Σε μια κρίσιμη για τον εγχώριο και παγκόσμιο εμπορικό και επιχειρηματικό κόσμο εποχή, εντοπίζεται η ανάγκη για περαιτέρω ανάπτυξη και προώθηση του θεσμού της διαιτησίας, ως μέσου εναλλακτικής επίλυσης διαφορών. Στη θέα, βέβαια, μιας παγκοσμιοποιημένης αγοράς, προκύπτει μεγαλύτερη ανάγκη για επιπλέον γνώση, εφαρμογή και χρήση της. Τομείς που επηρεάζονται άμεσα από τις πιο πάνω έννοιες και επωφελούνται πρώτοι των πλεονεκτημάτων και αποτελεσμάτων τους, είναι ο εμπορικός, επιχειρηματικός και επενδυτικός.
Είναι καίριας σημασίας η μέσω της διεθνούς διαιτησίας εκ νέου καλλιέργεια πνεύματος εμπιστοσύνης και αξιοπιστίας στις συναλλαγές, η δημιουργία αισθήματος ασφάλειας, η προώθηση, ανάπτυξη και απελευθέρωση των αγορών, των εμπόρων, των επιχειρηματιών. Και αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσω της διεθνούς διαιτησίας, η οποία είναι απόλυτα εναρμονισμένη με το πολύπλοκο σημερινό καθεστώς ελεύθερης αγοράς και την συνεχώς εξελισσόμενη παγκοσμιοποιημένη επιχειρηματική και εμπορική πραγματικότητα και δραστηριότητα.
Η διεθνής διαιτησία εντοπίζεται σε ιδιωτικές σχέσεις και συναλλαγές, οι οποίες διακατέχονται από στοιχεία αλλοδαπότητας. Και πότε συμβαίνει αυτό; όταν τα συμβαλλόμενα μέρη, σε μια σύμβαση ή συναλλαγή ιδιωτικού δικαίου, έχουν την εγκατάσταση τους σε διαφορετικά κράτη ή έχουν καθορίσει εκπλήρωση των υποχρεώσεων τους σε κράτος άλλο από αυτό της εγκατάστασης τους ή επιλέγουν να υπαγάγουν την επίλυση των μεταξύ τους διαφορών σε μια έδρα διαιτησίας διαφορετική και με ένα νομικό σύστημα αποκολλημένο από την έδρα τους.
Πολλοί είναι οι παράγοντες που καθιστούν τη διαιτησία, και κατ’ επέκταση τη διεθνή διαιτησία, το πλέον κατάλληλο μέσο εναλλακτικής επίλυσης διαφορών. Η ταχύτητα και η αμεσότητα στη διαδικασία, που δεν εντοπίζονται ενώπιον των τακτικών δικαστηρίων, η αμεροληψία των διαιτητών, οι οποίοι λειτουργούν και ενεργούν υπό το νομικό πλαίσιο που έχουν υπαγάγει τη διαφορά τους τα μέρη, η εμπιστευτικότητα, μιας και τα στοιχεία που παρουσιάζονται κατά την διεξαγωγή διαιτησίας δε μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε οποιαδήποτε άλλη διαδικασία, το κόστος, που σε συνάρτηση και στάθμιση με το χρόνο και τους πόρους που απαιτούνται για την τελική επίλυση διαφοράς από τα εθνικά δικαστήρια είναι κατά πολύ ευνοϊκότερο και συμφέρον, και τέλος η κατάρτιση και εξειδίκευση των μελών ενός διαιτητικού δικαστηρίου και η δυνατότητα των μερών να επιλέξουν, με συμφωνία διαιτησίας, τους διαιτητές, το πλαίσιο επίλυσης της διαφοράς τους και τους κανόνες που θα εφαρμοστούν, αποτελούν την πεμπτουσία της διαιτητικής επίλυσης μιας διαφοράς.
Ακρογωνιαίος λίθος όλων αυτών είναι, η θέσπιση νομοθετικού πλαισίου σε εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, το οποίο προσδιορίζει τον τελεσίδικο και εκτελεστό χαρακτήρα των αποφάσεων των διαιτητικών δικαστηρίων και καθορίζει την αναγνώριση και εκτέλεση αυτών και σε άλλα κράτη, πέρα από αυτά που έχουν εκδώσει μια διαιτητική απόφαση. Αυτό είναι που ενισχύει απόλυτα και επικυρώνει την ισχύ, το κύρος και τη σημασία των διεθνών διαιτητικών αποφάσεων και της διεθνούς διαιτησίας. Η Σύμβαση της Νέας Υόρκης, η οποία έχει κυρωθεί στην Ελλάδα με το Ν.Δ. 4220/1961 «Περί κυρώσεως της εν Νέα Υόρκη την 10ην Ιουνίου 1958 υπογραφείσης συμβάσεως περί αναγνωρίσεως και εκτελέσεως αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων», είναι ίσως το σημαντικότερο νομοθέτημα, διεθνούς μάλιστα εμβέλειας, το οποίο προάγει την καταφυγή στη διεθνή διαιτησία.
Στην Ελλάδα, ο σπουδαιότερος σε έργο Διαιτητικός Φορέας, ο οποίος μάλιστα είναι αναγνωρισμένος ανάμεσα στους 100 καλύτερους παγκοσμίως, είναι αυτός που έχει εγκαθιδρυθεί στο Ε.Β.Ε.Α με το Π.Δ. 31/1979. Σε αυτόν εφαρμοζόμενο νομικό και διαδικαστικό πλαίσιο είναι αυτό που καθορίζεται στο εν λόγω Π.Δ. και, στην περίπτωση που εκδικάζεται Διεθνής Διαιτησία και όχι εγχώρια, ο Ν. 2735/1999.
Η μόνιμη θεσμική διαιτησία του Ε.Β.Ε.Α αποτελεί την καταλληλότερη επιλογή για την επίλυση διεθνών διαφορών. Στα πλαίσια της παρέχονται υψηλού επιπέδου υπηρεσίες διαιτησίας, με βάση διεθνή πρότυπα, ενώ έγκριτοι, έμπειροι, διακεκριμένοι και πλήρως καταρτισμένοι διαιτητές, οι οποίοι προέρχονται από τον νομικό αλλά και από τον επιχειρηματικό χώρο, μπορούν να επιλεγούν από τον κατάλογο που τηρείται στο Ε.Β.Ε.Α., για να συγκροτήσουν το Διαιτητικό Δικαστήριο. Προς ενίσχυση, μάλιστα, του επιπέδου και της ποιότητας των υπηρεσιών, αλλά και για προαγωγή του έργου των διαιτητικών δικαστηρίων εντός και εκτός Ελλάδας, το Ε.Β.Ε.Α έχει προσφύγει και υπογράψει πρωτόκολλα συνεργασίας τόσο σε εγχώριο όσο και σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο. Ενδεικτικά είναι τα πρωτόκολλα συνεργασίας με το Ευρωπαϊκό Επιμελητήριο Διαιτησίας (European Arbitration Chamber), το Αζέρικο Επιμελητήριο, το Επιμελητήριο του Πεκίνο, της Βουλγαρίας, του Μιλάνο και της Κύπρου.
Επιπλέον, στα πλαίσια της μόνιμης διαιτησίας ενώπιον του Ε.Β.Ε.Α, η οικονομική επιβάρυνση και τα έξοδα για την επίλυση διαφοράς είναι κατά πολύ μικρότερα, σε σχέση με άλλους διαιτητικούς φορείς, ενώ παράλληλα ο κανονισμός που εφαρμόζεται σε αυτήν είναι ευέλικτος και μεταφρασμένος στην αγγλική και γαλλική γλώσσα, ώστε να είναι κατανοητό το πλαίσιο του σε μέρη τα οποία δεν μιλάνε την ελληνική γλώσσα.