Της Αλεξίας Κουκκουλλή
Αποτελεί ηθική υποχρέωση να διευκρινίσω εκκινώντας το άρθρο μου ότι αυτονόητη πεποίθησή μου είναι, πως η ανθρώπινη ζωή και η αξιοπρέπεια δεν κοστολογούνται. Ο θυμός για τον κίνδυνο τον οποίο αντιμετώπισαν και την ταλαιπωρία την οποία βίωσαν χιλιάδες συμπολίτες μας στο δίκτυο της Αττικής Οδού και εξαιτίας των προβλημάτων που ανέκυψαν στην λειτουργία αυτού είναι κοινός τόπος.
Ως επιστήμων, νομικός και εξειδικευμένη διαπραγματευτής, δεν μπορώ παρά να τοποθετηθώ με την ιδιότητά μου αυτή αναπτύσσοντας σκέψεις και παραθέτοντας επιχειρήματα.
Μία από τις βασικές διδαχές για τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης και μία από τις πιο κρίσιμες προκλήσεις που αντιμετωπίζει ένας διαπραγματευτής μίας συμφωνίας είναι το ποσό που θα ακουστεί –τεθεί στο τραπέζι πρώτη φορά. Η λεγόμενη “άγκυρα” και ο όρος αυτός προκύπτει διότι το ποσό που θα ακουστεί πρώτο “αγκιστρώνει” τα μέρη. Ποιος θα κάνει την προσφορά πρώτος; Θα είναι μικρή για να μην πάρει θάρρος η άλλη πλευρά; Θα είναι υψηλή για να υπάρξει περιθώριο συζήτησης; Θα το προσφέρουμε εμείς ή οι άλλοι και πότε είναι η κατάλληλη στιγμή; Κορυφαίοι καθηγητές παγκοσμίως ανάλωσαν πάρα πολλές ώρες στον τομέα αυτό όσο ήμουν στο Harvard προκειμένου να μας μεταλαμπαδεύσουν την πραγματικά αξιοπρόσεκτη εμπειρία τους.
Εν προκειμένω η άγκυρά μας είναι οι 2.000 ευρώ και τόσο ως διαπραγματευτής όσο και ως νομικός θεωρώ πως δεν πρέπει να παραγνωρίζεται η σημασία της. Ασφαλώς κάθε περίπτωση είναι εξειδικευμένη και η βαρύτητα αυτής είναι διαφορετική, το ίδιο και το ύψος της αποζημιώσεως. Η εμπειρία όμως από διαπραγματεύσεις σε περιπτώσεις μαζικών καταστροφών ή πολυμελών ομάδων και μάλιστα με άμεση τοποθέτηση επί του ποσού της αποζημιώσεως απαιτεί κοινή αντιμετώπιση. Η εξατομίκευση απαιτεί χρόνο και γίνεται σε ειδικές συνθήκες και με διαρθρωμένες διαδικασίες.
Η “άγκυρα” λοιπόν των 2.000 ευρώ απέχει πολύ από την θέση “δεν διαπραγματεύομαι”, απέχει σημαντικά από το “δεν δίνω τίποτα” δηλαδή το 0 ευρώ, και φυσικά μπορεί να απέχει πολύ από το ποσό που δικαιούται μία γυναίκα εγκυμονούσα εγκλωβισμένη για ώρες στις συνθήκες αυτές ή ένας καρδιοπαθής που υπέστη έμφραγμα ή και ο οδηγός ή ο επιβάτης του οχήματος που κινδύνευσε, ταλαιπωρήθηκε, αρρώστησε, πανικοβλήθηκε εξαιτίας των όσων βίωσε για ώρες.
Το ποσό δε των 2.000 ευρώ υπό το πρίσμα και της νομικού οφείλω να σημειώσω ότι ανεξάρτητα από το ύψος του έχει και μία άλλη βαρύτητα. Δημιουργεί ένα τεκμήριο ως προς την υπαιτιότητα, γεγονός το οποίο διευκολύνει κάθε νομικό ο οποίος στο δικόγραφο το οποίο θα πρέπει να καταθέσει ενώπιον δικαστηρίου θα πρέπει να αποδείξει τον ισχυρισμό που προβάλλεται περί υπαιτιότητας. Περαιτέρω δε αποτελεί και μία έμμεση παραδοχή του μέρους που ενάγεται μεταξύ άλλων και για το ποσό το οποίο θεωρείται εύλογο και ήδη προσφέρεται. Παρέλκει βέβαια να σχολιάσω ότι στην Ελλάδα οι δικαστικές αποφάσεις δεν μας έχουν συνηθίσει σε υπερμεγέθεις αποζημιώσεις ακόμη και σε περιπτώσεις απώλειας ζωής.
Η Ελλάδα δεν είναι Αμερική στο ύψος των αποζημιώσεων που επιδικάζονται και στον τομέα της εξωδικαστικής επίλυσης των διαφορών στην χώρα μας είμαστε όλοι έτοιμοι να “πάμε στο δικαστήριο” χωρίς να εξετάζουμε την δυνατότητα εναλλακτικής επίλυσης της διαφοράς μας. Από την εμπειρία μου στον τομέα των εναλλακτικών μεθόδων επίλυσης διαφορών και από όσες υποθέσεις έχω χειριστεί ως διαπραγματευτής ή διαμεσολαβητής ή και ως παραστάτης δικηγόρος σε διαμεσολάβηση και έχουν επιλυθεί εξωδικαστικά αποτέλεσαν την καλύτερη επιλογή και για τα δύο μέρη. Ούσα 3η γενιά δικηγόρων γαλουχήθηκα με τη φράση: “ο χειρότερος συμβιβασμός είναι η καλύτερη δικαστική απόφαση” αλλά επιδιώκω στην επαγγελματική μου πρακτική να δημιουργώ τις συνθήκες για την καλύτερη και επωφελέστερη συμφωνία των μερών.
Και το δικαίως επαναλαμβανόμενο ερώτημα των ημερών είναι: “Μπορώ να πάρω παραπάνω αν πάω στα δικαστήρια;”. Η απάντησή μου είναι σαφής: μπορούμε να διαπραγματευθούμε και να εξετάσουμε το ενδεχόμενο της καλύτερης δυνατής συμφωνίας χωρίς να χρειάζεται και τα δύο μέρη να αναλωθούν σε έναν πολυετή και πολυδάπανο δικαστικό αγώνα του οποίου το αποτέλεσμα ουδείς μπορεί να προδικάσει.
Προδήλως και μία διαδικασία διαπραγμάτευσης τέτοιας κλίμακας απαιτεί συγκεκριμένη διάρθρωση και διαδικασίες και η εμπειρία και οι υποδομές όσων εξειδικευμένων διαπραγματευτών το αναλάβουν πρέπει να είναι δεδομένες. Αξίζει όμως στην περίπτωση αυτή να αντλήσουμε τα όσα θετικά έχουμε διδαχθεί από το best practice του εξωτερικού προς όφελος όλων.
Για μία επιτυχημένη διαπραγμάτευση, το σημείο εκκίνησης δεν μπορεί να είναι η διάθεση κατασπάραξης του άλλου μέρους γιατί απλά το τέλος αυτής είναι πολύ σύντομο και η πορεία προδιαγεγραμμένη. Δεν θα υπάρξει όχι αποτέλεσμα αλλά ούτε καν διαπραγμάτευση. Ο στόχος είναι μια αμοιβαία επωφελής συμφωνία, ρεαλιστική, άμεση, χωρίς οικονομική αιμορραγία και χρονική εξόντωση όσων συμμετέχουν σε αυτή. Μια διαδικασία διαρθρωμένη με τεχνογνωσία και εμπειρία όσων συμμετέχουν σε αυτή και στόχο να φτάσουμε σε συμφωνία. Αυτή η θέση δεν είναι έλλειψη μαχητικότητας αλλά απόρροια εμπειρίας και γνώσει τεχνικής και κατάλληλων δεξιοτήτων που διδάσκονται και εντριφθεί κανείς σε αυτές.
Την απάντηση λοιπόν στο αρχικό ερώτημα του άρθρου αυτού θα την δώσω με τον τρόπο που με δίδαξε ο μέντοράς μου Robert Mnooking, κορυφαίος διαπραγματευτής παγκοσμίως και καθηγητής του Harvard στον τομέα αυτό: το ποσό των 2.000 ευρώ είναι περισσότερο από το μηδενικό σημείο εκκίνησης και λιγότερο από αυτό που θα θέλαμε. Σημασία όμως έχει να είναι διαπραγματεύσιμο.
* Δρ. Αλεξία Κουκκουλλή, LL.B., IALS Arb, MPhil (UoL), HLS, MBA (EUC), PhD (UoL), Δικηγόρος Αθηνών & Κύπρου, Διαπιστευμένη Διαμεσολαβητής και Εκπαιδεύτρια Διαμεσολαβητών – Διαπραγματευτής, Managing Partner @A.C. Couccoullis & Associates LLC
www.acouclaw.com
Πηγή άρθρου: Capital.gr