Ενώπιων της Επιτροπής Δημοσίας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης της Βουλής στάθηκε η Ένωση Ελλήνων Ποινικολόγων για να παραθέσει τις σκέψεις και τα σχόλιά της σχετικά με το νόμο για τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Εν γένει προσέδωσε θετικό πρόσημο στο νόμο για το μαύρο χρήμα, εντοπίζοντας και ορισμένα μελανά σημεία, για τα οποία κατέθεσε τις απαιτούμενες ενστάσεις.
Συγκεκριμένα, η Ένωση εισηγήθηκε να παραμείνει το κατώτατο όριο ποινής των 6 μηνών για τα βασικά εγκλήματα, που συνδέονται με το «μαύρο χρήμα». Όσον αφορά τη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων η Ένωση πρότεινε να διατηρηθεί το υπάρχον νομοθετικό καθεστώς, δηλαδή να αίρεται εντός πενταετίας αν δεν εκδοθεί οριστική ποινική απόφαση και όχι αν δεν υπάρξει αμετάκλητη παραπομπή στο ακροατήριο που ορίζουν οι νέες ρυθμίσεις. Παράλληλα επισημάνθηκε ότι η επιβολή των υψηλότερων κυρώσεων (κάθειρξης και χρηματικής ποινής) για την πράξη της νομιμοποίησης εσόδων, ανεξάρτητα εάν το βασικό έγκλημα τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος, δεν ευσταθεί καθώς δεν νοείται να τιμωρείται βαρύτερα από το βασικό έγκλημα, αφού έτσι παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας των ποινών.
Σημαντική καινοτομία του Σχεδίου Νόμου αποτελεί η σαφής, για το λεγόμενο «αυτοξέπλυμα», ρύθμιση. Προβλέπεται η ρύθμιση του αξιοποίνου της νομιμοποίησης εσόδων, που τελείται από τον ίδιο τον δράστη του βασικού αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης για το βασικό έγκλημα, θεσπίζεται πλέον προσωπικός λόγος απαλλαγής από την ποινή, όταν η νομιμοποίηση συνίσταται στην απλή απόκτηση, κατοχή ή χρήση της περιουσίας, εκτός αν για τη νομιμοποίηση απειλείται υψηλότερη ανώτατη ποινή. Προς εξυπηρέτηση της οικονομίας της δίκης και για να μην απαιτείται πλέον η άσκηση περαιτέρω ποινικών διώξεων, η καθιέρωση προσωπικού λόγου απαλλαγής από την ποινή του αυτουργού του βασικού εγκλήματος που απλώς κατέχει ή χρησιμοποιεί την παράνομη περιουσία σε περίπτωση καταδίκης για το βασικό αδίκημα, σημαίνει ότι θα πρέπει να διώκονται και να παραπέμπονται στο ακροατήριο και οι δύο πράξεις, δηλαδή τόσο το βασικό έγκλημα, όσο και η κατοχή παράνομης περιουσίας.
Με το εν λόγω Νομοσχέδιο για πρώτη φορά μάλιστα καθιερώνεται δικαιοδοσία των ελληνικών ποινικών δικαστηρίων επί πράξεων νομιμοποίησης που τελέσθηκαν στην αλλοδαπή από ημεδαπό.
Τα πράγματα αλλάζουν και για τη δήμευση της περιουσίας που προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα. Αξιώνεται ρητά η ειδική αιτιολόγηση της γνώσης του τρίτου φυσικού προσώπου, κατά του οποίου επιβάλλεται η δήμευση, ενώ ακόμα προβλέπεται η δυνατότητα μη επιβολή της δήμευσης, όταν αυτή είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση δυσανάλογη, άλλως η επιβολή περιορισμένης αναπληρωματικής δήμευσης ή χρηματικής ποινής. Επιπλέον, στη δήμευση εφαρμόζεται η αρχή ne bis in idem, στην περίπτωση που το προϊόν του βασικού αδικήματος έχει ήδη δημευθεί στο πλαίσιο άλλης δίκης κατά του ιδίου κατηγορουμένου, ενώ στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου είναι αν αυτά που δημεύθηκαν επιβάλλεται να καταστραφούν ή αν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για το δημόσιο συμφέρον, για κοινωνικούς σκοπούς ή για την ικανοποίηση του ζημιωθέντος από το βασικό αδίκημα ή το αδίκημα νομιμοποίησης.
Όσον αφορά τη δέσμευση και την απαγόρευση εκποίησης περιουσιακών στοιχείων, κατά την τακτική ανάκριση, δεν αρκούν πλέον «βάσιμες υπόνοιες», αλλά χρειάζονται «σοβαρές ενδείξεις» ότι τα υπό δέσμευση περιουσιακά στοιχεία προέρχονται από την τέλεση των βασικών αδικημάτων ή των αδικημάτων νομιμοποίησης, ενώ οι βάσιμες υπόνοιες αρκούν πλέον μόνο για την επιβολή του μέτρου κατά την προκαταρκτική εξέταση ή προανάκριση ή με διάταξη του Προέδρου της Αρχής.
Στις ενστάσεις που κατέθεσε η Ένωση τόνισε ότι δημιουργείται ένα αντιφατικό και άτοπο καθεστώς δεσμεύσεων δύο ταχυτήτων που υπάγονται σε διαφορετικούς κανόνες ως προς την χρονική διάρκειά τους: Για όσες δεσμεύσεις έχουν επιβληθεί υπό τον ΚΠΔ θα ισχύει η πενταετία κατ’ άρθρ. 262 παρ. 4 ΚΠΔ, ενώ για τις νέες δεν θα ισχύει. Τούτο θα προκαλέσει αδικαιολόγητα άνιση μεταχείριση των υποθέσεων και σύγχυση στην πράξη. Η προβλεπόμενη στο Σχέδιο Νόμου ρύθμιση είναι ευθέως ασύμβατη προς το θεμελιώδες δικαίωμα της ιδιοκτησίας και την θεμελιώδη αρχή της αναλογικότητας και θα οδηγήσει γι’ αυτό σε καταδίκη της χώρας μας από το ΕΔΔΑ αλλά και τα αρμόδια όργανα της ΕΕ (Βλ. Γνωμοδότηση υπ’ αριθμ. 14/21.4.2021 του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Γ. Γεράκη).
Σε συνέχεια των από 5.7.2021 αρχικών παρατηρήσεων της, η Ένωση Ελλήνων Ποινικολόγων προχώρησε και σε συμπληρωματικές παρατηρήσεις, προτείνοντας σε ορισμένα καίρια σημεία την επαναφορά των αρχικών ρυθμίσεων.