Διαμεσολάβηση-Εναρμόνιση με το ελληνικό δικαιικό σύστημα
Όλο και μεγαλύτερος λόγος γίνεται τον τελευταίο χρόνο στην Ελλάδα για τον Θεσμό της Διαμεσολάβησης, ως μέσω εναλλακτικής επίλυσης διαφορών. Αναμενόμενο θα πει κανείς, δεδομένων των πρόσφατων νομοθετικών ρυθμίσεων που έχουν φέρει τον θεσμό στο προσκήνιο των νομικών θεμάτων και συζητήσεων. Και πιο πολύ αναμενόμενες, βέβαια, οι αντιδράσεις και οι αμφισβητήσεις που έχουν προκύψει στους νομικούς κύκλους σχετικά με τον ρόλο της Διαμεσολάβησης στο δικαιικό μας σύστημα.
Η Διαμεσολάβηση εντάσσεται στο τομέα της εναλλακτικής απονομής δικαιοσύνης και είναι παγκοσμίως διαδεδομένη και αναγνωρισμένη διαδικασία. Σκοπός της είναι η επίλυση διαφορών με έναν τρόπο καινοτόμο, μέσω συνεργασίας, διαπραγμάτευσης, διαβούλευσης και συζήτησης, μακριά από έντονες και μακροχρόνιες διαμάχες, μακριά από ανταγωνιστικότητα. Δεν επιβάλλει λύση αλλά αντιθέτως επιδιώκει να εκμαιεύσει μέσα από διάλογο που εξελίσσεται μεταξύ των μερών την λύση εκείνη που εξασφαλίζει τα πραγματικά συμφέροντα τους, η οποία μάλιστα αποτυπώνεται σε σχετική μεταξύ τους συμφωνία. Βασίζεται σε μια κουλτούρα και μια φιλοσοφία διαφορετική, όπου τα μέρη έχουν ενεργό ρόλο και είναι αυτά που καθορίζουν το μέλλον της διαφωνίας τους.
Το ρόλο του «διαιτητή» στη διαδικασία της Διαμεσολάβησης διαδραματίζει ο διαμεσολαβητής, ο οποίος ως ουδέτερο τρίτο πρόσωπο εφοδιασμένο με δεξιότητες και γνώσεις συνδράμει στη διαπραγμάτευση μεταξύ των μερών. Είναι αυτός που καλείται να αναγνωρίσει τις θέσεις και προσδοκίες των δύο πλευρών, να τις αξιολογήσει και να τις περιορίσει στο σημείο που είναι εφικτό και αναγκαίο για να μπορεί να είναι γόνιμος και δυνατός ένας διάλογος που θα οδηγήσει σε συμφωνία μεταξύ τους.
Και όλα τα πιο πάνω, συνδυάζονται με ταχύτητα στη διαδικασία, αξιοπιστία ως προς αυτήν και τα αποτελέσματα της, χαμηλό κόστος, εμπιστευτικότητα αφού τα στοιχεία που αναδεικνύονται από τα μέρη δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν εκτός διαδικασίας, σεβασμό στη βούληση των μερών, ισχύ και δεσμευτικότητα του αποτελέσματος της Διαμεσολάβησης.
Σαφέστατα, η Διαμεσολάβηση για να λειτουργήσει καλύτερα στο ελληνικό νομικό σύστημα και για να αποδώσει τα μέγιστα δυνατά αποτελέσματα της πρέπει να είναι εναρμονισμένη με τους κυριότερους φορείς δικαιοσύνης, τους δικηγόρους και τα δικαστήρια. Και κάτι τέτοιο προϋποθέτει πρώτα την αναγνώριση των δυνατοτήτων του θεσμού και των θετικών στοιχείων που αυτός παρουσιάζει, καθώς και την συνειδητοποίηση ότι ο θεσμός δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση εχθρό του δικαστικού συστήματος ή του δικηγορικού κόσμου, αλλά αντιθέτως σύμμαχο που μπορεί να ενισχύσει και να βελτιώσει την ποιοτική και χρονικά γρηγορότερη απονομή δικαιοσύνης.
Την εναρμόνιση του θεσμού με το δικηγορικό επάγγελμά μπορεί να διευκολύνει και η κατανόηση της σπουδαιότητας του ρόλου ενός δικηγόρου στα πλαίσια της διαδικασίας διαμεσολάβησης. Η συμμετοχή των πληρεξουσίων δικηγόρων στην προεργασία για να υπαχθεί μια διαφορά σε διαμεσολάβηση και στην διαδικασία καθ’ εαυτήν, όχι μόνο δεν είναι τυχαία και αδιάφορη αλλά αντίθετα είναι καίριας σημασίας. Οι δικηγόροι θέτουν τις βάσεις και δημιουργούν έφορο έδαφος για την επιλογή της διαμεσολάβησης, αυτοί καλλιεργούν νοοτροπία και διαλλακτικό πνεύμα στους πελάτες τους, αυτοί μεταφέρουν αίσθηση ασφάλειας για την αξιοπιστία και τα αποτελέσματα της διαδικασίας. Όσον αφορά δε την διεξαγωγή, αυτοί είναι που απεικονίζουν τα ουσιαστικά στοιχεία και γεγονότα της διαφοράς στον διαμεσολαβητή και προασπίζονται τα συμφέροντα των πελατών τους.
Από την άλλη, το δικαστικό σύστημα αν αναλογιστεί τον όγκο υποθέσεων που μπορεί να απορροφήσει ο θεσμός, αποφράσσοντας έτσι τα εθνικά μας δικαστήρια, και το πόσο σωτήριο θα αποβεί αυτό για την ταχύτητα και την ποιοτική βελτίωση της δικαιοσύνης που απονέμεται στις δικαστικές αίθουσες, θα μπορέσει να συλλειτουργήσει αρμονικά μαζί του. Με γνώμονα αυτό θα προαχθεί η παράλληλη απονομή δικαιοσύνης χωρίς κανένα ανταγωνισμό, αφού σκοπός δεν είναι η σύγκριση και σύγκρουση των δύο διαδικασιών ή του διαμεσολαβητή με τον φυσικό δικαστή αλλά η από κοινού μάχη υπέρ της ορθής λειτουργίας του συστήματος, με χρήση κλασσικών ή εναλλακτικών μεθόδων επίλυσης διαφορών.
Συνεπακόλουθο όλων των πιο πάνω, η δημιουργία ενός νέου νομικού πλαισίου γρήγορης και αποτελεσματικής απονομής δικαιοσύνης. Μια τέτοια πρόοδος θα ευνοήσει και κατ’ επέκταση θα απελευθερώσει πρόσωπα όπως επιχειρηματίες, έμποροι και επενδυτές, που η πραγματικότητα τους κατακλύζεται από πλήθος επαφών και σχέσεων οι οποίες απαιτούν ιδιαίτερη μεταχείριση και προκαλούν συχνά διαφωνίες και διαμάχες προς επίλυση. Και η απελευθέρωση του επιχειρηματικού, εμπορικού και επενδυτικού κόσμου, είναι αυτή που θα βοηθήσει την ελληνική αγορά να αποκολληθεί από την ύφεση που έχει καταπέσει.