Κατατέθηκε στις 29 Νοεμβρίου το νέο σχέδιο νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης με τίτλο «Μεταρρυθμίσεις στο νομοθετικό πλαίσιο της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών», με στόχο να αναδιαμορφώσει τη λειτουργία και την οργάνωση της Εθνικής Σχολής Δικαστών, αποσκοπώντας στην αναβάθμιση της απονομής της Δικαιοσύνης.
Έντονες αντιδράσεις δημιούργησαν κάποιες εκ των διατάξεων του νέου νομοσχεδίου οι οποίες ερμηνεύτηκαν ως ένα είδος επιπρόσθετης αξιολόγησης των δικαστικών λειτουργών, εγείροντας έτσι πολλούς προβληματισμούς αναφορικά με τον τρόπο επιθεώρησης και αξιολόγησης των δικαστικών. Πράγματι, δεν είναι λίγες οι φορές που η απονομή της δικαιοσύνης καθυστερεί εξαιτίας της πλημμελούς απόδοσης των δικαστικών λειτουργών. Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα αποτελεί η πρόσφατη περίπτωση των τριών δικαστών και του εισαγγελέα που τέθηκαν σε οριστική παύση καθηκόντων ύστερα από την παραπομπή τους στην πειθαρχική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, για ανικανότητα εκτέλεσης των υπηρεσιακών του καθηκόντων και για υπηρεσιακή ανεπάρκεια.
Ενόψει των συγκεκριμένων αλλαγών και επ’αφορμή της προαναφερθείσας πολυσυζητημένης διάταξης, η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, έθεσε προς ηλεκτρονική ψήφιση τις σχετικές διατάξεις του νομοσχεδίου, που προβλέπουν βαθμολόγηση των δικαστικών λειτουργών ύστερα από παρακολούθηση υποχρεωτικών σεμιναρίων και εξετάσεων σε ετήσια βάση. Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας ήταν αρνητικό, με το 97% των συμμετεχόντων να είναι κάθετοι στην μη εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων.
Εν πάσει περιπτώσει και ανεξαρτήτως του κατά πόσο είναι ωφέλιμες τέτοιου είδους τακτικές αξιολόγησης, κανένας δεν μπορεί να εθελοτυφλεί στο μόνιμο πρόβλημα που καλείται να αντιμετωπίσει το Υπουργείο, που δεν είναι άλλο από εκείνο της καθυστέρησης της απονομής της δικαιοσύνης. Περαιτέρω, πρακτικές όπως η ψηφιοποίηση του συστήματος για την αποφυγή συνωστισμού και την ομαλότερη περάτωση της δικαστικής διαδικασίας ή η υποχρεωτική αρχική συνεδρία Διαμεσολάβησης που αποσυμφορίζει τα πινάκια των δικαστηρίων, πράγματι διευκολύνουν το έργο της δικαιοσύνης. Δυστυχώς παρόλαυτα, παραμένει o προβληματισμός του τρόπου με τον οποίο θα πρέπει να αξιολογούνται ορθώς οι δικαστικοί λειτουργοί ώστε να εξελίσσονται και να προάγονται. Σημαντικό κριτήριο πρέπει να αποτελούν οι ικανότητες τους και όχι απλώς το πλήρωμα του χρόνου.