ΝΟΜΟΣ ΥΠ΄ ΑΡΙΘΜ. 3588 ΦΕΚ Α΄153/10.7.2007
Πτωχευτικός Κώδικας.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:
Η πτώχευση αποσκοπεί στη συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών του οφειλέτη με τη ρευστοποίηση της περιουσίας του ή με άλλο τρόπο που προβλέπεται από σχέδιο αναδιοργάνωσης και ιδίως με τη διατήρηση της επιχείρησής του.
1. Πτωχευτική ικανότητα έχουν οι έμποροι, καθώς και οι ενώσεις προσώπων με νομική προσωπικότητα που επιδιώκουν οικονομικό σκοπό.
2. Δεν κηρύσσονται σε πτώχευση τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και οι δημόσιοι οργανισμοί.
3. Η παύση της εμπορίας ή της οικονομικής δραστηριότητας ή ο θάνατος δεν κωλύουν την πτώχευση, εφόσον επήλθαν σε χρόνο κατά τον οποίο ο οφειλέτης είχε παύσει τις πληρωμές του. Σε περίπτωση θανάτου του οφειλέτη, η αίτηση για κήρυξή του σε πτώχευση πρέπει να υποβληθεί το αργότερο εντός έτους από το θάνατό του.
1. Σε πτώχευση κηρύσσεται ο οφειλέτης που αδυνατεί να εκπληρώνει τις ληξιπρόθεσμες χρηματικές υποχρεώσεις του κατά τρόπο γενικό και μόνιμο (παύση πληρωμών). Δεν αποτελούν εκπλήρωση των υποχρεώσεων οι πληρωμές που γίνονται με δόλια ή καταστρεπτικά μέσα.
2. Επαπειλούμενη αδυναμία εκπλήρωσης αποτελεί λόγο κήρυξης της πτώχευσης, όταν την κήρυξή της ζητεί ο οφειλέτης.
3. Η πιθανότητα αφερεγγυότητας αποτελεί λόγο κήρυξης της πτώχευσης, όταν την κήρυξή της ζητεί ο οφειλέτης και εφόσον συνυποβάλει πρόταση σχεδίου αναδιοργάνωσης κατά τα άρθρα 107 και επόμενα συγχρόνως με την αίτηση της πτώχευσης.
Σημ.: όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ.1 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
4. Η πτώχευση κηρύσσεται εφόσον με βάση τα οικονομικά στοιχεία που τίθενται υπόψη του δικαστηρίου πιθανολογείται ότι η περιουσία του οφειλέτη επαρκεί για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας. Άλλως, το δικαστήριο διατάσσει την καταχώριση του ονόματος ή της επωνυμίας, κατά περίπτωση, του οφειλέτη στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο, καθώς και στα Μητρώα Πτωχεύσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 8. Η καταχώριση διαγράφεται μετά την πάροδο τριετίας».
Σημ.: όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ.1 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
1. Αρμόδιο πτωχευτικό δικαστήριο για την κήρυξη της πτώχευσης είναι το πολυμελές πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου ο οφειλέτης έχει το κέντρο των κύριων συμφερόντων του.
2. Κέντρο των κύριων συμφερόντων είναι ο τόπος, όπου ο οφειλέτης ασκεί συνήθως τη διοίκηση των συμφερόντων του και, συνεπώς, είναι αναγνωρίσιμος από τους τρίτους. Για τα νομικά πρόσωπα τεκμαίρεται, μέχρι να αποδειχθεί το αντίθετο, ότι κέντρο των κύριων συμφερόντων είναι ο τόπος της καταστατικής έδρας».
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 παρ.2 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
3. Η υπόθεση εκδικάζεται κατά τη Διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 741 επ. Κ.Πολ.Δ.). Οι παρεμβάσεις, απλές ή κύριες, ασκούνται και με δήλωση που καταχωρείται στα πρακτικά.
Στη συζήτηση της αίτησης κλητεύεται ο οφειλέτης, εφόσον αυτή υποβάλλεται από τα πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 5, άλλως η συζήτηση είναι απαράδεκτη.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 14 Ν.4491/2017,ΦΕΚ Α 152/13.10.2017
1. Η πτώχευση κηρύσσεται μετά από αίτηση πιστωτή που έχει έννομο συμφέρον, καθώς και μετά από αίτηση του εισαγγελέα πρωτοδικών, εφόσον τούτο δικαιολογείται από λόγους δημόσιου συμφέροντος.
2. Ο οφειλέτης υποχρεούται να υποβάλει, χωρίς υπαίτια βραδύτητα, πάντως το αργότερο μέσα σε τριάντα (30) ημέρες, αφότου συντρέξουν οι Προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 3, αίτηση προς το πτωχευτικό δικαστήριο για την κήρυξη της πτώχευσης.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 1 άρθρου 13 Ν.4013/2011,ΦΕΚ Α 204/15.9.2011.
3. Στην αίτηση πρέπει να αναγράφονται το όνομα, επώνυμο, πατρώνυμο, η επωνυμία, καθώς και η διεύθυνση, όπου ο οφειλέτης έχει την κατοικία του ή κατά περίπτωση το κέντρο των κύριων συμφερόντων του και τις τυχόν δευτερεύουσες εγκαταστάσεις του. Επίσης στην αίτηση πρέπει να αναγράφεται και ο αριθμός του Εμπορικού Μητρώου του οφειλέτη. Επί ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρίας πρέπει να αναγράφονται τα ανωτέρω στοιχεία και ως προς όλους τους ομόρρυθμους εταίρους. Αν τα στοιχεία αυτά δεν έχουν αναγραφεί ή δεν συμπληρώθηκαν, κατά το άρθρο 227 του Κ.Πολ.Δ., η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη.
4. Με την αίτηση ο οφειλέτης υποχρεούται να καταθέσει, με ποινή απαραδέκτου, τις οικονομικές του καταστάσεις, εφόσον υπάρχουν, για την τελευταία χρήση για την οποία είναι διαθέσιμες και βεβαίωση της αρμόδιας οικονομικής υπηρεσίας για τα χρέη του οφειλέτη προς το Δημόσιο. Η αίτηση μπορεί να συνοδεύεται και από άλλα έγγραφα που στηρίζουν τα παρεχόμενα από τον οφειλέτη στοιχεία, βεβαιωμένα ως προς την ακρίβεια του περιεχομένου τους από τον υπεύθυνο για τη διεύθυνση του λογιστηρίου, όπου υπάρχει, και από τον νόμιμο εκπρόσωπο της επιχείρησης. Στην περίπτωση των κεφαλαιουχικών εταιριών, οι ως άνω οικονομικές καταστάσεις πρέπει να είναι δημοσιευμένες και εγκεκριμένες από τη γενική συνέλευση. Στην περίπτωση των λοιπών επιχειρήσεων, αλλά και όταν πρόκειται για ενδιάμεσες οικονομικές καταστάσεις, εφόσον υπάρχουν, αυτές πρέπει να είναι δημοσιευμένες σε μία οικονομική εφημερίδα και ελεγμένες.
Σημ.: όπως προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ.3 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
5. Στην αίτηση επισυνάπτεται σε πρωτότυπο, με ποινή απαραδέκτου αυτής, γραμμάτιο κατάθεσης του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων πεντακοσίων (500) ευρώ για την αντιμετώπιση των πρώτων εξόδων της πτώχευσης. Το ποσό αναλαμβάνεται από τον σύνδικο με άδεια του εισηγητή. Ο αιτών ικανοποιείται ως ομαδικός πιστωτής για το προκαταβληθέν ποσό. Σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης ή παραίτησης από το δικόγραφο, επιστρέφεται το ποσό στον αιτούντα.
Σημ.: όπως αναριθμήθηκε με το άρθρο 1 παρ.3 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
1. Το πτωχευτικό δικαστήριο απορρίπτει την αίτηση, εάν δεν συντρέχουν οι υποκειμενικές ή οι αντικειμενικές προϋποθέσεις για την κήρυξη της πτώχευσης.
2. Το πτωχευτικό δικαστήριο απορρίπτει την αίτηση, εάν αποδειχθεί ότι αυτή ασκείται καταχρηστικά. Καταχρηστική είναι η αίτηση ιδίως, εάν ο πιστωτής την χρησιμοποιεί ως υποκατάστατο Διαδικασίας ατομικής ικανοποίησης ή προς επιδίωξη σκοπών άσχετων με την πτώχευση, ως θεσμό συλλογικής εκτέλεσης, καθώς και εάν ο οφειλέτης την υποβάλλει προς το σκοπό δόλιας αποφυγής πληρωμής των χρεών του.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 παρ.5 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
3. Στην περίπτωση που συντρέχουν οι όροι της παραγράφου 2, το πτωχευτικό δικαστήριο μπορεί, μετά από αίτηση όποιου από τους διαδίκους έχει έννομο συμφέρον, να επιδικάσει αποζημίωση κατ` εκείνου που υπέβαλε την αίτηση.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 παρ.26 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
1. Με την απόφαση που κηρύσσει την πτώχευση το πτωχευτικό δικαστήριο διορίζει εισηγητή δικαστή και σύνδικο της πτώχευσης και διατάσσει τη σφράγιση της πτωχευτικής περιουσίας. Με την ίδια απόφαση το πτωχευτικό δικαστήριο ορίζει ημερομηνία σύγκλησης της συνέλευσης των πιστωτών για να αποφασίσει με βάση την έκθεση του συνδίκου κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 70. Η ημερομηνία αυτή δεν πρέπει να απέχει περισσότερο από τέσσερις (4) μήνες από την κήρυξη της πτώχευσης. Στην απόφαση αναφέρονται επίσης και τα στοιχεία του οφειλέτη, κατά το άρθρο 5 παράγραφος 3.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 παρ.7 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
2. Στην απόφαση προσδιορίζεται και η ημέρα παύσης των πληρωμών, η οποία δεν μπορεί να απέχει πέραν της διετίας από την ημερομηνία κήρυξης της πτώχευσης ή, σε περίπτωση θανάτου του οφειλέτη, πέραν του έτους πριν το θάνατο. Σε περίπτωση κήρυξης της πτώχευσης, κατά το άρθρο 3 παράγραφος 2 και 3, ημέρα παύσης πληρωμών λογίζεται η ημέρα δημοσίευσης της απόφασης που κηρύσσει την πτώχευση.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 παρ.7 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
3. Το πτωχευτικό δικαστήριο μπορεί, με μεταγενέστερη απόφασή του, μετά από αίτηση του συνδίκου, πιστωτή και οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον να μεταβάλει το χρόνο παύσης των πληρωμών. Η αίτηση μεταβολής του χρόνου παύσης των πληρωμών είναι απαράδεκτη μετά από την περάτωση της επαλήθευσης των πιστώσεων, κατά το άρθρο 93 και σε κάθε περίπτωση μετά πάροδο έτους από την κήρυξη της πτώχευσης.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 παρ.7 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
4. Επί πτώχευσης ομόρρυθμων ή ετερόρρυθμων εμπορικών εταιριών, με την ίδια Απόφαση με την οποία κηρύσσεται σε πτώχευση η εταιρία, κηρύσσονται σε πτώχευση και τα ομόρρυθμα μέλη της και χωρίς άλλη διατύπωση. Η πτώχευση αστικής εταιρίας με νομική προσωπικότητα ή άλλης ένωσης προσώπων με νομική προσωπικότητα, δεν επιφέρει και τη συμπτώχευση των μελών της.
5. Η Απόφαση είναι αμέσως εκτελεστή και δεν επιτρέπεται δικαστική αναστολή της. Είναι δυνατή η προσβολή της με τα ένδικα μέσα της έφεσης και της αναίρεσης που ασκούνται και εκδικάζονται κατά την ίδια Διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 741 επ. Κ.Πολ.Δ.) και απευθύνονται και κατά του συνδίκου.
1. Περιλήψεις των αποφάσεων που κηρύσσουν την πτώχευση ή μεταβάλλουν το χρόνο παύσης των πληρωμών, καθώς και κάθε άλλη πρόσκληση ή πράξη που προβλέπεται στον παρόντα κώδικα, δημοσιεύονται με την επιμέλεια του συνδίκου, του οφειλέτη ή οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον, στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ταμείου Νομικών. Το πτωχευτικό δικαστήριο μπορεί, κατά την κρίση του, να διατάξει και πρόσθετες δημοσιεύσεις.
Οι αποφάσεις που κηρύσσουν ή ανακαλούν την πτώχευση ή μεταβάλλουν το χρόνο παύσης των πληρωμών, επικυρώνουν τη συμφωνία εξυγίανσης ή την ακυρώνουν, επικυρώνουν ή απορρίπτουν το σχέδιο αναδιοργάνωσης, ακυρώνουν τούτο ή διατάσσουν την ατομική ανατροπή του ή παύουν τις εργασίες της πτωχεύσεως, καθώς και σε όσες άλλες περιπτώσεις ορίζεται στον παρόντα κώδικα, καταχωρούνται στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο με επιμέλεια του συνδίκου, του οφειλέτη ή οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον και δημοσιεύονται σε περίληψη στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων – Τομέας Ασφάλισης Νομικών (ΕΤΑΑ – ΤΑΝ).
2. Οι αποφάσεις που κηρύσσουν ή ανακαλούν την πτώχευση ή μεταβάλλουν το χρόνο παύσης των πληρωμών, επικυρώνουν τη συμφωνία εξυγίανσης ή την ακυρώνουν, επικυρώνουν ή απορρίπτουν το σχέδιο αναδιοργάνωσης, ακυρώνουν τούτο ή διατάσσουν την ατομική ανατροπή του ή παύουν τις εργασίες της πτωχεύσεως, καθώς και σε όσες άλλες περιπτώσεις ορίζεται στον παρόντα κώδικα, καταχωρούνται στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο με επιμέλεια του συνδίκου, του οφειλέτη ή οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον και δημοσιεύονται στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων – Τομέας Ασφάλισης Νομικών (ΕΤΑΑ – ΤΑΝ). Το πτωχευτικό δικαστήριο μπορεί, κατά την κρίση του, να διατάξει και πρόσθετες δημοσιεύσεις.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 παρ.8 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016,αντικαταστάθηκε πάλι με το άρθρο 14 παρ.2 Ν.4491/2017,ΦΕΚ Α 152/13.10.2017
3. Σε κάθε πρωτοδικείο, στο γραφείο του εισηγητή, τηρείται με επιμέλεια του γραμματέα των πτωχεύσεων Μητρώο Πτωχεύσεων, στο οποίο εγγράφονται τα ονόματα και επί νομικών προσώπων η επωνυμία αυτών που κηρύχθηκαν σε πτώχευση ή ζητήθηκε το άνοιγμα της Διαδικασίας συνδιαλλαγής. Στη μερίδα τους καταχωρείται κάθε περαιτέρω πράξη της Διαδικασίας, καθώς και η αποκατάσταση. Τηρείται επίσης και αλφαβητικό ευρετήριο. Στο Πρωτοδικείο Αθηνών τηρείται Γενικό Μητρώο, στο οποίο καταχωρούνται οι άνω μεταβολές για ολόκληρη τη Χώρα.
Οι λεπτομέρειες τήρησης των Μητρώων αυτών καθορίζονται με Απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης.
1. Η απόφαση που κηρύσσει την πτώχευση, με επιμέλεια του συνδίκου, καταχωρείται στο υποθηκοφυλακείο ή στο κτηματολόγιο, στο οποίο έχουν καταχωρηθεί εμπράγματα δικαιώματα του οφειλέτη επί ακινήτων.
2. Σε περίπτωση εκποίησης ή αποδέσμευσης των ακινήτων αυτών από τον σύνδικο, το πτωχευτικό δικαστήριο, μετά από αίτησή του, διατάσσει τη διαγραφή της καταχώρησης αυτής.
3. Οι παράγραφοι 1 και 2 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται αναλόγως και σε μητρώα πλοίων ή αεροσκαφών, επί των οποίων ο οφειλέτης έχει εμπράγματα δικαιώματα, καθώς και σε δημόσια βιβλία στα οποία καταχωρούνται κατά το νόμο άλλα περιουσιακά στοιχεία.
1. Μετά την υποβολή της αίτησης για κήρυξη του οφειλέτη σε πτώχευση, ο πρόεδρος του αρμόδιου κατά το άρθρο 4 δικαστηρίου, δικάζοντας κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 682 επ. Κ.Πολ.Δ.), μετά από αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον, μπορεί να διατάξει όποιο μέτρο κρίνει αναγκαίο για να αποτραπεί κάθε επιζήμια για τους πιστωτές μεταβολή της περιουσίας του οφειλέτη ή μείωση της αξίας της, μέχρι να δημοσιευθεί η απόφαση επί της αίτησης για κήρυξη της πτώχευσης. Ο πρόεδρος μπορεί, ιδίως, να απαγορεύσει οποιαδήποτε διάθεση περιουσιακού στοιχείου από τον οφειλέτη ή προς αυτόν, να διατάξει την αναστολή των ατομικών διώξεων των πιστωτών, να ορίσει μεσεγγυούχο. Η απόφαση υποβάλλεται στη δημοσιότητα του άρθρου 8.
2. Τα διατασσόμενα μέτρα παύουν αυτοδικαίως με την έκδοση της απόφασης του δικαστηρίου επί της αίτησης για κήρυξη της πτώχευσης.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 1 άρθρου 22 Ν.4055/2012,ΦΕΚ Α 51/12.3.2012.
1.O γραμματέας των πτωχεύσεων γνωστοποιεί αμέσως στον σύνδικο της πτώχευσης τη διάταξη της απόφασης για τη σφράγιση της πτωχευτικής περιουσίας. Η γνωστοποίηση γίνεται με οποιοδήποτε πρόσφορο μέσο, ακόμη και με τηλεομοιοτύπημα ή τηλεγράφημα. Αρμόδιος για τη σφράγιση είναι ο σύνδικος της πτώχευσης, ο οποίος υποχρεούται να εκτελέσει τη σφράγιση μέσα σε είκοσι τέσσερις (24) ώρες.
2. Ο εισηγητής μπορεί να επιτρέψει να παραλειφθεί η σφράγιση της πτωχευτικής περιουσίας, αν κατά την κρίση του η απογραφή είναι δυνατόν να περαιωθεί μέσα σε μία (1) ημέρα.
3. Ο σύνδικος θέτει τις σφραγίδες στις θύρες και τα παράθυρα του καταστήματος του οφειλέτη και των λοιπών ακινήτων του, καθώς και επί των κινητών του που βρίσκονται εκτός κλειστού χώρου, ώστε να μην είναι δυνατή η είσοδος στα ακίνητα ή η αφαίρεση κινητών, χωρίς την καταστροφή των σφραγίδων
4. Δεν μπορεί να σφραγιστεί η κατοικία του οφειλέτη και της οικογένειας του ή τα κινητά που κατά το άρθρο 953 παράγραφος 3 του Κ.Πολ.Δ. είναι ακατάσχετα. Επίσης, εξαιρούνται από τη σφράγιση και παραδίδονται αμέσως στον σύνδικο τα πράγματα που εξαιρέθηκαν από τη σφράγιση κατά το άρθρο 67, καθώς και τα εμπορικά βιβλία του οφειλέτη και τα βραχυπρόθεσμα αξιόγραφα ή αυτά που πρέπει να γίνουν αποδεκτά από τρίτο ή για τα οποία πρέπει να ληφθούν συντηρητικά μέτρα. Τα εμπορικά βιβλία θεωρούνται από τον σύνδικο και βεβαιώνεται με συνοπτική έκθεση η κατάσταση τους, τα δε αξιόγραφα περιγράφονται ακριβώς στην έκθεση.
5. Για τη σφράγιση συντάσσεται από τον σύνδικο έκθεση, στην οποία αναφέρεται η περιγραφή των χώρων, όπου τέθηκαν οι σφραγίδες, τα σημαντικά έγγραφα και οι διαθήκες που ανευρεθηκαν, τα εξαιρεθεντα από τη σφράγιση πράγματα και καταχωρείται κάθε ισχυρισμός ή αντίρρηση των προσώπων που παρευρέθηκαν στη σφράγιση και κάθε τι που μπορεί να έχει σημασία για την πτώχευση και υπέπεσε στην αντίληψη του συνδίκου.
6. Η σφράγιση μισθωμένου από τον οφειλέτη εμπορικού καταστήματος, αποθήκης ή άλλου χώρου για την άσκηση της επιχείρησης του δεν εμποδίζει την εκτέλεση δικαστικής απόφασης που διατάσσει για οποιονδήποτε λόγο την απόδοση του μισθίου στον εκμισθωτή. Μεσεγγυούχος των πραγμάτων που ευρίσκονται στο μίσθιο είναι ο εκμισθωτής, μέχρι να παραληφθούν αυτά από τον σύνδικο και εφαρμόζονται σχετικά οι διατάξεις του άρθρου 956 παράγραφος 4 του Κ.Πολ.Δ..
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 παρ.9 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
1. Ο οφειλέτης που κηρύχθηκε σε πτώχευση οφείλει με δήλωσή του προς τον γραμματέα των πτωχεύσεων να ορίσει ως αντίκλητό του πρόσωπο που κατοικεί στην έδρα του πτωχευτικού δικαστηρίου.
2. Όπου προβλέπονται επιδόσεις, κοινοποιήσεις, γνωστοποιήσεις ή ειδοποιήσεις προς τον οφειλέτη, αυτές γίνονται μόνο προς τον αντίκλητο που έχει νομίμως διορισθεί και πάντοτε εγγράφως. Αν δεν έχει διορισθεί αντίκλητος, η ειδοποίηση των εν λόγω γίνεται με κάθε πρόσφορο μέσο, ακόμη και τηλεφωνικώς από τον γραμματέα των πτωχεύσεων, ο οποίος βεβαιώνει τούτο ενυπογράφως πάνω στο φάκελο της πτώχευσης.
3. Οι κατά τα ανωτέρω επιδόσεις, κοινοποιήσεις, γνωστοποιήσεις ή ειδοποιήσεις προς τον οφειλέτη μπορούν να παραλείπονται, όταν, παρά τις προσπάθειες, διαπιστώνεται ότι είναι αδύνατες, ιδίως λόγω μη ύπαρξης αντικλήτου ή λόγω μη ύπαρξης νόμιμης εκπροσώπησης οφειλετών νομικών προσώπων
Στις πτωχευτικές δίκες τα έξοδα επιβάλλονται πάντοτε σε βάρος της πτωχευτικής περιουσίας, αν ενεργήθηκαν προς το συμφέρον της.
1. Οι κοινοποιήσεις, επιδόσεις και ειδοποιήσεις, αν δεν ορίζεται κάτι διαφορετικό στον παρόντα κώδικα, γίνονται πριν τρεις (3) ημέρες.
2. Στις προθεσμίες που κατά τον παρόντα κώδικα ορίζονται σε ημέρες δεν υπολογίζονται οι ημέρες αργίας, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και τα Σάββατα. Η παρούσα παράγραφος δεν ισχύει για τις προθεσμίες των ενδίκων μέσων και ενδίκων βοηθημάτων.
Ο οφειλέτης φυσικό πρόσωπο από την κήρυξη της πτώχευσης στερείται μόνο εκείνων των δικαιωμάτων του προσωπικής φύσεως, που προβλέπουν ειδικές διατάξεις νόμων.
1. Η πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνει το σύνολο της περιουσίας που ανήκει στον οφειλέτη κατά την κήρυξη της πτώχευσης, οπουδήποτε και αν βρίσκεται.
2. Δεν ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία τα κατά το κοινό δικονομικό δίκαιο ή άλλες διατάξεις ακατάσχετα ή εξαιρούμενα με ειδικές διατάξεις νόμων.
3. Στην πτωχευτική περιουσία ανήκουν τα εμπορικά βιβλία και στοιχεία του οφειλέτη που αφορούν την επιχείρησή του. Η υποχρέωση διατήρησής τους, σύμφωνα με το νόμο, δεν θίγεται.
4. Εάν μεταξύ των συζύγων ισχύει το σύστημα κοινοκτημοσύνης, η κοινή περιουσία καταλαμβάνεται από την πτωχευτική απαλλοτρίωση ως χωριστή περιουσία και από αυτήν ικανοποιούνται οι απαιτήσεις που προβλέπονται στα άρθρα 1408-1409 του Αστικού Κώδικα και υπό τις προϋποθέσεις των διατάξεων αυτών.
5. Στην πτωχευτική περιουσία δεν περιλαμβάνεται η περιουσία που αποκτά ο οφειλέτης μετά την κήρυξη της πτώχευσης. Κατ΄ εξαίρεση, τόκοι και άλλες περιοδικές παροχές, καθώς και παρεπόμενες αξιώσεις ή δικαιώματα και αν ακόμη γεννώνται ή αναπτύσσονται μετά την κήρυξη της πτώχευσης, ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία, εφόσον προέρχονται από ενοχή ή κύριο δικαίωμα που υπήρχε πριν την κήρυξη της πτώχευσης.
1. Ο οφειλέτης από την κήρυξη της πτώχευσης στερείται αυτοδικαίως της διοίκησης (διαχείρισης και διάθεσης) της περιουσίας του (πτωχευτική απαλλοτρίωση), την οποία ασκεί μόνος ο σύνδικος. Μετά την κήρυξη της πτώχευσης, πράξεις διαχείρισης ή διάθεσης στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας από τον οφειλέτη ή προς αυτόν, χωρίς τη σύμπραξη του συνδίκου, είναι ανενεργείς και απαγορεύεται να καταχωρηθούν σε δημόσια βιβλία οποιασδήποτε φύσεως, χωρίς τη γραπτή έγκριση του συνδίκου.
Η πτώχευση θεωρείται ότι έχει κηρυχθεί από την έναρξη της ημέρας κατά την οποία δημοσιεύεται η απόφαση που κηρύσσει την πτώχευση στο ακροατήριο.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ.1 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
2. Η Πτωχευτική απαλλοτρίωση αίρεται σε όσες περιπτώσεις ο παρών κώδικας προβλέπει.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.2 του άρθρ 2 του ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
3. Ο οφειλέτης δεν νομιμοποιείται μετά την κήρυξη της πτώχευσης σε δίκες που αφορούν την Πτωχευτική περιουσία. Μόνο σε περίπτωση κατεπείγοντος και αδράνειας του συνδίκου νομιμοποιείται, κατ` εξαίρεση, στη λήψη των αναγκαίων μέτρων για την προστασία της πτωχευτικής περιουσίας. Σε κάθε περίπτωση, ο οφειλέτης έχει το δικαίωμα να παρεμβαίνει προσθέτως στις δίκες που διεξάγει ο σύνδικος.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.2 του άρθρ 2 του ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
1. Το πτωχευτικό δικαστήριο μπορεί, μετά από αίτηση του οφειλέτη, να του αναθέσει τη διοίκηση και ιδίως τη διαχείριση και διάθεση της πτωχευτικής περιουσίας, με ή χωρίς περιοριστικούς όρους, πάντοτε με τη σύμπραξη του συνδίκου, αν η ανάθεση αυτή είναι προς το συμφέρον των πιστωτών. Η σύμπραξη του συνδίκου μπορεί να συνίσταται σε γενικές άδειες διενέργειας πράξεων ή κατηγοριών πράξεων. Η ως άνω ανάθεση παύει αυτοδικαίως όταν η διαδικασία εισέρχεται στο στάδιο της ένωσης των πιστωτών.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ.3 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
2. Το πτωχευτικό δικαστήριο μπορεί, μετά από αίτηση του συνδίκου, να αφαιρέσει από τον οφειλέτη τη διοίκηση της πτωχευτικής περιουσίας, αν τούτο επιβάλλει το συμφέρον των πιστωτών. Στην περίπτωση αυτή το δικαίωμα διοίκησης περιέρχεται στον σύνδικο.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ.3 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
3. Οι αποφάσεις για ανάθεση ή αφαίρεση, κατά τις παραγράφους 1 και 2, του δικαιώματος διοίκησης είναι εκ του νόμου εκτελεστές και υποβάλλονται στη Δημοσιότητα του άρθρου 8.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ.4 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
1. Μέχρι την επικύρωση του σχεδίου αναδιοργάνωσης, άλλως μέχρι την ένωση των πιστωτών, απαγορεύεται η διάθεση στοιχείων του ενεργητικού της επιχείρησης χωρίς την άδεια του εισηγητή, που χορηγείται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ύστερα από αίτηση του συνδίκου.
2. Αν συντρέχουν όλως εξαιρετικές περιστάσεις, όπως προφανής κίνδυνος ουσιώδους μείωσης της αξίας της επιχείρησης του οφειλέτη ή ύπαρξη ιδιαίτερα ευνοϊκής προσφοράς, το πτωχευτικό δικαστήριο, μετά από αίτηση του συνδίκου και αφού ακουσθεί ο εισηγητής, μπορεί να αποφασίσει την εκποίηση της επιχείρησης ως συνόλου ή επιμέρους λειτουργικών συνόλων (κλάδων) αυτής, με ανάλογη εφαρμογή της διαδικασίας και των διακρίσεων του άρθρου 135.
1. Ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να ενημερώνει τον σύνδικο και να συνεργάζεται μαζί του για οποιοδήποτε θέμα σχετίζεται με την πτώχευση. Η ίδια υποχρέωση βαρύνει και τους κατά την προηγούμενη της κήρυξης της πτώχευσης διετία πληρεξούσιους του οφειλέτη, πλην των δικηγόρων του, εκτός αν υπάρχει συναίνεση του οφειλέτη.
2. Ο οφειλέτης υποχρεούται να θέσει στη διάθεση του συνδίκου τα τηρούμενα από αυτόν εμπορικά βιβλία και στοιχεία, υποχρεωτικά και μη, που αφορούν την επιχείρησή του.
1. Πτωχευτικοί πιστωτές είναι εκείνοι που κατά την κήρυξη της πτώχευσης έχουν κατά του οφειλέτη γεννημένη και δικαστικώς επιδιώξιμη χρηματική ενοχική απαίτηση και ειδικότερα εκείνοι των οποίων:
α. η απαίτηση δεν διασφαλίζεται με προνόμιο ή εμπράγματη ασφάλεια (ανέγγυοι πιστωτές)
β. η απαίτηση ικανοποιείται προνομιακά από το σύνολο της πτωχευτικής περιουσίας (γενικοί προνομιούχοι πιστωτές)
γ. η απαίτηση εξασφαλίζεται με ειδικό προνόμιο ή εμπράγματη ασφάλεια επί συγκεκριμένου αντικειμένου της πτωχευτικής περιουσίας (ενέγγυοι πιστωτές)
δ. η απαίτηση ικανοποιείται από την πτωχευτική περιουσία μετά από την ικανοποίηση των ανέγγυων πιστωτών (πιστωτές τελευταίας σειράς)».
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ.5 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
2. Ο πτωχευτικός πιστωτής μπορεί να επιδιώξει την ικανοποίηση των απαιτήσεών του μόνο μέσω της πτωχευτικής διαδικασίας, εκτός εάν στον παρόντα κώδικα ορίζεται διαφορετικά.
1. Απαιτήσεις υπό διαλυτική αίρεση, για όσο χρόνο η αίρεση δεν πληρούται, θεωρούνται ως μη τελούσες υπό αίρεση. Σε περίπτωση πλήρωσης της αίρεσης κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας, ο πιστωτής υποχρεούται να επιστρέψει τα τυχόν καταβληθέντα σ΄ αυτόν.
2. Απαιτήσεις υπό αναβλητική αίρεση κατατάσσονται στον κατά το άρθρο 153 πίνακα διανομής τυχαία, κατ΄ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 978 Κ.Πολ.Δ..
1. Οι κατά την κήρυξη της πτώχευσης μη ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις κατά του οφειλέτη, πλην εκείνων των ενέγγυων πιστωτών, θεωρούνται ότι έληξαν. Οι μη ληξιπρόθεσμες άτοκες απαιτήσεις μειώνονται κατά το ποσό του νόμιμου τόκου που αντιστοιχεί στο διάστημα από την κήρυξη της πτώχευσης μέχρι την πραγματική λήξη τους ως προς αυτόν.
2. Οι απαιτήσεις των ενέγγυων πιστωτών καθίστανται απαιτητές κατά την πραγματική λήξη τους.
1. Από την κήρυξη της πτώχευσης οι απαιτήσεις των πιστωτών που δεν είναι εξασφαλισμένες με ειδικό προνόμιο ή εμπράγματο δικαίωμα παύουν να παράγουν νόμιμους ή συμβατικούς τόκους. Η παύση της τοκογονίας δεν ισχύει για τους συνοφειλέτες και τους εγγυητές.
2. Το κατά τα άρθρα 107 επ. σχέδιο αναδιοργάνωσης μπορεί να έχει ως περιεχόμενο και την καταβολή, ολική ή μερική, των τόκων που έπαυσαν να παράγονται λόγω κήρυξης της πτώχευσης.
1. Με επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 26, από την κήρυξη της πτώχευσης αναστέλλονται αυτοδικαίως όλα τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα των πιστωτών κατά του οφειλέτη προς ικανοποίηση ή εκπλήρωση πτωχευτικών απαιτήσεών τους. Ιδίως απαγορεύεται η έναρξη ή συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης, η άσκηση αναγνωριστικών ή καταψηφιστικών αγωγών, η συνέχιση των δικών επ΄ αυτών, η άσκηση ή εκδίκαση ένδικων μέσων, η έκδοση πράξεων διοικητικής ή φορολογικής φύσεως, ή η εκτέλεσή τους σε στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας.
2. Πράξεις κατά παράβαση της κατά την παράγραφο 1 αναστολής είναι απολύτως άκυρες.
1. Πιστωτές, των οποίων οι απαιτήσεις εξασφαλίζονται με ειδικό προνόμιο ή εμπράγματη ασφάλεια επί αντικειμένου της πτωχευτικής περιουσίας, ικανοποιούνται αποκλειστικά από τη ρευστοποίηση του σύμφωνα με τις ισχύουσες γενικές διατάξεις, εκτός εάν ο παρών κώδικας προβλέπει διαφορετικά.
Οι ενέγγυοι πιστωτές ικανοποιούνται από το σύνολο της πτωχευτικής περιουσίας, μόνο σε περίπτωση που παραιτηθούν από το προνόμιο ή την ασφάλεια τους ή το προνόμιο ή η ασφάλεια δεν επαρκεί για την πλήρη ικανοποίηση τους.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 3 άρθρου 13 Ν.4013/2011,ΦΕΚ Α 204/15.9.2011.
2. Με την επιφύλαξη των αναφερομένων στις παραγράφους 3 έως 6, η αναστολή των ατομικών διώξεων δεν ισχύει ως προς τους ενέγγυους πιστωτές σχετικά με τα ανωτέρω υπέγγυα στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας.
3. Από την έκδοση της απόφασης που κηρύσσει την πτώχευση, μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης των ενέγγυων πιστωτών επί περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, τα οποία συνδέονται λειτουργικά και άμεσα με την επιχειρηματική δραστηριότητά του ή με παραγωγική μονάδα ή εκμετάλλευση του οφειλέτη, αναστέλλονται μέχρι την έγκριση του κατά τα άρθρα 107 επ. σχεδίου αναδιοργάνωσης, άλλως μέχρι την κατά το άρθρο 84 απόφαση της συνέλευσης των πιστωτών ως προς τον τρόπο εξακολούθησης των εργασιών της πτώχευσης. Σε κάθε περίπτωση, η αναστολή δεν επεκτείνεται πέραν των δέκα (10) μηνών από την κήρυξη της πτώχευσης, με την παρέλευση των οποίων η αναστολή αίρεται αυτοδικαίως. Πράξεις ατομικών διώξεων των ενέγγυων πιστωτών κατά παράβαση της αναστολής της παρούσας παραγράφου είναι απολύτως άκυρες.
4. Η κατά την παράγραφο 3 αναστολή δεν επεκτείνεται στα υπέγγυα αντικείμενα που ανήκουν σε εγγυητές, συνοφειλέτες και τρίτους οφειλέτες ή ανήκουν στον οφειλέτη, αλλά δεν συνδέονται λειτουργικά και άμεσα με την επιχειρηματική του δραστηριότητα, παραγωγική μονάδα ή εκμετάλλευσή του.
5. Αν αποφασιστεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 84, η εκποίηση της επιχείρησης ως συνόλου, αναστέλλονται μέχρι πέρατος της διαδικασίας αυτής και οι ατομικές διώξεις των ενέγγυων πιστωτών και μόνο ως προς τα κατά την παράγραφο 3 εδάφιο πρώτο περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη. Στην περίπτωση αυτή δεν ισχύει ο χρονικός περιορισμός του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 3.
6. Οι ανωτέρω διατάξεις δεν θίγουν τις ειδικές ρυθμίσεις για αναγκαστική εκτέλεση των συμφωνιών παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας.
1. Επί οφειλής εις ολόκληρον ο πιστωτής έχει δικαίωμα, εάν κηρυχθεί σε πτώχευση τουλάχιστον ένας από τους συνοφειλέτες, να απαιτήσει από κάθε συνοφειλέτη την πλήρη ικανοποίηση της απαίτησής του, εάν κατέστη απαιτητή κατά την πραγματική λήξη της. Σε περίπτωση υπερκάλυψης της απαίτησής του, αποδίδει το επιπλέον σε εκείνον τον συνοφειλέτη που θα είχε δικαίωμα αναγωγής κατά των άλλων.
2. Συνοφειλέτης εις ολόκληρον και εγγυητής δεν μπορούν να συμμετάσχουν στην πτώχευση συνοφειλέτη ή πρωτοφειλέτη αντίστοιχα, με βάση απαίτηση που θα αποκτούσαν στο μέλλον λόγω ικανοποίησης από αυτούς του πιστωτή, εκτός αν ο πιστωτής αυτός δεν έχει αναγγείλει την απαίτησή του.
Οι κατά την κήρυξη της πτώχευσης εκκρεμείς αμφοτεροβαρείς συμβάσεις, στις οποίες συμβαλλόμενος είναι ο οφειλέτης, διατηρούν την ισχύ τους, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στον παρόντα κώδικα.
1. Ο σύνδικος, με την άδεια του εισηγητή, έχει το δικαίωμα να εκπληρώσει τις εκκρεμείς συμβάσεις, υποκαθιστώντας την ομάδα των πιστωτών στη θέση του οφειλέτη, και να απαιτήσει την εκπλήρωση από τον αντισυμβαλλόμενο. Στην περίπτωση αυτή ο τελευταίος καθίσταται ομαδικός πιστωτής.
2. Εάν ο σύνδικος δεν ασκήσει το δικαίωμα εκπλήρωσης μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την υποβολή της έκθεσής του, ο αντισυμβαλλόμενος δικαιούται να τάξει σ΄ αυτόν εύλογη προθεσμία προς άσκηση του δικαιώματος επιλογής. Εάν ο σύνδικος δεν απαντήσει εντός της εύλογης προθεσμίας που έταξε ο αντισυμβαλλόμενος ή εάν αρνηθεί την εκπλήρωση, ο αντισυμβαλλόμενος δικαιούται να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση και να απαιτήσει αποζημίωση λόγω μη εκπλήρωσης, ικανοποιούμενος ως πτωχευτικός πιστωτής.
3. Το δικαίωμα του συνδίκου για εκπλήρωση ή μη αφορά εκκρεμείς αμφοτεροβαρείς συμβάσεις, για τις οποίες ο σύνδικος έχει λάβει γνώση, ιδίως αυτές που περιλαμβάνονται σε κατάσταση που του έχει εγχειρίσει ο οφειλέτης.
Απαιτήσεις από συμβάσεις που συνάπτονται από τον σύνδικο ικανοποιούνται ως ομαδικές.
1. Συμβάσεις διαρκούς χαρακτήρα διατηρούν την ισχύ τους, εφόσον δεν προβλέπεται διαφορετικά στο νόμο. Εξαιρούνται οι χρηματοοικονομικές συμβάσεις οι οποίες μπορούν να πάψουν να ισχύουν ή να τροποποιηθούν ως συνέπεια της πτώχευσης κατά τα ειδικότερα οριζόμενα σε αυτές.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με τη παρ.1 υποπαρ.Γ.3 του άρθρου 2 Ν.4336/2015,ΦΕΚ Α 94/14.8.2015.
2. Η κήρυξη της πτώχευσης αποτελεί λόγο λύσης των συμβάσεων προσωπικού χαρακτήρα, στις οποίες ο οφειλέτης είναι συμβαλλόμενο μέρος, καθώς και εκείνων η λύση των οποίων επέρχεται ή μπορεί να επέλθει από ειδική διάταξη νόμου.
1. Τα οριζόμενα στο άρθρο 31 δεν θίγουν το δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης που προβλέπει ο νόμος ή η σύμβαση.
2. Επίσης δεν θίγονται τα δικαιώματα του αντισυμβαλλόμενου μέρους για λύση της σύμβασης, με βάση ρήτρα που επιτρέπει τη λύση της σε περίπτωση πτώχευσης του άλλου μέρους ή υπαγωγής του σε διαδικασία συλλογικής εκτέλεσης.
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 2 υποπαρ.Γ.3 παρ.2 του ν.4336/2015
1. Ο σύνδικος δικαιούται να μεταβιβάσει σε τρίτο τη συμβατική σχέση, στην οποία συμβαλλόμενο μέρος είναι ο οφειλέτης. Η μεταβίβαση επιτρέπεται ανεξάρτητα από την ύπαρξη συμβατικών όρων που την αποκλείουν ή την περιορίζουν, αν η μεταβίβαση είναι συμφέρουσα για τους πιστωτές και συναινεί ο αντισυμβαλλόμενος του οφειλέτη.
2. Σε άρνηση του αντισυμβαλλομένου να συναινέσει, το πτωχευτικό δικαστήριο, μετά από αίτηση του συνδίκου, μπορεί να εγκρίνει τη μεταβίβαση υπό τους όρους:
α) ότι ο σύνδικος επέλεξε τη συνέχιση της σύμβασης,
β) ότι ο τρίτος έχει τη δυνατότητα να εκτελέσει τις απορρέουσες από αυτήν υποχρεώσεις του οφειλέτη και
γ) ότι ο αντισυμβαλλόμενος δεν βλάπτεται από τη μεταβίβαση.
Με την έκδοση της απόφασης που εγκρίνει τη μεταβίβαση, ο τρίτος θεωρείται υποκατασταθείς στα εκ της συμβάσεως δικαιώματα και υποχρεώσεις του οφειλέτη.
1. Με την κήρυξη της πτώχευσης δεν λύεται η σύμβαση εργασίας.
2. Ο σύνδικος, εφόσον ο οφειλέτης είναι εργοδότης, μπορεί να λύσει τη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, με καταγγελία. Η πτώχευση αποτελεί σπουδαίο λόγο καταγγελίας της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου. Για το κύρος της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου δεν απαιτείται η καταβολή αποζημίωσης.
3. Σε περίπτωση που η κατά το άρθρο 70 έκθεση του συνδίκου προβλέπει βιωσιμότητα της επιχείρησης, ο σύνδικος και ο οφειλέτης μπορούν χωριστά ο καθένας ή από κοινού να ζητήσουν από τον εισηγητή τη διατήρηση των αναγκαίων θέσεων εργασίας μέχρι την έγκριση ή απόρριψη από το πτωχευτικό δικαστήριο του κατά τα άρθρα 107 επ. σχεδίου αναδιοργάνωσης.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ.6 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
4. Οι απαιτήσεις των μισθωτών από μισθούς και λοιπές παροχές που γεννήθηκαν πριν την κήρυξη της πτώχευσης, καθώς και κάθε συναρτώμενη με την καταγγελία απαίτησή τους, όπως ιδίως αποζημίωση εκ του νόμου, αποτελούν πτωχευτικές απαιτήσεις, για τις οποίες οι μισθωτοί ικανοποιούνται ως πτωχευτικοί πιστωτές κατά τις ειδικότερες περί κατατάξεως των πιστωτών διατάξεις του παρόντος κώδικα.
5. Μισθωτός που πραγματικά συνεχίζει να παρέχει ή παρέχει την εργασία του μετά την κήρυξη της πτώχευσης, λόγω συνέχισης της επιχειρηματικής δραστηριότητας από τον οφειλέτη ή τον σύνδικο, για τους μισθούς και τις συναφείς παροχές, ικανοποιείται ως ομαδικός πιστωτής
1. Εάν πριν την κήρυξη της πτώχευσης, ο οφειλέτης είχε πωλήσει κινητό πράγμα με επιφύλαξη κυριότητας μέχρις αποπληρωμής του τιμήματος και το είχε παραδώσει στον αγοραστή, η κήρυξη της πτώχευσης δεν αποτελεί λόγο λύσεως της σύμβασης ή υπαναχώρησης από αυτήν και ούτε εμποδίζει τον αγοραστή να αποκτήσει την κυριότητα του πωληθέντος, κατά τα συμφωνηθέντα.
2. Εάν πριν την κήρυξη της πτώχευσης, ο οφειλέτης είχε αγοράσει κινητό πράγμα με επιφύλαξη κυριότητας του πωλητή και είχε παραλάβει το πράγμα, η κήρυξη της πτώχευσης δεν θίγει τα δικαιώματα του πωλητή που απορρέουν από την επιφύλαξη κυριότητας. Ο πωλητής δικαιούται να τάξει προθεσμία στον σύνδικο, προκειμένου να ασκήσει το κατά το άρθρο 29 δικαίωμα επιλογής. Εάν ο σύνδικος αρνηθεί την εκπλήρωση, ο πωλητής έχει δικαίωμα αποχωρισμού του πράγματος από την πτωχευτική περιουσία, χωρίς ανάγκη προηγούμενης υπαναχώρησης. Ο πωλητής δικαιούται να ασκήσει το δικαίωμά του αυτό μόνο μετά την υποβολή της κατά το άρθρο 70 έκθεσης του συνδίκου.
1. Η κήρυξη της πτώχευσης δεν θίγει το δικαίωμα του πιστωτή να προτείνει συμψηφισμό ανταπαίτησής του προς την αντίστοιχη απαίτηση του οφειλέτη, εφόσον οι προϋποθέσεις του συμψηφισμού συνέτρεξαν πριν την κήρυξη της πτώχευσης. Οι απαγορεύσεις συμψηφισμού, όπου ισχύουν, εφαρμόζονται και στην πτώχευση.
2. Ο συμψηφισμός απαιτήσεων που προκύπτουν από συναλλαγές σε εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, ρυθμίζεται όπως η κείμενη νομοθεσία προβλέπει.
3. Ο συμψηφισμός απαιτήσεων που προκύπτουν από εντολές μεταβίβασης επί συστημάτων διακανονισμού πληρωμών και διακανονισμού χρηματοπιστωτικών μέσων, καθώς και με βάση ρήτρες εκκαθαριστικού συμψηφισμού, στο πλαίσιο συμφωνιών παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας, γίνεται κατά τις ειδικές περί αυτών ρυθμίσεις.
1. Όποιος επικαλείται εμπράγματο ή ενοχικό δικαίωμα σε αντικείμενο που δεν ανήκει στον οφειλέτη, δικαιούται να ζητήσει τον αποχωρισμό του από την πτωχευτική περιουσία και την παράδοσή του σ΄ αυτόν, με αίτησή του προς το σύνδικο. Η απόδοση από τον σύνδικο γίνεται μόνο μετά από άδεια του εισηγητή. Αν η αίτηση δεν γίνει δεκτή, η αξίωση προς αποχωρισμό ασκείται κατά του συνδίκου με βάση τις γενικές διατάξεις που ισχύουν ανάλογα με τη φύση του αντικειμένου του οποίου ζητείται ο αποχωρισμός.
2. Εάν το αντικείμενο, του οποίου μπορούσε να ζητηθεί ο αποχωρισμός, κατά την παράγραφο 1, έχει εκποιηθεί από τον οφειλέτη σε τρίτο, χωρίς δικαίωμα, πριν την κήρυξη της πτώχευσης, ή μετά την κήρυξή της από τον σύνδικο, ο δικαιούχος σε αποχωρισμό μπορεί να απαιτήσει την εκχώρηση της απαίτησης κατά του τρίτου στην αντιπαροχή, εάν αυτή ακόμα οφείλεται ή τον αποχωρισμό της αντιπαροχής από την πτωχευτική περιουσία, εάν αυτή διατηρεί την ταυτότητά της.
3. Εάν ο αποχωρισμός, κατά τις προηγούμενες παραγράφους, είναι αδύνατος, ο δικαιούχος συμμετέχει στην πτωχευτική διαδικασία ως πτωχευτικός πιστωτής με βάση την αξία του αντικειμένου.
4. Επί καταπιστευτικής μεταβίβασης κυριότητας κινητού με διατήρηση της νομής από τον οφειλέτη, ο πιστωτής, ως κύριος του πράγματος, δικαιούται σε αποχωρισμό του.
1. Δικαίωμα διεκδίκησης έχει εκείνος που πριν την κήρυξη της πτώχευσης παρέδωσε εμπορεύματα στον οφειλέτη λόγω παρακαταθήκης προς πώληση ή για να πωληθούν για λογαριασμό του, εφόσον αυτά, κατά την κήρυξη της πτώχευσης, βρίσκονται στην πτωχευτική περιουσία του οφειλέτη αναλλοίωτα εν όλω ή εν μέρει.
2. Εάν τα εμπορεύματα της παραγράφου 1 έχουν πωληθεί και το τίμημα οφείλεται κατά την κήρυξη της πτώχευσης, ο παραγγελέας – παρακαταθέτης διεκδικεί ευθέως αυτό στα χέρια του αγοραστή.
3. Ο δικαιούχος διεκδικεί αξιόγραφα, τα οποία πριν την κήρυξη της πτώχευσης είχε αποστείλει στον οφειλέτη για να εισπραχθούν ή να διατεθούν για καθορισμένες πληρωμές, εφόσον αυτά κατά την κήρυξη της πτώχευσης βρίσκονται στα χέρια του οφειλέτη αυτούσια.
1. Δικαίωμα διεκδίκησης έχει εκείνος που πριν την κήρυξη της πτώχευσης είχε πωλήσει εμπορεύματα στον οφειλέτη, τα οποία κατά την κήρυξη της πτώχευσης δεν έχουν ακόμα περιέλθει στην κατοχή του οφειλέτη ή τρίτου που ενεργεί για λογαριασμό του και εφόσον το τίμημα οφείλεται εν όλω ή εν μέρει.
2. Αν στην περίπτωση της προηγούμενης παραγράφου ο πωλητής κατέχει το πράγμα, έχει δικαίωμα επίσχεσης αυτού.
1. Επί της αίτησης διεκδίκησης αποφαίνεται ο σύνδικος με σύμφωνη γνώμη του εισηγητή. Αν υπάρχει αντίρρηση από τον σύνδικο ή πιστωτή, αποφαίνεται το πτωχευτικό δικαστήριο.
2. Στις περιπτώσεις του άρθρου 39 ο σύνδικος δικαιούται να ασκήσει το κατά τις διατάξεις του άρθρου 29 δικαίωμα επιλογής.
Πράξεις του οφειλέτη που διενεργήθηκαν εντός του χρόνου που περιλαμβάνεται από την παύση των πληρωμών μέχρι την κήρυξη της πτώχευσης (ύποπτη περίοδος) και είναι επιζήμιες για την ομάδα των πιστωτών ανακαλούνται ή μπορούν να ανακληθούν από τον σύνδικο κατά τις διατάξεις των επόμενων άρθρων.
Λογίζονται ότι είναι επιζήμιες και ανακαλούνται οι ακόλουθες πράξεις:
α) Δωρεές και χαριστικές γενικά δικαιοπραξίες, καθώς και αυτές στις οποίες η αντιπαροχή που έλαβε ο οφειλέτης ήταν δυσανάλογα μικρή σε σχέση με τη δική του παροχή. Εξαιρούνται οι συνήθεις δωρεές που γίνονται για λόγους κοινωνικής ευπρέπειας ή από λόγους ηθικού καθήκοντος, καθώς και πράξεις από ελευθεριότητα που διενεργήθηκαν από τον οφειλέτη σε εκπλήρωση νομικής υποχρέωσης και παροχές προς οικονομική ή επαγγελματική αποκατάσταση των τέκνων του, εφόσον οι παροχές είναι ανάλογες προς την περιουσιακή του κατάσταση και δεν επέφεραν ουσιώδη ελάττωση της περιουσίας του οφειλέτη.
β) Πληρωμές μη ληξιπρόθεσμων χρεών.
γ) Πληρωμές ληξιπρόθεσμων χρεών με άλλο τρόπο και όχι με μετρητά ή με τη συμφωνηθείσα παροχή.
δ) Σύσταση εμπράγματης ασφάλειας, συμπεριλαμβανόμενης και της εγγραφής προσημείωσης υποθήκης ή παροχή άλλων ασφαλειών ενοχικής φύσεως για προϋπάρχουσες υποχρεώσεις, για την εξασφάλιση των οποίων ο οφειλέτης δεν είχε αναλάβει αντίστοιχη υποχρέωση ή για την εξασφάλιση νέων υποχρεώσεων που αναλήφθηκαν από τον οφειλέτη σε αντικατάσταση εκείνων που προϋπήρχαν.
1. Κάθε αμφοτεροβαρής πράξη του οφειλέτη ή πληρωμή από αυτόν ληξιπρόθεσμων χρεών του που έγινε μετά την παύση των πληρωμών και πριν την κήρυξη της πτώχευσης, μπορεί να ανακληθεί, εάν ο αντισυμβαλλόμενος κατά τη διενέργεια της πράξης γνώριζε ότι ο οφειλέτης είχε παύσει τις πληρωμές του και η πράξη ήταν επιζήμια για την ομάδα των πιστωτών.
2. Τεκμαίρεται η γνώση του αντισυμβαλλομένου, εάν κατά τη διενέργεια της πράξης ήταν σύζυγος του οφειλέτη ή συγγενής εξ αίματος μέχρι και τρίτου βαθμού ή εξ αγχιστείας μέχρι δεύτερου βαθμού ή πρόσωπο με το οποίο ο οφειλέτης συζούσε το τελευταίο έτος πριν τη διενέργεια της πράξης. Επί αντισυμβαλλόμενου νομικού προσώπου το τεκμήριο της γνώσης αφορά τα ως άνω πρόσωπα, εφόσον κατά τη διενέργεια της πράξης είχαν την ιδιότητα του ιδρυτή ή διοικητή ή διευθυντή ή διαχειριστή του. Το τεκμήριο δεν ισχύει, εάν η ανακλητική αγωγή εγερθεί μετά την παρέλευση έτους από την κήρυξη της πτώχευσης.
Αν ο οφειλέτης είναι νομικό πρόσωπο, η γνώση του αντισυμβαλλομένου τεκμαίρεται για τα πρόσωπα που συνδέονται με τον οφειλέτη σύμφωνα με το άρθρο 32 του ν. 4308/2014.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ.7 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
Πράξεις του οφειλέτη που διενεργήθηκαν την τελευταία πενταετία πριν την κήρυξη της πτώχευσης, με δόλο αυτού να ζημιώσει τους πιστωτές του ή να ωφελήσει ορισμένους σε βάρος άλλων, ανακαλούνται, εάν ο τρίτος με τον οποίο συμβλήθηκε, κατά το χρόνο της διενέργειας της πράξης γνώριζε το δόλο του οφειλέτη.
– Δεν ανακαλούνται:
α) Συνηθισμένες πράξεις της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας του οφειλέτη που διενεργήθηκαν κάτω από κανονικές συνθήκες και μέσα στα όρια των συνήθων συναλλαγών του.
β) Πράξεις του οφειλέτη που ρητά ο νόμος τις εξαιρεί από την εφαρμογή των ρυθμίσεων περί ανάκλησης, ακυρότητας ή ακυρωσίας πράξεων που έγιναν μέσα στην
ύποπτη περίοδο.
γ) Πράξεις που διενεργούνται από τον οφειλέτη κατά το στάδιο εκπλήρωσης του σχεδίου αναδιοργάνωσης, σε περίπτωση επαναφοράς σε εκκαθάριση λόγω αδυναμίας εκπλήρωσης.
δ) Παροχή του οφειλέτη, για την οποία ο αντισυμβαλλόμενος κατέβαλε άμεσα ισοδύναμη αντιπαροχή σε μετρητά.
ε) Πράξεις που έλαβαν χώρα με τη συμφωνία ή σε εκτέλεση συμφωνίας εξυγίανσης.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 3 άρθρου 13 Ν.4013/2011,ΦΕΚ Α 204/15.9.2011.
1. Το κύρος ή το ανακλητό εκκαθάρισης που συντελέστηκε ή της παροχής εξασφάλισης στα πλαίσια των συναλλαγών σε χρηματιστηριακή αγορά παραγώγων, ρυθμίζεται από τις διατάξεις που ισχύουν στη σχετική χρηματιστηριακή αγορά.
2. Το κύρος ή το ανακλητό των συμφωνιών παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με βάση τέτοιες συμφωνίες ρυθμίζεται από τις διατάξεις που ισχύουν για τις σχετικές συμφωνίες.
3. Το κύρος ή το ανακλητό του συμψηφισμού, των πληρωμών ή συναλλαγών αυτών που συμμετέχουν σε σύστημα πληρωμών ή διακανονισμού ή σε χρηματαγορά ρυθμίζεται από τις διατάξεις που ισχύουν για τις σχετικές συναλλαγές.
Επί πληρωμής χρηματογράφων από τον οφειλέτη μέσα στην ύποπτη περίοδο, η ανακλητική αξίωση μπορεί να στραφεί μόνον κατά του εκδότη συναλλαγματικής και του πρώτου οπισθογράφου γραμματίου σε διαταγή και επιταγής και μόνον εφόσον αυτοί γνώριζαν ότι κατά το χρόνο έκδοσης ή οπισθογράφησης αντίστοιχα του χρηματογράφου, ο πληρωτής επί συναλλαγματικής ή ο εκδότης επί γραμματίου σε διαταγή και επιταγής είχε παύσει τις πληρωμές του.
1. Οι πράξεις που έγιναν στην ύποπτη περίοδο ανακαλούνται με απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου.
2. Την ανακλητική αξίωση ασκεί ο σύνδικος. Μπορεί να την ασκήσει και πιστωτής, εφόσον είχε ζητήσει εγγράφως από τον σύνδικο την άσκησή της για συγκεκριμένη πράξη και για συγκεκριμένο νόμιμο λόγο και ο σύνδικος δεν την άσκησε μέσα σε δύο (2) μήνες από τη λήψη του γραπτού αιτήματος του πιστωτή.
3. Η ανακλητική αγωγή απευθύνεται κατ΄ εκείνου ή εκείνων που είχαν λάβει μέρος στην υπό ανάκληση πράξη, καθώς και κατά των κληρονόμων ή άλλων καθολικών διαδόχων τους ή του κακόπιστου ειδικού διαδόχου.
4. Η ανάκληση δεν εμποδίζεται εκ του λόγου ότι για την υπό ανάκληση πράξη έχει εκδοθεί τίτλος εκτελεστός ή το εξ αυτής δικαίωμα αποκτήθηκε μέσω αναγκαστικής εκτέλεσης.
1. Όποιος με ανακαλούμενη πράξη απέκτησε περιουσιακό στοιχείο του οφειλέτη, υποχρεούται να το επαναμεταβιβάσει στην πτωχευτική περιουσία. Εάν η αυτούσια επαναμεταβίβαση δεν είναι δυνατή, η υποχρέωση ρυθμίζεται από τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, εφαρμοζόμενες αναλόγως.
2. Ο λήπτης δωρεάς υποχρεούται να επιστρέψει μόνο τον πλουτισμό, εκτός εάν γνώριζε ή κατά τις περιστάσεις μπορούσε να γνωρίζει ότι με τη χαριστική παροχή επέρχεται ζημία της ομάδας των πιστωτών.
3. Αν το πτωχευτικό δικαστήριο κρίνει ότι αυτός που συμβλήθηκε με τον οφειλέτη ενήργησε κακόπιστα, μπορεί να τον υποχρεώσει σε αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από την πράξη στην ομάδα των πιστωτών.
1. Εάν με την ανακαλούμενη παροχή είχε εξοφληθεί απαίτηση, με την επαναμεταβίβασή της η απαίτηση επανέρχεται σε ισχύ.
2. Σε περίπτωση ανάκλησης αμφοτεροβαρούς πράξης, ο αντισυμβαλλόμενος, εφόσον επιστρέφει την παροχή, έχει αξίωση στην αντιπαροχή του ως ομαδικός πιστωτής, εάν η αντιπαροχή εξακολουθεί να διατηρεί την ταυτότητά της στην πτωχευτική περιουσία ή η τελευταία αυξήθηκε κατά την αξία της αντιπαροχής, άλλως ικανοποιείται ως πτωχευτικός πιστωτής.
Η ανακλητική αξίωση παραγράφεται με την παρέλευση 1 (ενός) έτους από την ημέρα που ο σύνδικος έλαβε γνώση της πράξης και σε κάθε περίπτωση μετά παρέλευση δύο (2) ετών από την κήρυξη της πτώχευσης.
Τα όργανα της πτώχευσης είναι: το πτωχευτικό δικαστήριο, ο εισηγητής, ο σύνδικος και η συνέλευση των πιστωτών.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 παρ.1 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
Πτωχευτικό δικαστήριο είναι το πολυμελές πρωτοδικείο που κήρυξε την πτώχευση (άρθρο 4). Ασκεί την ανώτατη εποπτεία στη διεύθυνση των εργασιών της πτώχευσης. Έχει αρμοδιότητα να δικάζει τις διαφορές που ειδικά ορίζονται στον παρόντα κώδικα, αλλά και όσες αναφύονται από την πτώχευση και λόγω της κήρυξής της.
1. Το πτωχευτικό δικαστήριο δικάζει κάθε υπόθεση που υπάγεται σ΄ αυτό, χωρίς εξαίρεση, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 741 επ. Κ.Πολ.Δ.). Οι παρεμβάσεις (πρόσθετες ή κύριες) ενώπιόν του ασκούνται και με δήλωση που καταχωρείται στα πρακτικά.
2. Αν δεν ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα κώδικα, οι υποθέσεις ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου προσδιορίζονται εντός είκοσι (20) ημερών και η κλήτευση γίνεται προ δέκα (10) ημερών, η δε απόφαση εκδίδεται εντός δεκαπέντε (15) ημερών από τη συζήτηση.
Αν δεν ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα κώδικα, οι αποφάσεις του πτωχευτικού δικαστηρίου υπόκεινται σε ανακοπή ερημοδικίας, έφεση και αναίρεση μόνο για τους λόγους του άρθρου 559 αριθ. 1,4, 14, 16, 17 και 19 του ΚΠολΔ. Δεν υπόκεινται σε ανακοπή ερημοδικίας ή έφεση ή αναίρεση οι αποφάσεις του δικαστηρίου περί διορισμού ή αντικατάστασης του εισηγητή ή του συνδίκου και περί χορήγησης βοηθημάτων προς τον οφειλέτη ή την οικογένειά του.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 παρ.1 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
Η απόφαση που κηρύσσει την πτώχευση, καθώς και εκείνη που μεταβάλλει χρόνο παύσης των πληρωμών, υπόκεινται σε ανακοπή. Η ανακοπή απευθύνεται κατά του συνδίκου και ασκείται ενώπιον του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση από τον οφειλέτη και οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον, εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση της απόφασης στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ταμείου Νομικών.
1. Η απόφαση που κηρύσσει την πτώχευση μπορεί να ανακληθεί μετά από αίτηση του οφειλέτη από το δικαστήριο που κήρυξε την πτώχευση, εφόσον ικανοποιήθηκαν ή συναινούν οι πιστωτές που μετείχαν στη διαδικασία κήρυξης της πτώχευσης, καθώς και εκείνοι που προκύπτουν από το φάκελο. Η ικανοποίηση και η συναίνεση των πιστωτών αποδεικνύεται μόνο εγγράφως, με βεβαιωμένη τη γνησιότητα της υπογραφής τους από δημόσια αρχή. Η απόφαση που κηρύσσει την πτώχευση μπορεί να ανακληθεί και με αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον ή με πρόταση του εισηγητή, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 758 Κ. Πολ. Δ.. Για το παραδεκτό της συζήτησης της αίτησης ανάκλησης πρέπει να προσκομίζεται στο πτωχευτικό δικαστήριο έκθεση του εισηγητή.
2. Η αίτηση μπορεί να υποβληθεί μέχρι την περάτωση της πτώχευσης κατά το άρθρο 164. Η απόφαση για την ανάκληση, μετά από αίτηση του οφειλέτη κατά την παράγραφο 1 εδάφιο α΄, έχει αναδρομική ισχύ και από τη δημοσίευσή της η πτώχευση θεωρείται ότι δεν κηρύχθηκε ποτέ. Η ανάκληση κατά την παράγραφο 1 εδάφιο γ΄ δεν έχει αναδρομική ισχύ, εκτός αν το ορίσει ειδικά το πτωχευτικό δικαστήριο.
3. Σε κάθε περίπτωση, από την ανάκληση δεν θίγονται οι πράξεις που έγκυρα ενεργήθηκαν κατά τη διάρκεια της ισχύος της πτωχευτικής απόφασης.
4. Η περί ανακλήσεως απόφαση δημοσιεύεται και στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ταμείου Νομικών. Ανακοπή ερημοδικίας και τριτανακοπή ασκούνται εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από της δημοσιεύσεως αυτής. Κατά τα λοιπά, ισχύουν τα προβλεπόμενα στις διατάξεις των άρθρων 756 επ. Κ.Πολ.Δ..
1. Εισηγητής στην πτώχευση ορίζεται πρωτοδίκης που υπηρετεί στο πρωτοδικείο. Στα πρωτοδικεία Αθηνών, Πειραιά και Θεσσαλονίκης, εισηγητές των πτωχεύσεων ορίζονται για δύο (2) δικαστικά έτη, με απόφαση της ολομέλειάς τους, έως τρεις από τους προέδρους πρωτοδικών που υπηρετούν σε αυτά, κατ` αποκλειστική απασχόληση. Για τον ορισμό των εισηγητών των πτωχεύσεων βαρύνουσα σημασία έχει ιδίως η δυνατότητα άσκησης των καθηκόντων τους για όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο, στο πλαίσιο και της ανανέωσης της θητείας τους ως εισηγητών. Στα λοιπά πρωτοδικεία, ο εισηγητής ορίζεται με την απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου. Με τον ίδιο τρόπο αντικαθίσταται ο εισηγητής.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 παρ.2 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
2. Επί πτώχευσης ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρίας, εισηγητής ορίζεται ο ίδιος για την εταιρία και τα ομόρρυθμα μέλη της που συμπτωχεύουν.
1. Ο εισηγητής οφείλει αμέσως μετά την κήρυξη της πτώχευσης να μεριμνήσει για την ειδοποίηση του συνδίκου περί του διορισμού του. Έχει καθήκον να επιτηρεί και να επιταχύνει τις εργασίες της πτώχευσης, να διατάσσει όλα τα κατεπείγοντα μέτρα προς διασφάλιση της πτωχευτικής περιουσίας και προεδρεύει στη συνέλευση των πιστωτών.
2. Επιβλέπει το έργο του συνδίκου και, αν συντρέχει σχετική περίπτωση, μπορεί να ζητήσει την αντικατάστασή του. Παρέχει στο σύνδικο την άδεια εμπορίας ή εκποίησης εμπορευμάτων και εν γένει κινητών και ακινήτων της πτώχευσης, όπου προβλέπεται στον παρόντα κώδικα.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 παρ.3 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
3. Σε κάθε περίπτωση ο εισηγητής έχει και τις αρμοδιότητες που ειδικά ορίζονται στον παρόντα κώδικα, αλλά και για κάθε πράξη αναγκαία στα πλαίσια και για την εκπλήρωση των καθηκόντων και αρμοδιοτήτων που του παρέχονται με τον παρόντα κώδικα, έστω και αν ειδικά δεν προβλέπονται σ΄ αυτόν.
1. Ο εισηγητής με αιτιολογημένη διάταξή του αποφαίνεται επί των ζητημάτων που αναφέρονται στον παρόντα κώδικα και παρέχει τις προβλεπόμενες άδειες.
Επίσης, αποφασίζει, εντός τριών (3) ημερών, επί όλων των διενέξεων του συνδίκου με τους πιστωτές και τους λοιπούς εμπλεκόμενους στη διαδικασία της πτώχευσης και σε κάθε άλλη περίπτωση που έχει αρμοδιότητα κατά τον παρόντα κώδικα. Πριν από την έκδοση των ως άνω διατάξεων επιτρέπεται σε καθένα που έχει έννομο συμφέρον να καταθέσει στον εισηγητή έγγραφο υπόμνημα και να επικαλεστεί και να προσκομίσει σχετικά έγγραφα.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 παρ.4 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
2. Αν δεν ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα κώδικα, όποιος έχει έννομο συμφέρον μπορεί να ασκήσει προσφυγή ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου κατά των διατάξεων του εισηγητή της προηγούμενης παραγράφου, καθώς και κατά των αποφάσεων επί των διενέξεων του ίδιου με τον σύνδικο ή τον πιστωτή ή με άλλους εμπλεκόμενους στην πτώχευση. Η προσφυγή, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα κώδικα, ασκείται εντός δέκα (10) ημερών από την έκδοση της διάταξης και εκδικάζεται εντός οκτώ (8) ημερών, το δε πτωχευτικό δικαστήριο αποφαίνεται επ` αυτής αμετακλήτως, εντός δέκα (10) ημερών από τη συζήτηση. Η προσφυγή στο πτωχευτικό δικαστήριο δεν αναστέλλει την εκτέλεση των διατάξεων του εισηγητή, μπορεί όμως ο πρόεδρος του πτωχευτικού δικαστηρίου, μετά από αίτηση του προ- σφεύγοντος, να διατάξει την αναστολή εκτελέσεως, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 682 επ. ΚΠολΔ).
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 παρ.4 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
3. Επί των διενέξεων που φέρονται ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου, ο εισηγητής είναι υποχρεωμένος να υποβάλλει πάντοτε σχετική έκθεση, χωρίς την οποία είναι απαράδεκτη η συζήτηση.
Ο εισηγητής μπορεί να εξετάσει ανωμοτί τον οφειλέτη και ενόρκως τους αντιπροσώπους και υπαλλήλους του, σχετικά με ό,τι αφορά τη σύνταξη του ισολογισμού και τις περιστάσεις και τις αιτίες της πτώχευσης. Αντίγραφα των καταθέσεων διαβιβάζει ο εισηγητής και προς τον αρμόδιο εισαγγελέα, αν συντρέχει περίπτωση ποινικής ευθύνης κάποιου προσώπου.
Ειδικότερα, ο εισηγητής μπορεί να αναθέτει σε ειδικούς ανακριτικούς υπαλλήλους του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (ΣΔΟΕ) ή σε άλλα ελεγκτικά όργανα της Διοίκησης τη διενέργεια συγκεκριμένων ανακριτικών πράξεων, όπως έλεγχο και σύνταξη σχετικής έκθεσης ή λήψη αντιγράφων από τα φορολογικά και λοιπά βιβλία και στοιχεία του οφειλέτη, ο οποίος έχει κηρυχθεί σε κατάσταση πτωχεύσεως, με σκοπό τη διαπίστωση της πραγματικής οικονομικής κατάστασης και της περιουσίας του τελευταίου.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 παρ.5 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
1. Αν ο οφειλέτης αρνείται να εμφανιστεί ενώπιον του συνδίκου ή του εισηγητή και εφόσον είχε νομίμως ειδοποιηθεί τουλάχιστον δύο (2) ημέρες πριν από την ημέρα εμφάνισης, ο εισηγητής επιβάλλει σε αυτόν ποινή τάξεως από πεντακόσια (500) έως δύο χιλιάδες (2.000) ευρώ υπέρ του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων – Τομέας Ασφάλισης Νομικών (ΕΤΑΑ – ΤΑΝ) που εισπράττεται κατά τις διατάξεις του ΚΕΔΕ. Μετά τη δεύτερη, χωρίς αποτέλεσμα, ειδοποίηση εμφάνισης του οφειλέτη, ο εισηγητής μπορεί να προβεί στην αποστολή έκθεσης κατ` αυτού για απείθεια κατά τη διάταξη του άρθρου 169 του Ποινικού Κώδικα στον αρμόδιο εισαγγελέα πλημμελειοδικών.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 παρ.6 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
2. Ο εισηγητής μπορεί να διατάξει τα αναγκαία κατά την κρίση του μέτρα, προς εξασφάλιση της παρουσίας του πτωχού και σύμπραξής του, όπου απαιτείται, κατά την πτωχευτική διαδικασία.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 παρ.7 Ν.4446/2016, ΦΕΚ Α 240/22.12.2016
1. Το πτωχευτικό δικαστήριο, με την απόφαση του άρθρου 7, ορίζει ως σύνδικ πρόσωπο το οποίο διαθέτει άδεια διαχειριστή αφερεγγυότητας, σύμφωνα με το προεδρικό διάταγμα για τη ρύθμιση του επαγγέλματος του διαχειριστή αφερεγγυότητας, το οποίο θα εκδοθεί κατ΄ εξουσιοδότηση της παρ. 22 της υποπαραγράφου Γ3 και Γ΄του άρθρου 2 του ν. 4336/2015 (Α΄ 94), όπως τελικώς η ανωτέρω παρ. 22 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 51 του ν. 4423/2016 (Α΄ 182). Η επιλογή του συνδίκου από το πτωχευτικό δικαστήριο γίνεται κατά την κρίση του, αφού λάβει υπόψη του τις διατάξεις που ισχύουν για το διαχειριστή αφερεγγυότητας.
2. Ως σύνδικος δεν μπορεί να διοριστεί πρόσωπο το οποίο:
α) συνδέεται με τον οφειλέτη, και επί νομικών προσώπων με κάποιο από τα φυσικά πρόσωπα που μετέχουν στη διοίκησή τους ή ασκούν έλεγχο επ` αυτών, με συγγένεια εξ αίματος ή αγχιστείας σε ευθεία γραμμή απεριόριστα ή υιοθεσία και εκ πλαγίου μέχρι τέταρτου βαθμού ή είναι σύζυγος αυτών,
β) συνδέεται με τον οφειλέτη ή πρόσωπο που ελέγχει ή ελέγχεται από τον οφειλέτη με συμβατική σχέση,
γ) την πενταετία πριν την υποβολή της αίτησης πτώχευσης:
(αα) συμμετείχε στη διαχείριση ή εκπροσώπηση της επιχείρησης του οφειλέτη ή
(ββ) είχε την ιδιότητα του νόμιμου ελεγκτή της επιχείρησης του οφειλέτη ή
δ) την τριετία πριν την υποβολή της αίτησης πτώχευσης είχε λάβει άμεσα ή έμμεσα αμοιβή ή είχε πληρωθεί απαίτησή του από τον οφειλέτη ή πρόσωπο που ελέγχει ή ελέγχεται από τον οφειλέτη στο πλαίσιο σύμβασης παροχής εξαρτημένων ή ανεξάρτητων υπηρεσιών ή σύμβασης έργου.
3. Ο σύνδικος ελέγχει τη μη συνδρομή των κωλυμάτων της παραγράφου 2 ως προς τα πρόσωπα που προσλαμβάνει με οποιαδήποτε συμβατική σχέση (εργασίας, έργου κ.λπ.) για την υποβοήθηση του έργου του, σύμφωνα με το άρθρο 75.
4. Ο σύνδικος ειδοποιείται αμέσως για το διορισμό του με κάθε μέσο, ακόμη και τηλεφωνικά, από τον γραμματέα των πτωχεύσεων. Ο γραμματέας σημειώνει ενυπόγραφα την ειδοποίηση πάνω στο φάκελο της πτώχευσης. Εντός πέντε (5) ημερών από την ειδοποίηση για το διορισμό του, ο σύνδικος υποχρεούται να υποβάλει εγγράφως προς τον εισηγητή δήλωση περί υπάρξεως κωλύματος.
5. Ο σύνδικος ασκεί τα καθήκοντα που του ανατίθενται με τις διατάξεις του παρόντος Κώδικα και οφείλει να συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται από την κείμενη νομοθεσία στο διαχειριστή αφερεγγυότητας.
Το πτωχευτικό δικαστήριο αντικαθιστά το σύνδικο στις εξής περιπτώσεις:
α) Ύστερα από έγγραφη δήλωση του συνδίκου προς τον εισηγητή, σύμφωνα με το άρθρο 63 παράγραφος 4 ή ύστερα από έγγραφη δήλωση παραίτησής του για σπουδαίο λόγο η οποία επίσης υποβάλλεται στον εισηγητή. Ο εισηγητής απευθύνεται αμέσως προς το πτωχευτικό δικαστήριο, το οποίο, με την απόφαση διορισμού νέου συνδίκου, αποφαίνεται συγχρόνως για το εάν η παραίτηση οφείλεται σε κώλυμα του άρθρου 63 παράγραφος 2 ή εάν συντρέχει σπουδαίος λόγος. Εάν δεν συντρέχει κάποια εκ των ανωτέρω δύο περιπτώσεων, ο σύνδικος που παραιτήθηκε δεν μπορεί να διοριστεί εκ νέου σύνδικος για τα επόμενα δύο (2) έτη και το γεγονός αυτό γνωστοποιείται με επιμέλεια της γραμματείας του πτωχευτικού δικαστηρίου στην Επιτροπή Διαχείρισης Αφερεγγυότητας της παρ. 22 της υποπαραγράφου Γ3 του άρθρου 2 του ν. 4336/2015, όπως ισχύει, προκειμένου να καταχωρισθεί στο μητρώο διαχειριστών αφερεγγυότητας που προβλέπεται στην ως άνω διάταξη.
β) Ύστερα από απόφαση της συνέλευσης των πιστωτών που συγκαλείται για να αποφασίσει με βάση την έκθεση του συνδίκου κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 70. Η σχετική αίτηση υποβάλλεται στο πτωχευτικό δικαστήριο, η απόφαση του οποίου υπόκειται μόνο σε έφεση.
γ) Ύστερα από αίτηση του οφειλέτη ή πιστωτή για σπουδαίο λόγο που συνίσταται, ιδίως, σε σοβαρή παράβαση του συνδίκου κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων του ή μη εκπλήρωση αυτών. Η αίτηση υποβάλλεται στο πτωχευτικό δικαστήριο, η απόφαση του οποίου υπόκειται μόνον σε έφεση.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 παρ.7 Ν.4446/2016, ΦΕΚ Α 240/22.12.2016
Ο σύνδικος έχει υποχρέωση να επιμεληθεί για τη δημοσίευση, σύμφωνα με το άρθρο 8, περίληψης της απόφασης που κηρύσσει την πτώχευση, με πρόσκληση των πιστωτών να συνέλθουν ενώπιον του εισηγητή στον οριζόμενο στην απόφαση τόπο και χρόνο, ενόψει της συνέλευσης του άρθρου 84. Αν ο σύνδικος βραδύνει, η δημοσίευση γίνεται με επιμέλεια του εισηγητή. Αν ματαιωθεί η συνέλευση, για οποιονδήποτε λόγο, η ημερομηνία σύγκλησης της επόμενης συνέλευσης ορίζεται με απλή πράξη του εισηγητή, η οποία δημοσιεύεται κατά τον ίδιο τρόπο.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 παρ.7 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
1. Ο σύνδικος είναι υποχρεωμένος να εγγράψει αμέσως τις υποθήκες και προσημειώσεις για τις οποίες υπάρχουν τίτλοι κατά οφειλετών της πτώχευσης και να ζητεί από το πτωχευτικό δικαστήριο τη λήψη κάθε αναγκαίου μέτρου προς εξασφάλιση της πτωχευτικής περιουσίας.
2. Ο σύνδικος εγγράφει ατελώς, υπέρ της ομάδας των πιστωτών, υποθήκες επί όλων των ακινήτων της πτωχευτικής περιουσίας με τίτλο την περίληψη της απόφασης που κήρυξε την πτώχευση και τον διόρισε που συνοδεύεται από έκθεσή του, όπου περιγράφονται τα ακίνητα επί των οποίων ζητεί την εγγραφή και αναφέρει το κατά την κρίση του εικαζόμενο συνολικό ύψος των προς ασφάλεια πιστώσεων.
1. Ο σύνδικος μπορεί να ζητήσει από τον εισηγητή να επιτρέψει να εξαιρεθούν από τη σφράγιση και να παραδοθούν σε αυτόν, όσα πράγματα υπόκεινται σε άμεση φθορά ή υποτίμηση της αξίας τους ή η διατήρησή τους είναι δαπανηρή. Τα πράγματα αυτά απογράφονται και εκτιμώνται αμέσως από τον σύνδικο, ο οποίος υπογράφει την έκθεση.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 παρ.8 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
2. Ο οφειλέτης ειδοποιείται με οποιοδήποτε μέσο, ακόμη και τηλεφωνικώς περί του αιτήματος αυτού του συνδίκου και δικαιούται να προβάλλει τις τυχόν αντιρρήσεις του ενώπιον του εισηγητή εντός της επόμενης ημέρας από την ειδοποίησή του.
3. Αν ο εισηγητής χορηγήσει τη σχετική άδεια, ο τόπος και χρόνος της πώλησης των πραγμάτων γνωστοποιείται με τοιχοκόλληση στο κατάστημα του πτωχευτικού δικαστηρίου.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 2 άρθρου 22 Ν.4055/2012,ΦΕΚ Α 51/12.3.2012.
1.Ο σύνδικος μέσα σε τρεις (3) ημέρες από το διορισμό του και εφόσον έχει ολοκληρωθεί η σφράγιση, ζητεί από τον ειρηνοδίκη την αποσφράγιση της πτωχευτικής περιουσίας και προβαίνει στην απογραφή της. Ο οφειλέτης καλείται πριν δυο (2) ημέρες, να παρευρίσκεται κατά την αποσφράγιση και απογραφή. Αν ο οφειλέτης έχει αποβιώσει, στη θέση αυτού καλούνται οι κληρονόμοι του.
2. Η απογραφή γίνεται από τον σύνδικο. Ο σύνδικος μπορεί με την άδεια του εισηγητή να προσλάβει βοηθό της εκλογής του για τη σύνταξη της απογραφής και την εκτίμηση των πραγμάτων. Για την απογραφή και την εκτίμηση των πραγμάτων συντάσσεται από τον σύνδικο έκθεση που υπογράφεται από τον ίδιο και τα άλλα παρόντα πρόσωπα. Οι σφραγίδες αφαιρούνται διαδοχικά, ανάλογα με την πορεία της απογραφής και κάθε διακοπή αναφέρεται στην έκθεση και υπογράφεται από όλους τους ανωτέρω. Μέσα στην επόμενη ημέρα από την περάτωση της απογραφής, η έκθεση κατατίθεται στον εισηγητή και όποιος έχει έννομο συμφέρον λαμβάνει από τον γραμματέα αμέσως, ατελώς, αντίγραφο.
3. Μόλις περατωθεί η απογραφή, τα βιβλία και τα λοιπά έγγραφα, τα χρεόγραφα, εμπορεύματα, τα χρήματα και όλα τα πράγματα γενικά της πτώχευσης παραδίδονται στον σύνδικο, ο οποίος βεβαιώνει την παράδοση επί του εγγράφου της εκθέσεως απογραφής, αν ήδη δεν έχουν παραδοθεί σε αυτόν σύμφωνα με το άρθρο 67.
Ο σύνδικος, με βάση τα στοιχεία της απογραφής και όσα άλλα έχει στη διάθεσή του, υποβάλλει προς τον εισηγητή το συντομότερο ειδική αναφορά για την κατάσταση της πτωχευτικής περιουσίας και περί του τρόπου συνέχισης των εργασιών της πτώχευσης.
1. Ο σύνδικος υποχρεούται να υποβάλει στη συνέλευση των πιστωτών έκθεση σχετικά με την οικονομική κατάσταση του οφειλέτη και των αιτίων της πτώχευσης, τις προοπτικές διατήρησης της επιχείρησης, εν όλω ή εν μέρει, τις δυνατότητες βιωσιμότητάς της και υπαγωγής του οφειλέτη σε σχέδιο αναδιοργάνωσης και τις κατά περίπτωση προβλεπόμενες συνέπειες ως προς την ικανοποίηση των πιστωτών.
2. Η έκθεση του συνδίκου γνωστοποιείται υποχρεωτικά, τουλάχιστον πέντε (5) ημέρες πριν τη συνέλευση των πιστωτών στον εισηγητή, στον οφειλέτη, και σε εκπρόσωπο των εργαζομένων, προκειμένου να τοποθετηθούν επ` αυτής. Περίληψη της έκθεσης δημοσιεύεται στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων – Τομέας Ασφάλισης Νομικών (ΕΤΑΑ – ΤΑΝ).
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 παρ.9 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
Ο εισηγητής μπορεί, με αιτιολογημένη διάταξή του, μετά από πρόταση του συνδίκου, να επιτρέπει την καταβολή του αναγκαίου χρηματικού ποσού προς τον οφειλέτη για τη στοιχειώδη διατροφή αυτού και της οικογένειάς του που περιλαμβάνει τα απολύτως αναγκαία για τη συντήρησή τους. Πριν από την έκδοση της εν λόγω διάταξης ο εισηγητής καλεί τον οφειλέτη για να εκθέσει τις απόψεις του ή και να καταθέσει σημείωμα με συνημμένα σχετικά έγγραφα. Κατά της διάταξης του εισηγητή που απορρίπτει εν όλω ή εν μέρει την πρόταση του συνδίκου για καταβολή του πιο πάνω χρηματικού ποσού προς τον οφειλέτη επιτρέπεται προσφυγή ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου, ενώ τέτοια προσφυγή δεν επιτρέπεται κατά της διάταξης του εισηγητή που δέχεται εν όλω τη σχετική πρόταση του συνδίκου.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 παρ.10 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
Ο σύνδικος λαμβάνει γνώση των επιστολών, τηλεγραφημάτων, τηλεομοιοτυπωμάτων και μηνυμάτων μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που απευθύνονται προς τον οφειλέτη, εφόσον κατά την κρίση του έχουν σχέση με την πτώχευση. Ο οφειλέτης καλείται πάντοτε προ δύο (2) ημερών να παρευρίσκεται κατά την αποσφράγισή τους. Ο σύνδικος παραδίδει προς τον οφειλέτη όσες επιστολές κ.λπ. είναι άσχετες με την πτώχευση και είναι υποχρεωμένος σε κάθε περίπτωση να τηρεί εχεμύθεια, διαφορετικά τιμωρείται κατά το άρθρο 371 του Ποινικού Κώδικα.
1. Ο σύνδικος επιμελείται για την είσπραξη των απαιτήσεων της πτώχευσης. Ανοίγει ειδικό έντοκο λογαριασμό σε πιστωτικό ίδρυμα που λειτουργεί νόμιμα στη Ελλάδα στο όνομα του τελούντος σε πτώχευση οφειλέτη και στον οποίο λογαριασμό γίνεται ρητή και εμφανής αναφορά ότι ο οφειλέτης τελεί σε κατάσταση πτώχευσης, όπου καταθέτει τα χρήματα που υπήρχαν στο ταμείο ή σε οποιονδήποτε λογαριασμό του οφειλέτη ή εισπράχθηκαν από αυτόν κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Εντός τριημέρου από την κατάθεση ο σύνδικος πρέπει να προσκομίζει τη σχετική απόδειξη καταθέσεως στον εισηγητή.
2. Κατάθεση από τον σύνδικο οποιουδήποτε χρηματικού ποσού της πτώχευσης σε ατομικό λογαριασμό του ή λογαριασμό τρίτου αποτελεί υπεξαίρεση που διώκεται και τιμωρείται κατά τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα.
3. Ο ειδικός λογαριασμός κινείται από τον σύνδικο μόνο μετά από άδεια του εισηγητή. Επί πίνακα διανομής που κηρύχθηκε εκτελεστός, σύμφωνα με το άρθρο 153 παράγραφος 2, ο εισηγητής μπορεί να ορίσει ότι τα χρήματα θα αποδοθούν απευθείας στους δικαιούχους.
1. Ο σύνδικος μπορεί να συνάψει συμβιβασμό, κατά τους όρους του Αστικού Κώδικα (άρθρο 871), για κάθε αξίωση ενοχική ή εμπράγματη που έχει ο οφειλέτης έναντι τρίτων ή οι τρίτοι έναντι του οφειλέτη. Για το συμβιβασμό συνάπτεται συμφωνία μεταξύ του συνδίκου και του άλλου μέρους, με πρακτικό ενώπιον του γραμματέα των πτωχεύσεων και υποβάλλεται αμέσως προς επικύρωση στον εισηγητή.
2. Ο οφειλέτης προσκαλείται να λάβει γνώση της συμφωνίας της παραγράφου 1 και δικαιούται να προβάλλει τις τυχόν αντιρρήσεις του ενώπιον του εισηγητή εντός τριών (3) ημερών.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 παρ.11 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
3. Αν η αξία του αντικειμένου του συμβιβασμού δεν υπερβαίνει το ποσό της αρμοδιότητας του μονομελούς πρωτοδικείου, ο εισηγητής τον επικυρώνει ο ίδιος ή αρνείται την επικύρωσή του. Κατά της απόφασης του εισηγητή επιτρέπεται στο σύνδικο, στον αντισυμβαλλόμενο, στον οφειλέτη ή σε οποιονδήποτε πιστωτή, προσφυγή ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου. Η απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 παρ.11 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
4. Αν η αξία του αντικειμένου του συμβιβασμού υπερβαίνει το ανωτέρω ποσό, ο εισηγητής συντάσσει αιτιολογημένη έκθεση και υποβάλλει το συμβιβασμό στο πτωχευτικό δικαστήριο προς επικύρωση ή μη. Κατά της Απόφασης του πτωχευτικού δικαστηρίου επιτρέπεται στα πρόσωπα της προηγούμενης παραγράφου έφεση. Το εφετείο αποφαίνεται αμετακλήτως.
Ο σύνδικος, σε περίπτωση που για την προώθηση των εργασιών της πτώχευσης απαιτούνται ειδικές γνώσεις τεχνικής, οικονομικής, λογιστικής ή άλλης φύσεως, τις οποίες δεν διαθέτει ο ίδιος, μπορεί, μετά από σύμφωνη γνώμη του εισηγητή, να προσλάβει, με οποιαδήποτε συμβατική σχέση (εργασίας, έργου κ.λπ.), τα απαιτού- μενα προς υποβοήθηση του έργου του τρίτα πρόσωπα ή τον οφειλέτη, των οποίων η αμοιβή θα καθοριστεί, κατ` εύλογη κρίση, από τον εισηγητή με αιτιολογημένη διάταξή του, κατά της οποίας δεν επιτρέπεται προσφυγή στο πτωχευτικό δικαστήριο.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 παρ.12 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
1. Ο σύνδικος εξετάζει τα εμπορικά βιβλία και λοιπά στοιχεία του οφειλέτη και προσκαλεί αυτόν να αναγνωρίσει το περιεχόμενό τους, να βεβαιώσει την κατάστασή τους, να δώσει οποιαδήποτε χρήσιμη πληροφορία και να παρίσταται κατά το κλείσιμο των βιβλίων. Αν ο οφειλέτης έχει αποβιώσει, καλούνται οι κληρονόμοι. Όλοι οι ανωτέρω μπορούν να εκπροσωπηθούν από αντιπρόσωπο εφοδιασμένο με ειδικό πληρεξούσιο (κατά το άρθρο 93 παράγραφος 2 εδάφιο α΄).
2. Αν ο οφειλέτης δεν έχει καταθέσει ισολογισμό, ο σύνδικος τον καλεί να καταθέσει, ορίζοντας σχετική προθεσμία. Αν ο οφειλέτης αρνηθεί ή αδρανήσει, ο σύνδικος συντάσσει ειδική λογιστική κατάσταση, με βάση τα εμπορικά βιβλία και στοιχεία του οφειλέτη και κάθε άλλη σχετική πληροφορία που συνέλεξε. Αν ο οφειλέτης καταθέσει ισολογισμό μεταγενέστερα, ο σύνδικος διορθώνει τη λογιστική κατάσταση με βάση τα νέα στοιχεία.
3. Σε κάθε περίπτωση, αν ο σύνδικος θεωρεί αναγκαία τη σύμπραξη του οφειλέτη, πρέπει να απευθυνθεί στον εισηγητή και να του ζητήσει τη λήψη μέτρων κατ΄ εκείνου, σύμφωνα με το άρθρο 62.
1. Μετά την περάτωση της απογραφής, ο σύνδικος για την αντιμετώπιση των τρεχουσών αναγκών απευθύνεται προς τον εισηγητή και ζητεί από αυτόν να του επιτρέψει την πώληση των εμπορευμάτων και των κινητών εν γένει της πτώχευσης, εφόσον δεν προβλέπεται ότι μπορεί να επιτευχθεί η διατήρηση της επιχείρησης ή η εκποίησή της ως συνόλου.
2. Ο οφειλέτης ειδοποιείται πάντοτε για το αίτημα αυτό του συνδίκου και δικαιούται να προβάλλει τις τυχόν αντιρρήσεις του ενώπιον του εισηγητή εντός των τριών (3) επόμενων ημερών από την ειδοποίησή του.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 παρ.13 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
3. Στην άδεια του εισηγητή ορίζεται, αν τα εν λόγω εμπορεύματα και κινητά θα πωληθούν ως σύνολο, είτε κατά κατηγορίες, είτε και διακεκριμένα κάθε πράγμα. Περίληψη της άδειας εκποίησης που περιέχει τη φύση και την ποσότητα των πραγμάτων, την εκτιμηθείσα αξία τους, την τιμή πρώτης προσφοράς και τον τόπο, το χρόνο και τον τρόπο της εκποίησης, δημοσιεύεται στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ταμείου Νομικών δέκα (10) ημέρες πριν την ημέρα της εκποίησης και τοιχοκολλάται στα γραφεία του εισηγητή. Ο εισηγητής μπορεί να διατάσσει και πρόσθετες δημοσιεύσεις.
4. Η πώληση γίνεται από τον σύνδικο ενώπιον του εισηγητή, με ανοικτές προσφορές των ενδιαφερομένων και υπόκειται στην έγκριση του εισηγητή, ο οποίος δεν επιτρέπει τη σύναψη της πώλησης, αν κρίνει ότι η τιμή που προσφέρθηκε από τον πλειοδότη είναι ασύμφορη και ότι με την επανάληψη της διαδικασίας προβλέπεται να επιτευχθεί μεγαλύτερο τίμημα.
1. Το πτωχευτικό δικαστήριο, με την απόφαση που κηρύσσει την πτώχευση ή μεταγενέστερα μέχρι τη λήψη της κατά το άρθρο 84 απόφασης της συνέλευσης των πιστωτών επί της έκθεσης του συνδίκου, μπορεί, μετά από αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον, να επιτρέψει προσωρινά τη συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας που ασκούσε ο οφειλέτης από τον ίδιο ή από τον σύνδικο, εάν αποδεικνύεται ότι έτσι εξυπηρετούνται τα συμφέροντα των πιστωτών και στο αναγκαίο μέτρο για τη διατήρηση της άυλης αξίας της επιχείρησης.
2. Η απόφαση της συνέλευσης των πιστωτών επί της έκθεσης του συνδίκου, σύμφωνα με το άρθρο 84 για την αναστολή λειτουργίας της επιχειρηματικής δραστηριότητας του οφειλέτη ή για προσωρινή συνέχισή της, εφαρμόζεται υποχρεωτικά, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη ανάκληση ή τροποποίηση της κατά την παράγραφο 1 απόφασης του δικαστηρίου.
3. Τα οικονομικά στοιχεία της συνεχιζόμενης επιχείρησης ελέγχονται από ορκωτό ελεγκτή. Στον ίδιο έλεγχο υπόκεινται και τα οικονομικά στοιχεία της επιχείρησης της οποίας διακόπηκε η συνέχιση της δραστηριότητάς της.
Το πτωχευτικό δικαστήριο αντικαθιστά τον σύνδικο, ο οποίος έχει δηλώσει εγγράφως στον εισηγητή ότι παραιτείται. Αν το δικαστήριο κρίνει ότι η παραίτηση έγινε χωρίς σπουδαίο λόγο, ο παραιτηθείς δεν μπορεί να διορισθεί σύνδικος για τα επόμενα τρία (3) χρόνια. Μπορεί επίσης να αντικαταστήσει το σύνδικο οποτεδήποτε, για σπουδαίο λόγο, μετά από πρόταση του εισηγητή που ενεργεί αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση πιστωτή ή της επιτροπής πιστωτών ή του οφειλέτη. Αν ο εισηγητής δεν υποβάλει προς το πτωχευτικό δικαστήριο πρόταση αντικατάστασης του συνδίκου εντός οκτώ (8) ημερών, εκείνοι που ζήτησαν από τον εισηγητή να κινήσει τη σχετική διαδικασία μπορούν να υποβάλουν απευθείας την αίτηση προς το πτωχευτικό δικαστήριο. Η απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου υπόκειται μόνο σε έφεση.
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 3 παρ.14 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 παρ.15 Ν.4446/2016, ΦΕΚ Α 240/22.12.2016
1. Έναντι των πιστωτών και του οφειλέτη ο σύνδικος, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ευθύνεται για κάθε πταίσμα. Κατά την άσκηση των καθηκόντων του οφείλει να επιδεικνύει την επιμέλεια του συνετού συνδίκου. Στο ίδιο μέτρο ο σύνδικος ευθύνεται έναντι των ανωτέρω προσώπων και για τις πράξεις τρίτου, στον οποίο χωρίς δικαίωμα ανέθεσε τη διεξαγωγή υπόθεσης της πτωχευτικής διαδικασίας, ενώ, αν είχε το δικαίωμα ανάθεσης, ευθύνεται μόνο για πταίσμα ως προς την επιλογή του τρίτου και ως προς τις οδηγίες που του έδωσε.
2. Έναντι των τρίτων που ζημιώθηκαν από τη δράση του, ο σύνδικος ευθύνεται προσωπικώς μόνο για δόλο ή βαριά αμέλεια.
3. Αν από τη δράση του συνδίκου δημιουργήθηκε ομαδικό χρέος το οποίο δεν είναι δυνατόν να εκπληρωθεί από την πτωχευτική περιουσία, αυτός υποχρεούται να αποζημιώσει τον ομαδικό πιστωτή αν από βαριά αμέλεια δεν διέγνωσε ότι η περιουσία δεν προβλέπεται να επαρκέσει για την εκπλήρωση του ομαδικού χρέους τούτου ή το διέγνωσε αλλά αδιαφόρησε. Σε κάθε περίπτωση που ανακύπτει ευθύνη του συνδίκου έναντι τρίτων, εις ολόκληρον με αυτόν ευθύνεται και η ομάδα των πιστωτών, η οποία δικαιούται να αναζητήσει από το σύνδικο κάθε ποσό που υποχρεώθηκε να καταβάλει για την αιτία αυτή.
4. Η ευθύνη του συνδίκου κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών δεν αποκλείεται.
5. Κάθε αξίωση κατά του συνδίκου παραγράφεται μετά πάροδο τριών (3) ετών από τότε που ο ζημιωθείς έλαβε γνώση της ζημίας και του ζημιογόνου γεγονότος. Σε κάθε περίπτωση η αξίωση κατά του συνδίκου παραγράφεται μετά πάροδο τριετίας από τη λήξη των καθηκόντων του.
1. Ο σύνδικος μετά το πέρας των εργασιών της πτώχευσης και αφού εγκριθεί η λογοδοσία του για τη διαχείρισή του, σύμφωνα με το άρθρο 165, δικαιούται να λάβει αντιμισθία. Η αντιμισθία προσδιορίζεται ελεύθερα από το πτωχευτικό δικαστήριο, μετά από έκθεση του εισηγητή, με βάση την αξία της πτωχευτικής περιουσίας, το χρόνο της απασχόλησης του συνδίκου και το ωφέλιμο αποτέλεσμα της δραστηριότητάς του για τα συμφέροντα της πτώχευσης.
2. Το πτωχευτικό δικαστήριο, μετά από αίτηση του συνδίκου και έκθεση του εισηγητή, μπορεί να καθορίσει προσωρινή αντιμισθία έναντι της οριστικής.
3. Για την αμοιβή του συνδίκου ισχύουν συμπληρωματικά οι διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας σχετικά με την αμοιβή του διαχειριστή αφερεγγυότητας.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 παρ.16 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016
1. Η συνέλευση των πιστωτών αποτελείται από όλους τους πιστωτές της πτώχευσης, ανεξαρτήτως προνομίων ή εμπράγματων ασφαλειών, καθώς και από τους πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις τελούν υπό αίρεση.
2. Συγκαλείται αρχικά με την απόφαση που κηρύσσει την πτώχευση κατά το άρθρο 7. Η σύγκλησή της διατάσσεται επίσης από τον εισηγητή, όπου προβλέπεται ειδικά στον παρόντα κώδικα. Περίληψη της διάταξης του εισηγητή για τη σύγκληση της συνέλευσης, που περιλαμβάνει τον τόπο και χρόνο, καθώς και τα θέματα που θα συζητηθούν, δημοσιεύεται στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ταμείου Νομικών πέντε (5) ημέρες πριν την ημέρα της σύγκλησης και τοιχοκολλάται στα γραφεία του εισηγητή.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 παρ.17 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
1. Μετά την επαλήθευση των πιστώσεων, στη συνέλευση μετέχουν οι πιστωτές των οποίων έγιναν δεκτές, έστω και προσωρινά, κατά το άρθρο 94, οι απαιτήσεις τους.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 παρ.18 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
2. Αν δεν ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα Κώδικα, απαρτία υπάρχει, αν μετέχουν στη συνέλευση πιστωτές που εκπροσωπούν τουλάχιστον το 50% των απαιτήσεων κατά του οφειλέτη. Σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί απαρτία, η συνέλευση επαναλαμβάνεται με όσους, ανεξάρτητα από ύψος των απαιτήσεών τους, ευρεθούν παρόντες, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα Κώδικα.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 παρ.18 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
3. Οι αποφάσεις της συνέλευσης λαμβάνονται κατά πλειοψηφία των απαιτήσεων που εκπροσωπούνται σε αυτή.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 παρ.18 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
4. Στις συνελεύσεις προεδρεύει ο εισηγητής και επικουρείται από τον γραμματέα των πτωχεύσεων, ο οποίος συντάσσει τη σχετική έκθεση, παρίσταται δε και ο σύνδικος, ο οποίος καλείται νομίμως. Κατά τον ίδιο τρόπο καλείται και ο οφειλέτης.
1. Μετά το πέρας των επαληθεύσεων, ο εισηγητής, εντός δέκα (10) ημερών, υποχρεούται να συγκαλέσει τη συνέλευση των πιστωτών που αποφασίζει, αν πρέπει να συνεχιστεί από τον σύνδικο η άσκηση της εμπορικής δραστηριότητας της επιχείρησης του οφειλέτη ή ορισμένων κλάδων της για ορισμένο χρονικό διάστημα, αν πρέπει να εκμισθωθεί σε τρίτον η επιχείρηση ως σύνολο ή αν πρέπει να εκποιηθεί η επιχείρηση ως σύνολο ή κατά επιμέρους λειτουργικά σύνολα (κλάδους) αυτής ή να γίνει ρευστοποίηση των κατ` ιδίαν στοιχείων της χωριστά. Η σχετική απόφαση λαμβάνεται με πλειοψηφία επί του συνόλου των απαιτήσεων, ανεξαρτήτως πόσοι πιστωτές είναι παρόντες.
2. Ο οφειλέτης και ο σύνδικος ειδοποιούνται πριν τρεις (3) ημέρες, περί του θέματος αυτού που θα συζητηθεί στη συνέλευση των πιστωτών, και δικαιούνται να προβάλλουν τις τυχόν αντιρρήσεις τους.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 παρ.19 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
3. Τη σχετική απόφαση της συνέλευσης των πιστωτών επικυρώνει με πράξη του ο εισηγητής, εφόσον συμφωνεί, και η πράξη του τοιχοκολλάται στα γραφεία του. Κατά της πράξης του αυτής επιτρέπεται, εντός πέντε (5) ημερών από την τοιχοκόλλησή της, σε όποιον έχει έννομο συμφέρον προσφυγή ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου, το οποίο αποφαίνεται αμετάκλητα. Αν ο εισηγητής δεν επικυρώσει την απόφαση της συνέλευσης των πιστωτών, αποφαίνεται αμετάκλητα το πτωχευτικό δικαστήριο, στο οποίο εισάγεται η υπόθεση.
4. Αν δεν ληφθεί σχετική απόφαση από την ανωτέρω πλειοψηφία ή η απόφαση δεν επικυρωθεί νομίμως, η διαδικασία συνεχίζεται με τη ρευστοποίηση των κατ΄ ιδίαν στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας χωριστά.
5. Αν ληφθεί απόφαση από την ανωτέρω πλειοψηφία για ρευστοποίηση των κατ` ιδίαν στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας χωριστά, είναι δυνατόν, με αίτημα του συνδίκου ή πιστωτών που εκπροσωπούν το 20% του συνόλου των απαιτήσεων κατά του οφειλέτη, να ζητηθεί από το δικαστήριο η άδεια για εκ νέου σύγκληση της συνέλευσης των πιστωτών με αντικείμενο την τροποποίηση της προηγουμένως ληφθείσας απόφασης κατά την παράγραφο 1. Η αίτηση δύναται να υποβληθεί άπαξ, συνοδεύεται δε επί ποινή απαραδέκτου από βεβαίωση πιστωτικού ιδρύματος ή ΕΠΕΥ, εγκατεστημένων στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος-μέλος, για την ύπαρξη αξιόχρεου επενδυτή ενδιαφερόμενου για την αγορά του ενεργητικού της επιχείρησης ως συνόλου ή λειτουργικών συνόλων (κλάδων) αυτής. Το δικαστήριο μπορεί να απορρίψει την αίτηση, εφόσον κρίνει ότι η ρευστοποίηση των κατ` ιδίαν στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας έχει ήδη προχωρήσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε δεν είναι πλέον συμφέρουσα η εκποίηση της επιχείρησης ως συνόλου.
Σημ.: όπως προστέθηκε με το άρθρο 3 παρ.20 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016,και εφαρμόζεται,σύμφωνα με τη παρ.2 άρθρου 13 του ίδιου νόμου,και επί εκκρεμών διαδικασιών.
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ από τότε που ίσχυσε ο ν. 4446/2016, δηλαδή για αιτήσεις πτώχευσης που υποβλήθηκαν από 22.12.2016 και μετά, άρθρο 14 παρ.3 και 11 Ν.4491/2017,ΦΕΚ Α 152/13.10.2017.
1. Η συνέλευση των πιστωτών που συγκαλείται με την απόφαση που κηρύσσει την πτώχευση κατά το άρθρο 7 δύναται να εκλέξει τριμελή επιτροπή πιστωτών. Συγχρόνως εκλέγει και τρία (3) αναπληρωματικά μέλη, για την περίπτωση μη αποδοχής ή παραίτησης τακτικών μελών της αντίστοιχης κατηγορίας.
2. Ένα μέλος της επιτροπής εκλέγεται από τους εμπραγμάτως ασφαλισμένους, ένα από τους γενικούς προνομιούχους και ένα από τους ανέγγυους πιστωτές, το ίδιο δε ισχύει και ως προς τα αναπληρωματικά μέλη. Αν δεν υπάρχουν πιστωτές και από τις τρεις κατηγορίες, το τρίτο μέλος εκλέγουν οι πιστωτές των άλλων δύο κατηγοριών και αν οι πιστωτές ανήκουν στην ίδια κατηγορία, εκλέγουν οι ίδιοι και τα τρία (3) μέλη.
3. Αμέσως μετά την εκλογή της η επιτροπή πιστωτών υποχρεωτικά, με δήλωση των μελών της ενώπιον του γραμματέα των πτωχεύσεων, ορίζει κοινό για όλα τα μέλη της αντίκλητο, σύμφωνα με το άρθρο 12.
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ από τότε που ίσχυσε ο ν. 4446/2016, δηλαδή για αιτήσεις πτώχευσης που υποβλήθηκαν από 22.12.2016 και μετά, άρθρο 14 παρ.3 και 11 Ν.4491/2017,ΦΕΚ Α 152/13.10.2017.
1. Η επιτροπή πιστωτών παρακολουθεί την πορεία των εργασιών της πτώχευσης και παρέχει τη συνδρομή στον σύνδικο κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Έχει επίσης τις αρμοδιότητες που της παρέχουν οι διατάξεις του παρόντος κώδικα.
2. Αν η επιτροπή πιστωτών υποβληθεί σε δαπάνες αναγκαίες για την εκτέλεση του έργου της, πρέπει να ζητήσει, πριν τη διενέργεια των δαπανών, την άδεια του εισηγητή, η οποία παρέχεται, αφού ακουστεί ο σύνδικος και ο οφειλέτης. Κατά της πράξης του εισηγητή επιτρέπεται προσφυγή ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου, το οποίο αποφαίνεται αμετάκλητα.
3. Οι αποφάσεις της επιτροπής πιστωτών είναι έγκυρες, αν λήφθηκαν με τις ψήφους τουλάχιστον δύο (2) μελών της. Η επιτροπή βρίσκεται σε απαρτία αν παρίστανται δύο (2) τουλάχιστον από τα μέλη της.
4. Η επιτροπή πιστωτών συμμετέχει ή ενεργεί πράξεις που προβλέπονται στον παρόντα κώδικα, εφόσον έχει συσταθεί.
Αν τα μέλη της επιτροπής πιστωτών δεν αποδεχθούν την εκλογή τους ή παραιτηθούν και δεν είναι δυνατή η συγκρότησή της, ο εισηγητής συγκαλεί τη συνέλευση των πιστωτών για την εκλογή νέων μελών. Επίσης, η συνέλευση των πιστωτών που συγκαλείται από τον εισηγητή, μετά από αίτηση κάθε ενδιαφερομένου, μπορεί να ανακαλέσει οποιοδήποτε από τα μέλη της επιτροπής πιστωτών για σπουδαίο λόγο, εκλέγοντας στη θέση του άλλον. Η απόφαση περί εκλογής νέου μέλους ή αντικατάστασης μέλους της επιτροπής λαμβάνεται από τους πιστωτές της αντίστοιχης κατηγορίας, η οποία τον εξέλεξε.
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ από τότε που ίσχυσε ο ν. 4446/2016, δηλαδή για αιτήσεις πτώχευσης που υποβλήθηκαν από 22.12.2016 και μετά, άρθρο 14 παρ.3 και 11 Ν.4491/2017,ΦΕΚ Α 152/13.10.2017.
Τα μέλη της επιτροπής πιστωτών ευθύνονται σε αποκατάσταση κάθε ζημίας που προκάλεσαν στους πτωχευτικούς πιστωτές και στους πιστωτές της ομάδας από δόλο η βαριά αμέλεια, κατά παράβαση των καθηκόντων τους, όπως αυτά προσδιορίζονται με τον παρόντα Κώδικα.
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ από τότε που ίσχυσε ο ν. 4446/2016, δηλαδή για αιτήσεις πτώχευσης που υποβλήθηκαν από 22.12.2016 και μετά, άρθρο 14 παρ.3 και 11 Ν.4491/2017,ΦΕΚ Α 152/13.10.2017.
1. Ο οφειλέτης υποχρεούται να παραδώσει στον σύνδικο κατάλογο των πιστωτών του και του ύψους των απαιτήσεών τους, με κάθε στοιχείο που έχει στη διάθεσή του.
2. Ο σύνδικος οφείλει αμέσως να ενημερώσει εγγράφως όλους τους πιστωτές που είναι γνωστής διαμονής, κατοικίας ή έδρας από τα στοιχεία της πτώχευσης και τους καλεί να αναγγείλουν την απαίτησή τους και να καταθέσουν, είτε αυτοπροσώπως είτε δια πληρεξουσίου, τα έγγραφά τους στον γραμματέα των πτωχεύσεων και τις προθεσμίες εντός των οποίων υποχρεούνται σε αναγγελία και επαλήθευση των απαιτήσεών τους, και επισημαίνει τις συνέπειες από την παράλειψη ή το εκπρόθεσμο της αναγγελίας της κατάθεσης των εγγράφων ή της επαλήθευσης των απαιτήσεων.
3. Ο σύνδικος οφείλει να ενημερώσει επίσης με τον ίδιο τρόπο και τους πιστωτές με εμπράγματη ασφάλεια και ειδικά προνόμια, επισημαίνοντας σ΄ αυτούς τις συνέπειες που επιφέρει η παράλειψη της αναγγελίας.
1. Η προθεσμία της αναγγελίας των απαιτήσεων των πιστωτών είναι ένας (1) μήνας από τη δημοσίευση της Απόφασης που κήρυξε την πτώχευση στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ταμείου Νομικών.
Η ως άνω προθεσμία αναστέλλεται για το χρονικό διάστημα από 1η ως 31η Αυγούστου.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με τη παρ.3 υποπαρ.Γ.3 του άρθρου 2 Ν.4336/2015,ΦΕΚ Α 94 και με το άρθρο 4 παρ.3 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
2. Η παράλειψη της αναγγελίας εκ μέρους του πιστωτή, του οποίου η απαίτηση είναι εξοπλισμένη με εμπράγματη ασφάλεια ή ειδικό προνόμιο, δεν επιφέρει απώλεια της εμπράγματης αγωγής.
3. Ο σύνδικος, μετά την παρέλευση της προθεσμίας αναγγελίας, οφείλει να καταρτίσει πίνακα όλων των αναγγελθέντων πιστωτών, σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους, σημειώνοντας το ύψος της κάθε απαίτησης, αν αυτή συνοδεύεται από κάποιο προνόμοιο ή εμπράγματη ασφάλεια και τη σειρά κατάταξης της. Ο σύνδικος καταθέτει τον πίνακα στον γραμματέα των πτωχεύσεων και αντίγραφο αυτού παραδίδει στον εισηγητή.
4. Κάθε πιστωτής έχει δικαίωμα να λάβει αντίγραφο του πίνακα, μέχρι την προηγούμενη της ημέρας που ορίσθηκε για την επαλήθευση των απαιτήσεων, με σκοπό να προβάλει Αντιρρήσεις κατά του ύψους, του είδους και της σειράς κατάταξης της απαίτησης άλλου πιστωτή.
1. Η αναγγελία γίνεται εγγράφως στον γραμματέα των πτωχεύσεων.
2. Ο πιστωτής αναφέρει το είδος και την αιτία της απαίτησής του, το χρόνο γέννησής της, το ύψος της, καθώς και το αν η απαίτησή του έχει ή όχι προνομιακό χαρακτήρα ή εμπράγματη ασφάλεια και τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία είναι αντικείμενο της εμπράγματης ασφάλειας ή ειδικού προνομίου ή αν υπάρχει επιφύλαξη κυριότητας. Επίσης, οφείλει να διορίσει αντίκλητο, στην περιφέρεια του δικαστηρίου.
3. Πιστωτής που έχει τη συνήθη διαμονή, την κατοικία ή την έδρα του στην αλλοδαπή και αναγγέλλει την απαίτησή του σε κύρια ή δευτερεύουσα πτώχευση που κηρύσσεται στην Ελλάδα, υποχρεούται να προσκομίσει επικυρωμένη μετάφραση της αναγγελίας του στην ελληνική γλώσσα.
4. Ο πιστωτής της προηγούμενης παραγράφου δεν υποχρεούται σε αναγγελία, αν ο σύνδικος κύριας ή δευτερεύουσας πτώχευσης άλλου κράτους έχει ήδη αναγγείλει αυτόν.
1. Πιστωτές που δεν ανήγγειλαν την απαίτησή τους μέσα στη νόμιμη προθεσμία, ώστε να μετάσχουν στην επαλήθευση, μπορούν με ανακοπή και δικά τους έξοδα να ζητήσουν την επαλήθευσή της από το πτωχευτικό δικαστήριο, που δικάζει κατά τη διαδικασία του άρθρου 54.
2. Η ανακοπή στρέφεται κατά του συνδίκου. Η ανακοπή μπορεί να ασκηθεί μέχρι και την τελευταία διανομή, σε καμία δε περίπτωση πέραν των έξι (6) μηνών από το πέρας της προθεσμίας αναγγελίας. Η άσκηση της ανακοπής δεν αναστέλλει τις διανομές που έχουν ήδη διαταχθεί από τον εισηγητή. Εάν διαταχθούν νέες διανομές πριν την έκδοση της οριστικής απόφασης του δικαστηρίου, ο ανακόπτων μετέχει σε αυτές για ορισμένο ποσό που προσδιορίζεται προσωρινά από τον πρόεδρο του πτωχευτικού δικαστηρίου που δικάζει κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Το ποσό αυτό δεν καταβάλλεται στον ανακόπτοντα, αλλά φυλάσσεται μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της ανακοπής. Μετά την αναγνώριση της απαίτησης, ο ανακόπτων δικαιούται να ζητήσει από τον εισηγητή, να προαφαιρέσει από τα ποσά που δεν έχουν ακόμη διανεμηθεί τα μερίσματα που του αναλογούν από τις προηγηθείσες διανομές.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 4 παρ.1 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
1. Η επαλήθευση των απαιτήσεων διενεργείται από τον σύνδικο ενώπιον του εισηγητή και αρχίζει τρεις (3) ημέρες μετά από την πάροδο της προθεσμίας για τις αναγγελίες. Η προθεσμία των επαληθεύσεων ορίζεται από τον εισηγητή και δεν μπορεί να υπερβαίνει τον ένα (1) μήνα, μπορεί δε αυτή να παραταθεί από τον εισηγητή για δύο (2) επιπλέον μήνες σε εξαιρετικές περιπτώσεις στις οποίες η παράταση κρίνεται απαραίτητη λόγω του ύψους και της φύσης των απαιτήσεων και του αριθμού των πιστωτών. Ο εισηγητής ορίζει επίσης την ημέρα και ώρα της έναρξης των επαληθεύσεων, η οποία γνωστοποιείται στους πιστωτές από τον σύνδικο με την πρόσκληση του άρθρου 89.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 4 υποπαρ.Γ.3 παρ.3 του ν.4336/2015
2. Ο πιστωτής, του οποίου επαληθεύεται η απαίτηση, μπορεί να παρίσταται προσωπικά ή δια τρίτου προσώπου εφοδιασμένου με ειδικό πληρεξούσιο που μπορεί να δοθεί και με ιδιωτικό έγγραφο με θεωρημένη την υπογραφή του πιστωτή από οποιαδήποτε δημόσια ή δημοτική αρχή ή δικηγόρο. Εάν πρόκειται για απαιτήσεις του συνδίκου, η επαλήθευση διενεργείται από δύο πιστωτές, οι οποίοι έχουν από τις μεγαλύτερες απαιτήσεις που αναφέρονται στον ισολογισμό και οι οποίοι ορίζονται από τον εισηγητή. Οι πιστωτές, των οποίων οι απαιτήσεις επαληθεύτηκαν ή και μόνο αναφέρονται στον ισολογισμό του οφειλέτη, έχουν δικαίωμα να παρευρίσκονται στην επαλήθευση των απαιτήσεων των λοιπών πιστωτών.
3. Η επαλήθευση γίνεται με αντιπαραβολή των εγγράφων του πιστωτή προς τα βιβλία και λοιπά έγγραφα του οφειλέτη. Ο εισηγητής μπορεί πάντοτε με αίτηση κάθε ενδιαφερομένου ή και αυτεπαγγέλτως να ζητήσει την προσκόμιση των βιβλίων του πιστωτή ή ακριβούς αποσπάσματος αυτών ως αποδεικτικό μέσο.
4. Εάν μία απαίτηση γίνει ολικά ή μερικά δεκτή, ο σύνδικος προβαίνει σε σχετική σημείωση στα προσκομισθέντα αποδεικτικά έγγραφα, η οποία θεωρείται από τον εισηγητή.
5. Ο εισηγητής συντάσσει έκθεση για την επαλήθευση των απαιτήσεων, η οποία υπογράφεται σε κάθε συνεδρίαση από αυτόν, τον σύνδικο και τον γραμματέα. Στην έκθεση αναφέρεται η ταυτότητα των πιστωτών, σύντομη περιγραφή των κατατεθέντων αποδεικτικών εγγράφων, σημείωση των διορθώσεων και διαγραφών, καθώς και αν η απαίτηση έγινε δεκτή ή αμφισβητήθηκε. Η έκθεση αναρτάται για δέκα (10) ημέρες στα γραφεία του εισηγητή.
Σε περίπτωση αμφισβήτησης απαίτησης κατά την επαλήθευση, ο εισηγητής αποφασίζει την προσωρινή ή μη παραδοχή αυτής, καθορίζοντας και το ποσό της. Η απόφαση αυτή δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα και ισχύει μόνο για την παράσταση στις συνελεύσεις και την παρακράτηση ανάλογου ποσού σε κάθε διανομή ενεργητικού.
1. Αντιρρήσεις κατά τη διαδικασία της επαλήθευσης των απαιτήσεων έχουν δικαίωμα να προβάλλουν ο οφειλέτης, ο σύνδικος, καθώς και οι πιστωτές, των οποίων οι απαιτήσεις έγιναν προσωρινά ή οριστικά δεκτές.
2. Οι αντιρρήσεις εισάγονται από κοινού στο σύνολό τους, εντός δέκα (10) ημερών από την ολοκλήρωση των επαληθεύσεων, ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου που δικάζει κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, με έκθεση του εισηγητή, εντός είκοσι (20) ημερών από την εισαγωγή των αντιρρήσεων. Στη συζήτηση κλητεύονται ο οφειλέτης και οι πιστωτές των οποίων αμφισβητήθηκαν οι απαιτήσεις, καθώς και αυτοί που υπέβαλαν τις αντιρρήσεις, με επιμέλεια του συνδίκου. Στη διαδικασία μπορεί να παρέμβει όποιος έχει έννομο συμφέρον. Κατά της απόφασης του δικαστηρίου επιτρέπεται μόνο έφεση.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με τη παρ.5 υποπαρ.Γ.3 του άρθρου 2 Ν.4336/2015,ΦΕΚ Α 94,και με το άρθρο 4 παρ.2 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
1. Η πτώχευση του νομικού προσώπου επιφέρει τη λύση του. Τα όργανα του νομικού προσώπου διατηρούνται.
2. Η αίτηση του άρθρου 5 παράγραφος 2 επί νομικών προσώπων υποβάλλεται από το όργανο της διοίκησης.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με τη παρ.6 υποπαρ.Γ.3 του άρθρου 2 Ν.4336/2015,ΦΕΚ Α 94/14.8.2015
1. Στην πτώχευση των ομόρρυθμων μελών της ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρίας αναγγέλλονται τόσο οι πιστωτές της εταιρίας, όσο και οι προσωπικοί πιστωτές τους.
2. Η ανάκληση της απόφασης που κηρύσσει την πτώχευση της ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εμπορικής εταιρίας, καθώς και η κήρυξη της παύσης των εργασιών της, επιφέρει αντίστοιχα και την ανάκληση της πτώχευσης και την παύση των εργασιών της πτώχευσης και των ομόρρυθμων εταίρων της, οι οποίοι κηρύχθηκαν σε πτώχευση μαζί με την εταιρία, εφόσον συντρέχουν και ως προς αυτούς οι προϋποθέσεις ανακλήσεως κατά το άρθρο 57.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 116 Ν.4072/2012,ΦΕΚ Α 86/11.4.2012,και με το άρθρο 5 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
1. Αν δεν υποβληθεί εγκαίρως η αίτηση πτώχευσης ανώνυμης εταιρείας σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 5 του παρόντος, τα υπαίτια για την καθυστέρηση μέλη του διοικητικού της συμβουλίου ευθύνονται εις ολόκληρον για την αποκατάσταση της ζημίας των εταιρικών πιστωτών από τη μείωση του πτωχευτικού μερίσματος που επήλθε λόγω της καθυστέρησης. Την ίδια ευθύνη υπέχει και αυτός που άσκησε την επιρροή του στο μέλος ή τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, με αποτέλεσμα να μην υποβάλουν εγκαίρως την αίτηση. Οι σχετικές απαιτήσεις των εταιρικών δανειστών ασκούνται μόνον από τον σύνδικο.
2. Αν η παύση πληρωμών της ανώνυμης εταιρείας προκλήθηκε από δόλο ή βαρεία αμέλεια των μελών του διοικητικού της συμβουλίου, τα υπαίτια μέλη ευθύνονται εις ολόκληρον σε αποζημίωση έναντι των εταιρικών πιστωτών για τη ζημία που τους προκλήθηκε. Την ίδια ευθύνη υπέχει και αυτός που άσκησε την επιρροή του στο μέλος ή τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, ώστε να προβούν σε πράξεις ή παραλείψεις που είχαν ως αποτέλεσμα την περιέλευση της εταιρείας σε παύση πληρωμών. Οι σχετικές αξιώσεις υπόκεινται σε τριετή παραγραφή από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη, εφόσον δε πρόκειται περί ζημίας εκ δόλου, σε δεκαετή.
3. Οι διατάξεις των προηγουμένων παραγράφων εφαρμόζονται αναλόγως και στην εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, καθώς και στην ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 Ν.4013/2011,ΦΕΚ Α 204, με τη παρ.7 υποπαρ.Γ.3 του άρθρου 2 Ν.4336/2015,ΦΕΚ Α 94, αντικαταστάθηκε πάλι με το άρθρο 6 παρ.1 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
1. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο με πτωχευτική ικανότητα σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1, το οποίο έχει το κέντρο των κυρίων συμφερόντων του στην Ελλάδα και βρίσκεται σε παρούσα ή επαπειλούμενη αδυναμία εκπλήρωσης των ληξιπρόθεσμων χρηματικών υποχρεώσεών του κατά τρόπο γενικό, δύναται να αιτείται την επικύρωση της συνυποβαλλόμενης συμφωνίας εξυγίανσης που προβλέπεται στο άρθρο 100. Το πρόσωπο του προηγούμενου εδαφίου δύναται να υποβάλει την ως άνω αίτηση και όταν δεν συντρέχει παρούσα ή επαπειλούμενη αδυναμία εκπλήρωσης, αν κατά την κρίση του δικαστηρίου υφίσταται απλώς πιθανότητα αφερεγγυότητάς του, η οποία δύναται να αρθεί με τη διαδικασία αυτή.
2. Η διαδικασία εξυγίανσης αποτελεί συλλογική προπτωχευτική διαδικασία, που αποσκοπεί στη διατήρηση, αξιοποίηση, αναδιάρθρωση και ανόρθωση της επιχείρησης με την επικύρωση της συμφωνίας που προβλέπεται στο παρόν κεφάλαιο, χωρίς να παραβλάπτεται η συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών. Η συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών παραβλάπτεται, αν προβλέπεται ότι οι μη συμβαλλόμενοι στη συμφωνία πιστωτές θα βρεθούν σε χειρότερη οικονομική θέση από αυτή στην οποία θα βρίσκονταν με βάση το όγδοο κεφάλαιο του παρόντος Κώδικα. Για την εκτίμηση της οικονομικής θέσης των πιστωτών λαμβάνονται υπόψη τα ποσά και τυχόν άλλα ανταλλάγματα που θα λάβουν και οι όροι αποπληρωμής των ποσών αυτών.
3. Αν ο οφειλέτης έχει περιέλθει σε παύση πληρωμών, με την αίτηση για επικύρωση συμφωνίας εξυγίανσης του παρόντος κεφαλαίου πρέπει να συνυποβάλλεται με το ίδιο δικόγραφο αίτηση για την κήρυξη πτώχευσης κατά το άρθρο 5 παράγραφος 2. Παράλειψη συνυποβολής αίτησης πτώχευσης δεν καθιστά απαράδεκτη την αίτηση επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης του παρόντος κεφαλαίου, είναι όμως δυνατή η υποβολή αίτησης πτώχευσης από τους πιστωτές ή τον εισαγγελέα πρωτοδικών, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 5 του παρόντος Κώδικα. Το άρθρο 98 εφαρμόζεται και στην παρούσα περίπτωση. Αν το πτωχευτικό δικαστήριο δεχθεί την αίτηση επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης, απορρίπτει την αίτηση κήρυξης πτώχευσης με την απόφαση με την οποία επικυρώνει τη συμφωνία. Αν το πτωχευτικό δικαστήριο απορρίψει την αίτηση επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης, προχωρεί στην εξέταση της αίτησης πτώχευσης.
4. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται αναλόγως σε αιτήσεις του οφειλέτη, πιστωτών ή του εισαγγελέα πρωτοδικών για την κήρυξη πτώχευσης, οι οποίες εκκρεμούν κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης του παρόντος κεφαλαίου και σε αιτήσεις του οφειλέτη, πιστωτών ή του εισαγγελέα πρωτοδικών οι οποίες κατατίθενται στο χρονικό διάστημα μετά από την υποβολή της αίτησης αυτής. Στην περίπτωση αυτή και μετά από αίτημα του οφειλέτη ή πιστωτή, η αίτηση κήρυξης της πτώχευσης είτε συνεκδικάζεται είτε αναβάλλεται για συνεκδίκαση με την αίτηση επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης.
5.Αν ο οφειλέτης περιέλθει σε κατάσταση παύσης πληρωμών μετά την υποβολή αίτησης επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης, οφείλει να υποβάλει αίτηση πτώχευσης σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 2 και δύναται να ζητήσει την αναστολή της εξέτασης της αίτησης πτώχευσης μέχρι την έκδοση απόφασης επί της αιτήσεως επικυρώσεως.
6. Αν ο οφειλέτης είναι ανώνυμη εταιρεία και συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 48 παράγραφος 1 στοιχείο γ` του κ.ν. 2190/1920, αναστέλλεται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εξυγίανσης, ήτοι από την υποβολή της αίτησης επικύρωσης του άρθρου 104 του παρόντος μέχρι να εκδοθεί απόφαση για αυτή, η έκδοση απόφασης για τη λύση της εταιρείας και η τυχόν προθεσμία που έχει χορηγηθεί σύμφωνα με την παράγραφο 3 του ιδίου άρθρου παρατείνεται αυτοδικαίως μέχρι τη λήξη της διαδικασίας εξυγίανσης. Αν ο οφειλέτης είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 45 παράγραφος 2 του ν. 3190/1955, αναστέλλεται κατά την ως άνω διάρκεια της διαδικασίας εξυγίανσης η έκδοση απόφασης για τη λύση της εταιρείας.
7. Αρμόδιο δικαστήριο για τις διαδικασίες του παρόντος κεφαλαίου είναι το κατά το άρθρο 4 αρμόδιο πτωχευτικό δικαστήριο που, με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων, δικάζει με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Οι αποφάσεις του δεν υπόκεινται σε τακτικά ή έκτακτα ένδικα μέσα, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά.
8. Οι διατάξεις των άλλων κεφαλαίων του παρόντος Κώδικα εφαρμόζονται στις διαδικασίες του παρόντος κεφαλαίου μόνο στο μέτρο που γίνεται παραπομπή σε αυτές.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 Ν.4013/2011, ΦΕΚ Α 204, με την παρ.2 άρθρου 234 Ν.4072/2012, ΦΕΚ Α 86,αντικαταστάθηκε πάλι με το άρθρο 6 παρ.2
Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
1. Προκειμένου να επικυρωθεί συμφωνία εξυγίανσης, σύμφωνα με το άρθρο 106β, θα πρέπει να έχει συναφθεί από τον οφειλέτη και από πιστωτές του που εκπροσωπούν το εξήντα τοις εκατό (60%) του συνόλου των απαιτήσεων στο οποίο περιλαμβάνεται το σαράντα τοις εκατό (40%) των τυχόν εμπραγμάτως ή με προσημείωση υποθήκης εξασφαλισμένων απαιτήσεων. Η επικύρωση συμφωνίας, η οποία έχει συναφθεί μόνον από πιστωτές, που συγκεντρώνουν το ποσοστό του παραπάνω εδαφίου, χωρίς τη σύμπραξη του οφειλέτη, είναι δυνατή εφόσον ο οφειλέτης βρίσκεται, κατά το χρόνο σύναψης της συμφωνίας, σε παύση πληρωμών. Στην περίπτωση του προηγούμενου εδαφίου δεν εφαρμόζονται οι παράγραφοι 3 έως 5 του άρθρου 99.
2. Τα ποσοστά της παραγράφου 1 υπολογίζονται με βάση κατάσταση πιστωτών που επισυνάπτεται στη συμφωνία εξυγίανσης. Η ημερομηνία που φέρει η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να είναι προγενέστερη των τριών (3) μηνών από την ημερομηνία υποβολής της συμφωνίας στο δικαστήριο. Στην κατάσταση των πιστωτών πρέπει να συμπεριλαμβάνονται όλοι οι πιστωτές, ανεξαρτήτως γενικών ή ειδικών προνομίων, οι απαιτήσεις των οποίων υπήρχαν κατά την ημερομηνία του προηγούμενου εδαφίου, έστω και αν δεν είναι ληξιπρόθεσμες. Πιστωτές θεωρούνται επίσης και όσοι έχουν απαιτήσεις από χρηματοδοτικές μισθώσεις που οφείλονται συμβατικά από την ημερομηνία του πρώτου εδαφίου μέχρι τη συμβατική ημερομηνία λήξης των συμβάσεων. Δεν λαμβάνονται υπόψη πιστωτές που δεν θίγονται από τη συμφωνία εξυγίανσης κατ` ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 116 παράγραφος 3.
3. Στην περίπτωση της συμφωνίας του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1, οι απαιτήσεις των πιστωτών που περιλαμβάνονται στην κατάσταση της παραγράφου 2 θα πρέπει να προκύπτουν από τα βιβλία του οφειλέτη ή να έχουν αναγνωριστεί ή να έχουν πιθανολογηθεί με απόφαση δικαστηρίου οποιουδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας, ακόμη και με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Στην περίπτωση της συμφωνίας του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 1, η κατάσταση των πιστωτών της παραγράφου 2 συντάσσεται με βάση τις δημοσιευμένες οικονομικές καταστάσεις του οφειλέτη, εφόσον υπάρχουν ή τα βιβλία και στοιχεία του οφειλέτη ή τα βιβλία και στοιχεία των συμβαλλόμενων πιστωτών ή αποφάσεις δικαστηρίων οποιουδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας, συμπεριλαμβανομένων αποφάσεων που εκδίδονται με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 Ν.4013/2011,ΦΕΚ Α 204, με τη παρ.9 υποπαρ.Γ.3 του άρθρου 2 Ν.4336/2015,ΦΕΚ Α 94/,αντικαταστάθηκε πάλι με το άρθρο 6 παρ.3
Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
1. Αν ο οφειλέτης είναι νομικό πρόσωπο και κατά τις οικείες διατάξεις απαιτείται για την εκπλήρωση ορισμένων όρων της συμφωνίας εξυγίανσης απόφαση της συνέλευσης των μετόχων ή των εταίρων, η απόφαση αυτή δύναται είτε να λαμβάνεται μετά την κατάθεση της αίτησης επικύρωσης είτε να τίθεται στη συμφωνία εξυγίανσης ως αναβλητική αίρεση για τη θέση της σε ισχύ.
2.Όταν ο οφειλέτης βρίσκεται σε παύση πληρωμών, το πτωχευτικό δικαστήριο με την απόφασή του που επικυρώνει τη συμφωνία εξυγίανσης κατά το άρθρο 106β δύναται να διορίσει ειδικό εντολοδόχο, κατά την παράγραφο 6 του άρθρου 106β, με την εξουσία να ασκήσει το δικαίωμα παράστασης και ψήφου εκείνων των μετόχων ή εταίρων του οφειλέτη που δεν συμπράττουν στη λήψη της απόφασης της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, και υπό τον όρο της μη σύμπραξής τους, εφόσον, επιπλέον των οριζομένων στο άρθρο 106β, πιθανολογεί ότι σε περίπτωση εκκαθάρισης του οφειλέτη κατά το Κεφάλαιο όγδοο, οι μέτοχοι ή οι εταίροι δεν θα λάβουν μέρος στο προϊόν της εκκαθάρισης.
Σε αυτή την περίπτωση, στην έκθεση του εμπειρογνώμονα του άρθρου 104 εκτίθεται η γνώμη του σε σχέση με τη συνδρομή των ως άνω προϋποθέσεων. Η κοινοποίηση της απόφασης του δικαστηρίου στην εταιρία υποκαθιστά την κατά το νόμο διαδικασία νομιμοποίησης του ειδικού εντολοδόχου για τη συμμετοχή του στη συνέλευση. Στο πλαίσιο της συνέλευσης που συγκαλείται για τη λήψη της απόφασης της παραγράφου 1, πρώτα δίδεται ο λόγος στους μετόχους ή εταίρους οι οποίοι δηλώνουν την πρόθεσή τους να υπερψηφίσουν ή καταψηφίσουν την προβλεπόμενη στη συμφωνία εξυγίανσης απόφαση ή να απέχουν από την σχετική ψηφοφορία. Εφόσον από την καταμέτρηση των ψήφων δεν συγκεντρώνεται η απαραίτητη απαρτία ή πλειοψηφία για την έγκριση της ως άνω απόφασης, τότε ο ειδικός εντολοδόχος ασκεί το δικαίωμα ψήφου στην έκταση που αυτό απαιτείται για την έγκρισή της. Οι μη συμπράττοντες μέτοχοι ή εταίροι διατηρούν δικαίωμα αποζημίωσης έναντι της εταιρίας και των πιστωτών, σε περίπτωση που στο πλαίσιο διαγνωστικής δίκης αποδειχθεί ότι μετά την εκκαθάριση θα απέμενε σχετικό προϊόν.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 14 παρ.4 Ν.4491/2017,ΦΕΚ Α 152/13.10.2017
3. Σε κάθε άλλη περίπτωση, αν ένας ή περισσότεροι μέτοχοι ή εταίροι Ε.Π.Ε. δηλώνουν ότι δεν θα παραστούν στη σχετική συνέλευση ή δεν θα υπερψηφίσουν την αντίστοιχη απόφαση, καθώς και όταν δεν παραστούν ή δεν υπερψηφίσουν την απόφαση σε συνέλευση που έχει λάβει χώρα και έχει συγκληθεί ή πρόκειται να συγκληθεί νέα συνέλευση με τα ίδια θέματα, το πτωχευτικό δικαστήριο δύναται, αν κρίνει ότι η άρνηση είναι καταχρηστική, δικάζοντας με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, μετά από αίτηση του οφειλέτη ή πιστωτή, να διορίσει ειδικό εντολοδόχο, που θα δύναται να συγκαλέσει γενική συνέλευση και να ασκήσει το δικαίωμα παράστασης και ψήφου αντί των μετόχων ή των εταίρων αυτών. Θεωρείται ότι αρνούνται καταχρηστικά οι μέτοχοι ή οι εταίροι ιδίως αν το δικαστήριο κρίνει ότι χωρίς την επίτευξη συμφωνίας εξυγίανσης ο οφειλέτης αναμένεται να πτωχεύσει και ότι σε περίπτωση εκκαθάρισης του οφειλέτη κατά το κεφάλαιο όγδοο οι μέτοχοι ή οι εταίροι δεν θα λάβουν μέρος στο προϊόν της εκκαθάρισης. Η κοινοποίηση της απόφασης του δικαστηρίου στην εταιρία υποκαθιστά την κατά το νόμο διαδικασία νομιμοποίησης του ειδικού εντολοδόχου για τη συμμετοχή του στη συνέλευση, καθ` όλα τα στάδια αυτής.
4.Στην περίπτωση που για την εκπλήρωση ορισμένων όρων της συμφωνίας απαιτείται η σύμπραξη τρίτων προσώπων που δεν συμβάλλονται, αυτή είτε παρέχεται με σχετική δήλωση τούτων σε έγγραφο που φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής και συνοδεύει τη συμφωνία είτε τίθεται ως αναβλητική αίρεση στη συμφωνία για τη θέση της σε ισχύ.
Το Δημόσιο, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, δημόσιες επιχειρήσεις του δημόσιου τομέα, φορείς κοινωνικής πρόνοιας και ασφάλισης, δύνανται να συναινούν στη σύναψη συμφωνίας εξυγίανσης υπογράφοντας τη συμφωνία με τους ίδιους όρους που θα συναινούσε υπό τις αυτές συνθήκες ιδιώτης πιστωτής ακόμη και όταν με τη συμφωνία το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, οι δημόσιες επιχειρήσεις του δημόσιου τομέα και οι φορείς κοινωνικής πρόνοιας και ασφάλισης παραιτούνται από προνόμια και εξασφαλίσεις ενοχικής ή εμπράγματης φύσεως.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 Ν.4013/2011,ΦΕΚ Α 204, με την παρ.4 άρθρου 234 Ν.4072/2012,ΦΕΚ Α 86,αντικαταστάθηκε πάλι με το άρθρο 6 παρ.4 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 Ν.4013/2011,ΦΕΚ Α 204, με την παρ.4 άρθρου 234 Ν.4072/2012,ΦΕΚ Α 86 και με τη παρ.11 υποπαρ.Γ.3 του άρθρου 2 Ν.4336/2015,ΦΕΚ Α 94,αντικαταστάθηκε πάλι με το άρθρο 6 παρ.5 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
1. Η συμφωνία εξυγίανσης δύναται να έχει ως αντικείμενο οποιαδήποτε ρύθμιση του ενεργητικού και του παθητικού του οφειλέτη και ιδίως:
α. Τη μεταβολή των όρων των υποχρεώσεων του οφειλέτη. Η μεταβολή αυτή δύναται ενδεικτικά να συνίσταται στη μεταβολή του χρόνου εκπλήρωσης των απαιτήσεων, περιλαμβανομένης της τροποποίησης των όρων υπό τους οποίους δύναται να ζητηθεί η πρόωρη αποπληρωμή τους, στη μεταβολή του επιτοκίου, στην αντικατάσταση της υποχρέωσης καταβολής επιτοκίου με την υποχρέωση καταβολής μέρους των κερδών, στην αντικατάσταση απαιτήσεων με μετατρέψιμες ή μη ομολογίες έκδοσης του οφειλέτη ή στην υποχρέωση των εμπραγμάτως ασφαλισμένων πιστωτών να δεχθούν την εναλλαγή υποθηκικής ή ενεχυρικής τάξης υπέρ νέων πιστωτών του οφειλέτη. Δεν θίγονται οι πιστώσεις που είναι εξασφαλισμένες με συμφωνία χρηματοοικονομικής ασφάλειας κατά την έννοια του άρθρου 2 του ν. 3301/2004 στο μέτρο που ικανοποιούνται από την ασφάλεια αυτή, εκτός αν συμφωνήσει διαφορετικά ο ασφαλειολήπτης.
β. Την κεφαλαιοποίηση υποχρεώσεων του οφειλέτη με την έκδοση μετοχών κάθε είδους ή κατά περίπτωση εταιρικών μεριδίων. Πριν από την κεφαλαιοποίηση δύναται να λαμβάνει χώρα μείωση του μετοχικού κεφαλαίου για την απόσβεση ζημιών σε κάθε περίπτωση ή αν οι μετοχές του οφειλέτη είναι εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά ή πολυμερή μηχανισμό διαπραγμάτευσης, για το σχηματισμό αποθεματικού. Στην τελευταία περίπτωση δεν απαιτείται να πληρούται η προϋπόθεση του άρθρου 4 παράγραφος 4α του κ.ν. 2190/1920 περί σχέσης της χρηματιστηριακής προς την ονομαστική αξία.
γ. Τη ρύθμιση των σχέσεων των πιστωτών μεταξύ τους μετά από την επικύρωση της συμφωνίας είτε υπό την ιδιότητά τους ως πιστωτών είτε σε περίπτωση κεφαλαιοποίησης, υπό την ιδιότητά τους ως μετόχων ή εταίρων. Ενδεικτικά η συμφωνία εξυγίανσης δύναται να προβλέπει ότι μία κατηγορία πιστωτών δεν δύναται να ζητήσει την αποπληρωμή των απαιτήσεων προς αυτή πριν από την πλήρη ικανοποίηση μιας άλλης, να ρυθμίζει θέματα διοίκησης της επιχείρησης του οφειλέτη μετά την κεφαλαιοποίηση απαιτήσεων των πιστωτών, να ρυθμίζει θέματα σε σχέση με τη μεταβίβαση των μετοχών ή εταιρικών μεριδίων που θα προκύψουν από την κεφαλαιοποίηση, όπως ενδεικτικά δικαίωμα ή υποχρέωση των μετόχων μειοψηφίας σε περίπτωση πώλησης της πλειοψηφίας των μετοχών να πωλήσουν τις μετοχές τους με τους ίδιους όρους με τους οποίους γίνεται η πώληση της πλειοψηφίας.
δ. Τη μείωση των απαιτήσεων έναντι του οφειλέτη.
ε. Την εκποίηση επί μέρους περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη.
στ. Την ανάθεση της διαχείρισης της επιχείρησης του οφειλέτη σε τρίτο με βάση οποιαδήποτε έννομη σχέση περιλαμβανομένης ενδεικτικά της εκμίσθωσης ή της σύμβασης διαχείρισης.
ζ. Τη μεταβίβαση του συνόλου ή μέρους της επιχείρησης του οφειλέτη σε τρίτο ή σε εταιρεία των πιστωτών κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 106δ.
η. Την αναστολή των ατομικών και συλλογικών διώξεων των πιστωτών για κάποιο διάστημα μετά την επικύρωση της συμφωνίας. Η αναστολή αυτή δεν θα δεσμεύει τους μη συμβαλλόμενους πιστωτές για διάστημα που υπερβαίνει τους τρείς (3) μήνες από την επικύρωση της συμφωνίας.
θ. Το διορισμό προσώπου που θα επιβλέπει την εκτέλεση των όρων της συμφωνίας εξυγίανσης ασκώντας τις εξουσίες που του δίνονται κατά τους όρους της συμφωνίας εξυγίανσης.
ι. Την καταβολή συμπληρωματικών ποσών προς εξόφληση απαιτήσεων σε περίπτωση βελτίωσης της οικονομικής θέσης του οφειλέτη. Η συμφωνία θα πρέπει να ορίζει με ακρίβεια τις προϋποθέσεις καταβολής των ποσών αυτών.
2. Οι εγγυήσεις, οι ασφαλίσεις πιστώσεων και άλλες συμβάσεις με αντίστοιχο αποτέλεσμα υπέρ απαιτήσεων που κεφαλαιοποιούνται τρέπονται, αν δεν ορίζεται διαφορετικά, σε δικαίωμα προαίρεσης του πιστωτή να πωλήσει στον εγγυητή ή ασφαλιστή τις μετοχές ή τα εταιρικά μερίδια που προκύπτουν από την κεφαλαιοποίηση του χρέους κατά το χρόνο στον οποίο θα καθίστατο κατά τους όρους του ληξιπρόθεσμο το χρέος και για ποσό ίσο με το άθροισμα του κεφαλαίου και των τυχόν τόκων που καλύπτονται από την εγγύηση. Το δικαίωμα προαίρεσης δύναται να ασκηθεί εντός δύο (2) μηνών από το χρόνο κατά τον οποίο θα καθίστατο ληξιπρόθεσμη η υποχρέωση που κεφαλαιοποιήθηκε και, αν είναι ήδη ληξιπρόθεσμη κατά την κεφαλαιοποίηση, εντός δύο (2) μηνών από την τελευταία.
3. Η μη τήρηση της συμφωνίας εξυγίανσης από τον οφειλέτη δύναται να τίθεται ως διαλυτική αίρεση της συμφωνίας εξυγίανσης ή ως λόγος καταγγελίας της.
4. Η συμφωνία εξυγίανσης δύναται να τελεί και υπό άλλες αιρέσεις αναβλητικές ή διαλυτικές, όπως ενδεικτικά την τροποποίηση ή καταγγελία εκκρεμών αμφοτεροβαρών συμβάσεων, οι όροι των οποίων είναι επαχθείς για την επιχείρηση του οφειλέτη. Σε περίπτωση αναβλητικής αίρεσης θα πρέπει να προβλέπεται ο χρόνος εντός του οποίου θα πρέπει να πληρωθεί η αίρεση, μη δυνάμενος να υπερβεί τους εννέα (9) μήνες από την επικύρωση, και να ρυθμίζονται προσωρινά οι υποχρεώσεις του οφειλέτη στο μέτρο που κρίνεται αναγκαίο για την αποφυγή της παύσης πληρωμών του οφειλέτη όσο εκκρεμεί η αίρεση.
5. Η ισχύς της συμφωνίας εξυγίανσης τελεί υπό την προϋπόθεση της επικύρωσής της από το πτωχευτικό δικαστήριο, εκτός αν κατά τη βούληση των συμβαλλομένων το σύνολο ή μέρος των όρων της ισχύουν μεταξύ τους και χωρίς την επικύρωση κατά τις διατάξεις του κοινού δικαίου.
6.Η συμφωνία εξυγίανσης συνάπτεται με ιδιωτικό έγγραφο, εκτός αν οι υποχρεώσεις που αναλαμβάνονται με αυτή απαιτούν τη σύνταξη δημοσίου εγγράφου. Στην τελευταία περίπτωση το συμβολαιογραφικό έγγραφο μπορεί να αναπληρωθεί με δηλώσεις ενώπιον του δικαστηρίου.
7. Η συμφωνία εξυγίανσης συνοδεύεται υποχρεωτικά από επιχειρηματικό σχέδιο με χρονική διάρκεια ίση με αυτή της συμφωνίας, το οποίο εγκρίνεται από τους συμβαλλόμενους κατ` άρθρο 100.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 Ν.4013/2011, ΦΕΚ Α 204,αντικαταστάθηκε πάλι με το άρθρο 6 παρ.6 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016
1. Στην περίπτωση συμφωνίας εξυγίανσης που συνάπτεται από τον οφειλέτη και τους πιστωτές του, η αίτηση επικύρωσής της από το πτωχευτικό δικαστήριο υποβάλλεται από τον οφειλέτη ή συμβαλλόμενο πιστωτή. Στην περίπτωση της συμφωνίας εξυγίανσης που συνάπτεται μόνον από τους πιστωτές του οφειλέτη, η αίτηση επικύρωσης υποβάλλεται από οιονδήποτε από τους συμβαλλομένους πιστωτές.
2. Στην αίτηση προς το πτωχευτικό δικαστήριο πρέπει να περιγράφονται η επιχείρηση του οφειλέτη, η οικονομική του κατάσταση με παράθεση των πιο πρόσφατων οικονομικών στοιχείων, συμπεριλαμβανομένων των τυχόν οφειλών του προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία, τα αίτια της οικονομικής του αδυναμίας και τα μέτρα που συμφωνήθηκαν για την αντιμετώπιση της οικονομικής του αδυναμίας. Ιδιαίτερα γίνεται περιγραφή του μεγέθους της επιχείρησης, του προσωπικού που απασχολεί, καθώς και της κατάστασης και των προοπτικών της αγοράς, στην οποία ο οφειλέτης δραστηριοποιείται.
3. Στην περίπτωση συμφωνίας εξυγίανσης που συνάπτεται από τον οφειλέτη και τους πιστωτές του η αίτηση επικύρωσης πρέπει να συνοδεύεται, με ποινή απαραδέκτου, από τα ακόλουθα έγγραφα:
α) Την υπογεγραμμένη συμφωνία εξυγίανσης.
β) Τις οικονομικές καταστάσεις του οφειλέτη, εφόσον υπάρχουν, για την τελευταία χρήση, για την οποία είναι διαθέσιμες. Στην περίπτωση των κεφαλαιουχικών εταιριών, οι ως άνω οικονομικές καταστάσεις πρέπει να είναι δημοσιευμένες και εγκεκριμένες από γενική συνέλευση. Στην περίπτωση των λοιπών επιχειρήσεων, αλλά και όταν πρόκειται για ενδιάμεσες οικονομικές καταστάσεις, εφόσον υπάρχουν, αυτές πρέπει να είναι δημοσιευμένες σε μία οικονομική εφημερίδα και ελεγμένες.
γ) Βεβαίωση της αρμόδιας οικονομικής υπηρεσίας για τα χρέη του οφειλέτη προς το Δημόσιο.
δ) Έκθεση εμπειρογνώμονα, η οποία συντάσσεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο.
Η αίτηση μπορεί να συνοδεύεται και από άλλα έγγραφα που στηρίζουν τα παρεχόμενα στοιχεία, βεβαιωμένα ως προς την ακρίβεια του περιεχομένου τους από τον υπεύθυνο για τη διεύθυνση του λογιστηρίου, όπου υπάρχει, και από το νόμιμο εκπρόσωπο της επιχείρησης του οφειλέτη. Τα έγγραφα του προηγούμενου εδαφίου μπορούν να προσκομισθούν και με τις προτάσεις κατά τη συζήτηση της αίτησης επικύρωσης.
4. Στην περίπτωση της συμφωνίας εξυγίανσης που συνάπτεται μόνον από τους πιστωτές του οφειλέτη, συνυποβάλλεται επί ποινή απαραδέκτου αίτηση για την κήρυξη του οφειλέτη σε κατάσταση πτώχευσης, καθώς και έκθεση εμπειρογνώμονα που συντάσσεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο. Τα υπόλοιπα έγγραφα της παραγράφου 3 συνυποβάλλονται με την αίτηση, εφόσον έχουν παρασχεθεί από τον οφειλέτη στους πιστωτές ή τον ορισθέντα εμπειρογνώμονα. Σε περίπτωση ελλείψεων, το πτωχευτικό δικαστήριο δύναται να αναβάλει την έκδοση οριστικής απόφασης και να διατάξει να χορηγηθούν από τον οφειλέτη στον ορισθέντα εμπειρογνώμονα όλα τα απαιτούμενα στοιχεία για την πληρότητα της αίτησης εντός προθεσμίας ενός (1) μηνός από την έκδοση της μη οριστικής του απόφασης. Με τη συμπλήρωση της προθεσμίας αυτής ο αιτών ή οι αιτούντες πιστωτές επαναφέρουν με κλήση τη συζήτηση της αίτησης επικύρωσης, η οποία προσδιορίζεται εντός διμήνου από την υποβολή της. Η μη παροχή συνδρομής και των απαιτουμένων στοιχείων από τον οφειλέτη προς τον εμπειρογνώμονα συνιστά το έγκλημα της μη συμμόρφωσης σε διάταξη δικαστικής απόφασης (άρθρο 232Α του Ποινικού Κώδικα), που διώκεται και τιμωρείται κατά τις διατάξεις του εν λόγω Κώδικα, καθώς και του Κ.Ποιν.Δ. Αν το πτωχευτικό δικαστήριο δεχθεί την αίτηση επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης, απορρίπτει την αίτηση κήρυξης πτώχευσης με την απόφαση με την οποία επικυρώνει τη συμφωνία. Αν το πτωχευτικό δικαστήριο απορρίψει την αίτηση επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης, προχωρεί στην εξέταση της αίτησης πτώχευσης.
5. Στην έκθεση του εμπειρογνώμονα των παραγράφων 3 και 4 πρέπει να εκτίθεται η γνώμη του σε σχέση με τα οικονομικά στοιχεία του οφειλέτη, την κατάσταση της αγοράς και τη συνδρομή των προϋποθέσεων επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 106β. Στην έκθεση του προηγούμενου εδαφίου περιλαμβάνεται επίσης βεβαίωση του εμπειρογνώμονα για την ακρίβεια και εγκυρότητα της κατάστασης των πιστωτών που συνοδεύει τη συμφωνία εξυγίανσης, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 100 με ειδική μνεία των ενέγγυων πιστωτών και επισυνάπτεται κατάλογος των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη. Σε περίπτωση εφαρμογής της παραγράφου 2α του άρθρου 106β, δεν απαιτείται να εκτίθεται η γνώμη του εμπειρογνώμονα σε σχέση με τη συνδρομή της προϋπόθεσης του στοιχείου α` της παραγράφου 2 του ιδίου άρθρου.
6. Ο εμπειρογνώμονας επιλέγεται από τον οφειλέτη και τους συμβαλλόμενους πιστωτές του από κοινού στην περίπτωση της αίτησης του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 και από τους συμβαλλόμενους πιστωτές στην περίπτωση της αίτησης του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1. Ο εμπειρογνώμονας είναι πιστωτικό ίδρυμα που παρέχει νόμιμα υπηρεσίες στην Ελλάδα ή νόμιμος ελεγκτής ή ελεγκτικό γραφείο, όπως ορίζονται στο ν. 3693/2008 (Α`174). Αν ο οφειλέτης είναι φυσικό πρόσωπο, ως εμπειρογνώμονας δύναται να ορίζεται και ελεγκτής πτυχιούχος ανώτατης σχολής, που είναι μέλος του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος (Ο.Ε.Ε.) και κάτοχος άδειας Λογιστή Φοροτεχνικού Α` τάξεως του ν. 2515/1997 (Α`154).
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 Ν.4013/2011, ΦΕΚ Α 204,αντικαταστάθηκε πάλι με το άρθρο 6 παρ.7 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
1. Για τη συζήτηση της αίτησης επικύρωσης ορίζεται δικάσιμος εντός διμήνου από την υποβολή της.
2. Στη συζήτηση της αίτησης κλητεύεται ο οφειλέτης, εφόσον δεν περιλαμβάνεται στους αιτούντες κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 104, άλλως η συζήτηση είναι απαράδεκτη. Η κλήτευση του οφειλέτη γίνεται τουλάχιστον είκοσι (20) ημέρες πριν από την ημερομηνία συζήτησης, με επίδοση αντιγράφου της αίτησης στο οποίο σημειώνεται ο προσδιορισμός της δικασίμου.
Με επιμέλεια του αιτούντος ή των αιτούντων, περίληψη της αίτησης δημοσιεύεται εντός πέντε (5) εργάσιμων ημερών στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων – Τομέας Ασφάλισης Νομικών (ΕΤΑΑ – ΤΑΝ) και στο Γ.Ε.ΜΗ..
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 14 παρ.5 Ν.4491/2017,ΦΕΚ Α 152/13.10.2017
3. Στη συζήτηση δύναται να παραστεί και να ακουσθεί και εκπρόσωπος των εργαζομένων. Κάθε άλλο πρόσωπο που έχει έννομο συμφέρον δικαιούται να παρέμβει προφορικά.
4. Ο αρμόδιος δικαστής δύναται κατά το άρθρο 748 παράγραφος 3 Κ.Πολ.Δ. να διατάξει την κλήτευση ενός ή περισσότερων πιστωτών του οφειλέτη, ορίζοντας ταυτόχρονα και την προθεσμία της κλήτευσης. Εφόσον υπάρχουν χρέη του οφειλέτη προς το δημόσιο ή προς φορείς κοινωνικής ασφάλισης, διατάσσεται υποχρεωτικά η κλήτευση τούτων.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 Ν.4013/2011, ΦΕΚ Α 204,αντικαταστάθηκε πάλι με το άρθρο 6 παρ.8 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
1. Από την κατάθεση της συμφωνίας εξυγίανσης προς επικύρωση και μέχρι την έκδοση απόφασης από το πτωχευτικό δικαστήριο για την επικύρωση ή μη της συμφωνίας εξυγίανσης, αναστέλλονται αυτόματα τα μέτρα, εκκρεμή ή μη, ατομικής και συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του οφειλέτη για την ικανοποίηση απαιτήσεων που έχουν γεννηθεί πριν την υποβολή της αίτησης επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης. Η ανωτέρω αναστολή δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τέσσερις (4) μήνες. Για την ως άνω διάρκεια αναστέλλεται η λήψη οποιουδήποτε ασφαλιστικού μέτρου κατά του οφειλέτη, συμπεριλαμβανομένης της συντηρητικής κατάσχεσης και της εγγραφής προσημείωσης υποθήκης, συναινετικής ή κατ` αντιδικία, εκτός εάν με αυτό επιδιώκεται η αποτροπή της απομάκρυνσης ή αφαίρεσης ή μετακίνησης κινητών πραγμάτων της επιχείρησης, τεχνολογικού ή εν γένει εξοπλισμού της που δεν έχει συμφωνηθεί και ενέχει τον κίνδυνο απαξίωσης της επιχείρησης του οφειλέτη. Για την ως άνω διάρκεια αναστέλλονται οι αποκλειστικές προθεσμίες άσκησης αξιώσεων και παραγραφής, υπό τις οποίες τελούν οι απαιτήσεις των πιστωτών και τα δικαιώματα των υπέρ του οφειλέτη εγγυητών και συνοφειλετών του εις ολόκληρον, καθώς και οι προθεσμίες και η άσκηση διαδικαστικών πράξεων, συμπεριλαμβανομένων των προθεσμιών των ενδίκων μέσων. Η ως άνω αυτόματη αναστολή διώξεων μπορεί να εφαρμοστεί μόνον μία (1) φορά ανά οφειλέτη. Στο Μητρώο Πτωχεύσεων του άρθρου 8 παράγραφος 3 σημειώνεται η έναρξη ισχύος της αυτόματης αναστολής διώξεων κατά την πρώτη υποβολή αίτησης επικύρωσης συμφωνίας εξυγίανσης κατά το άρθρο 104.
2. Η αναστολή της προηγούμενης παραγράφου επάγεται αυτοδικαίως την απαγόρευση της διάθεσης των ακινήτων και του εξοπλισμού της επιχείρησης το οφειλέτη.
3. Μετά την πάροδο της περιόδου των τεσσάρων (4) μηνών που αναφέρεται στην παράγραφο 1, δύναται να διαταχθεί η αναστολή λήψης μέτρων, εκκρεμών ή μη, ατομικής και συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του οφειλέτη, καθώς και η λήψη κάθε άλλου προληπτικού μέτρου, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 106α. Η παράγραφος 2 ισχύει και στην περίπτωση αυτή.
Σημ.: όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 Ν.4013/2011,ΦΕΚ Α 204/15.9.2011,τροποποιήθηκε με το άρθρο 6 παρ.9 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
1. Το πτωχευτικό δικαστήριο ή κατά περίπτωση ο πρόεδρός του, με απόφαση που λαμβάνεται κατόπιν αιτήσεως οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον και δικάζεται με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, δύναται, μετά την κατάθεση της αίτησης επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης, να διατάξει και οποιοδήποτε άλλο από τα προβλεπόμενα στο άρθρο 10 προληπτικά μέτρα. Τα μέτρα αυτά καταλαμβάνουν τις απαιτήσεις που έχουν γεννηθεί πριν από την υποβολή της αίτησης επικύρωσης και μπορούν να ισχύουν μέχρι την έκδοση απόφασης επί της αίτησης επικύρωσης.
2. Εφόσον συντρέχει σπουδαίος επιχειρηματικός ή κοινωνικός λόγος, τα παραπάνω προληπτικά μέτρα μπορεί να επεκτείνονται και υπέρ εγγυητών ή λοιπών συνοφειλετών του οφειλέτη.
3. Τα προληπτικά μέτρα της παραγράφου 1 δεν μπορούν να θίγουν τα δικαιώματα από συμφωνία παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας κατά την έννοια του άρθρου 2 του ν. 3301/2004 (Α` 263) ή από ρήτρα εκκαθαριστικού συμψηφισμού κατά την έννοια της ίδιας διάταξης και ανεξάρτητα από το αν η ρήτρα εκκαθαριστικού συμψηφισμού περιέχεται σε συμφωνία παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας ή σε συμφωνία της οποίας αποτελεί μέρος η συμφωνία παροχής ασφάλειας. Επίσης, δεν θίγεται το δικαίωμα καταγγελίας και απόδοσης του μισθίου σε περίπτωση σύμβασης μίσθωσης, εφόσον ο οφειλέτης είναι υπερήμερος ως προς την καταβολή έξι (6) ή περισσότερων μηνιαίων μισθωμάτων. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει τη διατήρηση των αναγκαίων θέσεων εργασίας μέχρι την επικύρωση ή την απόρριψη της συμφωνίας εξυγίανσης.
4. Κατά τη συζήτηση της αίτησης για τη λήψη προληπτικών μέτρων το δικαστήριο δύναται να διατάξει την κλήτευση ενός ή περισσότερων πιστωτών του οφειλέτη ή τον οφειλέτη στην περίπτωση που δεν έχει συμμετά- σχει στη σύναψη της συμφωνίας κατά τα προβλεπόμενα στις παραγράφους 1 και 4 του άρθρου 104. Η κλήτευση μπορεί να γίνεται με τα μέσα που προβλέπονται στο άρθρο 686 παράγραφος 4 Κ.Πολ.Δ.
5. Στα προληπτικά μέτρα των προηγούμενων παραγράφων δύνανται να τίθενται εξαιρέσεις, αν συντρέχει σπουδαίος κοινωνικός λόγος, όπως, ενδεικτικά, προκειμένου να καταβληθούν σε πιστωτή ποσά που είναι αναγκαία για τη διατροφή τούτου ή της οικογένειάς του ή για την ικανοποίηση απαιτήσεων διατροφής άλλων προσώπων. Απαιτήσεις εργαζομένων για μισθούς δεν καταλαμβάνονται από τα προληπτικά μέτρα, εκτός αν το δικαστήριο επεκτείνει αυτά και στις απαιτήσεις αυτές για σπουδαίο λόγο και για ορισμένο χρόνο ειδικά αναφερόμενους στην απόφαση.
6. Τα προληπτικά μέτρα του προηγούμενου άρθρου και της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, δύνανται να διαταχθούν και πριν από την κατάθεση αίτησης επικύρωσης συμφωνίας, άπαξ, μετά από αίτηση του οφειλέτη ή πιστωτή, η οποία δημοσιεύεται σε περίληψη στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων – Τομέας Ασφάλισης Νομικών (ΕΤΑΑ – ΤΑΝ), εφόσον προσκομίζεται από τον αιτούντα έγγραφη δήλωση πιστωτών που εκπροσωπούν ποσοστό τουλάχιστον είκοσι τοις εκατό (20%) του συνόλου των απαιτήσεων κατά του οφειλέτη ότι συμμετέχουν στις διαπραγματεύσεις για την επίτευξη συμφωνίας και συντρέχουν και οι προϋποθέσεις της επείγουσας περίπτωσης ή του επικειμένου κινδύνου κατά τις διατάξεις των άρθρων 682 επ. ΚΠολΔ.
Τα προληπτικά μέτρα που διατάσσονται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο ή τυχόν προσωρινή διαταγή που εκδόθηκε ισχύουν έως την κατάθεση της αίτησης επικύρωσης και σε κάθε περίπτωση κατ` ανώτατο όριο έως τέσσερις (4) μήνες συνολικά από την έκδοση της απόφασης ή τη χορήγηση της προσωρινής διαταγής, οπότε παύουν αυτοδικαίως να ισχύουν, απαγορευομένης της παράτασης ισχύος τους.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 14 παρ.6 Ν.4491/2017,ΦΕΚ Α 152/13.10.2017
7. Το πτωχευτικό δικαστήριο ή κατά περίπτωση ο πρόεδρός του δύναται οποτεδήποτε, ύστερα από αίτηση του έχοντος έννομο συμφέρον ή αυτεπαγγέλτως, να ανακαλεί ή να μεταρρυθμίζει κατά περίπτωση τα κατά τις προηγούμενες παραγράφους προληπτικά μέτρα.
Σημ.: όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 Ν.4013/2011,ΦΕΚ Α 204 τροποποιήθηκε με τη παρ.12 υποπαρ.Γ.3 του άρθρου 2 Ν.4336/2015,ΦΕΚ Α 94,και με το άρθρο 6 παρ.10Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
1. Το πτωχευτικό δικαστήριο επικυρώνει τη συμφωνία εξυγίανσης, εφόσον έχει υπογραφεί από τον οφειλέτη και από την απαιτούμενη κατά την παρ. 1 του άρθρου 100 πλειοψηφία του συνόλου των πιστωτών, ή μόνον από πιστωτές του που συγκεντρώνουν την ανωτέρω πλειοψηφία.
2. Το πτωχευτικό δικαστήριο επικυρώνει τη συμφωνία εξυγίανσης όταν, επιπλέον των προϋποθέσεων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, πληρούνται σωρευτικά και τα ακόλουθα:
α. Πιθανολογείται ότι κατόπιν της επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης η επιχείρηση του οφειλέτη θα καταστεί βιώσιμη.
β. Πιθανολογείται ότι η συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών δεν παραβλάπτεται κατά την έννοια του άρθρου 99 παράγραφος 2.
γ. Η συμφωνία εξυγίανσης δεν είναι αποτέλεσμα δόλου ή άλλης αθέμιτης πράξης ή κακόπιστης συμπεριφοράς του οφειλέτη, πιστωτή ή τρίτου, και δεν παραβιάζει διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, ιδίως του δικαίου του ανταγωνισμού.
δ. Η συμφωνία εξυγίανσης αντιμετωπίζει με βάση την αρχή της ισότιμης μεταχείρισης τους πιστωτές, που βρίσκονται στην ίδια θέση. Αποκλίσεις από την αρχή της ισότιμης μεταχείρισης μεταξύ των πιστωτών επιτρέπονται για σπουδαίο επιχειρηματικό ή κοινωνικό λόγο που εκτίθεται ειδικά στην απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου ή αν ο θιγόμενος πιστωτής συναινεί στην απόκλιση. Ενδεικτικά, δύνανται να τύχουν ευνοϊκής μεταχείρισης απαιτήσεις πελατών της επιχείρησης του οφειλέτη, η μη ικανοποίηση των οποίων βλάπτει ουσιωδώς τη φήμη της ή τη συνέχιση της επιχείρησης, απαιτήσεις, η εξόφληση των οποίων είναι αναγκαία για τη διατροφή του πιστωτή και της οικογένειάς του, καθώς και εργατικές απαιτήσεις.
ε. Συναινεί ο οφειλέτης, στην περίπτωση της αίτησης του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 104. Η συναίνεση του οφειλέτη θεωρείται ότι έχει δοθεί, εάν, έως και τη συζήτηση της αίτησης επικύρωσης, δεν ασκήσει παρέμβαση κατά της αποδοχής της. Με την εξαίρεση της περίπτωσης του άρθρου 106δ, η παρέμβαση του οφειλέτη κατά της αποδοχής της αίτησης επικύρωσης της συμφωνίας δεν εμποδίζει την επικύρωση της συμφωνίας από το πτωχευτικό δικαστήριο, εάν από την αίτηση και ιδίως από την έκθεση του εμπειρογνώμονα της παραγράφου 5 του άρθρου 104 προκύπτει ότι η συμφωνία εξυγίανσης δεν θα καταστήσει τη νομική και οικονομική κατάσταση του οφειλέτη χειρότερη από εκείνη στην οποία θα βρισκόταν χωρίς τη συμφωνία.
3. Το πτωχευτικό δικαστήριο επικυρώνει τη συμφωνία εξυγίανσης χωρίς να ελέγχει τη συνδρομή της προϋπόθεσης υπό στοιχείο α` της προηγούμενης παραγράφου εφόσον πληρούνται όλες οι παρακάτω προϋποθέσεις:
α. Η συμφωνία περιλαμβάνει ρητή δήλωση των συμβαλλόμενων πιστωτών ότι συμφωνούν με το περιεχόμενο του επιχειρηματικού σχεδίου της παραγράφου 7 του άρθρου 103.
β. Η συμφωνία περιλαμβάνει: (αα) λεπτομερή καταγραφή της ταυτότητας των συμβαλλομένων και μη πιστωτών και των απαιτήσεών τους και (ββ) σαφή αναφορά των πιστωτών, συμβαλλομένων και μη, οι απαιτήσεις των οποίων αναμένεται να επηρεαστούν από την υλοποίηση της συμφωνίας και ο τρόπος επηρεασμού τους.
γ. Η συμφωνία μαζί με το επιχειρηματικό σχέδιο έχουν κοινοποιηθεί με νόμιμη επίδοση δικαστικού επιμελητή σε όλους τους μη συμβαλλόμενους πιστωτές, οι απαιτήσεις των οποίων επηρεάζονται από τη συμφωνία, και το ύψος της απαίτησής τους ανέρχεται σε ποσοστό 10% και άνω του συνολικού ύψους των απαιτήσεων κατά του οφειλέτη, ενώ σε εκείνους που το ύψος της απαίτησής τους είναι μικρότερο του 10% του συνολικού ύψους των απαιτήσεων κατά του οφειλέτη, αρκεί κοινοποίηση της συμφωνίας με κάθε πρόσφορο μέσο, όπως ηλεκτρονική ή συστημένη ταχυδρομική επιστολή, τηλεομοιοτυπικό μήνυμα ή καταχώριση περίληψής της στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων της παραγράφου 2 του άρθρου 105.
4. Αν με την επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης δεν αίρεται η παύση πληρωμών που τυχόν υφίσταται, το πτωχευτικό δικαστήριο δεν επικυρώνει τη συμφωνία εξυγίανσης και, αν εκκρεμεί αίτηση πτώχευσης, κηρύσσει την πτώχευση του οφειλέτη. Αν δεν εκκρεμεί αίτηση πτώχευσης, αλλά το δικαστήριο διαπιστώσει την παύση των πληρωμών, η απόφαση απόρριψης της επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης κοινοποιείται με μέριμνα της γραμματείας του δικαστηρίου στον εισαγγελέα πρωτοδικών για να κρίνει κατά πόσο θα υποβάλει αίτηση πτώχευσης κατά το άρθρο 5 παράγραφος 1.
5. Το πτωχευτικό δικαστήριο δύναται σε περίπτωση που δεν του έχουν προσκομιστεί όλα τα στοιχεία που τεκμηριώνουν το βάσιμο της αίτησης ή που διαπιστώνει ότι η συμφωνία εξυγίανσης δεν πρέπει να επικυρωθεί, αντί της απόρριψης της αίτησης να τάξει προθεσμία για την προσκόμιση εγγράφων, την παροχή διευκρινίσεων ή την τροποποίηση της συμφωνίας εξυγίανσης. Τα έγγραφα, οι διευκρινίσεις ή η τροποποίηση πρέπει να υποβληθούν εντός της προθεσμίας που τάσσει το δικαστήριο και δεν δύναται να υπερβαίνει το δεκαήμερο.
6. Με την απόφαση επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης ή και με μεταγενέστερη απόφαση, το δικαστήριο, μετά από αίτηση του οφειλέτη ή πιστωτή του, δύναται να ορίσει πρόσωπο από το Μητρώο διαχειριστών αφερεγγυότητας, που θα καταρτιστεί κατά τις διατάξεις του πιο πάνω προεδρικού διατάγματος, ως ειδικό εντολοδόχο, για τη διενέργεια ειδικών πράξεων, τις οποίες ορίζει το δικαστήριο, ιδίως για τη διαφύλαξη της περιουσίας του οφειλέτη, τη διενέργεια ειδικών διαχειριστικών πράξεων, τη διενέργεια των πράξεων των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 101 ή την επίβλεψη της εκτέλεσης της συμφωνίας εξυγίανσης. Η απόφαση ορίζει τις πράξεις στις οποίες δύναται να προβαίνει ο ειδικός εντολοδόχος και τη διάρκεια της εντολής, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τη διάρκεια της συμφωνίας εξυγίανσης.
7. Η απόφαση που επικυρώνει τη συμφωνία εξυγίανσης ή που απορρίπτει την αίτηση επικύρωσής της δημοσιεύεται αμελλητί σε περίληψη στο Γ.Ε.ΜΗ. και στο Δελτίο της παραγράφου 2 του άρθρου 105 με επιμέλεια του οφειλέτη ή πιστωτών.
8. Τριτανακοπή κατά της επικυρωτικής απόφασης δύναται να ασκηθεί ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου από πρόσωπο που δεν παρέστη στη συζήτηση και δεν είχε κλητευθεί νομίμως σύμφωνα με το άρθρο 105 εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση κατά την προηγούμενη παράγραφο.
9. Στην περίπτωση της παραγράφου 7 το δικαστήριο ακυρώνει τη συμφωνία μόνο αν δεν είναι εφικτή η διατήρησή της με επανυπολογισμό των ποσών που δικαιούται να λάβει το πρόσωπο που άσκησε την ανακοπή ή την τριτανακοπή. Στον επανυπολογισμό αυτόν προβαίνει το ίδιο το δικαστήριο.
10. Κατά της απόφασης που απορρίπτει την αίτηση επικύρωσης επιτρέπεται έφεση κατά τις κοινές διατάξεις.
11. Η επικυρωθείσα συμφωνία εξυγίανσης δύναται να τροποποιείται άπαξ με μεταγενέστερη συμφωνία όλων των συμβαλλόμενων μερών, η οποία κατατίθεται προς επικύρωση ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου, με επιμέλεια του οφειλέτη ή οποιουδήποτε εκ των συμβαλλόμενων πιστωτών. Το δικαστήριο επικυρώνει την τροποποιητική συμφωνία, εφόσον συντρέχουν περιοριστικά και σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) Η τροποποίηση αφορά το χρόνο και τον τρόπο αποπληρωμής των απαιτήσεων ή το είδος των εκατέρωθεν παροχών.
β) Οι μεταβολές που επέρχονται στην αρχική συμφωνία δεν επηρεάζουν τους όρους αποπληρωμής των μη συμβαλλόμενων πιστωτών και δεν επιβαρύνουν τη θέση τους, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί με την επικυρωθείσα συμφωνία εξυγίανσης.
γ) Η τροποποιητική συμφωνία δεν θίγει τις αρχές της ίσης μεταχείρισης και της συλλογικής ικανοποίησης των πιστωτών, συμβαλλόμενων και μη.
Στη σχετική δίκη δύναται να ασκηθεί μόνο κύρια παρέμβαση, χωρίς προδικασία, από οποιονδήποτε έχοντα έννομο συμφέρον, ο οποίος επικαλείται τη μη τήρηση των ανωτέρω προϋποθέσεων και αποδεικνύει βλάβη στα συμφέροντά του, προερχόμενη από τη μη τήρησή τους. Κατά της απόφασης του δικαστηρίου που απορρίπτει την αίτηση τροποποίησης επιτρέπεται μόνον έφεση κατά τις κοινές διατάξεις, αποκλειόμενου οποιουδήποτε άλλου ένδικου μέσου ή βοηθήματος, συμπεριλαμβανομένης της τριτανακοπής.
Σημ.: όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 Ν.4013/2011,ΦΕΚ Α 204/15.9.2011,αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 παρ.10α Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016
1.Από την επικύρωσή της, η συμφωνία εξυγίανσης δεσμεύει το σύνολο των πιστωτών, οι απαιτήσεις των οποίων ρυθμίζονται από αυτή, ακόμη και αν δεν είναι συμβαλλόμενοι στη συμφωνία εξυγίανσης.»
Δεν δεσμεύονται πιστωτές οι απαιτήσεις των οποίων γεννήθηκαν μετά την έκδοση της απόφασης που επικυρώνει τη συμφωνία εξυγίανσης.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 14 παρ.7Ν.4491/2017,ΦΕΚ Α 152/13.10.2017
2. Τα δικαιώματα των πιστωτών κατά των εγγυητών και συνοφειλετών εις ολόκληρον του οφειλέτη, καθώς και τα υφιστάμενα δικαιώματά τους σε περιουσιακά αντικείμενα τρίτων, περιορίζονται στο ίδιο ποσό με την απαίτηση κατά του οφειλέτη, εκτός αν δεν συναινεί ο πιστωτής.
Κατ` εξαίρεση, όταν ο εξασφαλιζόμενος πιστωτής δεν συναινεί, η ευθύνη του εγγυητή περιορίζεται όταν ο εγγυητής είναι φυσικό πρόσωπο συνδεδεμένο με τον οφειλέτη, υπό την έννοια ότι είναι σύζυγοι, συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι δεύτερου βαθμού.
Σε περίπτωση ικανοποίησης πιστωτή από εγγυητή ή συνοφειλέτη εις ολόκληρον, ο οφειλέτης ευθύνεται έναντι των τελευταίων, εάν συντρέχει δικαίωμα αναγωγής, με τον ίδιο τρόπο που ευθύνεται κατά τη συμφωνία έναντι του πιστωτή που ικανοποιήθηκε από αυτούς.
Οι εγγυήσεις του Ελληνικού Δημοσίου υπέρ πιστωτικών ιδρυμάτων διατηρούν την ισχύ τους και περιορίζονται, εφόσον συναινεί ο πιστωτής, στο ύψος των απαιτήσεων υπέρ των οποίων χορηγήθηκαν, όπως αυτές ρυθμίζονται με τη συμφωνία. Η παραγραφή των δικαιωμάτων των πιστωτών κατά του Ελληνικού Δημοσίου, ως εγγυητή, καθώς και η τυχόν οριζόμενη στις οικείες υπουργικές αποφάσεις προθεσμία υποβολής αιτημάτων κατάπτωσης, αναστέλλονται από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης επικύρωσης και για όσο χρονικό διάστημα η συμφωνία είναι σε ισχύ, τα δε εκκρεμή αιτήματα κατάπτωσης θεωρούνται ως μηδέποτε υποβληθέντα. Αν δεν τηρηθεί η συμφωνία εξυγίανσης από τον οφειλέτη, το Ελληνικό Δημόσιο ευθύνεται μόνο για την καταβολή του αντίστοιχου εγγυημένου ποσοστού του ανεξόφλητου κεφαλαίου.
3. Με την επικύρωση της συμφωνίας:
α) Αίρεται αυτοδικαίως η απαγόρευση ή το κώλυμα έκδοσης επιταγών που είχε επιβληθεί στον οφειλέτη πριν από την έναρξη της διαδικασίας εξυγίανσης.
β) Αναστέλλεται η ποινική δίωξη των πλημμελημάτων της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής και εκείνων που προβλέπονται στο άρθρο 25 του ν. 1882/1990 (Α`43), καθώς και της καθυστέρησης καταβολής οφειλών προς τα ασφαλιστικά ταμεία, εφόσον οι παραπάνω πράξεις έχουν τελεσθεί πριν από την υποβολή της αίτησης κατά το άρθρο 104.
Η αναστολή δεν υπόκειται στο χρονικό περιορισμό της παραγράφου 3 του άρθρου 113 του Ποινικού Κώδικα και ισχύει για όσο χρονικό διάστημα προβλέπεται να διαρκέσει η εκπλήρωση των υποχρεώσεων του οφειλέτη που απορρέουν από τη συμφωνία εξυγίανσης και υπό τον όρο της εμπρόθεσμης εκπλήρωσης των συμφωνηθέντων.
γ) Οι ρυθμιζόμενες με τη συμφωνία εξυγίανσης οφειλές προς το Δημόσιο και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης καθίστανται ενήμερες υπό τον όρο τήρησης της συμφωνίας εξυγίανσης και οι αρμόδιες αρχές οφείλουν να χορηγούν τις αντίστοιχες βεβαιώσεις ενημερότητας, σύμφωνα και με τα προβλεπόμενα στη συμφωνία εξυγίανσης.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 14 παρ.8 Ν.4491/2017,ΦΕΚ Α 152/13.10.2017
4. Σε περίπτωση πλήρους και εμπρόθεσμης εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του οφειλέτη που απορρέουν από τη συμφωνία εξυγίανσης εξαλείφεται το αξιόποινο των πράξεων που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος.
5.Η απόφαση που επικυρώνει τη συμφωνία εξυγίανσης αποτελεί τίτλο εκτελεστό για τις αναλαμβανόμενες με αυτήν υποχρεώσεις, εφόσον από τη συμφωνία προκύπτει η ποσότητα και η ποιότητα της παροχής.
Σημ.: όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 Ν.4013/2011, ΦΕΚ Α 204/15.9.2011,αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 παρ.11 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
1. Όταν κατά τη συμφωνία εξυγίανσης ή με σύμβαση που καταρτίζεται σε εκτέλεση της τελευταίας μεταβιβάζεται το σύνολο ή μέρος της επιχείρησης του οφειλέτη, μεταβιβάζονται στον αποκτώντα το ενεργητικό της επιχείρησης ή του μέρους της και ενδεχομένως, στο μέτρο που προβλέπεται στη συμφωνία, μέρος των υποχρεώσεων, ενώ οι λοιπές υποχρεώσεις κατά περίπτωση εξοφλούνται από το τίμημα της πώλησης της επιχείρησης ή του μέρους της, διαγράφονται, ή στην περίπτωση μεταβίβασης μέρους της επιχείρησης παραμένουν ως υποχρεώσεις του οφειλέτη ή κεφαλαιοποιούνται. Ως προς τη μεταβίβαση των εκκρεμών συμβατικών σχέσεων εφαρμόζεται αναλόγως το άρθρο 33. Ως προς τη μεταβίβαση διοικητικών αδειών εφαρμόζεται αναλόγως το άρθρο 141 παράγραφος 3. Για τη σύμβαση μεταβίβασης εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 133 και 134.
2. Η μεταβίβαση της επιχείρησης ή μέρους της, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, μπορεί να γίνει είτε σε τρίτο είτε σε εταιρεία που συνιστάται από τους πιστωτές, σύμφωνα με την επόμενη παράγραφο είτε σε άλλη εταιρεία, υφιστάμενη ή νεοϊδρυόμενη, υπό τη μορφή εισφοράς εις είδος, τηρουμένων των προϋποθέσεων των άρθρων 9 και 9α του κ.ν. 2190/1920.
3. Είναι δυνατόν κατά τους όρους της συμφωνίας εξυγίανσης να συστήνεται ανώνυμη εταιρεία με εισφορά σε είδος μέρους ή του συνόλου των απαιτήσεων κατά του οφειλέτη, τηρουμένων των προϋποθέσεων των άρθρων 9 και 9α του κ.ν. 2190/1920. Η εταιρεία αυτή αποκτά το σύνολο ή μέρος της επιχείρησης του οφειλέτη έναντι εξόφλησης των απαιτήσεων κατά του οφειλέτη που έχουν εισφερθεί σε αυτή. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 103 παράγραφος 1 περίπτωση γ.
4. Στην περίπτωση του παρόντος άρθρου, και με την επιφύλαξη των παραγράφων 10 επ. του άρθρου 106β, τα συμβαλλόμενα στη συμφωνία εξυγίανσης μέρη έχουν τη δυνατότητα να τροποποιήσουν τη συμφωνία εξυγίανσης κατά το μέρος που αφορά στους όρους μεταβίβασης της επιχείρησης ή μέρους της, εφόσον έως την ημερομηνία συζήτησης της αίτησης επικύρωσης έχουν μεταβληθεί τα στοιχεία του μεταβιβαζόμενου ενεργητικού και προσκομίζεται με τις προτάσεις συμπληρωματική έκθεση του ορισθέντος εμπειρογνώμονα επί των τροποποιούμενων όρων.
5. Στην περίπτωση του παρόντος άρθρου εφαρμόζεται το άρθρο 178.
Σημ.: όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 Ν.4013/2011,ΦΕΚ Α 204,τροποποιήθηκε με την παρ.8 άρθρου 234 Ν.4072/2012, ΦΕΚ Α 86,και με το άρθρο 6 παρ.12Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
1. Η συμφωνία εξυγίανσης μπορεί να ακυρωθεί με απόφαση του δικαστηρίου μετά από αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον, στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) Εάν μετά από την επικύρωση αποκαλύφθηκε ότι η συμφωνία αποτέλεσε προϊόν δόλου του οφειλέτη ή συμπαιγνίας του με πιστωτή ή τρίτο, ιδίως λόγω απόκρυψης του ενεργητικού ή διόγκωσης του παθητικού του.
β) Εάν η μη εκπλήρωση των όρων της συμφωνίας από τον οφειλέτη είναι τόσο ουσιώδης, ώστε με βεβαιότητα να προβλέπεται η αδυναμία εξυγίανσης της επιχείρησής του.
2. Η ακύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης επιφέρει αυτοδικαίως την αποδέσμευση των πιστωτών από τους όρους της συμφωνίας εξυγίανσης και την επαναφορά τους στην πριν από την επικύρωση της συμφωνίας νομική θέση τους ως προς το ύψος, το είδος, την εξασφάλιση και τα προνόμια των απαιτήσεών τους κατά του οφειλέτη, εφόσον είχαν διαμορφωθεί διαφορετικά στη συμφωνία εξυγίανσης, μετά από αφαίρεση των ποσών που τυχόν είχαν λάβει κατά τη συμφωνία. Η απόφαση που ακυρώνει τη συμφωνία εξυγίανσης ή που απορρίπτει την αίτηση ακύρωσής της δημοσιεύεται αμελλητί σε περίληψη στο Γ.Ε.ΜΗ. και στο Δελτίο της παραγράφου 2 του άρθρου 105 με επιμέλεια του οφειλέτη ή πιστωτών.
3. Η κήρυξη πτώχευσης του οφειλέτη, μετά την επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης, επιφέρει τη ματαίωση υλοποίησης της συμφωνίας, κατά το μέρος που η συμφωνία περιέχει τις προβλέψεις των περιπτώσεων α` ή δ` της παραγράφου 1 του άρθρου 103.
Στην περίπτωση αυτή:
α) οι απαιτήσεις των πιστωτών που δεν έχουν ικανοποιηθεί πλήρως κατά τη συμφωνία, επανέρχονται, ως προς το ύψος και το χρόνο λήξης τους, όπως είχαν πριν την επικύρωση της συμφωνίας, μετά την αφαίρεση των τυχόν ληφθέντων,
β) εμπράγματες εξασφαλίσεις, οι οποίες, κατά τη συμφωνία είχαν εξαλειφθεί ή άλλως αρθεί, δεν αναβιώνουν, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στη συμφωνία και τούτο έχει σημειωθεί στα οικεία δημόσια βιβλία,
γ) εμπράγματες εξασφαλίσεις, οι οποίες είχαν συσταθεί σύμφωνα με τη συμφωνία για να εξασφαλίσουν την ικανοποίηση απαιτήσεων, εξακολουθούν να ισχύουν μόνον κατά το ποσό και για το χρόνο που έχει συμφωνηθεί στη συμφωνία, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά σε αυτή.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 14 παρ.9 Ν.4491/2017,ΦΕΚ Α 152/13.10.2017
4. Κατά τα λοιπά ισχύουν τα δικαιώματα που έχει κάθε πιστωτής κατά το κοινό δίκαιο για τις περιπτώσεις μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του οφειλέτη που αναλαμβάνονται ή διαμορφώνονται με τη συμφωνία, καθώς και καθυστερημένης ή πλημμελούς εκπλήρωσης, περιλαμβανομένων των δικαιωμάτων καταγγελίας ή υπαναχώρησης.
Σημ.: όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 Ν.4013/2011, ΦΕΚ Α 204, τροποποιήθηκε με το άρθρο 234 Ν.4072/2012 ΦΕΚ Α 86, και τη παρ.13 υποπαρ.Γ.3 του άρθρου 2
Ν.4336/2015,ΦΕΚ Α 94,αντικαταστάθηκε πάλι με το άρθρο 6 παρ.13 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
1. Οι εμπειρογνώμονες πρέπει να είναι ανεξάρτητοι από τον οφειλέτη κατά την έννοια των όρων του διατάγματος το οποίο θα εκδοθεί κατ` εξουσιοδότηση της παρ. 22 της υποπαραγράφου Γ3 της παρ. Γ` του άρθρου 2 του ν. 4336/2015 (Α` 94), όπως τελικώς η ανωτέρω παρ. 22 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 51 του ν. 4423/2016 (Α 182). Δεν επιτρέπεται ο ορισμός δημοσίων υπαλλήλων που υπηρετούν σε οικονομικές υπηρεσίες ως εμπειρογνωμόνων.
2. Ο εμπειρογνώμονας υποχρεούται να εκτελεί τα καθήκοντα του με ευσυνειδησία, αντικειμενικότητα και αμεροληψία. Έναντι των πιστωτών και του οφειλέτη ο εμπειρογνώμονας ευθύνεται για δόλο και βαριά αμέλεια.
3. Η αμοιβή των εμπειρογνωμόνων κατά το παρόν κεφάλαιο συμφωνείται με τον οφειλέτη και τους πιστωτές ή μόνον με τους πιστωτές στην περίπτωση που κατατίθεται αίτηση για επικύρωση συμφωνίας εξυγίανσης σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 104.
4. Οι εμπειρογνώμονες έχουν υποχρέωση να μην γνωστοποιούν πληροφορίες που περιέρχονται σε αυτούς κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, εφόσον αυτό δεν είναι αναγκαίο για τη σύναψη της συμφωνίας.
Σημ.: όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 Ν.4013/2011, ΦΕΚ Α 204/15.9.2011 ,ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 6 παρ.15 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
1. Το πτωχευτικό δικαστήριο επικυρώνει τη συμφωνία εξυγίανσης εφόσον έχει υπογραφεί από τον οφειλέτη και είτε έχει ληφθεί νόμιμα Απόφαση από τη συνέλευση των πιστωτών για την υπογραφή της από τα πρόσωπα που έχουν εξουσιοδοτηθεί προς τούτο σύμφωνα με το άρθρο 106 παράγραφος 5 είτε υπογράφεται από την απαιτούμενη κατά το άρθρο 106α πλειοψηφία του συνόλου των πιστωτών.
2. Το πτωχευτικό δικαστήριο επικυρώνει τη συμφωνία εξυγίανσης όταν, επιπλέον των προϋποθέσεων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, πληρούνται σωρευτι-κά και τα ακόλουθα:
α. Πιθανολογείται ότι κατόπιν της επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης η επιχείρηση του οφειλέτη θα καταστεί βιώσιμη.
β. Πιθανολογείται ότι η συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών δεν παραβλάπτεται κατά την έννοια του άρθρου 99 παράγραφος 2.
γ. Η συμφωνία εξυγίανσης δεν είναι αποτέλεσμα δόλου ή άλλης αθέμιτης πράξης ή κακόπιστης συμπεριφοράς του οφειλέτη, πιστωτή ή τρίτου, και δεν παραβιάζει διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, ιδίως του δικαίου του ανταγωνισμού.
δ. Η συμφωνία εξυγίανσης αντιμετωπίζει με βάση την αρχή της ισότιμης μεταχείρισης τους πιστωτές, που βρίσκονται στην ίδια θέση. Αποκλίσεις από την Αρχή της ίσης μεταχείρισης μεταξύ των πιστωτών επιτρέπονται για σπουδαίο επιχειρηματικό ή κοινωνικό λόγο που εκτίθεται ειδικά στην Απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου ή αν ο θιγόμενος πιστωτής συναινεί στην απόκλιση. Ενδεικτικά, δύνανται να τύχουν ευνοϊκής μεταχείρισης απαιτήσεις πελατών της επιχείρησης του οφειλέτη, η μη ικανοποίηση των οποίων βλάπτει ουσιωδώς τη φήμη της ή τη συνέχισή της, απαιτήσεις, η εξόφληση των οποίων είναι αναγκαία για τη διατροφή του πιστωτή και της οικογένειάς του, καθώς και εργατικές απαιτήσεις.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με τη παρ.14 υποπαρ.Γ.3 του άρθρου 2 Ν.4336/2015,ΦΕΚ Α 94/14.8.2015
2α. Το πτωχευτικό δικαστήριο επικυρώνει τη συμφωνία εξυγίανσης χωρίς να ελέγχει τη συνδρομή της προϋπόθεσης υπό στοιχείο α` της προηγούμενης παραγράφου εφόσον πληρούνται όλες οι παρακάτω προϋποθέσεις:
α. Η συμφωνία περιλαμβάνει ρητή δήλωση των συμβαλλόμενων πιστωτών ότι συμφωνούν με το περιεχόμενο του επιχειρηματικού σχεδίου του άρθρου 106ε παράγραφος 7.
β. Η συμφωνία περιλαμβάνει: (αα) λεπτομερή καταγραφή της ταυτότητας των συμβαλλομένων και μη πιστωτών και των απαιτήσεών τους και (ββ) σαφή αναφορά των πιστωτών, συμβαλλομένων και μη, οι απαιτήσεις των οποίων αναμένεται να επηρεαστούν από την υλοποίηση της συμφωνίας και ο τρόπος επηρεασμού τους.
γ. Η συμφωνία μαζί με το επιχειρηματικό σχέδιο έχουν κοινοποιηθεί σε όλους τους μη συμβαλλόμενους πιστωτές, οι απαιτήσεις των οποίων επηρεάζονται από τη συμφωνία, και ειδικότερα: (αα) σε εκείνους που το ύψος της απαίτησής τους ανέρχεται σε ποσοστό 10% και άνω του συνολικού ύψους των απαιτήσεων κατά του οφειλέτη, με νόμιμη επίδοση δικαστικού επιμελητή, (ββ) σε εκείνους που το ύψος της απαίτησής τους είναι μικρότερο του 10% του συνολικού ύψους των απαιτήσεων κατά του οφειλέτη, με κάθε πρόσφορο μέσο, όπως ηλεκτρονική ή συστημένη ταχυδρομική επιστολή, τηλεομοιοτυπικό μήνυμα ή καταχώρηση περίληψής της στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του άρθρου 101 παράγραφος 2.
Σημ.: όπως προστέθηκε με τη παρ.15 υποπαρ.Γ.3 του άρθρου 2 Ν.4336/2015,ΦΕΚ Α 94/14.8.2015
3. Αν με την Επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης δεν αίρεται η παύση πληρωμών που τυχόν υφίσταται, το πτωχευτικό δικαστήριο δεν επικυρώνει τη συμφωνία εξυγίανσης και, αν εκκρεμεί Αίτηση πτώχευσης, κηρύσσει την πτώχευση του οφειλέτη σύμφωνα με την παράγραφο 6 του άρθρου 99. Αν δεν εκκρεμεί αίτηση πτώχευσης, αλλά το δικαστήριο διαπιστώσει την παύση των πληρωμών, η Απόφαση απόρριψης της επικύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης κοινοποιείται με μέριμνα της γραμματείας του δικαστηρίου στον εισαγγελέα πρωτοδικών για να κρίνει κατά πόσο θα υποβάλει Αίτηση πτώχευσης κατά το άρθρο 5 παράγραφος 1.
4. Το πτωχευτικό δικαστήριο δύναται σε περίπτωση που δεν του έχουν προσκομιστεί όλα τα στοιχεία που τεκμηριώνουν το βάσιμο της αίτησης ή που διαπιστώνει ότι η συμφωνία εξυγίανσης δεν πρέπει να επικυρωθεί, αντί της απόρριψης της αίτησης να τάξει προθεσμία για την προσκόμιση εγγράφων, την παροχή διευκρινίσεων ή την τροποποίηση της συμφωνίας εξυγίανσης. Τα έγγραφα, οι διευκρινίσεις ή η τροποποίηση πρέπει να υποβληθούν εντός της προθεσμίας που τάσσει το δικαστήριο και δεν δύναται να υπερβαίνει το δεκαήμερο.
5. Η Απόφαση που επικυρώνει τη συμφωνία εξυγίανσης ή που απορρίπτει την αίτηση επικύρωσης της δημοσιεύεται αμελλητί σε περίληψη στο Γ.Ε.ΜΗ. και στο Δελτίο του άρθρου 101 παράγραφος 2 με επιμέλεια του μεσολαβητή, ε4φόσον υπάρχει, ή διαφορετικά του οφειλέτη.
6. Τριτανακοπή κατά της επικυρωτικής Απόφασης δύναται να ασκηθεί ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου από πρόσωπο που δεν παρέστη στη συζήτηση και δεν είχε κλητευθεί νομίμως σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 106στ εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση κατά την προηγούμενη παράγραφο.
7. Στην περίπτωση της παραγράφου 6 το δικαστήριο ακυρώνει τη συμφωνία μόνο αν δεν είναι εφικτή η διατήρηση της με επανυπολογισμό των ποσών που δικαιούται να λάβει το πρόσωπο που άσκησε την ανακοπή ή την τριτανακοπή. Στον επανυπολογισμό αυτόν προβαίνει το ίδιο το δικαστήριο.
8. Κατά της Απόφασης που απορρίπτει την αίτηση επικύρωσης επιτρέπεται έφεση κατά τις κοινές διατάξεις.
Σημ.: όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 Ν.4013/2011, ΦΕΚ Α 204/15.9.2011 ,ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 6 παρ.15 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016
1. Από την επικύρωση της, η συμφωνία εξυγίανσης δεσμεύει το σύνολο των πιστωτών, οι απαιτήσεις των οποίων ρυθμίζονται από αυτήν, ακόμη και αν δεν είναι συμβαλλόμενοι ή δεν ψήφισαν υπέρ της συμφωνίας εξυγίανσης. Δεν δεσμεύονται πιστωτές οι απαιτήσεις των οποίων γεννήθηκαν μετά το άνοιγμα της Διαδικασίας εξυγίανσης.
2. Με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου ή προβλέψεων της συμφωνίας, η Επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης δεν έχει επίπτωση στις ασφάλειες τρίτων, προσωπικές ή εμπράγματες, περιλαμβανομένων των προσημειώσεων, που έχουν παρασχεθεί από τρίτους για την εξασφάλιση της απαίτησης. Το ίδιο ισχύει σε περίπτωση οφειλής εις ολόκληρον
Κατ’ εξαίρεση οι εγγυήσεις του Ελληνικού Δημοσίου υπέρ πιστωτικών ιδρυμάτων ακολουθούν τις απαιτήσεις υπέρ των οποίων χορηγήθηκαν όπως οι απαιτήσεις αυτές ρυθμίζονται με τη συμφωνία. Αν δεν τηρηθεί η συμφωνία εξυγίανσης από τον οφειλέτη, το Ελληνικό Δημόσιο ευθύνεται μόνο για την καταβολή του αντίστοιχου εγγυημένου ποσοστού του ανεξόφλητου κεφαλαίου.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 101 Ν.4316/2014, ΦΕΚ Α 270/24.12.2014.
3. Με την επικύρωση της συμφωνίας:
(α) Αίρεται αυτοδικαίως η απαγόρευση ή το κώλυμα έκδοσης επιταγών που είχε επιβληθεί στον οφειλέτη πριν από την έναρξη της διαδικασίας εξυγίανσης.
(β) Αναστέλλεται η ποινική δίωξη των πλημμελημάτων της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής και εκείνων που προβλέπονται στο άρθρο 25 του ν. 1882/1990 (Α` 43), καθώς και της καθυστέρησης καταβολής οφειλών προς τα ασφαλιστικά ταμεία, εφόσον οι παραπάνω πράξεις έχουν τελεσθεί πριν από την υποβολή της αίτησης κατά το άρθρο 100. Η αναστολή δεν υπόκειται στον χρονικό περιορισμό της παραγράφου 3 του άρθρου 113 του Ποινικού Κώδικα και ισχύει για όσο χρονικό διάστημα προβλέπεται να διαρκέσει η εκπλήρωση των υποχρεώσεων του οφειλέτη που απορρέουν από τη συμφωνία εξυγίανσης και υπό τον όρο της εμπρόθεσμης εκπλήρωσης των συμφωνηθέντων.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.12α άρθρου 234 Ν.4072/2012, ΦΕΚ Α 86/11.4.2012.
4. Σε περίπτωση πλήρους και εμπρόθεσμης εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του οφειλέτη που απορρέουν από τη συμφωνία εξυγίανσης εξαλείφεται το αξιόποινο των πράξεων που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του παρόντος.
Σημ.: όπως προστέθηκε με την παρ.12γ άρθρου 234 Ν.4072/2012, ΦΕΚ Α 86/11.4.2012.
5. Η Απόφαση που επικυρώνει τη συμφωνία εξυγίανσης αποτελεί τίτλο εκτελεστό για τις αναλαμβανόμενες με αυτήν υποχρεώσεις, εφόσον από τη συμφωνία προκύπτει η ποσότητα και η ποιότητα της παροχής.
Σημ.: όπως αναριθμήθηκε σε παρ.5 με την παρ.12δ άρθρου 234 Ν.4072/2012, ΦΕΚ Α 86/11.4.2012.
Σημ.: όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 Ν.4013/2011, ΦΕΚ Α 204/15.9.2011 ,ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 6 παρ.15 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
1. Σε περίπτωση που σύμφωνα με τη συμφωνία εξυγίανσης ή με σύμβαση που καταρτίζεται σε εκτέλεση της τελευταίας μεταβιβάζεται το σύνολο ή μέρος της επιχείρησης του οφειλέτη, μεταβιβάζονται στον αποκτώντα το ενεργητικό της επιχείρησης ή του μέρους της και ενδεχομένως, στο μέτρο που προβλέπεται στη συμφωνία, μέρος των υποχρεώσεων, ενώ οι λοιπές υποχρεώσεις κατά περίπτωση εξοφλούνται από το τίμημα της πώλησης της επιχείρησης ή του μέρους της, διαγράφονται, ή στην περίπτωση μεταβίβασης μέρους της επιχείρησης παραμένουν ως υποχρεώσεις του οφειλέτη ή κεφαλαιοποιούνται. Ως προς τη μεταβίβαση των εκκρεμών συμβατικών σχέσεων εφαρμόζεται αναλόγως το άρθρο 33. Ως προς τη μεταβίβαση διοικητικών αδειών εφαρμόζεται αναλόγως το άρθρο 141 παράγραφος 3. Για τη σύμβαση μεταβίβασης εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 133 και 134.
2. Είναι δυνατή η μεταβίβαση της επιχείρησης ή μέρους της είτε σε τρίτο έναντι χρηματικού ανταλλάγματος είτε σε εταιρεία που συνιστάται από τους πιστωτές σύμφωνα με την επόμενη παράγραφο.
3. Είναι δυνατόν κατά τους όρους της συμφωνίας εξυγίανσης να συστήνεται ανώνυμη εταιρεία με εισφορά σε είδος μέρους ή του συνόλου των απαιτήσεων κατά του οφειλέτη, τηρουμένων των προϋποθέσεων των άρθρων 9 και 9α του κ.ν. 2190/1920. Η εταιρεία αυτή αποκτά το σύνολο ή μέρος της επιχείρησης του οφειλέτη έναντι εξόφλησης των απαιτήσεων κατά του οφειλέτη που έχουν εισφερθεί σε αυτήν. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 106ε παράγραφος 1 περίπτωση γ`.
4. Στην περίπτωση του παρόντος άρθρου εφαρμόζεται το άρθρο 178.
Σημ.: όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 Ν.4013/2011, ΦΕΚ Α 204/15.9.2011 ,ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 6 παρ.15 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
1. Οι εμπειρογνώμονες, ο μεσολαβητής και ο ειδικός εντολοδόχος πρέπει να είναι ανεξάρτητοι από τον οφειλέτη κατά την έννοια του άρθρου 63 παράγραφος 2, να μην είναι πιστωτές του ή πρόσωπα συνδεδεμένα κατά την έννοια του άρθρου 42ε παράγραφος 5 του κ.ν. 2190/1920 με τον οφειλέτη ή με πιστωτές και να μην έχουν διατελέσει ελεγκτές του οφειλέτη κατά την τελευταία πενταετία. Δεν επιτρέπεται ο ορισμός δημοσίων υπαλλήλων που υπηρετούν σε οικονομικές υπηρεσίες ως εμπειρογνωμόνων, μεσολαβητών ή ειδικών εντολοδόχων.
2. Ο εμπειρογνώμονας, ο μεσολαβητής και ο ειδικός εντολοδόχος υποχρεούνται να εκτελούν τα καθήκοντα τους με ευσυνειδησία, αντικειμενικότητα και αμεροληψία. Ευθύνονται απέναντι στον οφειλέτη και τους πιστωτές για κάθε θετική ζημία. Ο εμπειρογνώμονας ευθύνεται για δόλο και βαριά αμέλεια, ενώ ο μεσολαβητής και ο ειδικός εντολοδόχος για κάθε πταίσμα.
3. Η αμοιβή των εμπειρογνωμόνων κατά το παρόν κεφάλαιο συμφωνείται σε κάθε περίπτωση με τον οφειλέτη.
4. Σε περίπτωση που ο μεσολαβητής υποδεικνύεται από τον οφειλέτη η αμοιβή του συμφωνείται με τον τελευταίο, ενώ σε κάθε άλλη περίπτωση ορίζεται από το πτωχευτικό δικαστήριο σε βάρος της περιουσίας του οφειλέτη.
5. Η αμοιβή του ειδικού εντολοδόχου κατά το άρθρο 102 παράγραφος 6 ορίζεται από το πτωχευτικό δικαστήριο σε βάρος της περιουσίας του οφειλέτη.
6. Οι εμπειρογνώμονες, ο μεσολαβητής και ο ειδικός εντολοδόχος έχουν υποχρέωση να μην γνωστοποιούν πληροφορίες που περιέρχονται σε αυτούς κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, εφόσον αυτό δεν είναι αναγκαίο για τη σύναψη της συμφωνίας.
Σημ.: όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 Ν.4013/2011, ΦΕΚ Α 204/15.9.2011 ,ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 6 παρ.15 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
1. Νομικά πρόσωπα που πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 3 μπορούν να υπάγονται με απόφαση του κατ` άρθρο 4 δικαστηρίου στο καθεστώς της ειδικής εκκαθάρισης σε λειτουργία.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με τη παρ.16 υποπαρ.Γ.3 του άρθρου 2 Ν.4336/2015,ΦΕΚ Α 94/14.8.2015
2. Η αίτηση υποβάλλεται από τον οφειλέτη ή πιστωτές του οι οποίοι εκπροσωπούν τουλάχιστον 20% των συνολικών απαιτήσεων κατά του οφειλέτη. Η συζήτηση της αίτησης ενώπιον του δικαστηρίου ορίζεται εντός είκοσι (20) ημερών από την υποβολή της και η απόφαση του δικαστηρίου εκδίδεται εντός ενός (1) μηνός από τη συζήτηση. Για το παραδεκτό της αίτησης απαιτείται η ταυτόχρονη κατάθεση δήλωσης του προτεινομένου ως εκκαθαριστή (φυσικού ή νομικού προσώπου) περί αποδοχής του σχετικού έργου και έκθεσής του για το σχεδιασμό και την πορεία της εκκαθάρισης και της λειτουργίας της επιχείρησης σε εκκαθάριση. Ως εκκαθαριστής ορίζεται νόμιμος ελεγκτής ή ελεγκτικό γραφείο, όπως ορίζονται στο ν. 3693/2008 (Α` 174) ή δικηγόρος με οικονομοτεχνικές γνώσεις ή δικηγορική εταιρία στην οποία συμμετέχει δικηγόρος με οικονομοτεχνικές γνώσεις ή πτυχιούχος ανωτάτης σχολής που είναι μέλος του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος (Ο.Ε.Ε.) και κάτοχος άδειας Λογιστή Φοροτεχνικού Α` τάξεως του ν. 2515/1997 (Α`154). Eκκαθαριστής μπορεί να ορισθεί και σύμπραξη προσώπων εφόσον συμμετέχει σε αυτή νόμιμος ελεγκτής ή ελεγκτικό γραφείο ή δικηγόρος με οικονομοτεχνικές γνώσεις ή δικηγορική εταιρία στην οποία συμμετέχει δικηγόρος με οικονομοτεχνικές γνώσεις ή πτυχιούχος ανωτάτης σχολής, που είναι μέλος του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος (Ο.Ε.Ε.) και κάτοχος άδειας Λογιστή Φοροτεχνικού Α` τάξεως του ν. 2515/1997. Για τον εκκαθαριστή ισχύουν οι παράγραφοι 1, 5 και 6 του άρθρου 106ι. Ο εκκαθαριστής ευθύνεται μόνο για δόλο και βαριά αμέλεια. Με την κατάθεση της αίτησης μπορεί να λαμβάνονται από το Δικαστήριο Προληπτικά μέτρα κατά το άρθρο 103.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με τη παρ.16 υποπαρ.Γ.3 του άρθρου 2 Ν.4336/2015,ΦΕΚ Α 94/14.8.2015
3. Αν κατά την υποβολή της αίτησης για την υπαγωγή σε καθεστώς της ειδικής εκκαθάρισης εκκρεμεί Διαδικασία εξυγίανσης κατά τα άρθρα 99 έως και 106ι ή αν υποβληθεί αίτηση υπαγωγής σε Διαδικασία εξυγίανσης κατά τα ως άνω άρθρα μετά από την υποβολή της αίτησης για την υπαγωγή σε καθεστώς της ειδικής εκκαθάρισης, αλλά πριν από τη συζήτηση της, αναστέλλεται η εξέταση της αίτησης υπαγωγής στο καθεστώς της ειδικής εκκαθάρισης εφαρμοζομένων αναλόγως των διατάξεων των παραγράφων 6 και 8 του άρθρου 99.
4. Από την υποβολή της αίτησης για υπαγωγή σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης και μέχρι την απόρριψη της ή την πάροδο της προθεσμίας της παραγράφου 8 του άρθρου αυτού αναστέλλεται η εξέταση τυχόν αίτησης πτώχευσης. Σε περίπτωση μεταβίβασης του ενεργητικού της επιχείρησης του οφειλέτη σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού, τυχόν εκκρεμείς αιτήσεις πτώχευσης απορρίπτονται.
5. Η αίτηση κοινοποιείται στην επιχείρηση και περίληψη αυτής δημοσιεύεται στο Γ.Ε.ΜΗ. και στο Δελτίο του άρθρου 101 παράγραφος 2 πριν από δέκα (10) εργάσιμες ημέρες, χωρίς να συμπεριλαμβάνεται η ημέρα της επίδοσης και της δικασίμου. Κύριες παρεμβάσεις μπορούν να ασκηθούν μόνον από πιστωτές που εκπροσωπούν ποσοστό τουλάχιστον 60% του συνόλου των απαιτήσεων κατά του οφειλέτη, συμπεριλαμβανομένου του 40% των τυχόν εμπραγμάτως ή με ειδικό προνόμιο ή με προσημείωση υποθήκης εξασφαλισμένων πιστωτών. Οι κύριες παρεμβάσεις κατατίθενται υποχρεωτικά και με ποινή απαραδέκτου το αργότερο τρεις (3) εργάσιμες ημέρες πριν από τη δικάσιμο, με τον ίδιο παραπάνω υπολογισμό των ημερών, και συνεκδικάζονται, υποχρεωτικώς, όπως και οι τυχόν πρόσθετες παρεμβάσεις, με την αίτηση. Σε περίπτωση που οι κυρίως παρεμβαίνοντες αιτούνται την υπαγωγή του οφειλέτη στην Ειδική εκκαθάριση, ισχύουν, για το παραδεκτό του αιτήματός τους τα οριζόμενα στην παράγραφο 2. Το πτωχευτικό δικαστήριο κάνει δεκτή την αίτηση, αν προβλέπει, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη την έκθεση του εκκαθαριστή της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, ότι η υπαγωγή στο καθεστώς της ειδικής εκκαθάρισης βελτιώνει τις πιθανότητες διατήρησης της επιχείρησης και διάσωσης θέσεων εργασίας χωρίς να παραβλάπτεται η συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών. Το προηγούμενο εδάφιο ισχύει και στην περίπτωση που οι κυρίως παρεμβαίνοντες του δεύτερου εδαφίου της παρούσας παραγράφου αιτούνται την υπαγωγή του οφειλέτη στη διαδικασία της ειδικής εκκαθάρισης. Το πτωχευτικό δικαστήριο αποδεχόμενο την αίτηση διορίζει με την Απόφαση του τον προτεινόμενο στην αίτηση εκκαθαριστή, εκτός εάν υπάρχει πέραν της μίας αίτηση ή κύρια παρέμβαση με το αυτό αίτημα (θέση σε Ειδική εκκαθάριση) και διαφορετική πρόταση ως προς τον εκκαθαριστή, οπότε διορίζει τον κατά την κρίση του καταλληλότερο.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με τη παρ.16 υποπαρ.Γ.3 του άρθρου 2 Ν.4336/2015,ΦΕΚ Α 94/14.8.2015
6. Η Απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα, εκτός εάν άλλως προβλέπεται στο παρόν. Η Απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου δημοσιεύεται σε περίληψη στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.) και στο Δελτίο του άρθρου 101 παράγραφος 2. Τριτανακοπή κατά της Απόφασης που δέχεται την αίτηση δύναται να ασκηθεί από πρόσωπο που δεν παρέστη στη συζήτηση και δεν είχε κλητευθεί νόμιμα σε αυτήν εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση της Απόφασης κατά το προηγούμενο εδάφιο. Κατά της απόφασης που απορρίπτει την αίτηση επιτρέπεται έφεση. Η έφεση ασκείται εντός τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση της απόφασης, για τη δε συζήτηση της έφεσης ορίζεται δικάσιμος εντός διμήνου από την υποβολή της. Με τη δημοσίευση της Απόφασης για θέση της επιχείρησης σε εκκαθάριση η εξουσία των καταστατικών οργάνων διοίκησης και διαχείρισης της επιχείρησης περιέρχεται στο σύνολό της στον διοριζόμενο εκκαθαριστή. Η αποδοχή της αίτησης συνεπάγεται την αυτοδίκαιη αναστολή όλων των ατομικών διώξεων κατά του οφειλέτη καθ` όλη τη διάρκεια της ειδικής εκκαθάρισης, συμπεριλαμβανομένων και των μέτρων διοικητικής εκτέλεσης από το Δημόσιο και τους ΦΚΑ, καθώς και των μέτρων διασφάλισης της οφειλής κατά τις διατάξεις του άρθρου 46 του ν. 4174/2013. Η θέση της επιχείρησης σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης σε λειτουργία δεν συνιστά από μόνη της σπουδαίο λόγο για την καταγγελία εκκρεμών συμβάσεων, ούτε αποτελεί λόγο ανάκλησης διοικητικών αδειών.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με τη παρ.16 υποπαρ.Γ.3 του άρθρου 2 Ν.4336/2015,ΦΕΚ Α 94/14.8.2015
7. Ο εκκαθαριστής εγκαθίσταται με τη βοήθεια της Δημόσιας Αρχής στη διοίκηση της επιχείρησης, συντάσσει αμελλητί απογραφή των στοιχείων της επιχείρησης, σύμφωνα με την έκθεση της παραγράφου 2 και κατά το σχετικό χρονοδιάγραμμα και εν συνεχεία καταρτίζει με βάση την απογραφή Υπόμνημα Προσφοράς, στο οποίο, πλην των απογραφέντων στοιχείων της επιχείρησης, περιλαμβάνει και κάθε πληροφορία χρήσιμη για την εικόνα του ενεργητικού της. Ο ειδικός εκκαθαριστής, προκειμένου να διατηρήσει τη λειτουργία της επιχείρησης και να καλύψει δαπάνες και έξοδα της ειδικής εκκαθάρισης, δύναται να λάβει κατά τη διάρκεια της ειδικής εκκαθάρισης χρηματοδοτήσεις ή εισφορές αγαθών ή υπηρεσιών, οι οποίες φέρουν το ειδικό προνόμιο του άρθρου 154 περίπτωση α`. Μέσα σε δέκα (10) εργάσιμες ημέρες από την εγκατάστασή του στην επιχείρηση, ο εκκαθαριστής δημοσιεύει με ολοσέλιδη καταχώρηση σε δύο καθημερινής πανελλήνιας κυκλοφορίας εφημερίδες, στο Γ.Ε.ΜΗ. και στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων (Το μέας Νομικών) και αναρτά επίσης, στον τυχόν ιστότοπο της επιχείρησης στο διαδίκτυο Πρόσκληση Διενέργειας Δημόσιου Πλειοδοτικού Διαγωνισμού για την αγορά του συνόλου του ενεργητικού της υπό εκκαθάριση επιχείρησης ή / και αν αυτό προβλέπεται ως εναλλακτική δυνατότητα στην κατά την παράγραφο 2 έκθεση επί μέρους λειτουργικών συνόλων αυτής, ορίζοντας ημερομηνία για την ενώπιόν του στα γραφεία της επιχείρησης ή κατά την κρίση του στο κατάστημα του πτωχευτικού δικαστηρίου υποβολή δεσμευτικών με εγγυητική επιστολή προσφορών, απέχουσα είκοσι (20) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες και όχι πέραν των σαράντα (40) εργάσιμων ημερών από τη δημοσίευση της Πρόσκλησης, καθορίζοντας και τους λοιπούς όρους του σχετικού Πλειοδοτικού Διαγωνισμού, μεταξύ των οποίων δέσμευση ότι με την υπογραφή της Σύμβασης Μεταβίβασης θα καταβάλλεται τοις μετρητοίς το σύνολο του τιμήματος. Οι ενδιαφερόμενοι αγοραστές παραλαμβάνουν από τον εκκαθαριστή το Υπόμνημα Προσφοράς και διεξάγουν έλεγχο για τα πωλούμενα στοιχεία της επιχείρησης, αφού υπογράψουν Συμφωνία Εχεμύθειας.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με τη παρ.16 υποπαρ.Γ.3 του άρθρου 2 Ν.4336/2015,ΦΕΚ Α 94/14.8.2015
8. Μετά τη σύμφωνα με την Πρόσκληση λήξη της Διαδικασίας υποβολής και αποσφράγισης των προσφορών ακολουθεί η συγκριτική εκτίμησή τους από τον εκκαθαριστή, ο οποίος συντάσσει σχετική έκθεση στην οποία προτείνει τη σειρά των προσφορών, την αποδοχή της συμφερότερης προσφοράς και την κατακύρωση του διαγωνισμού. Η έκθεση αυτή κοινοποιείται σε όσους νόμιμα κατέθεσαν Προσφορές και υποβάλλεται στο πτωχευτικό δικαστήριο με σχετική αίτηση αποδοχής της. Για τη συζήτηση της αίτησης αυτής, τις τυχόν παρεμβάσεις και λοιπά ισχύουν τα οριζόμενα για την αίτηση υπαγωγής σε εκκαθάριση, αναλόγως εφαρμοζόμενα. Το πτωχευτικό δικαστήριο επικυρώνει ή απορρίπτει τη σχετική Διαδικασία, αποδέχεται ή μη την υποβληθείσα αίτηση θέτοντας τυχόν επιπλέον όρους και ανακηρύσσει τον Αγοραστή ή τους Αγοραστές, κατά περίπτωση με Απόφασή του, που δεν υπάγεται σε ένδικα μέσα. Η Απόφασή του πτωχευτικού δικαστηρίου δημοσιεύεται σε περίληψη στο Γ.Ε.ΜΗ. και στο Δελτίο του άρθρου 101 παράγραφος 2. Τριτανακοπή κατά της αποφάσεως δύναται να ασκηθεί από πρόσωπο που δεν παρέστη στη συζήτηση και δεν είχε κλη-τευθεί νόμιμα σε αυτήν εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση της Απόφασης κατά το προηγούμενο εδάφιο. Σε περίπτωση αποδοχής της αίτησης το πτωχευτικό δικαστήριο ορίζει και εισηγητή δικαστή για τις ανάγκες της διανομής του πλειστηριά-σματος κατά την παράγραφο 9 του άρθρου αυτού. Με τη δημοσίευση της τυχόν θετικής Απόφασης ο εκκαθαρι-στής συντάσσει αμελλητί σχέδιο Σύμβασης Μεταβίβασης του Ενεργητικού της Επιχείρησης, το οποίο κοινοποιεί εγγράφως με σχετική πρόσκλησή του για υπογραφή, μετά από πέντε (5) εργάσιμες ημέρες, προς τον Αγοραστή ή τους Αγοραστές. Οι καλούμενοι υπογράφουν τη σχετική Σύμβαση, αποδεχόμενοι και τους τυχόν επιπλέον όρους της δικαστικής Απόφασης ή απαντούν αρνητικά μέσα στην προθεσμία των πέντε (5) εργάσιμων ημερών, οπότε η ίδια Διαδικασία ακολουθείται για τον τυχόν Δεύτερο Αγοραστή κ.ο.κ.. Η παραπάνω υπογραφόμενη Σύμβαση επέχει θέση τελεσίδικης κατακύρωσης του 1003 επ. του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Αν η δικαστική Απόφαση δεν έχει επιβάλει πρόσθετους όρους, ο Αγοραστής υποχρεούται να υπογράψει τη Σύμβαση Μεταβίβασης σύμφωνα με τους όρους του Υπομνήματος Προσφοράς και της προσφοράς του Αγοραστή. Μετά την καταβολή του τιμήματος, ο εκκαθαριστής συντάσσει αμελλητί πράξη εξόφλησης. Η πράξη αυτή προσαρτάται στη Σύμβαση Μεταβίβασης, επέχει θέση περίληψης έκθεσης κατακύρωσης του άρθρου 1005 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, εφαρμόζοντας ως προς αυτήν αναλόγως όσα ισχύουν επί της τελευταίας και έχει, στην περίπτωση μεταβίβασης ακινήτων, ως άμεση έννομη συνέπεια, μετά τη μεταγραφή της και το σχετικό αίτημα προς τον υποθηκοφύλακα, την εξάλειψη και διαγραφή των υπέρ τρίτων βαρών, που έχουν εγγραφεί πριν από τη θέση της επιχειρήσεως στο καθεστώς της ειδικής εκκαθάρισης. Στη μεταβίβαση του συνόλου του ενεργητικού της επιχείρησης, στο πλαίσιο της ειδικής εκκαθάρισης, δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 479 Α.Κ.. Ως προς την παραπάνω Σύμβαση Μεταβίβασης, τις εκκρεμείς συμβάσεις της επιχείρησης και τις διοικητικές άδειες ισχύουν τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του άρθρου 106θ του παρόντος. Η όλη Διαδικασία μεταβίβασης του ενεργητικού κατά τα προεκτεθεντα διαρκεί κατ` ανώτατο χρονικό όριο δώδεκα (12) μήνες, από την έναρξη των ενεργειών του εκκαθαριστή με τη σύνταξη της προβλεπόμενης στην παράγραφο 4 του παρόντος απογραφής με δυνατότητα παράτασης από το πτωχευτικό δικαστήριο έξι (6) επιπλέον μηνών. Σε περίπτωση υπέρβασης των άνω χρονικών ορίων, η εκκαθάριση παύει αυτοδικαίως και σε περίπτωση που εκκρεμεί Αίτηση πτώχευσης προχωρά η εξέτασή της. Ως προς τη Διαδικασία μεταβιβάσεώς τους, σε περίπτωση αποδοχής της αίτησης αυτής, ισχύουν τα ανωτέρω, αναλόγως εφαρμοζόμενα.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με τη παρ.16 υποπαρ.Γ.3 του άρθρου 2 Ν.4336/2015,ΦΕΚ Α 94/14.8.2015
9. Ο εκκαθαριστής μέσα σε δεκαπέντε (15) εργάσιμες ημέρες από τη μεταβίβαση του ενεργητικού της επιχείρησης κατά τα προαναφερόμενα υποχρεούται να δημοσιοποιήσει, με τον τρόπο που αναφέρεται στην παράγραφο 4 του παρόντος, Πρόσκληση Αναγγελίας Απαιτήσεων των πιστωτών. Οι πιστωτές αναγγέλλουν τις απαιτήσεις τους μέσα σε προθεσμία ενός (1) μηνός από τη δημοσιοποίηση της Πρόσκλησης. Στη συνέχεια ο εκκαθαριστής, αφού αφαιρέσει από το προϊόν της εκκαθάρισης τα έξοδα εκκαθάρισης, μέσα στα οποία περιλαμβάνονται και οι δαπάνες της λειτουργίας της επιχείρησης κατά την εκκαθάριση και αποδώσει τα αντίστοιχα ποσά συμμέτρως προς τους δικαιούχους, συντάσσει, για το απομένον υπόλοιπο, Πίνακα Κατάταξης κατά τις διατάξεις των άρθρων 153-161 του Πτωχευτικού Κώδικα εφαρμοζομένων αναλόγως. Αρμόδιο για την εκδίκαση τυχόν ανακοπών κατά του Πίνακα είναι το πτωχευτικό δικαστήριο, το οποίο δικάζει κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με τη παρ.16 υποπαρ.Γ.3 του άρθρου 2 Ν.4336/2015,ΦΕΚ Α 94/14.8.2015
Η διάσωση της επιχείρησης, η αξιοποίησή της, αλλά και η διανομή της πτωχευτικής περιουσίας, καθώς και η ευθύνη του οφειλέτη μετά την περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο ρύθμισης με σχέδιο αναδιοργάνωσης.
1. Σχέδιο δικαιούται να υποβάλει στο πτωχευτικό δικαστήριο ο οφειλέτης ή πιστωτές, σύμφωνα με τις ακόλουθες ρυθμίσεις.
2. Ο οφειλέτης δικαιούται να υποβάλει σχέδιο αναδιοργάνωσης συγχρόνως με την αίτησή του, με την οποία ζητεί να κηρυχθεί σε πτώχευση κατά το άρθρο 3 παράγραφοι 2 και 3, καθώς και το άρθρο 5 παράγραφος 2 ή μέσα σε προθεσμία τριών (3) μηνών από την κήρυξή του σε πτώχευση. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί από τον εισηγητή μία φορά και για σύντομο χρόνο, όχι πέραν του μηνός, εφόσον αποδεικνύεται ότι η καθυστέρηση δεν είναι επιζήμια για τους πιστωτές και ότι υπάρχουν βάσιμες ελπίδες αποδοχής του σχεδίου από τους πιστωτές.
3. Πιστωτές που εκπροσωπούν τουλάχιστον το εξήντα τοις εκατό (60%) του συνόλου των απαιτήσεων, στο οποίο πρέπει να περιλαμβάνεται και ποσοστό τουλάχιστον σαράντα τοις εκατό (40%) των τυχόν εμπραγμάτως ή με ειδικό προνόμιο ή με προσημείωση υποθήκης εξα- σφαλιζόμενων απαιτήσεων δύνανται να συνυποβάλουν με την αίτηση πτώχευσης κατά του οφειλέτη πρόταση σχεδίου αναδιοργάνωσης. Ο υπολογισμός των ως άνω ποσοστών γίνεται με βάση κατάσταση πιστωτών που συντάσσεται από κάτοχο άδειας Λογιστή Φοροτεχνικού Α` ή Β` Τάξεως του ν. 2515/1997 ή ορκωτό ελεγκτή, βασίζεται στις δημοσιευμένες οικονομικές καταστάσεις ή/και τα βιβλία και στοιχεία του οφειλέτη ή/και των αιτούντων πιστωτών και αποτυπώνεται σε βεβαίωση του συντάκτη ότι συντρέχει η προϋπόθεση της ως άνω πλειοψηφίας. Η βεβαίωση αυτή επισυνάπτεται στην αίτηση με ποινή απαράδεκτου. Κοινοπρακτούντες και ομολογιούχοι πιστωτές συμμετέχουν στο σχηματισμό των ως άνω ποσοστών σύμφωνα με τους όρους της μεταξύ τους συμφωνίας. Αν δεν συμπληρώνονται τα ως άνω ποσοστά, το πτωχευτικό δικαστήριο κηρύσσει την πτώχευση του οφειλέτη, η δε πρόταση σχεδίου αναδιοργάνωσης θεωρείται ως μη υποβληθείσα.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 7 παρ. 1 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
1. Αν δεν ορίζεται διαφορετικά στον κώδικα, το σχέδιο πρέπει να περιλαμβάνει ως ελάχιστο περιεχόμενο:
α) πληροφόρηση,
αα) ως προς την οικονομική κατάσταση του οφειλέτη και τα αίτια της, τα στοιχεία ενεργητικού, παθητικού και ταμείου της επιχείρησης του και κάθε στοιχείο οικονομικής ή μη οικονομικής φύσεως που θα μπορούσε να επηρεάσει την
εκπλήρωση των υποχρεώσεων του στο μέλλον και θα ήταν κρίσιμο για την αποδοχή του σχεδίου από τους πιστωτές και την επικύρωση του από το πτωχευτικό δικαστήριο, και ββ) ως προς τη σύγκριση της προτεινόμενης ικανοποίησης των πιστωτών με βάση το σχέδιο και εκείνης με βάση την εκκαθάριση
β) περιγραφή των μέτρων που έχουν ληφθεί ή πρόκειται να ληφθούν που να εξασφαλίζουν την υλοποίηση της προτεινόμενης διαμόρφωσης των δικαιωμάτων των πτωχευτικών πιστωτών και άλλων τυχόν συμμετεχόντων και Γενικά μέτρων του σχεδίου, που αφορούν ιδίως οργανωτικές μεταβολές και επιχειρησιακά προγράμματα, χρηματοδότηση του οφειλέτη, μετοχοποίηση των απαιτήσεων, διαρθρωτικές εταιρικές μεταβολές, την επιτυχή συνέχιση της επιχείρησης ή τη μεταβίβαση της και
γ) διαμόρφωση, των δικαιωμάτων και γενικά της νομικής θέσης που έχει κάθε πιστωτής, ανάλογα με την κατηγορία πτωχευτικών πιστωτών στην οποία ανήκει, ή άλλος που συμμετέχει στο σχέδιο χωρίς να είναι πιστωτής, όπως άφεση, μείωση ή καταβολή σε δόσεις των απαιτήσεων, παραίτηση ή περιορισμός εμπράγματης ασφάλειας ή προνομίου, μεταβίβαση της επιχείρησης ως συνόλου ή επιμέρους λειτουργικών συνόλων (κλάδων) αυτής, καθώς και τη θέση του οφειλέτη κατά την εκπλήρωση του σχεδίου και τη συνέχιση ευθύνης του ή την πλήρη ή μερική απαλλαγή του.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 7 παρ. 2 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
2. Εάν η ικανοποίηση των πιστωτών προβλέπεται ότι θα γίνει από τα έσοδα της εξακολούθησης λειτουργίας της επιχείρησης του οφειλέτη, από τον ίδιο ή τρίτο, το σχέδιο πρέπει να συνοδεύεται από εκτίμηση περιουσιακής κατάστασης που να προσδίδει στα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις αξία με βάση τη συνέχιση της επιχείρησης, σε αντιπαράθεση με την αξία εκκαθάρισης.
3. Εάν το σχέδιο προβλέπει ότι, σε περίπτωση επικύρωσής του, τρίτος θα εκπληρώσει υποχρεώσεις προς τους πιστωτές, πρέπει να συνοδεύεται από δήλωσή του.
4. Το σχέδιο πρέπει να συνοδεύεται από έκθεση ορκωτού ελεγκτή, η αμοιβή του οποίου καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 106στ παράγραφος 3.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 7 παρ. 2 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
Με το σχέδιο δεν μπορεί να προταθεί μείωση που θα περιορίζει τις απαιτήσεις σε ποσοστό μικρότερο του είκοσι τοις εκατό (20%). Το ποσό αυτό πρέπει να καταβληθεί, τμηματικά ή εν όλω, εντός έτους. Ως προς την καταβολή του υπερβάλλοντος ποσοστού δεν τίθεται χρονικός περιορισμός.
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με τη παρ.17 υποπαρ.Γ.3 του άρθρου 2 Ν.4336/2015,ΦΕΚ Α 94/14.8.2015
1. Όταν συντρέχουν πιστωτές με απαιτήσεις διαφορετικής νομικής θέσης, ο καθορισμός των δικαιωμάτων εκείνων που συμμετέχουν στο σχέδιο γίνεται υποχρεωτικά ανά ομάδες, ως εξής:
α) πιστωτές με ενέγγυες απαιτήσεις, εφόσον τα δικαιώματα τους θίγονται με το σχέδιο,
β) πιστωτές με απαιτήσεις που έχουν γενικό προνόμιο,
γ) πιστωτές με ανέγγυες απαιτήσεις και
δ) πιστωτές με απαιτήσεις τελευταίας σειράς, μόνον εάν το σχέδιο προβλέπει περί των τελευταίων.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 7 παρ. 3 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
2. Οι απαιτήσεις των εργαζομένων αποτελούν ιδιαίτερη ομάδα.
3. Το σχέδιο μπορεί να προβλέπει τη δημιουργία, μέσα σε κάθε ομάδα πιστωτών, υποομάδων πιστωτών με ομοιογενή οικονομικά συμφέροντα, με βάση κριτήρια που διατυπώνονται ρητά σ΄ αυτό.
4. Το σχέδιο μπορεί να εντάξει απαίτηση ή συμφέρον σε συγκεκριμένη ομάδα ή υποομάδα, εφόσον είναι ουσιωδώς όμοια προς εκείνα της ομάδας ή υποομάδας.
5. Το σχέδιο μπορεί να προβλέπει ιδιαίτερη ομάδα ανέγγυων πιστωτών με μικρού ύψους απαιτήσεις.
6. Απαιτήσεις από συναλλαγές περί των οποίων το άρθρο 46 και απαιτήσεις που δημιουργούνται από συστήματα πληρωμών που προβλέπονται από ρυθμίσεις κοινοτικού δικαίου, καθώς και ασφάλειες για τις απαιτήσεις αυτές, δεν μπορεί να αποτελούν αντικείμενα του σχεδίου.
1. Τα δικαιώματα των ενέγγυων πιστωτών, όπως υποθήκες, προσημειώσεις υποθηκών, ενέχυρα ή άλλα παρεπόμενα δικαιώματα που ασφαλίζουν την απαίτηση, καθώς και προνόμια συνδεόμενα με τη φύση της απαίτησης κατά την αναγκαστική εκτέλεση ή την πτώχευση δεν θίγονται, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στο σχέδιο.
2. Σε κάθε περίπτωση, τα δικαιώματα αυτά διατηρούνται υπέρ της νέας απαίτησης, όπως αυτή διαμορφώνεται από το σχέδιο, εκτός εάν ο εξασφαλιζόμενος με αυτά πιστωτής συμφώνησε διαφορετικά.
Το σχέδιο ως προς τους πιστωτές που συμμετέχουν σε καθεμία ομάδα ή υποομάδα πρέπει να τηρεί την αρχή της ίσης μεταχείρισης.
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με το άρθρο 7 παρ. 4 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
1. Το πτωχευτικό δικαστήριο αυτεπάγγελτα προβαίνει σε προεξέταση του σχεδίου μέσα σε προθεσμία είκοσι ημερών (20) από την υποβολή του.
2. Το πτωχευτικό δικαστήριο απορρίπτει το σχέδιο:
α) εάν δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 109 έως 113
β) εάν προδήλως δεν πιθανολογείται ότι το σχέδιο που υποβλήθηκε από τον οφειλέτη, λαμβανομένων υπόψη του περιεχομένου του και της προηγούμενης πορείας της διαδικασίας, θα γίνει δεκτό από τους πιστωτές ή ότι θα επικυρωθεί από το πτωχευτικό δικαστήριο
γ) εάν οι απαιτήσεις των πιστωτών και των τρίτων στους οποίους τυχόν αναφέρεται το σχέδιο, όπως διαμορφώνονται από αυτό, λαμβανομένης υπόψη ιδίως της οικονομικής κατάστασης του οφειλέτη, προδήλως δεν μπορούν να ικανοποιηθούν.
3. Η απόφαση του δικαστηρίου που απορρίπτει το σχέδιο δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα. Επανυποβολή του σχεδίου με τροποποιήσεις ή υποβολή νέου σχεδίου επιτρέπεται μέσα στις προθεσμίες που προβλέπονται στο άρθρο 108 παράγραφοι 2 και 3.
4. Το πτωχευτικό δικαστήριο μπορεί, μετά από αίτηση του οφειλέτη ή του συνδίκου και για το μέχρι την αποδοχή και επικύρωση του σχεδίου διάστημα ή μέχρι την απόρριψή του, να διατάξει προσωρινά την απαγόρευση εκποίησης ή μεταβολής της κατάστασης της πτωχευτικής περιουσίας ή στοιχείων αυτής, που θα μπορούσε να θέσει σε διακινδύνευση την πραγματοποίηση του σχεδίου.
1. Το πτωχευτικό δικαστήριο καθορίζει με την απόφασή του αμέσως προθεσμία, όχι μεγαλύτερη των δύο (2) μηνών, για την αποδοχή ή μη του σχεδίου από τους πιστωτές, καθώς και ημερομηνία σύγκλησης ειδικής συνέλευσης των πιστωτών για συζήτηση και ψηφοφορία επί του σχεδίου. Η προθεσμία αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 8. Εάν το σχέδιο αναδιοργάνωσης υποβάλλεται από τον οφειλέτη μέσα σε προθεσμία τριών (3) μηνών από την κήρυξή του σε πτώχευση, κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 108, ο εισηγητής με διάταξή του καθορίζει την προθεσμία και την ημερομηνία του πρώτου εδαφίου.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 7 παρ. 5 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
2. Η προθεσμία για τη συζήτηση και αποδοχή του σχεδίου δεν επιτρέπεται να οριστεί σε χρόνο προγενέστερο της κατά το άρθρο 90 παράγραφος 1 προθεσμίας αναγγελίας των απαιτήσεων. Το πτωχευτικό δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει τη σύνδεση των δύο προθεσμιών.
3. Η απόφαση του δικαστηρίου ή η διάταξη του εισηγητή που καθορίζει ημερομηνία σύγκλησης της ειδικής συνέλευσης δημοσιεύεται χωρίς υπαίτια καθυστέρηση κατά το άρθρο 8 παράγραφος 1.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 7 παρ.5 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
1. Η ψηφοφορία επιτρέπεται να γίνει αυτοπροσώπως ή δια πληρεξουσίου ειδικά εξουσιοδοτημένου (με τήρηση του τύπου του άρθρου 93 παράγραφος 2) ή με ηλεκτρονικό μέσο που να αποδεικνύει χωρίς αμφιβολία την ταυτότητα και τη βούληση του πιστωτή, καθώς και τον τόπο και χρόνο προέλευσης της ψήφου.
2. Με την επιφύλαξη των ρυθμίσεων του επόμενου εδαφίου, πιστωτές που απέχουν από την ψηφοφορία θεωρούνται ότι ψηφίζουν υπέρ του σχεδίου. Πιστωτές που απέχουν από την ψηφοφορία, των οποίων οι απαιτήσεις μηδενίζονται από το σχέδιο, θεωρούνται ότι ψηφίζουν αρνητικά.
3. Πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις δεν θίγονται από το σχέδιο δεν ψηφίζουν. Θεωρούνται ότι δεν θίγονται οι απαιτήσεις όταν, κατά το σχέδιο, διατηρούν ακέραιη τη νομική κατάσταση που είχαν κατά την ημέρα κήρυξης της πτώχευσης και πριν επέλθουν τα αποτελέσματά αυτής.
1. Η συζήτηση και η ψηφοφορία επί του σχεδίου γίνεται σε ειδική συνέλευση των πιστωτών ενώπιον του εισηγητή.
2. Μετά την περάτωση της συζήτησης και εφόσον δεν προκύψει ανάγκη αναβολής, ο εισηγητής καλεί τους πιστωτές να ψηφίσουν επί του σχεδίου. Οι πιστωτές ορίζουν εκπρόσωπο για την εφαρμογή του άρθρου 131 παράγραφος 2.
3. Εάν κατά τη συζήτηση στη συνέλευση προκύψει η ανάγκη για αναβολή της ψηφοφορίας, ιδίως λόγω υποβολής τροποποιήσεων του σχεδίου ή συνεχιζόμενων διαπραγματεύσεων, ο εισηγητής μπορεί να αναβάλει τη συνέλευση μόνο μια φορά σε ημερομηνία που δεν θα απέχει περισσότερο από δέκα (10) ημέρες.
Εκείνος που υπέβαλε το σχέδιο δικαιούται να επιφέρει τροποποιήσεις σε επί μέρους προτάσεις του σχεδίου που προκύπτουν κατά τη συζήτησή του και τις θεωρεί αναγκαίες για την αποδοχή του.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 7 παρ. 6 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
Ο οφειλέτης δικαιούται, μέχρι την έναρξη της ψηφοφορίας επί του σχεδίου που υπέβαλε, να παραιτηθεί από αυτό με δήλωσή του γραπτή προς τον εισηγητή ή τον γραμματέα των πτωχεύσεων. Στην περίπτωση αυτή, η διαδικασία αναδιοργάνωσης θεωρείται αυτοδικαίως ματαιωθείσα.
1. Με την επιφύλαξη των ορισμών της παραγράφου 2 προϋπόθεση για την έναρξη της ψηφοφορίας επί του σχεδίου, όταν το σχέδιο έχει υποβληθεί από πιστωτές, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 108, είναι η προηγούμενη συναίνεση του οφειλέτη.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 7 παρ.7 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
2. Η συναίνεση του οφειλέτη θεωρείται ότι έχει δοθεί, εάν άρχισε η ψηφοφορία επί του σχεδίου, χωρίς ο οφειλέτης να προβάλει Αντιρρήσεις κατά του σχεδίου. Οι τυχόν Αντιρρήσεις πρέπει να υποβληθούν με έγγραφο του οφειλέτη προς τον εισηγητή ή τον γραμματέα των πτωχεύσεων.
3. Οι κατά την παράγραφο 2 αντιρρήσεις του οφειλέτη δεν εμποδίζουν την επικύρωση του σχεδίου από το πτωχευτικό δικαστήριο, εάν προβλέπεται ότι το σχέδιο δεν θα καταστήσει τη νομική κατάσταση του οφειλέτη χειρότερη από εκείνη στην οποία θα βρισκόταν χωρίς το σχέδιο.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 7 παρ. 7 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
Αν ο οφειλέτης είναι νομικό πρόσωπο και κατά τις οικείες διατάξεις απαιτείται για την εκπλήρωση ορισμένων όρων της πρότασης σχεδίου αναδιοργάνωσης η σύμπραξη της συνέλευσης των μετόχων ή των εταίρων, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 101 παράγραφοι 1, 2 και 3.
Σημ.: όπως προστέθηκε με το άρθρο 7 παρ. 8 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
1. Για την αποδοχή του σχεδίου απαιτείται πλειοψηφία των πιστωτών που εκπροσωπούν τα εξήντα τοις εκατό (60%) του συνόλου των απαιτήσεων, στο οποίο πρέπει να περιλαμβάνεται και ποσοστό τουλάχιστον σαράντα τοις εκατό (40%) των τυχόν εμπραγμάτως ή με ειδικό προνόμιο ή με προσημείωση υποθήκης εξασφαλιζόμενων απαιτήσεων, όπως οι απαιτήσεις είχαν αναγγελθεί και η πραγματική εικόνα τους βεβαιώνεται σε πίνακα απαιτήσεων που συντάσσεται και υπογράφεται από ορκωτό ελεγκτή και υποβάλλεται στον εισηγητή.
2. Αμφισβητούμενες απαιτήσεις μπορούν να γίνουν προσωρινά δεκτές προς ψηφοφορία από τον εισηγητή. Η οριστική επίλυση της αμφισβήτησης διαφοροποιεί τα δικαιώματα του αμφισβητούμενου πιστωτή, χωρίς να θίγεται η ψηφοφορία.
1. Το σχέδιο, μετά την αποδοχή του από τους πιστωτές, υποβάλλεται προς δικαστική επικύρωση, χωρίς την οποία δεν παράγει έννομα αποτελέσματα. Αρμόδιο προς επικύρωση είναι το πτωχευτικό δικαστήριο.
2. Με την επιφύλαξη του άρθρου 123, το σχέδιο εισάγεται άμεσα προς επικύρωση με βάση έκθεση του εισηγητή σε ημερομηνία συζήτησης που δεν μπορεί να απέχει περισσότερο από είκοσι (20) ημέρες από την ημερομηνία αποδοχής του σχεδίου από τους πιστωτές.
3. Στη συζήτηση καλούνται, τουλάχιστον πριν τρεις (3) ημέρες, να εκφέρουν τις απόψεις τους, ο οφειλέτης και ο σύνδικος. Όποιος έχει έννομο συμφέρον έχει δικαίωμα παρέμβασης χωρίς τήρηση προδικασίας.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 7 παρ. 9 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
4. Η απόφαση του δικαστηρίου για επικύρωση ή απόρριψη του σχεδίου υπόκειται σε έφεση, η προθεσμία της οποίας αρχίζει από την επομένη της δημοσίευσής της στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ταμείου Νομικών. Η συζήτηση της έφεσης προσδιορίζεται μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την άσκησή της και η απόφαση πρέπει να εκδοθεί μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από τη συζήτησή της. Αναβολή της συζήτησης της έφεσης δεν επιτρέπεται. Η έφεση δεν αναστέλλει την ενέργεια της διαδικασίας αναδιοργάνωσης που αποφασίστηκε.
1. Εάν προβλέπεται στο σχέδιο ότι πριν την επικύρωση θα έχουν καταβληθεί ορισμένες παροχές ή θα έχουν ληφθεί άλλα μέτρα, το σχέδιο επικυρώνεται μόνον, εάν οι όροι αυτοί πληρωθούν.
2. Επί όρων του σχεδίου για διαρθρωτικές αλλαγές εταιρικής φύσεως, ιδίως μετατροπής, συγχώνευσης ή αναβίωσης, το πτωχευτικό δικαστήριο μπορεί, κατά την κρίση του:
α) να εξαρτήσει την επικύρωση του σχεδίου από την εκπλήρωση των όρων αυτών μέσα σε εύλογη προθεσμία που ορίζει, λαμβάνοντας υπόψη τις κατά το εταιρικό δίκαιο επιβαλλόμενες για κάθε μέτρο ή διαδικασία προθεσμίες, ή
β) να επικυρώσει το σχέδιο υπό την αναβλητική αίρεση της εκπλήρωσης των όρων μέσα στην ως άνω εύλογη προθεσμία.
– Το πτωχευτικό δικαστήριο με Απόφαση του, αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση του έχοντος έννομο συμφέρον πιστωτή αρνείται την επικύρωση:
α) εάν δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις του παρόντος κώδικα ως προς το περιεχόμενο του σχεδίου, την ίση μεταχείριση των πιστωτών που συμμετέχουν στην ίδια ομάδα ή υποομάδα, τη διαδικασία συζήτησης και ψηφοφορίας, τις αναγκαίες πλειοψηφίες των πιστωτών και τη συναίνεση του οφειλέτη και εφόσον η σχετική παράβαση θα μπορούσε ουσιωδώς να είχε επηρεάσει την αποδοχή του σχεδίου από τους πιστωτές.
β) εάν η Αποδοχή του σχεδίου είναι αποτέλεσμα δόλου ή άλλης αθέμιτης πράξης ή κακόπιστης συμπεριφοράς του οφειλέτη, του πιστωτή, του συνδίκου ή τρίτου
γ) εάν η απόρριψη επιβάλλεται για λόγους δημόσιου συμφέροντος και
δ) εάν το σχέδιο δεν προστατεύει τους διαφωνούντες πιστωτές, ιδίως εάν δεν εξασφαλίζεται ότι θα λάβουν, με βάση το σχέδιο, τουλάχιστον ό,τι πιθανολογείται ότι θα ελάμβαναν μέσω της Διαδικασίας εκκαθάρισης.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 7 παρ. 10 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
1. Το σχέδιο, από την τελεσιδικία της απόφασης που το επικυρώνει, κατά το περιεχόμενο που διαμορφώνει τα δικαιώματα των πιστωτών, αποκτά δεσμευτική ισχύ για όλους τους πιστωτές, οποιασδήποτε κατηγορίας και νομικής μορφής, ανεξάρτητα αν έχουν αναγγείλει ή μη τις απαιτήσεις τους, περιλαμβανομένων και των πιστωτών που μειοψήφησαν ή προέβαλαν αντίρρηση ή απείχαν από την ψηφοφορία ή δεν συμμετείχαν σ΄ αυτή.
2. Από την τελεσιδικία της απόφασης που επικυρώνει το σχέδιο, η πτωχευτική διαδικασία περατώνεται και τα όργανα της πτώχευσης παύουν, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 131.
3. Εφόσον δεν προβλέπεται διαφορετικά στο σχέδιο, ο οφειλέτης αναλαμβάνει τη διοίκηση της περιουσίας του, προς το σκοπό εκπλήρωσης των όρων του σχεδίου.
4. Τα δικαιώματα των πτωχευτικών πιστωτών κατά των εγγυητών και συνοφειλετών εις ολόκληρον του οφειλέτη, καθώς και τα υφιστάμενα δικαιώματά τους σε περιουσιακά αντικείμενα τρίτων, περιορίζονται στο ίδιο ποσό με την απαίτηση κατά του οφειλέτη, εκτός αν δεν συναινεί ο εξασφαλιζόμενος πιστωτής. Σε περίπτωση ικανοποίησης πιστωτή από εγγυητή ή συνοφειλέτη εις ολόκληρο, ο οφειλέτης ευθύνεται έναντι των τελευταίων, εάν συντρέχει δικαίωμα αναγωγής, με τον ίδιο τρόπο που ευθύνεται κατά το σχέδιο έναντι του πιστωτή που ικανοποιήθηκε από αυτούς.
5. Πιστωτής ο οποίος πριν ή μετά την τελεσιδικία της επικυρωτικής απόφασης έχει λάβει ποσό που υπερκαλύπτει την απαίτησή του, όπως διαμορφώνεται με το σχέδιο, δεν μπορεί να υποχρεωθεί σε απόδοση του υπερβάλλοντος, παρά μόνον κατά το ποσό που υπερβαίνει την αρχική του απαίτηση.
6. Τα δικαιώματα των ομαδικών πιστωτών δεν θίγονται από το σχέδιο.
7. Οι πτωχευτικοί πιστωτές αναλαμβάνουν τις ατομικές διώξεις κατά του οφειλέτη εντός των όρων του σχεδίου.
Από την τελεσιδικία της η απόφαση που επικυρώνει το σχέδιο αποτελεί τίτλο εκτελεστό για τις αναλαμβανόμενες με αυτό υποχρεώσεις.
1. Ακύρωση του σχεδίου επέρχεται αυτοδικαίως, εάν ο οφειλέτης καταδικάστηκε αμετακλήτως για χρεοκοπία σύμφωνα με το άρθρο 171.
2. Το σχέδιο μπορεί να ακυρωθεί με απόφαση του δικαστηρίου μετά από αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον, στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) εάν μετά από την επικύρωση αποκαλύφθηκε ότι το σχέδιο αποτέλεσε προϊόν δόλου του οφειλέτη ή συμπαιγνίας του με πιστωτή ή τρίτο, ιδίως λόγω απόκρυψης του ενεργητικού ή διόγκωσης του παθητικού του
β) εάν η μη εκπλήρωση των όρων του σχεδίου από τον οφειλέτη είναι τόσο ουσιώδης, ώστε με βεβαιότητα να προβλέπεται η αδυναμία αναδιοργάνωσης.
1. Η ακύρωση του σχεδίου επιφέρει αυτοδικαίως:
α) τη λήξη της διαδικασίας αναδιοργάνωσης και της εποπτείας εκπλήρωσης των όρων του σχεδίου,
β) την αποδέσμευση των πιστωτών από τους όρους του σχεδίου και την επαναφορά τους στην κατά την κήρυξη της πτώχευσης νομική θέση τους ως προς το ύψος, το είδος, την εξασφάλιση και τα προνόμια των απαιτήσεών τους κατά του οφειλέτη, εφόσον είχαν διαμορφωθεί διαφορετικά στο σχέδιο, μετά από αφαίρεση των ποσών που τυχόν είχαν λάβει σύμφωνα με το σχέδιο και
γ) την εισέλευση της διαδικασίας στο στάδιο της ένωσης των πιστωτών.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 7 παρ.11 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
2. Οι πράξεις του οφειλέτη που διενεργήθηκαν μετά την τελεσίδικη επικύρωση του σχεδίου και πριν την ακύρωσή του κηρύσσονται άκυρες, εάν είναι από αυτές που αναφέρονται στο άρθρο 42. Η διάταξη του άρθρου 51 εφαρμόζεται αναλόγως, και η διετία υπολογίζεται από την τελεσιδικία της ακύρωσης του σχεδίου.
1. Πιστωτής ως προς τον οποίο ο οφειλέτης περιήλθε σε υπερημερία, λόγω μη καταβολής των συμφωνηθέντων ποσών ή μη εμπρόθεσμης καταβολής αυτών ή μη παροχής εξασφαλίσεων και εν γένει λόγω μη εκπλήρωσης από τον οφειλέτη των έναντι αυτού υποχρεώσεων που αναλήφθηκαν σύμφωνα με το σχέδιο, δικαιούται να ζητήσει δικαστικώς την ανατροπή του σχεδίου ως προς αυτόν.
2. Η περί ατομικής ανατροπής αγωγή ασκείται ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου. Με την τελεσιδικία της απόφασης που δέχεται την αγωγή, ο πιστωτής απαλλάσσεται από τις δεσμεύσεις του σχεδίου και οι απαιτήσεις του επαναφέρονται στη νομική κατάσταση που είχαν πριν την επικύρωση του σχεδίου. Ο πιστωτής δικαιούται να ασκήσει, σε σχέση με αυτές, τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα κατά του οφειλέτη, στα οποία συμπεριλαμβάνεται και η κήρυξη του οφειλέτη σε πτώχευση, εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 2 και 3.
1. Η κήρυξη νέας πτώχευσης του οφειλέτη, μετά την τελεσίδικη επικύρωση του σχεδίου, επιφέρει τη ματαίωση του σχεδίου.
2. Στην περίπτωση της προηγούμενης παραγράφου:
α) οι απαιτήσεις των πιστωτών που δεν έχουν ικανοποιηθεί πλήρως κατά το σχέδιο, επανέρχονται, ως προς το ύψος και το χρόνο λήξης τους, όπως είχαν πριν την επικύρωση του σχεδίου, μετά την αφαίρεση των τυχόν ληφθέντων
β) εμπράγματες εξασφαλίσεις, οι οποίες, σύμφωνα με το σχέδιο είχαν εξαλειφθεί ή άλλως αρθεί, δεν αναβιώνουν, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στο σχέδιο και τούτο έχει σημειωθεί στα οικεία δημόσια βιβλία
γ) εμπράγματες εξασφαλίσεις, οι οποίες είχαν συσταθεί σύμφωνα με το σχέδιο για να εξασφαλίσουν την ικανοποίηση απαιτήσεων, εξακολουθούν να ασφαλίζουν την απαίτηση μόνον κατά το ποσό και για το χρόνο που έχει συμφωνηθεί στο σχέδιο, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά σ΄ αυτό
δ) απαιτήσεις πιστωτών που προέρχονται από χρηματοδοτήσεις που έγιναν μετά την επικύρωση, σύμφωνα με το σχέδιο και κατά τη διάρκεια της εποπτείας εκπλήρωσης του σχεδίου και προς υλοποίησή του, κατατάσσονται ως γενικώς προνομιούχες.
1. Ο σύνδικος έχει την εποπτεία εκπλήρωσης των όρων του σχεδίου και συμπράττει με τον οφειλέτη για όσες πράξεις προβλέπονται κατά το σχέδιο. Ο οφειλέτης υποχρεούται να παρέχει σ΄ αυτόν κάθε πληροφορία σε σχέση με το σχέδιο.
2. Ο σύνδικος πληροφορεί ανά έξι (6) μήνες με έκθεσή του τον εκπρόσωπο των πιστωτών που έχει προς τούτο οριστεί στο σχέδιο, για την πορεία του σχεδίου και τις προβλέψεις για την εκπλήρωσή του.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 7 παρ. 12 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
3. Η αμοιβή του συνδίκου ως εποπτεύοντος ορίζεται με το σχέδιο, διαφορετικά κατόπιν αιτήσεώς του από το πτωχευτικό δικαστήριο.
4. Το χρονικό διάστημα εποπτείας καθορίζεται από το σχέδιο. Σε διαφορετική περίπτωση, η εποπτεία παύει μετά παρέλευση τριετίας από την επικύρωση του σχεδίου και υπό τον όρο ότι τότε δεν θα εκκρεμεί κατά του οφειλέτη αίτηση για κήρυξή του σε νέα πτώχευση.
1. Μετά την ολοκλήρωση της εξέλεγξης των πιστώσεων και εφόσον δεν επιτεύχθηκε η αποδοχή ή η επικύρωση σχεδίου αναδιοργάνωσης της επιχείρησης του οφειλέτη ή αυτή ακυρώθηκε για οποιονδήποτε λόγο, η πτώχευση βρίσκεται στο στάδιο της ένωσης των πιστωτών.
2. Κατά το στάδιο αυτό ο σύνδικος προβαίνει στη ρευστοποίηση του ενεργητικού της περιουσίας του οφειλέτη και στη διανομή του προϊόντος αυτής στους πιστωτές είτε με την εκποίηση της επιχείρησης ως συνόλου είτε με την εκποίηση των επί μέρους στοιχείων αυτής, καθενός χωριστά ή ομαδικά, σύμφωνα με τις ακόλουθες διατάξεις.
1. Κάθε σύμβαση που συνάπτεται και κάθε πράξη που ενεργείται κατά τα άρθρα 135 έως 145 του κώδικα, οι συνεπεία αυτής επί μέρους μεταβιβάσεις, οι μεταγραφές και κάθε άλλη πράξη για την πραγμάτωσή τους, απαλλάσσονται από κάθε φόρο, τέλος ή δικαίωμα του Δημοσίου ή τρίτων, καθώς και τελών χαρτοσήμου (πλην Φ.Π.Α). Οι απαλλαγές αυτές επέρχονται αυτοδικαίως, χωρίς να απαιτείται και η υποβολή οποιασδήποτε σχετικής δήλωσης στην αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.).
2. Ο σύνδικος δεν απαιτείται να προσκομίσει πιστοποιητικά φορολογικής ή ασφαλιστικής ενημερότητας του οφειλέτη ή οποιαδήποτε άλλα πιστοποιητικά για τη σύναψη οποιασδήποτε σύμβασης μεταβίβασης στοιχείου του ενεργητικού της περιουσίας του οφειλέτη, κατά τον παρόντα κώδικα, καθώς επίσης και σε κάθε συναλλαγή του γενικά με το Δημόσιο.
Περιορίζονται στο τριάντα τοις εκατό (30%) των νόμιμων ποσών οι αμοιβές και τα δικαιώματα των συμβολαιογράφων, των δικηγόρων, των δικαστικών επιμελητών και των υποθηκοφυλάκων για κάθε σύμβαση ή πράξη που αφορά τη διαδικασία του δεύτερου τίτλου του παρόντος κεφαλαίου. Η αμοιβή του συνδίκου καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 81.
1. Αν αποφασισθεί, μετά το πέρας των επαληθεύσεων από τη συνέλευση των πιστωτών σύμφωνα με το άρθρο 84, ότι η επιχείρηση του οφειλέτη πρέπει να εκποιηθεί ως σύνολο επιχείρησης ή κατά τα επιμέρους λειτουργικά σύνολα (κλάδους) αυτής, η εκποίηση πραγματοποιείται σύμφωνα με τις επόμενες διατάξεις.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 8 παρ. 1 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
2. Αν η αξία της επιχείρησης αποτιμηθεί από το πτωχευτικό δικαστήριο σε ποσό μικρότερο του ενός εκατομμυρίου (1.000.000) ευρώ, η εκποίηση της επιχείρησης, κατ΄ εξαίρεση, θα γίνει κατά τον τρόπο και κατά τους τύπους που θα αποφασίσει το πτωχευτικό δικαστήριο.
Αν η απόφαση της συνέλευσης των πιστωτών του άρθρου 84, περί εκποίησης της επιχείρησης του οφειλέτη ως συνόλου, επικυρωθεί από τον εισηγητή και δεν ασκηθεί κατ` αυτής εμπρόθεσμη προσφυγή ή η ασκηθείσα εμπροθέσμως προσφυγή απορριφθεί από το πτωχευτικό δικαστήριο κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου 84, ο σύνδικος ζητεί από τον εισηγητή να του επιτραπεί η πρόσληψη πιστοποιημένου εκτιμητή, φυσικού ή νομικού προσώπου, το οποίο περιλαμβάνεται στο Μητρώο Πιστοποιημένων Εκτιμητών που τηρείται στη Διεύθυνση Οικονομικού Συντονισμού και Μακροοικονομικών Προβλέψεων της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών και είναι δημοσιευμένο στην ιστοσελίδα του ίδιου Υπουργείου. Ο τελευταίος προβαίνει στην εκτίμηση της αξίας της επιχείρησης ως συνόλου, εν όψει της δυνατότητας συνέχισης της επιχείρησης, καθώς και στην ταυτόχρονη εκτίμηση της αξίας και των κατ` ιδίαν υλικών και άυλων στοιχείων του ενεργητικού της. Εφόσον στην περιουσία της επιχείρησης του οφειλέτη περιλαμβάνεται ακίνητο, για την εκτίμηση της αξίας αυτού λαμβάνεται υπόψη η εμπορική του αξία.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 8 παρ. 2 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
1. Ο σύνδικος, με βάση την απογραφή του ενεργητικού του οφειλέτη (άρθρο 68 παράγραφος 2) και τον ισολογισμό ή τη λογιστική κατάσταση που έχει συντάξει (άρθρο 76 παράγραφοι 1 και 2) και κάθε άλλο στοιχείο που έχει στη διάθεσή του, καθώς και την έκθεσή του κατά το προηγούμενο άρθρο εκτιμητή, συντάσσει, εντός είκοσι (20) ημερών, λεπτομερή έκθεση προς τον εισηγητή, στην οποία αναφέρονται όλα τα επί μέρους στοιχεία που απαρτίζουν το ενεργητικό και τα οποία περιέρχονται στον αγοραστή που αναδεικνύεται πλειοδότης, τους τυχόν προτεινόμενους όρους της πώλησης και γενικά κάθε χρήσιμη πληροφορία.
2. Με την έκθεση της προηγούμενης παραγράφου ο σύνδικος ζητεί από τον εισηγητή να του επιτραπεί η εκποίηση με δημόσιο πλειοδοτικό διαγωνισμό της επιχείρησης ως συνόλου, αντί του συνολικού τιμήματος που εκτιμά αυτός και αντί των όρων που τυχόν αυτός θεωρεί ότι προσήκουν στην περίπτωση.
3. Ο εισηγητής με αιτιολογημένη διάταξή του, περίληψη της οποίας δημοσιεύεται στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων – Τομέας Ασφάλισης Νομικών (ΕΤΑΑ – ΤΑΝ) και η οποία δεν υπόκειται σε προσφυγή ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου, αποφαίνεται εντός δεκαπέντε (15) ημερών, καθορίζοντας την αξία της επιχείρησης, την τιμή πρώτης προσφοράς και τους όρους υπό τους οποίους πρέπει να γίνει η εκποίηση. Σε αυτή την περίπτωση η ανακοπή του άρθρου 152 ασκείται εντός δεκαπέντε (15) ημερών από τη δημοσίευση στο ως άνω Δελτίο.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 8 παρ.3 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
1. Ο σύνδικος, εντός δέκα (10) ημερών από την έκδοση της κατά το προηγούμενο άρθρο διάταξης του εισηγητή, δημοσιεύει διακήρυξη περί διενέργειας δημόσιου πλειοδοτικού διαγωνισμού. Η διακήρυξη περιέχει:
α) την επωνυμία, την έδρα, τη δραστηριότητα και συνοπτική περιγραφή της επιχείρησης του οφειλέτη, το ενεργητικό της οποίας πωλείται ως σύνολο, χωρίς να απαιτείται λεπτομερής περιγραφή των επιμέρους στοιχείων, τα οποία αναγράφονται στην έκθεση του συνδίκου του προηγούμενου άρθρου, αντίγραφο της οποίας μπορεί να λάβει ατελώς κάθε ενδιαφερόμενος,
β) πρόσκληση προς κάθε ενδιαφερόμενο να παραλάβει από τον σύνδικο αντίγραφο της κατά το άρθρο 137 έκθεσής του και να υποβάλει την προσφορά του, η οποία συνοδεύεται από εγγυητική επιστολή τράπεζας που λειτουργεί νόμιμα στην Ελλάδα, για ποσό και με όρους που προσδιορίζονται επίσης στη διακήρυξη,
γ) την προθεσμία υποβολής των προσφορών, στον εισηγητή, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη των είκοσι (20) ημερών από την τελευταία δημοσίευση της διακήρυξης στον τύπο, σύμφωνα με τις διατάξεις της επόμενης παραγράφου, καθώς και την ημέρα και ώρα αποσφράγισης των προσφορών από τον εισηγητή και
δ) το ονοματεπώνυμο του συμβολαιογράφου της έδρας της επιχείρησης του οφειλέτη, ενώπιον του οποίου, μετά από την έγκριση του εισηγητή, συνάπτεται η σύμβαση της μεταβίβασης της επιχείρησης.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 8 παρ. 4 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
2. Οι ανωτέρω δημοσιεύσεις γίνονται μια φορά στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ταμείου Νομικών και από δύο φορές σε δύο ημερήσιες πολιτικές αθηναϊκές εφημερίδες πανελλήνιας μεγάλης κυκλοφορίας και σε μια οικονομική εφημερίδα. Αν πρόκειται για επιχείρηση που έχει την έδρα της ή διαθέτει περιουσιακά στοιχεία και σε επαρχιακές πόλεις, απαιτούνται πρόσθετες δημοσιεύσεις και σε μια τουλάχιστον από τις αντίστοιχες τοπικές εφημερίδες. Αν πρόκειται για επιχείρηση της οποίας η αξία έχει καθοριστεί κατά το άρθρο 137 παράγραφος 3 σε ποσό άνω των πενήντα εκατομμυρίων (50.000.000) ευρώ, πρέπει η πρόσκληση να δημοσιευθεί και σε μια διεθνούς κυκλοφορίας ημερήσια οικονομική εφημερίδα που κυκλοφορεί και στην Ελλάδα. Τις εφημερίδες προσδιορίζει ο εισηγητής.
3. Επιπλέον των ανωτέρω η διακήρυξη αυτή δημοσιεύεται με επιμέλεια του συνδίκου στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων.
Σημ.: όπως προστέθηκε με το άρθρο 8 παρ. 4 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
1. Εντός της προθεσμίας που ορίζει η διακήρυξη του άρθρου 138, οι ενδιαφερόμενοι καταθέτουν στον εισηγητή τις ενσφράγιστες προσφορές τους. Ο εισηγητής συντάσσει έκθεση, στην οποία αναφέρονται όλες οι κατατιθέμενες προσφορές, καθώς και πράξη κατάθεσης πάνω σε κάθε προσφορά, την οποία υπογράφει ο ίδιος, ο γραμματέας και ο προσφέρων, αφού βεβαιωθεί ότι η προσφορά είναι κλειστή. Εκπρόθεσμες προσφορές δεν γίνονται δεκτές.
2. Κατά την καθορισθείσα στη διακήρυξη ημέρα και ώρα, ο εισηγητής αποσφραγίζει τις προσφορές, παρουσία του συνδίκου και εκείνων που υπέβαλαν τις προσφορές. Ο εισηγητής συντάσσει έκθεση περί της αποσφράγισης, στην οποία προσαρτώνται όλες οι προσφορές και την οποία υπογράφει ο ίδιος, ο γραμματέας, ο σύνδικος και οι λοιποί παρόντες. Αντίγραφο της έκθεσης και των προσφορών παραδίνεται στον σύνδικο αυθημερόν, καθώς και σε κάθε ενδιαφερόμενο που δικαιολογεί έννομο συμφέρον.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 8 παρ. 5 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
1. Ο σύνδικος, εντός πέντε (5) ημερών από την αποσφράγιση των προσφορών, συντάσσει συνοπτική έκθεση αξιολόγησής τους και προτείνει την κατακύρωση ή μη της επιχείρησης στον πλειοδότη, δηλαδή σε αυτόν του οποίου την προσφορά κρίνει ως πλέον συμφέρουσα για τους πιστωτές. Η έκθεση υποβάλλεται στον εισηγητή, αντίγραφο δε αυτής χορηγείται αδαπάνως και σε κάθε ενδιαφερόμενο που δικαιολογεί έννομο συμφέρον.
2. Ο εισηγητής, με αιτιολογημένη διάταξή του, περίληψη της οποίας δημοσιεύεται στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων – Τομέας Ασφάλισης Νομικών (ΕΤΑΑ – ΤΑΝ) και η οποία δεν υπόκειται σε προσφυγή ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου, εγκρίνει ή απορρίπτει την κατακύρωση. Σε αυτή την περίπτωση η ανακοπή του άρθρου 152 ασκείται εντός δεκαπέντε (15) ημερών από τη δημοσίευση στο ως άνω Δελτίο. Πριν από την έκδοση της ως άνω διάταξης καλούνται ο σύνδικος, ο οφειλέτης και αυτοί που μετείχαν στο δημόσιο πλειστηριασμό να καταθέσουν στον εισηγητή έγγραφο υπόμνημα και να επικαλεστούν και να προσκομίσουν σχετικά έγγραφα. Ο εισηγητής, αφού λάβει υπόψη τα παραπάνω, εφόσον κρίνει την προσφορά του πλειοδότη συμφέρουσα για τους πιστωτές, εγκρίνει τη σύναψη της σύμβασης μεταβίβασης της επιχείρησης. Άλλως, ο δημόσιος πλειστηριασμός επαναλαμβάνεται, σύμφωνα με το άρθρο 144.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 8 παρ. 6 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
1. Μετά την κατά το προηγούμενο άρθρο έγκριση από τον εισηγητή, ο σύνδικος συνάπτει ενώπιον του συμβολαιογράφου ο οποίος ορίζεται στη διακήρυξη τη σύμβαση μεταβίβασης του ενεργητικού της επιχείρησης, με βάση τους όρους της προσφοράς του και τους τυχόν άλλους ευνοϊκότερους όρους που υποδείχθηκαν στον πλειοδότη και αυτός τους αποδέχθηκε με δήλωσή του προς τον σύνδικο και τον εισηγητή.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 8 παρ. 7 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
2. Η πώληση γίνεται αντί συνολικού τιμήματος. Αν όμως υπάρχουν εμπράγματα δικαιώματα ή άλλα προνόμια επί ακινήτων ή κινητών ή επί άλλων ειδικών περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης, πρέπει να καθορίζεται στο συμβόλαιο ποιο ποσό από το συνολικό τίμημα αντιστοιχεί σε καθένα από αυτά.
3. Με τη μεταβίβαση της επιχείρησης (ή της κατά το άρθρο 145 χωριστής λειτουργικής μονάδας αυτής), συμμεταβιβάζονται αυτοδικαίως στον πλειοδότη και οι διοικητικές άδειες κάθε φύσεως που συνδέονται με τη λειτουργία της επιχείρησης και των μεταβιβαζόμενων στοιχείων του ενεργητικού. Οι άδειες ισχύουν για το χρόνο που θα ίσχυαν και για την επιχείρηση του οφειλέτη, όχι πάντως για περίοδο μικρότερη από ένα (1) έτος από τη μεταβίβαση ή από το χρόνο που υποχρεωτικά προβλέπεται η λειτουργία της επιχείρησης από ειδική διάταξη νόμου. Στη συνέχεια εκδίδεται στο όνομα του πλειοδότη από την αρμόδια αρχή επιβεβαιωτική πράξη μεταβίβασης της άδειας. Το ίδιο ισχύει και για τα δικαιώματα μεταλλειοκτησίας που αποτελούν τμήμα του ενεργητικού της επιχείρησης του οφειλέτη.
1. Το Δημόσιο εκπροσωπούμενο από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών ή οποιονδήποτε ήθελε ορίσει η Διυπουργική Επιτροπή Αποκρατικοποίησης (Δ.Ε.Α.), μπορεί να συμβάλλεται, ως εκ τρίτου συμβαλλόμενος, στις ανωτέρω συμβάσεις μεταβιβάσεως και να αποδέχεται την ανάληψη υποχρεώσεων από τον πλειοδότη για τη διενέργεια επενδυτικών προγραμμάτων, σχετικά με τα μεταβιβαζόμενα στοιχεία του ενεργητικού, την ανάπτυξη επιχειρηματικών σχεδίων δράσης και την εξασφάλιση θέσεων εργασίας.
2. Στις περιπτώσεις, όπου συμβάλλεται ως τρίτος το Δημόσιο, η τυχόν απαιτούμενη άδεια της αρχής για τη μεταβίβαση του περιουσιακού στοιχείου, θεωρείται ότι χορηγήθηκε
1. Ο πλειοδότης καταβάλλει προς τον σύνδικο το συμφωνηθέν ως αμέσως καταβλητέο ποσό του τιμήματος. Αν καταβληθεί το σύνολο του ποσού, ο σύνδικος συντάσσει την πράξη εξόφλησης, ενώπιον του ίδιου συμβολαιογράφου. Αν καταβλήθηκε το μέρος του τιμήματος που συμφωνήθηκε και τηρήθηκαν οι όροι που συμφωνήθηκαν για την εξασφάλιση της καταβολής του υπόλοιπου, ο σύνδικος, μετά από έγκριση του εισηγητή, συντάσσει αντίστοιχα, ενώπιον του ίδιου συμβολαιογράφου, την πράξη μερικής εξόφλησης και πράξη πιστοποίησης ότι εκπληρώθηκαν οι εν λόγω όροι.
2. Ο σύνδικος υποχρεούται να καταθέσει, χωρίς καμιά καθυστέρηση, κάθε ποσό που εισπράττει, στο λογαριασμό του άρθρου 73.
3. Με την καταβολή όλου του εκπλειστηριάσματος και τη σύνταξη πράξης ολοσχερούς εξόφλησης, επέρχονται όλες οι έννομες συνέπειες της καταβολής που ορίζονται στο άρθρο 1005 Κ.Πολ.Δ..
1. Αν δεν υποβληθεί καμία νομότυπη προσφορά ή οι υποβληθείσες νομοτύπως δεν κριθούν συμφέρουσες κατά το άρθρο 140, ο δημόσιος πλειστηριασμός επαναλαμβάνεται για μια ακόμη φορά.
2. Ο σύνδικος, στην περίπτωση μη έγκρισης της κα- τακύρωσης από τον εισηγητή, επαναλαμβάνει εντός δεκαπέντε (15) ημερών τις δημοσιεύσεις του άρθρου 138, ορίζοντας νέες ημερομηνίες υποβολής προσφορών. Ο σύνδικος μπορεί να ζητήσει από τον εισηγητή να ορίσει, με αιτιολογημένη διάταξή του, κατά της οποίας δεν επιτρέπεται προσφυγή ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου, νέα τιμή πρώτης προσφοράς. Ο νέος δημόσιος πλειστηριασμός διεξάγεται με τις ίδιες διατυπώσεις και έχει τα ίδια αποτελέσματα που ορίζονται στις ανωτέρω διατάξεις.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 8 παρ. 8 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
Αν και ο δεύτερος δημόσιος πλειστηριασμός δεν καταλήξει στη σύναψη σύμβασης μεταβίβασης της επιχείρησης, η εκποίηση πλέον γίνεται χωριστά για κάθε στοιχείο του ενεργητικού, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 146 έως 150, αν δεν έχει αποφασισθεί διαφορετικά από τη συνέλευση των πιστωτών, σύμφωνα με το άρθρο 84.
1. Εάν μέχρι την ένωση δεν έχουν εκποιηθεί όλα τα κινητά και εμπορεύματα της περιουσίας του οφειλέτη κατά τις διατάξεις των άρθρων 67 και 84 του παρόντος κώδικα, αυτά που έχουν απομείνει εκποιούνται κατά τη διαδικασία του άρθρου 77, χωρίς την τήρηση της διατυπώσεως της παραγράφου 2 αυτού. Η άδεια του εισηγητή κοινοποιείται στους πιστωτές που έχουν εμπράγματη ασφάλεια.
2. Κατά τον πλειστηριασμό ακολουθείται η διαδικασία του άρθρου 149, στην άδεια δε του εισηγητή ορίζεται ο χρόνος εξόφλησης του τιμήματος και παράδοσης των κινητών στον πλειοδότη.
1. Αν πριν την ένωση των πιστωτών, οι ενέγγυοι πιστωτές δεν κίνησαν τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης (κατάσχεση) επίυπέγγυου ακινήτου της πτώχευσης (άρθρο 26), την εκποίηση αυτού και την κατάταξη των πιστωτών ενεργεί μόνο ο σύνδικος, κατά τις ακόλουθες διατάξεις.
2. Σε περίπτωση που άρχισε εκτέλεση από τους ενέγγυους πιστωτές κατά την προηγούμενη παράγραφο, αν και μετά την ένωση αυτή καθυστερεί κατά τρόπο αδικαιολόγητο που επιφέρει συγκεκριμένη βλάβη των πιστωτών, ο εισηγητής, με αιτιολογημένη διάταξή του, κατά της οποίας δεν επιτρέπεται προσφυγή ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου, μετά από αίτηση όποιου έχει έννομο συμφέρον, μπορεί να δώσει την άδεια στον σύνδικο να εκποιήσει το ακίνητο κατά τις διατάξεις των επόμενων άρθρων.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 8 παρ. 9 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
1. Η εκποίηση των ακινήτων του οφειλέτη γίνεται ύστερα από άδεια του εισηγητή που παρέχεται μετά από αίτηση του συνδίκου, με αιτιολογημένη διάταξή του, κατά της οποίας δεν επιτρέπεται προσφυγή ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου. Στη διάταξη του εισηγητή ορίζεται η αξία του ακινήτου, η τιμή πρώτης προσφοράς και οι όροι της εκποίησης. Αν έχει προηγηθεί η διαδικασία των άρθρων 135 επ., ως αξία του ακινήτου θεωρείται η εκτίμησή του σύμφωνα με το άρθρο 136.
2. Μετά από την έκδοση της διάταξης της παραγράφου 1 ο εισηγητής συντάσσει έκθεση στην οποία αναφέρεται το ακίνητο που εκποιείται, η τιμή πρώτης προσφοράς και οι όροι που τυχόν όρισε, ο τόπος και χρόνος του πλειστηριασμού, ο τόπος και χρόνος των επαναλήψεών του, καθώς και κάθε άλλη χρήσιμη πληροφορία.
3. Ο σύνδικος, εντός δέκα (10) ημερών από την έκδοση της διάταξης του εισηγητή, εκδίδει διακήρυξη περί διενέργειας δημόσιου πλειοδοτικού διαγωνισμού. Η διακήρυξη περιέχει σύντομη περιγραφή του ακινήτου, την τιμή πρώτης προσφοράς και τους όρους που όρισε ο εισηγητής, τον τόπο και χρόνο του πλειστηριασμού και τις επαναλήψεις του, καθώς και κάθε άλλη χρήσιμη πληροφορία.
4. Αντίγραφο της διακήρυξης τοιχοκολλάται στο γραφείο του εισηγητή και κοινοποιείται στους ενυπόθηκους πιστωτές και στο Δημόσιο δέκα (10) τουλάχιστον ημέρες πριν τον πλειστηριασμό. Περίληψη της διακήρυξης, που αναφέρει τα ανωτέρω στοιχεία, δημοσιεύεται στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ταμείου Νομικών πέντε (5) τουλάχιστον ημέρες πριν τον πλειστηριασμό και τις τυχόν επαναλήψεις του. Ο εισηγητής μπορεί να διατάξει πρόσθετες δημοσιεύσεις σε πολιτικές ή οικονομικές αθηναϊκές εφημερίδες, καθώς και σε εφημερίδα του τόπου όπου βρίσκεται το ακίνητο, τις οποίες ορίζει ο ίδιος. Στις δημοσιεύσεις αυτές πρέπει να αναφέρεται η ημέρα και ώρα του πλειστηριασμού και οι τυχόν επαναλήψεις. Οι πρόσθετες δημοσιεύσεις λαμβάνουν χώρα, εφόσον διαταχθούν, πέντε (5) τουλάχιστον ημέρες πριν τον πλειστηριασμό.
5. Επιπλέον των ανωτέρω η διακήρυξη αυτή δημοσιεύεται με επιμέλεια του συνδίκου στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του Δελτίου Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 8 παρ. 10 Ν.4446/2016, ΦΕΚ Α 240/22.12.2016
1. Η εκποίηση του ακινήτου γίνεται με ενσφράγιστες προσφορές των ενδιαφερομένων ενώπιον του εισηγητή με την παρουσία του συνδίκου. Στον πλειστηριασμό λαμβάνει μέρος οποιοσδήποτε, αφού προηγουμένως δηλώσει, αν συμμετέχει για τον εαυτό του ή ενεργεί ως πληρεξούσιος άλλου, προσκομίζοντας ειδικό συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο. Ο συμμετέχων υποχρεούται να καταβάλει ως εγγυοδοσία το ποσό του ενός τρίτου της τιμής πρώτης προσφοράς, με επιταγή έκδοσης Τράπεζας που λειτουργεί νόμιμα σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε διαταγή του ίδιου, που συμψηφίζεται στο τίμημα, αν κατακυρωθεί σε αυτόν το ακίνητο.
2. Οι προσφορές αποσφραγίζονται και μονογράφονται από τον εισηγητή. Ο εισηγητής, αν κρίνει την τιμή συμφέρουσα, εγκρίνει την εκποίηση και επιτρέπει τη σύναψη της πώλησης, άλλως η διαδικασία επαναλαμβάνεται. Για τον πλειστηριασμό και εφόσον εγκριθεί από τον εισηγητή, συντάσσεται χωρίς υπαίτια βραδύτητα από αυτόν έκθεση, στην οποία αναφέρεται το ακίνητο, το τίμημα που επιτεύχθηκε, η δοθείσα εγγυοδοσία ως προκαταβολή του τιμήματος και ο χρόνος εξόφλησης του τιμήματος και σύνταξης του μεταβιβαστικού συμβολαίου.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 8 παρ. 11 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
1. Εάν ο πλειστηριασμός επαναληφθεί τρεις (3) συνεχείς ανά εβδομάδα φορές, χωρίς να εμφανιστεί πλειοδότης, αναβάλλεται για μία ακόμη φορά από τον εισηγητή χωρίς άλλες διατυπώσεις, σε ημερομηνία απέχουσα τέσσερις (4) εβδομάδες από την τελευταία επανάληψη. Αν η διαδικασία αποβεί άκαρπη, κατόπιν αίτησης του συνδίκου, ο εισηγητής με αιτιολογημένη διάταξή του, κατά της οποίας δεν επιτρέπεται προσφυγή ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου, υποχρεούται να μεταρρυθμίσει την κατά το άρθρο 148 διάταξή του και να ορίσει μικρότερη τιμή πρώτης προσφοράς ή να θέσει όρους για τη διευκόλυνση της εκποίησης του ακινήτου περιλαμβανομένης της ελεύθερης εκποίησης. Πριν από την έκδοση της ως άνω διάταξης όποιος δικαιολογεί έννομο συμφέρον μπορεί να καταθέσει στον εισηγητή έγγραφο υπόμνημα και να επικαλεστεί και να προσκομίσει σχετικά έγγραφα.
2. Ο εισηγητής αποφαίνεται εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την υποβολή της αίτησης του συνδίκου και μεταρρυθμίζει τη διάταξη. Αμέσως μετά την έκδοση της διάταξης, ο εισηγητής συντάσσει νέα έκθεση, κατά το άρθρο 148 παράγραφος 2 και ο σύνδικος συντάσσει νέα διακήρυξη, την οποία προσαρμόζει στη διάταξη, τηρώντας τις διατυπώσεις της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου. Η ίδια διαδικασία εφαρμόζεται και για κάθε περαιτέρω μείωση της τιμής πρώτης προσφοράς.
1. Επί εκποίησης της επιχείρησης του οφειλέτη ως συνόλου (άρθρα 135 επ.), η συμβολαιογραφική σύμβαση μεταβίβασης επέχει θέση τελεσίδικης κατακύρωσης των άρθρων 1003 επ. Κ.Πολ.Δ.. Το συνολικό ποσό του τιμήματος έναντι του οποίου έγινε η πώληση και μεταβίβαση της επιχείρησης επέχει θέση εκπλειστηριάσματος του άρθρου 1004 επ. Κ.Πολ.Δ.. Η πράξη εξοφλήσεως ή μερικής εξοφλήσεως και πιστοποίησης ότι τηρήθηκαν οι όροι που συμφωνήθηκαν για την εξασφάλιση της καταβολής του υπόλοιπου τιμήματος, επέχει τη θέση περίληψης εκθέσεως κατακυρώσεως του άρθρου 1005 Κ.Πολ.Δ., επί της οποίας εφαρμόζονται αναλόγως όσα ισχύουν γι΄ αυτή.
2. Επί των εκποιήσεων του παρόντος κεφαλαίου του κώδικα, η έγκριση του εισηγητή επί των κινητών και η συμβολαιογραφική σύμβαση μεταβίβασης του ακινήτου επέχουν θέση κατακύρωσης των άρθρων 1003 επ. Κ.Πολ.Δ., το ποσό του τιμήματος επέχει θέση εκπλειστηριάσματος και η πράξη εξόφλησης του τιμήματος επέχει θέση περίληψης εκθέσεως κατακυρώσεως, κατά το άρθρο 1005 Κ.Πολ.Δ., επί της οποίας εφαρμόζονται αναλόγως όσα ισχύουν γι΄ αυτή.
1. Οι κατ’ ιδίαν πράξεις της διαδικασίας του δημόσιου πλειστηριασμού που ενεργείται για την εκποίηση της περιουσίας του οφειλέτη είτε ως συνόλου είτε των κατ’ ιδίαν περιουσιακών του στοιχείων, προσβάλλονται από καθέναν που έχει έννομο συμφέρον με ανακοπή που ασκείται ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου.
2. Η ανακοπή ασκείται εντός αποκλειστικής προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών από την ενέργεια της κάθε πράξης. Σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να ασκηθεί ανακοπή μετά τη μεταγραφή της περίληψης της πράξης εξόφλησης ή μερικής εξόφλησης και πιστοποίησης ότι τηρήθηκαν οι όροι που συμφωνήθηκαν για την εξασφάλιση της καταβολής του υπόλοιπου τιμήματος, εκτός αν η προσβολή αφορά τη σύνταξη της μεταβιβαστικής σύμβασης, καθώς και μεταγενέστερες πράξεις, οπότε η ανακοπή ασκείται εντός ενενήντα (90) ημερών από της μεταγραφής ή αν δεν υπάρχουν ακίνητα εντός εξήντα (60) ημερών από της υπογραφής της σύμβασης μεταβιβάσεως.
3. Η άσκηση της ανακοπής και η προθεσμία αυτής δεν αναστέλλουν την περαιτέρω διαδικασία της εκκαθάρισης, εκτός αν διατάξει τούτο ο εισηγητής, μετά από αίτηση κάθε ενδιαφερομένου που δικαιολογεί έννομο συμφέρον και αφού ακουσθεί ο σύνδικος, που προσκαλείται να εκθέσει τις απόψεις του εγγράφως προ τριών (3) ημερών.
4. Η συζήτηση της ανακοπής προσδιορίζεται υποχρεωτικά μέσα σε εξήντα (60) ημέρες από την κατάθεσή της και το δικαστήριο αποφαίνεται εντός δεκαπέντε (15) ημερών. Η απόφαση του δικαστηρίου δεν υπόκειται σε ανακοπή ερημοδικίας, έφεση ή αναίρεση. Το πτωχευτικό δικαστήριο με την απόφασή του, που απαγγέλλει την ακύρωση, ορίζει ποιες από τις πράξεις πρέπει να επαναληφθούν».
1. Ο σύνδικος συντάσσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση πίνακα διανομής του εκπλειστηριάσματος, καθώς και κάθε ποσού που εισέπραξε κατά οποιονδήποτε τρόπο για λογαριασμό της πτωχεύσεως. Ο πίνακας συντάσσεται με βάση τις επαληθευθείσες απαιτήσεις, σύμφωνα με τα επόμενα άρθρα. Με άδεια του εισηγητή μπορεί ο σύνδικος να προβεί και σε προσωρινές διανομές.
2. Ο πίνακας διανομής υποβάλλεται στον εισηγητή, ο οποίος τον κηρύσσει εκτελεστό και τοιχοκολλάται στα γραφεία του. Ανακοίνωση περί της σύνταξης του πίνακα διανομής δημοσιεύεται στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ταμείου Νομικών. Αν ο πίνακας διανομής αφορά προϊόν εκποίησης της επιχείρησης ως συνόλου, η ανακοίνωση για τη σύνταξη του πίνακα δημοσιεύεται και σε δύο από τις πέντε μεγαλύτερης κυκλοφορίας (κατά το δελτίο του προηγούμενου μηνός) ημερήσιες πολιτικές αθηναϊκές εφημερίδες πανελλήνιας κυκλοφορίας, καθώς και σε μια οικονομική εφημερίδα. Αν πρόκειται για επιχείρηση της οποίας η αξία έχει καθοριστεί κατά το άρθρο 137 παράγραφος 3 σε ποσό άνω των πενήντα εκατομμυρίων (50.000.000) ευρώ, πρέπει η πρόσκληση να δημοσιευθεί και σε μια διεθνούς κυκλοφορίας ημερήσια οικονομική εφημερίδα που κυκλοφορεί και στην Ελλάδα. Τις εφημερίδες προσδιορίζει ο εισηγητής. Σε κάθε άλλη περίπτωση, ο εισηγητής μπορεί να διατάξει τη δημοσίευση και σε μια ημερήσια πολιτική αθηναϊκή εφημερίδα πανελλήνιας κυκλοφορίας, καθώς και σε μια οικονομική εφημερίδα, τις οποίες προσδιορίζει ο ίδιος.
Μετά από την αφαίρεση των δικαστικών εξόδων, των εξόδων της διοίκησης της πτωχευτικής περιουσίας, στα οποία περιλαμβάνεται και η προσωρινή και οριστική αντιμισθία του συνδίκου και των τυχόν ομαδικών πιστωμάτων, οι πιστωτές κατατάσσονται με την ακόλουθη σειρά:
(α) Οι απαιτήσεις από χρηματοδοτήσεις οποιασδήποτε φύσεως προς την επιχείρηση του οφειλέτη, προκειμένου να εξασφαλιστεί η συνέχιση της δραστηριότητας και των πληρωμών της, η διάσωσή της και η διατήρηση ή επαύξηση της περιουσίας της, με βάση τη συμφωνία εξυγίανσης ή το σχέδιο αναδιοργάνωσης. Το ίδιο προνόμιο έχουν και απαιτήσεις προσώπων που, με βάση τη συμφωνία εξυγίανσης, συνεισέφεραν αγαθά ή υπηρεσίες προς το σκοπό συνέχισης της δραστηριότητας της επιχείρησης και των πληρωμών, για την αξία των αγαθών ή των υπηρεσιών που συνεισέφεραν. Επίσης, το ίδιο προνόμιο έχουν και απαιτήσεις από χρηματοδότηση κάθε φύσης και παροχή αγαθών και υπηρεσιών προς την επιχείρηση του οφειλέτη που δίδονται για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου και γεννώνται κατά το χρονικό διάστημα των διαπραγματεύσεων για την επίτευξη συμφωνίας εξυγίανσης, το οποίο δύναται να απέχει έως έξι (6) μήνες, κατ` ανώτατο όριο, από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης επικύρωσης. Το προνόμιο του προηγούμενου εδαφίου υφίσταται ανεξάρτητα από την επικύρωση ή μη της συμφωνίας εξυγίανσης, εφόσον οι σκοποί των χρηματοδοτήσεων ή των παροχών και η ύπαρξη του προνομίου προβλέπονται ρητά στη συμφωνία εξυγίανσης ή σε συμβάσεις που καταρτίζονται κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα. Το προνόμιο των προηγούμενων εδαφίων δεν αφορά σε μετόχους ή εταίρους για τις εισφορές τους σε μετρητά ή σε είδος στα πλαίσια αύξησης του κεφαλαίου του οφειλέτη.
β) Οι απαιτήσεις για την κηδεία ή τη νοσηλεία του οφειλέτη, της συζύγου και των τέκνων του, εφόσον προέκυψαν κατά τους τελευταίους δώδεκα (12) μήνες πριν την κήρυξη της πτώχευσης. Στην ίδια τάξη υπάγονται και οι απαιτήσεις αποζημίωσης δανειστών, λόγω αναπηρίας ποσοστού ογδόντα τοις εκατό (80%) και άνω, με εξαίρεση την ικανοποίηση για ηθική βλάβη, εφόσον προέκυψαν έως την κήρυξη της πτώχευσης.
γ) Οι απαιτήσεις για την παροχή τροφίμων αναγκαίων για τη συντήρηση του οφειλέτη, του συζύγου και των τέκνων του, αν προέκυψαν κατά τους τελευταίους έξι (6) μήνες πριν από την κήρυξη της πτώχευσης.
δ) Οι απαιτήσεις από την παροχή εξαρτημένης εργασίας, καθώς και οι απαιτήσεις από αμοιβές, έξοδα και αποζημιώσεις των δικηγόρων, που αμείβονται με πάγια περιοδική αμοιβή, εφόσον προέκυψαν μέσα στην τελευταία διετία πριν την κήρυξη της πτώχευσης. Απαιτήσεις από αποζημίωση λόγω καταγγελίας της σχέσεως εργασίας, καθώς και οι απαιτήσεις των δικηγόρων για αποζημίωση λόγω λύσης της σύμβασης έμμισθης εντολής κατατάσσονται στην τάξη αυτή ανεξάρτητα από το χρόνο που προέκυψαν. Οι απαιτήσεις του Δημοσίου από φόρο προστιθέμενης αξίας και παρακρατούμενους και επιρριπτόμενους φόρους με τις προσαυξήσεις κάθε φύσης και τους τόκους που επιβαρύνουν τις απαιτήσεις αυτές. Στην ίδια τάξη υπάγονται και οι απαιτήσεις των φορέων κοινωνικής ασφάλισης αρμοδιότητας της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων, οι απαιτήσεις αποζημίωσης σε περίπτωση θανάτου του υπόχρεου προς διατροφή, καθώς και οι απαιτήσεις αποζημίωσης λόγω αναπηρίας ποσοστού εξήντα επτά τοις εκατό (67%) και άνω, εφόσον προέκυψαν έως την κήρυξη της πτώχευσης.
ε) Οι απαιτήσεις αγροτών ή αγροτικών συνεταιρισμών από πώληση αγροτικών προϊόντων, αν προέκυψαν κατά τον τελευταίο χρόνο πριν την κήρυξη της πτώχευσης.
στ) Οι απαιτήσεις του Δημοσίου και των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης από κάθε αιτία, με τις προσαυξήσεις κάθε φύσης και τους τόκους που επιβαρύνουν τις απαιτήσεις αυτές.
ζ) Οι απαιτήσεις του Συνεγγυητικού κατά του οφειλέτη, εφόσον ο τελευταίος έχει ή είχε στο παρελθόν την ιδιότητα της επιχείρησης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών κατά την έννοια του άρθρου 2 του ν. 3606/2007 και οι απαιτήσεις του Συνεγγυητικού έχουν προκύψει εντός δύο (2) ετών πριν από την κήρυξη της πτώχευσης.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 5 άρθρου 13 Ν.4013/2011,ΦΕΚ Α 204, με την παρ. 2 άρθρου 22 Ν.4055/2012,ΦΕΚ Α 51,ταντικαταστάθηκε πάλι με τη παρ.18 υποπαρ.Γ.3 του άρθρου 2 Ν.4336/2015,ΦΕΚ Α 94/14.8.2015 και με το άρθρο 8 παρ.13 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
1. Οι απαιτήσεις που έχουν προνόμιο σε ορισμένο κινητό ή ακίνητο πράγμα ή σε ποσότητα χρημάτων κατατάσσονται με την παρακάτω σειρά:
α) Οι απαιτήσεις που προέκυψαν από δαπάνες για τη διατήρηση του πράγματος το τελευταίο εξάμηνο πριν την κήρυξη της πτώχευσης.
β) Οι απαιτήσεις για το κεφάλαιο με τους τόκους των δύο (2) τελευταίων ετών για τις οποίες υπάρχει ενέχυρο ή υποθήκη ή προσημείωση υποθήκης, εφόσον πρόκειται για ακίνητο.
γ) Οι απαιτήσεις που προέκυψαν από δαπάνες για παραγωγή και συγκομιδή καρπών κατά το τελευταίο εξάμηνο πριν την κήρυξη της πτώχευσης.
2. Επί πωλήσεως της επιχείρησης ως συνόλου (άρθρα 135 επ.), αν υπάρχουν ειδικοί προνομιούχοι πιστωτές επί κατ΄ ιδίαν αντικειμένων της περιουσίας του οφειλέτη, κατατάσσονται ειδικά επί του ποσού του μέρους του τιμήματος που αντιστοιχεί στο μεταβιβασθέν στοιχείο επί του οποίου υπάρχει το ειδικό προνόμιο, του οποίου η αξία υπολογίζεται για την κατάταξή τους.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με τη παρ.19 υποπαρ.Γ.3 του άρθρου 2 Ν.4336/2015,ΦΕΚ Α 94 και με το άρθρο 8 παρ. 14 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016
1. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, αν εκτός από τις απαιτήσεις του άρθρου 154 υπάρχουν και οι απαιτήσεις του άρθρου 155 αριθμ. 1(γ), προτιμώνται οι πρώτες. Αν υπάρχουν και απαιτήσεις του άρθρου 155 αριθμ. 1α) και 1β), τότε οι απαιτήσεις του άρθρου 154 ικανοποιούνται έως το ένα τρίτο του προϊόντος της πτωχευτικής εκποίησης που πρέπει να διανεμηθεί στους πιστωτές και τα δύο τρίτα διατίθενται για να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις του άρθρου 155 αριθ. 1α) και 1β). Από τα υπόλοιπα που απομένουν από το ένα τρίτο ή τα δύο τρίτα, μετά την ικανοποίηση των απαιτήσεων των άρθρων 154 και 155 αριθ. 1α) και 1β), κατά το προηγούμενο εδάφιο, κατατάσσονται, ώσπου να καλυφθούν, οι απαιτήσεις της άλλης από τις προαναφερόμενες δύο κατηγορίες, που δεν έχουν ικανοποιηθεί.
2. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, αν υπάρχουν περισσότερες απαιτήσεις από αυτές που αναφέρονται στα άρθρα 154 ή 155, η απαίτηση της προηγούμενης τάξης προτιμάται από την απαίτηση της επόμενης τάξης και αν είναι της ίδιας τάξης ικανοποιούνται συμμέτρως. Αν συντρέχουν περισσότερες απαιτήσεις από εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 155 αριθ. 1β), ακολουθείται η κατά το ουσιαστικό δίκαιο σειρά.
3. Αν εκτός από τις απαιτήσεις του άρθρου 154 υπάρχουν και απαιτήσεις του άρθρου 155, καθώς και μη προνομιούχες απαιτήσεις, τότε, μετά την ολοσχερή ικανοποίηση των απαιτήσεων του άρθρου 154α, οι απαιτήσεις του άρθρου 155 ικανοποιούνται έως το εξήντα πέντε τοις εκατό (65%), οι λοιπές απαιτήσεις του άρθρου 154 έως το είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) και οι μη προνομιούχες απαιτήσεις έως το δέκα τοις εκατό (10%) του ποσού του προϊόντος της πτωχευτικής εκποίησης που πρέπει να διανεμηθεί στους πιστωτές συμμέτρως. Από τα υπόλοιπα που απομένουν από το εξήντα πέντε τοις εκατό (65%) ή από το είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) κατατάσσονται, ώσπου να καλυφθούν οι απαιτήσεις της εκάστοτε άλλης από τις δύο προαναφερόμενες κατηγορίες, που δεν έχουν ικανοποιηθεί. Από τα υπόλοιπα που απομένουν από την ικανοποίηση των εγχειρόγραφων δανειστών ικανοποιούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 155 και του άρθρου 154 κατηγορίες β-ζ κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο 2 της παραγράφου 1. Αν υπάρχουν απαιτήσεις του άρθρου 155 και μη προνομιούχες απαιτήσεις, οι πρώτες ικανοποιούνται έως το ενενήντα τοις εκατό (90%) και οι δεύτερες έως το δέκα τοις εκατό (10%) του ποσού του προϊόντος της πτωχευτικής εκποίησης, που πρέπει να διανεμηθεί στους πιστωτές συμμέτρως. Αν υπάρχουν απαιτήσεις του άρθρου 154 και μη προνομιούχες απαιτήσεις, τότε, μετά την ολοσχερή ικανοποίηση των απαιτήσεων του άρθρου 154α, οι λοιπές απαιτήσεις του άρθρου 154 ικανοποιούνται σε ποσοστό έως το εβδομήντα τοις εκατό (70%) του προϊόντος της πτωχευτικής εκποίησης που πρέπει να διανεμηθεί στους πιστωτές, ενώ οι μη προνομιούχοι ικανοποιούνται στο υπόλοιπο ποσοστό συμμέτρως.
1. Αν μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος άρθρου γεννηθούν εξ ολοκλήρου απαιτήσεις και συσταθεί για την εξασφάλισή τους ενέχυρο ή υποθήκη επί μη βεβαρημένου κατά την ανωτέρω ημερομηνία πράγματος, αυτές κατατάσσονται, με την επιφύλαξη της παραγράφου 2 και μετά την αφαίρεση των δικαστικών εξόδων, των εξόδων της διοίκησης της πτωχευτικής περιουσίας, στα οποία περιλαμβάνεται και η προσωρινή και οριστική αντιμισθία του διαχειριστή αφερεγγυότητας και των τυχόν ομαδικών πιστωμάτων, με την εξής σειρά:
α) απαιτήσεις της περίπτωσης α΄ του άρθρου 154,
β) απαιτήσεις των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 155,
γ) λοιπές απαιτήσεις του άρθρου 154 και της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 155, δ) μη προνομιούχες απαιτήσεις.
2. Απαιτήσεις οι οποίες προέκυψαν πριν από την ημερομηνία κήρυξης της πτώχευσης και αφορούν μη καταβληθέντες μισθούς έως έξι (6) μηνών από παροχή εξαρτημένης εργασίας και έως του ποσού το οποίο ισούται ανά μήνα οφειλόμενου μισθού και ανά εργαζόμενο με το νόμιμο κατώτατο μισθό υπαλλήλου άνω των είκοσι πέντε (25) ετών επί 275% ικανοποιούνται προνομιακά πριν από κάθε άλλη απαίτηση (υπερ-προνόμιο) και μετά την αφαίρεση των δικαστικών εξόδων, των εξόδων της διοίκησης της πτωχευτικής περιουσίας, στα οποία περιλαμβάνεται και η προσωρινή και οριστική αντιμισθία του διαχειριστή αφερεγγυότητας και των τυχόν ομαδικών πιστωμάτων.
3. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, αν υπάρχουν περισσότερες απαιτήσεις από αυτές που αναφέρονται στα άρθρα 154 ή 155, η απαίτηση της προηγούμενης τάξης προτιμάται από την απαίτηση της επόμενης τάξης και αν είναι της ίδιας τάξης ικανοποιούνται συμμέτρως. Αν συντρέχουν περισσότερες απαιτήσεις από εκείνες που αναφέρονται στην περίπτωση β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 155, ακολουθείται η κατά το ουσιαστικό δίκαιο σειρά.
4. Μετά την ικανοποίηση των απαιτήσεων που έχουν προνόμιο, σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους, ικανοποιούνται οι μη προνομιούχοι πιστωτές συμμέτρως από το υπόλοιπο του προϊόντος της πτωχευτικής εκποίησης που πρέπει να διανεμηθεί στους πιστωτές.
5. Με σκοπό την κατά το δυνατό ταχύτερη ικανοποίηση των απαιτήσεων της παραγράφου 2 του παρόντος, ο διαχειριστής αφερεγγυότητας οφείλει, πριν από την εκποίηση των βεβαρημένων πραγμάτων, να προβαίνει αμελλητί σε κάθε πρόσφορη ενέργεια, όπως ιδίως στην καταβολή χρημάτων και τη διανομή χρημάτων από την εκποίηση μη βεβαρημένων κινητών ή ακινήτων πραγμάτων.
6. Σε περίπτωση ύπαρξης περισσότερων βεβαρημένων πραγμάτων, οι απαιτήσεις της παραγράφου 2 του παρόντος, εφόσον έχουν επαληθευτεί στα χρέη της πτώχευσης, ικανοποιούνται ως εξής: α) συμμέτρως, εφόσον οι εκποιήσεις διενεργήθηκαν ταυτοχρόνως ή β) κατά τη σειρά πραγματοποίησης των εκποιήσεων και έως την ολοσχερή εξόφλησή τους, εφόσον οι εκποιήσεις πραγματοποιήθηκαν διαδοχικώς. Στην περίπτωση β΄ του προηγούμενου εδαφίου, οι ειδικοί προνομιούχοι πιστωτές σε βάρος των οποίων ικανοποιήθηκαν εν όλω ή εν μέρει οι απαιτήσεις αυτές, υποκαθίστανται για το επιπλέον της αναλογίας τους στο προϊόν εκποίησης των υπόλοιπων πραγμάτων.
Εάν το προϊόν εκποίησης των ακινήτων διανεμηθεί πριν το προϊόν εκποίησης των κινητών ή και συγχρόνως, οι ενυπόθηκοι πιστωτές, που δεν έχουν πλήρως εξοφληθεί από το τίμημα των ακινήτων, συντρέχουν ως προς το οφειλόμενο υπόλοιπο με τους ανέγγυους πιστωτές, σε κάθε διανομή με τους τελευταίους, με την προϋπόθεση ότι οι απαιτήσεις των προνομιούχων πιστωτών έχουν επαληθευθεί στα χρέη της πτώχευσης.
Εάν πριν τη διανομή του τιμήματος των ακινήτων πραγματοποιηθούν χρηματικές διανομές από τα κινητά ή ποσότητα χρημάτων, οι προνομιούχοι ή ενυπόθηκοι πιστωτές, των οποίων οι απαιτήσεις έχουν επαληθευθεί, συντρέχουν σ΄ αυτές στο σύνολο των πιστωμάτων τους, οπότε όμως επέρχονται οι συνέπειες των επόμενων άρθρων.
Εάν οι γενικοί προνομιούχοι ή οι ενυπόθηκοι πιστωτές καταταγούν στο τίμημα των ακινήτων για το σύνολο των πιστώσεών τους, το οποίο και θα εισπράξουν, η ανέγγυα ομάδα υποκαθίσταται στη θέση τους κατά τα ποσά, που αυτοί θα έχουν τυχόν εισπράξει κατά το άρθρο 158.
1. Εάν οι γενικοί προνομιούχοι ή οι ενυπόθηκοι πιστωτές καταταγούν στο τίμημα των ακινήτων για μέρος μόνον των απαιτήσεων τους, για το υπόλοιπο κατατάσσονται ως ανέγγυοι με τους λοιπούς πιστωτές.
2. Σε περίπτωση που οι γενικοί προνομιούχοι ή οι ενυπόθηκοι πιστωτές έχουν εισπράξει, κατά το άρθρο 158, περισσότερα από την οριστική τους αναλογία κατά το παρόν άρθρο, οι ανέγγυοι πιστωτές υποκαθίστανται στη θέση τους για το επιπλέον της οριστικής τους αναλογίας εισπραχθέν ποσόν.
3. Όσοι από τους γενικούς προνομιούχους ή ενυπόθηκους πιστωτές δεν καταταγούν επωφελώς στο τίμημα, θεωρούνται ανέγγυοι πιστωτές.
1. Εντός δέκα (10) ημερών από την επομένη της τελευταίας χρονολογικά δημοσίευσης του άρθρου 153 παράγραφος 2, οποιοσδήποτε δικαιολογεί έννομο συμφέρον, μπορεί να ασκήσει κατά του πίνακα διανομής ανακοπή ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου για λόγους που αναφέρονται στην κατάταξη των πιστωτών. Η ανακοπή απευθύνεται κατά του συνδίκου και κατά των πιστωτών των οποίων προσβάλλεται η κατάταξη. Η απόφαση του δικαστηρίου υπόκειται σε όλα τα ένδικα μέσα, πλην της ανακοπής ερημοδικίας.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 8 παρ. 15 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
2. Η συζήτηση της ανακοπής προσδιορίζεται υποχρεωτικά μέσα σε εξήντα (60) ημέρες από την κατάθεσή της και η απόφαση επ` αυτής εκδίδεται μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών από τη συζήτησή της.
Σημ.: όπως προστέθηκε με το άρθρο 8 παρ. 15 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
3. Αν δεν ασκήθηκαν ανακοπές κατά του πίνακα κατάταξης, ο σύνδικος διανέμει αμέσως το εκπλειστηρίασμα. Αλλως, η πληρωμή γίνεται μόνο προς τους καταταγέντες πιστωτές, των οποίων δεν προσβλήθηκε η κατάταξη, διατηρείται δε το ποσό στο οποίο έγινε η κατάταξη του αμφισβητούμενου πιστωτή, μέχρι η κατάταξη του να γίνει τελεσίδικη. Ο εισηγητής μπορεί, μετά από αίτηση αυτού του οποίου προσβλήθηκε η κατάταξη, να διατάξει να γίνει η πληρωμή προς αυτόν, με τον όρο καταβολής εγγυοδοσίας.
Σημ.: όπως αναριθμήθηκε με το άρθρο 8 παρ. 15 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με τη παρ.20 υποπαρ.Γ.3 άρθρου 2 Ν.4336/2015,ΦΕΚ Α 94, με το άρθρο 9 Ν.4446/2016, ΦΕΚ Α 240,αντικαταστάθηκε πάλι με τη παρ.1 άρθρου 62 Ν.4472/2017,ΦΕΚ Α 74/19.5.2017.
1. Οι διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου εφαρμόζονται επί φυσικών ή νομικών προσώπων με πτωχευτική ικανότητα κατά τα οριζόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 2, εφόσον πληρούν δύο από τα τρία ακόλουθα κριτήρια: α) σύνολο ενεργητικού έως εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ, β) καθαρό ύψος κύκλου εργασιών έως διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ, γ) μέσος όρος απασχολουμένων έως πέντε (5) άτομα. Εάν η αίτηση πτώχευσης υποβάλλεται από πιστωτή, τα ανωτέρω στοιχεία προκύπτουν για τις κεφαλαιουχικές εταιρίες από τις τελευταίες πριν από την υποβολή της αίτησης πτώχευσης νομίμως δημοσιευμένες διαθέσιμες οικονομικές καταστάσεις ή από τα βιβλία της επιχείρησης. Για τις προσωπικές εταιρίες και τις ενώσεις προσώπων με νομική προσωπικότητα που επιδιώκουν οικονομικό σκοπό και τα φυσικά πρόσωπα, τα ανωτέρω στοιχεία προκύπτουν από τα βιβλία της επιχείρησης ή από κάθε πρόσφορο μέσο. Εάν η αίτηση πτώχευσης υποβάλλεται από τον οφειλέτη, τα ανωτέρω στοιχεία δύνανται να προκύπτουν και από τα έγγραφα που προβλέπονται στην παρ. 4 του άρθρου 5 του παρόντος και προσκομίζονται από αυτόν.
2. Εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις της πρώτης παραγράφου, το πτωχευτικό δικαστήριο με την απόφαση που κηρύσσει την πτώχευση ορίζει ότι ακολουθείται η διαδικασία του παρόντος Κεφαλαίου. Στην πιο πάνω περίπτωση, εάν μετά την περάτωση της απογραφής διαπιστώνεται ότι ο οφειλέτης δεν πληροί τις προϋποθέσεις της πρώτης παραγράφου, το πτωχευτικό δικαστήριο, ύστερα από αίτηση του συνδίκου, διατάσσει την εφαρμογή της διαδικασίας των λοιπών κεφαλαίων του παρόντος Κώδικα. Αντίγραφο της ως άνω απόφασης κοινοποιείται υποχρεωτικά στο Δημόσιο, σύμφωνα με το άρθρο 62 παρ. 1 του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε.), όπως ισχύει.
3. Εφόσον, μετά την περάτωση της απογραφής της πτωχευτικής περιουσίας, διαπιστώνεται ότι ο οφειλέτης πληροί τις προϋποθέσεις της παρ. 1, ο εισηγητής, μετά την κατά το άρθρο 69 ενημέρωσή του από τον σύνδικο, αφού ακούσει τους ενδιαφερομένους, με αιτιολογημένη διάταξή του, κατά της οποίας δεν επιτρέπεται προσφυγή ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου, ορίζει ότι ακολουθείται η διαδικασία του παρόντος Κεφαλαίου. Αντίγραφο της ως άνω διάταξης κοινοποιείται υποχρεωτικά στο Δημόσιο, σύμφωνα με το άρθρο 62 παρ. 1 του Κ.Ε.Δ.Ε., όπως ισχύει.
4. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται επί της απλοποιημένης διαδικασίας πτώχευσης οι διατάξεις των άλλων κεφαλαίων του παρόντος Κώδικα, υπό την επιφύλαξη των οριζομένων στο παρόν Κεφάλαιο.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με τη παρ.1 άρθρου 62 Ν.4472/2017,ΦΕΚ Α 74/19.5.2017.
1. Οι αναγγελίες και επαληθεύσεις γίνονται σύμφωνα με τα άρθρα 89 έως 93, αποκλειομένης της εφαρμογής του άρθρου 92. Ο εισηγητής, αφού ακούσει τους ενδιαφερομένους, αποφαίνεται με αιτιολογημένη διάταξή του για κάθε αμφισβήτηση απαίτησης κατά την επαλήθευση, για κάθε αντίρρηση που θα προβληθεί και για τις αιτήσεις εκπρόθεσμης επαλήθευσης απαιτήσεων, για τις ανακοπές κατά της εκτελεστικής διαδικασίας, καθώς και για τις ανακοπές κατά του πίνακα κατάταξης των πιστωτών. Κατά της πράξης αυτής του εισηγητή επιτρέπεται εντός δέκα (10) ημερών προσφυγή ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου, το οποίο αποφαίνεται αμετάκλητα.
2. Αν ο εισηγητής έκανε δεκτό το πίστωμα, εφόσον ασκήθηκε εμπροθέσμως προσφυγή ή αντιρρήσεις κατά της πράξης του αυτής, μέχρι να αποφανθεί το πτωχευτικό δικαστήριο, ο πιστωτής έχει το δικαίωμα να παρίσταται στις συνελεύσεις, για δε το πίστωμά του παρακρατείται ανάλογο ποσό σε κάθε διανομή ενεργητικού.
3. Οι αρμοδιότητες του πτωχευτικού δικαστηρίου, που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 18, στην παράγραφο 2 του άρθρου 19 και στην παράγραφο 1 του άρθρου 78, ασκούνται από τον εισηγητή.
4. Η εκποίηση πραγμάτων κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 67 πραγματοποιείται από τον σύνδικο χωρίς την άδεια του εισηγητή.
5. Το άρθρο 75 δεν εφαρμόζεται στις διαδικασίες του παρόντος Κεφαλαίου. Σε περίπτωση που απαιτείται η εκπροσώπηση και παράσταση ενώπιον δικαστηρίου, ο σύνδικος δύναται να αναθέτει τη σχετική εντολή σε δικηγόρο, μετά από σύμφωνη γνώμη του εισηγητή, ο οποίος καθορίζει και την αμοιβή του, κατ` εύλογη κρίση, με αιτιολογημένη διάταξή του, κατά της οποίας δεν επιτρέπεται προσφυγή στο πτωχευτικό δικαστήριο.
6. Η παράγραφος 3 του άρθρου 78 δεν εφαρμόζεται στις διαδικασίες του παρόντος Κεφαλαίου.
Σημ.: όπως προστέθηκε με τη παρ.2 άρθρου 62 Ν.4472/2017,ΦΕΚ Α 74/19.5.2017.
1. Μέχρι την ένωση των πιστωτών, η εκποίηση των κινητών και των εμπορευμάτων της περιουσίας του οφειλέτη γίνεται κατά τις διατάξεις των άρθρων 67, 77 και 84 του παρόντος Κώδικα. Στην περίπτωση της εκποίησης κατά τη διάταξη του άρθρου 77, περίληψη της άδειας εκποίησης με το αναφερόμενο περιεχόμενο δημοσιεύεται με τον τρόπο και τα μέσα που ορίζει ο εισηγητής.
2. Μετά την ένωση των πιστωτών, εάν δεν έχουν εκποιηθεί όλα τα κινητά και τα εμπορεύματα της περιουσίας του οφειλέτη κατά τις προηγούμενες διατάξεις, αυτά που έχουν απομείνει εκποιούνται κατά τη διαδικασία του άρθρου 77, χωρίς την τήρηση της διατύπωσης της παρ. 2 του άρθρου αυτού. Η άδεια του εισηγητή κοινοποιείται στους πιστωτές που τυχόν έχουν εμπράγματη ασφάλεια επί των εκποιούμενων στοιχείων.
Σημ.: όπως προστέθηκε με τη παρ.2 άρθρου 62 Ν.4472/2017,ΦΕΚ Α 74/19.5.2017.
1. Ως προς τα ζητήματα της κίνησης της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, της διαδικασίας της διακήρυξης, καθώς και των προσφορών για την εκποίηση των ακινήτων εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 147, 148 και 149 αντίστοιχα του παρόντος Κώδικα.
2. Εάν η διαδικασία του πλειστηριασμού αποβεί άκαρπη, γιατί δεν εμφανίστηκαν πλειοδότες ή γιατί ο εισηγητής έκρινε μη συμφέρουσα την τιμή και δεν ενέκρινε την εκποίηση, ο πλειστηριασμός επαναλαμβάνεται σε ημερομηνία απέχουσα δύο (2) εβδομάδες από τον προηγούμενο. Εάν και η νέα διαδικασία αποβεί άκαρπη, ο εισηγητής, ύστερα από αίτηση του συνδίκου, με αιτιολογημένη διάταξή του, κατά της οποίας δεν επιτρέπεται προσφυγή ενώπιον του πτωχευτικού δικαστηρίου, υποχρεούται να μεταρρυθμίσει την κατά το άρθρο 148 διάταξή του και να θέσει όρους για τη διευκόλυνση της εκποίησης του ακινήτου, η οποία θα διεξαχθεί υποχρεωτικά χωρίς τις διατυπώσεις του δημοσίου πλειστηριασμού με ελεύθερη εκποίηση του ακινήτου και με το οριζόμενο ελάχιστο τίμημα. Πριν από την έκδοση της ως άνω διάταξης, όποιος δικαιολογεί έννομο συμφέρον, μπορεί να καταθέσει στον εισηγητή έγγραφο υπόμνημα, να επικαλεστεί και να προσκομίσει σχετικά έγγραφα.
3. Ο εισηγητής αποφαίνεται εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την υποβολή της αίτησης του συνδίκου και μεταρρυθμίζει τη διάταξη. Αμέσως μετά την έκδοση της διάταξης, ο εισηγητής συντάσσει νέα έκθεση κατά το άρθρο 148 παρ. 2 και ο σύνδικος συντάσσει νέα διακήρυξη, την οποία προσαρμόζει στη νέα διάταξη.
Σημ.: όπως προστέθηκε με τη παρ.2 άρθρου 62 Ν.4472/2017,ΦΕΚ Α 74/19.5.2017.
1. Η απλοποιημένη διαδικασία περατώνεται με τους τρόπους που αναφέρονται στο άρθρο 164, με εξαίρεση τον τρόπο περάτωσης που αναφέρεται στην παρ. 3 του άρθρου 166.
2. Μετά την παρέλευση τριετίας από την κήρυξη της απλοποιημένης διαδικασίας, ο σύνδικος υποχρεούται να υποβάλει στον εισηγητή έκθεση, στην οποία εξηγεί τους λόγους καθυστέρησης της διαδικασίας. Σε περίπτωση που η καθυστέρηση κρίνεται από τον εισηγητή αδικαιολόγητη, ο εισηγητής τον αντικαθιστά με πράξη του.
3. Μετά παρέλευση τεσσάρων (4) ετών από την έναρξη της ένωσης των πιστωτών, και σε κάθε περίπτωση μετά παρέλευση έξι (6) ετών από την κήρυξη της απλοποιημένης διαδικασίας πτώχευσης, επέρχονται αυτοδικαίως και χωρίς άλλη διατύπωση τα αποτελέσματα της παρ. 2 του άρθρου 166.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 10 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
1. Η πτώχευση περατώνεται με την επικύρωση του σχεδίου αναδιοργάνωσης (άρθρο 125 παράγραφος 2), με την εκποίηση όλων των στοιχείων του ενεργητικού της, καθώς και με την παύση των εργασιών της λόγω της έλλειψης ενεργητικού, λόγω της παρόδου του χρόνου που ορίζεται στο άρθρο 166 παράγραφος 3 ή λόγω της εξόφλησης όλων των πτωχευτικών πιστωτών κατά το κεφάλαιο και τόκους μέχρι την κήρυξη της πτώχευσης.
2. Η τελεσίδικη επικύρωση του σχεδίου αναδιοργάνωσης και η περάτωση της πτώχευσης λόγω εξόφλησης όλων των πτωχευτικών πιστωτών συνιστούν λόγους αναβίωσης του νομικού προσώπου τηρουμένων των διατάξεων του εταιρικού δικαίου.
1. Εντός μηνός από την περάτωση της πτώχευσης, με οποιονδήποτε από τους προβλεπόμενους στον παρόντα κώδικα τρόπους, ο σύνδικος καταθέτει στον εισηγητή έκθεση περί της λογοδοσίας του. Οι πιστωτές και ο οφειλέτης δικαιούνται να λάβουν αντίγραφα της έκθεσης αυτής.
2. Ο εισηγητής συγκαλεί εντός μηνός τη συνέλευση των πιστωτών, ενώπιον των οποίων ο σύνδικος λογοδοτεί για τη διαχείρισή του. Στη συνέλευση αυτή καλείται και δικαιούται να παραστεί και ο οφειλέτης. Οι πιστωτές γνωμοδοτούν περί της διαχείρισης του συνδίκου. Συντάσσεται περί αυτού έκθεση από τον εισηγητή, στην οποία καταχωρούνται και οι παρατηρήσεις του οφειλέτη και των πιστωτών. Αν η σύγκληση της συνέλευσης των πιστωτών δεν καταστεί δυνατό να πραγματοποιηθεί, μετά από δεύτερη ατελέσφορη προσπάθεια, ο σύνδικος λογοδοτεί ενώπιον μόνου του εισηγητή.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 10 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
1. Αν οι εργασίες της πτώχευσης δεν μπορούν να εξακολουθήσουν, λόγω έλλειψης των αναγκαίων χρημάτων ή ευχερώς ρευστοποιήσιμης περιουσίας, το πτωχευτικό δικαστήριο, μετά από έκθεση του εισηγητή και αφού ακούσει τον σύνδικο, μπορεί, κατόπιν αίτησης του οφειλέτη, πιστωτή ή του συνδίκου ή και αυτεπαγγέλτως, να κηρύξει την παύση των εργασιών της πτώχευσης.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 10 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
2. Στην περίπτωση της παραγράφου 1 περατώνεται η πτώχευση, αίρεται η πτωχευτική απαλλοτρίωση και ο οφειλέτης αναλαμβάνει τη διοίκηση της περιουσίας του. Οι πιστωτές αναλαμβάνουν τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα, εκτός αν ο οφειλέτης έχει απαλλαγεί σύμφωνα με το άρθρο 169, παύει δε το λειτούργημα του συνδίκου και του εισηγητή. Τα αποτελέσματα αυτά επέρχονται μετά πάροδο μηνός από τη δημοσίευση της απόφασης της παραγράφου 1.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 10 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016.
3. Μετά παρέλευση δέκα (10) ετών από την έναρξη της ένωσης των πιστωτών ή την παρέλευση δεκαπέντε (15) ετών από την κήρυξη της πτώχευσης, επέρχονται τα αποτελέσματα της παρ. 2.
Η περάτωση της πτώχευσης επέρχεται, κατά τη συμπλήρωση της μακρότερης των άνω προθεσμιών, όταν αποδεικνύεται ότι η διαδικασία της πτωχεύσεως είναι ενεργή, υπάρχουν ή αναμένονται καρποί ή/και εκκρεμούν δίκες.
4. Κατ’ εξαίρεση και μόνο, εάν μέχρι τη συμπλήρωση της μακρότερης των άνω προθεσμιών έχει συνταχθεί πίνακας διανομής, κατά του οποίου εκκρεμεί ανακοπή, το αρμόδιο πτωχευτικό δικαστήριο, έχει τη δυνατότητα, να παρατείνει, περαιτέρω, την πτωχευτική διαδικασία, μέχρι την έκδοση αμετακλήτου αποφάσεως, επί της ανακοπής και την, χωρίς καθυστέρηση, ολοκλήρωση της διανομής. Η αίτηση παράτασης υποβάλλεται, το αργότερο, τριάντα (30) εργάσιμες ημέρες πριν την εκπνοή της μακροτέρας των άνω προθεσμιών. Μέχρι τη συζήτηση της αίτησης προσκομίζεται έκθεση του Εισηγητή Πτωχεύσεων. Η αίτηση παράτασης, η έκθεση του Εισηγητή και η απόφαση του Πτωχευτικού Δικαστηρίου κοινοποιούνται υποχρεωτικά στη Φορολογική Διοίκηση (Διεύθυνση Εισπράξεων της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων) αμελλητί.
5.Τα πτωχευτικά όργανα συνεχίζουν να ασκούν τις αρμοδιότητές τους και η πτωχευτική διαδικασία δεν διακόπτεται, μέχρι την έκδοση απόφασης του πτωχευτικού δικαστηρίου κατά την παρ. 4. Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν υπόκειται σε τακτικά ή έκτακτα ένδικα μέσα.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 11 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016
1. Το πτωχευτικό δικαστήριο, εκτιμώντας τα αίτια και τις συνθήκες της πτώχευσης, ύστερα από σχετική έκθεση του εισηγητή, στην οποία καταχωρούνται και οι τυχόν παρατηρήσεις του οφειλέτη και των πιστωτών, και αφού ακούσει τον σύνδικο, αποφαίνεται ότι ο οφειλέτης είναι συγγνωστός, αν αυτός επιδεικνύει καλή πίστη τόσο κατά την κήρυξη της πτώχευσης όσο και κατά τη διάρκειά της, είναι συνεργάσιμος με τα όργανα της πτώχευσης και η πτώχευση δεν οφείλεται σε δόλιες ενέργειές του. Δεν μπορούν να κηρυχθούν συγγνωστοί αυτοί που καταδικάστηκαν για κάποια από τις πράξεις των άρθρων 171 και 172 του παρόντος ή για κάποια από τις κακουργηματικές πράξεις της κλοπής, απάτης, υπεξαίρεσης ή πλαστογραφίας του Ποινικού Κώδικα. Αν υπάρχει εκκρεμής ποινική δίωξη για κάποια από αυτές τις πράξεις, το πτωχευτικό δικαστήριο μπορεί να αναβάλει την απόφασή του μέχρι την αμετάκλητη περάτωση της ποινικής διαδικασίας. Η απόφαση ανακαλείται αν επέλθει μεταβολή πραγμάτων που να δικαιολογεί την ανάκληση.
2. Αν η πτώχευση περατώθηκε με απόφαση που κηρύσσει την παύση των εργασιών της, κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 166, με την ίδια απόφαση το πτωχευτικό δικαστήριο, εκτιμώντας τα αίτια και τις συνθήκες της πτώχευσης και αφού ακούσει τον σύνδικο, αποφαίνεται ύστερα και από σχετική έκθεση του εισηγητή ότι ο οφειλέτης είναι συγγνωστός.
3. Αν η πτώχευση περατώθηκε με απόφαση που διατάσσει την εκποίηση της επιχείρησης ως συνόλου υπό τις περιστάσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 19 του παρόντος, το πτωχευτικό δικαστήριο ύστερα από αίτηση του οφειλέτη, εκτιμώντας τα αίτια και τις συνθήκες της πτώχευσης και αφού ακούσει τον σύνδικο, αποφαίνεται ύστερα και από σχετική έκθεση του εισηγητή, ότι ο οφειλέτης είναι συγγνωστός.
4. Αν ο οφειλέτης κηρυχθεί συγγνωστός, δεν προσω- ποκρατείται από τους πιστωτές της πτώχευσης, εκτός αν ειδικοί νόμοι ορίζουν διαφορετικά, παύουν δε οι στερήσεις δικαιωμάτων οι οποίες συνέπειες της πτώχευσης σύμφωνα με το άρθρο 15 του παρόντος. Η διάταξη της απόφασης περί κηρύξεως του οφειλέτη συγγνωστού σημειώνεται στο Μητρώο Πτωχεύσεων, καθώς και στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο.
5. Στην περίπτωση του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 4 του άρθρου 3, το πτωχευτικό δικαστήριο, ύστερα από αίτηση του οφειλέτη, εκτιμώντας τα αίτια και τις συνθήκες της υπόθεσης και τις παρατηρήσεις των πιστωτών, αποφαίνεται αν ο οφειλέτης είναι συγγνωστός.
Ο οφειλέτης υποβάλει μετά την παρέλευση δύο ετών από την κήρυξη της πτώχευσης, άλλως μέχρι την περάτωσή της, αν αυτή επέρχεται ενωρίτερα, αίτηση περί της απαλλαγής του.
Στην περίπτωση του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 4 του άρθρου 3, ο οφειλέτης υποβάλλει αίτηση περί της απαλλαγής του μετά την παρέλευση τριών (3) ετών από την καταχώριση του ονόματος ή της επωνυμίας του στο Γ.Ε.ΜΗ. και στα μητρώα πτωχεύσεων της παραγράφου 3 του άρθρου 8.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 11 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016
1. Το πτωχευτικό δικαστήριο αποφασίζει επί της υποβληθείσας σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο, αίτησης του οφειλέτη και, εφόσον τον κρίνει συγγνωστό σύμφωνα με το άρθρο 167, τον απαλλάσσει πλήρως από το υπόλοιπο των απαιτήσεων των πιστωτών που δεν ικανοποιείται από την πτωχευτική περιουσία. Η απόφαση επί της αίτησης εκδίδεται υποχρεωτικά μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών από τη συζήτησή της.
2. Ο οφειλέτης δεν απαλλάσσεται από οφειλές που δημιουργήθηκαν από αδίκημα που τελέσθηκε με δόλο ή βαρεία αμέλεια.
3. Αν η πτώχευση περατώνεται με την επικύρωση του σχεδίου αναδιοργάνωσης, ο οφειλέτης απαλλάσσεται άνευ ετέρου, εκτός εάν το σχέδιο ορίζει διαφορετικά.
4. Απαλλαγή του οφειλέτη σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Κεφαλαίου επιτρέπεται μόνο μία φορά, εκτός εάν πρόκειται για νεότερη απαλλαγή με βάση σχέδιο αναδιοργάνωσης
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 11 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240/22.12.2016
1. Τα αποτελέσματα της αποκατάστασης επέρχονται από την τελεσιδικία της Απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 169.
2. Η αποκατάσταση του οφειλέτη φυσικού προσώπου επιφέρει παύση των στερήσεων από δικαιώματα που ήταν συνέπειες της πτώχευσης σύμφωνα με το άρθρο 15 του κώδικα.
3. Η αποκατάσταση του οφειλέτη νομικού προσώπου αποτελεί λόγο αναβίωσης του.
4. Η αποκατάσταση σύμφωνα με το άρθρο 168 παράγραφος 1 περίπτωση β` περατώνει χωρίς άλλο την πτώχευση.
5. Το πτωχευτικό δικαστήριο στην περίπτωση του άρθρου 168 παράγραφος 1 περίπτωση α`, με την Απόφαση του μπορεί να κηρύξει και την περάτωση της πτώχευσης, εάν δεν συντρέχει λόγος διατήρησης της, εφαρμοζομένων αναλόγως των διατάξεων του άρθρου 166 παράγραφος 2 εδάφια πρώτο και δεύτερο. Το πτωχευτικό δικαστήριο, στην περίπτωση αυτή επί οφειλέτη που έχει κηρυχθεί συγγνωστός, εκτιμώντας ιδίως την οικονομική του κατάσταση, μπορεί να αποφασίσει και την απαλλαγή του, εν όλω ή εν μέρει, από το υπόλοιπο των απαιτήσεων των πιστωτών που δεν ικανοποιήθηκε από την Πτωχευτική περιουσία.
Ο οφειλέτης φυσικό πρόσωπο ο οποίος επιπλέον έχει κηρυχθεί συγγνωστός σύμφωνα με το άρθρο 167 θα απαλλάσσεται πλήρως από τις απαιτήσεις κατά της πτωχευτικής περιουσίας μετά από την παρέλευση τριών ετών από την κήρυξη της πτώχευσης.
Σημ.: όπως προστέθηκε προστέθηκε με τη παρ.21 υποπαρ.Γ.3 του άρθρου 2 Ν.4336/2015,ΦΕΚ Α 94/14.8.2015.Σημ.: σύμφωνα με τη παρ.23 της υποπαρ.Γ.3 έναρξη ισχύος 1.1.2016
1. Με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο (2) ετών και χρηματική ποινή τιμωρείται όποιος, κατά την ύποπτη περίοδο ή και έξι (6) μήνες πριν ή και μετά την κήρυξη της πτώχευσης οποτεδήποτε:
α) εξαφανίζει ή παρασιωπά περιουσιακά του στοιχεία που σε περίπτωση πτώχευσης εμπίπτουν στην πτωχευτική περιουσία ή κατά τρόπο που αντίκειται στους κανόνες της συνετής οικονομικής διαχείρισης, ματαιώνει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων τρίτων, βλάπτει ή καθιστά αυτά χωρίς αξία
β) καταρτίζει ζημιογόνες ή κερδοσκοπικές ή ριψοκίνδυνες δικαιοπραξίες πάσης φύσεως, ακόμα και επί χρηματοοικονομικών παραγώγων, κατά τρόπο που αντίκειται στους κανόνες της συνετής οικονομικής διαχείρισης, ή διαθέτει υπερβολικά ποσά σε παίγνια, στοιχήματα ή
σε αντιοικονομικές δαπάνες ή συνάπτει χρέη για τους σκοπούς αυτούς1
γ) προμηθεύεται εμπορεύματα ή αξιόγραφα με πίστωση, τα οποία, ή τα πράγματα που κατασκευάζει με αυτά, διαθέτει ή παραχωρεί σε τιμές ουσιωδώς κάτω της αξίας τους, κατά τρόπο που αντίκειται στους κανόνες της συνετής οικονομικής διαχείρισης
δ) παριστά ψευδώς ότι είναι οφειλέτης άλλων ή αναγνωρίζει ανύπαρκτα δικαιώματα τρίτων
ε) παραλείπει την τήρηση υποχρεωτικών εμπορικών βιβλίων ή τα τηρεί κατά τέτοιο τρόπο ή τα μεταβάλει, ώστε να δυσχεραίνεται η διαπίστωση της κατάστασης της περιουσίας του
στ) εξαφανίζει ή αποκρύπτει τα εμπορικά του βιβλία ή άλλα στοιχεία ή παρασιωπά την ύπαρξη εμπορικών βιβλίων ή άλλων στοιχείων, καταστρέφει ή βλάπτει εμπορικά βιβλία ή άλλα στοιχεία, η τήρηση των οποίων είναι υποχρεωτική κατά το νόμο, πριν παρέλθει η προθεσμία που πρέπει να τα διατηρήσει, ώστε να δυσχεραίνεται η διαπίστωση της κατάστασης της περιουσίας του
ζ) αντίθετα προς το νόμο, i) παραλείπει την κατά το νόμο σύνταξη των ισολογισμών ή της απογραφής ή ii) καταρτίζει ισολογισμούς ή απογραφή κατά τρόπο που δυσχεραίνεται η διαπίστωση της κατάστασης της περιουσίας του1
η) ελαττώνει την κατάσταση της περιουσίας του με άλλον τρόπο ή παρασιωπά ή αποκρύπτει τις αληθινές δικαιοπρακτικές του σχέσεις.
2. Τιμωρείται επίσης, με τις ποινές της παραγράφου 1 και αυτός που με κάποια από τις πράξεις της παραγράφου 1 προκάλεσε την παύση των πληρωμών του.
3. Όποιος τέλεσε κάποια από τις πράξεις των περιπτώσεων ε΄ και ζ΄ της παραγράφου 1 από αμέλεια, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο (2) ετών.
4. Οι πράξεις του παρόντος άρθρου είναι αξιόποινες μόνο σε περίπτωση που κηρυχθεί η πτώχευση ή η αίτηση απορριφθεί για το λόγο ότι προβλέπεται πως η περιουσία του οφειλέτη δεν θα επαρκέσει για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 3.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 Ν.4446/2016,ΦΕΚ Α 240,αντικαταστάθηκε πάλι με το άρθρο 14 παρ.9 Ν.4491/2017,ΦΕΚ Α 152/13.10.2017
1. Τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο (2) ετών και χρηματική ποινή, όποιος ενώ βρίσκεται σε κατάσταση παύσης πληρωμών ή σε κατάσταση επαπειλούμενης αδυναμίας κανονικής εκπλήρωσης των ληξιπρόθεσμων χρηματικών του υποχρεώσεων, ικανοποιεί απαίτηση πιστωτή ή του παρέχει ασφάλεια, εν γνώσει του ευνοώντας αυτόν έναντι των λοιπών πιστωτών.
2. Η διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 171 εφαρμόζεται αναλόγως.
1. Με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο (2) ετών και χρηματική ποινή τιμωρείται όποιος:
α) εν γνώσει του ότι άλλος απειλείται να περιέλθει σε κατάσταση αδυναμίας κανονικής εκπλήρωσης των ληξιπρόθεσμων χρηματικών του υποχρεώσεων ή
β) μετά την παύση των πληρωμών του, με τη συναίνεση του οφειλέτη ή προς όφελος εκείνου, εξαφανίζει ή παρασιωπά ή αποκρύπτει περιουσιακά στοιχεία εκείνου, τα οποία σε περίπτωση πτώχευσης ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία ή ενεργώντας κατά τρόπο που αντίκειται στους κανόνες της συνετής διαχείρισης, τα καταστρέφει, τα βλάπτει ή τα καθιστά άχρηστα.
2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται ο πιστωτής που συνομολογεί με τον οφειλέτη ή άλλο πρόσωπο ιδιαίτερα ωφελήματα χάριν της ψήφου του στις διασκέψεις της πτώχευσης ή όποιος συνάπτει ιδιαίτερη συμφωνία που ωφελεί τον ίδιο και επιβαρύνει το ενεργητικό της πτώχευσης. Οι συμφωνίες αυτές κηρύσσονται άκυρες έναντι πάντων και έναντι του οφειλέτη από το πτωχευτικό δικαστήριο.
3. Οι πράξεις του παρόντος άρθρου είναι αξιόποινες μόνο σε περίπτωση που κηρυχθεί η πτώχευση ή η αίτηση απορριφθεί, διότι προβλέπεται ότι η περιουσία του οφειλέτη δεν θα επαρκέσει για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας (άρθρο 6 παράγραφος 2).
1. Ο σύζυγος, οι κατιόντες ή ανιόντες του οφειλέτη και οι κατά την ίδια τάξη εξ αγχιστείας συγγενείς του που εν γνώσει παρανόμως ιδιοποιούνται, υπεξάγουν ή αποκρύπτουν πτωχευτικά πράγματα, χωρίς συνεννόηση με τον οφειλέτη, τιμωρούνται κατά τις διατάξεις περί κλοπής ή υπεξαίρεσης του Ποινικού Κώδικα και διώκονται πάντοτε αυτεπαγγέλτως.
2. Αν οι πράξεις αυτές τελούνται μετά από συνεννόηση με τον οφειλέτη, εφαρμόζονται ως προς τα πρόσωπα της προηγούμενης παραγράφου οι διατάξεις περί συμμετοχής του Ποινικού Κώδικα.
1. Κάθε παράνομη ιδιοποίηση χρημάτων ή άλλων πραγμάτων της πτωχευτικής περιουσίας από τον σύνδικο ή από πρόσωπα που έχουν προσληφθεί για τις ανάγκες της πτώχευσης τιμωρείται κατά τις διατάξεις περί υπεξαίρεσης του Ποινικού Κώδικα (άρθρα 375 επ.).
2. Κάθε ψευδής παράσταση του συνδίκου με την έκθεση του άρθρου 70 ή με μεταγενέστερες εκθέσεις, δηλώσεις και υπομνήματά του, προς βλάβη του οφειλέτη ή των πιστωτών, τιμωρείται κατά τις διατάξεις περί απάτης του Ποινικού Κώδικα (άρθρα 386 επ.).
3. Τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή διπλάσια της ωφέλειάς του ο σύνδικος που πωλεί πτωχευτικά πράγματα και τα αγοράζει εμμέσως ο ίδιος με παρένθετα πρόσωπα. Το ποσό της χρηματικής ποινής εισπράττεται κατά τις διατάξεις του ΚΕΔΕ και αποδίδεται από το Δημόσιο στην πτώχευση.
1. Όταν η πτώχευση αναφέρεται σε νομικά πρόσωπα, ποινική ευθύνη για τις πράξεις του παρόντος κεφαλαίου, έχουν εκείνοι από τους διαχειριστές, τα μέλη της διοίκησης και οι διευθυντές τους, οι οποίοι διέπραξαν τα εν λόγω εγκλήματα.
2. Οι διαχειριστές, τα μέλη της διοίκησης και οι διευθυντές των νομικών προσώπων τιμωρούνται με τις ποινές της παραγράφου 1 του άρθρου 171 και όταν έλαβαν προκαταβολές ανώτερες από αυτές που προβλέπονται στο καταστατικό του νομικού προσώπου.
1. Τα αδικήματα του παρόντος κεφαλαίου ανακρίνονται και εκδικάζονται κατά προτεραιότητα με ευθύνη του αρμόδιου εισαγγελέα. Δικαίωμα παράστασης πολιτικής αγωγής για την αποκατάσταση των υλικών ζημιών στις δίκες για παράβαση των διατάξεων αυτών έχει μόνο ο σύνδικος. Οι πιστωτές παρίστανται ατομικώς για τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.
2. Περίληψη των καταδικαστικών αποφάσεων για πράξεις του παρόντος κώδικα δημοσιεύεται στο Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ταμείου Νομικών και τοιχοκολλάται στα γραφεία του εισηγητή επί εικοσαήμερο. Η καταδικαστική απόφαση και οι επιβληθείσες κυρώσεις σημειώνονται και στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο.
Το άρθρο 479 του Αστικού Κώδικα δεν ισχύει σε περίπτωση μεταβίβασης περιουσίας ή επιχείρησης του οφειλέτη κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος κώδικα.
Οι διατάξεις του κώδικα αυτού εφαρμόζονται συμπληρωματικά και επί εξυγίανσης και εκκαθάρισης πιστωτικών ιδρυμάτων και ασφαλιστικών επιχειρήσεων, κατά το μέρος που δεν ρυθμίζονται ειδικά.
Ο παρών κώδικας αρχίζει να ισχύει από την 16η Σεπτεμβρίου 2007.
Με την επιφύλαξη της διάταξης του επόμενου άρθρου, από την έναρξη της ισχύος του παρόντος, καταργούνται:
α) το Τρίτο Βιβλίο (άρθρα 525 έως 707) του Εμπορικού Νόμου,
β) ο α.ν. 635/1937,
γ) το Ν.Δ. 3562/1956 «περί υπαγωγής Ανωνύμων Εταιριών υπό την διοίκησιν και διαχείρισιν των πιστωτών και θέσεως αυτών υπό ειδικήν εκκαθάρισιν» και το Β.Δ. της 22/28.12.1956 «περί εφαρμογής επί ομορρύθμων και ετερορρύθμων εταιριών των διατάξεων του Ν.Δ. 3562/1956»,
δ) τα άρθρα 44, 45 και 46γ του Ν. 1892/1990, όπως ισχύουν μετά τις τροποποιήσεις τους με τους νόμους 1947/1991, 2000/1991, 2224/1994, 2237/1994, 2302/1995, 2324/1995, 2335/1995, 2359/1995, 2516/1997, 2556/1997, 2702/1999,
ε) το άρθρο 6 παρ. 18 και 19 του Ν. 2479/1997 «Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο Επιτάχυνση των δικών»,
στ) οι διατάξεις του ΚΕΔΕ περί αναγκαστικής εκτέλεσης επί της περιουσίας του οφειλέτη κατά τη διάρκεια της πτώχευσης,
ζ) το άρθρο 115 του Εισ. Νόμου Αστικού Κώδικα όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 29 του Ν. 1329/1983,
η) το άρθρο 44 Εισ. Ν. Κ. Πολ. Δικονομίας,
θ) τα εδάφια 2 και 3 της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 11 του Ν. 1667/1986 «Αστικοί Συνεταιρισμοί και άλλες διατάξεις» και
ι) κάθε άλλη διάταξη που αναφέρεται σε αντικείμενο που ρυθμίζεται από τον παρόντα κώδικα και αντιβαίνει στις διατάξεις αυτού.
1. Ο παρών κώδικας εφαρμόζεται επί των διαδικασιών που αρχίζουν μετά την έναρξη ισχύος του.
2. Οι προϊσχύσασες διατάξεις εξακολουθούν να ισχύουν και να εφαρμόζονται επί των εκκρεμών διαδικασιών. Μέχρι την έκδοση της κατά το άρθρο 8 παρ. 3 υπουργικής απόφασης, τα προβλεπόμενα στη διάταξη αυτή Μητρώα εξακολουθούν να τηρούνται σύμφωνα με τις ήδη ισχύουσες διατάξεις.
3. Οι διατάξεις του άρθρου 166 παρ. 3 εφαρμόζονται και επί εκκρεμών πτωχεύσεων, εφόσον από την κήρυξη της πτώχευσης παρήλθε διάστημα 20 (είκοσι) ετών.
4. Οι διατάξεις άλλων νόμων που παραπέμπουν σε άρθρα του καταργούμενου Τρίτου Βιβλίου του Εμπορικού Νόμου ή άλλων ρυθμίσεων πτωχευτικού δικαίου ή δικαίου εξυγίανσης επιχειρήσεων, από την έναρξη ισχύος του παρόντος πτωχευτικού κώδικα θεωρούνται ότι παραπέμπουν σε αντίστοιχες διατάξεις του.
Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.
Αθήνα, 6 Ιουλίου 2007