Με τον όρο αρνησιδικία δε νοείται μόνο η άρνηση έκδοσης απόφασης, αλλά και η αδυναμία έκδοσης δικαστικής απόφασης λόγω εγγενών αδυναμιών του συστήματος απονομής της δικαιοσύνης σε χρόνο και με τρόπο κατάλληλο να προσφέρει την επιζητούμενη ικανοποίηση στους διαδίκους. Σε πρόσφατη έρευνα που χρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και πραγματοποιήθηκε σε 26 κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, με τίτλο «Το Κόστος της μη εφαρμογής Ενναλακτικών τρόπων Επίλυσης Διαφορών», η παραδοσιακή απόδοση της δικαιοσύνης δείχνει να πάσχει σημαντικά όσον αφορά αυτά τα δύο στοιχεία.
Πιο συγκεκριμένα, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 22η θέση με κατά μέσο όρο χρόνο περαίωσης μιας υπόθεσης (ενδεικτικής αξίας 200.000€) που κατέληξε σε δικαστική διαμάχη τις 970 μέρες και συνολικό κόστος τις 14.700 € (7,4% επί της αξίας της διαφοράς), ποσό πολλές φορές απαγορευτικό, αν λάβει κανείς υπ’ όψη τις παρούσες οικονομικές συνθήκες, ιδιαίτερα για μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Οι αριθμοί αυτοί, ωστόσο, μεταβάλλονται αισθητά στην περίπτωση που τα μέρη αποφασίσουν να επιλύσουν τη διαφορά τους μέσω μιας εναλλακτικής μεθόδου επίλυσης διαφορών, όπως η διαιτησία ή η διαμεσολάβηση.
Όσον αφορά την Διαιτησία, παρ’ ότι το κόστος ανέρχεται στις 19.600 € (9,8 % επί της αξίας της διαφοράς), ο χρόνος περάτωσης της υπόθεσης μειώνεται σημαντικά στις 250 ημέρες. Για τη Διαμεσολάβηση θα χρειαστούν 60 ημέρες, ενώ το ποσό που υπολογίζεται ότι θα δαπανηθεί δεν ξεπερνά τις 4.275 € (2,1 % επί της αξίας της διαφοράς). Όμως, πέραν των ανωτέρω στοιχεί-ων, που καθιστούν εμφανώς, θελκτικότερη την επιλογή μιας εναλλακτικής μεθόδου επίλυσης διαφορών, η διαιτησία και η διαμεσολάβηση δύνανται να προσφέρουν και περαιτέρω κίνητρα σε ιδιώτες και επιχειρήσεις, εκτός από την ταχύτητα αλλά και το κόστος, δεδομένου ότι στη διαιτησία τα οικονομικά οφέλη της επιχείρησης μπορεί να είναι περισσότερα αφού η διένεξη θα λήξει ταχύτερα.
Η ευελιξία των διαδικασιών αυτών παρέχει τη δυνατότητα σε επιχειρηματίες και ιδιώτες να διατηρήσουν εμπιστευτικά οικονομικά ή άλλα σημαντικά στοιχεία. Χαρακτηριστικό δείγμα της ιδιαιτερότητας αυτών των μεθόδων είναι το δικαίωμα των μερών να επιλέγουν ως δια-μεσολαβητή ή διαιτητή κάποιον επαγγελματία με εξειδικευμένες γνώσεις επί της εκάστοτε διαφοράς τους, εάν λόγου χάρη αυτή είναι αμιγώς οικονομική.
Επομένως, η χρήση εναλλακτικών τρόπων επίλυσης των διαφορών μπορεί να δημιουργήσει ένα περιβάλλον φιλικό προς τους ιδιώτες και τις επιχειρήσεις, καθώς τα μέρη δύνανται να εξασφαλίσουν τα συμφέροντά τους και την ίδια στιγμή να προστατεύσουν τη μεταξύ τους σχέση, προσωπική και συναλλακτική, από τους κινδύνους μιας μακροχρόνιας δικαστικής διαμάχης.
Καθίσταται πρόδηλο ότι τα μέρη που θα επιλέξουν την εναλλακτική επίλυση της διαφοράς τους δε θα πρέπει να ανησυχούν για τη διακύβευση της ασφάλειας δικαίου, καθώς η συμφωνία στην οποία θα καταλήξουν ή η διαιτητική απόφαση που θα προκύψει θα είναι απολύτως δεσμευτική δεδομένου ότι η διαιτητική απόφαση αποτελεί τίτλο εκτελεστό, που δεν προσβάλλεται με ένδικα μέσα και το σύμφωνο διαμεσολάβησης δύναται να καταστεί τίτλος εκτελεστός, εάν το ζητήσει κάποιο από τα μέρη.
Η χρήση των εναλλακτικών μεθόδων επίλυσης διαφορών έχει την ικανότητα να μειώσει αισθητά το φόρτο εργασίας των δικαστηρίων, δημιουργώντας μια πολυμορφία στην απονομή δικαιοσύνης. Όσον αφορά τις επιχειρήσεις, θα απελευθερωθούν από το φόβητρο ακόμη και μιας πιθανής διασυνοριακής δικαστικής διαμάχης, μειώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο το επιχειρηματικό ρίσκο ενδοκοινοτικών εμπορικών συναλλαγών. Το εμπόριο και οι επιχειρήσεις έχουν ανάγκη από την ταχύτητα διαδικασιών όπως η Διαιτησία και η Διαμεσολάβηση, που όμως δε στερούνται ποιότητας και κύρους. Η ενημέρωση και η εξοικείωση με αυτές δεν αποτελεί παρά όφελος για την ελληνική επιχειρηματικότητα.
Η τελευταία έκθεση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ (World Economic Forum-WEF) κατατάσσει την Ελλάδα στην 26η θέση μεταξύ 28 χωρών της Ε.Ε. όσον αφορά τις συνθήκες που ευνοούν την επιχειρηματικότητα, μια εκτίμηση που αποτυπώνει τις δυσκολίες που παρουσιάζονται στην προσπάθεια του επιχειρείν, τουλάχιστον τα τελευταία έξι χρόνια που η ύφεση πιέζει ασφυκτικά εργοδότες, εργαζόμενους αλλά και κάθε τμήμα της κοινωνίας εντός ελληνικών συνόρων. Η πίεση προς τις επιχειρήσεις δεν εξαντλείται, όμως, σε οικονομικούς όρους. Οι επιχειρήσεις που αποφασίζουν να δραστηριοποιηθούν στην Ελλάδα καλούνται να αντιμετωπίσουν ένα δαιδαλώδες και ασαφές ρυθμιστικό περιβάλλον ικανό να δημιουργεί τριβές, εντάσεις και εν τέλει διαφορές. Σε συνδυασμό με την εξαιρετικά χρονοβόρα σε πολλές περιπτώσεις έκδοση αποφάσεων από τις δικαστικές αρχές, το καθεστώς εντός του οποίου οι ελληνικές επιχειρήσεις καλούνται να λειτουργήσουν επιτυχώς, αν όχι να επιβιώσουν, συχνά τις φέρνει αντιμέτωπες με την αδυναμία ταχείας και αποτελεσματικής επίλυσης μιας διαφοράς, πολλές φορές με προεκτάσεις στο σύνολο της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας.
Εν κατακλείδι, η εναλλακτική επίλυση διαφορών αποτελεί την εξέλιξη της νομικής επιστήμης, όντας ικανή να αναδείξει την πολυδιάστατη φύση του νομικού επαγγέλματος και την καθοριστική συμβολή του στην επιχειρηματική άνθιση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, δίνεται πλέον η δυνατότητα αξιοποίησης των διαφορετικών χαρακτηριστικών κάθε μεθόδου εναλλακτικής επίλυσης διαφορών προσφέροντας ad hoc λύσεις για την κάθε διαφορά, αποφεύγοντας τον μονόδρομο της αντιδικίας.
Αλεξία Κουκκουλλή
ΠΗΓΗ: ΕΒΕΑ