Οι αυξήσεις στις τιμές των ακινήτων σε συνδυασμό με την είδηση σχετικά με την κατάργηση του φόρου γονικής παροχής μέχρι το ποσό των 800.000 ευρώ, επέφεραν σημαντικές επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία. Πιο συγκεκριμένα παρατηρήθηκε ανοδική πορεία στις αγοραπωλησίες και σταδιακή ανάκαμψη του τομέα των κτηματαγορών.
Ως εκ τούτου, οι Δήμοι, τα υποθηκοφυλακεία, οι πολεοδομικές και άλλες σχετικές υπηρεσίες της χώρας δέχονται αυξανόμενη πίεση, καθώς πλησιάζει το τέλος του έτους και οι μεταβιβάσεις πολλών ακινήτων δεν έχουν ολοκληρωθεί. Ειδικότερα, πλήθος πολιτών προσπαθεί να ολοκληρώσει τις διαδικασίες γονική παροχής προς τα παιδιά τους εντός του έτους, προκειμένου οι αιτήσεις τους να εξεταστούν με τις ισχύουσες αντικειμενικές αξίες ακινήτων. Περαιτέρω, εξετάζεται η περίπτωση, από το Υπουργείο Οικονομικών, όσον αφορά τους φακέλους που κατατέθηκαν εντός του 2021 ακόμη και αν εξεταστούν το 2022, η εξέταση του φακέλου να γίνει με τις ισχύουσες αντικειμενικές και όχι με εκείνες του 2022. Αναμενόμενο είναι λοιπόν να δημιουργείται συνωστισμός στις εφορίες ούτως ώστε οι ενδιαφερόμενοι να ολοκληρώσουν τις γονικές παροχές εντός των προθεσμιών. Επιπλέον, οι συνθήκες που δημιουργήθηκαν εξαιτίας της πανδημίας, επιβαρύνουν και καθυστερούν ακόμη περισσότερο τις συγκεκριμένες διαδικασίες.
Αναφορικά με τις αγοραπωλησίες, όλοι οι σχετιζόμενοι με το real-estate επαγγελματικοί κλάδοι, ζητούν παράταση της εφαρμογής των νέων αντικειμενικών αξιών. Πιο συγκεκριμένα, συμβολαιογράφοι και μεσίτες αιτούνται μετατεθεί η εφαρμογή των νέων αντικειμενικών αξιών 3 μήνες αργότερα, ήτοι τον Απρίλιο. Το εν λόγω αίτημα βασίζεται στο γεγονός ότι η συγκέντρωση των απαραίτητων δικαιολογητικών είναι ιδιαίτερα χρονοβόρα. Μάλιστα, υπολογίζεται ότι ο χρόνος που χρειάζονται οι ενδιαφερόμενοι για τη συγκέντρωση των εν λόγω δικαιολογητικών υπολογίζεται σε 3 μήνες εξαιτίας του τεράστιου αριθμού εγγράφων και της δυσβάσταχτης γραφειοκρατικής διαδικασίας.
Το μέτρο της κατάργησης του φόρου γονικής παροχής σε συνδυασμό με τις υπάρχουσες αντικειμενικές αξίες, μπορεί να έχει ενισχύει τον τομέα των κτηματαγορών, αλλά έχει επιβαρύνει κατά πολύ τις δημόσιες υπηρεσίες, ιδιαίτερα σε μια δύσκολη περίοδο εξαιτίας του Covid-19.