν τελούσε το θετό τέκνο, αντικαθιστά αυτοδικαίως η Γονική μέριμνα των θετών γονέων.Οι φυσικοί γονείς δεν έχουν ούτε δικαίωμα επικοινωνίας με το θετό τέκνο.Αν ένας απο τους συζύγους υιοθετήσει το τέκνο του άλλου, τη Γονική μέριμνα απο κοινού και οι δύο σύζυγοι

Σημ.: όπως προστέθηκε ( στη θέση του καταργημένου με το άρθρο 17 του ν.1329/1983) με  το άρθρο 1 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1567

Διαζύγιο, ακύρωση του γάμου ή Διακοπή της συμβίωσης των θετών γονέων.

Σε περίπτωση κοινής υιοθεσίας ανηλίκου απο συζύγους,αν ακολουθήσει διαζύγιο,ακύρωση του γάμου ή διακοπή της συμβίωσής τους,έχουν ανάλογη εφαρμογή,σχετικά με την άσκηση της γονικής μέριμνας,τα άρθρα 1513 και 1514. Οταν όμως πρόκειται για υιοθεσία,του τέκνου του άλλου συζύγου, η άσκηση της γονικής μέριμνας ανήκει αποκλειστικά στο φυσικό γονέα του ανηλίκου, εκτός αν το δικαστήριο αποφασίσει διαφορετικά λόγω συνδρομής σπουδαίου λόγου.

Σημ.: όπως προστέθηκε ( στη θέση του καταργημένου με το άρθρο 17 του ν.1329/1983) με  το άρθρο 1 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1568
Συνέπειες παύσης της γονικής μέριμνας.

  Αν κατά τη διάρκεια της ανηλικότητας του τέκνου η Γονική μέριμνα του θετού ή των θετών γονέων έπαψε για οποιονδήποτε λόγο,δεν επανέρχεται στους εξ αίματος γονείς.Σύαυτή την περίπτωση έχουν εφαρμογή οι διατάξεις για την επιτροπεία.

Σημ.: όπως προστέθηκε ( στη θέση του καταργημένου με το άρθρο 17 του ν.1329/1983) με  το άρθρο 1 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1569
Προσβολή της υιοθεσίας

    Η υιοθεσία προσβάλλεται μόνο με την άσκηση των προβλεπόμενων ένδικων μέσων ή βοηθημάτων κατά της σχετικής δικαστικής απόφασης, αν δεν συνέτρεξαν οι όροι του νόμου ή αν η συναίνεση ενός απο τα πρόσωπα που σύμφωνα με το νόμο ήταν αρμόδια να συναινέσουν υπήρξε άκυρη για οποιονδήποτε λόγο ή δόθηκε υπο την επήρεια πλάνης ως προς την ταυτότητα του προσώπου του θετού γονέα ή του θετού τέκνου,απάτης ως προς ουσιώδη περιστατικά ή παράνομης ή ανήθικης απειλής ή όταν το θετό τέκνο είναι θύμα αναγκαστικής εξαφάνισης υπό την έννοια των άρθρων 322Α παράγραφος 2 και 322Β Π.Κ., ή τουλάχιστον ο ένας από τους φυσικούς γονείς είναι θύμα του εγκλήματος αυτού.

Σημ.: όπως προστέθηκε ( στη θέση του καταργημένου με το άρθρο 17 του ν.1329/1983) με  το άρθρο 1 του Ν. 2447/1996 (Α` 278) , τροποποιήθηκε με το άρθρο τρίτο παρ.1 Ν.4268/2014,ΦΕΚ Α` 141/27.6.2014.

Άρθρο 1570
Ποιοί έχουν δικαίωμα να προσβάλουν

 Δικαίωμα να προσβάλουν την υιοθεσία για έναν απο τους λόγους του προηγούμενου άρθρου έχουν,αν μεν υπήρξαν διάδικοι στη δίκη με το ένδικο μέσο της έφεσης και αν όχι,με τριτανακοπή: 1. στις περιπτώσεις μη συνδρομής των όρων του νόμου ή θετού τέκνου θύματος αναγκαστικής εξαφάνισης κατά τα άρθρα 322Α παράγραφος 2 και 322Β Π.Κ. ή θετού τέκνου του οποίου τουλάχιστον ο ένας από τους φυσικούς του γονείς είναι θύμα του εγκλήματος αυτού, οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον ή ο εισαγγελέας.

2.Στις περιπτώσεις έλλειψης έγκυρης Συναίνεσης,καθώς και όταν αυτή υπήρξε προϊόν πλάνης,απάτης ή απειλής,αυτός του οποίου λείπει η έγκυρη Συναίνεση ή ο οποίος πλανήθηκε,εξαπατήθηκε ή απειλήθηκε,όχι όμως και οι κληρονόμοι τους.

Σημ.: όπως προστέθηκε ( στη θέση του καταργημένου με το άρθρο 17 του ν.1329/1983) με  το άρθρο 1 του Ν. 2447/1996 (Α` 278) ,τροποποιήθηκε  με το άρθρο τρίτο παρ.2 Ν.4268/2014,       ΦΕΚ Α` 141/27.6.2014.

Άρθρο 1571
 Λύση με δικαστική απόφαση.

Αν ο θετός γονέας εκπέσει απο τη Γονική μέριμνα ή αν του αφαιρεθεί η ασκησή της για έναν απο τους λόγους του άρθρου 1532, καθώς και αν συντρέχει λόγος αποκλήρωσης του θετού τέκνου για μια απο τις περιπτώσεις 1,2 και 3 του άρθρου 1840, το δικαστήριο μπορεί,εφόσον οι συνέπειες αυτές κρίνονται ανεπαρκείς,να διατάσσει λόγω της βαρύτητας της περίπτωσης ακόμη και τη λύση της υιοθεσίας.

Σημ.: όπως προστέθηκε ( στη θέση του καταργημένου με το άρθρο 17 του ν.1329/1983) με  το άρθρο 1 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1572

Η απόφαση του προηγούμενου άρθρου λαμβάνεται ύστερα απο αγωγή του θετού τέκνου που συμπλήρωσε το δωδέκατο έτος της ηλικίας του και αν δεν το συμπλήρωσε,του ειδικού επιτρόπου του,ή του θετού γονέα ή του εισαγγελέα ή και αυτεπαγέλτως.

Σημ.: όπως προστέθηκε ( στη θέση του καταργημένου με το άρθρο 17 του ν.1329/1983) με  το άρθρο 1 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1573
Συναινετική λύση.

  Οταν ο θετός γονέας και το θετό τέκνο,μετά την ενηλικίωσή του συμφωνούν να λυθεί η υιοθεσία,μπορούν να το ζητήσουν απο το δικαστήριο με κοινή αίτησή τους που δικάζεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας.

Για να λυθεί η υιοθεσία,σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο,πρέπει να έχει διαρκέσει τουλάχιστον ένα χρόνο πριν απο την κατάθεση της αίτησης και η συμφωνία των μερών να δηλωθεί στο δικαστήριο αυτοπροσώπως σε δυο συνεδριάσεις που να απέχουν μεταξύ τους τουλάχιστον έξι μήνες.Εφόσον απο την πρώτη συνεδρίαση πέρασαν δυο χρόνια,η δήλωση της συμφωνίας παύει να ισχύει.

Σημ.: όπως προστέθηκε ( στη θέση του καταργημένου με το άρθρο 17 του ν.1329/1983) με  το άρθρο 1 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1574

Σε περίπτωση κοινής υιοθεσίας ανηλίκου απο συζύγους, η υιοθεσία μπορεί να λύνεται,σύμφωνα με τα άρθρα 1571 έως 1573, και μόνο ως προς τον σύζυγο.

Σημ.: όπως προστέθηκε ( στη θέση του καταργημένου με το άρθρο 17 του ν.1329/1983) με  το άρθρο 1 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1575
Αποτελέσματα της λύσης.

  Με την αμετάκλητη δικαστική απόφαση που λύνει την υιοθεσία,η υιοθεσία αίρεται για το μέλλον,παύει η σχέση συγγένειας του θετού τέκνου και των κατιόντων του με αυτόν που το υιοθέτησε και τους έως τότε συγγενείς του και αναβιώνουν οι δεσμοί με τη φυσική οικογένεια.Το δικαστήριο όμως μπορεί να αναθέτει σύαυτήν την περίπτωση,την άσκηση της γονικής μέριμνας του θετού τέκνου, εφόσον είναι ανήλικο, σε τρίτον, αν το επιβάλλει το συμφέρον του.

Σημ.: όπως προστέθηκε ( στη θέση του καταργημένου με το άρθρο 17 του ν.1329/1983) με  το άρθρο 1 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1576
Αυτοδίκαιη λύση

  Η υιοθεσία λύνεται αυτοδικαίως και αίρεται αναδρομικά η σχέση που απορρέει από αυτήν, αν τελέσουν γάμο ή συνάψουν σύμφωνο συμβίωσης, κατά παράβαση του νόμου, ο θετός γονέας με το θετό τέκνο. Αν ο γάμος ή το σύμφωνο συμβίωσης ακυρώθηκε, διατηρούνται από τη σχέση υιοθεσίας μόνο τα περιουσιακά δικαιώματα του θετού τέκνου.

Σημ.: όπως προστέθηκε ( στη θέση του καταργημένου με το άρθρο 17 του ν.1329/1983) με  το άρθρο 1 του Ν. 2447/1996 (Α` 278),τροποποιήθηκε με το άρθρο 14  Ν.4356/2015, ΦΕΚ Α 181/24.12.2015.

Άρθρο 1577
Το επώνυμο μετά τη λύση.

 Με τη λύση της υιοθεσίας για οποιονδήποτε απο τους λόγους των προηγούμενων άρθρων, παύει το δικαίωμα του θετού τέκνου να φέρει το επώνυμο του θετού γονέα, εκτός αν το δικαστήριο,εκτιμώντας την ύπαρξη δικαιολογημένου συμφέροντος του τέκνου, αποφασίσει, με αίτησή του διαφορετικά

Σημ.: όπως προστέθηκε ( στη θέση του καταργημένου  με το άρθρο 17 του ν.1329/1983) με  το άρθρο 1 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1578

   Σε περίπτωση κοινής υιοθεσίας απο συζύγους ή υιοθεσίας απο σύζυγο, του τέκνου του συζύγου του, η λύση της υιοθεσίας ως προς τον έναν απο τους συζύγους δεν συνεπάγεται αλλαγή του επωνύμου, το οποίο απέκτησε το θετό τέκνο δυνάμει του άρθρου 1564.

Σημ.: όπως προστέθηκε ( στη θέση του καταργημένου με το άρθρο 17 του ν.1329/1983) με  το άρθρο 1 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1578α
Ανασύσταση υιοθεσίας

  Σε περίπτωση δικαστικής λύσης της υιοθεσίας, αν εκλείψει ο λόγος της λύσης ή ακολουθήσει συγγνώμη του υπαιτίου της λύσης, είναι δυνατή η ανασύσταση της υιοθεσίας με εφαρμογή της διατάξεων των άρθρων 1542 έως 1559. Στην περίπτωση αυτή η ηλικία υιοθετούντος και υιοθετουμένου δεν λαμβάνεται υπόψη. Τα αποτελέσματα της ανασύστασης της υιοθεσίας επέρχονται από την τελεσιδικία, χωρίς αναδρομική ενέργεια.

Σημ.: όπως προστέθηκε  με την παρ.3 άρθρ.25 Ν.2915/2001,ΦΕΚ Α 109/29.5.2001 και ηπαρ. 4 αναφέρει :Η πιο πάνω διάταξη του άρθρου 1578Α του Αστικού Κώδικα εφαρμόζεται και στις υιοθεσίες που έχουν λυθεί πριν από την ισχύ του παρόντος νόμου”.

Άρθρο 1579
Υιοθεσία ενηλίκου

Η υιοθεσία ενηλίκου επιτρέπεται μόνο όταν:

α) ο υιοθετούμενος είναι συγγενής ως και τον τέταρτο βαθμό εξ αίματος ή εξ αγχιστείας αυτού που υιοθετεί, ή

β) αυτός που υιοθετεί υπήρξε ανάδοχος γονέας του υιοθετούμενου.

Όπως τροποποιήθηκε με το Άρθρο 51 ΝΟΜΟΣ 4837/2021 με ισχύ την 1/10/2021
Δες την εξέλιξη του άρθρου
Άρθρο 1580
Ανάλογη εφαρμογή

  Στην υιοθεσία ενηλίκου έχουν ανάλογη εφαρμογή οι διατάξεις που ισχύουν για την υιοθεσία ανηλίκου,εφόσον δεν θεσπίζεται διαφορετική ρύθμιση απο τις διατάξεις που ακολουθούν

Σημ.: όπως προστέθηκε ( στη θέση του καταργημένου με το άρθρο 17 του ν.1329/1983) με  το άρθρο 1 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1581
Κοινή αίτηση υιοθετούντος και υιοθετουμένου

  Η υιοθεσία ενηλίκου απαγγέλεται απο το δικαστήριο,ύστερα απο κοινή αίτηση αυτού που υιοθετεί και εκείνου που υιοθετείται.Αν ο υιοθετούμενος είναι ανίκανος για δικαιοπραξία,τη σχετική αίτηση υποβάλλει ο νόμιμος αντιπρόσωπός του.

Σημ.: όπως προστέθηκε ( στη θέση του καταργημένου με το άρθρο 17 του ν.1329/1983) με  το άρθρο 1 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1582
Περιορισμοί ως προς την ηλικία.

  Αυτός που υιοθετεί πρέπει να έχει συμπληρώσει τουλάχιστον το τεσσαρακοστό έτος της ηλικίας του και να είναι μεγαλύτερος απο τον υιοθετούμενο τουλάχιστον κατά δεκαοκτώ χρόνια

Σημ.: όπως προστέθηκε ( στη θέση του καταργημένου με το άρθρο 17 του ν.1329/1983) με  το άρθρο 1 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1583
Υιοθεσία εγγάμου

  Ο έγγαμος ενήλικος δεν μπορεί να υιοθετηθεί χωρίς τη Συναίνεση του συζύγου του,που παρέχεται με αυτοπρόσωπη δήλωση στο δικαστήριο.Το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 1546 έχει ανάλογη εφαρμογή.

Σημ.: όπως προστέθηκε ( στη θέση του καταργημένου με το άρθρο 17 του ν.1329/1983) με  το άρθρο 1 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1584
Αποτελέσματα

 Απο την τέλεση της υιοθεσίας,το θετό τέκνο και οι κατιόντες του που γεννήθηκαν μετά την υιοθεσία έχουν θέση κοινού τέκνου και κοινών κατιόντων και των δύο συζύγων.Ο δεσμός του θετού τέκνου με τον άλλο φυσικό γονέα του και τους συγγενείς του διατηρείται.

Σημ.: όπως προστέθηκε ( στη θέση του καταργημένου με το άρθρο 17 του ν.1329/1983) με  το άρθρο 1 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1585

Με την υιοθεσία του άρθρου 1579 δεν παράγεται καμία σχέση συγγένειας μεταξύ του θετού τέκνου και των συγγενών εκείνου που υιοθέτησε  και αντίστροφα.

Σημ.: όπως προστέθηκε ( στη θέση του καταργημένου με το άρθρο 17 του ν.1329/1983) με  το άρθρο 1 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1586
Επώνυμο του θετού τέκνου

  Το θετό τέκνο παίρνει το επώνυμο του θετού γονέα του,στο οποίο έχει το δικαίωμα να προσθέσει και το πρίν απο την υιοθεσία επώνυμό του.Αν το τελευταίο αυτό ή το επώνυμο του θετού γονέα αποτελείται απο δύο επώνυμα, χρησιμοποιείται για το σχηματισμό του σύνθετου επωνύμου του θετού τέκνου το πρώτο απο αυτά

Σημ.: όπως προστέθηκε ( στη θέση του καταργημένου με το άρθρο 17 του ν.1329/1983) με  το άρθρο 1 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1587

  Στην υποχρέωση για τη διατροφή του θετού τέκνου, εκείνος που υιοθέτησε προηγείται απο τους εξ αίματος συγγενείς του τέκνου.

Σημ.: όπως προστέθηκε ( στη θέση του καταργημένου με το άρθρο 17 του ν.1329/1983) με  το άρθρο 1 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1588
Λύση της υϊοθεσίας.

  Η υϊοθεσία ενηλίκου λύεται με δικαστική απόφαση,ύστερα απο αγωγή του θετού γονέα ή του θετού τέκνου,αν συντρέχει παράπτωμα που δικαιολογεί την αποκλήρωση ή που συνιστά λόγο αχαριστίας του θετού τέκνου απέναντι σύαυτόν που το υιοθέτησε κατά τους όρους του άρθρου 505

Σημ.: όπως προστέθηκε ( στη θέση του καταργημένου με το άρθρο 17 του ν.1329/1983) με  το άρθρο 1 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
ΕΠΙΤΡΟΠΕΙΑ ΑΝΗΛΙΚΟΥ
Άρθρο 1589

 Ποιοι τελούν υπό επιτροπεία. Ο ανήλικος τελεί υπό επιτροπεία όταν κανένας γονέας δεν έχει ή δεν μπορεί να ασκήσει τη Γονική μέριμνα, όταν το δικαστήριο διορίσει επίτροπο κατά τα άρθρα 1532 και 1535 ή αναθέσει την άσκηση της γονικής μέριμνας σε τρίτον κατά τα άρθρα 1513, 1514, καθώς και όταν συντρέχουν οι περιπτώσεις των άρθρων 1660 και 1661.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με το άρθρο 12 του Ν.2447/1996, αντικαταστάθηκε πάλι με το άρθρο 19 Ν.3719/2008,ΦΕΚ Α 241/26.11.2008.

Άρθρο 1590
Οργανα της επιτροπείας.

Οργανα της επιτροπείας είναι το δικαστήριο ο επίτροπος και το εποπτικό συμβούλιο.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με το άρθρο 12 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1591
Αρμοδιότητα του δικαστηρίου.

Το δικαστήριο διατάσσει ύστερα απο αίτηση ή και αυτεπάγγελτως την επιτροπεία διορίζει τον επίτροπο και ορίζει τα σχετικά με την οργάνωση και τη λειτουργία της σύμφωνα με το νόμο.
Οι δημόσιοι ή οι δημοτικοί υπάλληλοι οι εισαγγελείς και τα όργανα των αρμοδίων κοινωνικών υπηρεσιών οφείλουν να γνωστοποιούν στο δικαστήριο κάθε περίπτωση που συνεπάγεται το διορισμό επιτρόπου αμέσως μόλις την πληροφορούνται κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.Την ίδια υποχρέωση έχουν και οι συγγενείς εξ αίματος του ανηλίκου έως τον τρίτο βαθμό.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1592
Διορισμός επιτρόπου

Ο επίτροπος διορίζεται πάντοτε απο το δικαστήριο (δ ο τ ή ε π ι τ ρ ο π ε ί α). Επίτροπος διορίζεται κατά προτίμηση ένα απο τα ακόλουθα πρόσωπα με τη σειρά που αναφέρονται: 1.ο ενήλικος σύζυγος του ανηλίκου, 2.το φυσικό ή Νομικό πρόσωπο που ορίστηκε με διαθήκη ή με δήλωση στον ειρηνοδίκη ή σε συμβολαιογράφο απο όποιον ασκούσε τη Γονική μέριμνα κατά το χρόνο της δήλωσης και κατά τον θανατό του, 3.το κατά την κρίση του δικαστηρίου καταλληλότερο πρόσωπο με προτίμηση προς τους πλησιέστερους συγγενείς του ανηλίκου. Δεν διορίζεται επίτροπος αυτός που πρέπει να προτιμηθεί κατά το προηγούμενο εδάφιο αν συντρέχει ένας απο τους λόγους του άρθρου 1595 αν ο ίδιος αποποιείται την επιτροπεία ή αν αυτό επιβάλλεται απο το συμφέρον του ανηλίκου.

Εως το διορισμό του επιτρόπου έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 1601 και 1602.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1593
Στοιχεία που συνεκτιμά το δικαστήριο.

  Το δικαστήριο κατά το διορισμό του επιτρόπου σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο συνεκτιμά υποχρεωτικά και την έρευνα της αρμόδιας κοινωνικής υπηρεσίας και αποφασίζει αφού ακούσει αν αυτό είναι δυνατό, τους πλησιέστερους συγγενείς του ανηλίκου καθώς και κάθε άλλο πρόσωπο το οποίο μπορεί κατά την κρίση του να διαφωτίσει.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2447/1996     (Α` 278).

Άρθρο 1594
Κανόνας ο ένας επίτροπος.

 Το δικαστήριο διορίζει για τον ανήλικο έναν επίτροπο εκτός αν ιδιαίτεροι λόγοι που αναφέρονται στο συμφέρον του ανηλίκου επιβάλλουν το διορισμό περισσοτέρων (συνεπίτροποι).Ενας μόνο επίτροπος διορίζεται διορίζεται και αν ακόμη είναι περισσότερα τα ανήλικα τέκνα των ίδιων γονέων.Οταν όμως συγκρούονται μεταξύ τους τα συμφέροντα των ανηλίκων αδελφών διορίζεται διαφορετικός επίτροπος για κάθε ανήλικο που έχει αντίθετο συμφέρον ή αν είναι προσωρινή ειδικός επίτροπος.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1595
Λόγοι αποκλεισμού.

Δεν διορίζεται επίτροπος:1.αυτός που δεν έχει πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα, 2.ο ενήλικος για τον οποίο έχει διοριστεί προσωρινός δικαστικός συμπαραστάτης σύμφωνα με το άρθρο 1672, 3.όποιος αποκλείστηκε απο την επιτροπεία με διάταξη τελευταίας βούλησης εκείνου που δικαιούται να υποδείξει το πρόσωπο του επιτρόπου.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1596
  Συνέπειες διορισμού προσώπου που αποκλείεται.

 Ο διορισμός προσώπου που εμπίπτει στην πρώτη περίπτωση του προηγούμενου άρθρου δεν παράγει έννομα αποτελέσματα. Σε περίπτωση διορισμού προσώπου που εμπίπτει σε μια από τις δύο άλλες περιπτώσεις του ίδιου άρθρου, το δικαστήριο οφείλει να ανακαλεί το διορισμό και αυτεπαγγέλτως. Ωσότου γίνει η ανάκληση, ο διορισμός παράγει όλα τα έννομα αποτελέσματα του.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2447/1996  (Α` 278).

Άρθρο 1597
Διορισμός υπό όρους.

 Το δικαστήριο μπορεί, εκτιμώντας το συμφέρον του ανηλίκου, να επιφυλαχθεί όταν διορίζει επίτροπο, να τον αντικαταστήσει για την περίπτωση που θα συνέβαινε ή δεν θα συνέβαινε ένα συγκεκριμένο γεγονός.

Άρθρο 1598
Γνωστοποίηση του διορισμού.

Η απόφαση για το διορισμό του επιτρόπου καταχωρίζεται σε ειδικό δημόσιο βιβλίο, που τηρείται στη γραμματεία του δικαστηρίου, και επιδίδεται στον επίτροπο και στην αρμόδια κοινωνική υπηρεσία με την επιμέλεια του δικαστηρίου.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1599
Δικαίωμα αποποίησης ή παραίτησης.

  Ο διοριζόμενος έχει το δικαίωμα να αποποιηθεί το διορισμό, εκτός αν έχει διορισθεί σύμφωνα με το άρθρο 1600. Εχει επίσης το δικαίωμα να παραιτείται, μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, εφόσον συντρέχει σπουδαίος λόγος.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2447/1996  (Α` 278).

Άρθρο 1600
Αδυναμία διορισμού.

  Αν δεν βρίσκεται κατάλληλο φυσικό πρόσωπο για να διοριστεί επίτροπος, σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 1592, η επιτροπεία του ανηλίκου ανατίθεται σε ίδρυμα ή σωματείο που έχουν συσταθεί ειδικά για το σκοπό αυτόν και διαθέτουν το κατάλληλο προσωπικό και υποδομή, αλλιώς στην αρμόδια κοινωνική υπηρεσία.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2447/1996     (Α` 278).

Άρθρο 1601
Ενέργειες σε επείγουσες περιπτώσεις. – Προσωρινός επίτροπος.

  Αν για οποιονδήποτε λόγο δεν διορίστηκε ακόμα ο επίτροπος ή αυτός που έχει διοριστεί εμποδίζεται να εκπληρώσει τα καθηκοντά του, αποποείται το διορισμό του ή παραιτείται, ο προιστάμενος της κοινωνικής υπηρεσίας παίρνει σε επείγουσες περιπτώσεις αυτεπαγγέλτως όλα τα κατάλληλα μέτρα για την προστασία του προσώπου και της περιουσίας του ανηλίκου. Αν υπάρχει επείγουσα ανάγκη να εκπροσωπηθεί ο ανήλικος σε συγκεκριμένη δικαιοπραξία ή δίκη, το δικαστήριο με προσωρινή διαταγή του διορίζει, με αίτηση των συγγενών ή αυτεπαγγέλτως, προσωρινό επίτροπο.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1602
Υποχρέωση των συγγενών.

     Ωσότου επιληφθεί, στην περίπτωση του προηγούμενου άρθρου, η κοινωνική υπηρεσία, οι συγγενείς του ανήλικου έως τον τρίτο βαθμό εξ αίματος οφείλουν σε περίπτωση ανάγκης, να μεριμνούν για το πρόσωπο του και τη συντήρηση της περιουσίας του.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1603
Αρμοδιότητες του επιτρόπου εν γένει.

Στον επίτροπο ανήκουν, υπό τους όρους των διατάξεων που ακολουθούν, το καθήκον και το δικαίωμα να επιμελείται του προσώπου του ανηλίκου, να διοικεί την περιουσία του και να τον εκπροσωπεί σε κάθε δικαιοπραξία ή δίκη που αφορά το πρόσωπο ή την περιουσία του.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1604
Περισσότεροι επίτροποι.

  Οταν το δικαστήριο έχει διορίσει για το ίδιο πρόσωπο περισσότερους επιτρόπους, αυτοί, αν δεν ορίστηκες διαφορετικά, ασκούν τις αρμοδιότητες τους από κοινού.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2447/1996(Α` 278).

Άρθρο 1605
Διαφωνία περισσότερων επιτρόπων.

Για κάθε διαφωνία των περισσότερων επιτρόπων αποφασίζει το εποπτικό συμβούλιο. Με αίτηση του επιτρόπου που διαφωνεί ή οποιουδήποτε άλλου έχει έννομο συμφέρον, το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει διαφορετικά.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1606
Επιμέλεια του προσώπου.

  Για την επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 1518. Στην περίπτωση περισσότερων επιτρόπων, ο επίτροπος που δεν έχει την επιμέλεια, καθώς και κάθε συγγενής εξ αίματος έως τον τρίτο βαθμό, δικαιούνται να αναφέρονται σχετικά με την επιμέλεια στο εποπτικό συμβούλιο.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1607
Διαβίωση του ανηλίκου σε τρίτους.

 Ο επίτροπος μπορεί, με την άδεια του δικαστηρίου, ύστερα από γνωμοδότηση του εποπτικού συμβουλίου, να εμπιστεύεται τη διαβίωση και την πραγματική φροντίδα του ανηλίκου σε κατάλληλη οικογένεια (α ν ά δ ο χ η ο ι κ ο γ έ ν ε ι α) και, αν δεν βρίσκεται τέτοια οικογένεια, σε κατάλληλο ίδρυμα. Αν το εποπτικό συμβούλιο αρνείται να γνωμοδοτήσει ή γνωμοδοτεί αρνητικά, το δικαστήριο μπορεί να αποφασίζει σχετικά και με μόνη την αίτηση του επιτρόπου.

Το δικαστήριο μπορεί, και χωρίς αίτηση του επιτρόπου, να εμπιστευθεί τη διαβίωση και την παργαματική φροντίδα του ανηλίκου σε οικογένεια ή σε ίδρυμα, είτε αυτεπαγγέλτως είτε με αίτηση του αρμόδιου εισαγγελέα ή οποιουδήποτε άλλου έχει έννομο συμφέρον, μετά γνώμη του εποπτικού συμβουλίου, αν η σωματική αγωγή ή η πνευματική ανάπτυξη του ανηλίκου δεν προάγονται με τις φροντίδες του επιτρόπου.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το  άρθρο 12 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1608

   Η κατά το προηγούμενο άρθρο ανάθεση γίνεται ύστερα από έρευνα της αρμόδιας κοινωνικής υπηρεσίας για το ήθος, τις βιοτικές συνθήκες και την εν γένει καταλληλότητα της οικογένειας ή του ιδρύματος. Η σχετική έκθεση συνεκτιμάται από το δικαστήριο.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2447/1996(Α` 278).

Άρθρο 1609
Εισαγωγή σε ειδικά ιδρύματα.

  Οταν η κατάσταση του ανηλίκου από την άποψη της σωματικής, της ψυχικής ή της πνευματικής του ανάπτυξης επιβάλλει την εισαγωγή του σε ειδικό ίδρυμα ή κατάστημα, απαιτείται άδεια του δικαστηρίου, που παρέχεται ύστερα από αίτηση του επιτρόπου και γνώμη του εποπτικού συμβουλίου ή και αυτεπαγγέλτως με πρόταση του τελευταίου. Για την απόφαση του το δικαστήριο συνεκτιμά γνωμάτευση ειδικού επιστήμονα, καθώς και έκθεση της αρμόδιας κοινωνικής υπηρεσίας, ιδίως ως προς την καταλληλότητα του ιδρύματος ή του καταστήματος. Το εποπτικό συμβούλιο και η κοινωνική υπηρεσία παρακολουθούντην κατάσταση του ανηλίκου, όσο αυτός παραμένει στο ίδρυμα ή στο κατάστημα.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2447/1996       (Α` 278).

Άρθρο 1610
Πρόσθετες εγγυήσεις για τον ανήλικο.

  Η απόφαση του δικαστηρίου για την εισαγωγή του ανηλίκου σε ειδικό ίδρυμα ή κατάστημα ισχύει για έξι μήνες κάθε φορά. Η απόφαση μπορεί να ανακαλείται οποτεδήποτε, αν εκλείψουν οι λόγοι που επέβαλαν τη λήψη αυτού του μέτρου.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρου 12 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1611
Διοίκηση της περιουσίας. Σύνταξη απογραφής.

 Ο επίτροπος οφείλει να συντάσσει παρουσία εκπροσώπου του εποπτικού συμβουλίου απογραφή της περιουσίας που υπάρχει ή που περιέρχεται στον ανήλικο μετά το διορισμό και που υπάγεται στη διοίκηση του επιτρόπου. Στη σύνταξη της απογραφής καλείται να παραστεί, αν είναι τούτο δυνατόν, και ο ανήλικος που συμπλήρωσε το 14ο έτος της ηλικίας του. Αντίγραφο της απογραφής επιδίδεται στο εποπτικό συμβούλιο και στην κοινωνική υπηρεσία.

Ο επίτροπος μπορεί και, ύστερα από παραγγελία του εποπτικού συμβουλίου, οφείλει να ζητήσει τη σύνταξη δικαστικής απογραφής.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το 12 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1612

Προσδιορισμός της ετήσιας δαπάνης του ανηλίκου.

Κατά την έναρξη της εποπτείας ο επίτροπος οφείλει να προκαλέσει απόφαση του εποπτικού συμβουλίου, που ορίζει κατά προσέγγιση την ετήσια δαπάνη για την επιμέλεια του προσώπου και τη διοίκηση της περιουσίας του ανηλίκου. Το δικαστήριο με αίτηση του επιτρόπου ή και αυτεπαγγέλτως μπορεί να αποφασίζει διαφορετικά.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1613
Μετρητά χρήματα του ανηλίκου.

  Αν στην περιουσία του ανηλίκου υπάρχουν ή περιέλθουν κατά τη διάρκεια της επιτροπείας μετρητά χρήματα, ο επίτροπος οφείλει χωρίς καθυστέρηση να χρησιμοποιήσει παραγωγικά ή να τοποθετήσει κατά τρόπον επωφελή το ποσό που απομένει μετά την αφαίρεση της ετήσιας δαπάνης. Ο τρόπος με τον οποίο γίνεται η τοποθέτηση των χρημάτων προσδιορίζεται από τον επίτροπο και εγκρίνεται από το εποπτικό συμβούλιο. Αν το εποπτικό συμβούλιο αρνείται την έγκριση, αποφασίζει το δικαστήριο.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2447/1996  (Α` 278).

Άρθρο 1614
Τίτλοι και πολύτιμα αντικείμενα.

  Ο επίτροπος οφείλει να τοποθετεί στο όνομα του ανηλίκου σε ασφαλή τράπεζα ή σε άλλο κατάλληλο πιστωτικό ίδρυμα τα δημόσια χρεόγραφα, τις ομολογίες ή τις μετοχές ανωνύμων εταιρειών, τα πολύτιμα αντικείμενα ή τα μεγάλης σημασίας έγγραφα που υπάρχουν στην περιουσία του ανηλίκου. Το εποπτικό συμβούλιο οφείλει να ενεργεί περιοδικούς ελέγχους, όταν το κρίνει σκόπιμο και οπωσδήποτε μία φορά το έτος.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1615
Διαχειριστική εξουσία του επιτρόπου.

  Ο επίτροπος, όπου ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, ενεργεί ως προς την περιουσία του ανηλίκου κάθε πράξη τακτικής διαχείρισης, ιδίως την πληρωμή χρεών και την είσπραξη απαιτήσεων.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2447/1996      (Α` 278).

Άρθρο 1616
Διοίκηση της περιουσίας που παραχωρήθηκε με διαχειριστικούς όρους.

  Ο επίτροπος οφείλει να διοικεί την περιουσία που παραχωρήθηκε στον ανήλικο με χαριστική πράξη εν ζωή ή που περιήλθε σ` αυτόν με διθήκη, σύμφωνα με τους όρους που έθεσε ο δωρητής ή ο διαθέτης. Το δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει παρέκκλιση από αυτούς τους όρους, αν το επιβάλλει το συμφέρον του ανηλίκου.

Αν ο δωρητής ή ο διαθέτης ορίσουν να μην έχει τη διοίκηση της περιουσίας που παραχώρησαν ο επίτροπος και δεν όρισαν το πρόσωπο που θα έχει τη διοίκηση αυτής της περιουσίας, το δικαστήριο διορίζει ειδικό επίτροπο.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1617
Χαριστικές πράξεις.

  Ο επίτροπος δεν δικαιούται να καταρτίζει δικαιοπραξίες με χαριστική αιτία σε βάρος της περιουσίας του ανηλίκου. Εξαιρούνται με την επιφύλαξη των διατυπώσεων της πρώτης παραγράφου του άρθρου 1624, οι χαριστικές δικαιοπραξίες που επιβάλλονται από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον ή από λόγους ευπρέπειας.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1618
 Ιδιόχρηση περιουσίας του ανηλίκου.

  Ο επίτροπος δεν δικαιούται να χρησιμοποιεί για δικό του λογαριασμό την περιουσία του ανηλίκου και ιδίως μετρητά χρηματά του.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2447/1996     (Α` 278).

Άρθρο 1619
Πράξεις που απαιτούν την άδεια του εποπτικού συμβουλίου.

  Με μόνη την άδεια του εποπτικού συμβουλίου ο επίτροπος δικαιούται στο όνομα του ανηλίκου: 1. να εκμισθώνει ή να μισθώνει ακίνητα, 2. να συνάπτει σύμβαση με αντικείμενο την παροχή της εργασίας του ανηλίκου ή σύμβαση μαθητείας, 3. να επιχειρεί και κάθε άλλη πράξη που υπερβαίνει τα όρια της τακτικής διαχείρισης, εφόσον αυτή δεν εμπίπτει στα άρθρα 1623, 1624 και 1625.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρου 12 του Ν. 2447/1996  (Α` 278).

Άρθρο 1620

    Αδεια του εποπτικού συμβουλίου απαιτείται και για να χορηγήσει ο επίτροπος στον ανήλικο τη γενική Συναίνεση του άρθρου 136, καθώς και τη Συναίνεση του να ασκήσει επάγγελμα.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1621
Διεξαγωγή δικών.

 Ο επίτροπος έχει, με μόνη την άδεια του εποπτικού συμβουλίου, το δικαίωμα να ασκεί στο όνομα του ανηλίκου εμπράγματη αγωγή για ακίνητο ή άλλη αγωγή με αντικείμενο που λόγω ποσού υπάγεται στην αρμοδιότητα του πολυμελούς πρωτοδικείου ή αγωγή που αφορά την προσωπική κατάσταση. Το ίδιο ισχύει και για την αγωγή του ανηλίκου για διανομή κοινού πράγματος. Η έλλειψη της άδειας εξετάζεται από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως.

Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται και για την παραίτηση από αγωγή που έχει ασκηθεί.

Μέτρα που λαμβάνονται προσωρινά από τον επίτροπο για την εξασφάλιση των συμφερόντων του ανηλίκου σε επείγουσες περιπτώσεις εξαιρούνται από τις ρυθμίσεις του παρόντος άρθρου.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2447/1996     (Α` 278).

Άρθρο 1622

  Σε περίπτωση άρνησης του εποπτικού συμβουλίου να χορηγεί την άδεια των τριών προηγούμενων άρθρων, αποφασίζει το δικαστήριο.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1623
Γενική άδεια

  Υστερα από γνωμοδότηση του εποπτικού συμβουλίου, το δικαστήριο μπορεί να παρέχει στον επίτροπο γενική άδεια να επιχειρεί απεριορίστως τις πράξεις που εμπίπτουν στο άρθρο 1619, εφόσον κρίνει ότι η άδεια αυτή είναι αναγκαία ή ωφέλιμη για τη διοίκηση της περιουσίας του ανηλίκου  και ιδίως για την εκμετάλλευση επιχείρησής του. Με τον ίδιο τρόπο και τις ίδιες προϋποθέσεις μπορεί να δοθεί στον επίτροπο γενική άδεια να δανείζεται στο όνομα του ανηλίκου, να αναδέχεται ξένο χρέος και να παρέχει εγγύηση για χάρη της εκμετάλλευσης επιχείρησης του ανηλίκου.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1624
Πράξεις με άδεια του δικαστηρίου.

 Ο επίτροπος, χωρίς τη γνωμοδότηση του εποπτικού συμβουλίου και την άδεια του δικαστηρίου, δεν έχει το Δικαίωμα στο όνομα του ανηλίκου: 1. να διαθέτει την περιουσία του ανηλίκου συνολικά ή κατά ένα μέρος της, 2. να εκποιεί ή να αποκτά με αντάλλαγμα ακίνητο ή εμπράγματο δικαίωμα σε ξένο ακίνητο, 3. να εκχωρεί απαίτηση που έχει αντικείμενο τη μεταβίβαση ακινήτου στον ανήλικο, 4. να εκποιεί τους τίτλους και τα πολύτιμα αντικείμενα του άρθρου 1614, 5. να επιχειρεί οποιοδήποτε έργο σε ακίνητο του ανηλίκου που η δαπάνη του υπερβαίνει το όριο της τρίτης παραγράφου του παρόντος άρθρου 6. να εκποιεί εμπορική, βιομηχανική ή άλλη επιχείρηση που περιλαμβάνεται στην περιουσία του ανηλίκου, να αποφασίζει τη διάλυση και την εκκαθάρισή της, καθώς και να ιδρύει νέα επιχείρηση, 7. να εκμισθώνει ακίνητο του ανηλίκου για χρόνο που υπερβαίνει τα εννέα έτη, 8. να δανείζει ή να δανείζεται, 9. να παραιτείται από ασφάλεια για απαίτηση του ανηλίκου ή να ελαττώνει μια τέτοια ασφάλεια, 10. να συνάπτει συμβιβασμό ή συμφωνία περί διαιτησίας για αντικείμενο που η αξία του υπερβαίνει το όριο της τρίτης παραγράφου του παρόντος, 11. να εγγυάται ή να αναδέχεται από επαχθή αιτία ξένο χρέος, με την επιφύλαξη του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 1623. Οι παραπάνω διατυπώσεις, όταν αφορούν διαθέσεις, απαιτούνται και για τις σχετικές υποσχετικές συμβάσεις.

Η άδεια του δικαστηρίου μπορεί να δίνεται υπό όρους.

Το όριο πέρα από το οποίο δεν μπορεί ο επίτροπος να επιχειρεί τις πράξεις αριθμ. 5 και 10 της πρώτης παραγράφου του παρόντος ισούται με το ποσό της ετήσιας δαπάνης του ανηλίκου που έχει προσδιοριστεί σύμφωνα με το άρθρο 1612.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1625
Κληρονομία ή κληροδοσία που επάγεται στον ανήλικο

  Ο επίτροπος, χωρίς τη γνωμοδότηση του εποπτικού συμβουλίου και την άδεια του δικαστηρίου, δεν έχει το Δικαίωμα στο όνομα του ανηλίκου: 1. να αποποιείται κληρονομία ή να παραιτείται από τη νόμιμη μοίρα κληρονομίας που επάγεται στον ανήλικο, 2. να αποδέχεται κληροδοσία ή δωρεά που συνεπάγεται βάρη, 3. να αποποιείται κληροδοσία που περιέρχεται στον ανήλικο.

Οσον αφορά την αποδοχή κληρονομίας, η οποία επάγεται στον ανήλικο, έχει ανάλογη εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 1527.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1626

  Ο επίτροπος οφείλει να λογοδοτεί στο εποπτικό συμβούλιο κάθε χρόνο. Το εποπτικό συμβούλιο μπορεί να καθορίζει τη λογοδοσία σε αραιότερα διαστήματα πάντως όχι μεγαλύτερα από μια πενταετία, αν οι περιστάσεις δεν δικαιολογούν την ετήσια λογοδοσία.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1627
Ανικανότητα εκπροσώπησης.

  Ο επίτροπος δεν μπορεί να εκπροσωπήσει τον ανήλικο σε δικαιοπραξίες και σε δίκες, όπου τα συμφέροντα του ανηλίκου συγκρούονται με τα δικά του ή του συζύγου του ή των συγγενών του, σε ευθεία γραμμή εξ αίματος ή εξ Αγχιστείας απεριόριστα και σε πλάγια γραμμή εξ αίματος έως το δεύτερο βαθμό

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1628
Διορισμός ειδικού επιτρόπου.

  Στην περίπτωση  του προηγούμενου άρθρου, όπως και σε κάθε άλλη περίπτωση κωλύματος, το δικαστήριο διορίζει, με αίτηση του επιτρόπου ή και αυτεπαγγέλτως ειδικό επίτροπο. Οταν ο ειδικός επίτροπος διορίζεται για να αναπληρώσει τον επίτροπο προσωρινά σε όλα τα έργα του λόγω κωλύματός του, το δικαστήριο μπορεί να ορίσει και τη διάρκεια της ειδικής επιτροπείας.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με το άρθρου 12 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1629

  Κάθε φορά που προβλέπεται από το νόμο ο διορισμός ειδικού επιτρόπου, ισχύουν, ως προς τη διαδικασία του διορισμού, τις αρμοδιότητες και την εν γένει δράση του, οι διατάξεις για την επιτροπεία.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2447/1996  (Α` 278).

Άρθρο 1630
Ακυρες πράξεις

  Κάθε πράξη του επιτρόπου που επιχειρήθηκε χωρίς τις διατυπώσεις που τάσσει ο νόμος είναι άκυρη. Την ακυρότητα προτείνουν ο επίτροπος, ο ανήλικος και οι καθολικοί ή ειδικοί διάδοχοί του.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2447/1996     (Α` 278).

Άρθρο 1631
Αμοιβή και αποκατάσταση δαπανών.

  Το δικαστήριο μπορεί, κατά τις περιστάσεις, να ορίζει, ύστερα από σχετική αίτηση και τη γνώμη του εποπτικού συμβουλίου, αμοιβή για την απασχόληση του επιτρόπου, ανάλογη με τους κόπους του και το μέγεθος της περιουσίας που διαχειρίζεται. Αν η περιουσία αυτή δεν επαρκεί για να καταβληθεί στον επίτροπο αμοιβή ανάλογη με την έκταση της απασχόλησής του ή αν δεν υπάρχει καθόλου περιουσία και το δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει, λόγω των ειδικών περιστάσεων, να καταβληθεί αμοιβή, η αμοιβή την οποία καθορίζει καταβάλλεται στον επίτροπο από το δημόσιο ταμείο, όπως ορίζει ο νόμος.

Ο επίτροπος δικαιούται να απαιτήσει να του καταβληθεί κάθε δαπάνη που είναι αναγκαία για τη διεξαγωγή της επιτροπείας, σύμφωνα με τις διατάξεις για την εντολή.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1632
Ευθύνη του επιτρόπου

  Ο επίτροπος ευθύνεται για κάθε ζημία του ανηλίκου από πταίσμα του κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Αν έχουν διοριστεί περισσότεροι επίτροποι, είναι συνυπεύθυνοι εις ολόκληρον, εκτός αν έχουν διοριστεί με χωριστό κύκλο ενέργειας ο καθένας και ενεργούν αυτοτελώς.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρου 12 του Ν. 2447/1996  (Α` 278).

Άρθρο 1633
Απαλλαγή από περιορισμούς.

  Ο γονέας που δικαιούται να υποδείξει επίτροπο με διαθήκη του ή με δήλωση στον ειδηνοδίκη ή σε συμβολαιογράφο, μπορεί να απαλλάσσει τον επίτροπο από τους περιορισμούς των άρθρων 1613 και 1614. Η απαλλαγή αυτή δεν ισχύει, αν το δικαστήριο κρίνει ότι θέτει σε κίνδυνο τα συμφέροντα του ανηλίκου.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2447/1996  (Α` 278).

Άρθρο 1634
Εποπτικό συμβούλιο. Πώς συγκροτείται.

Συγχρόνως με το διορισμό του επιτρόπου το δικαστήριο οφείλει να διορίσει και το εποπτικό συμβούλιο. Το εποπτικό συμβούλιο, αποτελούμενο απο τρία έως πέντε μέλη, συγκροτείται από συγγενείς του ανηλίκου ή φίλους των γονέων του. Με την ίδια απόφασή του το δικαστήριο ορίζει πρόεδρο του εποπτικού συμβουλίου ένα από τα μέλη του.
Το δικαστήριο μπορεί, αν κρίνει ότι το επιβάλλει το συμφέρον του ανηλίκου, ιδίως γιατί δεν υπάρχουν κατάλληλοι συγγενείς ή φίλοι ή συντρέχει άλλος σπουδαίος λόγος, να διορίσει ως μέλος του εποπτικού συμβουλίου και ένα όργανο της κοινωνικής υπηρεσίας ή να αναθέσει σε εξαιρετικές περιπτώσεις αποκλειστικά σ`αυτό τα έργα του εποπτικού συμβουλίου.
Το άρθρο 1593 έχει ανάλογη εφαρμογή.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1635

  Οταν ως επίτροπος, προσωρινός ή οριστικός, ενεργεί η κοινωνική υπηρεσία, καθώς και όταν δεν προβλέπεται ή δεν συγκροτηθεί ακόμη εποπτικό συμβούλιο, τα έργα του εποπτικού συμβουλίου ασκεί ο ειρηνοδίκης. Το ίδιο ισχύει και όταν διορίζεται από το δικαστήριο ειδικός επίτροπος, σύμφωνα με τα άρθρα 1517 και 1521.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1636
Ποιοί αποκλείονται από μέλη

  Δεν επιτρέπεται να διορισθούν μέλη του εποπτικού συμβουλίου: 1.ο επίτροπος του ανηλίκου, 2.αυτοί που δεν επιτρέπεται να διοριστούν επίτροποι,σύμφωνα με το άρθρο 1595.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1637
Συνεδριάσεις

  Το εποπτικό συμβούλιο συνεδριάζει κάθε φορά που το συγκαλεί ο πρόεδρος του. Ο πρόεδρος οφείλει να το συγκαλέσει, αν το ζητήσουν ένα από τα μέλη του ή ο επίτροπος.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1638
Προσωρινό κώλυμα και αντικατάσταση

  Σε κάθε περίπτωση που το συμφέρον κάποιου μέλους του εποπτικού συμβουλίου, του συζύγου του ή συγγενούς του σε ευθεία γραμμή εξ αίματος ή εξ Αγχιστείας απεριόριστα και σε πλάγια γραμμή εξ αίματος έως το δεύτερο βαθμό είναι αντίθετο προς το συμφέρον του ανηλίκου, καθώς και σε κάθε άλλη περίπτωση όπου συντρέχει σπουδαίος λόγος, το δικαστήριο διορίζει αντικαταστάτη.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1639
Διάρκεια της θητείας

  Η θητεία των μελών του εποπτικού συμβουλίου διαρκεί όσο διαρκεί η επιτροπεία και λήγει για τους ίδιους λόγους που λήγει και η θητεία του επιτρόπου. Τα μέλη του εποπτικού συμβουλίου παύονται από το δικαστήριο και αντικαθίστανται, όταν συντρέχει σπουδαίος λόγος.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2447/1996  (Α` 278).

Άρθρο 1640
Ευθύνη του προέδρου και των μελών.

  Με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων για την ευθύνη των δημόσιων υπαλλήλων, όσον αφορά τα μέλη που είναι όργανα της κοινωνικής υπηρεσίας, ο πρόεδρος και τα μέλη του εποπτικού συμβουλίου ευθύνονται όπως ο επίτροπος.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1641
Αποζημίωση των μελών

  Τα μέλη του εποπτικού συμβουλίου δικαιούνται να αποζημιώνονται για κάθε δαπάνη τους, στην οποία υποβλήθηκαν για την άσκηση των καθηκόντων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις για την εντολή. Αν η περιουσία του ανηλίκου δεν επαρκεί ή δεν υπάρχει καθόλου περιουσία, έχει ανάλογη εφαρμογή για την καταβολή των δαπανών το άρθρο 1631.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1642
Αρμοδιότητες

  Το εποπτικό συμβούλιο, εκτός από τις αρμοδιότητες που του ανατίθενται με ειδικές διατάξεις, εποπτεύει γενικότερα το σύνολο της δράσης του επιτρόπου. Σε περίπτωση που ο επίτροπος διαφωνεί με τις αποφάσεις του, αποφασίζει το δικαστήριο με αίτηση του επιτρόπου, όποιου άλλου έχει έννομο συμφέρον ή και αυτεπαγγέλτως.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2447/1996  (Α` 278).

Άρθρο 1643
Ελεγχος των λογαριασμών

  Το εποπτικό συμβούλιο ελέγχει τους λογαριασμούς που του υποβαλει ο επίτροπος.Κατά τη λογοδοσία του επιτρόπου, σύμφωνα με το άρθρο 1626, καλείται να παραστεί, αν είναι δυνατόν, και ο ανήλικος που έχει συμπληρώσει το 12ο έτος της ηλικίας του.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1644
Αντιμετώπιση έκτακτων καταστάσεων.

  Σε περίπτωση επείγουσας ανάγκης και εφόσον το εποπτικό συμβούλιο δεν μπορεί για οποιονδήποτε λόγο να συνεδριάσει, ο πρόεδρος αποφασίζει μόνος. Κακή χρήση αυτής της εξουσίας δεν θίγει το κύρος της πράξης που επιχειρείται, αλλά επισύρει τις συνέπειες των άρθρων 1639 και 1640.

Αν, στην περίπτωση της προηγούμενης παραγράφου, ο πρόεδρος του εποπτικού συμβουλίου κωλύεται ή αμελεί να πάρει τα επιβαλλόμενα μέτρα, αποφασίζει ο προϊστάμενος της αρμόδιας κοινωνίας υπηρεσίας.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2447/1996  (Α` 278).

Άρθρο 1645
Σύμπραξη της κοινωνικής υπηρεσίας.

  Η αρμόδια κοινωνική υπηρεσία επικουρεί το εποπτικό συμβούλιο στο έργο του παρέχοντας σ`αυτό, όταν το ζητεί, πληροφορίες σχετικές με τον τρόπο που εκπληρώνει τα καθήκοντά του ο επίτροπος, καθώς και τις διαπιστώσεις της για την εν γένει προσωπική κατάσταση του ανηλίκου.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2447/1996  (Α` 278).

Άρθρο 1646

    Η αρμόδια κοινωνική υπηρεσία οφείλει να αναγγέλλει στο δικαστήριο χωρίς καθυστέρηση κάθε περίπτωση που καθιστά αναγκαία την αυταπάγγελτη ενέργειά του υπέρ ανηλίκου, να διαβιβάζει σ` αυτό κάθε χρήσιμο στοιχείο και πληροφορία και να υποβάλλει σχετικές προτάσεις.    Οπου στις διατάξεις αυτού του Κεφαλαίου απαιτείται, για την απόφαση του δικαστηρίου, έκθεση της κοινωνικής υπηρεσίας, ο γραμματέας του ειδοποιεί έγκαιρα την κοινωνική υπηρεσία να υποβάλει τη σχετική έκθεση.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2447/1996  (Α` 278).

Άρθρο 1647
Ακρόαση του ανηλίκου

  Πριν από κάθε απόφαση οποιουδήποτε οργάνου της επιτροπείας, αυτό οφείλει, ανάλογα με την ωριμότητα του ανηλίκου, να ακούει και τη δική του γνώμη.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2447/1996  (Α` 278).

Άρθρο 1648
Κριτήριο το συμφέρον του ανηλίκου

  Κάθε απόφαση οποιουδήποτε οργάνου της επιτροπείας πρέπει να αποβλέπει στο συμφέρον του ανηλίκου.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2447/1996  (Α` 278).

Άρθρο 1649
Λήξη της επιτροπείας

   Η επιτροπεία λήγει με την ενηλικίωση του ανηλίκου ή το θανατό του.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2447/1996  (Α` 278).

Άρθρο 1650
Αυτοδίκαιη παύση του επιτρόπου

  Το λειτούργημα του επιτρόπου παύει αυτοδικαίως, αν αυτός, μετά την έναρξη της επιτροπείας, χάσει εν όλω ή εν μέρει τη δικαιοπρακτική του ικανότητα ή τεθεί υπό προσωρινό δικαστικό συμπαραστάτη. Επίσης, αν κηρυχθεί σε Αφάνεια ή αν διαταχθεί δικαστική επιμέλεια των υποθέσεών του, σύμφωνα με το άρθρο 1689.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2447/1996  (Α` 278).

Άρθρο 1651
Παύση με δικαστική απόφαση

  Το δικαστήριο παύει, με αίτηση του εποπτικού συμβουλίου ή και αυτεπαγγέλτως, τον επίτροπο, όταν συντρέχει σπουδαίος λόγος, ιδίως αν κρίνει ότι η συνέχιση της επιτροπείας του μπορεί να θέσει σε κίνδυνο, λόγω παραμέλησης των καθηκόντων του ή για άλλο λόγο, τα συμφέροντα του ανηλίκου.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2447/1996  (Α` 278).

Άρθρο 1652
Απόδοση της περιουσίας και τελική λογοδοσία.

 Ο επίτροπος μετά το τέλος της επιτροπείας του έχει υποχρέωση να παραδώσει την περιουσία που διοίκησε και να λογοδοτήσει για την όλη διοίκησή του”.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2447/1996  (Α` 278).

Άρθρο 1653
Παραγραφή

  Κάθε αξίωση κατά του επιτρόπου σχετική με τη διοίκησή του παραγράφεται πέντε χρόνια μετά τη λήξη της επιτροπείας ή την παύση του επιτρόπου. Από την Παραγραφή αυτή εξαιρείται το κατάλοιπο από τη λογοδοσία.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2447/1996  (Α` 278).

Άρθρο 1654
Πράξεις μετά τη λήξη

 Για το χρόνο μετά τη λήξη της επιτροπείας ή την παύση του επιτρόπου έχουν ανάλογη εφαρμογή τα άρθρα 1540 και 1541.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2447/1996  (Α` 278).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΠΕΜΠΤΟ
ΑΝΑΔΟΧΗ ΑΝΗΛΙΚΟΥ
Άρθρο 1655
Διατήρηση των σχέσεων με τη φυσική οικογένεια ή τον επίτροπο.

  Οταν τρίτοι έχουν την πραγματική φροντίδα του προσώπου του ανηλίκου, γιατί τους την ανέθεσαν είτε οι φυσικοί γονείς ή ο επίτροπος είτε το δικαστήριο (ανάδοχοι γονείς ή ανάδοχη οικογένεια), οι έννομες σχέσεις μεταξύ του ανηλίκου και της φυσικής του οικογένειας ή του επιτρόπου και ιδίως οι αρμοδιότητες εφόσον δεν ορίζεται στο νόμο διαφορετικά.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2447/1996  (Α` 278).

Άρθρο 1656
Υποχρεώσεις των ανάδοχων γονέων.

 Οι ανάδοχοι γονείς οφείλουν να διευκολύνουν τις προσωπικές σχέσεις και την επικοινωνία των φυσικών γονέων ή του επιτρόπου με τον ανήλικο, εφόσον δεν παραβλάπτονται ουσιώδη συμφέροντά του. Σε περίπτωση διαφωνίας αποφασίζει το δικαστήριο.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2447/1996  (Α` 278).

Άρθρο 1657

 Οι ανάδοχοι γονείς οφείλουν επίσης να παρέχουν ανελλιπώς στους φυσικούς γονείς ή στον επίτροπο, καθώς και στην αρμόδια κοινωνική υπηρεσία, πληροφορίες σχετικές με το πρόσωπο και τις συνθήκες διαβίωσης και ανάπτυξης του ανηλίκου.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2447/1996  (Α` 278).

Άρθρο 1658

   Οι ανάδοχοι γονείς δεν έχουν το δικαίωμα να ενεργούν εναντίον της βούλησης των φυσικών γονέων ή του επιτρόπου, αν αυτή εκφράσθηκε ρητά.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2447/1996  (Α` 278).

Άρθρο 1659
Αρμοδιότητες και δικαιώματα.

 Αν δεν παρέχονται σ` αυτούς περισσότερες αρμοδιότητες από τον νόμο ή με δικαστική απόφαση, οι ανάδοχοι γονείς ασκούν, στο όνομα και για λογαριασμό των φυσικών γονέων ή του επιτρόπου, όσες αρμοδιότητες τους είναι απαραίτητες για να μεριμνούν για τις τρέχουσες και τις επείγουσες υποθέσεις του ανηλίκου. Εχουν επιπλέον, σε κάθε περίπτωση, το δικαίωμα να αξιώνουν από τους φυσικούς γονείς ή τον επίτροπο, πριν αυτοί λάβουν οποιαδήποτε απόφαση σχετική με τον ανήλικο, να τους παρέχουν τη δυνατότητα να διατυπώσουν τη γνώμη τους.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2447/1996  (Α` 278).

Άρθρο 1660
Αφαίρεση αρμοδιοτήτων από τους φυσικούς γονείς ή τον επίτροπο.

   Οταν η ένταξη του ανηλίκου στην ανάδοχη οικογένεια γίνεται διαρκέστερη, ενώ παράλληλα εξασθενούν οι δεσμοί του με τους φυσικούς γονείς του, οι ανάδοχοι γονείς έχουν το δικαίωμα να ζητούν από το δικαστήριο να αφαιρεί από τους φυσικούς γονείς εν μέρει ή εν λόγω την επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου ή και τη διοίκηση της περιουσίας του. Στην τελευταία περίπτωση οι ανάδοχοι γονείς καθίστανται επίτροποι”.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2447/1996  (Α` 278).

Άρθρο 1661

 Αν ο ανήλικος τελεί υπό επιτροπεία και συντρέχουν προϋποθέσεις ανάλογες με αυτές του προηγούμενου άρθρου, οι ανάδοχοι γονείς μπορούν να ζητήσουν από το δικαστήριο, είτε να διορισθούν συνεπίτροποι είτε να ανατεθεί σ` αυτούς ολόκληρη η επιτροπεία.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2447/1996  (Α` 278).

Άρθρο 1662
Αρση της αναδοχής.

Με εξαίρεση τις περιπτώσεις των δύο προηγούμενων άρθρων, οι φυσικοί γονείς ή ο επίτροπος που ανέθεσαν τη φροντίδα του προσώπου του ανηλίκου στους ανάδοχους γονείς με σύμβαση, έχουν το δικαίωμα να ανακαλούν την ανάθεση οποτεδήποτε. Με την ίδια εξαίρεση, μπορεί και το δικαστήριο, αν η ανάθεση έγινε με απόφασή του, να θέτει τέρμα σ` αυτήν, όταν το ζητούν οι φυσικοί γονείς ή ο επίτροπος, εφόσον διαπιστώνει ότι εξέλιπαν οι λόγοι για τους οποίους είχε αποφασισθεί το μέτρο.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2447/1996  (Α` 278).

Άρθρο 1663

   Το δικαστήριο μπορεί επίσης να αίρει την ανάθεση και να εμπιστεύεται τη φροντίδα του ανηλίκου σε άλλους, με αίτηση των φυσικών γονέων ή του επιτρόπου, άλλων συγγενών, του εισαγγελέα ή και αυτεπαγγέλτως, όταν διαπιστώνει ότι η ανάδοχη οικογένεια δεν είναι κατάλληλη να ανταποκριθεί στα καθήκοντά της.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2447/1996  (Α` 278).

Άρθρο 1664
Τι συνεκτιμά το δικαστήριο.

  Σε κάθε περίπτωση, η απόφαση του δικαστηρίου πρέπει να είναι σύμφωνη με το συμφέρον του ανηλίκου. Το δικαστήριο οφείλει, ανάλογα με την ωριμότητα του ανηλίκου, να ακούει, πριν αποφασίσει, και τη δική του γνώμη. Επίσης, οφείλει να ακούει τους ανάδοχους και τους φυσικούς γονείς ή τον επίτροπο και να συνεκτιμά την έκθεση της αρμόδιας κοινωνικής υπηρεσίας.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2447/1996  (Α` 278).

Άρθρο 1665
Εποπτεία της κοινωνικής υπηρεσίας.

  Σε κάθε περίπτωση αναδοχής ανηλίκου, η αρμόδια κοινωνική υπηρεσία παρακολουθεί με ειδικευμένα όργανά της την εξασφάλιση των απαραίτητων υλικών και ηθικών προϋποθέσεων για την κανονική διαβίωση και ανάπτυξη του ανηλίκου, επεμβαίνει με κατάλληλες συμβουλές ή άλλες πρόσφορες μεθόδους κάθε φορά που το επιβάλλει το συμφέρον του και αναφέρεται σχετικά στο δικαστήριο.   Οταν η αναδοχή του ανηλίκου γίνεται με σύμβαση, έχουν τόσο οι φυσικοί γονείς ή ο επίτροπος όσο και οι ανάδοχοι γονείς την υποχρέωση να αναγγείλουν χωρίς καθυστέρηση τη σύμβαση στην κοινωνική υπηρεσία.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2447/1996  (Α` 278).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΚΤΟ
ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΣΗ
Άρθρο 1666
Ποιοι υποβάλλονται σε δικαστική συμπαράσταση.

  Σε δικαστική συμπαράσταση υποβάλλεται ο ενήλικος: 1. Οταν λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής ή λόγω σωματικής αναπηρίας αδυνατεί εν όλω ή εν μέρει να φροντίζει μόνος για τις υποθέσεις του, 2. όταν, λόγω ασωτίας, τοξικομανίας ή αλκοολισμού, εκθέτει στον κίνδυνο της στέρησης τον εαυτό του, το σύζυγό του, τους κατιόντες του ή τους ανιόντες του.

Ο ανήλικος, που βρίσκεται υπό Γονική μέριμνα ή επιτροπεία, μπορεί να υποβληθεί σε δικαστική συμπαράσταση, αν συντρέχουνμ οι όροι της, κατά το τελευταίο έτος της ανηλικότητας. Τα αποτελέσματα της υποβολής σε δικαστική συμπαράσταση αρχίζουν, αφότου ο ανήλικος ενηλικιωθεί.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 13 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1667

Η υποβολή στη δικαστική συμπαράσταση αποφασίζεται από το δικαστήριο, ύστερα από αίτηση του ίδιου του πάσχοντος ή του συζύγου του, εφόσον υπάρχει έγγαμη συμβίωση, ή των γονέων ή τέκνων του ή του εισαγγελέα ή και αυτεπαγγέλτως. Στην περίπτωση της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 1666, την αίτηση μπορεί να υποβάλλει και ο επίτροπος του ανηλίκου.

Οταν το πρόσωπο πάσχει αποκλειστικά από σωματική αναπηρία, το δικαστήριο αποφασίζει μόνο ύστερα από αίτηση του ίδιου.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 13 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1668

     Οι δημόσιοι ή δημοτικοί υπάλληλοι, οι εισαγγελείς, τα όργανα των αρμόδιων κοινωνικών υπηρεσιών, καθώς και οι προϊστάμενοι μονάδων ψυχικής υγείας οφείλουν να γνωστοποιούν στο δικαστήριο κάθε περίπτωση που μπορεί να συνεπάγεται την υποβολή ενός προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση, αμέσως μόλις την πληροφορούνται κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 13 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1669
Ποιος διορίζεται δικαστικός συμπαραστάτης.

  Το δικαστήριο διορίζει δικαστικό συμπαραστάτη το φυσικό πρόσωπο που έχει προτείνει αυτός τον οποίο αφορά το μέτρο, εφόσον ο τελευταίος έχει συμπληρώσει το δέκατο έκτο έτος της ηλικίας του και το προτεινόμενο πρόσωπο κρίνεται κατάλληλο και μπορεί κατά το νόμο να διορισθεί. Αν αυτός που χρειάζεται τη συμπαράσταση δεν προτείνει κανέναν ή αν εκείνος που προτάθηκε δεν κρίνεται κατάλληλος, το δικαστήριο επιλέγει ελεύθερα αυτόν που κρίνει περισσότερο κατάλληλο για τη συγκεκριμένη περίπτωση, αφού λάβει υπόψη του την τυχόν εκφρασμένη βούληση του συμπαραστατέου, να αποκλεισθεί συγκεκριμένο πρόσωπο, τους δεσμούς του με τους συγγενείς του ή άλλα πρόσωπα και ιδίως με τους γονείς του, τα τέκνα του και το σύζυγό του, καθώς και τον κίνδυνο από την τυχόν υφιστάμενη αντίθεση συμφερόντων ανάμεσα στον συμπαραστατέο και σ` αυτόν που πρόκειται να διορισθεί.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 13 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1670
Ποιοι αποκλείονται.

  Δεν διορίζεται δικαστικός συμπαραστάτης: 1.αυτός που δεν έχει πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα, 2. ο ενήλικος για τον οποίο έχει διοριστεί προσωρινός δικαστικός συμπαραστάτης κατά το άρθρο 1672, 3. αυτός που συνδέεται με σχέση εξαρτησης ή με οποιονδήποτε άλλο στενό δεσμό με τη μονάδα ψυχικής υγείας στην οποία ο συμπαραστατέος έχει εισαχθεί για θεραπεία ή απλώς διαμένει. Ο διορισμός που εμπίπτει στην πρώτη περίπτωση του προηγούμενου εδαφίου δεν παράγει έννομα αποτελέσματα. Για τις δύο άλλες περιπτώσεις ισχύουν τα οριζόμενα στα δεύτερο και τρίτο εδάφια του άρθρου 1596.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 13 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1671
Αδυναμία διορισμού.

  Αν δεν βρίσκεται κατάλληλο φυσικό πρόσωπο για να διοριστεί δικαστικός συμπαραστάτης, σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 1669, η δικαστική συμπαράσταση ανατίθεται σε σωματείο ή ίδρυμα, που έχουν συσταθεί ειδικά για το σκοπό αυτόν και διαθέτουν το κατάλληλο προσωπικό και υποδομή, αλλιώς στην αρμόδια κοινωνική υπηρεσία. Το άρθρο 1635 έχει ανάλογη εφαρμογή.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 13 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1672
Προσωρινός δικαστικός συμπαραστάτης.

  Το δικαστήριο μπορεί οποτεδήποτε, πριν ή και μετά την έναρξη της διαδικασίας για την υποβολή ενός προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση, να διορίσει, με αίτηση ενός από τα πρόσωπα του άρθρου 1667 ή και αυτεπαγγέλτως προσωρινό δικαστικό συμπαραστάτη. Η εξουσία του περιλαμβάνει κάθε ασφαλιστικό μέτρο απαραίτητο  για να αποφευχθεί σοβαρός κίνδυνος για το πρόσωπο ή την περιουσία του συμπαραστατέου. Για το διάστημα από τη δημοσίευση της απόφασης έως την τελεσιδικία της, ο διορισμός προσωρινού δικαστικού συμπαραστάτη είναι υποχρεωτικός.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 13 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1673

   Η προσωρινή δικαστική συμπαράσταση λήγει με την τελεσιδικία της απόφασης της κυρίας δίκης. Το δικαστήριο μπορεί, ακόμη και αυτεπαγγέλτως να αίρει την προσωρινή δικαστική συμπαράσταση και οποτεδήποτε άλλοτε, αν ο συμπαραστατέος δεν έχει πλέον ανάγκη αυτού του μέτρου.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 13 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1674
Εκθεση της κοινωνικής υπηρεσίας.

 Το δικαστήριο, προκειμένου να αποσίσει την υποβολή ενός προσώπου σε δικαστική συμπαράσταση και το διορισμό δικαστικού συμπαραστάτη, καθώς και όταν πρόκειται να διορίσει προσωρινό δικαστικό συμπαραστάτη, συνεκτιμά την έκθεση της αρμόδιας κοινωνικής υπηρεσίας σχετικά με την αναγκαιότητα του μέτρου και την καταλληλότητα του προσώπου που πρόκειται να διοριστεί δικαστικός συμπαραστάτης ή του σωματείου ή του ιδρύματος, στα οποία πρόκειται να ανατεθεί η δικαστική συμπαράσταση.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 13 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1675
Δημοσιότητα της απόφασης

  Το διατακτικό της απόφασης για την υποβολή σε δικαστική συμπαράσταση ή για το διορισμό προσωρινού δικαστικού συμπαραστάτη καταχωρίζεται σε ειδικό βιβλίο που τηρείται στη γραμματεία του δικαστηρίου.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 13 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1676
Αποτελέσματα της υποβολής σε δικαστική συμπαράσταση.

  Ανάλογα με την περίπτωση, το δικαστήριο που υποβάλλει ένα πρόσωπο σε δικαστική συμπαράσταση, είτε: 1. τον κηρύσσει ανίκανο για όλες ή για ορισμένες δικαιοπραξίες, γιατί κρίνει ότι αδυνατεί να ενεργεί γι`αυτές αυτοπροσώπως (στερητική δικαστική συμπαράσταση, πλήρης ή μερική) είτε 2. ορίζει ότι για την ισχύ όλων ή ορισμένων δικαιοπραξιών του απαιτείται η Συναίνεση του δικαστικού συμπαράσταση (επικουρική δικαστική συμπαράστασ, πλήρης ή μερική) είτε 3. αποφασίζει συνδυασμό των δύο προηγούμενων ρυθμίσεων. Το δικαστήριο δεν δεσμεύεται από την αίτηση, οφείλει όμως να επιβάλλει στον συμπαραστατούμενο τους ελάχιστους δυνατούς περιορισμούς που απαιτεί το συμφέρον του. Στην περίπτωση της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 1667, το δικαστηριο δεν μπορεί να επιβάλει, με την αρχική ή την τροποποιητική απόφασή του, περιορισμούς περισσότερους από όσους ζητούνται.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 13 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1677

 Με μεταγενέστερη απόφασή του, το δικαστήριο μπορεί να τροποποιεί και αυτεπάγγελτα το είδος και την έκταση της δικαστικής συμπαράστασης.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 13 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1678

    Η υποβολή του συμπαραστατουμένου σε καθεστώς πλήρους στέρησης της δικαιοπρακτικής του ικανότητας πρέπει να ορίζεται στην απόφαση ρητά.

Αν δεν ορίζεται διαφορετικά στο νόμο ή στη δικαστική απόφαση, ο συμπαραστατούμενος δεν μπορεί να επιχειρεί, αν η δικαστική συμπαράσταση είναι στερητική, αυτοπροσώπως και, αν είναι επικουρική, χωρίς τη Συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη, όσες πράξεις δεν μπορεί δεν μπορεί να επιχειρεί ο επίτροπος του ανηλίκου χωρίς την άδεια του δικαστηρίου, ούτε να διεξάγει τις συναφείς με αυτές δίκες.

Επίσης δεν μπορεί, εφόσον δεν του έχει επιτραπεί ρητά, να επιχειρεί μόνος χαριστικές δικαιοπραξίες, να εισπράττει και να παρέχει εξόφληση.

Η διάταξη του άρθρου 1527 έχει ανάλογη εφαρμογή

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 13 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1679

   Οταν το δικαστήριο υποβάλλει τον συμπαραστατούμενο σε συνδυασμό στερητικής και επικουρικής δικαστικής συμπαράστασης, ορίζει ρητά στην απόφασή του ποιες πράξεις δεν μπορεί ο συμπαραστατούμενος να επιχειρεί χωρίς τη Συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη του. Ο συνδυασμός μπορεί να συνίσταται και στο να αφαιρεί το δικαστήριό από αυτόν τον οποίο υποβάλλει σε επικουρική δικαστική συμπαράσταση, την αυτοπρόσωπη διοίκηση της περιουσίας του, είτε στερώντας του ταυτόχρονα και την ελεύθερη διάθεση των εισοδήμάτων από αυτήν είτε όχι, και να την αναθέτει στον δικαστικό συμπαραστάτη

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 13 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1680
Αρμοδιότητες ως προς την επιμέλεια

  Το δικαστήριο μπορεί να αναθέτει στον δικαστικό συμπαραστάτη εν όλω ή εν μέρει και την επιμέλεια του προσώπου του συμπαραστατουμένου. Κατά την άσκηση της επιμέλειας, ο δικαστικός συμπαραστάτης οφείλει να  εξασφαλίζει στον συμπαραστατούμενο τη δυνατότητα να διαμορφώνει μόνος του τις προσωπικές του σχέσεις, εφόσον του το επιτρέπει η κατάστασή του.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 13 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1681
Εναρξη αποτελεσμάτων

 Τα αποτελέσματα της δικαστικής συμπαράστασης αρχίζουν αφότου δημοσιευθεί η σχετική απόφαση. Για την έναρξή όμως του λειτουργήματος του δικαστικού συμπαραστάτη απαιτείται τελεσιδικία του δικαστικού συμπαραστάτη απαιτείται τελεσιδικία της απόφασης που τον διορίζει.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 13 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1682
Λειτουργία της δικαστικής συμπαράστασης.

 Σε κάθε περίπτωση στερητικής δικαστικής συμπαράστασης έχουν, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, ανάλογη εφαρμογή οι διατάξεις για την επιτροπεία ανηλίκων. Τα έργα της εποπτείας της δικαστικής συμπαράστασης ασκεί συμβούλιο από τρία έως πέντε μέλη, τα οποία διορίζονται με την ίδια απόφαση που διορίζει τον δικαστικό συμπαραστάτη από συγγενείς ή φίλους του συμπαραστατουμένου (εποπτικό συμβούλιο). Η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 1634 εφαρμόζεται αναλόγως. Στην περίπτωση προσωρινού δικαστικού συμπαραστάτη, τα έργα της εποπτείας της δικαστικής συμπαράστασης ασκεί ο ειρηνοδίκης.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 13 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1683

 Η Συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη, από την οποία εξαρτάται η ισχύς ορισμένων ή και όλων των δικαιοπραξιών αυτού που έχει υποβληθεί σε επικουρική δικαστική συμπαράσταση, παρέχεται εγγράφως, μόνο πριν από την επιχείρηση της πράξης.Αν ο δικαστικός συμπαραστάτης αρνείται να συναινέσει, αποφασίζει το δικαστήριο ύστερα από αίτηση του συμπαραστατουμένου. Οι πράξεις του συμπαραστατουμένου, για τις οποίες ο νόμος απαιτεί τη Συναίνεση του δικαστικού συμπαραστάτη, είναι άκυρες, αν επιχειρήθηκαν χωρίς αυτή τη Συναίνεση. Την ακυρότητα προτείνει μόνο ο δικαστικός συμπαραστάτης, ο συμπαραστατούμενος και οι καθολικοί και οι ειδικοί διάδοχοί του.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 13 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1684
Στοιχεία που συνεκτιμώνται

Ολες οι πράξεις του δικαστικού συμπαραστάτη, του εποπτικού συμβουλίου ή του δικαστικού πρέπει να αποβλέπουν στο συμφέρον του συμπαραστατουμένου. Πριν από κάθε ενέργεια ή απόφαση, πρέπει να επιδιώκεται η προσωπική επικοινωνία με τον συμπαραστατούμενο και να συνεκτιμάται η γνώμη του.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 13 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1685
Αρση της δικαστικής συμπαράστασης

Αν έλειψαν οι λόγοι που την προκάλεσαν, η δικαστική συμπαράσταση αίρεται με απόφαση του δικαστηρίου ύστερα από αίτηση των προσώπων που μπορούν να τη ζητήσουν ή και αυτεπαγγέλτως.
Στην περίπτωση της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 1667, το δικαστήριο αποφασίζει την άρση της δικαστικής συμπαράστασης, κατά την ελεύθερη εκτίμησή του, μόνο όταν το ζητεί ο ίδιος ο συμπαραστατούμενος.
Η απόφαση που αίρει τη δικαστική συμπαράσταση υποβάλλεται στις διατυπώσεις δημοσιότητας του άρθρου 1675

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 13 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1686

 Αν ο δικαστικός συμπαραστάτης γνωρίζει περιστατικά που δικαιολογούν οποιαδήποτε μεταβολή στο καθεστώς της δικαστικής συμπαράστασης, οφείλει να τα γνωστοποιεί στο δικαστήριο χωρίς καθυστέρηση.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 13 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1687
  Ακούσια νοσηλεία.

Οταν η κατάσταση ενός προσώπου επιβάλλει την ακούσια νοσηλεία του σε μονάδα ψυχικής υγείας, αυτή γίνεται μετά προηγούμενη άδεια του δικαστηρίου και κατά τις διατάξεις ειδικών νόμων.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 13 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1688
  Δικαστική συμπαράσταση όσων εκτίουν ποινή στερητική της ελευθερίας

Με δικαστική απόφαση μπορεί να υποβληθεί σε επικουρική δικαστική συμπαράσταση και όποιος εκτίει ποινή στερητική της ελευθερίας του τουλάχιστον δύο ετών. Η δικαστική συμπαράσταση κηρύσσεται μόνο με αίτηση του προσώπου που εκτίει την ποινή και μόνο για τις πράξεις που αυτός προσδιόρισε στην αίτησή του.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 13 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΒΔΟΜΟ
ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΞΕΝΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ
Άρθρο 1689
Περίπτωση απουσίας ενηλίκου.

Αν απουσιάζει και ενήλικος και είναι άγνωστος ο τόπος της διαμονής τους, εφόσον η περιουσία του έχει ανάγκη από επιμέλεια, το δικαστήριο διορίζει και αυτεπαγγέλτως επιμελητής για τη διοίκηση της περιουσίας του. Το ίδιο ισχύει και αν ο απών έχει γνωστή διαμονή, εμποδίζεται όμως να επιστρέψει και να φροντίσει για την περιουσία του.
Αν ο απών έχει αντιπρόσωπο, επιμελητής διορίζεται μόνο αν οι περιστάσεις επιβάλλουν να ανακληθεί η εξουσία του αντιπροσώπου.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 13 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1690

   Το δικαστήριο μπορεί να διορίσει, για τον απόντα, επιμελητή και για ειδική μόνο υπόθεση

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 13 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1691
Δικαστική επιμέλεια για χάρη άγνωστου ή αβέβαιου κυρίου.

  Αν δεν είναι γνωστό ή είναι αβέβαιο ποιος είναι ο κύριος μιας υπόθεσης και αυτή έχει ανάγκη από φροντίδα, το δικαστήριο μπορεί και αυτεπαγγέλτως να διορίσει για την υπόθεση αυτή επιμελητή για χάρη του κυρίου της.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 13 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1692

 Επιμελητής, σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο, μπορεί να διοριστεί, για το χρονικό διάστημα έως την επαγωγή της κληρονομίας, και υπέρ καταπιστευματοδόχου που δεν έχει ακόμα συλληφθεί ή που ο προσδιορισμός του προσώπου του έχει εξαρτηθεί στη διαθήκη από μελλοντικό γεγονός

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 13 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1693
Εφαρμογή των διατάξεων για την επιτροπεία.

  Σε όλες τις περιπτώσεις αυτού του κεφαλαίου έχουν κατά τα λοιπά ανάλογη εφαρμογή οι διατάξεις για την επιτροπεία ανηλίκων, εφόσον δεν ορίζεται με ειδική διάταξη διαφορετικά. Την εποπτεία ασκεί ο ειρηνοδίκης

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 13 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1694
Αρση της δικαστικής επιμέλειας.

  Η δικαστική επιμέλεια αίρεται με απόφαση του δικαστηρίου, μόλις εκλείψουν οι λόγοι που την επέβαλαν.

Η δικαστική επιμέλεια για μια μόνο υπόθεση αίρεται αυτοδικαίως μόλις περατωθεί η υπόθεση αυτή. Αυτοδικαίως αίρεται επίσης η δικαστική επιμέλεια της περιουσίας απόντος, αν αυτός κηρυχτεί άφαντος

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 13 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1695

Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ  με το άρθρο 13 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1696

Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ  με το άρθρο 13 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1697

Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ  με το άρθρο 13 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1698

Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ  με το άρθρο 13 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1699

Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ  με το άρθρο 13 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1700

Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ  με το άρθρο 13 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1701

Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ  με το άρθρο 13 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1702

Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ  με το άρθρο 13 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1703

Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ  με το άρθρο 13 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1704

Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ  με το άρθρο 13 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1705

Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ  με το άρθρο 13 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1706

Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ  με το άρθρο 13 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1707

Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ  με το άρθρο 13 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1708

Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ  με το άρθρο 13 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1709

Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ  με το άρθρο 13 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

ΒΙΒΛΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Η κληρονομική διαδοχή γενικά
Άρθρο 1710
`Εννοια

  Κατά  το  θάνατο  του  προσώπου  η  περιουσία  του  ως  σύνολο  (κληρονομία)  περιέρχεται  από  το  νόμο  ή  από  διαθήκη  σε  ένα   ή  περισσότερα πρόσωπα (κληρονόμοι).          Η  κληρονομική  διαδοχή από το νόμο επέρχεται όταν δεν υπάρχει  διαθήκη, ή όταν η διαδοχή από διαθήκη ματαιωθεί ολικά ή μερικά.

Άρθρο 1711

Κληρονόμος μπορεί να γίνει εκείνος που κατά το χρόνο της επαγωγής βρίσκεται στη ζωή ή έχει τουλάχιστον συλληφθεί Κληρονόμος μπορεί να γίνει και το τέκνο που γεννήθηκε ύστερα από μεταθανάτια τεχνητή γονιμοποίηση. Χρόνος της επαγωγής είναι ο χρόνος θανάτου του κληρονομουμένου.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.1 άρθρ.τρίτου Ν.3089/2002,ΦΕΚ Α 327/23.12.2002.

Άρθρο 1712
Περιεχόμενο διαθήκης

 Ο κληρονομούμενος μπορεί να εγκαταστήσει κληρονόμο με μονομερή  διάταξη αιτία θανάτου (διαθήκη, διάταξη τελευταίας βούλησης).

Άρθρο 1713

Ο κληρονόμος μπορεί με διαθήκη, χωρίς να εγκαταστήσει σ` αυτήν  κληρονόμο, να αποκλείσει από την εξ αδιαθέτου διαδοχή ορισμένο συγγενή  ή το σύζυγο, με την επιφύλαξη των διατάξεων για τη νόμιμη μοίρα.

Άρθρο 1714

Ο  κληρονομούμενος μπορεί με διαθήκη να προσπορίσει σε κάποιον  περιουσιακή ωφέλεια, χωρίς να τον εγκαταστήσει κληρονόμο (κληροδοσία).

Άρθρο 1715

Ο  κληρονομούμενος  μπορεί  με  διαθήκη  να   υποχρεώσει   τον  κληρονόμο  ή  τον  κληροδόχο  σε παροχή, χωρίς να προσπορίσει σε άλλον  δικαίωμα σ` αυτή την παροχή (τρόπος).

Άρθρο 1716
Αυτοπρόσωπη σύνταξη

 Η διαθήκη συντάσσεται μόνο  αυτοπροσώπως  και  μόνο  κατά  τις  διατυπώσεις που ορίζονται στο νόμο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Σύνταξη, ανάκληση και δημοσίευση διαθηκών
Άρθρο 1717
Συνδιαθήκη

 Περισσότερα  πρόσωπα  δεν  μπορούν να συντάξουν διαθήκη με την  ίδια πράξη.

Άρθρο 1718

   Διαθήκη, για τη σύνταξη της οποίας δεν τηρήθηκαν οι  διατάξεις  των  άρθρων  1719  έως  1757,  είναι  άκυρη, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει  διαφορετικά.

Άρθρο 1719
Ανίκανοι

  Ανίκανοι να συντάσσουν διαθήκη είναι: 1. οι ανήλικοι 2. όσοι βρίσκονται σε δικαστική συμπαράσταση με πλήρη στέρηση της δικαιοπρακτικής τους ικανότητας ή με ρητή στέρηση της ικανότητας να συντάσσουν διαθήκη 3. όσοι κατά το χρόνο της σύνταξης της διαθήκης δεν έχουν συνείδηση των πράξεών τους ή βρίσκονται σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής τους. Η ανικανότητα των συμπαραστατουμένων αρχίζει από τη στιγμή που υποβλήθηκε η αίτηση ή συντάχθηκε η πράξη για την αυτεπάγγελτη εισαγωγή της υπόθεσης προς συζήτηση, με βάση τις οποίες διατάχθηκε η υποβολή στη δικαστική συμπαράσταση.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  του άρθρου 30 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1720

Αν ο συμπαραστατούμενος, από τον οποίο αφαιρέθηκε (ή: έχει αφαιρεθεί) ρητά η ικανότητα να συντάσσει διαθήκη, συνέταξε διαθήκη προτού καταστεί τελεσίδικη η απόφαση που τον υπέβαλε στη δικαστική συμπαράσταση, η μεταγενέστερη τελεσιδικία της απόφασης δεν επιδρά στο κύρος της διαθήκης, αν ο διαθέτης πεθάνει πριν από την τελεσιδικία. Το ίδιο ισχύει, αν το πρόσωπο του προηγούμενου εδαφίου συνέταξε διαθήκη μετά την υποβολή της αίτησης για άρση της δικαστικής συμπαράστασης ή την έκδοση της πράξης με την οποία εισάγεται αυτεπαγγέλτως η υπόθεση της άρσης στο δικαστήριο και η άρση έγινε σύμφωνα με την αίτηση ή την πράξη.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 30 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1721
Ιδιόγραφη διαθήκη

         Η  Ιδιόγραφη διαθήκη γράφεται ολόκληρη με το χέρι του διαθέτη,  χρονολογείται και υπογράφεται απ` αυτόν. Από τη χρονολογία  πρέπει  να  προκύπτει η ημέρα, ο μήνας και το έτος.  Η Ιδιόγραφη διαθήκη δεν υποβάλλεται σε κανέναν άλλο τύπο.

Ψευδής  ή εσφαλμένη χρονολογία δεν επάγεται μόνη της ακυρότητα  της ιδιόγραφης διαθήκης.

Απλές προσθήκες σε περιθώριο ή σε υστερόγραφο υπογράφονται από  το  διαθέτη,  διαφορετικά  θεωρούνται  σαν  να   μην   έχουν   γραφεί.  Διαγραφές,  παρεγγραφές,  ξύσματα  ή  άλλα τέτοια εξωτερικά ελαττώματα  βεβαιώνονται από το δικαστήριο που δημοσίευσε τη διαθήκη και  μπορούν,  κατά  την  κρίση  του  δικαστηρίου,  να  επιφέρουν  ολικά ή μερικά την  ακυρότητα της διαθήκης.

Άρθρο 1722
Κατάθεση ιδιόγραφης

    Η Ιδιόγραφη διαθήκη μπορεί να  κατατεθεί  από  το  διαθέτη  σε  συμβολαιογράφο  για  φύλαξη κατά τις κοινές διατάξεις για την κατάθεση  των εγγράφων.

Άρθρο 1723
Ανίκανος για ιδιόγραφη

Οποιος δεν είναι ικανός να διαβάζει χειρόγραφα δεν μπορεί  να  συντάξει Ιδιόγραφη διαθήκη.

Άρθρο 1724
Δημόσια διαθήκη

   Η  δημόσια  διαθήκη  συντάσσεται  με δήλωση από το διαθέτη της  τελευταίας του βούλησης ενώπιον  συμβολαιογράφου  ενώ  είναι  παρόντες  τρεις  μάρτυρες ή δεύτερος συμβολαιογράφος και ένας μάρτυρας, και κατά  τις διατάξεις των άρθρων 1725 έως 1737.

Άρθρο 1725
Πρόσωπα που συμπράττουν

  Ως συμβολαιογράφος ή μάρτυρας δεν μπορεί να συμπράξει  για  τη  σύνταξη  διαθήκης:  1.  ο  σύζυγος  ή  αυτός που διατέλεσε σύζυγος του  διαθέτη, 2.  ο συγγενής του διαθέτη σε ευθεία γραμμή  ή  έως  και  τον  τρίτο βαθμό σε πλάγια γραμμή εξ αίματος ή εξ Αγχιστείας.

Άρθρο 1726

    Ως  συμβολαιογράφος  ή μάρτυρας δεν μπορεί να συμπράξει για τη  σύνταξη διαθήκης ο τιμώμενος μ` αυτήν ή αυτός που διορίζεται μ`  αυτήν  εκτελεστής,  ή  όποιος βρίσκεται προς κάποιο τιμώμενο ή διοριζόμενο ως  εκτελεστή στη διαθήκη σε κάποια από τις σχέσεις  που  αναφέρονται  στο  προηγούμενο άρθρο.

Η  σύμπραξη  προσώπου  που  αποκλείεται  κατά  την προηγούμενη  παράγραφο  συνεπάγεται  μόνο  την  ακυρότητα  της  διάταξης  υπέρ  του  τιμώμενου προσώπου ή υπέρ του εκτελεστή.

Άρθρο 1727

  Ως δεύτερος συμβολαιογράφος ή μάρτυρας δεν μπορεί να συμπράξει  στη σύνταξη  της  διαθήκης όποιος διατελεί προς το συμβολαιογράφο που συντάσσει τη διαθήκη σε κάποια σχέση απ`  αυτές  που  αναφέρονται  στο άρθρο 1725.    Οι μάρτυρες και ο δεύτερος συμβολαιογράφος δεν πρέπει να έχουν μεταξύ  τους  κάποια σχέση απ` αυτές που αναφέρονται στο άρθρο 1725, η παράβαση όμως της διάταξης της παραγράφου αυτής δεν επιφέρει ακυρότητα της διαθήκης.

Άρθρο 1728

Ως μάρτυρες για σύνταξη διαθήκης δεν μπορούν  να  συμπράττουν:

1.   όποιοι  δεν  έχουν  καθόλου  όραση  ή  ακοή,

2.  οι γραφείς ή οι  υπηρέτες του συμβολαιογράφου,

3.  οι ανήλικοι,

4….

Δεν πρέπει να προσλαμβάνονται  ως  μάρτυρες  για  σύνταξη  της  διαθήκης οι αλλοδαποί και όσοι δεν έχουν την ικανότητα να μαρτυρούν σε  συμβόλαια,  εφόσον  διαρκεί  αυτή  η  ανικανότητα, η παράβαση όμως της  διάταξης της παραγράφου αυτής δεν επιφέρει ακυρότητα της διαθήκης.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με το άρθρο 2 παρ. 2 του ν.3192/1955.

Άρθρο 1729
 Συμβολαιογράφος που αγνοεί το διαθέτη ή τους μάρτυρες

         Ο διαθέτης  και  οι  μάρτυρες  πρέπει  να  είναι  γνωστοί  στο  συμβολαιογράφο που συντάσσει τη διαθήκη.      Αν ο διαθέτης, σύμφωνα με τη βεβαίωση του συμβολαιογράφου, δεν  είναι γνωστός σ` αυτόν, οι μάρτυρες πρέπει να βεβαιώσουν την ταυτότητα  του διαθέτη.          Αν   για   τη   σύνταξη  της  διαθήκης  συμπράττει  και  άλλος  συμβολαιογράφος, αρκεί ο διαθέτης να είναι γνωστός σ`αυτόν.          Μόνη  η  απόδειξη  ότι   ο   συμβολαιογράφος   αγνοούσε   στην  πραγματικότητα το διαθέτη ή τους μάρτυρες, ή ότι οι μάρτυρες αγνοούσαν  το  διαθέτη,  ή  ότι  δεν  βεβαίωσαν  την  ταυτότητά του, δεν επιφέρει  ακυρότητα της διαθήκης.

Άρθρο 1730
Δήλωση της θέλησης του διαθέτη

    Ο διαθέτης δηλώνει προφορικά την τελευταία του βούληση ενώπιον  του συμβολαιογράφου  και  των  λοιπών  προσώπων  που  συμπράττουν.   Ο  διαθέτης μπορεί να υπαγορεύει από σχέδιο ή να κάνει χρήση σημειώσεων.    Τα πρόσωπα που συμπράττουν κατά τη σύνταξη της διαθήκης πρέπει  να είναι παρόντα σε όλη τη διάρκεια της πράξης.          Απαγορεύεται   η   παρουσία   κατά  τη  σύνταξη  της  διαθήκης  οποιοιδήποτε  άλλου  εκτός  από  το  διαθέτη  και   τα   πρόσωπα   που  συμπράττουν.

Άρθρο 1731
`Ορκιση μαρτύρων

  Οι  μάρτυρες  ορκίζονται  ενώπιον  του συμβολαιογράφου και του  διαθέτη ότι θα τηρήσουν μυστικές τις διατάξεις  της  διαθήκης  έως  τη  δημοσίευσή  της.  Η παράβαση της διάταξης αυτής δεν επιφέρει ακυρότητα  της διαθήκης.

Άρθρο 1732
Πράξη για τη Δημόσια διαθήκη

  Για τη διαθήκη συντάσεται πράξη, που πρέπει  να  περιέχει:

1.   την ημέρα,  το  μήνα,  το  έτος και τον τόπο της σύνταξής της,

2. τον προσδιορισμό του διαθέτη, ώστε  να  μη  γεννιέται  αμφιβολία  για  την ταυτότητά  του,

3. το όνομα και το επώνυμο του συμβολαιογράφου και των λοιπών  προσώπων  που  συμπράττουν  καθώς  επίσης,  χωρίς  όμως  ποινή ακυρότητας,  την  έδρα  του  συμβολαιογράφου  και το επάγγελμα και την Κατοικία των λοιπών  προσώπων  που  συμπράττουν,

4.   τη  δήλωση  της τελευταίας  βούλησης  του  διαθέτη  και  τη  μνεία  ότι  τηρήθηκαν όσα προβλέπονται στο άρθρο 1730.   Η πράξη πρέπει να μνημονεύει ότι τηρήθηκαν  όσα  προβλέπονται  στα  άρθρα  1729  και  1731,  η παράλειψη  όμως  της  διατύπωσης  της  παραγράφου αυτής δεν επιφέρει ακυρότητα της διαθήκης.

Άρθρο 1733
  Ανάγνωση και υπογραφή της πράξης

   Η πράξη πρέπει  να  διαβαστεί  στο  διαθέτη,  ενώ  ακούουν  τα πρόσωπα που συμπράττουν, και να βεβαιωθεί σ` αυτήν ότι αυτό έγινε.

Η  πράξη πρέπει να υπογραφεί από το διαθέτη και από τα πρόσωπα που συμπράττουν.  Πράξεις με περισσότερα φύλλα πρέπει να  υπογράφονται  και στο  τέλος  κάθε  φύλλου. Αν ο διαθέτης δηλώσει ότι δεν μπορεί να υπογράψει, η υπογραφή του αναπληρώνεται από τη  βεβαίωση  της  δήλωσης αυτής στην πράξη.

Άρθρο 1734
`Αλλες διατυπώσεις

 Οι   γενικές   διατάξεις   για   τα  συμβολαιογραφικά  έγγραφα  εφαρμόζονται και στη Δημόσια διαθήκη, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά.

Άρθρο 1735
Διαθέτης κουφός

 Αν ο διαθέτης δηλώσει ότι είναι  κουφός,  πρέπει  επιπλέον  να  δοθεί  σ` αυτόν η πράξη για να τη διαβάσει και να βεβαιωθεί στην πράξη  ότι αυτό έγινε.

Άρθρο 1736

Αν ο διαθέτης δηλώσει ότι  είναι  κουφός  και  δεν  μπορεί  να  διαβάζει  χειρόγραφα,  η  διαθήκη συντάσσεται ενώπιον πέντε μαρτύρων ή  δεύτερου συμβολαιογράφου και τριών μαρτύρων.

Άρθρο 1737
Διαθέτης που αγνοεί την ελληνική γλώσσα

 Αν ο διαθέτης κατά την πεποίθηση  του  συμβολαιογράφου  αγνοεί  την  ελληνική  γλώσσα, ή αν ο διαθέτης δηλώσει ότι αγνοεί τα ελληνικά,  προσλαμβάνεται διερμηνέας. Ως προς το διερμηνέα εφαρμόζονται  αναλόγως  οι διατάξεις των άρθρων 1725 έως 1728 για τους μάρτυρες.

Ο  διερμηνέας  πρέπει να ορκιστεί ότι θα διερμηνεύσει πιστά τη  θέληση του  διαθέτη,  και  να  μεταφράσει  την  πράξη,  πριν  από  την  υπογραφή,  στη  γλώσσα  που  εκφράζεται  ο  διαθέτης,  ενώ οι άλλοι θα  ακούουν.

Ο διερμηνέας πρέπει να είναι της εκλογής του  διαθέτη  και  να  ορκιστεί  ότι  θα  τηρήσει  μυστικές της διατάξεις της διαθήκης έως τη  δημοσίευσή της, η  παράβαση  όμως  αυτή  δεν  επιφέρει  ακυρότητα  της  διαθήκης.

Η  πράξη  πρέπει,  εκτός  από όσα ορίζονται στα άρθρα 1732 και  1733, να περιέχει το  όνομα  και  το  επώνυμο  του  διερμηνέα  και  τη  βεβαίωση  ότι  τηρήθηκαν  όσα  ορίζονται  στις παραγράφους 1 και 2 του  άρθρου αυτού, και να υπογραφεί και από το διερμηνέα.   Πρέπει  επίσης,  χωρίς  όμως  ποινή  ακυρότητας της διαθήκης, να περιέχει ότι τηρήθηκαν  όσα ορίζονται στην παράγραφο 3 του άρθρου αυτού.

Άρθρο 1738
Μυστική διαθήκη

    Για την κατάρτιση μυστικής διαθήκης ο διαθέτης εγχειρίζει  στο  συμβολαιογράφο,   ενώ   είναι  παρόντες  τρεις  μάρτυρες,  ή  δεύτερος  συμβολαιογράφος και ένας μάρτυρας, έγγραφο  δηλώνοντας  προφορικά  ότι  περιέχει την τελευταία του βούληση.

Άρθρο 1739

Οι  διατάξεις  των  άρθρων 1725 έως 1729 για το συμβολαιογράφο  και τα λοιπά πρόσωπα που  συμπράττουν  εφαρμόζονται  και  στη  μυστική  διαθήκη.

Άρθρο 1740
Το έγγραφο που εγχειρίζεται

   Το  έγγραφο  που  εγχειρίζεται,  γραμμένο από το διαθέτη ή από  άλλο πρόσωπο, πρέπει, με την επιφύλαξη της περίπτωσης του άρθρου 1744,  να φέρει την υπογραφή του διαθέτη. Αν είναι γραμμένο  ολικά  ή  μερικά  από  άλλον,  πρέπει  να  φέρει  την  υπογραφή  του διαθέτη και σε κάθε  ημίφυλλο.

Η διάταξη του άρθρου 1721 παρ. 4 εφαρμόζεται και εδώ.

Άρθρο 1741
Σφράγιση

  Το έγγραφο που εγχειρίζεται, ή  το  περικάλυμμά  του,  αν  δεν  είναι  σφραγισμένο  έτσι  που  να  μην μπορεί να ανοιχτεί χωρίς ρήξη ή  βλάβη του σφραγίσματος, πρέπει να σφραγιστεί με τέτοιο  τρόπο  μπροστά  στο διαθέτη και στα πρόσωπα που συμπράττουν.

Άρθρο 1742
Σημείωση στο έγγραφο

    Στο  έγγραφο  που  είναι σφραγισμένο ή που σφραγίζεται κατά το  προηγούμενο άρθρο, ή στο περικάλυμμά του, ο συμβολαιογράφος πρέπει  να  σημειώσει  το  όνομα  και το επώνυμο του διαθέτη και τη χρονολογία της  εγχείρισης, και η σημείωση αυτή πρέπει να υπογραφεί από το διαθέτη και  τα πρόσωπα που συμπράττουν.  Αν ο διαθέτης δηλώσει ότι δεν  μπορεί  να  υπογράψει,  η  υπογραφή  του αναπληρώνεται από τη βεβαίωση της δήλωσης  αυτής στη σημείωση.

Η διάταξη του άρθρου 1730 παρ.  2 εφαρμόζεται και σ` αυτή  την  περίπτωση.

Άρθρο 1743
Πράξη για τη Μυστική διαθήκη

     Για την κατάρτιση της μυστικής διαθήκης πρέπει να συνταχθεί πράξη.

Στην  πράξη αυτή εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων  1732 παρ. 1 αριθ. 1, 2, 3, 1733, 1734 και 1735. Στην πράξη  πρέπει  να  βεβαιώνεται  επίσης ότι τηρήθηκαν όσα ορίζονται στα άρθρα 1730 παρ. 2,  1738, 1741 και 1742.

Ο συμβολαιογράφος πρέπει να  σημειώνει  στο  έγγραφο  που  του  εγχειρίστηκε ή στο περικάλυμμά του και τον αριθμό της πράξης και να τα  προσαρτήσει  στην  πράξη, η παράβαση όμως των διατάξεων της παραγράφου  αυτής δεν επιφέρει ακυρότητα της διαθήκης.

Άρθρο 1744
Διαθέτης που δεν μπόρεσε να υπογράψει

      Αν ο διαθέτης δηλώσει ότι μπορεί να διαβάζει χειρόγραφα,  αλλά  δεν  μπορεί να γράψει, ή ότι δεν μπόρεσε να θέσει την υπογραφή του στο  έγγραφο που περιέχει την τελευταία του  βούληση,  πρέπει  επιπλέον  να  δηλώσει  ενώπιον  του συμβολαιογράφου και των προσώπων που συμπράττουν  ότι το διάβασε και να διευκρινίσει  την  αιτία  που  τον  εμπόδισε  να  υπογράψει. Ολα αυτά πρέπει να βεβαιωθούν στην πράξη.

Άρθρο 1745
Διαθέτης άλαλος ή κωφάλαλος

         `Οποιος  κατά την πεποίθηση του συμβολαιογράφου είναι άλαλος ή  κωφάλαλος ή από άλλο λόγο εμποδίζεται να μιλάει,  μπορεί  να  συντάξει  μυστική  διαθήκη. Για το σκοπό αυτό πρέπει να γράψει επάνω στο έγγραφο  που εγχειρίζεται ή επάνω στο περικάλυμμα που το  περιέχει,  ιδιοχείρως  τη  δήλωση  ότι  το  έγγραφο  είναι  η  διαθήκη του, και αν το έγγραφο  γράφηκε από άλλον, και ότι το διάβασε ο διαθέτης.

Αυτή η δήλωση πρέπει να γραφεί  από  το  διαθέτη  ενώπιον  του  συμβολαιογράφου  και  των  λοιπών  προσώπων  που  συμπράττουν  και  να  βεβαιωθεί αυτό στην πράξη.

Άρθρο 1746
Διαθέτης που αγνοεί την ελληνική γλώσσα

     Αν ο διαθέτης κατά την πεποίθηση  του  συμβολαιογράφου  αγνοεί  την  ελληνική  γλώσσα  ή  δηλώσει ότι αγνοεί τα ελληνικά, εφαρμόζονται  αναλόγως και στη Μυστική διαθήκη οι διατάξεις του άρθρου 1737.

Άρθρο 1747
Μυστική που ισχύει ως ιδιόγραφη

  Μυστική διαθήκη άκυρη ισχύει ως ιδιόγραφη, αν είναι έγκυρη  ως  ιδιόγραφη.

Άρθρο 1748
Ανίκανος για μυστική

  `Οποιος  δεν  είναι  ικανός να διαβάσει δεν μπορεί να συντάξει  Μυστική διαθήκη.

Άρθρο 1749
Διαθήκη σε πλοίο

   `Οποιος  βρίσκεται  σε  ελληνικό  πλοίο   κατά   τη   διάρκεια  θαλασσινού ταξιδιού μπορεί να συντάξει διαθήκη με προφορική δήλωση που  γίνεται:  σε  πολεμικά  πλοία ενώπιον του προϊσταμένου της οικονομικής  υπηρεσίας και, αν δεν υπάρχει ή εμποδίζεται, ενώπιον του  κυβερνήτη  ή  αυτού  που  τον  αναπληρώνει, στα λοιπά πλοία η δήλωση γίνεται ενώπιον  του  πλοιάρχου  και,  αν  δεν  υπάρχει  ή  εμποδίζεται,  ενώπιον   του  αναπληρωτή του.

Άρθρο 1750

Στα  πολεμικά πλοία η διαθήκη του προϊσταμένου της οικονομικής  υπηρεσίας μπορεί να συνταχθεί κατά τις περιστάσεις που αναφέρονται στο  προηγούμενο άρθρο ενώπιον του κυβερνήτη ή αυτού που τον αναπληρώνει, η  διαθήκη του κυβερνήτη, αν δεν  υπάρχει  προϊστάμενος  της  οικονομικής  υπηρεσίας  ή  αυτός  κωλύεται,  ενώπιον  εκείνου  που έρχεται μετά τον  κυβερνήτη κατά την τάξη της υπηρεσίας.  Στα εμπορικά πλοία  η  διαθήκη  του  πλοιάρχου  μπορεί να συνταχθεί κατά τις ίδιες περιστάσεις ενώπιον  εκείνου που έρχεται ύστερα απ` αυτόν στην τάξη της υπηρεσίας.

Άρθρο 1751

Η διαθήκη κατά τη διάρκεια του θαλασσινού ταξιδιού συντάσσεται  πάντοτε ενώπιον δύο μαρτύρων.  Για την κατάρτιση της  διαθήκης  πρέπει  να  συνταχθεί έγγραφο.  Στο έγγραφο γίνεται μνεία της τυχόν έλλειψης ή  του κωλύματος εκείνου που είναι αρμόδιος να συντάξει τη  διαθήκη  πριν  από εκείνον που τη συντάσσει, η παράβαση όμως της διατύπωσης αυτής δεν  επιφέρει  ακυρότητα  της  διαθήκης.   Η  υπογραφή  του  ενός  από τους  μάρτυρες είναι απαραίτητη αν ο άλλος μάρτυρας δεν μπορεί να  υπογράψει  από  άγνοια  ή  άλλο  κώλυμα, αυτό μνημονεύεται καθώς και η αιτία του.  Κατά τα λοιπά  εφαρμόζονται  αναλόγως  και  στην  παρούσα  διαθήκη  οι  διατάξεις των άρθρων 1725 έως 1737.

Άρθρο 1752

Οι διατάξεις για διαθήκη κατά τη διάρκεια θαλασσινού  ταξιδιού  δεν  εφαρμόζονται,  αν το πλοίο βρίσκεται μέσα σε ελληνικό λιμάνι, στο  οποίο υπάρχει συμβολαιογράφος,  εκτός  αν,  σύμφωνα  με  βεβαίωση  στη  διαθήκη   εκείνου   που   τη  συντάσσει,  ο  διαθέτης  δεν  μπορεί  να  αποβιβαστεί.

Άρθρο 1753
Διαθήκη σε εκστρατεία

      Οι  στρατιωτικοί  και  γενικά  όσοι  κατά  τις  διατάξεις  της  στρατιωτικής   ποινικής  νομοθεσίας  υπάγονται  στην  αρμοδιότητα  των  στρατοδικείων  σε  εκστρατεία  μπορούν,  σε   περίπτωση   εκστρατείας,  αποκλεισμού ή πολιορκίας ή αιχμαλωσίας, να δηλώσουν την τελευταία τους  βούληση   προφορικά   ενώπιον   αξιωματικού,  με  την  παρουσία  άλλου  αξιωματικού  ή  με  την  παρουσία  δύο  μαρτύρων.

Αν  πρόκειται  για  τραυματίες  ή ασθενείς, τον αξιωματικό που συντάσσει τη διαθήκη μπορεί  να αντικαταστήσει διευθυντής νοσοκομείου που λειτουργεί με έγκριση του  Κράτους.

Για  τα  πρόσωπα  που  συμπράττουν  εφαρμόζονται  αναλόγως  οι  διατάξεις των άρθρων 1725 έως 1728.

Άρθρο 1754

         Για  την  κατάρτιση  της  διαθήκης  κατά  το προηγούμενο άρθρο  συντάσσεται έγγραφο.  Το έγγραφο, που  φέρει  και  τη  χρονολογία  της  σύνταξης  του,  διαβάζεται  στο  διαθέτη  ενώ  ακούουν  τα πρόσωπα που  συμπράττουν και βεβαιώνεται ότι αυτό έγινε, το έγγραφο υπογράφεται από  το διαθέτη, απ` αυτόν που  συντάσσει  τη  διαθήκη  και  από  τα  λοιπά  πρόσωπα  που  συμπράττουν.   Αν  ο  διαθέτης δηλώσει ότι δεν μπορεί να  γράψει, η υπογραφή του αναπληρώνεται με τη βεβαίωση της δήλωσης  αυτής  στο έγγραφο. Η υπογραφή του ενός από τους μάρτυρες είναι απαραίτητη αν  ο  άλλος  μάρτυρας  δηλώσει  ότι  δεν μπορεί να γράψει, η υπογραφή του  αναπληρώνεται με τη βεβαίωση της δήλωσης αυτής στο έγγραφο.  Αυτή η διαθήκη δεν υπόκειται σε καμία άλλη διατύπωση.

Άρθρο 1755

Οσοι βρίσκονται σε πολεμικό πλοίο που μετέχει σε  εκστρατεία,  μπορούν  να  συντάξουν  διαθήκη  και κατά τις διατάξεις για διαθήκη σε  εκστρατεία.

Άρθρο 1756
Διατάξεις υπέρ αξιωματικών του πλοίου

     Διατάξεις υπέρ αξιωματικών του πλοίου που δεν είναι  συγγενείς  ή  αγχιστείς  του διαθέτη, είναι άκυρες, εφόσον περιέχονται σε διαθήκη  που συντάχθηκε κατά τη διάρκεια του θαλασσινού ταξιδιού.

Το ίδιο ισχύει και αν τέτοιες διατάξεις περιέχονται σε διαθήκη  ιδιόγραφη που συντάχθηκε κάτω από τις ίδιες περιστάσεις.

Άρθρο 1757
Διαθήκη αυτού που βρίσκεται σε αποκλεισμό

     `Οποιος διαμένει σε  τόπο,  που  εξαιτίας  επιδημίας  ή  άλλων  έκτακτων  περιστάσεων  είναι  αποκλεισμένος  με  τέτοιο τρόπο, ώστε να  είναι αδύνατη ή  σημαντικά  δύσκολη  η  σύνταξη  διαθήκης  δημόσιας  ή  μυστικής  κατά  τις  συνήθεις  διατυπώσεις, μπορεί να συντάξει διαθήκη  ενώπιον συμβολαιογράφου, ειρηνοδίκη,  δημάρχου,  δημαρχικού  παρέδρου,  προϊσταμένου    κοινότητας,    αστυνόμο,   διευθυντή   νοσοκομείου   ή  λοιμοκαθαρτηρίου ή υγειονόμου, στη σύνταξη της οποίας  τηρούνται  κατά  τα  λοιπά  οι  διατάξεις  για  τη  διαθήκη κατά τη διάρκεια θαλασσινού  ταξιδιού.

Σ` αυτή τη διαθήκη μπορούν να  είναι  μάρτυρες  και  γυναίκες,  ακόμη και ανήλικοι, που έχουν όμως σιμπληρώσει το δέκατο έκτο έτος.

Άρθρο 1758
Χρονικό όριο ισχύος έκτακτης διαθήκης

     Διαθήκη  που  έχει  συνταχθεί  κατά  τα  άρθρα  1749  έως 1757  (έκτακτη διαθήκη) θεωρείται ότι δεν έχει συνταχθεί, αν  πέρασαν  τρεις  μήνες,   αφότου  έπαψαν  για  το  διαθέτη  οι  περιστάσεις  οι  οποίες  δικαιολογούν τη συνταξή της και ο διαθέτης ζεί ακόμη.

Η έναρξη και η διαδρομή της προθεσμίας αναστέλλονται, εφόσον ο  διαθέτης δεν είναι σε κατάσταση να συντάξει διαθήκη δημόσια ή  μυστική  με τις συνήθεις διατυπώσεις.

Άρθρο 1759

         Αν  στην  περίπτωση της έκτακτης διαθήκης ο διαθέτης, πριν από  την παρέλευση της προθεσμίας του προηγούμενου άρθρου, βρεθεί πάλι κάτω  από τις ίδιες περιστάσεις, η προθεσμία διακόπτεται, έτσι ώστε μετά την  παρέλευσή τους αρχίζει να τρέχει πάλι ολόκληρη η προθεσμία.

Άρθρο 1760

         Εκείνος που συντάσσει έκτακτη διαθήκη υπενθυμίζει στο  διαθέτη  ότι  η  ισχύς  της  διαρκεί τρεις μήνες και γίνεται σχετική μνεία στην  πράξη. Η παράλειψή της όμως δεν επιφέρει ακυρότητα της διαθήκης.

Άρθρο 1761
Παράδοση έκτακτης

          Εκείνος που έχει συντάξει έκτακτη  διαθήκη  την  παραδίνει  σε  συμβολαιογράφο στην Ελλάδα ή σε ελληνική προξενική αρχή στο εξωτερικό.

Εκείνος   που   παραδίνει  τη  διαθήκη  οφείλει  συγχρόνως  να  γνωστοποιήσει στο συμβολαιογράφο  ή  στην  προξενική  αρχή  τον  τυχόν  θάνατο  του  διαθέτη  και κάθε άλλη γνωστή σ` αυτόν πληροφορία για τον  τόπο της τελευταίας Κατοικίας ή διαμονής του  διαθέτη,  σχετική  μνεία  γίνεται στην πράξη της παράδοσης.

Για  την παράδοση της διαθήκης συντάσσεται σε απλό χαρτί πράξη  που υπογράφεται απ` αυτόν που παραλαμβάνει και απ` αυτόν που παραδίνει  τη  διαθήκη.   Αντίγραφο   της πράξης   αυτής   έχει   υποχρέωση   ο  συμβολαιογράφος  ή η προξενική αρχή που παρέλαβε τη διαθήκη να στείλει  χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στο υπουργείο δικαιοσύνης.

Η διαθήκη που παραδόθηκε φυλάσσεται από  το  συμβολαιογράφο  ή  την προξενική αρχή, και δημοσιεύεται μετά το θάνατο του διαθέτη.

Η  μη  τήρηση  όσων  ορίζονται  στο  άρθρο  αυτό  δεν επιφέρει  ακυρότητα της διαθήκης.

Άρθρο 1762

         Εκείνος   που   έχει   συντάξει   διαθήκη   στις   περιπτώσεις  εκστρατείας, αποκλεισμού, πολιορκίας ή αιχμαλωσίας οφείλει επιπλέον να  γνωστοποιήσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση τη σύνταξή της με αναφορά προς  την άμεσα προϊστάμενη στρατιωτική αρχή.          Για  τη  σύνταξη διαθήκης κατά τη διάρκεια θαλασσινού ταξιδιού  γίνεται μνεία στο ημερολόγιο του πλοίου.          Η μη  τήρηση  όσων  ορίζονται  στο  άρθρο  αυτό  δεν  επιφέρει  ακυρότητα της διαθήκης.

Άρθρο 1763
Ανάκληση διαθήκης

   Κάθε  διαθήκη  μπορεί  να  ανακληθεί:

1.  με σχετική δήλωση σε  μεταγενέστερη διαθήκη, αν αυτή η μεταγενέστερη  ανακληθεί,  η  διαθήκη  ενεργεί  σαν να μην είχε καταργηθεί,

2.  με δήλωση που γίνεται ενώπιον  συμβολαιογράφου με την παρουσία  τριών  μαρτύρων  και  με  τις  λοιπές  διατυπώσεις   των   συμβολαιογραφικών  εγγράφων.   Αν  αυτή  η  δήλωση  ανακληθεί με όμοιο τρόπο, η διαθήκη ενεργεί σαν να μην είχε ανακληθεί.

Άρθρο 1764

Μεταγενέστερη διαθήκη  καταργεί  με  το  περιεχόμενό  της  την  προηγούμενη, μόνο κατά το μέρος που εναντιώνεται σ` αυτήν.          Αν η μεταγενέστερη ανακληθεί, η προηγούμενη ενεργεί σαν να μην  είχε καταργηθεί.

Άρθρο 1765
Ανάκληση ιδιόγραφης

      Ιδιόγραφη  διαθήκη  μπορεί  να  ανακληθεί και αν ο διαθέτης με  πρόθεση ανάκλησης καταστρέψει το έγγραφό της  ή  επιχειρήσει  σ`  αυτό  μεταβολές,  με  τις  οποίες  συνήθως εκφράζεται η βούληση για ανάκληση  έγγραφης δήλωσης.

Αν ο  διαθέτης  κατέστρεψε  το  έγγραφο  της  διαθήκης,  ή  το  μετέβαλε  με  τον  τρόπο που σημειώθηκε, τεκμαίρεται ότι είχε σκοπό να  ανακαλέσει τη διαθήκη.

Άρθρο 1766
Ανάκληση μυστικής

       Διαθήκη μυστική θεωρείται ότι έχει ανακληθεί,  αν  ο  διαθέτης  αναλάβει  το  έγγραφο  που  περιέχει την τελευταία βούλησή του και που  είχε εγχειριστεί στο συμβολαιογράφο και σφραγιστεί.   Αυτή  η  διάταξη  εφαρμόζεται  και  αν το έγγραφο αυτό θεωρηθεί ότι έχει ισχύ ιδιόγραφης  διαθήκης.

Ο διαθέτης μπορεί να ενεργήσει  οποτεδήποτε  την  ανάληψη.   Η  απόδοση  του εγγράφου μπορεί να γίνει μόνο προσωπικά στο διαθέτη.  Για  την απόδοση σιντάσσεται πράξη κατά τις κοινές διατάξεις, κάτω από  την  πράξη της κατάρτισης της μυστικής διαθήκης.

Άρθρο 1767

Ιδιόγραφη  διαθήκη  που  έχει κατατεθεί στο συμβολαιογράφο για  φύλαξη  μπορεί  να  αναληφθεί  με  τον  τρόπο  που   προβλέπεται   στο  προηγούμενο άρθρο.  Η ανάληψη όμως δεν θεωρείται ανάκλησή της.

Άρθρο 1768
Αλλοι όροι για την ανάκληση.

 Οι διατάξεις των αρθρων 1716 έως 1720 εφαρμόζονται αναλόγως και στην Ανάκληση διαθήκης.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 30 του Ν. 2447/1996 (Α` 278).

Άρθρο 1769
Δημοσίευση διαθήκης

   Συμβολαιογράφος, στον οποίο υπάρχει διαθήκη, οφείλει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση μόλις πληροφορηθεί το θάνατο του διαθέτη, αν πρόκειται για δημόσια διαθήκη, να στείλει αντίγραφο της στον ειρηνοδίκη, και αν πρόκειται για μυστική ή έκτακτη, να παραδώσει αυτοπροσώπως το πρωτότυπο αυτής στον ειρηνοδίκη στην περιφέρεια του οποίου εδρεύει ο συμβολαιογράφος.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με τα άρθρ 4 παρ.1, 110 παρ.21 Ν.4055/2012 (ΦΕΚ Α 51) και 1 περ.α` Ν. 4077/2012,ΦΕΚ Α 168

Άρθρο 1770

 Η μυστική διαθήκη πριν από την αποσφράγιση της για δημοσίευση εξετάζεται από τον ειρηνοδίκη, ενώ παρίσταται και ο συμβολαιογράφος και βεβαιώνεται ότι οι σφραγίδες είναι άθικτες. Κατά τη βεβαίωση αυτή μπορεί να παραστεί και όποιος έχει έννομο συμφέρον και να τις εξετάσει αφού το ζητήσει. Ο ειρηνοδίκης μπορεί πριν από την αποσφράγιση, ύστερα από αίτηση ή και αυτεπαγγέλτως, να εξετάσει τους μάρτυρες που έχουν συμπράξει στην κατάρτιση της διαθήκης, κλητεύοντάς τους με επιμέλεια εκείνου που υπέβαλε την αίτηση ή του γραμματέα του ειρηνοδικείου.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το αρθρ. 4 παρ.2, 110 παρ.21 Ν.4055/2012 (ΦΕΚ Α 51) και 1 περ.α` Ν. 4077/2012,ΦΕΚ Α 168

Άρθρο 1771

  Για τη δημοσίευση της διαθήκης συντάσσεται πρακτικό, όπου καταχωρίζεται ολόκληρη η διαθήκη και η βεβαίωση για την ύπαρξη ή ανυπαρξία των εξωτερικών ελαττωμάτων που προβλέπονται στο άρθρο 1721 παράγραφος 4. Το πρωτότυπο στη μυστική ή έκτακτη διαθήκη με το περικάλυμμά του κατατίθεται στο αρχείο του ειρηνοδικείου, αφού προηγουμένως ο ειρηνοδίκης σημειώσει αμέσως ιδιοχείρως στο πρωτότυπο της διαθήκης και το περικάλυμμά της τη λέξη «θεωρήθηκε», χρονολογήσει και υπογράψει τη θεώρηση και ο γραμματέας στέλνει αμέσως στον γραμματέα του αρμόδιου πρωτοδικείου αντίγραφο του σχετικού πρακτικού.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με τα άρθρ.  4 παρ.3, 110 παρ.21 Ν.4055/2012 (ΦΕΚ Α 51) και 1 περ.α` Ν. 4077/2012,ΦΕΚ Α 168

Άρθρο 1772

 Αν ο διαθέτης δεν είχε την τελευταία του κατοικία ή διαμονή στην περιφέρεια του ειρηνοδικείου που δημοσίευσε τη διαθήκη, ο γραμματέας του δικαστηρίου στέλνει αντίγραφο του πρακτικού της δημοσίευσης στον εισαγγελέα των πρωτοδικών της τελευταίας κατοικίας ή διαμονής του διαθέτη για να κατατεθεί στο αρχείο του πρωτοδικείου αυτού και να συνταχθεί σχετική πράξη που την υπογράφουν ο εισαγγελέας και ο γραμματέας του δικαστηρίου που παραλαμβάνει το πρακτικό. Όμοιο αντίγραφο του πρακτικού της δημοσίευσης αποστέλλεται επίσης σε κάθε περίπτωση στον γραμματέα του πρωτοδικείου της πρωτεύουσας του Κράτους.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με τα άρθρ.  4 παρ.4, 110 παρ.21 Ν.4055/2012 (ΦΕΚ Α 51) και 1 περ.α` Ν. 4077/2012,ΦΕΚ Α 168

Άρθρο 1773
Δημοσίευση από προξενική αρχή

Προξενική αρχή, στην οποία υπάρχει διαθήκη, οφείλει μόλις πληροφορηθεί το θάνατο του διαθέτη αν εδρεύει σε αυτή πολυμελές προξενικό δικαστήριο να τη δημοσιεύσει σε δημόσια συνεδρίαση του προξενικού αυτού δικαστηρίου, σύμφωνα με όσα ορίζονται στα άρθρα 1769 έως 1771 και σε κάθε άλλη περίπτωση να τη δημοσιεύσει στο προξενικό γραφείο ενώπιον δύο μαρτύρων και του γραμματέα του προξενείου, αν υπάρχει, καθώς και να συντάξει πρακτικό, όπου καταχωρίζεται ολόκληρη η διαθήκη. Το πρακτικό υπογράφεται από τον προϊστάμενο της προξενικής αρχής, τον γραμματέα και τους μάρτυρες. Στην ιδιόγραφη, μυστική ή έκτακτη διαθήκη το πρωτότυπο με το τυχόν περικάλυμμά, αφού θεωρηθούν από τον προϊστάμενο της προξενικής αρχής κατά το άρθρο 1771, προσαρτώνται στο πρακτικό και φυλάσσονται στα αρχεία του προξενείου.

Διπλό αντίγραφο του πρακτικού αποστέλλεται από την προξενική αρχή στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και αυτό στέλνει το ένα αντίγραφο στον εισαγγελέα των πρωτοδικών της τελευταίας κατοικίας ή διαμονής του διαθέτη, για να κατατεθεί στο αρχείο αυτού του πρωτοδικείου κατά το άρθρο 1772 και το άλλο αντίγραφο στον γραμματέα του πρωτοδικείου της πρωτεύουσας του Κράτους.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με τα άρθρ.  4 παρ.5, 110 παρ.21 Ν.4055/2012 (ΦΕΚ Α 51) και 1 περ.α` Ν. 4077/2012,ΦΕΚ Α 168

Άρθρο 1774

Όποιος κατέχει ιδιόγραφη διαθήκη οφείλει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση μόλις πληροφορηθεί το θάνατο του διαθέτη να την εμφανίσει για δημοσίευση στον ειρηνοδίκη είτε της τελευταίας κατοικίας ή διαμονής του διαθέτη είτε της δικής του διαμονής. Η δημοσίευση γίνεται κατά το άρθρο 1771. Η διάταξη του άρθρου 1772 εφαρμόζεται και σε αυτήν την περίπτωση.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με τα άρθρ. 4 παρ.6, 110 παρ.21 Ν.4055/2012 (ΦΕΚ Α 51) και 1 περ.α` Ν. 4077/2012,ΦΕΚ Α 168

Άρθρο 1775

         Αν  αυτός  που  κατέχει  την  ιδιόγραφη  διαθήκη  διαμένει στο  εξωτερικό, μπορεί να την εμφανίσει για δημοσίευση και στον προϊστάμενο  της προξενικής αρχής, οπότε εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 1773.

Σχετικά με την παράδοση στον προϊστάμενο της προξενικής  αρχής  της  διαθήκης  για  δημοσίευση  συντάσσεται  πράξη, που την υπογράφουν  αυτός που έλαβε και αυτός που παρέδωσε τη διαθήκη.

Άρθρο 1776

Αυτός που ζητεί να δημοσιευθεί ιδιόγραφη διαθήκη ενώπιον του ειρηνοδίκη μπορεί κατά τη δημοσίευση της να προσαγάγει δύο μάρτυρες, οι οποίοι μαρτυρούν ενόρκως για τη γνησιότητα της γραφής ή της υπογραφής του διαθέτη. Ο ειρηνοδίκης αφού ακούσει τους μάρτυρες μπορεί κατά τη δημοσίευση της ιδιόγραφης διαθήκης να την κηρύξει επιπλέον κυρία.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με τα άρθρ. 4 παρ.7, 110 παρ.21 Ν.4055/2012 (ΦΕΚ Α 51) και 1 περ.α` Ν. 4077/2012,ΦΕΚ Α 168

Άρθρο 1777

         Ιδιόγραφη   διαθήκη   που  δημοσιεύτηκε  και  κηρύχθηκε  κύρια  τεκμαίρεται γνήσια, αν επί πέντε χρόνια  από  τη  δημοσίευσή  της  δεν  αμφισβητήθηκε  η  γνησιότητά της σε δίκη ανάμεσα σε κάποιον απ` αυτούς  που αντλούν δικαιώματα απ` αυτήν και κάποιον απ` αυτούς που βλάπτονται  από την ύπαρξή της.

Άρθρο 1778
Βιβλία δημοσιεύσεων

        Οι γραμματείς των πρωτοδικών και οι  προξενικές  αρχές  τηρούν  βιβλίο   των   διαθηκών   που   δημοσιεύονται  και  ο  γραμματέας  του  πρωτοδικείου της πρωτεύουσας του Κράτους τηρεί βιβλίο των διαθηκών που  δημοσιεύονται  από  το  πρωτοδικείο  αυτό  καθώς  και  από  τα   λοιπά  πρωτοδικεία και τις προξενικές αρχές.

Άρθρο 1779

 Η  μη  τήρηση  των  διατάξεων  των  άρθρων  1769  έως 1778 δεν  επιφέρει ακυρότητα της διαθήκης.

Άρθρο 1780
Τέλη δημοσίευσης

     Τα τέλη των πρακτικών και των λοιπών εγγράφων  και  αντιγράφων  που  αναφέρονται  στα  άρθρα  1769  έως  1778  προκαταβάλλονται από το  δημόσιο και εισπράττονται από την κληρονομία.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Περιεχόμενο της διαθήκης
Άρθρο 1781
Διάταξη υπέρ αόριστου προσώπου

    Είναι άκυρη η διάταξη της διαθήκης υπέρ προσώπου τόσο αόριστου  ώστε ο προσδιορισμός του να είναι αδύνατος.

Άρθρο 1782
Διάταξη εξαιτίας απειλής ή δόλου

         Η διάταξη  της  διαθήκης  είναι  ακυρώσιμη,  αν  είναι  προϊόν  απειλής, που ασκήθηκε παράνομα ή αντίθετα προς τα χρηστά ήθη.

Η  διάταξη  είναι  επίσης  ακυρώσιμη,  αν είναι προϊόν απάτης,  χωρίς την οποία ο διαθέτης δεν θα διατύπωνε τη διάταξη.

Άρθρο 1783
Διάταξη από πλάνη

         Η  διάταξη  της  διαθήκης  είναι  ακυρώσιμη,  αν  ο   διαθέτης  βρισκόταν  σε πλάνη ως προς την ταυτότητα είτε του τιμωμένου που ήθελε  είτε του αντικειμένου που ήθελε να αφήσει.   Η  εσφαλμένη  ονομασία  ή  περιγραφή  προσώπου  ή  αντικειμένου  δεν  παραβλάπτει  το  κύρος  της  διάταξης.

Άρθρο 1784

         Η διάταξη της διαθήκης είναι ακυρώσιμη, αν  υπήρξε  αποτέλεσμα  πλάνης  από  αίτια  που  μνημονεύονται  στη  διαθήκη και ανάγονται στο  παρελθόν, το παρόν ή το μέλλον, χωρίς  τα  οποία  ο  διαθέτης  δεν  θα  διατύπωνε τη διάταξη.

Άρθρο 1785
Διάταξη υπέρ του συζύγου

        Η διάταξη σε διαθήκη του κληρονομουμένου υπέρ του συζύγου του,  σε περίπτωση αμφιβολίας, είναι ακυρώσιμη, αν ο μεταξύ τους Γάμος είναι  άκυρος  ή  λύθηκε όσο ζούσε ο διαθέτης ή αν ο διαθέτης, έχοντας βάσιμο  λόγο διαζυγίου, είχε ασκήσει την αγωγή διαζυγίου κατά του συζύγου του.

Άρθρο 1786
Παράλειψη μεριδούχου

    Η  διαθήκη  είναι  ακυρώσιμη,  αν  ο  διαθέτης  παρέλειψε   το  μεριδούχο  που  υπήρχε  κατά  το  θάνατό  του και η ύπαρξή του κατά τη  σύνταξη της διαθήκης δεν του ήταν γνωστή,  ή  που  γεννήθηκε  ή  έγινε  μεριδούχος   μετά   τη   σύνταξή  της.  Η  ακύρωση  αποκλείεται,  όταν  αποδεικνύεται ότι ο διαθέτης θα προχωρούσε στη  σύνταξη  της  διαθήκης  και αν γνώριζε την πραγματική κατάσταση που υπήρχε ή επήλθε.

Άρθρο 1787
Ποιός ζητεί την ακύρωση

        Την  ακύρωση  της  διάταξης  της διαθήκης στις περιπτώσεις των  άρθρων 1782 έως 1785 μπορεί να  ζητήσει  μόνο  εκείνος  που  ωφελείται  άμεσα  από την ακύρωσή της, και στην περίπτωση του προηγούμενου άρθρου  μόνο ο μεριδούχος που παραλείφθηκε.  Η  διάταξη  του  άρθρου  145  δεν  εφαρμόζεται στην ακύρωση διάταξης της διαθήκης.

Άρθρο 1788
Παραγραφή

   Το   δικαίωμα   για   ακύρωση   διάταξης  τελευταίας  βούλησης  παραγράφεται μετά δύο έτη από τη δημοσίευση της διαθήκης.

Άρθρο 1789
 Εξάρτηση διάταξης από τη γνώμη άλλου

    Ο  διαθέτης  δεν  μπορεί  να  εξαρτήσει  την   ισχύ   διάταξης  τελευταίας βούλησης από τη γνώμη άλλου.  Δεν μπορεί επίσης να αναθέσει  σε  άλλον  τον  προσδιορισμό  είτε  του  τιμώμενου  προσώπου  είτε του  πράγματος που καταλείπεται.

Άρθρο 1790
Διάταξη υπέρ “συγγενών” κλπ

   Αν ο διαθέτης χωρίς  ειδικότερο  προσδιορισμό  μνημόνευσε  στη  διαθήκη  τους  “εξ αδιαθέτου” ή τους “νόμιμους” κληρονόμους του ή τους  “συγγενείς” του, σε περίπτωση αμφιβολίας θεωρείται ότι  έχουν  τιμηθεί  εκείνοι που καλούνται εξ αδιαθέτου κατά το χρόνο της επαγωγής κατά την  αναλογία της μερίδας τους.

Άρθρο 1791
Διάταξη υπέρ του κατιόντος

     Αν  ο διαθέτης μνημόνευσε στη διαθήκη του τον κατιόντα του, σε  περίπτωση αμφιβολίας, αν αυτός εκπέσει από οποιοδήποτε λόγο,  τη  θέση  του παίρνουν οι δικοί του κατιόντες, εφόσον θα καλούνταν εξ αδιαθέτου.

Άρθρο 1792
Διάταξη για τους φτωχούς

  `Οσα    καταλείπονται    στους    φτωχούς   χωρίς   ειδικότερο  προσδιορισμό, σε περίπτωση αμφιβολίας, θεωρείται ότι έχουν καταλειφθεί  στο πτωχοκομείο του δήμου ή της κοινότητας, όπου ο διαθέτης  είχε  την  τελευταία   Κατοικία  ή  διαμονή  του.  Αν  δεν  υπάρχει  πτωχοκομείο,  περιέρχονται σε άλλο αγαθοεργό κατάστημα που βρίσκεται εκεί.  Αν  ούτε  τέτοιο  κατάστημα  υπάρχει,  περιέρχονται  στο  ταμείο του δήμου ή της  κοινότητας και ξοδεύονται για τους φτωχούς.

Άρθρο 1793
Αμφιβολία ως προς τον τιμώμενο

   Αν ο προσδιορισμός του τιμωμένου από  το  διαθέτη  αρμόζει  σε  περισσότερα  πρόσωπα  και  δεν  μπορεί να εξακριβωθεί σε ποιό απ` αυτά  απέβλεπε, θεωρείται ότι όλα αυτά τα πρόσωπα  έχουν  τιμηθεί  κατά  ίσα  μέρη.

Άρθρο 1794
Αίρεση ακατάληπτη

    Οι   ακατάληπτες  αιρέσεις  που  έχουν  προστεθεί  σε  διάταξη  τελευταίας βούλησης θεωρούνται σαν να μην έχουν γραφεί.

Άρθρο 1795
Αίρεση αγαμίας

     Η  αίρεση  αγαμίας  που  προστίθεται  σε  διάταξη   τελευταίας  βούλησης, θεωρείται σαν να μην έχει γραφεί. Είναι όμως ισχυρή η αίρεση  της χηρείας σε διατάξη του ενός συζύγου υπέρ του άλλου.

Άρθρο 1796
Διάταξη δελεαστική

      Η  κατάλειψη με διάταξη τελευταίας βούλησης υπό την αίρεση της  αμοιβαίας ελευθεριότητας σε διαθήκη από τον κληρονόμο ή τον  κληροδόχο  είναι άκυρη.

Άρθρο 1797
Αίρεση αναβλητική

  Η  διάταξη  διαθήκης  που  εξαρτάται από αναβλητική αίρεση, σε περίπτωση αμφιβολίας ισχύει μόνο αν ο τιμώμενος με τη διάταξη αυτή ζει όταν πληρωθεί η αίρεση.

Άρθρο 1798
Αίρεση που επιβάλλει παράλειψη

  Αν με διάταξη τελευταίας βούλησης έχει καταλειφθεί  ο,τιδήποτε  με την αίρεση ότι ο τιμώμενος θα παραλείψει κάτι ή θα εξακολουθήσει να κάνει  κάτι  μέσα  σε  απροσδιόριστο  χρονικό  διάστημα,  σε περίπτωση αμφιβολίας θεωρείται ότι η διάταξη  έχει  τεθεί  με  διαλυτική  αίρεση αντίθετου περιεχομένου.

Άρθρο 1799
Αίρεση που θεωρείται ότι έχει πληρωθεί

  Αν  απαιτείται να συμπράξει τρίτος για να πληρωθεί η αίρεση με  την οποία έχει γραφεί ο τιμώμενος, και ο τρίτος αρνείται να συμπράξει,  η αίρεση, σε περίπτωση αμφιβολίας, θεωρείται ότι έχει πληρωθεί.

Άρθρο 1800
Ιδιότητα του τιμωμένου

     Αν ο διαθέτης άφησε στον τιμώμενο ολόκληρη την περιουσία του ή ποσοστό  της,  ο  τιμώμενος  θεωρείται  ότι   έχει   εγκατασταθεί   ως κληρονόμος, ακόμη και αν δεν ονομάστηκε κληρονόμος.

Αν  έχουν  αφεθεί  μόνο  ειδικά  αντικείμενα στον τιμώμενο, σε περίπτωση αμφιβολίας θεωρείται κληροδόχος,  ακόμη  και  αν  ονομάστηκε κληρονόμος.

Άρθρο 1801
Εγκατάσταση σε μέρος της κληρονομίας

 Αν έχει εγκατασταθεί ένας μόνο κληρονόμος και έχει περιοριστεί  σε ποσοστό  της κληρονομίας, ως προς το υπόλοιπο μέρος επέρχεται η εξ αδιαθέτου διαδοχή.

Το  ίδιο  ισχύει  και  όταν  έχουν  εγκατασταθεί  περισσότεροι κληρονόμοι,  καθένας  από τους οποίους έχει περιοριστεί σε ποσοστό και τα ποσοστά δεν εξαντλούν τον κλήρο.

Άρθρο 1802

Αν, σύμφωνα με τη θέληση του διαθέτη, οι εγκατάστατοι γράφηκαν  ως οι μόνοι κληρονόμοι και καθένας απ` αυτούς εγκαταστάθηκε σε ποσοστό  και τα ποσοστά δεν εξαντλούν τον κλήρο, επέρχεται ανάλογη  αύξηση  των ποσοστών.

Άρθρο 1803
Εγκαταστάσεις που υπερβαίνουν τον κλήρο

   Αν  καθένας  από  τους εγκαταστάτους γράφηκε σε ποσοστό και τα ποσοστά υπερβαίνουν τον κλήρο, επέρχεται ανάλογη μείωση των ποσοστών.

Άρθρο 1804
Εγκαταστάσεις αορίστως

  Αν εγκαταστάθηκαν περισσότεροι κληρονόμοι  χωρίς  προσδιορισμό  των μερίδων,  θεωρούνται όλοι εγκατάστατοι σε ίσα μέρη, εκτός από τις περιπτώσεις των άρθρων 1790 και 1791.

Άρθρο 1805
Εγκαταστάσεις με προσδιορισμό και χωρίς προσδιορισμό μερών

  Αν εγκαταστάθηκαν περισσότεροι  κληρονόμοι  από  τους  οποίους μερικοί  σε  ποσοστά και άλλοι χωρίς προσδιορισμό μερίδων, εκείνοι που έχουν αόριστα εγκατασταθεί παίρνουν ό, τι απομένει μετά  την  αφαίρεση των ποσοστών.

Αν  τα ορισμένα ποσοστά εξαντλούν τον κλήρο, επέρχεται ανάλογη μείωσή τους, έτσι ώστε καθένας από εκείνους που έχουν γραφεί  αορίστως να  πάρει  όση  μερίδα  πήρε  εκείνος  που εγκαταστάθηκε στο μικρότερο ποσοστό.

Άρθρο 1806
Εγκατάσταση σε κοινή μερίδα

  Αν ορισμένοι από τους περισσότερους εγκαταστάτους γράφηκαν  σε  ένα και  το  ίδιο  ποσοστό  (κοινή μερίδα) εφαρμόζονται αναλόγως στην κοινή αυτή μερίδα οι διατάξεις των άρθρων 1802 έως 1805.

Άρθρο 1807
Προσαύξηση

     Αν περισσότεροι  εγκαταστάθηκαν  κατά  τέτοιο  τρόπο  ώστε  να αποκλείεται  η  εξ  αδιαθέτου διαδοχή και ένας απ` αυτούς εξέπεσε πριν από την επαγωγή ή μετά την επαγωγή, η  μερίδα  του  προσαυξάνει  στους λοιπούς, ανάλογα με τις μερίδες τους.

Αν  μερικοί από τους εγκαταστάτους γράφηκαν σε κοινή μερίδα, η προσαύξηση επέρχεται κατά προτίμηση μεταξύ τους.

Αν  με  την  εγκατάσταση  έχει   διατεθεί   μέρος   μόνο   της κληρονομίας, και ως προς το υπόλοιπο επέρχεται η εξ αδιαθέτου διαδοχή, τότε μόνο γίνεται προσαύξηση μεταξύ των εγκαταστάτων όταν έχουν γραφεί σε κοινή μερίδα.

Ο διαθέτης μπορεί να αποκλείσει την προσαύξηση.

Άρθρο 1808

       Η  μερίδα  που αποκτάται κατά προσαύξηση θεωρείται ως προς τις κληροδοσίες ή τον τρόπο που βαρύνουν εκείνον που απέκτησε  ή  εξέπεσε, καθώς και ως προς την υποχρέωση της συνεισφοράς, ως ιδιαίτερη μερίδα.

Άρθρο 1809
Υποκατάσταση κοινή

   Ο  διαθέτης  μπορεί να διορίσει υποκατάστατο κληρονόμο για την περίπτωση που ο εγκατάστατος εκπέσει είτε πριν από  την  επαγωγή  είτε μετά την επαγωγή.

Άρθρο 1810

Ο  υποκατάστατος  σε  περίπτωση  αμφιβολίας θεωρείται ότι έχει ταχθεί τόσο για την περίπτωση που  εκείνος  που  πρώτος  καλείται  δεν μπορεί να είναι κληρονόμος, όσο και για την περίπτωση που δεν θέλει να είναι κληρονόμος.

Άρθρο 1811
 Υποκατάσταση αμοιβαία

  Αν  οι  εγκατάστατοι έχουν αμοιβαία υποκατασταθεί ή αν για τον  έναν απ`  αυτούς  ορίστηκαν  υποκατάστατοι  οι  λοιποί,  σε  περίπτωση αμφιβολίας,  θεωρούνται  ότι  έχουν υποκατασταθεί ανάλογα με τη μερίδα τους.

Αν οι εγκατάστατοι υποκαταστάθηκαν αμοιβαία, αλλά μερικοί  απ` αυτούς γράφηκαν  σε κοινή μερίδα, σε περίπτωση αμφιβολίας εκείνοι που έχουν έτσι γραφεί προηγούνται από τους λοιπούς ως υποκατάστατοι για τη μερίδα αυτή.

Άρθρο 1812
Υποκατάσταση και προσαύξηση

  Το δικαίωμα από την υποκατάσταση προηγείται  από  το  δικαίωμα  της προσαύξησης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Εξ αδιαθέτου διαδοχή
Άρθρο 1813
Πρώτη τάξη

    Ως  κληρονόμοι  εξ  αδιαθέτου  στην  πρώτη  τάξη  καλούνται οι κατιόντες του κληρονομουμένου.  Ο πλησιέστερος  απ`  αυτούς  αποκλείει τον απώτερο της ίδιας ρίζας.

Στη  θέση κατιόντος που δεν ζεί κατά την επαγωγή υπεισέρχονται  οι κατιόντες  που  μέσω  αυτού  συνδέονται  με   συγγένεια   με   τον κληρονομούμενο (διαδοχή κατά ρίζες).

Τα τέκνα κληρονομούν κατ` ισομοιρία.

Άρθρο 1814
Δεύτερη τάξη

  Στη δεύτερη τάξη καλούνται μαζί οι γονείς του κληρονομουμένου,  οι αδελφοί, καθώς και τέκνα και έγγονοι αδελφών που έχουν πεθάνει πριν απ`  αυτόν. Οι γονείς και οι αδελφοί κληρονομούν κατ` ισομοιρία και τα τέκνα  ή  οι  έγγονοι  αδελφών  που  έχουν  πεθάνει   πριν   από   τον κληρονομούμενο   κληρονομούν   κατά   ρίζες.   Τα  τέκνα  αδελφού  του κληρονομουμένοι που  έχει  πεθάνει  πριν  απ`  αυτόν  αποκλείουν  τους εγγόνους της ίδιας ρίζας.

Άρθρο 1815
Ετεροθαλείς αδελφοί

  Ετεροθαλείς αδελφοί, αν συντρέχουν με γονείς ή με αμφιθαλείς ή  με τέκνα  ή  εγγόνους αμφιθαλών αδελφών, παίρνουν το μισό της μερίδας  που ανήκει στους αμφιθαλείς.  Το μισό επίσης παίρνουν και τα  τέκνα  ή  οι έγγονοι  ετεροθαλών  αδελφών  που  έχουν  πεθάνει  πριν  από  τον κληρονομούμενο.

Άρθρο 1816
Τρίτη τάξη

  Στην τρίτη τάξη καλούνται οι παππούδες και  οι  γιαγιάδες  του κληρονομουμένου και από τους κατιόντες τους τα τέκνα και οι έγγονοι.

Αν  κατά την επαγωγή ζουν οι παππούδες κα οι γιαγιάδες και των  δύο γραμμών, κληρονομούν μόνο  αυτοί  κατ`  ισομοιρία.   Αν  κατά  την επαγωγή  δεν  ζεί  ο  παππούς  ή η γιαγιά από την πατρική ή τη μητρική γραμμή, στη θέση εκείνου που έχει πεθάνει υπεισέρχονται τα  τέκνα  και οι  εγγονοί του. Αν δεν υπάρχουν τέκνα και έγγονοι, η μερίδα αυτού που έχει πεθάνει περιέρχεται στον παππού ή τη γιαγιά,  της  ίδιας  γραμμής και,  αν  δεν  υπάρχει, στα τέκνα και στους εγγονούς του.  Αν κατά την επαγωγή δεν ζούν ο παππούς και η γιαγιά, είτε από την πατρική είτε από τη μητρική γραμμή και δεν υπάρχουν τέκνα και έγγονοι αυτών  που  έχουν πεθάνει,  κληρονομούν  μόνο  ο  παππούς  ή  η γιαγιά ή τα τέκνα και οι έγγονοί τους από την άλλη γραμμή.    Τα  τέκνα  κληρονομούν  κατ`  ισομοιρία  κι  αποκλείουν   τους εγγόνους της ίδιας ρίζας. Οι έγγονοι κληρονομούν κατά ρίζες.

Άρθρο 1817
Τέταρτη τάξη

     Στην   τέταρτη   τάξη   καλούνται   οι   προπαππούδες  και  οι προγιαγιάδες του κληρονομουμένου.

Οι προπαππούδες και οι προγιαγιάδες που ζούν κατά το χρόνο της επαγωγής κληρονομούν κατ` ισομοιρία ανεξάρτητα αν ανήκουν στην ίδια  ή σε διάφορες γραμμές.

Άρθρο 1818
Δικαίωμα από περισσότερες ρίζες

 `Οποιος  στην  περίπτωση  της  διαδοχής  κατά  ρίζες ανήκει σε περισσότερες ρίζες παίρνει τη μερίδα που ανήκει σε  κάθε  ρίζα.   Κάθε μερίδα θεωρείται ιδιαίτερη κληρονομική μερίδα.

Άρθρο 1819
Διαδοχή τάξεων

  Δεν  καλείται  στην  κληρονομία συγγενής, εφόσον υπάρχει άλλος συγγενής προηγούμενης τάξης που καλείται ως κληρονόμος.

Άρθρο 1820
Ο σύζυγος που επιζεί

   Εκείνος από τους συζύγους που επιζεί καλείται,  ως  κληρονόμος  εξ αδιαθέτου,  με  τους συγγενείς της  πρώτης  τάξης  στο  τέταρτο και με τους συγγενείς των άλλων τάξεων στο μισό  της  κληρονομίας.   Επιπλέον παίρνει ως εξαίρετο, ανεξάρτητα από την τάξη με την οποία καλείται, τα έπιπλα,  σκεύη,  ενδύματα  και  άλλα τέτοια οικιακά αντικείμενα που τα χρησιμοποιούσαν είτε μόνος εκείνος που επιζεί είτε και οι δύο σύζυγοι. Αν όμως υπάρχουν τέκνα του συζύγου που πέθανε,  λαμβάνονται  υπόψη  οι ανάγκες  και  αυτών,  εφόσον  το επιβάλλουν οι ειδικές περιστάσεις για λόγους επιείκειας.

Άρθρο 1821
   Πέμπτη τάξη

  Αν δεν υπάρχουν συγγενείς της πρώτης, της δεύτερης, της τρίτης  και της τέταρτης τάξης, ο σύζυγος που επιζεί καλείται ως εξ  αδιαθέτου κληρονόμος σε ολόκληρη την κληρονομία.

Άρθρο 1822
Αποκλεισμός συζύγου

  Το  κληρονομικό  δικαίωμα,  καθώς και το δικαίωμα στο εξαίρετο  του συζύγου που επιζεί αποκλείονται,  αν  ο  κληρονομούμενος,  έχοντας βάσιμο  λόγο  διαζυγίου,  είχε  ασκήσει  την  αγωγή διαζυγίου κατά του συζύγου του.

Άρθρο 1823
Προσαύξηση

  Αν ο εξ αδιαθέτου κληρονόμος εξέπεσε πριν από  την  επαγωγή  ή  μετά την  επαγωγή  και  από την αιτία αυτή αυξήθηκε η μερίδα άλλου εξ αδιαθέτου κληρονόμου, το μέρος κατά το  οποίο  επήλθε  η  αύξηση  αυτή θεωρείται  ιδιαίτερη  κληρονομική μερίδα ως προς τις κληροδοσίες ή τον τρόπο που βαρύνουν τον κληρονόμο αυτόν ή εκείνον  που  εξέπεσε,  καθώς και ως προς την υποχρέωση της συνεισφοράς.

Άρθρο 1824
`Εκτη τάξη

  Αν  κατά την επαγωγή της κληρονομίας δεν υπάρχει ούτε συγγενής  από εκείνους  που  καλούνται  κατά  το   νόμο,   ούτε   σύζυγος   του κληρονομουμένου, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος καλείται το δημόσιο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
Νόμιμη μοίρα
Άρθρο 1825
 Ποσοστό

      Οι  κατιόντες  και  οι γονείς του κληρονομουμένου, καθώς και ο σύζυγος που  επιζεί,  οι  οποίοι  θα  είχαν  κληθεί  ως  εξ  αδιαθέτου κληρονόμοι,  έχουν  δικαίωμα νόμιμης μοίρας στην κληρονομία.  Η νόμιμη μοίρα είναι το μισό της εξ αδιαθέτου μερίδας.

Ο μεριδούχος κατά το ποσοστό αυτό μετέχει ως κληρονόμος.

Άρθρο 1826
Διαδοχή ή προσαύξηση στη νόμιμη μοίρα

   Αν κάποιος μεριδούχος ολικά ή  μερικά  αποκληρώθηκε  νόμιμα  ή παραιτήθηκε  από  το  δικαίωμα  της  νόμιμης  μοίρα ή λόγω αναξιότητας εξέπεσε, το δικαίωμα της  νόμιμης  μοίρας  ασκούν  οι  μεριδούχοι  που έρχονται στη θέση του κατά τη σειρά της εξ αδιαθέτου διαδοχής.

Άρθρο 1827
 Συμπλήρωση της νόμιμης μοίρας

 Αν  στο  μεριδούχο  έχει  καταλειφθεί  λιγότερο  από τη νόμιμη μοίρα, το δικαίωμά του υπάρχει για το μέρος που λείπει.

Άρθρο 1828
Κληροδοσία στο μεριδούχο

  Αν  στο  μεριδούχο  καταλείφθηκε  κληροδοσία,  μπορεί  να  την αποποιηθεί  και  να ασκήσει ολόκληρο το δικαίωμά του στη νόμιμη μοίρα. Αν δεν αποποιηθεί την κληροδοσία, ασκεί το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας για το μέρος που λείπει.

Εκείνος που βαρύνεται με την κληροδοσία  δικαιούται  να  τάξει  στο μεριδούχο  εύλογη προθεσμία για να την αποποιηθεί. Αν η προθεσμία περάσει άπρακτη, το δικαίωμα αποποίησης χάνεται.

Άρθρο 1829
 Περιορισμοί της νόμιμης μοίρας

 Κάθε περιορισμός του μεριδούχου από τη διαθήκη, όσο βαρύνει τη νόμιμη μοίρα, θεωρείται σαν να μήν έχει γραφεί.

Άρθρο 1830
Προσδιορισμός μερίδας

  Για τον προσδιορισμό της εξ  αδιαθέτου  μερίδας  με  βάση  την  οποία οφείλεται η νόμιμη μοίρα, συναριθμούνται όσοι έχουν αποκληρωθεί  με τη διαθήκη, όσοι έχουν αποποιηθεί την  κληρονομία  και  όσοι  έχουν κηρυχθεί ανάξιοι να κληρονομήσουν.

Άρθρο 1831
Προσδιορισμός της κληρονομίας

  Ο υπολογισμός της νόμιμης μοίρας γίνεται με βάση την κατάσταση  και την   αξία  της  κληρονομίας  κατά  το  χρόνο  του  θανάτου  του κληρονομουμένου, αφού αφαιρεθούν τα χρέη και οι  δαπάνες  της  κηδείας του και της απογραφής της κληρονομίας.

Στην  κληρονομία  προσθέτονται,  με την αξία που είχαν κατά το  χρόνο της παροχής, ο,τιδήποτε ο κληρονομούμενος παραχώρησε, όσο ζούσε,  χωρίς αντάλλαγμα σε μεριδούχο είτε με δωρεά είτε  με  άλλο  τρόπο  και επίσης  οποιαδήποτε  δωρεά  που  ο κληρονομούμενος έκανε στα τελευταία δέκα χρόνια πριν από το  θάνατό  του,  εκτός  αν  την  επέβαλαν  λόγοι ευπρέπειας ή ιδιαίτερο ηθικό καθήκον.

Για   τον   υπολογισμό  της  νόμιμης  μοίρας  των  γονέων  δεν συνυπολογίζεται ό,τι περιέρχεται ως εξαίρετο, σύμφωνα  με  τη  δεύτερη παράγραφο του άρθρου 1820, στο σύζυγο που επιζεί.

Άρθρο 1832
Αποτίμηση της κληρονομίας

    Η  αξία  της  κληρονομίας, εφόσον είναι αναγκαίο, βρίσκεται με εκτίμηση. Η εκτίμηση από τον κληρονομούμενο δεν είναι υποχρεωτική.

Δικαιώματα και υποχρεώσεις της κληρονομίας που εξαρτώνται  από αναβλητική  αίρεση  δεν  υπολογίζονται  κατά  την  εκτίμηση,  και  όσα εξαρτώνται από διαλυτική αίρεση υπολογίζονται χωρίς την αίρεση.  Αν  η αίρεση  πληρωθεί, γίνεται η εξίσωση που αρμόζει προς την κατάσταση που άλλαξε.

Για αβέβαια ή επισφαλή δικαιώματα,  καθώς  και  για  αμφίβολες υποχρεώσεις  της  κληρονομίας, ισχύει ό,τι και γι` αυτά που εξαρτώνται από αναβλητική αίρεση.

Άρθρο 1833
Τι καταλογίζεται στη νόμιμη μοίρα

  Στη νόμιμη μοίρα καταλογίζονται οι παροχές  σε  μεριδούχο,  με  την αξία  που  είχαν όταν έγιναν, εφόσον προσθέτονται στην κληρονομία σύμφωνα με το άρθρο 1831, εκτός αν ο κληρονομούμενος όρισε διαφορετικά όταν έδωσε, την παροχή.

Ο καταλογισμός γίνεται και αν στη θέση του κατιόντος που έλαβε  την παροχή, υπεισέρχεται ως μεριδούχος άλλος κατιών.

Άρθρο 1834
Υπολογισμός σε περίπτωση συνεισφοράς

   Αν, εφόσον υπάρχουν περισσότεροι κατιόντες, συντρέχει στην  εξ αδιαθέτου  διαδοχή  περίπτωση συνεισφοράς, η νόμιμη μοίρα για τον κάθε κατιόντα προσδιορίζεται με  βάση  την  εξ  αδιαθέτου  μερίδα,  που  θα περιερχόταν σ` αυτόν, με συνυπολογισμό και της συνεισφοράς. Ο διαθέτης δεν  μπορεί  να αποκλείσει τον τρόπο αυτόν υπολογισμού για οποιαδήποτε παροχή του άρθρου 1895, ώστε να ζημιωθεί ο μεριδούχος.

Η παροχή που λαμβάνεται υπόψη κατά την προηγούμενη  παράγραφο,  όταν πρέπει  και να καταλογιστεί στη νόμιμη μοίρα σύμφωνα με το άρθρο  1833, καταλογίζεται σ` αυτήν για τη μισή της μόνο αξία.

Άρθρο 1835
Μέμψη άστοργης δωρεάς

    Κάθε δωρεά εν ζωή του κληρονομουμένου, η οποία κατά  το  άρθρο 1831 υπολογίζεται  στην  κληρονομία,  μπορεί να  ανατραπεί  εφόσον η κληρονομία που υπάρχει κατά το χρόνο του θανάτου  του  κληρονομουμένοι δεν επαρκεί για να καλύψει τη νόμιμη μοίρα.

Αν  έγιναν  διαδοχικές  δωρεές, η προηγούμενη είναι δυνατόν να προσβληθεί εφόσον δεν επαρκεί η ανατροπή της μεταγενέστερης.

Άρθρο 1836

        Την αγωγή ασκούν ο μεριδούχος ή οι διάδοχοί του μόνο κατά  του δωρεοδόχου  ή  των  κληρονόμων  του,  για να ανατραπεί η δωρεά κατά το μέρος που λείπει από τη νόμιμη μοίρα.  Ο δωρεοδόχος μπορεί να αποφύγει την ανατροπή καταβάλλοντος το ισάξιο εκείνου που λείπει.

Η  αγωγή  παραγράφεται  δύο  χρόνια   μετά   το   θάνατο   του κληρονομουμένου.

Άρθρο 1837

δωρεοδόχος  ή  οι  κληρονόμοι  του κατά το μέρος που επήλθε  ανατροπή της δωρεάς ενέχονται και για τους καρπούς, από το  χρόνο  του  θανάτου του κληρονομουμένου.

Άρθρο 1838

Αν  ο δωρεοδόχος είναι μεριδούχος, η ανατροπή της δωρεάς χωρεί  μόνο για ό,τι έλαβε επιπλέον της νόμιμης μοίρας που του αναλογεί.

Άρθρο 1839
Αποκλήρωση

  Ο διαθέτης μπορεί για ορισμένους λόγους, που  αναφέρονται  στο  νόμο,  να  στερήσει  το μεριδούχο από τη νόμιμη μοίρα (αποκλήρωση).  Η  αποκλήρωση γίνεται με διάταξη τελευταίας βούλησης.

Άρθρο 1840
Λόγοι υπέρ του ανιόντος

      Ο  διαθέτης  μπορεί  να  αποκληρώσει  τον  κατιόντα   αν:

1.  επιβουλεύθηκε  τη  ζωή  του διαθέτη, του συζύγου ή άλλου κατιόντος του  διαθέτη,

2.  προκάλεσε με πρόθεση σωματικές κακώσεις στο διαθέτη ή στο  σύζυγό του, από  τον  οποίο  κατάγεται  ο  κατιών,

3.   έγινε  ένοχος  κακουργήματος  ή  σοβαρού πλημμελήματος με πρόθεση, κατά του διαθέτη ή  του συζύγου του,

4. αθέτησε κακόβουλα την υποχρέωση που  είχε  από  το  νόμο  να  διατρέφει  το  διαθέτη,

5. ζει βίο άτιμο ή ανήθικο, παρά τη  θέληση του διαθέτη.  Η αποκλήρωση για το λόγο αυτό είναι άκυρη,  αν  ο  κατιών κατά το θάνατο του διαθέτη είχε οριστικά εγκαταλείψει τον άτιμο  ή ανήθικο βίο.

Άρθρο 1841
Λόγοι υπέρ του κατιόντος

    Ο  διαθέτης  μπορεί  να  αποκληρώσει το γονέα του αν συντρέχει  ένας από τους λόγους αποκλήρωσης που αναφέρονται στο προηγούμενο άρθρο  αριθ. 1, 3 και 4.

Άρθρο 1842
Λόγος υπέρ του συζύγου

   Ο διαθέτης μπορεί να αποκληρώσει το σύζυγό του,  αν  κατά  το  χρόνο του θανάτου είχε δικαίωμα να ασκήσει αγωγή διαζυγίου για βάσιμο  λόγο αναγόμενο σε υπαιτιότητα του συζύγου του.

Άρθρο 1843
Πότε πρέπει να υπάρχει ο λόγος

    Ο λόγος της αποκλήρωσης πρέπει να υπάρχει κατά  το  χρόνο  που  συντάσσεται η διαθήκη και να αναφέρεται σ` αυτή.

Εκείνος που επικαλείται την αποκλήρωση οφείλει να αποδείξει το  λόγο της.

Άρθρο 1844
Συγγνώμη του λόγου

  Το  δικαίωμα  της  αποκλήρωσης αποσβήνεται με συγγνώμη. Η συγγνώμη που επέρχεται  μετά  τη  διάταξη  της  αποκλήρωσης  καθιστά  την αποκλήρωση ανίσχυρη.

Άρθρο 1845
Αποκλήρωση για λόγους πρόνοιας

       Αν ο μεριδούχος κατιών ζει βίο άσωτο ή είναι καταχρεωμένος,  ο διαθέτης  μπορεί  είτε να διατάξει με τη διαθήκη να περιέλθει η νόμιμη μοίρα του στους κατιόντες του μεριδούχου κατ`  αναλογία  προς  τις  εξ αδιαθέτου  μερίδες  τους,  είτε  να ορίσει εκτελεστή για να τη διοικεί είτε και τα δύο.

Στη διαθήκη πρέπει να αναφέρεται ο  λόγος  και  να  λαμβάνεται πρόνοια  για  τη συντήρηση του μεριδούχου.  Εκείνος που επικαλείται τη διάταξη της διαθήκης οφείλει να αποδείξει το λόγο της.

Η διάταξη δεν ισχύει, αν κατά το θάνατο του διαθέτη  έπαψε  να υπάρχει ο λόγος της.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ
Αποδοχή και αποποίηση της κληρονομίας
Άρθρο 1846
 Αυτοδίκαιη κτήση

 Ο κληρονόμος αποκτά αυτοδικαίως την κληρονομία μόλις  γίνει  η επαγωγή, με την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 1198.

Άρθρο 1847
Αποποίηση

      Ο  κληρονόμος  μπορεί  να  αποποιηθεί  την  κληρονομία μέσα σε προθεσμία τεσσάρων μηνών που αρχίζει από τότε που  έμαθε  την  επαγωγή και το λόγο της. Στην επαγωγή από διαθήκη η προθεσμία δεν αρχίζει πριν από τη δημοσίευση της διαθήκης.

Αν ο κληρονομούμενος είχε την τελευταία Κατοικία του στο  εξωτερικό ή  αν  ο  κληρονόμος έμαθε την επαγωγή όταν διέμενε στο  εξωτερικό, η προθεσμία είναι ενός έτους.

Η προθεσμία αναστέλλεται από τους ίδιους λόγους  που  αναστέλλεται και η Παραγραφή.

Άρθρο 1848
Δήλωση αποποίησης

  Η  αποποίηση  γίνεται  με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου  της κληρονομίας. Για αποποίηση που γίνεται με  αντιπρόσωπο  απαιτείται ειδική Πληρεξουσιότητα με συμβολαιογραφικό έγγραφο.

Το  δημόσιο  δεν  μπορεί  να αποποιηθεί την κληρονομία που του  έχει επαχθεί εξ αδιαθέτου.

Άρθρο 1849

Η αποποίηση είναι άκυρη αν ο κληρονόμος έχει  ρητά  ή  σιωπηρά δηλώσει  ότι  αποδέχεται  την κληρονομία. Από τη σύνταξη απογραφής της κληρονομίας και μόνο δεν συνάγεται τέτοια δήλωση.

Άρθρο 1850

Η  αποποίηση  είναι άκυρη, αν γίνει μετά την πάροδο της προθεσμίας για αποποίηση. Αν περάσει η προθεσμία,  η  κληρονομία  θεωρείται  ότι έχει γίνει αποδεκτή.

Άρθρο 1851
Αποποίηση χωρίς επαγωγή

  Η  αποδοχή  ή η αποποίηση της κληρονομίας είναι άκυρη αν έγινε  πριν από την επαγωγή ή από πλάνη ως προς το λόγο της επαγωγής.  Επίσης είναι  άκυρη,  αν  έγινε  υπό  αίρεση  ή  προθεσμία  ή  για  μέρος της κληρονομίας.

Άρθρο 1852
Αποποίηση και αποδοχή από άλλο λόγο

  Εκείνος  που  αποποιήθηκε  την κληρονομία που του έχει επαχθεί  από διαθήκη μπορεί να την αποδεχτεί, αν ύστερα του  επαχθεί εξ αδιαθέτου.

Άρθρο 1853
Περισσότερες μερίδες

  Αν ο κληρονόμος καλείται σε περισσότερες μερίδες από τον  ίδιο  ή από  διάφορους λόγους, μπορεί να αποδεχτεί ή να αποποιηθεί κάθε μια απ` αυτές χωριστά, εκτός αν ο διαθέτης διέταξε διαφορετικά.

Άρθρο 1854
Οι κληρονόμοι του κληρονόμου

Το  δικαίωμα  για  αποποίηση  της κληρονομίας μεταβαίνει στους κληρονόμους του κληρονόμου.

Άρθρο 1855

Αν πεθάνει ο κληρονόμος πριν  από  την  παρέλευση  της  προθεσμίας για  αποποίηση,  η  προθεσμία αυτή δεν λήγει πριν από την παρέλευση της προθεσμίας για αποποίηση που τάσσεται για την κληρονομία του κληρονόμου.

Αν υπάρχουν περισσότεροι κληρονόμοι του  κληρονόμου,  ο   καθένας μπορεί  να  αποποιηθεί  την  κληρονομία  κατά  το μέρος που αντιστοιχεί στη μερίδα του.

Άρθρο 1856
Συνέπειες της αποποίησης

  Αν ο κληρονόμος αποποιηθεί  την  κληρονομία,  η  επαγωγή  προς εκείνον  που  αποποιήθηκε  θεωρείται  ότι δεν έγινε.  Η κληρονομία επάγεται σ` εκείνον που θα είχε κληθεί, αν εκείνος  που  αποποιήθηκε δεν  ζούσε  κατά  το  θάνατο  του  κληρονομουμένου. Η επαγωγή θεωρείται ότι  έγινε κατά το θάνατο του κληρονομουμένου.

Άρθρο 1857
Αμετάκλητο της αποποίησης

        Η  αποδοχή  ή  η αποποίηση της κληρονομίας είναι αμετάκλητη.

Η αποδοχή ή η αποποίηση που οφείλεται  σε  πλάνη  ή  απειλή  ή απάτη κρίνεται  σύμφωνα  με  τις,  διατάξεις για τις δικαιοπραξίες, η  αγωγή για την ακύρωσή τους παραγράφεται μετά ένα εξάμηνο.

Η  πλάνη  σχετικά  με το ενεργητικό ή  το  παθητικό  της  κληρονομίας δεν θεωρείται ουσιώδης.

Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται και σε αποδοχή  που συνάγεται από την παραμέληση της προθεσμίας για αποποίηση.

Άρθρο 1858
Αγωγές κατά της κληρονομίας

  `Οσο  ο κληρονόμος έχει το δικαίωμα να αποποιηθεί την κληρονομία δεν μπορεί να ασκηθεί δικαστικώς εναντίον  του  αξίωση  που  στρέφεται κατά  της  κληρονομίας,  εκτός  αν έχει διοριστεί κηδεμόνας της σχολάζουσας κληρονομίας.

Άρθρο 1859
Η διαχείριση πριν από την αποποίηση

  Διαχειριστική  πράξη  που  έγινε  από εκείνον που αποποιήθηκε,  πριν από  την  αποποίηση  της  κληρονομίας,  κρίνεται  απέναντι  στον κληρονόμο κατά τις διατάξεις για τη διοίκηση των αλλοτρίων.

Η  διάθεση  αντικειμένου  πριν  από την αποποίηση της κληρονομίας, από εκείνον που αποποιήθηκε, εφόσον δεν μπορούσε χωρίς ζημία της κληρονομίας να αναβληθεί, καθώς και η  μονομερής  δικαιοπραξία  τρίτου προς αυτόν ως κληρονόμο, παραμένουν ισχυρές και μετά τη αποποίηση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ
Άρθρο 1860
Λόγοι

  Ανάξιος  να  κληρονομήσει  είναι:

1.  εκείνος  που από  πρόθεση θανάτωσε ή αποπειράθηκε να θανατώσει  τον  κληρονομούμενο,  τα  τέκνα, τους  γονείς  ή  το σύζυγο του κληρονομουμένου,

2. εκείνος που καταδικάστηκε για ψευδή καταμήνυση του κληρονομουμένου για  κακούργημα

3.   εκείνος  που  από πρόθεση εμπόδισε παράνομα τον κληρονομούμενο να  συντάξει ή να ανακαλέσει διαθήκη,

4. εκείνος που με απάτη παρακίνησε ή  παράνομα ή  αντίθετα  προς  τα  χρηστά  ήθη  με  απειλή ανάγκασε  τον  κληρονομούμενο  να  συντάξει  ή  να  αλλάξει  διαθήκη,

5. εκείνος που  αλλοίωσε ή εξαφάνισε τη διαθήκη του κληρονομουμένου.

Άρθρο 1861
Συγγνώμη

  Η αναξιότητα εκλείπει, αν ο κληρονομούμενος με δημόσιο έγγραφο  ή με διαθήκη συγχώρησε τον ανάξιο.

Άρθρο 1862
Κήρυξη της αναξιότητας

  Η αναξιότητα κηρύσσεται με δικαστική απόφαση, τη σχετική αγωγή  έχει δικαίωμα  να  εγείρει  όποιος  έχει  έννομο  συμφέρον  από  τον παραμερισμό του ανάξιου είτε μόνο αυτού του ίδιου είτε και  άλλου  που καλείται ύστερα απ` αυτόν.

Η  αγωγή  παραγράφεται  δύο χρόνια μετά την επαγωγή της κληρο- νομίας στον ανάξιο, αν  πρόκειται  για  ανάξιο  καταπιστευματοδόχο,  η Παραγραφή αρχίζει από την επαγωγή στον κληρονόμο.

Άρθρο 1863
Συνέπειες

 `Αμα γίνει τελεσίδικη η απόφαση που κηρύσσει την αναξιότητα, η επαγωγή προς τον ανάξιο θεωρείται σαν να μην έχει γίνει. Η  κληρονομία επάγεται  σ`  εκείνον  που  θα  είχε σειρά να κληθεί, αν ο ανάξιος δεν ζούσε κατά την επαγωγή. Η επαγωγή θεωρείται ότι έγινε κατά  το  θάνατο του κληρονομουμένου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ
Σχολάζουσα κληρονομία
Άρθρο 1864

  Οι  διατάξεις  για  την αναξιότητα εφαρμόζονται και ως προς το μεριδούχο, καθώς επίσης και ως προς τον κληροδόχο.

Άρθρο 1865
Περιπτώσεις

      Αν  ο  κληρονόμος  είναι  άγνωστος  ή  δεν  είναι  βέβαιο   αν αποδέχτηκε  την  κληρονομία,  το δικαστήριο της κληρονομίας ύστερα από αίτηση εκείνου που έχει έννομο συμφέρον ή και  αυτεπαγγέλτως  διορίζει κηδεμόνα  της  κληρονομίας. Σε κατεπείγουσες περιστάσεις ο εισαγγελέας πρωτοδικών διορίζει προσωρινό κηδεμόνα. Αυτός  οφείλει  χωρίς  υπαίτια καθυστέρηση  να  προκαλέσει  το  διορισμό  οριστικού  κηδεμόνα  από το δικαστήριο.

Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με την παρ.8 του αρθρ.82 του Ν.4182/2013

Άρθρο 1866

Ο κηδεμόνας αντιπροσωπεύει τον κληρονόμο και διαχειρίζεται την κληρονομία, έχοντας την υποχρέωση να ενεργήσει  τη  σφράγιση  και  την απογραφή  της  και  να  λάβει  κάθε  συντηρητικό  μέτρο  καθώς  και να εισπράξει τις απαιτήσεις και να καταθέσει έντοκα τα χρήματα σε  ασφαλή τράπεζα.

Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με την παρ.8 του αρθρ.82 του Ν.4182/2013

Άρθρο 1867
Μητέρα κληρονόμου που κυοφορείται

     Αν  ο  κληρονόμος  κυοφορείται  κατά το θάνατο του κληρονόμου μένου, η μητέρα, αν δεν μπορεί να διαθρέψει τον εαυτό της,  μπορεί  να απαιτήσει  ανάλογη  διατροφή  από  την  κληρονομική  μερίδα του κυοφορουμένου, έως τον τοκετό.  Για  να  καθοριστεί  η  κληρονομική μερίδα  θεωρείται ότι θα γεννηθεί ένα μόνο τέκνο.

Άρθρο 1868
`Οταν δεν βρίσκεται κληρονόμος

     Αν  δεν  βρεθεί  κληρονόμος μέσα σε προθεσμία ανάλογη προς τις περιστάσεις, το δικαστήριο της κληρονομίας βεβαιώνει ότι δεν υπάρχει άλλος  κληρονόμος,  εκτός  από  το  δημόσιο.   Η  βεβαίωση  δημιουργεί τεκμήριο ότι το δημόσιο είναι εξ αδιαθέτου κληρονόμος.

Άρθρο 1869

       Το δικαστήριο πριν από τη  βεβαίωση  διατάζει  να  δημοσιευτεί πρόσκληση,   για  να  αναγγελθούν  εκείνοι  που  αξιώνουν  κληρονομικό δικαίωμα, και καθορίζει συνάμα τα σχετικά με  τη  δημοσίευση  και  την προθεσμία  της αναγγελίας. Αν οι δαπάνες της δημόσιας πρόσκλησης είναι δυσανάλογα μεγάλες  σε  σχέση  με  την  κληρονομία,  μπορεί  αντί  για δημοσίευση να γίνει ειδική πρόσκληση προς τους πιθανούς κληρονόμους.

Αν μέσα στην ορισμένη προθεσμία δεν αναγγέλθηκε  κληρονόμος  ή  το δικαίωμα  εκείνου που εμπρόθεσμα αναγγέλθηκε κριθεί ανυπόστατο, το δικαστήριο προχωρεί στη βεβαίωση που αναφέρεται στο προηγούμενο άρθρο.

Άρθρο 1870

Πριν από τη δικαστική βεβαίωση ότι δεν  υπάρχει  άλλος  κληρο- νόμος,  δεν  μπορεί  να  ασκηθεί  δικαίωμα  από  το δημόσιο ή κατά του δημοσίου ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ENATO
Αγωγή περί κλήρου
Άρθρο 1871
Εναγόμενος

        Ο κληρονόμος  έχει  δικαίωμα  να  απαιτήσει  από  εκείνον  που κατακρατεί  ως  κληρονόμος  αντικείμενα  της  κληρονομίας  (νομέα  της κκηρονομίας) την  αναγνώριση  του  κληρονομικού  δικαιώματος  και  την απόδοση της κληρονομίας ή κάποιου αντικειμένου από αυτήν.

Άρθρο 1872
Αντικείμενο

       Ως  αντικείμενα  της  κληρονομίας  κατά  το  προηγούμενο άρθρο θεωρούνται επίσης και:

1. εκείνα στα οποία ο κληρονομούμενος  κατά  το χρόνο του θανάτου του είχε δικαίωμα νομής ή κατοχής, ακόμη και αν είχε αποβληθεί  όταν  ζούσε,

2.  καθετί που ο νομέας κληρονομίας αποκτά με δικαιοπραξία χρησιμοποιώντας κληρονομιαία  μέσα.  `Οταν  ο  κληρονόμος λάβει  εκείνο  που  προέρχεται από τέτοια δικαιοπραξία, η δικαιοπραξία αυτή, αν ήταν ανίσχυρη, κυρώνεται.

Άρθρο 1873
Μη αυτούσια απόδοση

 Εφόσον ο νομέας της κληρονομίας δεν είναι σε θέση να την  αποδώσει αυτουσίως,  ευθύνεται  κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό.

Άρθρο 1874
 Καλόπιστος νομέας. Ωφελήματα

  Ο καλόπιστος νομέας της κληρονομίας  έχει  υποχρέωση  να  αποδώσει τα  ωφελήματα  που  εξήγαγε πριν από την επίδοση της αγωγής και  κάθε άλλη επαύξηση των κληρονομιαίων, αλλά μόνο στο  μέτρο  που  έγινε  απ` αυτά πλουσιότερος.  Η υποχρέωση εκτείνεται και στους καρπούς που ο νομέας απέκτησε κατά κυριότητα.

Άρθρο 1875
Δαπάνες

   Ο  καλόπιστος  νομέας της κληρονομίας έχει δικαίωμα να απαιτήσει κάθε δαπάνη που έγινε υπέρ  της  κληρονομίας  η  υπέρ  των  κληρο- νομιαίων  αντικειμένων,  εφόσον  η δαπάνη αυτή δεν καλύπτεται κατά τον υπολογισμό του αδικαιολόγητου πλουτισμού σύμφωνα  με  το  άρθρο  1873. Στις  δαπάνες ανήκει και ο,τιδήποτε ο νομέας κατέβαλε για να αποσβέσει βάρη ή χρέη της κληρονομίας.

Ο νομέας, για την απαίτηση των δαπανών, έχει δικαίωμα να αντιτάξει επίσχεση των κληρονομιαίων ενσωμάτων.

Άρθρο 1876
Επίδοση της αγωγής

      Αν μετά την επίδοση της αγωγής τα κληρονομιαία χειροτέρεψαν  ή καταστράφηκαν  ή  από άλλο λόγο δεν μπορούν να αποδοθούν, ο καλόπιστος νομέας της κληρονομίας ευθύνεται κατά τις διατάξεις που ρυθμίζουν  την ευθύνη του νομέα πράγματος μετά την επίδοση της διεκδικητικής αγωγής.

Το  ίδιο  ισχύει και για τα μετά την επίδοση της αγωγής ωφελήματα που ο εναγόμενος εξήγαγε, ή για την  επαύξηση  των  κληρονομιαίων ενσωμάτων,  καθώς  επίσης και για τις απαιτήσεις του νομέα από δαπάνες που έγιναν μετά την επίδοση της αγωγής.

Άρθρο 1877
Κακόπιστος νομέας

  Αν  ο  νομέας της κληρονομίας ήταν κακόπιστος όταν απέκτησε τη  νομή ή αργότερα έμαθε ότι δεν είναι κληρονόμος, ευθύνεται από το χρόνο  αυτό κατά τις διατάξεις του προηγούμενου άρθρου.

Δεν αποκλείεται και περαιτέρω ευθύνη του από υπερημερία.

Άρθρο 1878

Αν ο νομέας της κληρονομίας απέκτησε τη νομή κάποιου  αντικειμένου της  με  κολάσιμη  πράξη,  ευθύνεται κατά τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες.

Άρθρο 1879
Χρησικτησία κατά κληρονόμου

    Εφόσον  δεν  έχει παραγραφεί η αγωγή περί κλήρου, ο νομέας της κληρονομίας  δεν  μπορεί να επικαλεστεί  κατά  του  κληρονόμου  τη χρησικτησία πράγματος που το νέμεται σαν να ανήκει στην κληρονομία.

Άρθρο 1880
Υποχρέωση παροχής πληροφοριών

        Ο  νομέας  της  κληρονομίας  έχει  υποχρέωση  να  δώσει   στον κληρονόμο πληροφορίες για την κατάσταση της κληρονομίας, καθώς και για την τύχη των αντικειμένων της. Την ίδια υποχρέωση έχει και:

1. όποιος, χωρίς  να  είναι  νομέας της κληρονομίας, παίρνει απ` αυτήν ένα πράγμα στη νομή του πριν καταλάβει τη νομή ο κληρονόμος,

2.  όποιος  κατά  το θάνατο του κληρονομουμένου βρισκόταν μ`αυτόν σε οικιακή κοινωνία.

Άρθρο 1881
 `Εγερση ειδικής αγωγής        

  Ο  νομέας  της  κληρονομίας  ευθύνεται  κατά τις διατάξεις της αγωγής περί κλήρου, και αν ακόμη ο κληρονόμος εγείρει εναντίον του τις αρμόζουσες ειδικές αγωγές για τα αντικείμενα της κληρονομίας.

Άρθρο 1882
Εκείνος που αποκτά από το νομέα

 `Εναντι του κληρονόμου νομέας της κληρονομίας θεωρείται επίσης  και όποιος αποκτά με σύμβαση την κληρονομία από το νομέα της.

Άρθρο 1883
Σε περίπτωση αφάντου

     Αν  εμφανιστεί  εκείνος  που  κηρύχθηκε  άφαντος,  μπορεί   να απαιτήσει την απόδοση της περιουσίας του κατά τις διατάξεις της αγωγής περί κλήρου.

`Οσο  ζει ακόμη εκείνος που κηρύχθηκε άφαντος, η Παραγραφή της απαίτησής του δεν λήγει πριν μάθει ότι κηρύχθηκε άφαντος  και  περάσει από τότε ένα έτος.

Το  ίδιο  ισχύει  και  αν από πλάνη κάποιος κρίθηκε ότι πέθανε, χωρίς να έχει κηρυχθεί άφαντος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ
Σχέσεις περισσοτέρων κληρονόμων
Άρθρο 1884
Κοινωνία

  Αν  οι  κληρονόμοι  είναι  περισσότεροι,  η κληρονομία γίνεται  κοινή κατά το λόγο της μερίδας του καθενός.  Αν  δεν  ορίζει  διαφορετικά ο  νόμος, στην κοινωνία μεταξύ των συγκληρονόμων εφαρμόζονται οι γενικές διατάξεις για την κοινωνία.

Άρθρο 1885
Μερισμός απαιτήσεων και χρεών

  Οι  απαιτήσεις και τα χρέη της κληρονομίας διαιρούνται αυτοδικαιως μεταξύ των συγκληρονόμων ανάλογα με τη μερίδα του καθενός.

Άρθρο 1886
Διάθεση μερίδας

 Κάθε  συγκληρονόμος μπορεί να διαθέσει τη μερίδα του στην  κληρονομία ή σε κάθε αντικείμενό της.

Άρθρο 1887
 Διανομή

 Κάθε  συγκληρονόμος  έχει  δικαίωμα  οποτεδήποτε να ζητήσει τη διανομή της κληρονομίας.  Ο διαθέτης  δεν  μπορεί  να  απαγορεύσει  τη διανομή  για  χρονικό διάστημα μακρότερο από δέκα χρόνια από το θάνατό του.

Άρθρο 1888

   Κάθε συγκληρονόμος μπορεί να ζητήσει αυτούσια  τη  μερίδα  του  στα κινητά και τα ακίνητα της κληρονομίας.

`Εγγραφα  που  αφορούν  τις προσωπικές σχέσεις του κληρονομουμένου ή της οικογένειάς του ή ολόκληρη την κληρονομία παραμένουν κοινά  και παραδίδονται για φύλαξη σε ένα συγκληρονόμο που  ορίζεται  από  το δικαστήριο της διανομής.

Άρθρο 1889
Ρύθμιση ως προς την οικογενειακή στέγη

  Αν  υπάρχει  στην κληρονομία που πρέπει να διανεμηθεί, ακίνητο  που χρησίμευε όσο ζούσε ο κληρονομούμενος ως ο κύριος  τόπος  διαμονής  του ίδιου  και του συζύγου του που επιζεί, το δικαστήριο μπορεί, κατά  τη διανομή  της  κληρονομίας,  ύστερα  από  αίτηση  του   τελευταίου, εκτιμώντας  τις  ειδικές  περιστάσεις, να επιδικάσει την κυριότητα του ακινήτου αποκλειστικά σ` αυτόν.  Αν η αξία του ακινήτου κατά το θάνατο του κληρονομουμένου είναι μεγαλύτερη από  την  αξία  της  κληρονομικής μερίδας  του συζύγου που επιζεί, η επιδίκαση γίνεται αφού ο τελευταίος καταβάλει τη διαφορά. Η διάταξη  αυτή  εφαρμόζεται  και  σε  περίπτωση διανομής  μόνο  του  ακινήτου  που χρησίμευε ως οικογενειακή στέγη, αν αυτό περιήλθε σε περισσότερους, ανάμεσα στους οποίους είναι ο  σύζυγος που επιζεί.

Άρθρο 1890
Τρόπος διανομής με διαθήκη

  Ο  κληρονομούμενος  μπορεί  να ορίσει με διαθήκη τον τρόπο της διανομής. Ιδίως μπορεί να αναθέσει τον τρόπο της διανομής στην  εύλογη κρίση τρίτου.

Άρθρο 1891
Νέμηση ανιόντος

  Ο ανιών μπορεί όσο ζει να διανείμει την περιουσία  του  μεταξύ  των κατιόντων  του  (νέμηση).   Η  διανομή  γίνεται  με  σύμβαση  και περιλαμβάνει μόνο  την  περιουσία  που  υπάρχει.   Ο  ανιών  όμως  δεν δεσμεύεται από τη διανομή αυτή για τις διατάξεις της διαθήκης του.

Άρθρο 1892

      Στοιχεία  περιουσίας  που  δεν  έχουν  περιληφθεί  στη  νέμηση διανέμονται όπως ορίζει ο νόμος.

Άρθρο 1893

Η  νέμηση  στην οποία έχει παραλειφθεί μεριδούχος κατιών είναι  άκυρη ως προς αυτόν κατά το ποσοστό της νόμιμης μοίρας.

Άρθρο 1894

       Εφόσον με τη νέμηση έχει προσβληθεί η νόμιμη μοίρα  κατιόντος, εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 1827.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ
Συνεισφορά
Άρθρο 1895
Τι συνεισφέρεται

   Οι   κατιόντες,  όταν  κληρονομούν  εξ  αδιαθέτου,  έχουν  την υποχρέωση να συνεισφέρουν ο ένας στον άλλον ο,τιδήποτε τους  δώρησε  ή οπωσδήποτε  τους  παραχώρησε  χωρίς  αντάλλαγμα ο κληρονομούμενος, όσο ζούσε, καθώς και ό,τι δαπάνησε για  την  επαγγελματική  μόρφωσή  τους, εφόσον  αυτό  υπερέβαινε  ό,τι  θα  ήταν  σύμφωνο  με  την  οικονομική κατάσταση του κληρονομουμένου. Δεν υπάρχει υποχρέωση συνεισφοράς, αν ο κληρονομούμενος το όρισε, όταν έδωσε την παροχή ή έκανε τη δαπάνη.

Άρθρο 1896
Συνεισφορά στη θέση άλλου

  Αν ο κατιών που ως κληρονόμος θα  είχε  υποχρέωση  συνεισφοράς  έχει εκπέσει  πριν  από  το θάνατο ή  μετά  το  θάνατο του κληρονομουμένου, ο κατιών που παίρνει τη θέση του έχει  υποχρέωση  να  συνεισφέρει  τις παροχές που έγιναν σ` εκείνον που έχει εκπέσει.

Αν  ο  κληρονομούμενος όρισε υποκατάστατο για τον κατιόντα που  έχει εκπέσει, σε περίπτωση αμφιβολίας ο υποκατάστατος  έχει  υποχρέωση  να συνεισφέρει τις παροχές που έγιναν σ` εκείνον που έχει εκπέσει.

Άρθρο 1897
Συνεισφορά σε περίπτωση διαδοχής από διαθήκη

  Αν  ο  κληρονομούμενος  εγκατέστησε κληρονόμους τους κατιόντες  του με την ίδια  αναλογία  μερίδων  που  θα  κληρονομούσαν  και  χωρίς διαθήκη,  σε  περίπτωση  αμφιβολίας υπάρχει υποχρέωση συνεισφοράς στην έκταση που θα υπήρχε και στην εξ αδιαθέτου διαδοχή.

Άρθρο 1898
Παροχή σε απώτερο κατιόντα

       Παροχή  που  έκανε  ο κληρονομούμενος σε απώτερο κατιόντα πριν εκπέσει ο εγγύτερος κατιών  που  τον  αποκλείει,  ή  σε  κατιόντα  που υπεισέρχεται ως υποκατάστατος άλλου κατιόντος δεν συνεισφέρεται, εκτός αν ο κληρονομούμενος κατά την παροχή διέταξε τη συνεισφορά.

Το   ίδιο   ισχύει   και  για  όποιον  έλαβε  παροχή  από  τον κληρονομούμενο πριν αποκτήσει τη νομική θέση κατιόντος.

Άρθρο 1899
Πώς γίνεται η συνεισφορά

  Η  συνεισφορά γίνεται με τον υπολογισμό της αξίας της παροχής,  για την οποία  υπάρχει  υποχρέωση  συνεισφοράς,  στην  κληρονομία  που πρέπει  να  διανεμηθεί  μεταξύ των κατιόντων και με την αφαίρεση κατόπιν της αξίας της από τη μερίδα  εκείνου  που  έχει  υποχρέωση  συνεισφοράς.

Για  τον προσδιορισμό της αξίας της παροχής ο χρόνος που έγινε  η παροχή.

Άρθρο 1900
 Μεγαλύτερη αξία της παροχής που συνεισφέρεται

    Αν η αξία της παροχής που πρέπει να συνεισφέρει ο κατιών είναι μεγαλύτερη  από  τη  μερίδα  που του ανήκει, δεν έχει υποχρέωση για το επιπλέον.  Σε τέτοια περίπτωση  η  κληρονομία  διανέμεται  μεταξύ  των λοιπών  κληρονόμων  χωρίς  να  υπολογίζεται  η  παροχή  που  έπρεπε να συνεισφέρει ο κατιών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΩΔΕΚΑΤΟ
Κληρονόμος με απογραφή
Άρθρο 1901
Ευθύνη απλού κληρονόμου

    Ο κληρονόμος ευθύνεται και με τη δική του  περιουσία  για  τις υποχρεώσεις   της   κληρονομίας.   Οι   κληροδοσίες   και   οι  τρόποι εκπληρώνονται μετά τις λοιπές υποχρεώσεις.

Άρθρο 1902
Αποδοχή με το ευεργέτημα της απογραφής

       `Οσο ο κληρονόμος έχει δικαίωμα να αποποιηθεί την  κληρονομία, μπορεί να δηλώσει ότι την αποδέχεται με το ευεργέτημα της απογραφής. Η δήλωση γίνεται στο γραμματέα του δικαστηρίου της κληρονομίας.

Η  δήλωση  αποδοχής  θεωρείται  ότι έγινε με το ευεργέτημα της απογραφής, αν ο κληρονόμος είναι πρόσωπο για το οποίο  η  αποδοχή  της κληρονομίας γίνεται κατά το νόμο με το ευεργέτημα της απογραφής.

Άρθρο 1903
Προθεσμία απογραφής

 Ο κληρονόμος με απογραφή οφείλει να τελειώσει την απογραφή της κληρονομικής  περιουσίας  μέσα σε τέσσερις μήνες αφότου γίνει η δήλωση του προηγούμενου άρθρου.

Άρθρο 1904
Ευθύνη κληρονόμου με απογραφή

    Ο κληρονόμος με απογραφή ευθύνεται  για  τις  υποχρεώσεις  της κληρονομίας έως το ενεργητικό της. Καμιά σύγχυση δεν επέρχεται ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του έναντι της κληρονομίας.

Άρθρο 1905
Η κληρονομία χωριστή ομάδα

  Αφότου  γίνει  η  δήλωση  της  αποδοχής  της κληρονομίας με το ευεργέτημα  της  απογραφής,  τα  δικαιώματα  και  οι  υποχρεώσεις  της κληρονομίας αποχωρίζονται αυτοδικαίως από την περιουσία του κληρονόμου και αποτελούν χωριστή ομάδα.

Άρθρο 1906
Εγγραφή υποθήκης

  Αν   έγινε  αποδοχή  της  κληρονομίας  με  το  ευεργέτημα  της απογραφής κάθε εγγραφή υποθήκης ή  προσημείωσης  που  έγινε  πάνω  στα κληρονομιαία  με οποιοδήποτε τίτλο μετά το θάνατο του κληρονομουμένου, δεν παρέχει κανένα προνόμιο έναντι των δανειστών της κληρονομίας.

Άρθρο 1907
Διοίκηση κληρονομίας

   Ο κληρονόμος με απογραφή διοικεί την  ομάδα  της  κληρονομίας, ευθύνεται για κάθε αμέλεια και υπόκειται σε λογοδοσία.

Άρθρο 1908
Εκποίηση ακινήτων και τίτλων

  Ο  κληρονόμος  με απογραφή δεν μπορεί να εκποιήσει χωρίς άδεια  του δικαστηρίου ακίνητα της κληρονομίας ή δημόσια χρεόγραφα ή  μετοχές  ή ομολογίες   ανώνυμων   εταιριών.    Τα   ακίνητα   εκποιούνται  με πλειστηριασμό, εκτός αν το δικαστήριο διατάξει διαφορετικά.

Άρθρο 1909
Παραχώρηση περιουσίας

    Ο κληρονόμος με απογραφή  έχει  δικαίωμα  να  παραχωρήσει  την κληρονομική   περιουσία  στους  δανειστές  της  κληρονομίας  και  τους κληροδόχους σύμφωνα με τις διατάξεις της πολιτικής δικονομίας.  Με την παραχώρηση αυτή απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση προς αυτούς.

Άρθρο 1910
 Αγωγές του κληρονόμου κατά της κληρονομίας

     Οι αγωγές του κληρονόμου  με  απογραφή  κατά  της  κληρονομίας απευθύνονται  κατά  των  λοιπών κληρονόμων και, αν δεν υπάρχουν άλλοι, διορίζεται ειδικός κηδεμόνας για τη  διεξαγωγή  της  δίκης,  κατά  τις διατάξεις για τον κηδεμόνα σχολάζουσας κληρονομίας.

Άρθρο 1911
`Εκπτωση από το ευεργέτημα

       Ο  κληρονόμος  χάνει  το  ευεργέτημα της απογραφής:

1.  αν δεν συνέταξε εμπρόθεσμα απογραφή

2.  αν δολίως έκανε ανακριβή απογραφή

3. σε περίπτωση δόλου σχετικά με τη διαχείριση της κληρονομικής ομάδας

4. αν εκποίησε ακίνητα ή δημόσια χρεόγραφα ή μετοχές ή ομολογίες ανώνυμων εταιριών χωρίς άδεια του δικαστηρίου.

1
Άρθρο 1912

        Σε περίπτωση προσώπων ανίκανων ή με περιορισμένη ικανότητα για δικαιοπραξία,  για  τα οποία η αποδοχή της κληρονομίας γίνεται κατά το νόμο με το ευεργέτημα της απογραφής, έκπτωση από το ευεργέτημα  επειδή δεν  συντάχθηκε  απογραφή  επέρχεται  αν  μέσα σε ένα χρόνο, αφότου τα πρόσωπα έγιναν απεριορίστως ικανά, δεν έκαναν την απογραφή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ
Δικαστική εκκαθάριση της κληρονομίας
Άρθρο 1913
Πότε διατάζεται

      Το  δικαστήριο  της  κληρονομίας  μπορεί,  ύστερα  από  αίτηση οποιουδήποτε δανειστή της,να διατάξει την εκκαθάριση της κληρονομίας.

Η εκκαθάριση διατάζεται και αν ακόμα η κληρονομία σχολάζει ή ο κληρονόμος τη δέχτηκε με το ευεργέτημα της απογραφής.

Το δικαστήριο μπορεί να απορρίψει την αίτηση, αν ο  κληρονόμος παρέχει ασφάλεια υπέρ του δανειστή που τη ζήτησε.

Άρθρο 1914
Η κληρονομία χωριστή ομάδα

      Από τη δημοσίευση της απόφασης που διατάζει την εκκαθάριση, τα δικαιώματα   και   οι   υποχρεώσεις   της   κληρονομίας  αποχωρίζονται αυτοδικαίως από την περιουσία του  κληρονόμου  και  αποτελούν  χωριστή ομάδα  που  διοικείται  από  τον  εκκαθαριστή, κάθε εγγραφή υποθήκης ή προσημείωσης, που έγινε στα κληρονομιαία με οποιοδήποτε τίτλο μετά  το θάνατο  του  κληρονομουμένου,  δεν  παρέχει κανένα προνόμιο έναντι των δανειστών της κληρονομίας.

Άρθρο 1915
Διορισμός εκκαθαριστών

      Η απόφαση που διατάζει την εκκαθάριση διορίζει εκκαθαριστή της κληρονομίας.  Εκκαθαριστής μπορεί να διοριστεί και ο κληρονόμος ή ένας από τους κληρονόμους, αν έχει πλήρη Ικανότητα για δικαιοπραξία.

Άρθρο 1916
Πρόσκληση κληρονομικών δανειστών

  Ο εκκαθαριστής μέσα σε ένα μήνα από την κοινοποίηση σ αυτόν της απόφασης δημοσιεύει στον τύπο περίληψή της με πρόσκληση των  δανειστών της   κληρονομίας   να   αναγγείλουν   τις   απαιτήσεις  τους  και  τα δικαιολογητικά τους στοιχεία.

Η απόφαση που διατάζει την εκκαθάριση καθορίζει τα  σχετικά  με  τη δημοσίευση.   Σε  κάθε  περίπτωση  η περίληψη με την πρόσκληση των δανειστών  δημοσιεύεται  σε  εφημερίδα  της  τελευταίας  Κατοικίας   ή διαμονής του κληρονομουμένου.

Άρθρο 1917
Αναγγελία δανειστών

    Μέσα  σε  τέσσερις  μήνες  από  την  τελευταία  δημοσίευση που γίνεται σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο, όποιος θεωρεί τον  εαυτό  του δανειστή  της  κληρονομίας  οφείλει να αναγγείλει στον εκκαθαριστή την απαίτησή του με τα δικαιολογητικά στοιχεία.

Με βάση τις απαιτήσεις που αναγγέλθηκαν  ο  εκκαθαριστής  έχει υποχρέωση,  μέσα  σε  τρεις μήνες από την παρέλευση της προθεσμίας για αναγγελία, να τελειώσει την απογραφή της κληρονομίας.   Το  δικαστήριο της κληρονομίας μπορεί να παρατείνει αυτή την προθεσμία για σπουδαίους λόγους.

Άρθρο 1918
`Εργο του εκκαθαριστή

         Ο εκκαθαριστής διοικεί την ομάδα  της  κληρονομίας,  ευθύνεται για κάθε αμέλεια και έχει την υποχρέωση να λογοδοτήσει.

`Εως  το  τέλος  της  απογραφής επαληθεύει τις υποχρεώσεις της κληρονομίας, εισπράττει τις  απαιτήσεις  και  εκποιεί  τα  κινητά  και ακίνητά της.

Κάθε χρηματικό ποσόν που εισπράττεται κατατίθεται  εντόκως  σε ασφαλή τράπεζα.

Σε  περίπτωση  εκποίησης  ακινήτων  ή  δημόσιων  χρεογράφων  ή μετοχών ή ομολογιών ανώνυμων εταιριών εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 1908.

Άρθρο 1919
Αμοιβή του

     Ο  εκκαθαριστής  έχει  δικαίωμα  να  λάβει ανάλογη αμοιβή, που ορίζεται από το  δικαστήριο  της  κληρονομίας.  Το  δικαστήριο  ακούει προηγουμένως  τον  κληρονόμο,  αν  αυτό  δεν είναι αδύνατο ή ιδιαίτερα δύσκολο.

Άρθρο 1920
Ανεπάρκεια κληρονομίας

    Αν  από  την  απογραφή  προκύπτει  ότι   το   ενεργητικό   της κληρονομίας  δεν  είναι αρκετό για την εξόφληση των υποχρεώσεών της, ο εκκαθαριστής έχει υποχρέωση, πριν εξοφλήσει οποιοδήποτε  δανειστή,  να ζητήσει  από  το  δικαστήριο  της  κληρονομίας να ρυθμίσει τη σύμμετρη πληρωμή  όλων  των  δανειστών,  χωρίς  να  θίγονται  τα  προνόμια  που αποκτήθηκαν  κατά  το  νόμο  ή  οι  υποθήκες που έχουν εγγραφεί και τα ενέχυρα που έχουν συσταθεί πριν από το θάνατο του κληρονομουμένου.

Οι δανειστές υπό αίρεση κατατάσσονται με την αίρεση αυτή.

Άρθρο 1921
Δανειστές που δεν αναγγέλθηκαν

 Οι δανειστές της κληρονομίας που δεν  αναγγέλθηκαν  εμπρόθεσμα  κατά το  άρθρο  1917  ικανοποιούνται  μόνο  αν μετά την εξόφληση όσων αναγγέλθηκαν απομείνει κληρονομική περιουσία.

Άρθρο 1922
Εκκαθάριση και περιορισμός της ευθύνης

   Με την απόφαση που διατάζει την εκκαθάριση της κληρονομίας δεν περιορίζεται  η  ευθύνη  του  κληρονόμου  για  τις   υποχρεώσεις   της κληρονομίας,εφόσον   δεν   είναι   κληρονόμος  με  το  ευεργέτημα  της απογραφής.Αλλά αν έχει τέτοια ιδιότητα,από τη δημοσίευση της  απόφασης παύουν τα καθήκοντά του ως κληρονόμου με απογραφή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Κληρονομικό καταπίστευμα
Άρθρο 1923
 `Εννοια

       Ο  διαθέτης  μπορεί  να  υποχρεώσει τον κληρονόμο να παραδώσει έπειτα από ορισμένο  γεγονός  ή  χρονικό  σημείο  την  κληρονομία  που απέκτησε ή ποσοστό της σε άλλον (καταπιστευματοδόχο).

Τέτοια υποχρέωση δεν μπορεί να επιβληθεί στον καταπιστευματοδόχο.

Άρθρο 1924

Με την επιφύλαξη του άρθρου 1711 εδ. β, αν ο διαθέτης εγκατέστησε κληρονόμο πρόσωπο που δεν είχε ακόμη συλληφθεί κατά το θάνατό του, ο εγκατάστατος θεωρείται καταπιστευματοδόχος. Το ίδιο ισχύει και αν εγκαταστάθηκε κληρονόμος Νομικό πρόσωπο που δεν είχε ακόμη συσταθεί κατά το θάνατο του διαθέτη.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε  με την παρ.2 άρθρ.τρίτου  Ν.3089/2002,ΦΕΚ Α 327/23.12.2002.

Άρθρο 1925
Εγκατάσταση με αναβλητική αίρεση ή προθεσμία

        Αν ο διαθέτης  εγκατέστησε  κάποιον  κληρονόμο  με  αναβλητική αίρεση ή προθεσμία που δεν είχε πληρωθεί κατά το θάνατο του διαθέτη, ο εγκατάστατος θεωρείται καταπιστευματοδόχος.

Το  ίδιο  ισχύει  και  αν  ο  προσδιορισμός  του  εγκαταστάτου εξαρτάται από το γεγονός που επέρχεται μετά το θάνατο του διαθέτη.

Άρθρο 1926
Εγκατάσταση με διαλυτική αίρεση ή προθεσμία

        Αν  ο  διαθέτης  εγκατέστησε  κάποιον  κληρονόμο  με διαλυτική αίρεση ή προθεσμία, χωρίς να ορίσει τον καταπιστευματοδόχο,  θεωρείται καταπιστευματοδόχος  το  πρόσωπο  που  θα  κληρονομούσε  το διαθέτη εξ αδιαθέτου αν ο  διαθέτης  πέθαινε  κατά  την  πλήρωση  της  αίρεσης  ή προθεσμίας.

Άρθρο 1927
  Απαγόρευση εκποίησης ή διάθεσης

  Αν  ο  διαθέτης  απαγόρευσε  στον  κληρονόμο  την εκποίηση της κληρονομίας ή  τη  διάθεση  της  με  διάταξη  τελευταίας  βούλησης, σε περίπτωση   αμφιβολίας  οι  εξ  αδιαθέτου  κληρονόμοι  του  κληρονόμου θεωρούνται καταπιστευματοδόχοι.

Άρθρο 1928

Αν ο διαρέτης  απαγόρευσε  στον  κληρονόμο  την  εκποίηση  της κληρονομίας  ή  τη  διάθεσή  της  με  διάταξη  τελευταίας βούλησης και συγχρόνως προσδιόρισε  το  πρόσωπο  για  χάρη  του  οποίου  έταξε  την απαγόρευση,  σε  περίπτωση αμφιβολίας το πρόσωπο που προσδιορίστηκε μ` αυτό τον τρόπο θεωρείται καταπιστευματοδόχος.

Άρθρο 1929
Οικογενειακό καταπίστευμα

     Αν ο διαθέτης εγκατέστησε κληρονόμο και όρισε η  κληρονομία  ή ποσοστό  της  να  διατηρηθεί  στην οικογένειά του με την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 1923 παρ. 2  θεωρούνται  σε  περίπτωση  αμφιβολίας καταπιστευματοδόχου μετά το θάνατο του εγκαταστάτου όλα τα πρόσωπα που θα κληρονομούσαν εξ αδιαθέτου το διαθέτη αν πέθαινε κατά το θάνατο του εγκαταστάτου.

Για  άλλους  απώτερους  συγγενείς  του  διαθέτη  δεν ισχύει το Οικογενειακό καταπίστευμα.

Άρθρο 1930

        Αν ο διαθέτης εγκατέστησε κληρονόμο και όρισε η  κληρονομία  ή ποσοστό  της  να  διατηρηθεί  στην  οικογένεια  του κληρονόμου, με την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 1923 παρ.  2 θεωρούνται σε περίπτωση αμφιβολίας καταπιστευματοδόχου μετά τον θάνατο του εγκαταστάτου όλα τα πρόσωπα που θα κληρονομούσαν εξ αδιαθέτου τον κληρονόμο.

Για άλλους απώτερους συγγενείς του κληρονόμου  δεν  ισχύει  το Οικογενειακό καταπίστευμα.

Άρθρο 1931
Ειδική περίπτωση βεβαρημένου

 Στις  περιπτώσεις  των  άρθρων  1924  και  1925 ωσότου γίνει η επαγωγή της κληρονομίας  στον  καταπιστευματοδόχο  χωρεί  ως  προς  τη μερίδα του η εξ αδιαθέτου διαδοχή.

Άρθρο 1932
  Σιωπηρή υποκατάσταση

 `Οποιος  εγκαταστάθηκε  ως  καταπιστευματοδόχος,  σε περίπτωση αμφιβολίας  θεωρείται  ότι  έχει  οριστεί  και  ως  υποκατάστατος  του κληρονόμου.

Άρθρο 1933
`Ατεκνος κατιών

   Αν ο διαθέτης εγκατέστησε καταπιστευματοδόχο για την περίπτωση θανάτου  του  κατιόντος  του,  που  κατά  τη σύνταξη της διαθήκης ήταν άτεκνος, ο καταπιστευματοδόχος θεωρείται  ότι  εγκαταστάθηκε  για  την περίπτωση που ο κατιών θα πέθαινε άτεκνος.

Άρθρο 1934
`Εκταση καταπιστεύματος

   Το  δικαίωμα  του  καταπιστευματοδόχου σε περίπτωση αμφιβολίας εκτείνεται και στη μερίδα που απέκτησε ο κληρονόμος  από  την  έκπτωση κάποιου συγκληρονόμου. Σε περίπτωση αμφιβολίας δεν περιλαμβάνε, και το εξαίρετο που καταλείφθηκε στον κληρονόμο.

Άρθρο 1935
Χρόνος επαγωγής

  Η  επαγωγή  της  κληρονομίας στον καταπιστευματοδόχο επέρχεται  μόλις πεθάνει ο κληρονόμος,  αν ο διαθέτης  δεν  έταξε  κάποιο  άλλο γεγονός ή χρονικό σημείο.

Στις  περιπτώσεις  του  άρθρου  1924 η επαγωγή επέρχεται μόλις  γίνει ο τοκετός ή μόλις συσταθεί το Νομικό πρόσωπο.

Άρθρο 1936
`Υπαρξη του τιμώμενου προσώπου

       Καταπιστευματοδόχος  μπορεί  να  είναι  μόνο  όποιος   ζει   ή τουλάχιστον  έχει  συλληφθεί  κατά  το  χρόνο  που επάγεται σ` αυτόν η κληρονομία.

Αν ο καταπιστευματοδόχος δεν ζει ή  δεν έχει συλληφθεί κατ`αυτό το  χρόνο,  εφόσον ο διαθέτης δεν όρισε διαφορετικά,  η κληρονομία παραμένει στο κληρονόμο.

Άρθρο 1937
Δικαιώματα βεβαρημένου

  Ωσότου γίνει η επαγωγή στον  καταπιστευματοδόχο  ο  κληρονόμος  ασκεί τις  κληρονομικές  αγωγές  και  διαχειρίζεται  την  κληρονομία, απέναντι στον καταπιστευματοδόχο εθύνεται για  όση  επιμέλεια  δείχνει στις δικές του υποθέσεις.

Διάθεση  των  αντικειμένων  της κληρονομίας, αν ο διαθέτης δεν  όρισε διαφορετικά, συγχωρείται μόνο όταν επιβάλλεται από τους  κανόνες  της τακτικής    διαχείρισης    ή   έδωσε   τη   συναίνεσή   του   ο καταπιστευματοδόχος ή στην  περίπτωση  του  άρθρου  1939.   Κάθε  άλλη διάθεση αποβαίνει άκυρη μόλις γίνει η επαγωγή στον καταπιστευματοδόχο.

Άρθρο 1938
Δαπάνες

   Ωσότου  γίνει  η  επαγωγή στον καταπιστευματοδόχο ο κληρονόμος βαρύνεται μόνο με τις αναγκαίες δαπάνες και με  τις  δαπάνες  για  την παραγωγή  καρπών,  καθώς  και  με  τα  τακτικά  βάρη των κληρονομιαίων αντικειμένων.  Κάθε άλλη δαπάνη κρίνεται κατά  τις  διατάξεις  για  τη διοίκηση αλλοτρίων.

Άρθρο 1939
Αποκατάσταση του υπολοίπου

    Αν  ο  καταπιστευματοδόχος  εγκαταστάθηκε  σε ό,τι βρεθεί στην κληρονομία κατά το χρόνο της  επαγωγής  σ`  αυτόν,  ή  αν  ο  διαθέτης επέτρεψε  ελεύθερη  διαχείριση  στον κληρονόμο, αυτός έχει δικαίωμα να διαθέτει τα κληρονομιαία αντικείμενα.

Άρθρο 1940
Αποδοχή ή αποποίηση του καταπιστεύματος

 Μόλις γίνει η επαγωγή της κληρονομίας στον  καταπιστευματοδόχο  αυτός δικαιούται να αποδεχτεί ή να αποποιηθεί την κληρονομία κατά τις διατάξεις για την αποδοχή ή την αποποίησή της.

Άρθρο 1941
Αποκατάσταση και αποτέλεσμα

 Μόλις γίνει η επαγωγή της κληρονομίας στον  καταπιστευματοδόχο  ο κληρονόμος  παύει να είναι κληρονόμος και έχει υποχρέωση να παραδώσει την  κληρονομία  στην  κατάσταση  που  θα βρισκόταν ύστερα από τακτική διαχείριση, εκτός από τους καρπούς που έχουν παραχθεί έως την επαγωγή. Ο καταπιστειματοδόχος έχει δικαίωμα να ζητήσει λογοδοσία.

Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που αποσβέστηκαν με τη σύγχυση αναβιώνουν αυτοδικαίως.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΠΕΜΠΤΟ
Εκποίηση της κληρονομίας
Άρθρο 1942
Πώληση της κληρονομίας

      Ο κληρονόμος μπορεί να πουλήσει την κληρονομία  που  του  έχει επαχθεί, ολόκληρη ή ποσοστό της.

Η πώληση γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο.

Άρθρο 1943
Τι περιλαμβάνει

 Κάθε  όφελος  που  προέρχεται  από  τη  ματαίωση κληροδοσίας ή τρόπου ή από  καταπίστευμα  ή  από  την  υποχρέωση  συγκληρονόμου  για συνεισφορά ανήκει στον αγοραστή.

Άρθρο 1944

        Κληρονομική   μερίδα   που   επάγεται  στον  πωλητή  μετά  την αγοραπωλησία από καταπίστευμα ή από έκπτωση συγκληρονόμου καθώς και το εξαίρετο που καταλείφθηκε στον πωλητή,  σε  περίπτωση  αμφιβολίας  δεν θεωρείται ότι περιλαμβάνονται στην πώληση.

Το ίδιο ισχύει και για οικογενειακά έγγραφα και κειμήλια.

Άρθρο 1945
Υποχρεώσεις του πωλητή

  Ο  πωλητής  έχει  υποχρέωση  να  μεταβιβάσει  στον αγοραστή τα αντικείμενα  της  κληρονομίας  που  υπάρχουν   κατά   το   χρόνο   της αγοραπωλησίας,  καθώς  και  όσα  απέκτησε πριν από την αγοραπωλησία με κάποιο δικαίωμα της κληρονομίας ή ως αποζημίωση για  τη  χειροτέρευση, την  καταστροφή  ή την αφαίρεση αντικειμένου της ή με δικαιοπραξία που σχετίζεται με την κληρονομία.

Άρθρο 1946

Για κάθε ανάλωση ή εκποίηση χωρίς αντάλλαγμα αντικειμένου  της κληρονομίας  πριν  από  την  αγοραπωλησία  ο πωλητής έχει υποχρέωση να αποκαταστήσει στον αγοραστή την αντίστοιχη  αξία  κατά  το  χρόνο  της ανάλωσης  ή εκποίησης, εκτός αν ο αγοραστής γνώριζε κατά την κατάρτιση της αγοραπωλησίας την ανάλωση ή την εκποίηση.

Ο   αγοραστής   δεν   έχει   δικαίωμα   αποζημίωσης   εξαιτίας χειροτέρευσης,   καταστροφής   ή  από  άλλο  λόγο  αδυναμίας  απόδοσης αντικειμένου της κληρονομίας.

Άρθρο 1947
Ελαττώματα, έλλειψη δικαιώματος, βάρη

      Ο  πωλητής  της  κληρονομίας  δεν  ευθύνεται  για πραγματικά ή νομικά ελαττώματα των επί μέρους αντικειμένων της.

Ο πωλητής  ευθύνεται  για  την  ύπαρξη  του  κληρονομικού  του δικαιώματος,   καθώς   και   για   το  ότι  αυτό  είναι  ελεύθερο  από καταπίστευμα, κληροδοσία ή τρόπο ή βάρος νόμιμης  μοίρας  ή  υποχρέωση για  συνεισφορά,  διορισμό  εκτελεστή διαθήκης και διάταξη του διαθέτη που αφορά τη διανομή.

Ο πωλητής ευθύνεται επίσης για τη  απώλεια  του  ευεργετήματος της απογραφής.

Άρθρο 1948
`Οσα αποσβέστηκαν με σύγχυση

   Υποχρεώσεις και δικαιώματα που αποσβέστηκαν με σύγχυση από την επαγωγή  της  κληρονομίας, στις σχέσεις πωλητή και αγοραστή θεωρούνται ότι δεν αποσβέσθηκαν.

Άρθρο 1949
 Υποχρεώσεις του αγοραστή

  Ο αγοραστής έχει υποχρέωση απέναντι στον πωλητή να  εκπληρώσει  τις υποχρεώσεις  της  κληρονομίας,  εκτός  από εκείνες για τις οποίες ευθύνεται κατά το άρθρο 1947 ο πωλητής.  Ο  αγοραστής  έχει  υποχρέωση απέναντι στον πωλητή και για τους φόρους που βαρύνουν την κληρονομία.

Αν ο πωλητής εκπλήρωσε υποχρέωση της κληρονομίας πριν από  την αγοραπωλησία, έχει δικαίωμα να ζητήσει από τον αγοραστή αποζημίωση.

Άρθρο 1950
Ωφελήματα, βάρη, κίνδυνος

 Τα ωφελήματα που έχουν εξαχθεί από την κληρονομία πριν από  την αγοραπωλησία  ανήκουν  στον  πωλητή,  ο  οποίος  φέρει και τα βάρη που αναλογούν σ αυτό το χρόνο, μεταξύ  των  οποίων  και  τους  τόκους  των υποχρεώσεων της κληρονομίας.

Άρθρο 1951

        Από  την  κατάρτιση  της  αγοραπωλησίας  ο αγοραστής φέρει τον κίνδυνο της τυχαίας καταστροφής ή χειροτέρευσης των  αντικειμένων  της κληρονομίας.  Απ` αυτό το χρόνο ανήκουν στον αγοραστή τα ωφελήματα και αυτός φέρει τα βάρη.

Άρθρο 1952
Δαπάνες

  Ο  αγοραστής  έχει  υποχρέωση  να  αποδώσει  στον  πωλητή  τις αναγκαίες   δαπάνες   που  έκανε  για  την  κληρονομία  πριν  από  την αγοραπωλησία. Για κάθε άλλη δαπάνη που έγινε πριν από την αγοραπωλησία ο αγοραστής έχει υποχρέωση μόνο εφόσον κατά το χρόνο της αγοραπωλησίας σώζεται η αύξηση της αξίας της κληρονομίας που  προήλθε  απ`  αυτή  τη δαπάνη.

Άρθρο 1953
Ευθύνη προς τους δανειστές

   Ο  αγοραστής  από  την  κατάρτιση  της αγοραπωλησίας ευθύνεται απέναντι στους δανειστές της κληρονομίας, εξακολουθεί όμως ακέραιη και η ευθύνη του πωλητή.  Αυτό ισχύει και για υποχρεώσεις για τις οποίες ο αγοραστής δεν έχει, υποχρέωση απέναντι στον πωλητή κατά τα άρθρα  1949 και 1950.

Συμφωνία   μεταξύ  πωλητή  και  αγοραστή  που  απαλλάσσει  τον αγοραστή ή  περιορίζει  την  ευθύνη  του  δεν  ισχύει  απέναντι  στους δανειστές.

Άρθρο 1954
Ευεργέτημα απογραφής

       Ο  αγοραστής  μπορεί  να  ασκήσει το δικαίωμα της αποδοχής της κληρονομίας με το ευεργέτημα της απογραφής εφόσον ο πωλητής είχε  αυτο το δικαίωμα κατά την κατάρτιση της αγοραπωλησίας.

Η σύνταξη απογραφής από τον πωλητή ή τον αγοραστή ωφελεί και  τους δύο.

Άρθρο 1955
Αλλες συμβάσεις εκποίησης

  Οι διατάξεις για την πώληση κληρονομίας εφαρμόζονται  αναλόγως  και σε κάθε άλλη σύμβαση που έχει σκοπό την εκποίηση κληρονομίας.

Σε περίπτωση δωσεάς ο δωρητής δεν ευθύνεται για την ανάλωση ή  τη χωρίς αντάλλαγμα εκποίηση πριν από τη δωρεά, ούτε για τις ελλείψεις  ή τους  περιορισμούς  του  κληρονομικού  δικαιώματος,  εκτός  αν  τα αποσιώπησε με δόλο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΚΤΟ
Κληρονομητήριο
Άρθρο 1956
`Εννοια

Ο ειρηνοδίκης, ύστερα από αίτηση του κληρονόμου, του παρέχει πιστοποιητικό για το κληρονομικό του δικαίωμα και τη μερίδα που του αναλογεί (κληρονομητήριο).

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το αρθρ.  5 παρ.1, 110 παρ.21 Ν.4055/2012 (ΦΕΚ Α 51) και 1 περ.α` Ν. 4077/2012,ΦΕΚ Α 168

Άρθρο 1957
Περιεχόμενο της αίτησης

     Εκείνος που ζητεί  κληρονομητήριο  οφείλει  να  αναφέρει  στην αίτηση:

1. Τη χρονολογία του θανάτου του κληρονομουμένου,

2.τη διαθήκη και  το  περιεχόμενό  της  ή τη συγγενική σχέση στην οποία στηρίζει το κληρονομικό του δικαίωμα,

3. ότι δεν  υπάρχουν  άλλα  πρόσωπα  που  να αποκλείουν  ή  να περιορίζουν το κληρονομικό του δικαίωμα,ή ότι εκείνα που υπήρχαν εξέπεσαν, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο εξέπεσαν:

4. αν υπάρχουν άλλες διαθήκες, το περιεχόμενό τους: 5. αν εκκρεμεί δίκη  για το κληρονομικό δικαίωμα.

Άρθρο 1958

Εκείνος που υποβάλει την αίτηση αποδεικνύει με δημόσια έγγραφα την ακρίβεια όσων αναφέρονται στο προηγούμενο άρθρο. Αν είναι αδύνατον ή ιδιαίτερα δύσκολο να προσαχθεί δημόσιο έγγραφο, ο ειρηνοδίκης μπορεί να επιτρέπει άλλα αποδεικτικά μέσα, υποχρεώνοντας συγχρόνως αυτόν που υπέβαλε την αίτηση να βεβαιώσει ενόρκως ότι δεν γνωρίζει κανένα γεγονός αντίθετο με τις δηλώσεις του.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρ.  5 παρ.2, 110 παρ.21 Ν.4055/2012 (ΦΕΚ Α 51) και 1 περ.α` Ν. 4077/2012,ΦΕΚ Α 168

Άρθρο 1959

Ο ειρηνοδίκης έχει δικαίωμα να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως με κάθε τρόπο για να εξακριβώσει τις δηλώσεις εκείνου που ζητεί το κληρονομητήριο και ιδίως να διατάξει να δημοσιευθεί η αίτηση, καθορίζοντας και τον τρόπο δημοσίευσης της.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρ. 5 παρ.3, 110 παρ.21 Ν.4055/2012 (ΦΕΚ Α 51) και 1 περ.α` Ν. 4077/2012,ΦΕΚ Α 168

Άρθρο 1960
Περισσότεροι κληρονόμοι

    Αν  υπάρχουν  περισσότεροι  κληρονόμοι, με αίτηση οποιουδήποτε  απ` αυτούς παρέχεται κοινό κληρονομητήριο. Στην περίπτωση αυτή εκείνος  που το ζητεί πρέπει να αναφέρει τα ονόματα και τις  μερίδες  όλων  των κληρονόμων,  καθώς  και ότι αυτοί αποδέχτηκαν την κληρονομία και ακόμη να αποδείξει τις δηλώσεις του αυτές.

«Ο ειρηνοδίκης μπορεί να απαιτήσει από όλους τους κληρονόμους να βεβαιώσουν ενόρκως ότι δεν γνωρίζουν κανένα γεγονός αντίθετο με τις δηλώσεις.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με τα άρθρ. 1 παρ.4, 110 παρ.21 Ν.4055/2012 (ΦΕΚ Α 51) και 1 περ.α` Ν. 4077/2012,ΦΕΚ Α 168.

Άρθρο 1961
Περιεχόμενο του κληρονομητηρίου

Το κληρονομητήριο παρέχεται μόνον αν ο ειρηνοδίκης κρίνει ότι έχουν αποδειχτεί όσα αναφέρονται στην αίτηση.

Το  κληρονομητήριο  αναγράφει  τον κληρονόμο, και, αν υπάρχουν περισσότεροι, και  την  κληρονομική  μερίδα  καθενός,  και  ακόμη  τον εκτελεστή  της  διαθήκης,  καθώς  και  τον καταπιστευματοδόχο και τους όρους με τους οποίους αυτός διορίζεται.

Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρ. 1 παρ.5, 110 παρ.21 Ν.4055/2012 (ΦΕΚ Α 51) και 1 περ.α` Ν. 4077/2012,ΦΕΚ Α  68.

Άρθρο 1962
Τεκμήριο κληρονομικής ιδιότητας

           Αυτός  που   στο   κληρονομητήριο   κατονομάζεται   κληρονόμος τεκμαίρεται ότι έχει το κληρονομικό δικαίωμα που αναφέρεται σ αυτό και ότι  δεν  περιορίζεται  από  άλλες  διατάξεις  εκτός  από  εκείνες που αναγράφονται στο κληρονομητήριο.

Άρθρο 1963
Ισχύς των δικαιοπραξιών

    Κάθε δικαιοπραξία αυτού που αναγράφεται στο κληρονομητήριο  ως κληρονόμος  με  τρίτον ή του τρίτου έναντι του κληρονόμου αυτού ισχύει υπέρ του τρίτου, σε όση έκταση υπάρχει το  τεκμήριο  του  προηγούμενου άρθρου  εκτός αν ο τρίτος γνώριζε την ανακρίβεια του κληρονομητηρίου ή τη δικαστική του ανάκληση.

Άρθρο 1964
Ανακριβές κληρονομητήριο

    Ο πραγματικός κληρονόμος ή ο εκτελεστής της διαθήκης μπορεί να απαιτήσει από εκείνον που  κατέχει  ανακριβές  κληρονομητήριο,  να  το παραδώσει στο δικαστήριο της κληρονομίας.

`Οποιος έχει πάρει Ανακριβές κληρονομητήριο  οφείλει  να  δώσει στον πραγματικό  κληρονόμο  πληροφορίες   για   την   κατάσταση   της κληρονομίας και για την τύχη των αντικειμένων της.

Άρθρο 1965
Αφαίρεση ή ακύρωση του κληρονομητηρίου

    Αν  το  κληρονομητήριο  που  χορηγήθηκε  είναι  ανακριβές,  το δικαστήριο της κληρονομίας διατάζει να αφαιρεθεί. Με την  αφαίρεση  το κληρονομητήριο παύει να ισχύει.

Αν  η αφαίρεση του κληρονομητηρίου δεν είναι αμέσως δυνατή, το δικαστήριο το κηρύσσει με απόφασή του ανίσχυρο.  Περίληψη της απόφασης δημοσιεύεται στον τύπο σύμφωνα με όσα  καθορίζονται  στην  απόφαση.  Η περίληψη  καταχωρίζεται  σε κάθε περίπτωση σε εφημερίδα της τελευταίας Κατοικίας ή διαμονής του κληρονομουμένου.  `Οταν  περάσει  ένας  μήνας από την τελευταία καταχώριση, η απόφαση που κηρύσσει το κληρονομητήριο ανίσχυρο ισχύει για όλους.

Άρθρο 1966

        Το  δικαστήριο  της  κληρονομίας  έχει  δικιαίωμα να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως αν είναι ακριβές το κληρονομητήριο που χορηγήθηκε και να το ανακαλέσει ή να το τροποποιήσει.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΒΔΟΜΟ
Κληροδοσίες
Άρθρο 1967
Ποιός βαρύνεται

  Βεβαρημένος με κληροδοσία μπορεί  να  είναι  ο  κληρονόμος,  ο καταπιστευματοδόχος και κληροδόχος.

Εφόσον ο διαθέτης δεν όρισε διαφορετικά, βεβαρημένος  είναι  ο κληρονόμος.

Άρθρο 1968
Περισσότεροι βεβαρημένοι

  Αν   βαρύνονται   περισσότεροι  κληρονόμοι  ή  κληροδόχοι,  σε περίπτωση αμφιβολίας ο κάθε κληρονόμος λογίζεται ότι βαρύνεται ανάλογα με τη μερίδα του και  ο  κάθε  κληροδόχος  ανάλογα  με  την  αξία  του αντικειμένου που του κληροδοτήθηκε.

Το ίδιο ισχύει και αν περισσότεροι βαρύνονται  διαζευκτικά  με  μια κληροδοσία.

Άρθρο 1969
Εξαίρετο

 Η  κληροδοσία  που αφέθηκε στον κληρονόμο (εξαίρετο) θεωρείται κληροδοσία και ως προς το μέρος της με το οποίο βαρύνεται με  αυτήν  ο ίδιος.

Άρθρο 1970
Σιωπηρό κληροδότημα

   Αν  ο διαθέτης διέταξε να μην περιέλθει στον εγκατάστατο με τη διαθήκη αντικείμενο της κληρονομίας, το αντικείμενο αυτό θεωρείται ότι κληροδοτήθηκε στον εξ αδιαθέτου κληρονόμο.

Άρθρο 1971
Προσδιορισμός από το βεβαρημένο ή από τρίτο

     Αν  κληροδόχος  ορίστηκε  πρόσωπο  από  ορισμένο  κύκλο,  κατ` επιλογήν  του  βεβαρημένου ή τρίτου, ο καθορισμός του προσώπου γίνεται από το βεβαρημένο με δήλωσή του προς αυτό και από τον τρίτο με  δήλωσή του  προς  το  βεβαρημένο.   Σε  περίπτωση  αμφιβολίας λογίζεται ότι ο καθορισμός έχει ανατεθεί στο βεβαρημένο.

Αν ο  βεβαρημένος  ή  ο  τρίτος  δεν  μπορούν  να  κάνουν  τον καθορισμό,  ή  αν  η δικαστική προθεσμία που τάχθηκε για το σκοπό αυτό πέρασε άπρακτη, όλα τα πρόσωπα θεωρούνται δανειστές εις ολόκληρον  και δεν χωρεί Αναγωγή εναντίον εκείνο που έλαβε το κληροδότημα.

Άρθρο 1972

    Αν  ο διαθέτης άφησε κληροδοσία σε  περισσότερους και ανέθεσε  στο βεβαρημένο ή σε  τρίτο  να  καθορίσει τι θα  πάρει ο  καθένας  από  το αντικείμενο  που  κληροδοτήθηκε, ο καθορισμός γίνεται με τον τρόπο που ορίζει το προηγούμενο άρθρο.

Αν ο  βεβαρημένος  ή  ο  τρίτος  δεν  μπορούν  να  κάνουν  τον καθορισμό,  ή  αν πέρασε άπρακτη η δικαστική προθεσμία που τάχθηκε για το σκοπό αυτό, όλοι οι  τιμώμενοι  έχουν  δικαίωμα  σε  ίσα  μέρη  της κληροδοσίας.

Άρθρο 1973

        Αν  ο  διαθέτης όρισε να πάρει ο τιμώμενος ένα από περισσότερα αντικείμενα και η επιλογή έχει ανατεΘεί  σε  τρίτο,  αυτή  γίνεται  με δήλωση  προς  το  βεβαρημένο.   Αν  ο  τρίτος  δεν  μπορεί να κάνει τη επιλογή, ή αν πέρασε άπρακτη η δικαστική προθεσμία που τάχθηκε για  το σκοπό αυτό, το δικαίωμα της επιλογής περιέρχεται στο βεβαρημένο.

Άρθρο 1974
Προσδιορισμός κατά δίκαιη κρίση

 Ο διαθέτης μπορεί να αναθέσει στη δίκαιη κρίση του βεβαρημένου  ή τρίτου τον καθορισμό του αντικειμένου της κληροδοσίας, εφόσον όρισε  το σκοπό της κληροδοσίας.  Σε τέτοια κληροδοσία εφαρμόζονται  αναλόγως  οι διατάξεις  που  ισχύουν  στις  συμβάσεις  για παροχή που πρέπει να προσδιοριστεί από τον ένα συμβαλλόμενο ή από τρίτο.

Άρθρο 1975
Κατάλειψη αντικειμένου σε περισσότερους

   Αν   κληροδοτήθηκε   σε   περισσότερους  το  ίδιο  αντικείμενο εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 1802 έως 1806.

Άρθρο 1976
Προσαύξηση σε περίπτωση κληροδοσίας

  Αν το ίδιο αντικείμενο κληροδοτήθηκε σε  περισσότερους  και  ο  ένας εξέπεσε πριν από το θάνατο ή μετά το θάνατο του διαθέτη, το μέρος  του προσαυξάνει στους αλλους ανάλογα με τη μερίδα του καθενός. Το ίδιο ισχύει και αν ο διαθέτης προσδιόρισε τις μερίδες τους.  Αν μερικοί από τους  κληροδόχους  γράφηκαν  στην ίδια μερίδα, η προσαύξηση χωρεί κατά προτίμηση μεταξύ τους.

Άρθρο 1977

        Η μερίδα που ο  κληροδόχος  αποκτά  από  προσαύξηση  θεωρείται ιδιαίτερη  κληροδοσία  ως  προς  τις  κληροδοσίες  ή τον τρόπο, με τις οποίες βαρύνεται αυτός ή εκείνος που εξέπεσε.

Άρθρο 1978
Προαποβίωση του κληροδόχου

  Η κληροδοσία γίνεται άκυρη, αν ο κληροδόχος δεν ζει  πια  κατά  το θάνατο του διαθέτη.

Άρθρο 1979
`Εκπτωση του βεβαρημένου

      Αν   ο  βεβαρημένος  δεν  γίνει  κληρονόμος  ή  κληροδόχος,  η κληροδοσία, σε περίπτωση αμφιβολίας, εξακολουθεί να ισχύει και βαρύνει εκείνον που ωφελείται από την έκπτωση του αρχικά βεβαρημένου.

Άρθρο 1980
Αδύνατη κληροδοσία

 Είναι άκυρη η κληροδοσία της οποίας η παροχή  κατά  το  θάνατο  του διαθέτη είναι αδύνατη ή αντιβαίνει στο νόμο.

Άρθρο 1981
Ματαίωση της κληροδοσίας

  Κληροδοσία  που  είναι  άκυρη  ή  που  ματαιώνεται  ωφελεί  το βεβαρημένο, αν δεν υπάρχει περίπτωση υποκατάστασης ή προσαύξησης.

Άρθρο 1982
Παραρτήματα του αντικειμένου που κληροδοτήθηκε

     Σε  περίπτωση   αμφιβολίας   η   κληροδοσία   ενός   πράγματος περιλαμβάνει  και  τα παραρτήματά του, που υπάρχουν κατά το θάνατο του διαθέτη.

Αν  ο  διαθέτης  έχει απαίτηση αποζημίωσης εξαιτίας βλάβης του πράγματος που προκλήθηκε μετά τη διάταξη της κληροδοσίας, σε περίπτωση αμφιβολίας λογίζεται ότι κληροδοτήθηκε και η απαίτηση αυτή.

Άρθρο 1983
Βάρη του αντικειμένου που κληροδοτήθηκε

        Αν κληροδοτήθηκε αντικείμενο που ανήκει  στην  κληρονομία,  σε περίπτωση  αμφιβολίας ο βεβαρημένος δεν έχει υποχρέωση γα το απαλλάξει από τα βάρη του.

Αν ο διαθέτης έχει δικαίωμα να απαιτήσει τέτοια  απαλλαγή,  σε περίπτωση αμφιβολίας η κληροδοσία περιλαμβάνει και την απαίτηση αυτή.

Άρθρο 1984
Κληροδοσία ξένου πράγματος

       Η  κληροδοσία  ορισμένου  αντικειμένου,  που  δεν  ανήκει στην κληρονομία κατά το θάνατο του διαθέτη, είναι άκυρη εκτός αν  συνάγεται ότι  γίνεται  και για την περίπτωση που το αντικείμενο αυτό δεν ανήκει στην κληρονομία, Θεωρείται ότι δεν ανήκει στην κληρονομία  και  εκείνο το αντικείμενο που ο διαθέτης έχει υποχρέωση να μεταβιβάσει σε άλλον.

Αν  ο  διαθέτης  κατά  το  θάνατό  του  είχε  μόνο τη νομή του αντικειμένου που κληροδοτήθηκε, σε περίπτωση αμφιβολίας  η  κληροδοσία περιλαμβάνει τη νομή.

Αν  ο  διαθέτης  έχει  δικαίωμα  να  απαιτήσει  από  τρίτον το αντικείμενο που κληροδοτήθηκε, σε περίπτωση αμφιβολίας  λογίζεται  ότι κληροδοτήθηκε  η  απαίτηση  αυτή.   Το ίδιο ισχύει και όταν ο διαθέτης έχει δικαίωμα να απαιτήσει αποζημίωση για την απώλεια ή  την  αφαίρεση που επήλθε μετά τη διάταξη της κληροδοσίας.

Άρθρο 1985

        Εφόσον   σύμφωνα  με  το  προηγούμενο  άρθρο  είναι  ισχυρή  η κληροδοσία αντικειμένου, που δεν ανήκε στην κληρονομία κατά το  θάνατο του  διαθέτη,  ο  βεβαρημένος  έχει  υποχρέωση  να το προμηθεύσει στον κληροδόχο.

Αν ο βεβαρημένος αδυνατεί να το προμηθεύσει ή αν χρειάζεται γι` αυτό δυσανάλογη δαπάνη, οφείλεται η αξία του.

Άρθρο 1986
  `Ενωση ή ανάμιξη του αντικειμένου που κληροδοτήθηκε

    Αν ο διαθέτης μετά τη διάταξη της κληροδοσίας ένωσε ή  ανέμιξε  το πράγμα  που  κληροδοτήθηκε με άλλο, έτσι ώστε η κυριότητα πάνω στο άλλο να επεκτείνεται και σ` αυτό ή να δημιουργείται Συγκυριότητα,  και η  κατάσταση  αυτή  υπάρχει  κατά  το θάνατο του διαθέτη, η κληροδοσία είναι άκυρη.

Αν η ένωση ή η ανάμιξη έγινε από άλλον και όχι από το διαθέτη,  και ο  διαθέτης  απέκτησε  Συγκυριότητα,  σε   περίπτωση   αμφιβολίας θεωρείται ότι κληροδοτήθηκε η Συγκυριότητα.

Αν  ο  διαθέτης  έχει  δικαίωμα  να  αφαιρέσει  το  πράγμα που ενώθηκε,  σε  περίπτωση  αμφιβολίας  λογίζεται  ότι  κληροδοτήθηκε  το δικαίωμα αυτό.

Άρθρο 1987
Επεξεργασία ή μετάπλαση

       Αν  ο  διαθέτης  μετά  τη διάταξη της κληροδοσίας παρήγαγε νέο πράγμα με επεξεργασία ή μετάπλαση εκείνου που κληροδοτήθηκε, έτσι ώστε σύμφωνα με το νόμο ο κατασκευαστής να γίνεται κύριός του, η κληροδοσία είναι άκυρη.

Αν η μεταποίηση αυτή έγινε από άλλον και όχι από  το  διαθέτη, εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 1984 παρ. 3.

Άρθρο 1988
Κληροδοσία απαίτησης που έχει εισπραχθεί

   Αν  ο  διαθέτης  κληροδότησε απαίτησή του που εκπληρώθηκε πρίν πεθάνει και το  αντικείμενό  της  υπάρχει  ακόμα  στην  κληρονομία, σε περίπτωση   αμφιβολίας  λογίζεται  ότι  κληροδοτήθηκε  το  αντικείμενο αυτό. Αν η απαίτηση ήταν χρηματική, σε περίπτωση αμφιβολίας  λογίζεται ότι κληροδοτήθηκε  ίσο χρηματικό ποσόν,  ακόμα και αν δεν υπάρχει στην κληρονομία τέτοιο ποσόν.

Άρθρο 1989
Πράγμα κατά γένος

     Αν ο διαθέτης κληροδότησε πράγμα κατά  γένος  μόνο  ορισμένο, ο κληροδόχος  έχει  δικαίωμα  να λάβει πράγμα που να ανταποκρίνεται στις συνθήκες στις οποίες αυτός βρίσκεται.

Άρθρο 1990

        Αν  κληροδοτήθηκε  πράγμα  κατά  γένος  μόνο  ορισμένο  και  ο καθορισμός του  ανατέθηκε  στον  κληροδόχο  ή  σε τρίτον, ο καθορισμός γίνεται με δήλωσή τους στο βεβαρημένο.Αν αυτοί δεν μπορούν,ή αν πέρασε άπρακτη η δικαστική προθεσμία που τάχθηκε για το  σκοπό αυτό, ή  άν  ο καθορισμός  που έγινε δεν είναι εκείνος που πρέπει να είναι σύμφωνα με το προηγούμενο  άρθρο, ο καθορισμός  γίνεται  από  το  δικαστήριο  της κληρονομίας.

Άρθρο 1991

       Αν  κληροδοτήθηκε  πράγμα κατά γένος μόνο ορισμένο, ως προς τις υποχρεώσεις του βεβαρημένου εξαιτίας νομικών ή πραγματικών ελαττωμάτων εφαρμόζονται αναλόγως οι σχετικές διατάξεις για  τις  υποχρεώσεις  του πωλητή. Το  ίδιο  ισχύει, σε  περίπτωση αμφιβολίας, και  σε κληροδοσία ορισμένου αντικειμένου που δεν ανήκει στην κληρονομία,με την επιφύλαξη του περιορισμού του άρθρου 1985 παρ. 2.

Αν το αντικείμενο της κληροδοσίας είναι  ακίνητο, σε  περίπτωση αμφιβολίας  ο βεβαρημένος δεν ευθύνεται για δουλείες ή άλλα εμπράγματα βάρη του ακινήτου.

Άρθρο 1992
Κληροδοσία όλων των απαιτήσεων

      Αν  ο  διαθέτης  κληροδοτήσει  όλες  τις  απαιτήσεις  του,  σε περίπτωση  αμφιβολίας περιλαμβάνονται μόνο οι χρηματικές και όχι άλλες απαιτήσεις ή ανώνυμοι τίτλοι ή καταθέσεις σε τράπεζες και ταμιευτήρια.

Άρθρο 1993
Κληροδοσία οφειλής

  Αν ο διαθέτης κληροδοτήσει  ό,τι  οφείλει  στον  κληροδόχο  σε περίπτωση  αμφιβολίας  ο  βεβαρημένος  έχει  υποχρέωση να καταβάλει το χρέος, χωρίς να έχει το δικαίωμα να  αντιτάξει αίρεση  η  προθεσμία  ή ένσταση.

Άρθρο 1994

        Αν  ο  διαθέτης κληροδοτήσει χρηματικό ποσόν στο δανειστή του, αποσιωπώντας την  οφειλή, σε  περίπτωση  αμφιβολίας η  κληροδοσία  δεν θεωρείται ότι έγινε για να εξοφληθεί η οφειλή.

Άρθρο 1995
Το δικαίωμα από την κληροδοσία

 Ο  κληροδόχος  αποκτά με την κληροδοσία το ενοχικό δικαίωμα να απαιτήσει  από  το  βεβαρημένο  την  παροχή   του   αντικειμένου   που κληροδοτήθηκε.

Άρθρο 1996

    Με  την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 1198, αν βεβαρημένος  με την  κληροδοσία είναι ο  κληρονόμος και αντικείμενο  της  κληροδοσίας είναι  ορισμένο  πράγμα  ή  δικαίωμα  που ανήκει στο διαθέτη, εφόσον ο διαθέτης δεν διέταξε διαφορετικά, ο κληροδόχος το  αποκτά  αμέσως  και αυτοδικαίως.   Αν  η  κληροδοσία συνίσταται σε απαλλαγή από εμπράγματο βάρος ή από υποχρέωση προς το διαθέτη, ο κληροδόχος απαλλάσεται αμέσως και αυτοδικαίως.

Άρθρο 1997
Πότε γίνεται η επαγωγή ή η κτήση

   Το δικαίωμα από  την  κληροδοσία  αποκτάται  μόλις  πεθάνει  ο διαθέτης  (επαγωγή  της  κληροδοσίας). Ο κληροδόχος έχει δικαίωμα να αποποιηθεί την κληροδοσία.

Άρθρο 1998
Σε περίπτωση αίρεσης ή προθεσμίας

       Σε περίπτωση κληροδοσίας με αναβλητική αίρεση ή  προθεσμία,  η πλήρωση της οποίας επέρχεται μετά το θάνατο του διαθέτη, η επαγωγή της γίνεται μόλις πληρωθεί η αίρεση ή η προθεσμία.

Άρθρο 1999

       Αν  ο  κληροδόχος  δεν  έχει  ακόμη  συλληφθεί  όταν  πεθάνε, ο διαθέτης, ή αν το πρόσωπό του προσδιορίζεται από γεγονός που επέρχεται μετά το θάνατο του διαθέτη,  η  επαγωγή  γίνεται  κατά  το  χρόνο  του τοκετού ή μόλις επέλθει το γεγονός.

Άρθρο 2000

Στις  περιπτώσεις των δύο προηγούμενων άρθρων, κατά το χρονικό διάστημα από το θάνατο του διαθέτη έως  την  επαγωγή  της  κληροδοσίας εφαρμόζονται οι διατάξεις για την αναβλητική αίρεση.

Άρθρο 2001
   Αποποίηση της κληροδοσίας

       Ο κληροδόχος δεν μπορεί να αποποιηθεί την κληροδοσία μετά  την αποδοχή της.

Η  αποδοχή  και  η  αποποίηση  γίνονται  με  δήλωση  προς   το βεβαρημένο. Η δήλωση γίνεται μόνο μετά την επαγωγή της κληροδοσίας και είναι  άκυρη  αν  γίνει με αίρεση ή προθεσμία ή μερικώς.  Οι διατάξεις των άρθρων 1854, 1855 παρ. 2 και 1856 για την αποδοχή ή την  αποποίηση της κληρονομίας εφαρμόζονται αναλόγως και για την κληροδοσία.

Άρθρο 2002

       Αν  ο χρόνος για την εκπλήρωση της κληροδοσίας έχει αφεθεί στη διάκριση του βεβαρημένου, σε περίπτωση  αμφιβολίας  η  παροχή  γίνεται απαιτητή μόλις αυτός πεθάνει.

Άρθρο 2003
Καρποί του αντικειμένου που κληροδοτήθηκε

  Αν   κληροδοτήθηκε   ορισμένο   αντικείμενο  που  ανήκει  στην κληρονομία, ο βεβαρημένος έχει υποχρέωση να αποδώσει  στον  κληροδόχο, καθώς  και  ο,τιδήποτε  περιήλθε  σ`  αυτόν με άλλο τρόπο εξαιτίας του δικαιώματος που κληροδοτήθηκε.Ο  βεβαρημένος  δεν  έχει  υποχρέωση  σε αποζημίωση για ωφελήματα που δεν είναι καρποί.

Άρθρο 2004
Δαπάνες

  Αν κληροδοτήθηκε ορισμένο πράγμα που ανήκει στην  κληρονομία, ο βεβαρημένος  μπορεί  κατά τις διατάξεις που διέπουν τις σχέσεις μεταξύ κυρίου και νομέα, να απαιτήσει αποζημίωση για τις δαπάνες  που  έγιναν στο  πράγμα  μετά το θάνατο του διαθέτη,καθώς και για όσα καταβλήθηκαν μετά το θάνατο του διαθέτη για να απαλλαγεί το πράγμα από βάρη.

Άρθρο 2005
Βεβαρημένος κληροδόχος

   Κληροδόχος που είναι βεβαρημένος με  κληροδοσία  ή  τρόπο, έχει υποχρέωση  να  εκπληρώσει  μόνο  αφότου  έχει  και  αυτός  δικαίωμα να απαιτήσει ό,τι του έχει καταληφθεί.

Άρθρο 2006

  Κληροδόχος  βεβαρημένος  με κληροδοσία ή τρόπο μπορεί και μετά  την αποδοχή της κληροδοσίας που καταλείφθηκε σ`  αυτόν, να  αρνηθεί  να εκπληρώσει, αν αυτό που παίρνει από την κληροδοσία ο ίδιος δεν επαρκεί για την εκπλήρωση.     Αν  σύμφωνα  με  το  άρθρο  1979  στην  θέση  του  βεβαρημένου υπεισέλθει άλλος, αυτός δεν ευθύνεται περισσότερο από τον κληροδόχο.

Άρθρο 2007
Ελάττωση της κληροδοσίας

   Αν  η  παροχή  από  την  κληροδοσία  μειωθεί  σύμφωνα  με  τις διατάξεις για τη νόμιμη μοίρα ή σύμφωνα  με  το  προηγούμενο άρθρο, σε περίπτωση  αμφιβολίας  ο  κληροδόχος  έχει  το δικαίωμα να μειώσει και αυτός ανάλογα τα βάρη που του έχουν επιβληθεί.

Άρθρο 2008
Υποκατάσταση

  Αν ο διαθέτης, για την περίπτωση που  ο  πρώτος  τιμώμενος  δεν αποκτήσει  την  κληροδοσία,   αφήνει  το  αντικείμενό  της  σε  άλλον, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 1810 έως  1812  για  την υποκατάσταση κληρονόμου.

Άρθρο 2009
Υποκατάσταση καταπιστευτική

Η  διάταξη  του  διαθέτη, ότι από ορισμένο σημείο ή γεγονός  που επέρχεται μετά την απόκτηση  της  κληροδοσίας,  αυτό που κληροδοτήθηκε περιέρχεται σε άλλον (υποκατάσταση  καταπιστευτική)  ισχύει  μόνο  για κοινοφελή  σκοπό  ή υπέρ των εξ αίματος συγγενών του διαθέτη σε ευθεία γραμμή ή έως και τον τρίτο βαθμό σε πλάγια γραμμή,που υπάρχουν κατά το θάνατο του βεβαρημένου πρώτου κληροδόχου.Η υποκατάσταση δεν ισχύει για άλλα περαιτέρω πρόσωπα.

Άρθρο 2010
Οικογενειακό κληροδότημα

  Αν κατά τη θέληση του διαθέτη το αντικείμενο που κληροδοτήθηκε πρέπει να  μείνει  για  πάντα  στη  δική  του οικογένεια, θεωρούνται ότι έχουν  τιμηθεί  με  κληροδοσία  κατά  υποκατάσταση  εκείνοι  μόνο από   τους  συγγενείς  του  προηγούμενου  άρθρου, οι  οποίοι  θα κληρονομούσαν  εξ αδιαθέτου το διαθέτη,  αν πέθαινε τότε που πέθανε ο βεβαρημένος  πρώτος  κληροδόχος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΟΓΔΟΟ
Τρόπος
Άρθρο 2011

  Αν η τελευταία διάταξη περιέχει τρόπο, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 1789,1967,1968,1973,1974,1979,1980,1989 και 2002.

Άρθρο 2012
Πρόσωπο για το οποίο γίνεται η παροχή

Ο διαθέτης μπορεί να τάξει τρόπο για ορισμένο σκοπό και να αφήσει στο βεβαρημένο ή σε τρίτο να προσδιορίσει το πρόσωπο στο οποίο θα γίνει η παροχή.

Άρθρο 2013
Καθορισμός από το βεβαρημένο ή από τρίτο

     Αν στην περίπτωση του προηγούμενου  άρθρου  ο  καθορισμός  του προσώπου  ανατέθηκε  στο  βεβαρημένο  και  πέρασε  άπρακτη η δικαστική προθεσμία που τάχθηκε για το σκοπό αυτό,ο καθορισμός γίνεται από αυτόν που άσκησε την αγωγή.         Αν ο καθορισμός του προσώπου ανατέθηκε  σε  τρίτον, γίνεται  με δήλωση  πρός  το  βεβαρημένο. Αν ο  τρίτος  δεν  μπορεί  να  κάνει τον καθορισμό,ή άν πέρασε άπρακτη η δικαστική προθεσμία που τάχθηκε για το σκοπό  αυτό, ο καθορισμός  γίνεται  από  το   βεβαρημένο. Η  δικαστική προθεσμία τάσσεται ύστερα από αίτηση και του βεβαρημένου.

Άρθρο 2014
Ποιός απαιτεί την εκπλήρωση

   Την  εκτέλεση  του  τρόπου  έχουν  δικαίωμα  να  απαιτήσουν  ο εκτελεστής της διαθήκης, ο  κληρονόμος, συγκληρονόμος  και  αυτός  που ωφείλεται  άμεσα  από την έκπτωση εκείνου που είναι αρχικά βεβαρημένος με τον τρόπο.

Αν η εκτέλεση του τρόπου αφορά το δημόσιο συμφέρον, μπορεί να την απαιτήσει και η δημόσια αρχή.

Άρθρο 2015
Ακυρότητα του τρόπου

Αν ο τρόπος είναι άκυρος, τότε μόνο είναι άκυρη και η διάταξη υπέρ του βεβαρημένου, όταν αυτό προκύπτει ως θέληση του διαθέτη.

Άρθρο 2016
Τρόπος αδύνατος

   Αν η εκτέλεση του τρόπου γίνει  αδύνατη  από  υπαιτιότητα  του βεβαρημένου,  εκείνος  που θα  είχε ωφέλεια από την έκπτωση του αρχικά βεβαρημένου, μπορεί να  απαιτήσει,  κατά   τις   διατάξεις   για   τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, να  του αποδοθεί ό,τι έχει καταληφθεί κατά το μέρος που έπρεπε να δαπανηθεί για την εκτέλεση του τρόπου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΝΑΤΟ
Εκτελεστής της διαθήκης
Άρθρο 2017
Διορισμός

   Ο διαθέτης μπορεί να  ορίσει  στη  διαθήκη  εκτελεστές  ένα  ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Μπορεί  ακόμη να αναθέσει στον εκτελεστή να ορίσει συνεκτελεστές ή διαδόχους του.

Άρθρο 2018
 Ικανότητα

 Ο  διορισμός  εκτελεστή  είναι  άκυρος,  αν   αυτός   τότε   που αποδέχεται το λειτούργημα είναι ανίκανος ή έχει περιορισμένη ικανότητα για δικαιοπραξία.

Άρθρο 2019
`Εναρξη, αποδοχή, αποποίηση

     Το λειτούργημα του εκτελεστή αρχίζει από την αποδοχή του.  Η αποδοχή και αποποίηση γίνονται με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου της κληρονομίας, ο οποίος συντάσσει σχετική έκθεση. Η δήλωση είναι άκυρη, αν γίνει πρίν από την επαγωγή της κληρονομίας ή με αίρεση ή με προθεσμία.

`Υστερα από αίτηση οποιουδήποτε έχει συμφέρον, ο  πρόεδρος  του δικαστηρίου της κληρονομίας ορίζει προθεσμία για να κάνει ο εκτελεστής τη  δήλωση. Αν η προθεσμία περάσει άπρακτη, ο εκτελεστής θεωρείται ότι αποποιήθηκε το λειτούργημα.

Άρθρο 2020
Εξουσία του εκτελεστή

  `Εργο  του  εκτελεστή  είναι η εκτέλεση των διατάξεων της διαθήκης.

Ο εκτελεστής έχει δικαίωμα να επιχειρήσει κάθε πράξη την οποία  ρητά επέτρεψε  ο  διαθέτης  ή  είναι  απαραίτητη για την εκτέλεση των διατάξεων του. Με τους ίδιους όρους έχει δικαίωμα να διαχειρίζεται την κληρονομία είτε ολόκληρη, είτε κατά ένα μέρος της.

Άρθρο 2021
Πράξεις με άδεια του δικαστηρίου

   Αν  στις  περιπτώσεις  του  προηγούμενου  άρθρου χρειάζεται να εκποιηθούν ακίνητα της κληρονομίας ή δημόσια  χρεώγραφα  ή  μετοχές  ή ομολογίες ανωνύμων εταιρειών, ή να συνομολογηθεί δάνειο ή συμβιβασμός, ή αν γίνει δαπάνη που υπερβαίνει  τις εκατό  χιλιάδες δραχμές  [διακόσια ενενήντα (290,00) ευρώ). Βλ. διατάξεις και τρόπο μετατροπής  σε ευρώ στο άρθρο 0], και δεν συναινεί σ` αυτό ο κληρονόμος, ο εκτελεστής έχει δικαίωμα να επιχειρεί τις πράξεις αυτές ύστερα από άδεια του δικαστηρίου της κληρονομίας. Το δικαστήριο ακούει προηγουμένως τον κληρονόμο, αν αυτό δεν είναι αδύνατο ή ιδιαίτερα δύσκολο.

Άρθρο 2022

       Ο  διαθέτης μπορεί με ρητή δήλωση στη διαθήκη να απαλλάξει τον εκτελεστή από τους περιορισμούς του προηγούμενου άρθρου.

Άρθρο 2023
Ευθύνη του εκτελεστή

   Στην εκπλήρωση των  υποχρεώσεων  του  ο  εκτελεστής  ευθύνεται απέναντι  στον  κληρονόμο κατά τους κανόνες της εντολής για κάθε ζημία της  κληρονομίας  από  πταίσμα  του.Σε  περίπτωση   διαχείρησης   έχει υποχρέωση και να λογοδοτήσει.         Περισσότεροι  εκτελεστές ευθύνονται για κοινό πταίσμα τους εις ολόκληρον.

Άρθρο 2024
Περισσότεροι εκτελεστές

   Περισσότεροι εκτελεστές ενεργούν όλοι μαζί, αν λείψει ένας  απ` αυτούς, ενεργούν οι άλλοι μόνοι τους.Σε περίπτωση διαφωνίας αποφασίζει η  πλειοψηφία και σε ισοψηφία κρίνει ελεύθερα το δικαστήριο.Ο διαθέτης μπορεί να ορίσει διαφορετικά.

Καθένας από τους περισσότερους εκτελεστές μπορεί να παίρνει και μόνος του συντηρητικά μέτρα.

Άρθρο 2025
Αγωγές της κληρονομίας

    Ο κληρονόμος ασκεί τις αξιώσεις της κληρονομίας.

Ο εκτελεστής της διαθήκης ασκεί τις αξιώσεις της κληρονομίας και ενάγεται για τις αξιώσεις κατά  της  κληρονομίας εφόσον  έχει  τη διαχείριση της κληρονομίας ή των σχετικών αξιώσεων.

Άρθρο 2026
Αξιώσεις κατά της κληρονομίας

 Οι αξιώσεις κατά της κληρονομίας ασκούνται κατά του κληρονόμου. Ο εκτελεστής έχει δικαίωμα να παρέμβει στη δίκη.

Άρθρο 2027
Αμοιβή

  Ο εκτελεστής μπορεί, εφόσον ο διαθέτης δεν διέταξε διαφορετικά, να ζητήσει να του ορίσει το δικαστήριο της κληρονομίας ανάλογη αμοιβή.

Το δικαστήριο ακούει προηγουμένως τον κληρονόμο, εφόσον αυτό δεν είναι αδύνατο ή ιδιαίτερα δύσκολο.

Άρθρο 2028
Παύση του λειτουργήματος

  Το  λειτούργημα  του  εκτελεστή  παύει αν ο κληρονόμος παρέχει επαρκή εγγύηση, κατά την κρίση του δικαστηρίου, ότι θα εκτελέσει τις διατάξεις της διαθήκης, για τις οποίες ορίστηκε ο εκτελεστής.

Άρθρο 2029

 Το  λειτούργημα  του  εκτελεστή  παύει  με  το  θάνατο  ή  την επερχόμενη πλήρη ή περιορισμένη ανικανότητα του για δικαιοπραξία.

Άρθρο 2030

Ο εκτελεστής μπορεί να παραιτηθεί οποτεδήποτε, με  δήλωση  στο γραμματέα  του  δικαστηρίου της κληρονομίας, ο οποίος συντάσει σχετική έκθεση.Η παραίτηση γίνεται χωρίς αίρεση ή προθεσμία και γνωστοποιείται στον κληρονόμο.

Άρθρο 2031

Για  σπουδαίους  λόγους  και  ιδίως για βαριά παράβαση των καθηκόντων του  ή  ανικανότητα  για διαχείριση, το  δικαστήριο  μπορεί ύστερα  από αίτηση  όσων  έχουν  συμφέρον, να πάψει τον εκτελεστή αφού προηγουμένως τον ακούσει,  αν  αυτό  δεν  είναι  αδύνατο  ή  ιδιαίτερα δύσκολο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ
Δωρεά αιτία θανάτου
Άρθρο 2032
 `Εννοια

Αν η δωρεά συμφωνηθεί με την αναβλητική αίρεση αν προαποβιώσει  ο δωρητής  ή αν πεθάνουν συγχρόνως και οι δύο συμβαλλόμενοι,  χωρίς να έχει στο  μεταξύ  ο  δωρεοδόχος  την  απόλαυση  των  αντικειμένων  που δωρίζονται (δωρεά αιτία θανάτου),  εφαρμόζονται  οι διατάξεις για τις δωρεές, εφόσον ο νόμος δεν ορίσει διαφορετικά.

Άρθρο 2033
Ανάκληση

  Ο δωρητής ανακαλεί ελεύθερα τη δωρεά αιτία θανάτου.  Η δήλωση για την ανάκληση γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και γνωστοποιείται στο δωρεοδόχο, εφόσον αφορά δωρεά ακινήτου απαιτείται και μεταγραφή.

Με την ανάκληση η δωρεά αναιρείται αυτοδικαίως.

Άρθρο 2034
Συμφωνία για το αμετάκλητο

  Αν η δωρεά αιτία  θανάτου  συμφωνήθηκε  αμετάκλητη, ανακαλείται μόνο στις  περιπτώσεις  και  με  τον  τρόπο που ανακαλείται κάθε άλλη δωρεά.

Άρθρο 2035
Δικαίωμα των δανειστών ή των μεριδούχων

  Σε δωρεές αιτία θανάτου, που μειώνουν την περιουσία του δωρητή  με αποτέλεσμα να προκαλείται βλάβη στους δανειστές,  ή που προσβάλλουν  τη νόμιμη  μοίρα  των μεριδούχων, εφαρμόζονται οι διατάξεις για τις κληροδοσίες.

Tags: ΑΚΑστικός ΚώδικαςΓενικές ΑρχέςΕισαγωγικός Νόμος Αστικού ΚώδικαΕισΝαΚΕμπράγματο ΔίκαιοΕνοχικό Δίκαιοκληρονομικό δίκαιοοικογενειακό δίκαιοΠΔ 456/1984
Previous Post

Ποινικός Κώδικας

Next Post

Ν.4548/2018 για τις ΑΕ

Next Post
Σύνταγμα της Ελλάδος (2019)

Ν.4548/2018 για τις ΑΕ

Αλεξία Κουκκουλλή

Κάντε Subscribe στο Newsletter μας

    Για Εμάς

    Φιlawσοφία

    Φιlawσοφία

    "Η φιλοσοφία της επικαιρότητας"

    Η επικαιρότητα από τη νομική της σκοπιά. Ενημερωθείτε για όλες τις εξελίξεις με την αξιοπιστία του filawsofia.gr. Νομικά Νέα – Επιχειρήσεις – Ειδήσεις – Νομοθεσία – Συνεντεύξεις – Συνέδρια.

    Κατηγορίες

    • Βιβλιοθήκη (9)
    • Διαμεσολάβηση (7)
    • Επικαιρότητα (31)
    • Επιχειρήσεις (13)
    • Ιδιώτες (27)
    • Νέες Τεχνολογίες (6)
    • Νομοθεσία (9)
    • Οικογενειακό Δίκαιο (10)
    • Ποινικό Δίκαιο (5)
    • Συμβαίνει Τώρα (22)
    • Φιlawσοφία (9)
    • Φιlawσοφία TV (1)
    • Φιlawσοφούμε την επικαιρότητα (9)

    Instagram

    Follow Φιlawσοφία

      The Instagram Access Token is expired, Go to the Customizer > JNews : Social, Like & View > Instagram Feed Setting, to refresh it.
    Facebook Instagram

    Για Εμάς

    Η επικαιρότητα από τη νομική της σκοπιά! Ενημερωθείτε για όλες τις εξελίξεις με την αξιοπιστία του filawsofia.gr. Νομικά Νέα – Επιχειρήσεις – Ειδήσεις – Νομοθεσία – Συνεντεύξεις – Συνέδρια.

    Κατηγορίες

    • Βιβλιοθήκη
    • Διαμεσολάβηση
    • Επικαιρότητα
    • Επιχειρήσεις
    • Ιδιώτες
    • Νέες Τεχνολογίες
    • Νομοθεσία
    • Οικογενειακό Δίκαιο
    • Ποινικό Δίκαιο
    • Συμβαίνει Τώρα
    • Φιlawσοφία
    • Φιlawσοφία TV
    • Φιlawσοφούμε την επικαιρότητα

    © 2021 Filawsofia - Designed by SunPort.     Επικοινωνία | Όροι Χρήσης | Πολιτική Απορρήτου

    No Result
    View All Result
    • Αρχική
    • Συμβαίνει Τώρα
    • Ιδιώτες
    • Επιχειρήσεις
    • Διαμεσολάβηση
    • Βιβλιοθήκη
      • Νομοθεσία

    © 2021 Filawsofia - Designed by SunPort.     Επικοινωνία | Όροι Χρήσης | Πολιτική Απορρήτου

    Το Φιlawσοφία χρησιμοποιεί cookies. Συνεχίζοντας να χρησιμοποιείτε το Site μας, δίνετε τη συγκατάθεσή σας για τη χρήση cookies. Επισκεφτείτε την Πολιτική απορρήτου και cookie .