Η διαιτητική επίλυση διαφορών αποτελεί ολοένα και πιο δημοφιλή επιλογή διεθνώς, διευρύνοντας το πεδίο εφαρμογής της, πέραν των ιδιωτικών, και ιδιαιτέρως των εμπορικών, διαφορών, στις διοικητικές και στις ποινικές διαφορές, κάμπτοντας τη δυσπιστία του κρατικού παράγοντα και δίνοντας νέα οπτική και χρήσιμα εργαλεία στην απονομή της δικαιοσύνης. Ένας τομέας που φαίνεται να χρήζει ιδιαίτερης ανάγκης και συντονισμένων δράσεων είναι ο φορολογικός, ο οποίος καταλαμβάνει, δεδομένων των συνθηκών, σημαντικό χώρο στη δικαστική ύλη.
Στην ελληνική επικράτεια, ωστόσο, τα βήματα προς τη μεταμόρφωση του συστήματος απονομής της δικαιοσύνης είναι διστακτικά και δεδομένου ότι οι φορολογικές διαφορές αποτελούν διοικητικές δια-φορές, και όχι ιδιωτικές, με τις οποίες έχει ταυτιστεί ο θεσμός της Διαιτησίας, έχει δημιουργηθεί η εσφαλμένη εντύπωση ότι δεν είναι δυνατή η επίλυσή τους μέσω της αυτής. Σημαντικό παράγοντα προς αυτή την κατεύθυνση αποτελεί το γεγονός ότι η κρατική εξουσία, εν προκειμένω το Ελληνικό Δημόσιο, μέχρι πρότινος δεν έδειχναν την απαραίτητη προθυμία να καταφύγουν σε λύσεις που δεν δίνονται από τα πολίτικά δικαστήρια, παρ’ ότι τόσο το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (ΑΕΔ 24/1993), όσο και το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ 1197/2005 Β’ Τμ.), έχουν κάνει δεκτό ότι «το άρθρο 94 παρ. 1 του Συντάγματος δεν απαγορεύει στον κοινό νομοθέτη να επιτρέψει στη διοίκηση και τον φορολογούμενο να υπαγάγουν με συμφωνία τους σε διαιτησία συγκεκριμένη φορολογική διαφορά ή φορολογικές διαφορές που προέρχονται από ορισμένη έννομη σχέση». Διευκρινίζεται ωστόσο, ότι «η δικαιοδοσία του διαιτητικού οργάνου δεν περιλαμβάνει και εξουσία ακυρώσεως της διοικητικής πράξεως επιβολής φορολογικού βάρους, η οποία εξουσία επιφυλάσσεται από το Σύνταγμα υπέρ των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων» (ΑΕΔ 24/1993) και μόνο μία ρητή διάταξη του Συντάγματος θα μπορούσε να ορίσει διαφορετικά.
Στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης της φορολογικής διοίκησης και σε μια προσπάθεια ταχείας επίλυσης ενός ογκώδους αριθμού φορολογικών δικών, ιδρύθηκε το Σώμα Φορολογικών Διαιτητών, που σκοπεύει στην επίλυση διαφορών άνω των 150.000 ευρώ. Ενόσω βρισκόμαστε ακόμη εν αναμονή του εκτελεστικού διατάγματος που θα θέσει σε εφαρμογή το θεσμό, μοιάζει να πρόκειται για μια κομβική λύση σε ένα φλέγον θέμα που ταλαιπωρεί αμφότερες τις πλευρές και ιδίως σε μια εποχή που τα διοικητικά δικαστήρια καταβάλλουν δυσθεώρητη προσπάθεια υπό το βάρος των τρεχουσών εξελίξεων και του ογκώδους αριθμού, φορολογικών και μη, υποθέσεων που βρίσκονται ενώπιον τους. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αδρανοποίηση νευραλγικών τομέων, όπως είναι η ομαλή οικονομική δραστηριότητα των επιχειρήσεων, αλλά και η αδυναμία είσπραξης δασμών, τελών και φόρων από τις δημοσιοοικονομικές υπηρεσίες σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη συγκυρία.
Η λειτουργία του Σώματος Φορολογικών Διαιτητών θα παράσχει την αναγκαία αμεσότητα για την επίλυση αυτού του είδους των διαφορών, απαλλάσσοντας τον πολίτη από την υποχρέωση άμεσης καταβολής του 50% επί του προστίμου και την περαιτέρω διαιώνιση της διαφοράς στα διοικητικά δικαστήρια. Επιπλέον, η ταχεία επίλυση της διαφοράς θα δώσει την ευκαιρία στο Δημόσιο να εισπράξει άμεσα τους οφειλόμενους φόρους, και, ταυτόχρονα, θα ανακουφίσει τις επιχειρήσεις από πολυετείς δικαστικές δια-μάχες. Τα δυνητικά οφέλη, επομένως, υπερσκελίζουν τις όποιες ανησυχίες περί εισπρακτικού μηχανισμού.
Επιπροσθέτως, η ίδρυση του Σώματος Φορολογικών Διαιτητών, η οποία παρέχει κίνητρο άμεσης επίλυσής της διαφοράς το αργότερο εντός έξι μηνών, θα μπορούσε να ωφελήσει την ανάπτυξη μιας φορολογικής κουλτούρας ξεκινώντας από τον επιχειρηματικό χώρο που έχει ανάγκη ευέλικτων διαδικασιών. Πέραν λοιπόν, των πρακτικών θεμάτων που θα μπορούσε να λύσει, όπως είναι το παρόν καθεστώς αρνησιδικίας, είναι ευκταίο να εδραιωθεί εν καιρώ η φορολογική συνέπεια, η οποία βέβαια θα διευκολυνθεί και από μια σταδιακή μείωση των φορολογικών βαρών, δίνοντας την απαραίτητη πνοή στην αγορά, ενισχύοντας τη ρευστότητα των επιχειρήσεων και, εντέλει, περιορίζοντας τις ισχυρές πιέσεις που δέχονται τα τελευταία χρόνια.
Μια τέτοια πρωτοβουλία θα έδινε τη δυνατότητα στον πολίτη να απεμπλακεί από επιζήμιες και χρονοβόρες δικαστικές διαδικασίες, και να δημιουργηθεί μια νέα σχέση μεταξύ αυτού και του κράτους αμφοτέρως συμφέρουσα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, με την άμβλυνση των εντάσεων και τον παραμερισμό της δικαστικής διαμάχης, θα μπορούσαν να καταπολεμηθούν η φοροδιαφυγή και η φοροαποφυγή, διαπλάθοντας ταυτόχρονα ένα εκλογικευμένο και όχι τιμωρητικό φορολογικό σύστημα.
Αλεξία Κουκκουλλή
ΠΗΓΗ: ΕΒΕΑ