Η εναλλακτική οδός της διαμεσολάβησης αποτελεί τη μελλοντική λύση στο δυσλειτουργικό και εξαιρετικά βεβαρυμμένο σύστημα της παραδοσιακής απόδοσης της δικαιοσύνης. Η αποτελεσματική, ωστόσο, λειτουργία του θεσμού απαιτεί άρτια επιστημονική κατάρτιση και συγκεκριμένες δεξιότητες από τους εκπροσώπους των μερών που θα συμβάλουν στη διεξαγωγή της. Αυτά τα στοιχεία είναι ικανά να δώσουν τη δυνατότητα σε πολίτες, επιχειρήσεις, οργανισμούς καθώς και στη νομική κοινότητα της χώρας να επιλύουν διαφορές με ταχύτητα και δημιουργικότητα, εξοικονομώντας παράλληλα πόρους και εξασφαλίζοντας κοινώς αποδεκτά αποτελέσματα διατηρώντας τον έλεγχο της διαδικασίας. Σκοπός του άρθρου είναι να αναδείξει τη θέση του δικηγόρου-παραστάτη στη Διαμεσολάβηση, περιγράφοντας περιεκτικά τον τρόπο που οφείλει να λειτουργεί για την ομαλή και επιτυχημένη έναρξη και διεξαγωγή της διαδικασίας.
Ακρογωνιαίος λίθος για την επίτευξη ενός ωφέλιμου αποτελέσματος είναι η προετοιμασία και η ετοιμότητα του δικηγόρου-παραστάτη που θα περιλαμβάνει πλήρη γνώση και κατανόηση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης και του εφαρμοστέου δικαίου. Τοιουτοτρόπως δύναται να προβεί σε ρεαλιστική εκτίμηση της κατάστασης και των κινδύνων προκειμένου να καταστρώσει τη στρατηγική που θα οδηγήσει στην καλύτερη δυνατή λύση για τα συμφέροντα του πελάτη του. Πολλές φορές μια τέτοια λύση είναι πιθανόν να επιτευχθεί ύστερα από μακροσκελείς διαπραγματεύσεις για τις οποίες ο δικηγόρος-παραστάτης οφείλει επίσης να είναι προετοιμασμένος και εξοπλισμένος με μια γραμμή πλεύσης που θα τον οδηγήσει στο επιθυμητό αποτέλεσμα με τα λιγότερα δυνατά ανταλλάγματα.
Πέραν της πλήρους γνώσης της υπόθεσης, ο δικηγόρος-παραστάτης οφείλει να προσαρμόσει τη θέση και τη συμπεριφορά του εντός του πλαισίου της διαμεσολάβησης. Συγκεκριμένα, η προστασία των συμφερόντων του πελάτη απαιτεί συνεργασία και δημιουργία εμπιστοσύνης μεταξύ των μερών, ούτως ώστε κάθε πλευρά να είναι επαρκώς ενημερωμένη για τις θέσεις της άλλης και με βασικό εργαλείο την πειθώ να καταδείξει τους λόγους για τους οποίους οι προτάσεις της θα ήταν χρήσιμο να γίνουν αποδεκτές. Συνεπώς, η εχθρικότητα και η επιθετικότητα, που ίσως αναπόφευκτα οδηγήσουν στις δικαστικές αίθουσες και απομακρύνουν τα μέρη οριστικά από μια πιο ικανοποιητική για τα συμφέροντά τους συμβιβαστική λύση, είναι στοιχεία που δεν προσιδιάζουν στη διαδικασία της διαμεσολάβησης.
Εξίσου αποφασιστική, όμως, πρέπει να θεωρείται και η προετοιμασία του πελάτη για τη διαδικασία της διαμεσολάβησης. Η κατανόηση εκ μέρους του τελευταίου ότι ο σκοπός της διαμεσολάβησης διακρίνεται από εκείνον της δικαστικής διαμάχης είναι ζωτικής σημασίας. Στόχος είναι η επίτευξη κοινά αποδεκτής λύσης που θα διαμορφωθεί από τα μέρη και όχι από το δικαστή και ως εκ τούτου βρίσκεται πλησιέστερα στα συμφέροντα και τις επιθυμίες των μερών. Ο δικηγόρος-παραστάτης, επομένως, οφείλει να έχει προετοιμάσει τον πελάτη του και να βεβαιωθεί ότι ο τελευταίος έχει επιλέξει συνειδητά αυτόν τον τρόπο επίλυσης της διαφοράς, αναδεικνύοντας τα πραγματικά συμφέροντα και τις ανάγκες του μέρους που εκπροσωπεί και απομονώνοντας μη ρεαλιστικές προσδοκίες, ώστε να διαφανεί και η συνεισφορά του αποτελέσματος που θα επιτευχθεί μέσω της διαμεσολάβησης. Στην περίπτωση που επιτευχθεί η επιθυμητή συμφωνία σκόπιμο είναι να υπογραφεί άμεσα το πρακτικό διαμεσολάβησης ώστε να αποφευχθούν πιθανές μελλοντικές τριβές.
Εκτός, από τα μέρη, δεν πρέπει να διαλάθει της προσοχής ότι κρίσιμος παράγοντας για μια επιτυχημένη διαμεσολάβηση είναι ο Διαμεσολαβητής που θα επιλεχθεί για τη διεξαγωγή της. Ο Διαμεσολαβητής πρέπει να είναι ικανός να οδηγήσει τα μέρη προς τη σύγκλιση και όχι τη σύγκρουση, διατηρώντας τον έλεγχο της διαδικασίας και αποσαφηνίζοντας τις επιλογές των μερών για διακανονισμό και διευθέτηση της διαφοράς. Επομένως, τα μέρη χρειάζεται να αισθάνονται ασφάλεια ως προς την εχεμύθειά του όσον αφορά τις εμπιστευτικές πληροφορίες που θα αποκαλυφθούν κατά τη διάρκεια της διαμεσολάβησης. Οι δικηγόροι-παραστάτες μπορούν και οφείλουν και σε αυτό το σημείο να συμβάλλουν δραστικά στην επιλογή ενός κοινώς αποδεκτού Διαμεσολαβητή, συμβουλεύοντας κατάλληλα τα μέρη και κάνοντας το πρώτο βήμα στη συνεργασία τους για μια αμοιβαία επωφελή λύση.
Συνοψίζοντας, η επιτυχία της Διαμεσολάβησης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα μέρη και οι δικηγόροι-παραστάτες που θα αναλάβουν την εκπροσώπησή τους και την προστασία των συμφερόντων τους, σκόπιμο είναι να πιστεύουν σε αυτού του είδους την επίλυση της διαφοράς «επιτιθέμενοι» στα σημεία που απομακρύνουν τα μέρη και όχι δημιουργώντας εχθρικό κλίμα που οδηγεί μετά βεβαιότητας στην αντιδικία.
Σταυρούλα Μοσχίδου
ΠΗΓΗ: ADRmag, acci.gr